Κυριακή 3 Αυγούστου 2025

Οἷος κρημνός!
Φίλε κ. Γαβριηλίδη,
Ὀφείλων νὰ γράψω τι εἰς ἀπάντησιν τοῦ «Λόγου» - ἐπειδὴ ὁ ἕτερος τῶν καταγγελθέντων ἱερέων εἶναι ὁ ἐμὸς γεννήτωρ - ἐπερίμενα νὰ λάβω λεπτομερεστέρας πληροφορίας ἐκ Σκιάθου, περὶ τοῦ τί ἀκριβῶς συνέβη· ἀντὶ ὅμως πληροφοριῶν, μοῦ ἦλθεν ἡ ἑπομένη διατριβή, ἡ ὁποία εἶναι ὡς νὰ τὴν ἔγραψα ἐγώ, καὶ διὰ τοῦτο προθύμως ἀναλαμβάνω τὴν ἐπ᾿ αὐτῇ εὐθύνην, παρακαλῶν σε νὰ τὴν δημοσιεύσῃς.
Ἐν Ἀθήναις, 22 Ἰουλίου 91.
Ὅλος σὸς
Ἀλέξ. Παπαδιαμάντης

Ὀρθῶς εἴκασεν ὁ «Λόγος» ὅτι οἱ δύο ἱερεῖς, οὓς κατήγγειλεν εἰς τὴν Εἰσαγγελίαν Βόλου ὁ κ. Μακράκης, δὲν ἔπραξαν ἐξ ἀμαθείας ὅ,τι ἔπραξαν· οἱ δύο ἐκεῖνοι ἱερεῖς δὲν εἶναι βεβαίως ἐκ τῶν ἀμαθεστέρων τοῦ ἐν Ἑλλάδι κατωτέρου κλήρου· τούτων ὁ μὲν Σακελλάριος Ἰωάννης Μανιώτης ἐβούλευσε δὶς ἐπὶ Ὄθωνος, ὁ δὲ Οἰκονόμος Ἀδαμάντιος Ἐμμανουὴλ ἐπὶ ἔτη ἐδίδαξεν ἐν Ἑλληνικῷ σχολείῳ.
Ἀλλ᾿ ὁ κ. Μακράκης δὲν ὀκνεῖ νὰ σύρῃ πρὸ τοῦ ποινικοῦ δικαστηρίου δύο γηραιοὺς κληρικούς, τὸν ἕνα ὀγδοηκοντούτην καὶ βαρήκοον, τὸν ἕτερον ἑβδομηκοντούτην, ἀπὸ πεντηκονταετίας ἱερατεύοντα καὶ ποδαλγόν, διατί; Διότι ἔκαμαν τὸ καθῆκόν των καὶ ὑπέμνησαν εἰς τὸ ποίμνιόν των ὅτι ἐλεύθεροι μὲν εἶναι ν᾿ ἀκούσωσι τὸν κ. Μακράκην, ἐὰν θέλωσιν, ἀλλὰ νὰ μὴ λησμονῶσιν, ὅτι ὁ κ. Μακράκης ἔχει ἀποκηρυχθῆ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ὡς κακόδοξος καὶ ἀπειθής.
Καὶ οὐ μόνον ἡ Ἱερὰ ἡμῶν Σύνοδος τὸν ἀπεκήρυξεν, ἀλλὰ καὶ ἡ Μ. τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία ἐκύρωσε τὴν τοιαύτην ἀποκήρυξιν, δι᾿ ἐγγράφου της, ὡς ἐμάθομεν. Ἀλλὰ καὶ ἂν εἶχε σιωπήσει ἡ Μ. Ἐκκλησία, πάλιν τὸ αὐτὸ θὰ ἦτο, διότι ἡ τοιαύτη σιωπὴ θὰ ἦτο ὡς παραδοχή, ἀφοῦ ἡ ἡμετέρα ἐν Ἑλλάδι Ἐκκλησία, δὲν ἔπαυσεν ἔκτοτε νὰ εἶναι ἡνωμένη ὡς πάντοτε μετ᾿ Αὐτῆς.
Ὁ κ. Μακράκης εἶναι ἔκπτωτος δι᾿ ὅλην τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν. Τὸ ἠξεύρει καὶ προσποιεῖται ὅτι τὸ ἀγνοεῖ.
Δὲν ἤμην παρὼν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ δὲν ἠξεύρω ἂν οἱ δύο ἱερεῖς μας ἀνέγνωσαν ἄλλην ἀντ᾿ ἄλλης ἐγκύκλιον. Ἀλλὰ καὶ ἂν τυχὸν ἀνέγνωσαν τὴν τελευταίαν κατὰ τῶν ἑτεροδόξων προσηλυτιστῶν ἐγκύκλιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ αὐτὸ κατ᾿ οὐσίαν εἶναι.
Ἡ καινοδοξία δὲν εἶναι ἐν χώρῳ καὶ χρόνῳ, δὲν ὁρμᾶται ἀποκλειστικῶς ἐξ Ἀμερικῆς ἢ ἐξ Ἀγγλίας· ἡ καινοδοξία εἶναι ἐν τῇ γνώμῃ καὶ ἐν τῇ φρενί. Ὅσον θέλει ἂς εἰδικεύῃ ὁ στωμύλος σοφιστής, καὶ ἂς διαμαρτύρηται, ὅτι δὲν εἶναι διαμαρτυρόμενος, λέγων πολλὰ καὶ σοφά. Ἡ οὐσία τοῦ προτεσταντισμοῦ δὲν ἔγκειται τόσον ἐν τῇ μὴ τιμῇ τῶν εἰκόνων καὶ τῶν λειψάνων, ὅσον ἐν τῇ ἀπορρίψει τοῦ κύρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τῶν Πατέρων καὶ τῆς παραδόσεως, ἐν τῇ ἀπολύτῳ ἐλευθερίᾳ τοῦ ἑρμηνεύειν ἕκαστον τὰς Γραφάς, ὅπως ἂν αὐτῷ ἀρέσκῃ. Τοῦτο δὲ ἀκριβῶς πράττει καὶ ὁ κ. Μακράκης, ὅστις περιέρχεται τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία ἑρμηνεύων κατὰ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ φαντασίαν τὰς Ἱερὰς Γραφάς, ἄνευ κύρους, ἄνευ ἀδείας καὶ ἐγκρίσεως ἐκκλησιαστικῆς. Ὁ Λόγος διαβάλλει τὸν πρόεδρον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, τὸ ὀλιγώτερον ἐπὶ ἐλαφρότητι καὶ παλιμβουλίᾳ, καὶ τοῦτο προκειμένου περὶ δογματικῶν πραγμάτων, γράφων ὅτι ὁ Σ. Μητροπολίτης Γερμανὸς ὑπεσχέθη εἰς τὸν κ. Μακράκην ν᾿ ἀνακαλέσῃ τὴν κατ᾿ αὐτοῦ ἀποκήρυξιν, καὶ εἶτα δὲν τὸ ἔπραξεν, ἐνδοὺς εἰς ἄλλας εἰσηγήσεις.
Τί τοῦ ψιθυρίζουν εἰς τὸ οὖς, τοῦ κ. Μακράκη, τὰ ἀρχοντικὰ δαιμόνια, τὰ πονηρότατα καὶ πεισμονέστατα τῶν δαιμονίων! Ποῖος Μητροπολίτης, ποία Σύνοδος, δύναταί ποτε ν᾿ ἀναγνωρίσῃ τὸν κ. Μακράκην ὡς ὀρθόδοξον, ἐὰν οὗτος δὲν προσέλθῃ ἁπλῶς καὶ καθαρῶς, ἐν ταπεινώσει, ἄνευ σοφισμάτων καὶ ἄνευ ὑστεροβουλίας, ἐὰν δὲν προσπέσῃ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν νὰ εἴπῃ τὸ ἥμαρτον, ν᾿ ἀποπτύσῃ τὸ τρισύνθετον καὶ πᾶσαν ἄλλην κακοδοξίαν, καὶ νὰ εἴπῃ ὅτι μετανοεῖ εἰλικρινῶς; Ὡς ἴσος πρὸς ἴσην τολμᾷ νὰ διαπραγματεύηται πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν, ἢ ἔτι θρασύτερον, ὡς θεραπαινίδα θέλει νὰ τὴν μεταχειρισθῇ ὁ ἀγχίστροφος διαλεκτικός, ὁ πολύπλαγκτος ἀγορητής, ἀξιῶν, ἵνα ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ καὶ ὄχι ὁ Μακράκης ὁμολογήσῃ ὅτι ἔσφαλε νὰ τὸν ἀποκηρύξῃ! Οἷον ἐξαίσιον πτῶμα! Οἷος κρημνός!
Ἓν ὅμως λησμονεῖ ὁ πολύστροφος λογοκόπος, τὸ ὅτι οἱ Ἄρειοι καὶ οἱ Ἀπολλινάριοι καὶ οἱ Ὠριγένεις ἦσαν πολὺ αὐτοῦ εὐφραδέστεροι καὶ λογιώτεροι καὶ ἐπιφανέστεροι.
Ἀλλ᾿ ἀφοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Ἐκκλησία τὸν ἔχει ἀποκήρυκτον, τί τοῦ πταίουν οἱ δύο πτωχοὶ ἱερεῖς, καὶ ζητεῖ νὰ τοὺς σύρῃ εἰς τὸ δικαστήριον, ἁπλῶς διότι ἔπραξαν τὸ καθῆκόν των; Ἀλλ᾿ ἐσυλλογίσθη κἂν ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἐπ᾿ ἐκκλησίας ἱερουργοῦντες ἢ νουθετοῦντες ἢ διδάσκοντες, εἶναι τοὐλάχιστον τόσον ἥσυχοι καὶ ἀνεύθυνοι ὅσον καὶ οἱ δικασταὶ ἐπὶ τῆς ἕδρας των;
Τὸ πάλαι πολιτικοὶ ἐγκληματίαι εὕρισκον ἄσυλον μόνον, διότι ἥπτοντο τοῦ θυσιαστηρίου· καὶ σήμερον ὁ κ. Μακράκης, ἄνθρωπος ἐξ ἐπαγγέλματος κηρύττων ἑαυτὸν εὐσεβῆ, θέλει νὰ σύρῃ δύο γηραιοὺς θύτας ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου εἰς τὸ πολιτικὸν δικαστήριον!
Ἠκούσατε σεῖς ποτὲ Ἀπόστολον νὰ ζητῇ ἐκδίκησιν καὶ νὰ καταγγέλλῃ εἰς τὰ δικαστήρια τοὺς ἁρμοδίους, διότι προέτρεψαν τὸ πλῆθος νὰ μὴ τὸν ἀκούσῃ; Ἀλλ᾿ ὁ Χριστὸς παρήγγειλεν εἰς τοὺς Ἀποστόλους, ὅπου δὲν τοὺς θέλουν νὰ φεύγουν, τινάσσοντες καὶ τῶν ποδῶν των τὸν κονιορτόν.
Ἠξεύρω τί θὰ εἴπωσιν οἱ περὶ τὸν Μακράκην, «Παιδεύετε τοὺς ἀτάκτους» κτλ. Ἀλλ᾿ εἰς τὴν περίπτωσιν αὐτὴν ἄτακτος εἶναι ὁ κ. Μακράκης, ὅστις δὲν πείθεται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν.
(1891)

Σάββατο 2 Αυγούστου 2025



Τὰ ὅρια τῆς ζωῆς μας
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὡς νεαρὸς φοιτητὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς, ἤθελα νὰ ζωγραφίσω εἰκόνες. Δὲν γνώριζα τίποτε γιὰ τὶς εἰκόνες, παρὰ μόνο ὅτι μοῦ ἄρεσαν καὶ ὅτι ἦταν ἅγιες. Γιὰ μένα ἦταν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ἡ πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὰ ὑλικὰ καὶ τὸ νόημά τους καθὼς καὶ γιὰ τὴν τεχνική τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ ἴδιο μηδαμινὴ ἦταν καὶ ἡ γνώση μου τῆς ζωγραφικῆς. Ἀλλὰ ἔσπευσα σὰν τρελὸς νὰ ἀγοράσω ὑλικὰ (τὰ ὁποῖα ἦταν λανθασμένα ἔτσι κι ἀλλιῶς) καὶ ἔστησα ἕνα τεράστιο καμβὰ στὴν εἴσοδο τοῦ διαμερίσματός μου. Καὶ ἐκεῖ ἄρχισα νὰ ζωγραφίζω μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορα. Δὲν εἶχα ἐκπαιδευτεῖ καθόλου καὶ δὲν χρησιμοποίησα κανένα μοντέλο. Ἁπλῶς ζωγράφιζα. Ἡ προσπάθειά μου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα μήνα. Ὅταν τελικὰ ἔφτασα τὸ σημεῖο ποὺ λογικὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι «τελείωσα», ρώτησα ἕνα φίλο μου, συμφοιτητή, ποὺ ἦταν καὶ ζωγράφος νὰ ἀξιολογήσει τὸ ἔργο μου.
Καὶ ἦρθε. Καὶ γέλασε.
«Ξέρεις σὲ ποιὸν μοιάζει;»
«Τὸν Χριστό;» ἀντέτεινα δειλά.
«Ὄχι, σὲ σένα μοιάζει!» Καὶ μοῦ ἐξήγησε κάτι ποὺ γνωρίζουν ὅλοι οἱ ζωγράφοι. Ἂν ζωγραφίζεις χωρὶς μοντέλο ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα νὰ ζωγραφίσεις ἀσυναίσθητα τὸν ἑαυτό σου. Ἡ εἰκόνα ἦταν «ὁ ἑαυτούλης μου».
Σκέφτομαι ἀρκετὰ συχνὰ αὐτὸ τὸ συμβὰν (καὶ ἔχω γράψει κιόλας γι’ αὐτό). Ὑπάρχει ἕνα πνευματικὸ μάθημα σ’ αὐτό. Τὸ νὰ ζωγραφίζει κάποιος χωρὶς μοντέλο, κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴ φαντασία, σημαίνει νὰ ζωγραφίζει χωρὶς ὅρια. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει χωρὶς ὅρια εἶναι τὸ ἐγώ μου, ὁ φανταστικὸς ἑαυτός μου. Ἡ «εἰκόνα» ποὺ ζωγράφισα τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὴν ἰδανικὴ ἀναπαράσταση τῆς ἁμαρτίας: τὸ ἐγὼ ὡς Θεός.
Πῶς διαφοροποιοῦμαι τὸ ἐγώ μας ἀπὸ τὸν Ἄλλο; Ὁ μόνος τρόπος εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ ὅρια, ὅτι ὑπάρχει μία γραμμή, ἕνας χῶρος, ἕνας φράκτης ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ ἀγάπη δὲν προσπαθεῖ νὰ διαπεράσει τὸ ὅριο, οὔτε νὰ τὸ θολώσει. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ἕνα περιορισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ προβαλλόμενου ἐγώ. Ἡ ζωή σου δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μένα.
Τὰ ὅρια παίρνουν πολλὲς μορφές. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνησυχίες, ἀπόψεις, ἀνάγκες, φόβοι γιὰ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Αὐτὰ τὰ ψυχολογικὰ χαρακτηριστικὰ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἀπόλυτα γιὰ νὰ εἶναι ὅρια. Ὡς ὅρια κάποιας ἄλλης ὕπαρξης δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Σταματῶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζεις ἐσύ.
Τὸ ἐγώ μας, τὸ ὁποῖο ξεχωρίζω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό, βρίσκει μεγάλη δυσκολία μὲ τὰ ὅρια. Τὸ ἐγὼ εἶναι μία ἀφήγηση τῆς ζωῆς μας ποὺ δημιουργήσαμε ἐμεῖς. Εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ λέμε γιά μᾶς. Εἶναι συχνὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα καὶ τὰ ξεκαθαρίζουμε. Αὐτὴ εἶναι μία συνεχὴς διαδικασία ποὺ ἀναθεωρεῖται συνέχεια. Μᾶς προκαλεῖ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κριτικάρουμε, νὰ ζυγίσουμε καὶ νὰ συγκρίνουμε. 
Ὁ Ἀρχιμ. Μελέτιος Γουέμπερ περιγράφει αὐτὴν τὴ διαδικασία ὡς τὴν ἐργασία τοῦ μυαλοῦ (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διαδικασία τῆς καρδιᾶς):
«Γιὰ νὰ εἴμαστε σωστοὶ γιὰ ὁτιδήποτε, τὸ μυαλὸ μας ἔχει ἀνάγκη νὰ βρεῖ κάποιον ἢ κάτι ποὺ εἶναι λανθασμένο. Ὑπὸ κάποια ἔννοια, τὸ μυαλὸ ψάχνει πάντοτε γιὰ ἕναν ἐχθρὸ (τὸ ἄτομο ποὺ εἶναι «λανθασμένο») γιατί χωρὶς τὸν ἐχθρό, τὸ μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρο γιὰ τὴν ταυτότητά του. Ὅταν ὑπάρχει ἐχθρός, τότε μπορεῖ νὰ νιώσει περισσότερη σιγουριὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ τὸ μυαλὸ συνέχεια ψάχνει τὴ βεβαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι παράγωγο τῆς ἐπιθυμίας νὰ εἶναι κάποιος ὀρθός, ἡ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε ἐχθροὺς εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγώνας ἐπιβίωσης. Τὸ νὰ ἀναγνωρίζει τοὺς ἐχθροὺς εἶναι γιὰ τὸ μυαλὸ ὄχι ἕνα ἀτυχὲς ἐλάττωμα τοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ καὶ ἀναγκαῖο ἔργο… Δυστυχῶς τὸ νὰ εἶναι κάποιος σωστὸς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι ἔστω καὶ ἂν δαπανοῦν μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τους προσπαθώντας νὰ τὸ ἐπιτύχουν. Ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἐγὼ εἶναι σχεδὸν πάντοτε θέμα νὰ εἴμαστε ὀρθοί».
Κατὰ παράδοξο τρόπο, αὐτὴ ἡ διαδικασία δημιουργεῖ λανθασμένα ὅρια, τὰ ὅρια ποὺ στοιχειοθετοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Καὶ ἔτσι εἶναι οὐσιαστικὰ μία ναρκισσιστικὴ ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ἕναν κόσμο σύμφωνα μὲ μένα. Ὅταν συναντοῦμε τὰ ἀληθινὰ ὅρια, τότε βρίσκουμε τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἑπομένως ἀρχίζουμε νὰ βρίσκουμε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ἡ φύση τῆς καρδιᾶς (καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ) δὲν ὁρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὰ ὅριά της ἢ ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἄλλου ὡς λανθασμένου. Ἀποδέχεται μᾶλλον παρὰ κρίνει. Εἶναι σιωπηλὴ ἀντὶ θορυβώδης. Ἡ συνάντηση μὲ τὰ ὅρια δὲν προάγει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξέτασης, τοῦ προσδιορισμοῦ καὶ τῆς συζήτησης.
Ὅταν τὸ ἐγὼ ἀναζητᾶ τὸ Θεό, ἀπογοητεύεται βαθειὰ ἀπὸ τὴ σιωπή Του. Τὰ ὅρια τῆς σιωπῆς, τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀπόκρυψης μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως ὁ Θεὸς περιβάλλει τὸν Ἑαυτό Του, ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπογοήτευση, ἐπιχειρήματα, θυμὸ, ἀκόμα καὶ ἀπόρριψη. Τὸ ἐγὼ συχνὰ ἀντικαθιστᾶ τὰ προϊόντα τοῦ μυαλοῦ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὡς ἰδέα εἶναι ἕνας Θεὸς ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἐγώ. Τέτοιος Θεὸς θὰ καταλήξει νὰ εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Ἀναπόφευκτα γινόμαστε αὐτὸ τὸ ὁποῖο λατρεύουμε.
Τὰ χρόνια κατὰ τὰ ὁποῖα ἔψαχνα σοβαρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἕλκυε ἕνας Θεὸς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσα νὰ ἀποκτήσω. Ἀντιλαμβανόμουν τὴν εὐχαριστιακὴ πειθαρχία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅτι ὑπῆρχαν πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ χώρους στοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσα νὰ ἐπισκεφτῶ, ἐνῶ τὸ πνευματικό μου ταξίδι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶχε ὅρια. Μποροῦσα νὰ πάω ὅπου ἤθελα, νὰ πῶ ὁτιδήποτε, νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ νὰ ταξιδέψω ὅπου ἤθελα. Καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια ποὺ κατέβαλλε τὸ ἐγώ μου, μὲ ἔφερνε ἀντιμέτωπο μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἐγώ μου. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Κυριακῆς ποὺ ἐπιτελοῦσα ὡς Ἀγγλικανὸς ἱερέας ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μεγάλων διαπραγματεύσεων, μεταξύ τοῦ δικοῦ μου ἐγὼ ἐνάντια στὰ ἐγὼ τῶν ἄλλων ποὺ ἤθελαν κάτι ἄλλο. Ἡ λατρεία ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνήσυχης εἰρήνης, μιὰ ἐκπαίδευση σ’ ἕναν ἀνταρτοπόλεμο. Στὴν τελευταία μου ἐνορία, εἴχαμε τρεῖς λειτουργίες κάθε Κυριακή, γιὰ τρεῖς διαφορετικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες συχνὰ δὲν συμπαθοῦσαν ἡ μία τὴν ἄλλη.
Ἡ σύγχρονη συνήθεια τοῦ νὰ ψάχνουμε μία φιλικὴ Ἐκκλησία εἶναι τὸ λογικὸ παράγωγο μιᾶς ζωῆς ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς ἀγορᾶς. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ ὅλους. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὸ ἐγώ. Πέθανε γιὰ νὰ τὸ νεκρώσει. Ὅταν μεταστράφηκα στὴν Ὀρθοδοξία, ἕνας φίλος, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόταν τὸ σύγχρονο φιλελευθερισμό, εἶπε: «Ὁ Στέφανος ἔγινε Ὀρθόδοξος γιατί φοβᾶται τὴν ἀλλαγή».
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔγινα Ὀρθόδοξος γιατί φοβόμουν ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀλλαγή, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἴδιες κουβέντες θὰ ἐπαναλαμβάνονταν διαρκῶς.
Τὸ ἐγὼ κατασκευάζει μία χαρούμενη πόλη, γεμάτη μὲ κτίρια, ποὺ εἶναι προϊόντα διαπραγμάτευσης καὶ διαρκῶς μεταβαλλόμενους δρόμους. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀξίες γιατί δὲν ὑπάρχει πραγματικότητα. Μόνο τὰ ὅρια ποὺ βάζουμε στὴ ζωὴ μας φανερώνουν τὸ ποιοὶ εἴμαστε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Θεός.
Π. Στέφανος Freeman

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2025


Σὲ ποιὰ θέση φέρνουμε τὸν Θεὸ
Πολλοὶ ἐκλαμβάνουν τὴ σιωπή Του ὡς ἔνδειξη τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς «δὲν ὑπάρχει», «πέθανε»...
Ἄν ὅμως σκεφτόμαστε σὲ ποιὰ θέση φέρνουμε τὸν Θεὸ μὲ τὰ πάθη μας, τότε θὰ βλέπαμε ὅτι Αὐτὸς δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ μόνο νὰ σιωπήσει...

Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ