Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

 


Ἀληθινὴ ζωὴ

Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, διότι εἶναι ζωὴ ποὺ δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατον. Ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπίνη ζωὴ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνα ἀργὸν ψυχομάχημα, ποὺ καταλήγει ἀναπόφευκτα εἰς τὸν θάνατον.

Ἀλλὰ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατον. Καὶ μία τοιαύτη ζωὴ ἔγινε δυνατότης ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, μόνον διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀληθινὴ ζωὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Διότι αὐτὴ εἶναι ἁγία ζωὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀθάνατος ζωή.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2023

 


Γιατὶ μέσα τους ἡ ἀλήθεια δὲν χωράει

Ἀπὸ ἀνθρώπους ποὺ δὲν πιστεύουν στὸν Θεό, πνευματικὴ κατανόηση νὰ μὴν περιμένουμε. Νὰ εὐχόμαστε νὰ τοὺς συγχωρέσει ὁ Θεὸς καὶ νὰ τοὺς φωτίσει. Οὔτε καὶ ἀνθρώπους ποὺ ἔχουν ἐγωισμὸ καὶ κακότητα (ἄς λένε ὅτι εἶναι Χριστιανοί) νὰ κουράζεσαι νὰ τοὺς πείσεις νὰ καταλάβουν τὴν ἀλήθεια, γιατὶ μέσα τους ἡ ἀλήθεια δὲν χωράει.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

 


Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο

Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,

κάτω ἀπ’ τὴν ρόδα τοῦ ἥλιου ποὺ δὲν χάνει

οὔτε ἕνα χιλιοστὸ καθὼς γυρίζει

ἀπ’ τὸ πρωί ὥς τὸ βράδυ πάνωθέ μου!

Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο,

τὸν κόσμο αὐτὸ ποὖναι γιομάτος μάγια

καὶ βρυσοῦλες φωτός! Δὲν ἔχω ἀρχίσει

τὸ τραγούδι του ἀκόμη, μὰ ἔχω ἐντός μου

χρόνο πολύ κι ἀγέρα καὶ πιστεύω

πώς θὰ μοῦ δώσει ὁ Θεός νὰ τὸ τελειώσω.

Ὢ, τί καλὰ ποὖναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!


Ὅλα τὰ λόγια γίνονται τραγούδι

στ’ ἁπλά μου χείλη σήμερα καὶ τρέχουν

ἀβίαστα, καθαρὰ, σὰν τὸ νεράκι

τῆς Βρύσης τοῦ Πουλιοῦ ποὺ καναλίζει

τὸ καλοκαίρι. Εἶμαι ἕνα ποτάμι 

ξεχειλισμένο. Ἔχω καταλύσει

τὸ φράγμα τοῦ ἥλιου. Θεέ μου, περισσεύω!

Δὲν σοῦ γυρεύω τίποτα ὅπως ὁ ἥλιος

κι ὁ ἀγέρας σοῦ γυρεύουν. Ἔχω ἀπ’ ὅλα. 

Μικρὴ φωνὴ πουλιοῦ θέλω ν’ ἀφήσω

μέσα στ’ αὐτὶ σου μόνο. Μοῦ περίσσεψε

σήμερα τὸ τραγούδι καὶ δὲν ξέρω

τὶ νὰ τὸ κάμω, ποῦ νὰ τὸ χωρέσω!


Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πάρε μου ὅλες

τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,

τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,

νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν

οἱ γρῦλοι μιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε

ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ Βρύση

τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω

μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη

κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω

τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες

ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν

τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας

νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω

τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,

τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο

ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,

τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου

καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.


Ὢ τί καλὰ πού ᾿ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

Νικηφόρος Βρεττᾶκος


(Βρύση τοῦ Πουλιοῦ = πηγή στὸν Ταΰγετο)

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

 


Συμφωνία μὲ τὴ φύση

Μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι θρησκεία -σὲ διάκριση ἀπὸ τὴ σύγχρονη εἰδωλολατρία- σημαίνει ζωὴ σὲ συμφωνία μὲ τὴ φύση. Εἶναι παρατηρημένο ὅτι ἡ φυσικὴ ζωὴ ἔχει τόση συμφωνία μὲ τὴν ὑπερφυσικὴ ζωή, ὅση δὲν ἔχει μὲ τὴ μηχανικὴ ζωή. Μὰ οἱ ἀντιλήψεις μας ἔχουν διαστραφῆ σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε οἱ ἄνθρωποι σήμερα νὰ θεωροῦν ἀφύσικη -καὶ γι’ αὐτὸ ἀπεχθῆ- τὴ ζωὴ τῆς ἀγαμίας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκλέξη ἕνα ἄτομο ὁποιουδήποτε φύλου, ἐνῶ θεωροῦν τελείως φυσικὸ τὸ νὰ περιοριστῆ μία οἰκογένεια σὲ ἕνα ἢ δυὸ παιδιά. Ἴσως θὰ ἦταν πιὸ φυσικό, τόσο περισσότερο ὅσο συμφωνεῖ μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἂν ὑπῆρχαν περισσότεροι ἄγαμοι κι ἂν οἱ παντρεμένοι εἶχαν μεγαλύτερες οἰκογένειες.

Ἀλλὰ σκέπτομαι τὴ συμφωνία μὲ τὴ φύση σὲ μία εὐρύτερη ἔννοια ἀπ’ αὐτήν. Ξέρουμε ὅτι ἡ κοινωνία εἶναι ὀργανωμένη πάνω στὶς ἀρχὲς τοῦ ἰδιωτικοῦ κέρδους -τόσο καλὰ ὥστε νὰ καταστρέφεται τὸ δημόσιο κέρδος. Αὐτὴ ἡ ὀργάνωση ὁδηγεῖ σὲ δυὸ πράγματα: στὴν παραμόρφωση τῆς ἀνθρωπότητας μὲ τὰ ἀκανόνιστα βιομηχανικὰ συστήματα καὶ στὴν ἐξάντληση τῶν φυσικῶν μέσων. Ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ὑλικῆς μας προόδου εἶναι τέτοιο, ποὺ οἱ ἑπόμενες γενιὲς θὰ τὸ πληρώσουν ἀκριβά.

Γιὰ ν’ ἀναφέρω ἕνα παράδειγμα τώρα, πολὺ ἐπίκαιρο: Ἡ διάβρωση τοῦ ἐδάφους, ποὺ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς ἐκμετάλλευσης ποὺ θὰ ἐδικαιολογεῖτο σὲ δυὸ γενιές. Κι αὐτὸ γιὰ ἐμπορικὸ κέρδος. Ἄμεσα κέρδη, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἐρήμωση. Δὲν καταδικάζω μία κοινωνία γιὰ τὴν ὑλική της καταστροφή, γιατί αὐτὸ θὰ σήμαινε ὅτι ἡ ὑλική της ἐπιτυχία εἶναι κριτήριο ὑπεροχῆς. Ἐννοῶ μόνο ὅτι μία ἐσφαλμένη στάση ἀπέναντι στὴ φύση, συνεπάγεται ἐσφαλμένη στάση ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ ὅτι ἡ συνέπεια εἶναι μία ἀναπόφευκτη καταδίκη. Γιὰ ἕνα ἀρκετὰ μεγάλο διάστημα δὲν πιστεύαμε σὲ τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο στὶς ἀξίες ποὺ προέρχονταν ἀπὸ ἕνα μηχανοποιημένο, ἐμπορικὸ καὶ ἀστικὸ τρόπο ζωῆς. Ἀλλὰ θὰ ἦταν τόσο καλὸ γιὰ μᾶς νὰ ἔχουμε ἐπίγνωση τῶν συνθηκῶν, μὲ τὶς ὁποῖες ὁ Θεὸς μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζοῦμε πάνω σ’ αὐτὸν τὸν πλανήτη. Καὶ χωρὶς νὰ ὡραιοποιοῦμε τὴν ἀπολίτιστη ζωή, θὰ μπορούσαμε νὰ γινώμαστε πιὸ ταπεινοί, παρατηρώντας στὶς ὀπισθοδρομικὲς ἢ καὶ ἀρχέγονες κοινωνίες, πῶς ἐμφανίζεται τὸ κοινωνικὸ-θρησκευτικὸ-καλλιτεχνικὸ σύμπλεγμα, καὶ προσπαθώντας νὰ συναγωνιστοῦμε σ’ ἕνα ὑψηλότερο ἐπίπεδο.

Ἔχουμε συνηθίσει νὰ θεωροῦμε τελειότητα τὴν πρόοδο. Πρέπει ὅμως νὰ μάθουμε ὅτι ἡ πρόοδος εἶναι μόνο προσπάθεια καὶ πειθαρχία, ὥστε ἡ ὑλικὴ γνώση καὶ δύναμη νὰ κερδίζεται χωρὶς ἀπώλεια πνευματικῆς γνώσης καὶ δύναμης. Ὁ ἀγώνας γιὰ νὰ ξαναβροῦμε τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴ φύση καὶ στὸ Θεὸ καὶ ἡ ἀναγνώριση ὅτι τὰ πιὸ ἀρχέγονα αἰσθήματα εἶναι κάτι ποὺ τὸ ἔχουμε σὰν κληρονομά, μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι ἡ ἐξήγηση κι ἡ δικαιολογία τῆς ζωῆς τοῦ D. Η. Lawrence ἀλλὰ καὶ ἡ δικαιολογία τῆς τρέλας του. Δὲν χρειάζεται μόνο νὰ μάθουμε νὰ κοιτάζουμε τὸν κόσμο μὲ τὰ μάτια ἑνὸς Μεξικανοῦ ἢ Ἰνδοῦ- καὶ μὲ δυσκολία πιστεύω ὅτι ὁ Lawrence τὸ πέτυχε- κι οὔτε βέβαια μποροῦμε νὰ περιοριστοῦμε σ’ αὐτό. Χρειάζεται νὰ ξέρουμε νὰ βλέπουμε τὸν κόσμο ὅπως τὸν ἔβλεπαν οἱ Χριστιανοὶ Πατέρες. Καὶ ὁ λόγος τῆς ἐπιστροφῆς μας στὶς πηγὲς εἶναι, νὰ μπορέσουμε νὰ ξαναγυρίσουμε μὲ περισσότερες πνευματικὲς γνώσεις στὶς δικές μας θέσεις. Χρειάζεται νὰ ξαναβροῦμε τὴν αἴσθηση τοῦ θρησκευτικοῦ φόβου, γιὰ νὰ τὸν ὑπερνικήσουμε μὲ τὴ θρησκευτικὴ ἐλπίδα.

Τόμας Ἔλιοτ

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2023

 


Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός

Στήν κοινή ζωή ἡ ὑπακοή μᾶς ἐπιτρέπει σιγά-σιγά νά κατανοήσουμε τήν ψυχολογία τῶν ἄλλων προσώπων. Μαθαίνοντας νά ζοῦμε μέ ἕνα πρόσωπο, μαθαίνουμε νά ζοῦμε μέ ἑκατομμύρια προσώπων πού τοῦ μοιάζουν. Ἔτσι, προοδευτικά, εἰσχωροῦμε σέ βαθύ πόνο γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Τό πνεῦμα μας πρέπει ν’ ἀναπτυχθεῖ σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι, καί ὄχι μόνο στό ἐπίπεδο τῶν καθημερινῶν φροντίδων καί δυσκολιῶν. Οἱ μικρές αὐτές ἐργασίες, οἱ προστριβές πού τίς συνοδεύουν, εἶναι ἀσφαλῶς ἀναπόφευκτες, ἀλλά δέν εἶναι ὁ τελικός σκοπός τῆς ζωῆς μας. Ὁ προορισμός μας εἶναι νά γίνουμε «κάθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Χριστοῦ. Ἐάν ὅμως «ἐγώ» δέν μπορῶ νά φέρω μέσα μου μιά μικρή ἀδελφότητα, πῶς θά μποροῦσα νά ἀγκαλιάσω, ὅπως ὁ Χριστός, τό σύνολο τῆς ἀνθρωπότητας μέσα στόν χρόνο καί τόν χῶρο;

Νά ζοῦμε χριστιανικά σημαίνει νά γίνουμε ὅμοιοι μέ τόν Χριστό, νά ἔχουμε τίς ἴδιες κινήσεις τῆς καρδιᾶς, τό ἴδιο φρόνημα μέ τόν Υἱό τοῦ Πατρός, ὅπως μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἄν ἔχουμε ἐπίγνωση τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ἄν βρισκόμαστε μέ ὅλο μας τό εἶναι στήν ἐσωτερική αὐτή κίνηση, ὁ νοῦς δέν θά χαθεῖ στά μικροπράγματα. Οἱ ἐπιθυμίες, οἱ ζήλιες, οἱ προστριβές καί τά μικρά προβλήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς θά περάσουν ἐντελῶς ἀπαρατήρητα.

Τελοῦμε ἀπό κοινοῦ τή Λειτουργία. Ἀλλά πληρώνουμε τό τίμημά της: ὁ καθένας μας ὀφείλει νά φροντίζει γιά τή σωτηρία ὅλων. Ἡ ζωή μας εἶναι ἀτελεύτητο μαρτύριο.

Δέν ὑπάρχει ἄλλη ὁδός ἐκτός ἀπό τήν ἀδιάλειπτη προσευχή κατά τήν ἐργασία. Μεταβάλλετε ὅ,τι ὀφείλετε νά κάνετε σέ προσευχή. Ἀνοίγετε μιά πόρτα, ζητῆστε ἀπό τόν Κύριο ν’  ἀνοίξει γιά σᾶς τήν πόρτα τῆς μετανοίας. Κτίζετε, ἀναλογισθεῖτε ὅτι κοπιάζετε ματαίως καί ὅτι τίποτε δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ὄρθιο, ἄν ὁ Ἴδιος ὁ Θεός δέν συμμετέχει στήν οἰκοδομή. Δέν συνηθίζω ν’  ἀναζητῶ πνευματικές συμβουλές ἀπό ἀρχηγούς κρατῶν καί στρατηγούς, ἀλλά ἡ περίπτωση τοῦ Κρόμγουελ εἶναι ἐνδιαφέρουσα. Προετοιμαζόμενος γιά κάποια μάχη, προσευχόταν: «Κύριε, θά εἶμαι πολύ ἀπασχολημένος σήμερα· ἐνδέχεται νά Σέ ξεχάσω, ἀλλά Σύ μή μέ ξεχάσεις».

Μηχανευθεῖτε τρόπους νά εἶστε μέ τόν Θεό!

Στό Ἅγιον Ὄρος, ὅταν ἤμουν ἀκόμη δόκιμος, ἕνας γέρος μοναχός μοῦ εἶπε κάποια μέρα τό ἑξῆς ἀξιόλογο σχετικά μέ τίς πιό ταπεινές ἐργασίες: «Καμιά ἐργασία δέν ὑποβιβάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Μόνο ἡ ἁμαρτία ὑποβαθμίζει τή θεία ζωή μέσα μας». Οἱ ἐργασίες πού δέν μποροῦν νά καταστοῦν πάθος ταιριάζουν καλύτερα στήν πνευματική ζωή. Ἄν εἶμαι μάγειρας, ἑτοιμάζω τό φαγητό προσευχόμενος γι’  αὐτούς πού ἀγαπᾶ ὁ Κύριός μας. Δέν ὑπάρχει ἐδῶ πάθος. Ταυτοχρόνως ἡ ἐργασία αὐτή ἔχει μεγάλη ἀξία, γιατί μοῦ ἐπιτρέπει νά ὑπηρετῶ τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπᾶ ὁ Χριστός. Μποροῦμε νά ζοῦμε μέ εἰρήνη, ἄν κρατᾶμε τέτοια στάση.

Ποιός θά εἶναι ὁ πρῶτος; Ὁ Κύριος λέει: «Ζητεῖτε πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή μας, ἔστω καί ἄν ἀκόμη ἡ ὑλική ζωή μᾶς ἐπιβάλλεται ἀπό τό πρωί ὡς τό βράδυ. Οἱ στόχοι τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου εἶναι ἄλλοι, καί κανείς δέν ἔχει πιά χρόνο νά προσεύχεται.

Ὅταν ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας στρέφονται πρός τόν Θεό, ὅλα γίνονται εὔκολα. Χωρίς τή δυναμική αὐτή κίνηση πρός τόν Θεό, ἡ ζωή χάνει τό νόημά της.

Στή Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος μοῦ ἔτυχε κάποτε νά ἔχω ταυτοχρόνως ὡς δεκατέσσερα διακονήματα. Τό ἀνέφερα στόν πνευματικό μου: «Δέν κατορθώνω νά ἐκπληρώσω τά καθήκοντά μου: Ἔχω δεκατέσσερα διακονήματα!». Μοῦ ἀπάντησε: «Κάνεις λάθος, δέν ἔχεις παρά ἕνα μόνο». –«Ἀλλά, πατέρα μου», ἀπήντησα, «ἔχω δεκατέσσερα!». –«Ὄχι», μοῦ εἶπε πάλι, «δέν κάνεις παρά ἕνα μόνο πράγμα κάθε φορά. Κάνε το λοιπόν καλά καί προχώρησε στό ἑπόμενο…».

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2023

 


Ἀνώτερη χαρὰ

Μὲ τὴν νηστεία ὁ ἄνθρωπος δείχνει τὴν προαίρεσή του. Κάνει ἀπὸ φιλότιμο μιὰ ἄσκηση καὶ ὁ Θεὸς βοηθάει. Ἂν ὅμως ζορίζη τὸν ἑαυτό του καὶ πῆ «τί νὰ κάνω; εἶναι Παρασκευή, πρέπει νὰ νηστέψω», θὰ βασανίζεται.

Ἐνῶ, ἂν μπῆ στὸ νόημα καὶ νηστέψη ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, θὰ χαίρεται. «Αὐτὴν τὴν ἡμέρα, νὰ σκεφθῆ, ὁ Χριστὸς σταυρώθηκε· οὔτε νερὸ δὲν Τοῦ ἔδωσαν νὰ πιῆ· ξίδι Τοῦ ἔδωσαν. Κι ἐγὼ δὲν θὰ πιῶ νερὸ ὅλη τὴν ἡμέρα».

Ἂν τὸ κάνη αὐτό, τότε θὰ νιώθη ἀνώτερη χαρὰ μέσα του ἀπὸ αὐτὸν ποὺ πίνει τὰ καλύτερα ἀναψυκτικά!

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2023

 


Ψάλλε, ψάλλε!

Μεγάλο Σάββατο βράδυ. Ὁ Γέροντας Εὐμένιος, λαμπροφορεμένος, ὑποδεχόταν τὸν κόσμο καὶ ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές. Εἶχε ἑτοιμάσει τὰ καντήλια ἀπὸ νωρίς. Ἕτοιμα ὅλα, σβηστά. Ἄρχισε τὸ «Εὐλογητός», πῆρε καιρὸ μέσα στὰ μαῦρα του τὰ ράσα, μὲ τοὺς βοστρύχους τῶν μαλλιῶν καὶ τῶν γενειῶν του νὰ λάμπουν.

Σοβαρός-σοβαρός. Ἀνοιγόκλεινε τὴν πόρτα, παραπατοῦσε, ἀλλὰ ἔτρεχε κιόλας, προσκυνοῦσε τὶς Δεσποτικὲς εἰκόνες, τὸν θρόνο, ἔμπαινε στὸ Ἱερό, ἔπαιρνε τὶς λειτουργιές, ψέλναμε τὸν Κανόνα «Κύματι θαλάσσης». Δὲν εἶχε ὁ Γέροντας χρόνο κοσμικό, εἶχε χρόνο λειτουργικό. Μαζευόταν ὁ κόσμος, πολὺς κόσμος. Χριστιανοί, ποὺ τὸν ἀγαποῦσαν, ἀλλὰ καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν γειτονιὰ δρασκέλιζαν τὴν μάντρα, σκύβοντας ἀπὸ τὸ μικρὸ πορτάκι, ἄρρωστοι, νοσοκόμες, γιατροί. Καθυστεροῦσε ὁ Γέροντας. Σβηστὰ τὰ φῶτα. Ψέλναμε, ξαναψέλναμε, δὲν ἔβγαινε νὰ πεῖ τὸ «Δεῦτε, λάβετε φῶς». Ἔφευγα ἀπὸ τὸ ψαλτήρι, νὰ πάω στὸ Ἱερό, μοῦ ἔλεγε:

«Ξέρω, ξέρω».

Ἀδημονία. Οἱ ἄλλες ἐκκλησίες σήμαναν ἤδη Ἀνάσταση, βαρελότα πέφτανε κι αὐτὸς δὲν ἔβγαινε.»

«Ξέρω, ξέρω», μοῦ λέει. «Ὅποιος θέλει νὰ φύγη. Δὲν μπορεῖ. Ἂς τοὺς βάλουμε στὴν ἐκκλησία, τὰ προβατάκια τοῦ Χριστοῦ μας, Βαγγέλη. Μέσα στὴν κιβωτὸ εἶναι μιὰ φορὰ τὸν χρόνο. Ἂς καθυστερήσουν. Ψάλλε ἐσύ, ψάλλε». «Τὰ εἶπα, Γέροντα, πάλι καὶ πάλι».

Τέλος πάντων, βγῆκε. Ἄλλο πανηγύρι. Ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα γελώντας, βλέποντας τὸ φῶς. Ἔπεφταν οἱ Χριστιανοὶ κι ἐκεῖνος ἐκουνοῦσε τὴν λαμπάδα του. Πῆραν τὸ φῶς, διαδόθηκε παντοῦ, ἔξω στὶς αὐλές. Ψέλναμε: «Τὴν Ἀνάστασίν Σου, Χριστὲ Σωτήρ». Βγήκαμε, καθυστεροῦσε, χαιρετοῦσε, εὐλογοῦσε, σταύρωνε. Ἀνέβηκε σ’ ἕνα πεζούλι, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ναό, καὶ πήγαινε πέρα-δώθε. Γελοῦσε, ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του, σωστὸ παιδί. Ὁ κόσμος περίμενε τὸ Εὐαγγέλιο.

Ἀφοῦ «ἔπαιξε» κάμποσο, πηγαίνοντας πέρα-δῶθε, ἐστάθη. Ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο, δόξασε τὴν Ἁγία Τριάδα, διάβασε τὸ κείμενο, τὸ ἑωθινό, ὄχι τὸ σύνηθες, ἀλλὰ τὸ ἄλλο, τὸ μεγαλύτερο. Δόξα σοι, εἶπε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη», χτύπησαν οἱ καμπάνες. Δὲν εἶχαν πολλὰ βαρελότα. Ψέλναμε ὅλοι, ὅλος ὁ λαός. Νέα χαρὰ τώρα. «Χριστὸς Ἀνέστη», φώναζε. Περιδιάβαινε στὸ πεζούλι, μετὰ χάθηκε στὸν κόσμο. Εἶχε πάει ἡ ὥρα 1:30. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησία. «Ψάλτε, ψάλτε», ἔλεγε. Λιβάνιζε σὲ κάθε ὠδή. Ψέλναμε τὶς Καταβασίες. Ἐὰν μᾶς ξέφευγε κανένα τροπάριο καὶ τὸ λέγαμε μόνο μία φορά, αὐτὸς μᾶς ἔλεγε: «Πὲς το πάλι». Μνημόνευε στὴν πρόθεση χιλιάδες ὀνόματα. Εἶχε πάει 2:30 τὸ πρωί. Ὁ κόσμος εἶχε ἐγκλωβιστεῖ. Μόνον οἱ Ἕλληνες ξέρουν τί σημαίνει, νὰ πᾶς κάπου νὰ ἀναστήσεις καὶ μετὰ νὰ πᾶς νὰ φᾶς. Ἀκόμα καὶ οἱ Χριστιανοὶ θέλουν νὰ εἶναι 2.00 ἡ ὥρα στὸ τραπέζι κι ἐμεῖς μόλις ποὺ εἴχαμε ἀρχίσει.

Εἶπα τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστόν», τὸν Ἀπόστολο, διαβάστηκε καὶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἦρθε ἡ ὥρα τῶν κατηχουμένων. Τρεῖς τὴν νύχτα ἄρχισε νὰ μνημονεύη τοὺς ζωντανούς, χιλιάδες ὀνόματα. Πολλοὶ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Πῆγε ἡ ὥρα 4:00 κι ἀκόμα νὰ βγοῦν τὰ Ἅγια. Τέλος πάντων, εὐδόκησε νὰ πάψη τὰ μνημόνια. Βγῆκαν τὰ Ἅγια κι ἄρχισε πάλι νὰ μνημονεύη. Μπῆκα στὸ Ἱερὸ καὶ μοῦ λέει: «Χαίρονται, Βαγγέλη μου, χαίρονται οἱ πεθαμένοι». Κι ἐγὼ τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν ξέρω ἂν χαίρωνται οἱ πεθαμένοι. Οἱ ζωντανοὶ ὅμως;». Μοῦ λέει: «Χαίρονται κι αὐτοί, Βαγγέλη μου, ψάλλε, ψάλλε». Καὶ τί νὰ ψάλλω; Περίμενα νὰ τελειώση.

Τελείωσε, μᾶς κοινώνησε ὅλους, μᾶς ἔδωσε ὅλα του τὰ κρασιὰ καὶ τὰ πρόσφορα καὶ τ’ αὐγά, καὶ φύγαμε κατὰ τὶς 5:00. Σκέφθηκα: «Δὲν ξανάρχομαι τοῦ χρόνου, ἀπάπαπα!!!». Τὸν ἑπόμενο χρόνο δὲν λειτούργησε. Ἦταν ἡ τελευταία πασχαλιάτικη Λειτουργία, ποὺ ἔκανε μόνος του, μὲ τὸ ποίμνιό του, ὁ ποιμένας ὁ καλός, ὁ εὐλογημένος.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

 


Οἱ ἴδιοι θὰ σᾶς ρωτήσουν

Μὴν μιλᾶτε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν Κύριο, ἄν δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν γιὰ Αὐτόν. Ζῆστε ὅπως ὁ Κύριος καὶ οἱ ἴδιοι θὰ σᾶς ρωτήσουν γιὰ νὰ μάθουν.

Πατριάρχης Σερβίας Παῦλος

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2023

 


Οὐδέποτε προσευχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ γίνει εὔκολη

Ἦταν σκληρὴ καὶ δύσκολη ἡ ζωή μου, ἀλλὰ οὐδέποτε προσευχήθηκα στὸν Θεὸ νὰ γίνει εὔκολη. Διότι εἶναι ''στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!''.

Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2023

 


Δίχως ἐσέ

Δίχως ἐσὲ δὲν θἄβρισκαν
νερὸ τὰ περιστέρια
δίχως ἐσὲ δὲ θἄναβε
τὸ φῶς ὁ Θεὸς στὶς βρύσες του

Μηλιὰ σπέρνει στὸν ἄνεμο
τ᾿ ἄνθη της, στὴν ποδιά σου
φέρνεις νερὸ ἀπ᾿ τὸν οὐρανό,
φῶτα σταχυῶν κι ἀπάνω σου
φεγγάρι ἀπὸ σπουργῖτες.

Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2023

 


Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ

Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ
μικρὴ φυτρώνει νεραντζιὰ
ἡ μικρή μου ἡ κοπελιὰ

Πόχει τὶς ρίζες στὸ βυθὸ
καὶ τὰ κλαδιὰ στὸν οὐρανὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Πλάσμα δὲν εἶναι ἀνθρωπινὸ
δὲν εἶναι μήτε ξωτικὸ
τὸ κορίτσι ποὺ ἀγαπῶ

Μά ᾿χει τὸν ἥλιο φορεσιὰ
τὰ κύματα περπατηξιὰ
ἡ μικρή μου ἡ Παναγιὰ

Χάιντε νύφη τῆς θαλάσσης
τί φαμίλιες θὰ χαλάσεις

Νύφη μέσα στὰ μπουγάζια
μὲ τὰ πέπλα τὰ γαλάζια

Ἄνεμος νὰ μὴ σὲ πιάσει
λούλουδο μὴ σοῦ χαλάσει

Κι ἄν γενεῖ ποτὲ τὸ θάμα
κι ἀγαπήσεις κάνω τάμα

Νὰ σοῦ στείλω μιὰ μπρατσέρα
μὲ τὸν Πολικὸν Ἀστέρα.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2023

 


Κι ἐγὼ ἕνας ἐρωτευμένος εἶμαι

Ὅταν βρῆκα γιὰ πρώτη φορὰ τὸν π. Παΐσιο, ἤμασταν μὲ μία ὁμάδα παιδιῶν καὶ ἄρχισε νὰ λέει: 

«Ἔρχονται σὲ μένα κάποιοι ποὺ ἔχασαν αὐτὲς ποὺ ἀγαπήσανε καὶ τοὺς πονάω πολύ, γιατὶ καὶ ἐγὼ ἕνας ἐρωτευμένος εἶμαι.

Ἄν δεῖς ἕναν ποὺ κάνει ἄσκηση καὶ τρώει πέντε παξιμάδια στὴ Σαρακοστή, ἀπ' αὐτό εἶναι, ...ἀπὸ ἔρωτα».

π. Νικόλαος Λουδοβίκος

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2023

 


Περίμενε νὰ τοῦ δώσω δίκαιο

Οἱ ἄνθρωποι σὲ ἀκοῦν ἐὰν ὅσα τοὺς λὲς συμφωνοῦν μὲ τὸ δικό τους τὸ μυαλό, ἐάν ὅμως δὲν συμφωνοῦν, δὲν σὲ ἀκοῦν.

Ἔρχονται ἐδῶ διάφοροι, ἀλλὰ ὅλους δὲν μπορῶ νὰ τοὺς ἀναπαύσω.

Ἦρθε μία φορὰ ἕνας καθηγητὴς πανεπιστημίου καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ἔχει πρόβλημα μὲ τὴν γυναίκα του. Τοῦ εἶπα...«φταῖς ἐσύ, γιατὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶς πραγματικά» καὶ ἔφυγε σκανδαλισμένος. Περίμενε νὰ τοῦ δώσω δίκαιο.

Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2023

 


Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο

Ἂν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δίπλα στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα, ποὺ τὸν ἔχουμε μπροστά μας καὶ τοῦ μιλᾶμε, μπορεῖ σὲ ἕνα λεπτὸ νὰ ἔχει φύγει διὰ παντός, ἂν σκεφτόμασταν ὅτι τὰ λόγια ποὺ μόλις εἰπώθηκαν ἦσαν καὶ τὰ τελευταῖα, ὅτι ἡ κίνηση ποὺ ἔγινε δὲν ἦταν ἀληθινή, ὅτι τὸ καλὸ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ εἶχα κάνει δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ κατέστρεψα δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταστρέψει, τότε τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ συναντᾶμε θὰ τὸν ἀντιμετωπίζαμε μὲ προσοχή, μὲ προσήλωση καὶ μὲ βάθος. Μὲ ἕνα βάθος ποὺ θὰ ἔδινε καὶ στὴ δική μας ζωὴ βάθος. Δὲν φερόμαστε ὅμως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, γιατὶ πιστεύουμε ὅτι θὰ ὑπάρχει χρόνος. Ἀλλὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, γιατὶ ἡ παροῦσα στιγμὴ καθίσταται ἀνεπίστρεπτο παρελθὸν καὶ ἡ ἑπόμενη στιγμὴ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ πρὸς τὸ μέρος μας. Δὲν διαθέτουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν παροῦσα στιγμή. Τὸν χρόνο ἑνὸς πεταρίσματος τοῦ ματιοῦ. Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 2023

 


Ὅλα εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ

Νὰ περνᾶς τὴ ζωή σου ἐδῶ ἔτσι, ὥστε κάθε στιγμὴ νὰ εἶσαι ἕτοιμος νὰ τὴν ἀφήσεις. Ποτέ σου νὰ μὴν ἐπιτρέψεις οἱ ἀπολαύσεις νὰ σὲ κάνουν νὰ ξεχάσεις τὸν ἑαυτό σου καὶ τὸν Θεό. Νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι ἡ ζωή σου καὶ ἡ εὐτυχία εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, δῶρα ποὺ δὲν σοῦ ἀξίζουν. Ἁμαρτία εἶναι ὅταν δὲν ἀπολαμβάνουμε σωστὰ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὅπως εἶναι καὶ ἁμαρτία νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὅλα ὅσα ἔχουμε στὴ ζωή μας εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ.

Πάτερ Ἐπουράνιε! Νὰ μὴν ξεχνάω ποτὲ ὅτι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχω εἶναι δικά Σου. Καὶ αὐτὰ τὰ δῶρα ποὺ συνεχῶς μοῦ χαρίζεις, νὰ μὲ κάνουν νὰ Σὲ ἀγαπήσω περισσότερο καὶ ὄχι νὰ ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ Σένα. Ἂν κάποτε θὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἡ δυστυχία, δῶσε μου νὰ στραφῶ πάλι σὲ Σένα, μὲ μετάνοια καὶ ἀγάπη.

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

 


Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει

Μοῦ τὸ διηγήθηκε μιὰ γυναίκα μὲ πανεπιστημιακὴ μόρφωση:

Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μία γριούλα. Καὶ ζητοῦσε παπᾶ, νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο.

Ὁ παπᾶς ἑτοιμάστηκε καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σὲ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ἡ γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σὲ ἕνα δωμάτιο.

Καὶ νὰ, ξαφνικὰ, ὁ παπᾶς εὑρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ μόνο τὸν ἄρρωστο.

Ὁ ἄρρωστος τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίες τὴν πόρτα καὶ σκούζει.

- Φύγε ἀπὸ ἐδῶ! Ποιὸς σὲ ἐκάλεσε; Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω.

Ὁ παπᾶς τὰ ἔχασε.

- Μὰ δὲν ἦλθα ἀπὸ μόνος μου! Μὲ ἔκαλεσε ἡ γριά!

- Ποιὰ γριά; Ἐγὼ δὲν ξέρω καμμιὰ γριά!

Ὀ παπᾶς, καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου, μία φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν ἐκάλεσε.

Τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὸ πορτραῖτο.

- Νὰ αὐτή!

- Ποιὰ αὐτή, Ξέρεις, τί λές, παπᾶ; Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος. Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῆ. Καὶ μετά, ἐκοινώνησε.

Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Πρωτ. Δημήτριος Ντοῦτκο

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

 


Ὑπάρχει κοσμικὴ χαρὰ καὶ θεϊκὴ χαρὰ

– Γέροντα, ὅταν λέη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «Ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά», ἐννοεῖ ὅτι ἡ χαρὰ εἶναι τεκμήριο σωστῆς ζωῆς;

– Ναί, γιατὶ ὑπάρχει κοσμικὴ χαρὰ καὶ θεϊκὴ χαρά. Ὅταν κάτι δὲν εἶναι πνευματικό, καθαρό, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀληθινὴ χαρὰ καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά. Ἡ χαρὰ ποὺ αἰσθάνεται ἕνας πνευματικὸς ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ κοσμικὴ χαρὰ ποὺ ἐπιζητοῦν πολλοὶ σήμερα. Νὰ μὴν τὰ μπλέκουμε τὰ πράγματα. Οἱ Ἅγιοι εἶχαν τέτοιου εἴδους χαρὰ ποὺ ζητᾶμε ἐμεῖς; Ἡ Παναγία εἶχε τέτοια χαρά; Ὁ Χριστὸς γελοῦσε; Ποιός Ἅγιος πέρασε ἀπὸ αὐτὴν τὴν ζωὴ χωρὶς πόνο; Ποιός Ἅγιος εἶχε τέτοια χαρὰ ποὺ ἐπιδιώκουν πολλοὶ Χριστιανοὶ τῆς ἐποχῆς μας, ποὺ δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν τίποτε δυσάρεστο, γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθοῦν, νὰ μὴ χάσουν τὴν ἠρεμία τους;

Ἂν θέλω νὰ μὴ στενοχωρηθῶ, γιὰ νὰ εἶμαι χαρούμενος, νὰ μὴ χαλάσω τὴν ἡσυχία μου, γιὰ νὰ εἶμαι πρᾶος, τότε εἶμαι ἀδιάφορος! Ἄλλο πραότητα πνευματικὴ καὶ ἄλλο πραότητα ἀπὸ ἀδιαφορία. Λένε μερικοί: «Πρέπει νὰ εἶμαι χαρούμενος, γιατὶ εἶμαι Χριστιανός. Νὰ εἶμαι ἤρεμος, γιατὶ εἶμαι Χριστιανός». Αὐτοὶ δὲν εἶναι Χριστιανοί. Τὸ καταλάβατε; Αὐτὸ εἶναι ἀδιαφορία, εἶναι κοσμικὴ χαρά. Ὅποιος ἔχει αὐτὰ τὰ κοσμικὰ στοιχεῖα, δὲν εἶναι πνευματικὸς ἄνθρωπος.

Ὁ πνευματικὸς ἄνθρωπος εἶναι ὅλος ἕνας πόνος. Πονάει δηλαδὴ γιὰ καταστάσεις, γιὰ ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀνταμείβεται γι᾿ αὐτὸν τὸν πόνο μὲ θεία παρηγοριά. Νιώθει πόνο, ἀλλὰ νιώθει μέσα του θεία παρηγοριά, γιατὶ κάνει ρίψεις μὲ εὐλογίες ὁ Θεὸς ἀπὸ τὸν Παράδεισο στὴν ψυχὴ καὶ ἀγάλλεται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν θεϊκὴ ἀγάπη. Αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά, ἡ πνευματικὴ χαρά, ποὺ δὲν ἐκφράζεται καὶ πλημμυρίζει τὴν καρδιά.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

 


Δὲν εἶμαι αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ

Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ταπείνωση πάνε μαζί.

Ὅταν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἐγωίστρια ἀπέναντί του.

Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα. Τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀδελφὴ. Τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν παιδὶ μὲ τὴν μητέρα μου ποὺ ἀγαποῦσα πάρα πολὺ καὶ μὲ τὸν πατέρα μου ποὺ ἦταν τόσο ἁπαλὸς καὶ καλός, δὲν τολμοῦσα νὰ ἔχω δικό μου θέλημα ὅταν ὁ ἐγωισμός μου ἤθελε κάτι…

Μόνο γιὰ νὰ μὴν τοὺς λυπήσω!

Ὄχι ποὺ δὲν ἤθελα αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο. Τὸ ἤθελα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. Ἄν δὲν κάνω μιὰ κακὴ πράξη, εἶναι ποὺ δὲν θέλω νὰ «λυπήσω» τὸν Θεό.

Ὄχι ἐπειδὴ Τὸν τρέμω.

Γιατὶ Τὸν ἀγαπῶ.

Δὲν εἶμαι αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ.

Οὔτε ἔχω «παραδοθεῖ», ὅπως γίνεται σ’ ἕναν πόλεμο.

Θέλω νὰ προσφέρω κάθε μέρα τὸν ἑαυτό μου.

Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη καὶ ὅλο μου τὸ θέλημα, τώρα ποὺ εἶμαι ζωντανή, σήμερα κι ὄχι νὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα ὑπακοῆς μόνο.

Μπορῶ νὰ τὸ κάνω κι ἐκεῖνο, ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα.

Τοῦ λέω: «Θέλω αὐτὸ ποὺ θέλεις, Θεέ μου».

Δὲν μπορῶ νὰ τὸ αἰσθανθῶ ἀλλιῶς.

Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Θέλω μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσω, καὶ τοὺς ἀγαπῶ.

Καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καθόλου ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Εἶναι Ἄνθρωπος.

Μὲ μιὰ καρδιά, μιὰ ψυχή, ἕνα μυαλό, σὰν ἐμένα. Τέλος!

Γερόντισσα Γαβριηλία

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2023

 


Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔχει, τέτοια συμπάθεια

Τόσο πολὺ τὸν ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς τὸν ἀνθρώπoν, ὥστε δὲν περιγράφεται ἡ ἀγάπη Του. Δὲν ἐξεχώρισε ποτὲ τὸν δίκαιον ἀπὸ τὸν ἁμαρτωλόν, δὲν ἔκαμε σύγκρισιν ποτὲ πονηροῦ καὶ ἀγαθοῦ. Καθὼς ἡ μέλισσα, ἐὰν εὑρεθῆ ἕνας βῶλος ζάχαρη ἢ τίποτα ἄλλο γλυκὸ πάνω σὲ ἕνα σωρὸ κοπριά, δὲν τὴν νοιάζει ἐκείνην πὼς εἶναι πάνω σὲ ἀκάθαρτα, παρὰ θὰ πάη πάνω ἀπὸ τὴν κοπριὰ νὰ παραλάβη τὴ ζάχαρη ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο εἶδος, ἀπὸ τὰ ὁποία θὰ κατασκευάση κατόπιν ἐκείνη τὸ μέλι. Οὕτω πῶς καὶ ἡ ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ δὲν βλέπει ποῦ βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος, στὴν ἁμαρτία ἢ στὴν ἀρετὴ, στὴν καλωσύνη ἢ στὴν κακία. Βλέπει μόνον τὴν στιγμὴν ἐκείνη ποὺ πλησιάζει κοντά Του, δὲν σὲ ἀποστρέφεται γιὰ τὴν πρώτη σου ζωή, ἀλλὰ σὲ δέχεται γιὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τῆς ἐπιστροφῆς σου. Διότι ἴσως νὰ ἔκλαυσες τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἴσως νὰ ἐθρήνησες, ἴσως νὰ ἔβαλες ἕνα λογισμὸν μετανοίας καὶ νὰ ἐζήτησες συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν.

Δὲν βλέπει τὴν ἀκαθαρσίαν τοῦ ἀνθρώπου, βλέπει τὴν δική του εὐσπλαχνίαν, βλέπει τὴν συμπάθειάν του καὶ νικᾶται, διὰ νὰ ρίξη ἔλεος εἰς τὸν ἁμαρτωλόν. Γίνεται ἀντανάκλασις τῆς χάριτος· ὅπως ἔγινε καὶ πάνω στὸν Σταυρὸ γιὰ τὸν ληστήν. Τὸ βλέμμα τοῦ ληστοῦ εἵλκυσε τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά του. Διότι τὸ βλέμμα ἐκεῖνο ἦταν ἱκετευτικό, γεμάτο πόνο καὶ μετάνοια καὶ τοῦ εἶπε ἕνα λόγο γλυκό, ποὺ δὲν ἀκούσθηκε γλυκύτερος εἰς ὅλον τὸν κόσμον, “Μνήσθητί μου, Κύριε”, τοῦ εἶπε, “ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου”. Θυμήσου καὶ μένα, Χριστέ μου, ὅταν πᾶς στὴ βασιλεία Σου!”.

Τί γλυκὸς λόγος! Ὅλα τὰ σιρόπια, ὅλα τὰ πανευφρόσυνα, ὅλα τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου τὰ ὑπερνικᾶ ὁ λόγος αὐτός. Ἀμέσως ἐκτύπησαν αὐτὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔγινεν ἀντανάκλασις τῆς χάριτος. Τοῦ ἀπήντησε λοιπόν: “Ἀλήθεια σοῦ λέγω καὶ ἐγώ, ὅτι σήμερα θὰ ἔλθης μαζί μου στὸν παράδεισο”. Γιὰ τὴν μετάνοια αὐτῆς τῆς στιγμῆς ποὺ δείχνεις, ξεχνῶ ὅλους τοὺς φόνους καὶ τὰ κακουργήματα ποὺ εἶχες καμωμένα καὶ ἡ εὐσπλαχνία μου μὲ παρακινεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸν τὸν λόγον: ἔλα μαζί μου στὴν βασιλεία μου.

Μήπως καὶ ἐμεῖς, ἀδελφές, δὲν μοιάζωμεν καμμιὰ φορὰ μὲ τὸν ληστήν; Εἴμεθα ὅλο στολισμένοι μὲ χάριτας; Δὲν ἔχομεν ἀκάθαρτα καὶ ἁμαρτίες; Δὲν μολύνομεν κάθε λίγο τὰς ψυχάς μας; Δὲν βλέπομεν τὸν πλησίον μας μὲ κακία; Δὲν κρίνομεν καὶ κατακρίνομεν; Δὲν ὀργιζόμεθα, δὲν φθονοῦμεν, δὲν συκοφαντοῦμεν; Ἀλλὰ μήπως ὁ Θεὸς γιὰ ὅλα αὐτὰ μᾶς παραπέμπει; Μήπως ἐὰν ἡμεῖς εἴμεθα ἀκάθαρτοι, ἐὰν εἴμεθα μοχθηροὶ καὶ κακότροποι, ἐκεῖνος μᾶς ὀργίζεται; Μᾶς μισεῖ; Ὄχι. Μὲ αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα χείλη ποὺ ἔχομεν, δέχεται καὶ τὸν δοξολογοῦμεν. Μὲ αὐτὰ τὰ ρερυπωμένα μας ἐντόσθια, δέχεται καὶ τὸν γευόμεθα, μὲ αὐτὰ τὰ ἁμαρτωλά μας χέρια καὶ πόδια μᾶς κρατεῖ, μᾶς κρατεῖ στὴ ζωή.

Τέτοια ἀγάπη μᾶς ἔχει, τέτοια συμπάθεια ἔχει γιὰ τὸν ἄνθρωπoν, τέτοια μακροθυμία γιὰ ὅλους μας. Μήτε Ἑβραῖο ξεχωρίζει μήτε Ἕλληνα μήτε Ὀθωμανό. Γιὰ ὅλους τὴν ἴδια στοργὴ αἰσθάνεται. Καὶ ὅπως τὸν καιρὸν τῆς σταυρώσεως καρφωμένος πάνω στὸ μαῦρο ξύλο ἐφώναζε γλυκά-γλυκά: Πάτερ μου, μὴ συνορισθῆς τοὺς σταυρωτάς μου, γιατὶ δὲν ξεύρουν τί κάνουν, δὲν μὲ κατάλαβαν ποιὸς εἶμαι, δὲν καταλαβαίνουν. Τὰ ἴδια ἐξακολουθεῖ νὰ φωνάζη ἀκόμα μέχρι σήμερα γιὰ ὅλους μας ὁ Χριστός.

Πόσα σφάλλει κάθε ἡμέραν ἡ ἀνθρωπότης εἰς τὸν Θεόν! Καὶ ὅμως, ἐκεῖνος ποτὲ δὲν μᾶς ὀργίζεται, ποτὲ δὲν μᾶς ρίχνει κακία, ποτέ! Ποτέ! Τὸν βλασφημοῦμεν, τὸν παροργίζομεν, τὸν μουτζώνομεν, τὸν ξανασταυρώνομεν καὶ ἐκεῖνος πάλι μᾶς ὑπομένει, πάλι μᾶς ἀγαπᾶ. Διότι εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ ἐλέους, εἶναι Θεὸς ἀγάπης, Θεὸς τῆς εὐσπλαχνίας. Γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀκάθαρτα, τὰ ὁποῖα τοῦ προσφέρoμεν ἡμεῖς, ἐκεῖνος μᾶς προσφέρει ἔλεος καὶ παρηγοριά. Ποτὲ δὲν συχαίνεται ὁ Θεὸς κανένα μας. Μόνο ὁ ἄνθρωπος εἶναι σκληρός, μόνον ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπομένει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, παρὰ κρίνει καὶ κατακρίνει καὶ συκοφαντεῖ καὶ κατηγορεῖ καὶ ζητεῖ νὰ βλάψει καὶ νὰ καταστρέψει καὶ νὰ ἀδικήση τὸν ἄλλον.

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν κάμνει ἔτσι – ὅλο φροντίζει πῶς νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπoν, ὅλο ζητεῖ νὰ τοῦ δίδη χείρα βοηθείας. Πότε ἕναν πνευματικὸν φανερώνει νὰ τὸν συμβουλέψη, πότε κανέναν ἄγγελoν νὰ τὸν φωτίση, πότε κανένα λογισμὸ καλό τοῦ βάζει, πότε μία ἔμπνευση θεϊκὴ τοῦ φέρνει, ἄλλοτε κανέναν ἄνθρωπoν καλὸν τοῦ παρουσιάζει καὶ τοῦ δίνει μία παρηγοριά.

Μὴ λησμονᾶτε, ἀδελφές, ὅτι τυχαίνομεν καὶ μεῖς σὲ ὧρες καὶ σὲ στιγμὲς ποὺ λυπᾶται ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Νὰ λυποῦμαι ἐγὼ ἐσᾶς καὶ σεῖς ἐμένα, νὰ λυπᾶται ἡ μία τὴν ἄλλην σας. Δὲν ἔχομεν ἀνάγκη νὰ λέμε γιὰ τὸν ἄλλον κόσμον. Ὅταν βλέπετε τὰ λάθη μου νὰ λέτε: στιγμὴ εἶναι καὶ ἂς συμπαθήσωμεν, καὶ νὰ δείχνετε συμπάθεια, ἀδελφές, ὅπως ἔδειξε ὁ Παῦλος γιὰ τοὺς Ἑβραίους καὶ ἔλεγε: “Πάτερ, μὴ στήσης αὐτoῖς τὴν ἁμαρτίαν ταύτην”. Ἔτσι νὰ λέτε ἐσεῖς γιὰ μένα καὶ ἐγὼ γιὰ σᾶς. Ἐγὼ μπορεῖ νὰ δείξω καμμιὰ φορὰ ὅτι στενοχωροῦμαι μαζί σας καὶ νὰ σᾶς μαλώνω καμμιὰ φορά, πάλι γιὰ τὸ καλό σας. Ἔπειτα, ὅμως, πηγαίνω πιὸ ἐκεῖ καὶ ὁ Θεὸς τὸ γνωρίζει τί λέγω. Ἀoράτως ἀκούει ὁ Θεὸς τί λέγω: “συγχώρεσέ την, Θεέ μου, ἄνθρωπος εἶναι καὶ αὐτή, πλασμένη ἀπὸ τὸ ἴδιο πλάσμα ποὺ εἶναι πλασμένος ὅλος ὁ κόσμος καὶ σύρεται καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὰ ἴδια πάθη καὶ τυραννιέται καὶ βασανίζεται, μὴν τῆς συνορισθῆς – συγχώρεσέ την”.

Καὶ σεῖς, ἀδελφές, συμπάθεια νὰ ἔχετε ἡ μία γιὰ τὴν ἄλλη σας. Ὄχι μὲ μίσος καὶ ἔχθρα, ὄχι μὲ φθόνον καὶ κακία, ὄχι μὲ πονηρία καὶ σκληρότητα ψυχῆς καὶ ἀπανθρωπιά. Παρὰ μὲ συμπάθεια, μὲ μακροθυμία, μὲ καρτερία, μὲ σπλάγχνα οἰκτιρμῶν καὶ φιλανθρωπίας ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον μας. Σήμερα εἶσαι σύ, αὔριο ἐγώ, τώρα σφάλλει ὁ ἕνας, σὲ λίγο ὁ ἄλλος. Κάθε στιγμὴ μᾶς συγχωρεῖ ὁ Θεός. Καὶ μεῖς νὰ συγχωροῦμεν ἀλλήλους μας, καὶ μεῖς νὰ κλαύσωμεν καὶ νὰ θρηνήσωμεν καὶ νὰ λυπηθοῦμεν καὶ νὰ συμπονέσωμεν καὶ νὰ παρακαλέσωμεν τὸν Θεὸν γιὰ τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μας. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλυτέρα ἀρετή. Ὅσες ἀρετὲς καὶ ἂν ἔχης, ὅσα καλὰ ἔργα καὶ προσευχὲς καὶ ἀγαθοεργίες καὶ ἂν κάμης, ὅλα τὰ ὑπερβαίνει, ἐὰν πῆς ἕνα λόγο: Θεέ μου, συγχώρεσε τὸν ἀδελφόν μου γιὰ ὅ,τι μοῦ ἔκαμε.

Ἅγιος Ἄνθιμος τῆς Χίου

Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

 


Κι ἂν θέλω κι ἂν δὲν θέλω, σῶσε με

Θέλεις νὰ μ' ἀναπαύσεις μέσα στὴ γνώση σου; Ὅπως θέλεις. Θέλεις πάλι νὰ μ' ἀφήνεις σὲ πειρασμοὺς γιὰ νὰ μὲ ταπεινώσεις; Τὸ ἴδιο σ᾽ ἀκολουθῶ. Δὲν ἔχω τίποτα νὰ κάνω χωρὶς ἐσένα. Χωρὶς ἐσένα δὲν θὰ γεννιόμουν ἀπὸ τὸ τίποτα, οὔτε μπορῶ νὰ ζήσω ἢ νὰ σωθῶ. Ὅ,τι θέλεις κάνε τὸ πλάσμα σου. Καὶ πιστεύω, ὅτι εἶσαι ἀγαθὸς κι ὅτι μοῦ φυλᾶς ἀγαθά, ἀκόμη κι ἂν δὲν μὲ συμφέρει νὰ τὰ γνωρίζω. Ἀλλὰ οὔτε ἄξιος εἶμαι νὰ μάθω, οὔτε ζητάω νὰ μάθω, γιὰ ν' ἀναπαυθῶ. Ἴσως δὲν μὲ συμφέρει. Οὔτε ἀνακούφιση ἀπὸ κανένα πόλεμο δὲν τολμῶ νὰ παρακαλέσω, ἂν καὶ εἶμαι ἀσθενικὸς κι ὅλα μὲ καταπονοῦν, γιατί δὲν γνωρίζω ποιόν συμφέρει. Ἐσὺ γνωρίζεις τὰ πάντα, κι ὅπως γνωρίζεις κάνε. Μόνο μὴν ἀστοχήσω, ὅ,τι κι ἂν συμβεῖ. Ἀλλὰ κι ἂν θέλω κι ἂν δὲν θέλω, σῶσε με. Καὶ τοῦτο, ἂν σ' ἀρέσει. Ἐγὼ λοιπὸν δὲν θέλω τίποτα. Εἶμαι μπροστά σου σὰν κάτι ἄψυχο, τὴν ψυχή μου ἀποθέτω στ' ἄχραντα χέρια σου, στὸν αἰώνα αὐτὸν καὶ στὸν ἐρχόμενο. 

Ἀλλὰ σὺ ὅλα τὰ μπορεῖς, ὅλα τὰ γνωρίζεις, θέλεις ὅλα τ' ἀγαθὰ γιὰ ὅλους καὶ παντοτινὰ ποθεῖς τὴ σωτηρία μου. Κι εἶναι φανερὸ αὐτὸ ἀπ' ὅλες τὶς εὐεργεσίες ποὺ ἔκανες καὶ πάντα κάνεις μαζί μας καὶ χαρίζεις, φανερὰ καὶ κρυφά, αὐτὲς ποὺ γνωρίζουμε κι αὐτὲς ποὺ δὲν γνωρίζουμε, κι ἀπ' τὴν ἴδια τὴν ἀδιανόητη συγκατάβασή σου σὲ μᾶς Υἱὲ καὶ Λόγε τοῦ Θεοῦ. 

Ἀλλὰ ἐγὼ τί εἶμαι, γιὰ νὰ τολμάω νὰ σοῦ ἀναγγέλω, καρδιογνώστη; Ἀλλὰ τὰ λέω αὐτὰ γιὰ νὰ τὰ μάθω ὁ ἴδιος καὶ νὰ τὰ πῶ στοὺς ἐχθρούς μου, ὅτι καταφεύγω σὲ σένα, τὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας μου. Γιατὶ νά, ἔμαθα ἀπὸ τὴ χάρη ποὺ μοῦ στέλνεις, ὅτι εἶσαι σὺ ὁ Θεός μου, καὶ δὲν τολμάω νὰ πῶ πολλά, ἀλλὰ μόνο ἥσυχο νοῦ, κουφὸ καὶ ἄλαλο, θέλω νὰ στήσω μπροστά σου. Κι οὔτε ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη σου τὰ ἐργάζεται ὅλα. Γιατὶ δὲν γνώρισα ποτὲ τὸν ἑαυτό μου ἱκανὸ γιὰ τέτοια, ἀλλὰ πάντα γιὰ πλήθη κακῶν, κι ἔτσι γονατίζω καὶ σοῦ δείχνω τὸ σχῆμα τοῦ δούλου, γιατὶ μ' ἀξίωσες νὰ μετανοήσω καὶ γιατὶ εἶμαι δοῦλος σου καὶ γιὸς τῆς δούλης σου. 

Ἀλλὰ μὴ μ' ἀφήσεις, Κύριέ μου, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός μου, νὰ κάνω ἢ νὰ πῶ ἢ νὰ σκεφτῶ ὅσα δὲν θέλεις. Γιατὶ μοῦ φτάνει τὸ πλῆθος τόσων ἁμαρτιῶν ποὺ ἔχω κάνει ἤδη. Ἀλλὰ ὅπως θέλεις ἐλέησέ με. Ἁμάρτησα, ἐλέησέ με ὅπως νομίζεις. 

Πιστεύω Κύριε, ὅτι ἀκοῦς καλὰ τὴν ἐλεεινὴ αὐτὴ φωνή. Βοήθα με στὴν ἀπιστία μου, Ἐσὺ ποὺ μοῦ χάρισες νὰ εἶμαι στὴ ζωὴ κι ἔπειτα νὰ εἶμαι χριστιανός. Εἶναι γιὰ μένα μέγα, λέει ὁ Καρπάθιος, ποὺ μὲ κάλεσες μοναχὸ καὶ χριστιανό. Ὅπως εἶπες, Κύριε, σ' ἕνα δοῦλο σου, ὅτι 'εἶναι γιὰ σένα μέγα, ὅτι ἀποκλήθηκε πάνω σου τὸ ὄνομά μου'. Καλύτερο εἶναι αὐτὸ γιὰ μένα πάνω ἀπ' ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴν ἀποτύχω στὸ κάλεσμα τοῦ πιὸ γλυκοῦ ὀνόματός σου.

Ἅγιος Πέτρος Δαμασκηνὸς

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2023

 


Ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου

Ἀνάλογα μὲ τὴν ἀπομάκρυνσή τους ἀπὸ τὸν Θεό οἱ ἄνθρωποι αἰσθάνονται σʹ αὐτήν τὴν ζωή στενοχώρια καὶ στὴν ἄλλη ζωή θὰ ζοῦν τὴν αἰώνια στενοχώρια. Γιατί ἀπὸ αὐτήν τὴν ζωή γεύεται κανείς, σὲ κάποιο βαθμό, ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο ζῆ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου.

Ἤ θὰ ζήσουμε ἕνα μέρος τῆς χαρᾶς τοῦ Παραδείσου ἀπὸ ἐδῶ, καὶ θὰ πᾶμε καὶ στὸν Παράδεισο,, ἤ θὰ ζήσουμε ἕνα μέρος τῆς κολάσεως καὶ – Θεὸς φυλάξοι! – θὰ πᾶμε στὴν κόλαση.

Παράδεισος ἴσον καλωσύνη.. Κόλαση ἴσον κακωσύνη. Κάνει κανεὶς μία καλωσύνη, αἰσθάνεται χαρά. Κάνει μία στραβοξυλιά, ὑποφέρει. Ὅσο περισσότερο καλό κάνει, τόσο περισσότερο ἀγάλλεται. Ὅσο περισσότερο κακό κάνει, τόσο περισσότερο ὑποφέρει ἡ ψυχή του. Ὁ κλέφτης νιώθει χαρά; δὲν νιώθει χαρά. Ἐνῶ αὐτός ποὺ κάνει καλωσύνες νιώθει χαρά. Καὶ νὰ βρῆ κανεὶς κάτι στὸν δρόμο, ἄν τὸ κρατήση καὶ πῆ ὅτι εἶναι δικό του, ἀνάπαυση δὲν θὰ ἔχη! Οὔτε ξέρει σὲ ποιόν ἀνήκει οὔτε ἀδίκησε κάποιον οὔτε τὸ κλέβει, καὶ ὅμως δὲν ἀναπαύεται. Πόσο μᾶλλον νὰ τὸ κλέψη!

Ἀκόμη καὶ ὅταν κανεὶς λαμβάνη, πάλι δὲν νιώθει τὴν χαρὰ ποὺ νιώθει ὅταν δίνη. Πόσο μᾶλλον ὅταν κλέβη ἤ ὅταν ἀδικῆ, νὰ νιώθη χαρά! Γιʹ αὐτό, βλέπεις, οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἀδικία τί πρόσωπα ἔχουν, τί γκριμάτσες κάνουν!

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2023

 


Εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει

Ἕνας ἄρρωστος εἶπε στὸν γιατρό του, ἐνῶ ἐκεῖνος ἑτοιμαζόταν νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ ἐξεταστήριο: «Γιατρέ, φοβᾶμαι νὰ πεθάνω. Πές μου, τί ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά;»

Πολὺ ἥρεμα ὁ γιατρὸς ἀπάντησε: «Δὲν ξέρω».

«Δὲν ξέρεις; Εἶσαι Χριστιανὸς καὶ δὲν ξέρεις τί ὑπάρχει μετὰ τὸν θάνατο;»

Ὁ γιατρὸς κρατοῦσε τὸ χερούλι τῆς πόρτας, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀκούστηκε ἕνα ξύσιμο καὶ ἕνα γρύλλισμα. Καθὼς ἄνοιξε τὴν πόρτα, ἕνας σκύλος μπῆκε μέσα καὶ πήδησε πάνω του χαρούμενος.

Ὁ γιατρὸς γύρισε στὸν ἄρρωστο καὶ τοῦ εἶπε: «Βλέπεις τὸν σκύλο μου; Δὲν εἶχε ξαναμπεῖ στὸ δωμάτιο αὐτό, δὲν ἤξερε τί θὰ συναντήσει. Ἤξερε μόνο ὅτι ὁ κύριός του εἶναι ἐδῶ καὶ πήδησε μέσα χωρὶς φόβο. Πολὺ λίγα γνωρίζω γιὰ τὸ τί ὑπάρχει στὴν ἄλλη πλευρά, ἀλλὰ ξέρω ἕνα πράγμα... Ξέρω ὅτι ὁ Κύριός μου εἶναι ἐκεῖ, κι αὐτὸ μοῦ φτάνει».

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

 


Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου

Ὁ Ζήσιμος Λορετζάτος ἄφησε τὸ ἔργο του, τὸ «τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» γιὰ πολλούς. Σὲ λίγους, ποὺ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ἄφησε τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, ἄφησε μιὰν ἀκεραιοσύνη, νὰ τὴν πῶ ἔτσι, μιὰ στιβαρὴ παρακαταθήκη, σὰν τὶς κολῶνες ποὺ μποροῦν νὰ βαστάζουν τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν Ἁγιὰ-Σοφιά.

Γιὰ νὰ καταστεῖ δάσκαλος τοῦ πνεύματος, μαθήτευσε σὲ μεγάλους μαστόρους τῆς ζωῆς, ὅπως ἦσαν κυρίως ὁ Σολωμὸς καὶ ὁ Παπαδιαμάντης καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἄλλοι, ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Μακρυγιάννης. Μαθήτεψε ἀκόμη σὲ μεγάλα κείμενα τοῦ πνεύματος, τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἰδιαίτερα τοὺς μυστικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Ἰδιαίτερα ἀγάπησε τὸν ποιητὴ καὶ στοχαστὴ Γιῶργο Σαραντάρη, ὁ ὁποῖος σὲ ἡλικία 33 ἐτῶν θυσιάστηκε γιὰ τὴν Πατρίδα στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου, κατὰ τὸν Ἑλληνο–Ἰταλικὸ πόλεμο 1940-41.

[…] Το 1996 κυκλοφόρησε τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιό του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μαζὶ μὲ ἕνα μικρότερο γιὰ τὸν Δημ. Καπετανάκη. Τίτλος τοῦ βιβλίου εἶναι «Διόσκουροι». Τὸ δοκίμιο γιὰ τὸν Σαραντάρη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ κορυφαῖα ἔργα τοῦ Λορεντζάτου. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ συγγραφὴ τῆς μελέτης του γιὰ τὸν Σαραντάρη ξεκίνησε τὸ 1962 καὶ κυοφορήθηκε 35 χρόνια μέχρι τὴν ὁλοκλήρωσή της. Συγχρόνως ἀποτελεῖ καὶ τὸ θεολογικότερο ἔργο τοῦ Λορεντζάτου. Σ’ αὐτὸ συνετέλεσε ἡ ἑλληνοπρεπὴς καὶ Χριστοκεντρικὴ φιλοσοφικὴ σκέψη τοῦ Σαραντάρη, τὴν ὁποία πρῶτος ἐκτίμησε ὁ Λορεντζάτος, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὸ σημαντικὸ ποιητικό του ἔργο.

Λέει χαρακτηριστικά: «Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, στὴν πίστη τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν. Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴ γλώσσα τῶν πατέρων μου, στὴ γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, τῶν Εὐαγγελίων καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν».

[…] Αὐτὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του θέλησε νὰ τὴν κουβεντιάσει μὲ ἔμπειρους πνευματικοὺς καὶ νὰ ἀντλήσει ἐφόδια γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ διανύσει: Γνησίους, μᾶς λέγει ὁ Λορεντζάτος, γέροντες, ποὺ προσωπικὰ γνώρισα στὴ ζωή μου – Φιλόθεος τῆς Λογγοβάρδας (Πάρος), Ἀμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Θεόδουλος τῆς Κορώνης, Ἱερώνυμος τῆς Αἴγινας, Πορφύριος τῆς Μαλακάσας […], Λεόντιος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, θαμμένος τώρα κοντὰ στὴ Βαρυμπόμπη, (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε καὶ τὸν βλέπαμε στὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸν Πειραιά, ὅπου ζοῦσε κυρτωμένος – δύο κάτια εἶχε γίνει – τὸν τελευταῖο καιρὸ προτοῦ πεθάνει). Χώρια ἀγγελικοὺς ἐξομολόγους, ὅπως ὁ Παπὰ Θανάσης τῆς Νεραντζιώτισσας στὸ Μαρούσι (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε συχνά).

Κοντὰ στοὺς δασκάλους γιὰ τὴ Λογοτεχνία ὁ Λορεντζάτος διδασκόταν ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς γέροντες, ποὺ εἶχε τὴν εὐλογία νὰ γνωρίσει, τὴν Ὀρθόδοξη βιωτή. Αὐτοὶ οἱ πνευματικοὶ δάσκαλοι τὸν βοήθησαν στὸ καταστάλαγμά του, ὡς ἐμπειρία ζωῆς:

«Ἀγαπάω τὸν Χριστό, γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μοῦ δείχνει τὴν ἀθλιότητά μου. Ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς λογαριάζω τὴ φοβερὴ ἀπόσταση καὶ συντρίβομαι ἀποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ἕνα χάνι στὸ δρόμο, νὰ κάνω ἕνα λουτρό, νὰ ἀλλάξω ροῦχα καὶ νὰ ξεκουραστῶ, νὰ ξεκουραστῶ. Μπροστὰ στὴ συχώρεση τοῦ Χριστοῦ ἡ προσπάθειά μου τίποτα. Ὅμως προσπαθῶ, προσπαθῶ. Ὅλα μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ συχωρέσει ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Πικιώνης, πὼς δὲν προσπαθήσαμε δὲν θὰ μᾶς τὸ συχωρέσει ποτέ».

[…] «Τὸ μέγιστο ποὺ μπορεῖς νὰ γίνεις, μία μέρα, γιὰ τὸν τόπο σου: μία καλὴ πυξίδα».

Ἔγινες καὶ εἶσαι, μακάριε Ζήσιμε, ζωογόνος πυξίδα – γιὰ ὅσους τὸ ξέρουμε καὶ γιὰ ὅσους δὲν τὸ ξέρουμε.

Δημήτρης Μαυρόπουλος

Κοντὰ στὸ λογοτεχνικὸ ἔργο τοῦ Λορεντζάτου, ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ σαράντα δοκίμια, συγκεντρωμένα στὸ τρίτομο ἔργο του «Μελέτες», δύο ταξιδιωτικὰ κείμενα, τρεῖς ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ ἄρθρα, ἢ πρόλογοι σὲ βιβλία, καὶ πέρα ἀπὸ τὸ Ὀρθόδοξο ἦθος του, ὁ Λορεντζάτος διακρίθηκε καὶ γιὰ τὸν πατριωτισμό του. Ἐνδεικτικὸ εἶναι πὼς τὸ 1953 ζοῦσε στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε προσληφθεῖ στὸ BBC. Τὸ 1955 ἀπολύθηκε καὶ ἀπελάθηκε ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, γιατὶ ἀρνήθηκε νὰ ἀποκαλέσει «τρομοκράτες» τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς ΕΟΚΑ.

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

 


Τοῦ Θεοῦ εἶναι!

Κάποια φορὰ στὴν ἐξομολόγηση μία μητέρα τοῦ εἶπε:

–Ἀνησυχῶ πολὺ γιὰ τὰ παιδιά μου, μήπως πάθουν τίποτε, μήπως τοὺς συμβεῖ κάτι κακό. Βάζω χίλια δυὸ μὲ τὸ μυαλό μου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦλθε ταχύτατα, σὲ ἔντονο ὕφος καὶ συγχρόνως συγκλονιστική:

– Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι δικά σου; Τοῦ Θεοῦ εἶναι! Προβατάκια Του εἶναι καὶ σὲ ἔχει βάλει νὰ τὰ φυλᾶς.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τετάρτη 1 Φεβρουαρίου 2023

 


Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι

Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή. 
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ, 
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι, 
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ, 
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του... 
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.

Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα, 
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά, 
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.

Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη, 
τὸν καβαλλάρη νηστικό, 
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.

Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή, 
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.

Κωστὴς Παλαμᾶς