Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2017


Ὁ θρίαμβος τῆς Ἐκκλησίας
Συλλογίσου πόσοι τύραννοι πολέμησαν τὴν Ἐκκλησία καὶ πόσους φοβεροὺς διωγμοὺς ξεσήκωσαν ἐναντίον της... Ὁ Αὔγουστος, ὁ Τιβέριος, ὁ Γάϊος, ὁ Νέρων, ὁ Βεσπασιανός, ὁ Τίτος καὶ ὅλοι οἱ διάδοχοί τους μέχρι τὸ Μέγα Κωνσταντίνο, ὅλοι ἦσαν εἰδωλολάτρες. Καὶ ὅλοι - ἄλλος ἠπιότερα, ἄλλος σκληρότερα - πολεμοῦσαν τὴν Ἐκκλησία. Τὴν πολεμοῦσαν ὅλοι. Κι ἂν μερικοὶ δὲν ξεσήκωναν οἱ ἴδιοι διωγμούς, ὅμως ἡ προσήλωσή τους στὴν εἰδωλολατρία ὑποκινοῦσε στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας ὅσους ἤθελαν νὰ τοὺς κολακέψουν.
Παρόλα αὐτά, τὰ κακόβουλα σχέδια καὶ οἱ ἐπιθέσεις τῶν εἰδωλολατρῶν διαλύθηκαν σὰν ἱστοὶ ἀράχνης, σκορπίστηκαν σὰν σκόνη, ἐξαφανίστηκαν σὰν καπνός. Ἀλλὰ καὶ ὅσα σχεδίαζαν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ἔγιναν ἀφορμὴ νὰ προκύψει μεγάλη ὠφέλεια στοὺς χριστιανούς. Γιατὶ δημιούργησαν τὶς χορεῖες τῶν μαρτύρων, ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θησαυρό, τοὺς στύλους, τοὺς πύργους τῆς Ἐκκλησίας.
Βλέπεις λοιπὸν τὴ θαυμαστὴ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας; Πραγματικὰ «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς». Ἀπὸ τὰ παρελθόντα ὅμως, πίστευε καὶ γιὰ τὰ μέλλοντα. Καὶ στὸ μέλλον κανεὶς δὲν θὰ μπορέσει νὰ νικήσει τὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ ἂν δὲν κατόρθωσαν νὰ τὴ συντρίψουν ὅταν ἀριθμοῦσε λίγα μέλη, ὅταν ἡ διδασκαλία της φαινόταν καινούργια καὶ παράξενη, ὅταν τόσοι φοβεροὶ πόλεμοι καὶ τόσοι πολλοὶ διωγμοὶ ἀπὸ παντοῦ ξεσηκώνονταν ἐναντίον της, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ μπορέσουν νὰ τὴ βλάψουν τώρα, ποὺ κυριάρχησε σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, ποὺ κυρίεψε ὅλα τὰ ἔθνη καὶ ποὺ ἐξαφάνισε τοὺς βωμοὺς καὶ τὰ εἴδωλα, τὶς γιορτὲς καὶ τὶς τελετές, τὸν καπνὸ καὶ τὴν τσίκνα τῶν αἰσχρῶν θυσιῶν.
Πῶς πέτυχαν οἱ ἀπόστολοι ἕνα τόσο μεγάλο, ἕνα τόσο σπουδαῖο κατόρθωμα, ἔπειτα ἀπὸ τόσα ἐμπόδια; Ἀσφαλῶς μὲ τὴ θεϊκὴ καὶ ἀκαταμάχητη δύναμη Ἐκείνου, ποὺ προφήτεψε τὴ δημιουργία καὶ τὸ θρίαμβο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθεῖ, ἐκτὸς κι ἂν εἶναι ἀνόητος καὶ ἐντελῶς ἀνίκανος νὰ σκέφτεται.
Ἅγιος 'Ιωάννης Χρυσόστομος

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017


Ὁ Ἥλιος καὶ ὁ Ἀέρας
Ὁ Ἀέρας θύμωσε,
μὲ τὸν Ἥλιο μάλωσε.
Ὁ Ἀέρας ἔλεγε:
– Εἶμαι δυνατότερος!
Καὶ ὁ Ἥλιος ἔλεγε:
– Σὲ περνῶ στὴ δύναμη!
Ἕνας γέρος γεωργὸς
μὲ τὴ μαύρη κάπα του
στὸ χωράφι πήγαινε.
Ὁ Ἀέρας λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸν γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Φύσησε, ξεφύσησεν,
ἔσκασε στὸ φύσημα,
ἄδικος ὁ κόπος του.
Κρύωσεν ὁ γέροντας
καὶ διπλὰ τυλίχθηκε
στὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Μὰ κι ὁ Ἥλιος λάλησε:
– Ὅποιος ἔχει δύναμη
παίρνει ἀπὸ τὸ γέροντα
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του!
Ἔφεξεν ὁλόλαμπρος,
καλοσύνη σκόρπισε,
κι ἔβγαλεν ὁ γέροντας
τὴ χονδρὴ τὴν κάπα του.
Πάλι ξαναλάλησε:
– Ἄκουσε καὶ μάθε το,
σὲ περνῶ στὴ δύναμη,
γιατὶ πᾶς μὲ τὸ κακὸ
κι ἐγὼ πάω μὲ τὸ καλό!

Γεώργιος Δροσίνης

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2017


Ἡ ἀργία
Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Τὶς τελευταῖες ἡμέρες ἦλθε κάποιο παιδὶ ποὺ μὲ πλησίασε, γιὰ νὰ δοῦμε τί θὰ κάνουμε μὲ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ μὲ τὴν ἐξομολόγηση.
- Τί κάνεις γιὰ τὸν Θεό, παιδί μου; ρώτησα.
- Δὲν ἔχω ὄρεξη γιὰ τίποτα, μοῦ ἀπαντᾶ. Δὲν μπορῶ.
-Λίγη προσευχὴ δὲν κάνεις; προχώρησα.
- Τίποτα. Ἕνα σταυρό, καὶ πέφτω στὸ κρεβάτι.
- Γιατί; Ποιὸς ὁ λόγος; Τί σὲ ἐμποδίζει; Τί σὲ πιέζει καὶ γίνεσαι τσιγγούνης στὸν Θεό;
-Νιώθω κουρασμένος, πάτερ.
-Τὸ πρωὶ ποὺ εἶσαι ξεκούραστος;
-Δὲν μπορῶ, βιάζομαι. Σηκώνομαι, ἀλλὰ τὸ ἀναβάλλω. Λέω ἀπὸ αὔριο. Δὲν ἔχω διάθεση. Δὲν ξέρω τί μοῦ φταίει.
Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν».
Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τοὺς αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.

Μητρ. Μεσογαίας Νικόλαος

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2017

Νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη
Σήμερα ὅλοι βασανιζόμαστε, τὸ καταλαβαίνω. Κι ὅταν λέμε «βασανιζόμαστε», σημαίνει ὅτι ἔχομε μία ὑγεία μέσα μας. Βασανίζεται ὅλος ὁ κόσμος, ἀλλ᾿ ἐλευθερώνεται ζώντας μόνο μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Εἶναι μακάριοι κι εὐλογημένοι οἱ βασανισμένοι, γιατί ὑπάρχει δυνατότης νὰ ἀναπαυθοῦν. Καὶ εἶναι μακάριοι οἱ διψασμένοι, γιατί μποροῦν νὰ ξεδιψάσουν. Ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ λογικὴ κι ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ καὶ τῶν Ἁγίων μας, θὰ ἤμασταν καταδικασμένοι σ᾿ ἕνα βάσανο.
Πρὸ καιροῦ ἤμουν στὴν Ἀμερική, καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι πόσο τὰ πράγματα εἶναι πλούσια, πόσο οἱ δρόμοι τεράστιοι, πόσο τὰ σπίτια σὰν ζωγραφιά, μὲ τὸ σπίτι, τὸ γρασίδι, τὰ δέντρα, τὰ αὐτοκίνητα... Ἀλλ᾿ ὅταν εἶδα μερικοὺς ἀνθρώπους, ἔνοιωσα πὼς μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τάξι καὶ τὴν καθαριότητα, ἐκεῖ ποὺ δὲν λείπει τίποτε, λείπουν ὅλα. Καὶ ὅλα μία στιγμὴ εἶναι ἄοσμα, ἄγευστα καὶ ἄχρωμα, ἀφοῦ μοῦ εἶπαν κάποιοι ὅτι, ἐνῷ τὰ εἶχαν ὅλα, δὲν εἶχαν διάθεσι γιὰ ζωὴ καὶ ἤθελαν νὰ «τελειώσουν»...
Βλέπει κανεὶς ὅτι αὐτὴ ἡ λογική, ποὺ ἔχομε πολλὲς φορὲς καὶ λέμε «νὰ ἀνεβάσωμε τὸ βιοτικὸ ἐπίπεδο, νὰ μποῦμε στὴν Εὐρώπη γιὰ νὰ ἔχωμε ἕνα νόμισμα, νὰ εἴμαστε πλούσιοι, κτλ», δὲν βγάζει πουθενά. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κάτι τὸ παράξενο, ποὺ δὲν χορταίνει μὲ τὰ πλούτη. Κι ἂν τοῦ λύσης ὅλα τὰ προβλήματα, ἢ νομίζεις ὅτι τοῦ τὰ λύσης, τότε εἶναι ποὺ μπῆκες στὸ ἄλυτο πρόβλημα. Λ.χ. οἱ Σουηδοί, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἴσως τὸ ἀνώτερο βιοτικὸ ἐπίπεδο στὴν Εὐρώπη, εἶναι αὐτοὶ ποὺ αὐτοκτονοῦν περισσότερο. Γιατί, ἐνῷ νομίζουν ὅτι τὰ ἔχουν ὅλα, δὲν ἔχουν τίποτε.
Ὁ ἄνθρωπος, λοιπόν, εἶναι ἕνα παράξενο ὄν, ποὺ ὅταν πλησιάση αὐτὸν τὸν παράδεισο τὸν κοσμικό, νοιώθει ὅτι δὲν τοῦ λέει τίποτε. Ἐνῷ ἂν κανεὶς ἔχῃ μέσα του τὴ φλόγα τοῦ Θεοῦ, ἂν τυχὸν θυσιάζεται γιὰ τὸν ἄλλον κι ἂν τυχὸν ζεῖ ὅπως ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, κι ἂν ἔχῃ ταπείνωσι, τότε εἶναι μέσα στὸν παράδεισο. Τότε καμμιὰ ἐπίθεσι, καμμιὰ κόλασι δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βλάψῃ. Τότε συμβαίνει αὐτὸ ποὺ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὅτι «ἀποκτᾷ κανεὶς δυνατὸ στομάχι καὶ χωνεύει κάθε μιὰ τροφή». Κάθε μιὰ δυσκολία τοῦ κάνει καλὸ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος τοῦ κάνει καλό.
Ὁ ἄνθρωπος, ξέρετε, ζητὰ τὴν ἐπιτυχία, ζητᾷ τὴν πρόοδο. Θέλει λ.χ. ἕνα παιδὶ νὰ τελειώσῃ τὸ δημοτικό, τὸ γυμνάσιο, τὸ λύκειο, νὰ πάῃ στὸ πανεπιστήμιο καὶ νὰ προχωρήσῃ. Ἐν συνεχείᾳ ἂν τυχὸν ἀξιωθῇ νὰ πάρῃ καὶ τὸ βραβεῖο Νόμπελ, συνεχίζει νὰ πεινᾷ καὶ νὰ διψᾷ γιὰ πρόοδο. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος: «Ἐπιποθῶ τοῦ πλείονος καὶ πάντοτε στενάζω». «Ἐπιποθῶ», θέλω, ποθῶ συνεχῶς καὶ περισσότερο, καὶ διαρκῶς στενάζω. Ὁ ἄνθρωπος -εἴτε πιστεύει, εἴτε δὲν πιστεύει, αὐτὸ εἶναι ἄλλο θέμα- ἔχει μέσα του τὴν πνοὴ τοῦ Θεοῦ. Καὶ λέγει ὁ ἅγιος Συμεών, ὅτι «ὑπάρχει μία μικρὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο». Κι ἂν τυχὸν ὅλα τὰ κερδίσωμε καὶ δὲν κερδίσωμε ἐκείνη τὴ χαρά, ποὺ περιγελᾷ τὸν θάνατο, τότε εἴμαστε ἐξ ἴσου ἀποτυχημένοι, εἴτε εἴμαστε πλούσιοι, εἴτε φτωχοί, εἴτε γραμματισμένοι, εἴτε ἀγράμματοι.
Τώρα ποὺ μπαίνομε στὴν Εὐρώπη, αὐτὸ ποὺ δὲν χρειάζεται νὰ κάνωμε, γιατί εἶναι ἁμαρτία πρὸς τὴν παράδοσί μας καὶ ταυτόχρονα ἀδικοῦμε καὶ τοὺς εὐρωπαίους, εἶναι τὸ νὰ μιλᾶμε τὴν γλῶσσα καὶ νὰ ἔχωμε τὴν λογική της Εὐρώπης. Ἡ Εὐρώπη εἶναι πλούσια καὶ ταυτόχρονα εἶναι πάρα πολὺ φτωχή. Ὁ δυτικὸς πολιτισμὸς εἶναι πολὺ προχωρημένος καὶ ταυτόχρονα εἶναι μέγας ἐπαρχιωτισμός. Μέσα ἐδῶ στὴν παράδοσί μας ὑπάρχει κάτι, ἂν θέλετε κάτι τὸ τρελλό, τὸ μωρὸ -αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός»- κάτι τὸ φτωχό, κάτι τὸ ἀνύπαρκτο, ποὺ τὰ διαλύει ὅλα καὶ δίνει σημασία καὶ ἀξία στὸν ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι «ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία». Γι᾿ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι᾿ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾷ τὸν θάνατο. Καὶ μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, «καλὰ λίαν ἐποίησε» τὰ πάντα. Καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους· καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἕλλησί τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης (14.5.1988)

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017


Μόνο
Ἄχ, ὅλα ἔπρεπε νά ῾ρθουν καθὼς ἦρθαν!
Οἱ ἐλπίδες καὶ τὰ ρόδα νὰ μαδήσουν.
Βαρκοῦλες νὰ μοῦ φύγουνε τὰ χρόνια,
νὰ φύγουνε, νὰ σβήσουν.
Ἔτσι, ὅπως ἐχωρίζαμε τὰ βράδια,
γιὰ πάντα νὰ χαθοῦνε τόσοι φίλοι.
Τὸν τόπο ποὺ μεγάλωνα παιδάκι
ν᾿ ἀφήσω κάποιο δείλι.
Τὰ ὡραῖα κι ἁπλὰ κορίτσια -- ὤ, ἀγαποῦλες! --
ἡ ζωὴ νὰ μοῦ τὰ πάρει, χοροῦ γῦρος.
Ἀκόμη ὁ πόνος, ἄλλοτε ποὺ εὐώδα,
νὰ μὲ βαραίνει στεῖρος.
Ὅλα ἔπρεπε νὰ γίνουν. Μόνο ἡ νύχτα
δὲν ἔπρεπε γλυκιὰ ἔτσι τώρα νά ῾ναι,
νὰ παίζουνε τ᾿ ἀστέρια ἐκεῖ σὰν μάτια
καὶ σὰ νὰ μοῦ γελᾶνε.

Κώστας Καρυωτάκης

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2017


Τοῦ σπιτιοῦ μας τὰ κεραμίδια νὰ σάσουμεν
Εἶδαν οἱ ξένοι καὶ οἱ φίλοι τους ὅτι ἀπέτυχαν κι᾿ ἀπὸ αὐτό, ὅτι τοὺς πείραξε πολὺ τὸ σαράντα ἄρθρο διὰ τὴν θρησκείαν καὶ ἡ βάφτιση τοῦ διαδόχου – νιτερέσια μέραζαν ἕνας τοῦ ἀλλουνοῦ. Ἐγὼ ἀπόταν ἔγινε ἡ μεταβολὴ μὲ προσκαλοῦσαν οἱ Πρέσβες νὰ φάμεν καὶ νὰ μιλήσωμεν – οὔτε ματαπάτησα ὡς τὴν σήμερον, οὔτε θέλω πατήσει μ᾿ ὅλον ὁποῦ τοὺς εἶχα φίλους καὶ τοὺς ἔκαμα τόσες φορὲς τραπέζια. Ἂν θέλουν αὐτεῖνοι νά ῾χουν τὸ δικό τους σπίτι, θέλομεν κ᾿ ἐμεῖς νὰ φκειάσωμεν τὸ δικό μας.
Τώρα ὁ Μαυροκορδάτος, ὁ Κωλέτης, ὁ Λόντος, ὁ Καλλέργης καὶ οἱ συντροφιὲς τους ἑνώθηκαν μὲ τοὺς Ἄγγλους, μὲ τοὺς Γάλλους καὶ τοὺς ἄλλους κι᾿ ὡς δυσαρεστημένοι ἀπὸ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ ταμπουρώνονται ἀναμεταξύ τους καὶ τάζουν καὶ τοῦ Βασιλέα λαγοὺς μὲ πετραχήλια – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ τοῦ θέλη κανένας τὸ καλόν του. Οὔτε οἱ ξένοι τοῦ θέλουν τὸ καλό, οὔτε οἱ συντρόφοι τους, ἀλλὰ τοῦ λένε λόγια τῆς ὄρεξής του κι᾿ ἐλπίζει ὁποῦ τοὺς ἔχει φίλους. Καὶ τὸν ἀσκουντοῦνε ὁλημέρα εἰς τὸν γκρεμνόν. Καὶ κακοσυσταίνουν τοὺς Σεπτεβριανούς, ὅσοι μείναν καὶ δὲν πῆγαν εἰς τὴν βούλλα τους· αὐτοὺς ὅλους τοὺς κακοσυσταίνουν εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ αὐλικοὺς καὶ τοὺς κάνουν ὕποπτους καὶ περισσότερον τὸν Μεταξᾶ – τὸν γύμνωσαν κι᾿ ἀπὸ τοὺς φίλους του πολιτικοὺς καὶ στρατιωτικούς.
Ὅτι κι᾿ αὐτὸς ἀπὸ τὰ δυό του ποδάρια τό ῾να τ᾿ ἄφησε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὸν Βασιλέα κι᾿ ἀδρασκελάγει – οὔτε εἰς τὴν Τρίτη Σεπτεβρίου σώνει μὲ τὰ σωστά του, οὔτε εἰς τὸν Βασιλέα. Ὅταν τραβάγῃ τό ῾να του ποδάρι νὰ πάγῃ εἰς τὸ ἕνα μέρος, τ᾿ ἄλλο ἀνεμένει εἰς τ᾿ ἄλλο μέρος· κ᾿ ἔτζι πουθενὰ δὲν πηγαίνει νὰ δώσῃ τὸν λόγον τῆς πίστεως, τί πιστεύει ἀληθινά. Κανένα μέρος ἀπὸ τὰ δυὸ δὲν ξέρει ὡς τὴν σήμερον ποῦ τρέχει.
Ὁ Θεὸς γνωρίζει τῶν ἀνθρώπων τῆς καρδιές· καὶ οἱ ἄνθρωποι – γνωρίζει ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ χείλη κι᾿ ὄχι τὴν καρδιά. Ὅποιος βρίσκει κάνα ηὕρεμα καὶ δὲν ξέρει τί ἀξίζει – ὅποιος τ᾿ ἀγοράση αὐτὸ ξέρει τὴν τιμήν του. Δι᾿ αὐτείνη τὴν μεταβολὴ εἴκοσι πέντε δραχμὲς ξόδιασε ὁ κύριος Μεταξάς. Εἶχα νὰ στείλω ἕναν ἄνθρωπο νὰ πάγη ὁποῦ ῾ταν ἀνάγκη καὶ τὸ ῾ταξα τρακόσες δραχμὲς καὶ μὸ ῾λειπαν πενήντα· καὶ μὸ ῾δωσε αὐτὸς τῆς εἴκοσι πέντε. Αὐτείνη τὴν θυσία ἔκαμεν· καὶ τοῦ δώσαμεν ἕτοιμες καὶ τιμὲς καὶ δόξες καὶ τῆς μουτζώνει· καὶ τῆς ἀφίνει καὶ παίρνει ἄλλον δρόμον. Καὶ κιντυνεύομεν κ᾿ ἐμεῖς οἱ ἄλλοι Σεπτεβριανοὶ ἀπὸ τὸν χαραχτήρα αὐτεινοῦ.
Μίαν ἡμέρα πῆγα εἰς τὸν Κωλέτη νὰ τὸν ἰδῶ, ὅτι ἦρθε εἰς τὸ σπίτι μου καὶ δὲν εἶχα πάγη. Ἐκεῖ ἦταν πολλοὶ φίλοι του κι᾿ ὁ Κουντουργιώτης. Μιλήσαμεν πολλά. Μοῦ εἶπε ὁ κύριος Κωλέτης νὰ ἑνωθοῦμεν. Τοῦ εἶπα· «Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ κάμαμεν καὶ δὲν τελεσφόρησε. Ξέρω τὴν καρδιά σου διατὶ θέλεις τὴν ἕνωσή μας. Τὰ εἴπαμεν πολλὲς φορές. Ἐγὼ θέλω τοῦ σπιτιοῦ μας τὰ κεραμίδια νὰ σάσουμεν, νὰ μὴν τρέχουν καὶ πέση τὸ σπίτι μας καὶ μᾶς πλακώση. Τὰ ξένα τὰ σπίτια τά ῾χουν καλὰ σκεπασμένα οἱ νοικοκυραῖοι τους καὶ δὲν παίρνει ὁ ἀγέρας τὰ κεραμίδια τους ὅσο σφοδρὸς καὶ νὰ εἶναι. Τοῦ δικοῦ μας τοῦ σπιτιοῦ τὰ κεραμίδια λίγος ἄνεμος νὰ φυσήξη δὲν ἀφίνει κανένα. Καὶ ἔχει καὶ κάτι μαστόρους – παίρνουν τὰ κεραμίδια καὶ σκεπάζουν τὰ ξένα σπίτια».

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017


Νὰ σηκωθεῖς
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;

- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Στὴ γυναῖκα μου
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Κι ἂν μὲ σὲ κακιώνω στὴ κακή μου ὥρα
κι ἀρχινᾷ μουρμούρα καὶ κακογλωσσιά,
μοῦ ἀρέσει νά ῾χω καὶ ὀλίγη μπόρα,
μοῦ ἀρέσει λίγη φουσκοθαλασσιά.
Δίχως πεῖσμ᾿ ἀγάπη, δίχως λίγη πίκρα,
δὲν ἀξίζει διόλου καὶ δὲν ἔχει γλύκα.
Βάστα μου, γυναῖκα, μοῦτρα σοβαρὰ
καὶ κλωστὴ σοῦ κόβω, κάκια σοῦ κρατῶ,
ἐπειδὴ νομίζω πὼς καμμιὰ φορά
κι η πολλὴ μπουνάτσα φέρνει ἐμετό.
Προσφιλές μου ταίρι, δίχως νὰ στὸ πῶ,
τὸ καταλαβαίνεις ὅτι σ᾿ ἀγαπῶ.
Σ᾿ ἀγαπῶ μὲ γέλια, μὰ καὶ θυμωμένη
κι ἂν ποτὲ γυρίζω νὰ ἰδῶ καμμιά,
πάντα ὅμως κτῆμα ἰδικό σου μένει
ἡ καρδιά μου ὅλη καὶ ...ἡ ἀσχημιά.

Γεώργιος Σουρῆς

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Πῶς νὰ ἐξομολογεῖσαι
Ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ, πρέπει νὰ ἠξεύρης, ὅτι ἡ μετάνοια, κατὰ τὸν θεῖον Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, εἶναι μία ἐπαναστροφὴ ἀπὸ τοῦ παρὰ φύσιν εἰς τὸ κατὰ φύσιν, καὶ ἀπὸ τοῦ διαβόλου πρὸς τὸν Θεόν. Λοιπόν, καὶ σὺ ἀγαπητέ μου, ἐὰν θέλῃς νὰ μετανοήσῃς καθὼς πρέπει, νὰ ἀφήσῃς τὸν διάβολον καὶ τὰ ἔργα του, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὴν κατὰ Θεὸν πολιτείαν. Νὰ ἀφήσῃς τὴν ἁμαρτίαν ποὺ εἶναι παρὰ φύσιν, καὶ νὰ ἐπαναγυρίσῃς εἰς τὴν ἀρετὴν ποὺ εἶναι κατὰ φύσιν. Νὰ μισήσῃς τὴν ἁμαρτίαν τόσο πολύ, ὥστε νὰ λέγῃς καὶ σὺ μὲ τὸν Δαβίδ: «Ἀδικίαν ἐμίσησα καὶ ἐβδελυξάμην, τὸν δὲ νόμον Σου ἠγάπησα».
Καὶ λοιπόν, ἀδελφέ μου, ἐὰν ἐν συνειδήσει καὶ μὲ συντριβὴν τῆς καρδίας σου, ὁμολογῇς, ὅτι ἐλύπησες μὲ τὰς ἁμαρτίας σου τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ, τότε ὡς ἀληθῶς μετανοήσας, πρῶτον εἰπὲ μέσα εἰς τὴν καρδίαν σου: «Ἐξαγορεύσω (ἐξομολογοῦμαι) κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ». Καὶ: «ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· Πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν Σου καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός Σου, ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου». Ἀφοῦ δὲ εἰπῇς ταῦτα, δράμε εἰς τὸ μυστήριον τῆς μετανοίας μὲ τὴν ἀδίστακτον βεβαιότητα, ὅτι ἐκεῖ παρουσιάζεσαι ὄχι μπροστὰ σὲ ἄνθρωπο, ἀλλ᾿ ἔμπροσθεν τοῦ παντογνώστου Θεοῦ, τοῦ ἀπείρως ἐλεήμονος καὶ ἀπείρως δικαιοκρίτου, καὶ μὲ αἴσθημα εὐθύνης τῆς σῆς ἀναξιότητος καὶ μηδαμινότητος, παράδοσε τὸν ἑαυτόν σου εἰς τὴν κρίσιν καὶ τὴν ἀπόφασιν τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατρός, ὡς ἀναπολόγητος παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν.
Μὲ κατάνυξιν καὶ πλείοναν ταπείνωσιν, μὲ συντετριμμένην καρδίαν, καθὼς ἐξομολογεῖτο ἡ πόρνη τὰς ἁμαρτίας της, πρόσπεσον τῷ Θεῷ, διὰ νὰ σοῦ προσδεχθῇ τὴν ἐξομολόγησίν σου, καὶ νὰ σοῦ δώσῃ τὴν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν σου. Διότι: «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει». Τὴν κατάνυξιν δέ, καὶ τὴν ταπείνωσιν πρέπει νὰ ἔχῃς, καὶ ὅταν ἀκόμη σὲ ἐλέγχῃ ὁ πνευματικὸς διὰ τὰ ἁμαρτήματά σου, σιωπῶντας καὶ μὴ περικόπτων τὰ λόγια του, μὲ διάφορες δικαιολογίες, ἀλλὰ δεχόμενος τὸν ἔλεγχον μετὰ χαρᾶς, ὡς νὰ σοῦ τὸ κάνῃ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Καθὼς δὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Γενοῦ καὶ τῷ ἤθει καὶ τῷ λογισμῷ ὡς κατάδικος ἐπὶ τῇ ἐξομολογήσει σου, εἰς γῆν νενευκώς, καὶ εἰ δυνατὸν καὶ τοὺς πόδας τοῦ ἰατροῦ, ὡς τοῦ Χριστοῦ, δάκρυσι βρέχων».
Δὲν θὰ πρέπει νὰ κατηγορῇς τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλον ὅταν ἐξομολογεῖσαι, προφασιζόμενος ὅτι αὐτοὶ ἔγιναν αἴτιοι νὰ ἁμαρτήσῃς, καθὼς καὶ ὁ Ἀδὰμ τὴν Εὔαν, καὶ ἡ Εὔα τὸν ὄφιν. Ἀλλὰ μόνον τὸν ἑαυτόν σου νὰ κατηγορῇς, καὶ τὴν κακήν σου προαίρεσιν. «Εἰ θέλῃς κατηγορῆσαι, κατηγόρησόν σου» σοῦ λέγει ὁ Θεῖος Χρυσόστομος. Τί νὰ λέγῃς δὲ εἰς τὸν πνευματικόν, σὲ συμβουλεύει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. «Εἰπὲ καὶ μὴ αἰσχυνθῇς. Ἐμὸν τὸ τραῦμα πάτερ, ἐμὴ ἡ πληγή, ἐξ οἰκείας ραθυμίας, καὶ οὐκ ἐξ ἑτέρου προσγινομένη, οὐδεὶς ταύτης αἴτιος, οὐκ ἄνθρωπος, οὐ πνεῦμα, οὐ σῶμα, οὔ τι ἕτερον, ἀλλ᾿ ἡ ἐμὴ ἀμέλεια».
Πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι μὲ ἀλήθειαν καὶ εὐθύτητα καρδίας, φανερώνων ὅλας σου τὰς ἁμαρτίας, τοιουτοτρόπως, καθὼς τὰς ἔπραξες, τοῦ τόπου, τοῦ χρόνου, τῆς αἰτίας, τοῦ ἀριθμοῦ καὶ τοῦ τρόπου, (ἄνευ τῶν ὁνομάτων τῶν προσώπων ἐκείνων, μὲ τὰ ὁποῖα πιθανὸν νὰ ἥμαρτες) χωρὶς νὰ προσθέσῃς ἢ νὰ ἀφαιρέσῃς τὰς μισὰς ἁμαρτίας σου εἰς ἕνα πνευματικόν, καὶ τὰς ἄλλας μισὰς εἰς ἄλλον, καθὼς κάμουν μερικοί. Ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῇς σὲ ἕνα πνευματικὸν ἀπλά, μὲ καρδίαν ἄδολον καὶ ἀληθινὴν μετάνοιαν. Διότι ἂν ἐξομολογηθῇς μὲ δόλον καὶ ἐπιφανειακὰ μόνον, νὰ ξεύρῃς ὅτι, δὲν θὰ γένῃ δεκτὴ ἡ ἐξομολόγησίς σου εἰς τὸν Θεόν, ποῦ ἀγαπᾷ τὴν ἀλήθειαν. «Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας».
Διὰ τοῦτο καὶ πρέπει νὰ ἐξομολογῆσαι χωρὶς ἐντροπήν, διότι ἡ ἐντροπὴ ποὺ λαμβάνεις ὅταν ἐξομολογῆσαι, σοῦ προξενεῖ δόξαν καὶ χᾶριν παρὰ τῷ Θεῷ. Ἡ ἐντροπὴ αὕτη σὲ κάνει νὰ ἐλευθερωθῇς ἀπὸ τὴν μέλλουσαν ἐντροπήν, τῆς ἐν τῇ φοβερᾷ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, κατὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος: «Οὐ γὰρ ἔστιν ἐκτὸς αἰσχύνης, αἰσχύνης ἀπαλλαγῆναι». Τί ἐντρέπεσαι ἀδελφέ μου ἁμαρτωλέ; Ὅταν ἔκαμες τὴν ἁμαρτίαν δὲν ἔντράπεις, καὶ τώρα ποὺ ἔφθασεν ἡ ὥρα νὰ ἀπαλλαγῇς ἀπὸ ἀυτήν, ἐντρέπεσαι; Καὶ δὲν ἠξεύρεις πῶς ἡ ἐντροπὴ αὕτη εἶναι τοῦ διαβόλου, ὅ ὁποῖος, ὅταν κάνῃς τὴν ἁμαρτίαν σοῦ δίδει θάρρος, καὶ ὅταν τὴν ἐξομολογῆσαι σοῦ δίδει φόβον καὶ ἐντροπήν; Μαρτυρεῖ δὲ καὶ ὁ Θεῖος Χρυσόστομος: «Δύο ταῦτα ἐστί, ἁμαρτία καὶ μετάνοια. Ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ, ὄνειδος, γέλως. Ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ, ἔπαινος, παῤῥησία. Ἀλλ᾿ ἀντιστρέφει τὴν τάξιν ὁ Σατανᾶς, καὶ δίδωσι τοῖς πειθομένοις αὐτῷ, ἐν μὲν τῇ ἁμαρτίᾳ τὴν παρρησίαν, ἐν δὲ τῇ μετανοίᾳ τὴν αἰσχύνην. Σὺ δὲ μὴ πεισθῇς αὐτῷ».
Ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε Ἄγγελον διὰ πνευματικόν, ἢ Ἀρχάγγελον διὰ νὰ ἐντραπῇς, ἀλλὰ ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα ὁμοιοπαθῆ σὰν καὶ ἐσένα, διὰ νὰ μὴν ἐντραπῇς, καὶ σὺ τὸν ἐντρέπεσαι; Πρέπει νὰ ξεύρῃς ἀδελφέ, ὅτι ἡ ἐντροπὴ ποὺ μέλλεις νὰ λάβεις ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως, ἐὰν ἐδῶ ἐντραπῇς, εἶναι φοβερωτέρα καὶ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σκότος, καὶ τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον.
Οἱ μετανοοῦντες τὸν παλαιὸν καιρόν, ἐστέκοντο εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἐξομολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των εἰς ὅλον τὸ πλῆθος ποὺ εἰσήρχετο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ σὺ ἀδελφέ μου, ὢν ἁμαρτωλός, καὶ μπροστὰ σὲ ἕνα μόνον ἄνθρωπον ἐξομολογούμενος, διατὶ νὰ ἐντρέπεσαι;
Διηγεῖται ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος ἐν τῷ (περὶ ὑπακοῆς δ´) λόγῳ αὐτοῦ: «Εἰς τὸ Κοινόβιον τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Σινᾶ, ἐπῆγε ἕνας ἄνθρωπος ληστὴς καὶ φονεύς, ζητῶν νὰ γίνῃ Μοναχός. Ὁ δὲ Ἡγούμενος τοῦ Κοινοβίου, ἐπρόσταξεν αὐτὸν νὰ ἐξομολογηθῇ παῤῥησίᾳ ἐνώπιον πάντων τὰς ἁμαρτίας του. Αὐτὸς δὲ μετὰ χαρᾶς ἐδέχθη νὰ τὸ κάμῃ ἐφ᾿ ὅσον τὸν πρόσταζε ὁ Προεστώς, ἀκόμη καὶ μέσα εἰς ὅλην τὴν πόλιν τῆς Ἀλεξανδρείας. Καὶ λοιπόν, ἐν ἡμέρᾳ Κυριακῇ, γενομένης Θείας Λειτουργίας, μετὰ τὴν τελείωσιν τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἰδού, ἔρχεται ὁ ληστὴς ἐκεῖνος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ὡς κατάδικος συρόμενος ἀπό τινας ἀδελφούς, κτυπούμενος, δεδεμένας ἔχων ὀπίσω τὰς χεῖρας, ἐνδεδυμένος σάκκον, καὶ στάκτην ἔχων εἰς τὴν κεφαλήν του. Ὅταν ἐπλησίασεν εἰς τὴν πόρταν τῆς Ἐκκλησίας: στάσου τοῦ φωνάζει ὁ Ἡγούμενος, στάσου, διότι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ ἔμβῃς ἐδῶ μέσα. Ὁ δὲ, νομίσας πῶς ἤκουσε καμμίαν βροντήν, καὶ ὄχι φωνὴν ἀνθρώπου, πίπτει παρευθὺς εἰς τὴν γῆν μετὰ φόβου καὶ τρόμου, καὶ μὲ τὰ δάκρυά του ἔβρεχε τὸ ἔδαφος. Ἐν συνεχείᾳ τὸν προστάζει νὰ ἐξομολογηθῇ ὅλας του τὰς ἁμαρτίας. Ὁ δὲ ληστὴς τὰς ἐξομολογήθη ὅλας μίαν πρὸς μίαν.
Ἐδῶ βλέπομεν καὶ τὸ ἄπειρον ἔλεος τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅταν ἐξομολογεῖτο οὗτος τὰς ἁμαρτίας του, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ εὑρισκομένους ἀδελφούς, ἔβλεπε ἕναν φοβερὸν ἄνδρα κρατοῦντα τετράδιον γεγραμμένον εἰς χεῖράς του καὶ μία γόμα. Καὶ εὐθύς, ὅταν ἐξομολογεῖτο ὁ ληστὴς τὴν κάθε του ἁμαρτίαν, ὁ φοβερὸς ἐκεῖνος ἀνὴρ τὴν ἔσβηνε. Καὶ αὐτὸ ἦτον τὸ δίκαιον. Διότι εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Προφήτου Δαβίδ: «Εἶπα, ἐξαγορεύσω κατ᾿ ἐμοῦ τὴν ἀνομίαν μου τῷ Κυρίῳ, καὶ σὺ ἀφῆκας τὴν ἀσέβειαν τῆς Καρδίας μου». Παρευθὺς δὲ μετὰ τὴν ἐξομολόγησιν, ἔκαμε ὁ Προεστὼς ἐκεῖνος, Μοναχὸν τὸν ληστήν, καὶ τὸν ἐσυναρίθμησε μὲ τοὺς λοιποὺς Μοναχούς».
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2017


Θεόφιλος
Μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρό, καθὼς λένε, ἕνας φούρναρης παράγγειλε σ᾿ ἕνα φτωχὸ ζωγράφο νά τονε ζωγραφίσει τὴν ὥρα ποὺ φούρνιζε ψωμιά. Ὁ ζωγράφος ἄρχισε νὰ δουλεύει, καὶ ὅταν καταπιάστηκε νὰ εἰκονίσει τὸ φουρνιστήρι, ἀντὶ νὰ τὸ φτιάξει ὁριζόντιο, σύμφωνα μὲ τὴν προοπτική, τὸ ἔφτιαξε κάθετο δείχνοντας ὅλο του τὸ πλάτος· ἔπειτα, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ζωγράφισε πάνω στὸ φουρνιστήρι κι ἕνα καρβέλι. Πέρασε ἕνας ἔξυπνος ἄνθρωπος καὶ τοῦ εἶπε: «Τὸ ψωμὶ ἔτσι ποὺ τὄ ῾βαλες, θὰ πέσει». Ὁ ζωγράφος ἀποκρίθηκε, χωρὶς νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι: «Ἔννοια σου· μόνο τὰ ἀληθινὰ ψωμιὰ πέφτουν· τὰ ζωγραφισμένα στέκουνται· ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά!».
Τὸ παραμύθι αὐτὸ μοῦ θυμίζει ἕναν πολὺ μεγάλο τεχνίτη, ποὺ ἐπειδὴ ἀκριβῶς «ὅλα πρέπει νὰ φαίνουνται στὴ ζωγραφιά», ἱστορίζοντας τὴν ἄποψη τοῦ Τολέδου, ἔβγαλε ἀπὸ τὴ μέση μὲ τὸ δικαίωμα τῆς τέχνης του, τὸ νοσοκομεῖο τοῦ Δὸν Χουὰν Ταβέρα καὶ τὸ τοποθέτησε σ᾿ ἕνα χάρτη, Ὁ μεγάλος τεχνίτης, τὸ ξέρετε, εἶναι ὁ Κρητικὸς Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, καὶ ὁ ζωγράφος τοῦ παραμυθιοῦ εἶναι ὁ Μυτιληνιὸς Θεόφιλος Γ. Χατζημιχαήλ, «ἄλλοτε ὁπλαρχηγὸς καὶ θυροφύλαξ ἐν Σμύρνῃ».
Ἡ παραβολή μου δὲν εἶναι ἀσέβεια. Γιατὶ ἡ μεγάλη διάκριση δὲν εἶναι ἀνάμεσα στοὺς πολὺ μεγάλους καὶ στοὺς μικρότερους τεχνίτες, ποὺ ξεκινᾶ τὶς περισσότερες φορὲς ἀπὸ μιὰ ἐγκυκλοπαιδικὴ ἢ μιὰ τουριστικὴ διάθεση, ἀλλὰ ἀνάμεσα σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφεραν ἔστω καὶ μιὰ σταγόνα λάδι στὸ φάρο τῆς τέχνης καὶ σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἡ ὕπαρξή τους εἶναι γιὰ τὴν τέχνη ἀδιάφορη. Τὸ πρῶτο ζήτημα δὲν εἶναι ποιὸς εἶναι μεγάλος καὶ ποιὸς εἶναι μικρός, ἀλλὰ ποιὸς κρατάει τὴν τέχνη ζωντανή. Ἕνας ἀπό τους ἐλάχιστους ἀνθρώπους ποὺ βλέπω σὰ μιὰ πηγὴ ζωῆς γιὰ τὴ σύγχρονη ζωγραφική μας εἶναι ὁ Θεόφιλος. Τὰ ψωμιά του δὲν ἔπεσαν, στέκουνται, γιὰ νὰ μεταχειριστῶ τὰ δικά του τὰ λόγια· στέκουνται καὶ θρέφουν.
Ὁ Θεόφιλος ἦταν ἕνας λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἕνας τρελὸς στὰ μάτια τοῦ κόσμου, ποὺ τὸν ἄκουε νὰ λέει παράδοξα πράγματα γιὰ τὶς ζωγραφικές του, ἢ τὸν ἔβλεπε νὰ ροβολᾶ τοὺς δρόμους ντυμένος Μεγαλέξαντρος μαζὶ μ᾿ ἕνα κοπάδι χαμίνια ποὺ εἶχε ντύσει «Μακεδόνους». Τὸν περιγελοῦσαν τοῦ ἔκαμαν πολὺ χοντρὰ ἀστεῖα· μιὰ φορὰ τράβηξαν τὴν ἀνεμόσκαλα ὅπου ἦταν ἀνεβασμένος γιὰ τὴ δουλειά του καὶ τὸν ἔριξαν χάμω. Τόσο πολὺ μᾶς ἐνοχλοῦν οἱ ἄνθρωποι ποὺ δὲ μᾶς μοιάζουν. Ὅμως, ὁ περιπλανώμενος αὐτὸς ζωγράφος καταναλώθηκε ὁλόκληρος, σὰν ἕνας αὐθεντικὸς τεχνίτης, στὸ δημιούργημά του. Καὶ τὸ δημιούργημά του εἶναι ἕνα ζωγραφικὸ γεγονὸς γιὰ τὴν Ἑλλάδα. Θέλω νὰ πῶ ἕνα γεγονὸς ποὺ δὲ διδάσκει λαογραφικά. ὅπως θὰ εἴχαμε τὴν τάση νὰ φανταστοῦμε, κοιτάζοντας τὶς φουστανέλες, τὶς βλάχες ἢ τὶς μορφὲς τοῦ λαϊκοῦ εἰκονοστασίου ποὺ ἀναπαρασταίνει, ἢ ἀκόμη παρατηρώντας τὶς ἐπιφανειακὲς τεχνικὲς ἀδυναμίες του, τὴν ἔλλειψη «σχολῆς» ἢ τὸν «πριμιτιβισμό» του, ὅπως θὰ ἔλεγαν. Ἀλλὰ εἶναι ἕνα γεγονὸς ποὺ διδάσκει ζωγραφικά, ποὺ βοηθεῖ καὶ φωτίζει ὅποιον ἔχει μίαν ἐπαρκῆ ὀπτικὴ συνείδηση, ἔστω κι ἂν βγαίνει ἀπὸ τὰ πιὸ φημισμένα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης. Ὕστερα ἀπὸ τὸν Θεόφιλο δὲ βλέπουμε πιὰ μὲ τὸν ἴδιο τρόπο· αὐτὸ εἶναι τὸ σπουδαῖο καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ πράγμα ποὺ δὲ μᾶς ἔφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ἀκαδημιῶν.
Ὁ Θεόφιλος μᾶς ἔδωσε ἕνα καινούριο μάτι· ἔπλυνε τὴν ὅρασή μας ὅπως αὐγάζει ὁ οὐρανός, καὶ τὰ σπίτια, καὶ τὸ κόκκινο χῶμα, καὶ τὸ παραμικρὸ φυλλαράκι τῶν θάμνων, ὕστερα ἀπὸ τὴν κάθαρση ἑνὸς ἀπόβροχου· κάτι ἀπὸ αὐτὸν τὸν παλμὸ τῆς δροσιᾶς. Μπορεῖ νὰ μὴν εἶναι δεξιοτέχνης, μπορεῖ ἡ ἀμάθειά του σὲ τέτοια πράγματα νὰ εἶναι μεγάλη. Ὅμως αὐτὸ τὸ τόσο σπάνιο, τὸ ἀκατόρθωτο πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν γιὰ τὸ ἑλληνικὸ τοπίο: μιὰ στιγμὴ χρώματος καὶ ἀέρα, σταματημένη ἐκεῖ μ᾿ ὅλη τὴν ἐσωτερικὴ ζωντάνια της καὶ τὴν ἀκτινοβολία τῆς κίνησής της· αὐτὸ τὸν ποιητικὸ ρυθμὸ πῶς νὰ τὸν πῶ ἀλλιῶς ποὺ συνδέει, τὰ ἀσύνδετα, συγκρατεῖ τὰ σκορπισμένα καὶ ἀνασταίνει τὰ φθαρτά· αὐτὴ τὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα ποὺ ἔμεινε σ᾿ ἕνα ρωμαλέο δέντρο, σ᾿ ἕνα κρυμμένο ἄνθος ἢ στὸ χορὸ μιᾶς φορεσιᾶς· αὐτὰ τὰ πράγματα ποὺ τ᾿ ἀποζητούσαμε τόσο πολύ, γιατί μας ἔλειψαν τόσο πολύ· αὐτὴ τὴ χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Θεόφιλος· κι αὐτὸ δὲν εἶναι λαογραφία.

Γιῶργος Σεφέρης

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2017

Ὄρνις χρυσοτόκος
Ἀνήρ τις ὄρνιν ἐκέκτητο χρυσοῦν ᾠόν καθ᾿ ἑκάστην αὐτῷ τίκτουσαν. Ὁ δὲ μὴ τῷ καθημερινῷ ἐκείνῳ ἐπαρκούμενος κέρδει, ἀλλ᾿ ἀφρόνως τοῦ πλείονος ὀρεγόμενος, τὴν ὄρνιν κατέθυσεν. Ἐδόκει γὰρ ἐν τοῖς ἐγκάτοις αὐτῆς θησαυρῷ τινι ἐντυχεῖν. Καὶ μηδὲν ὅλως ἐφευρὼν καθ᾿ ἑαυτὸν ἔλεξεν ὡς:
«Ἐλπίδι θησαυροῦ ἐπερειδόμενος, καὶ τοῦ ἐν χερσὶ κέρδους ἐξέπεσον».
Οὗτος δηλοῖ ὡς οἱ πολλοί, τῶν πλειόνων ὀρεγόμενοι, καὶ τῶν ὀλίγων ἐκπίπτουσι.
***
Εἶχε κάποιος μιὰ κότα ποὺ τοῦ ἔκανε ἕνα χρυσὸ αὐγό τὴ μέρα. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔφτανε τοῦ πλεονέκτη. Τὴν ἅρπαξε λοιπόν, τὴν ἔσφαξε, τὴν ξεκοίλιασε κι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὰ ἐντόσθιά της, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ μεγάλο θησαυρὸ!
Φυσικά, δὲ βρῆκε τίποτε καὶ εἶπε στὸν ἑαυτό του:
«Στηρίχτηκες στὴν ἐλπίδα πὼς θὰ βρεῖς μεγάλο θησαυρό, κι ἔχασες ἀκόμη καὶ τὸ λίγο ποὺ εἶχες!»
Ὁ μύθος λέει πὼς ὅποιος πάει γιὰ τὰ πολλά, χάνει καὶ τὰ λίγα.

Αἰσώπου Μῦθοι

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2017


Χειμωνιά
Στὸ χωριὸ μὲ τ᾿ ἄσπρα σπίτια
ἦρθε ἡ χειμωνιά,
μαζευτῆκαν τὰ σπουργίτια
καὶ ζητᾶν ζεστὴ γωνιά,
ἔξω ἀπ᾿ τοῦ χωριοῦ τὰ σπίτια
ἦρθε ἡ παγωνιά.
Τὰ κλαριὰ δὲν ἔχουν φύλλα,
σπόρος πουθενά,
μὲς τὸ τζάκι ἀνάψαν ξύλα
κι ἔξω τὸ πουλὶ πεινᾶ.
Τὰ κλαριὰ γυμνὰ ἀπὸ φύλλα,
σπόρος πουθενά.
Τὸ καλὸ παιδὶ θ᾿ ἀνοίξει,
τότε τί χαρά!
Καὶ τὰ ψίχουλα θὰ ρίξει
στὰ πουλάκια τὰ μικρά.
Τὸ θολὸ τζάμι θ᾿ ἀνοίξει,
τότε τί χαρά!
Μιὰ καὶ δυὸ θὰ φτερουγίσουν
μέσα στὴν αὐλή,
τὴν κοιλιά τους νὰ γεμίσουν
ποὖταν ἄδεια ὥρα πολλὴ
καὶ γι᾿ ἀλλοῦ θὰ ξεκινήσουν,
ὥρα τους καλή.

Μιχάλης Στασινόπουλος

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Πνευματικὸς Ἀγώνας
Σκοπὸς τῆς ζωῆς μας εἶναι νὰ γίνουμε τέλειοι καὶ ἅγιοι. Νὰ ἀναδειχθοῦμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἂς προσέξουμε μήπως, γιὰ χάρη τῆς παρούσας ζωῆς, στερηθοῦμε τὴ μέλλουσα, μήπως, ἀπὸ τὶς βιοτικὲς φροντίδες καὶ μέριμνες, ἀμελήσουμε τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς μας.
Ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καὶ ἡ προσευχὴ ἀπὸ μόνες τους δὲν φέρνουν τοὺς ἐπιθυμητοὺς καρπούς, γιατὶ αὐτὲς δὲν εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς μας, ἀποτελοῦν τὰ μέσα γιὰ νὰ πετύχουμε τὸ σκοπό.
Στολίστε τὶς λαμπάδες σας μὲ ἀρετές. Ἀγωνιστεῖτε ν᾿ ἀποβάλετε τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. Καθαρίστε τὴν καρδιά σας ἀπὸ κάθε ρύπο καὶ διατηρῆστε την ἁγνή, γιὰ νὰ ἔρθει καὶ νὰ κατοικήσει μέσα σας ὁ Κύριος, γιὰ νὰ σᾶς πλημμυρίσει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μὲ τὶς θεῖες δωρεές.
Παιδιά μου ἀγαπητά, ὅλη σας ἡ ἀσχολία καὶ ἡ φροντίδα σ᾿ αὐτὰ νὰ εἶναι. Αὐτὰ ν᾿ ἀποτελοῦν σκοπὸ καὶ πόθο σας ἀσταμάτητο. Γι᾿ αὐτὰ νὰ προσεύχεστε στὸ Θεό.
Νὰ ζητᾶτε καθημερινὰ τὸν Κύριο, ἀλλὰ μέσα στὴν καρδιά σας καὶ ὄχι ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Καὶ ὅταν Τὸν βρεῖτε, σταθεῖτε μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὅπως τὰ Χερουβεὶμ καὶ τὰ Σεραφείμ, γιατὶ ἡ καρδιά σας ἔγινε θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ γιὰ νὰ βρεῖτε τὸν Κύριο, ταπεινωθεῖτε μέχρι τὸ χῶμα, γιατὶ ὁ Κύριος βδελύσσεται τοὺς ὑπερήφανους, ἐνῶ ἀγαπάει καὶ ἐπισκέπτεται τοὺς ταπεινοὺς στὴν καρδιά.
Ἂν ἀγωνίζεσαι τὸν ἀγώνα τὸν καλό, ὁ Θεὸς θὰ σὲ ἐνισχύσει. Στὸν ἀγώνα ἐντοπίζουμε τὶς ἀδυναμίες, τὶς ἐλλείψεις καὶ τὰ ἐλαττώματά μας. Εἶναι ὁ καθρέφτης τῆς πνευματικῆς μας καταστάσεως. Ὅποιος δὲν ἀγωνίστηκε, δὲν γνώρισε τὸν ἑαυτό του.
Προσέχετε καὶ τὰ μικρὰ ἀκόμα παραπτώματα. Ἂν σᾶς συμβεῖ ἀπὸ ἀπροσεξία κάποια ἁμαρτία, μὴν ἀπελπιστεῖτε, ἀλλὰ σηκωθεῖτε γρήγορα καὶ προσπέστε στὸ Θεό, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σᾶς ἀνορθώσει.
Μέσα μας ἔχουμε ἀδυναμίες καὶ πάθη καὶ ἐλαττώματα βαθιὰ ριζωμένα, πολλὰ εἶναι καὶ κληρονομικά. Ὅλα αὐτὰ δὲν κόβονται μὲ μία σπασμωδικὴ κίνηση οὔτε μὲ τὴν ἀδημονία καὶ τὴ βαρειὰ θλίψη, ἀλλὰ μὲ ὑπομονὴ καὶ ἐπιμονή, μὲ καρτερία, μὲ φροντίδα καὶ προσοχή.
Ἡ ὑπερβολικὴ λύπη κρύβει μέσα της ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτὸ εἶναι βλαβερὴ καὶ ἐπικίνδυνη, καὶ πολλὲς φορὲς παροξύνεται ἀπὸ τὸ διάβολο, γιὰ ν᾿ ἀνακόψει τὴν πορεία τοῦ ἀγωνιστῆ.
Ὁ δρόμος ποὺ ὁδηγεῖ στὴν τελειότητα εἶναι μακρύς. Εὔχεστε στὸ Θεὸ νὰ σᾶς δυναμώνει. Νὰ ἀντιμετωπίζετε μὲ ὑπομονὴ τὶς πτώσεις σας καί, ἀφοῦ γρήγορα σηκωθεῖτε, νὰ τρέχετε καὶ νὰ μὴ στέκεστε, σὰν τὰ παιδιά, στὸν τόπο ποὺ πέσατε, κλαίγοντας καὶ θρηνώντας ἀπαρηγόρητα.
Ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεστε, γιὰ νὰ μὴν μπεῖτε σὲ πειρασμό. Μὴν ἀπελπίζεστε, ἂν πέφτετε συνέχεια σὲ παλιὲς ἁμαρτίες. Πολλὲς ἀπ᾿ αὐτὲς εἶναι καὶ ἀπὸ τὴ φύση τους ἰσχυρὲς καὶ ἀπὸ τὴ συνήθεια. Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ὅμως, καὶ μὲ τὴν ἐπιμέλεια νικιοῦνται. Τίποτα νὰ μὴ σᾶς ἀπελπίζει.

Ἅγιος Νεκτάριος

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017


Αἱ ἐξοχαὶ τῶν Ἀθηνῶν
Οἱ λεγόμενοι Ἀμπελόκηποι οὐδὲν ἄλλο εἶναι παρὰ συνέχεια τῆς πλουτοκρατικῆς ὁδοῦ Κηφισσίας, ἀποτελούμενοι ἐξ ἡμισείας δωδεκάδος νεοδμήτων οἰκιῶν μὲ ἀξιώσεις τεκτονικῆς ἰδιορρυθμίας καὶ κήπους εὐανθεῖς καὶ καλοκτενισμένους, οὐδὲν ὅμως ἔχοντας τὸ ἐξοχικόν, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὰ δένδρα δὲν δύνανται διὰ χρημάτων ν᾿ αὐτοσχεδιασθῶσιν, ὅπως τὰ ἑλβετικὰ καταλύματα καὶ οἱ μεσαιωνικοὶ πυργίσκοι, καὶ μόνοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ νεοπλούτου θὰ εὐτυχήσωσιν ἡμέραν τινα ν᾿ ἀναπαυθώσιν ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν ὑπὸ τοῦ γενάρχου τῶν φυτευθέντων.
Μεταξὺ τῶν ἐπαύλεων τούτων διακρίνεται ἡ τοῦ κ. Θῶν, τοῦ προικίσαντος ἰδίᾳ δαπάνῃ καὶ διὰ κομψοῦ ναΐσκου τὸ χωρίον. Προστάτης ὧν τῆς καλλιτεχνίας εὐηρεστήθη νὰ μεταβάλῃ τὸν κῆπον εἰς ἔκθεσιν τῶν προϊόντων τῆς συγχρόνου ἡμῶν γλυπτικῆς. Ἀπέχοντες ν᾿ ἀποφανθῶμεν περὶ τῆς ἀξίας τῶν καλλιτεχνημάτων τούτων, ἀρκούμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ πυκνότης τῶν λευκαζόντων μεταξὺ τῆς χλόης μαρμάρων καὶ ἡ γειτνίασις τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας μεταδίδουσιν εἰς τὸν εὐθαλῆ τοῦτον κῆπον ὄψιν τινὰ κοιμητηρίου.
Δὲν εἴμεθα πολὺ βέβαιοι ἂν δύναται τὸ Δαφνίον νὰ περιληφθῆ μετὰ τῶν Ἀθηναϊκῶν ἐξοχῶν, διὰ τὸν λόγον ὅτι εἶναι ἀκατοίκητον. Ἄξιον λόγου οἰκοδόμημα ὑπάρχει ἓν μόνον, τὸ Δρομοκαΐτειον Φρενοκομεῖον, ὑψούμενον ἐν μέσῳ ἐρημίας. Πρὸ εἴκοσι περίπου ἐτῶν ὑπῆρχε σχέδιόν τι συνοικισμοῦ καὶ εἶχον ἀποκτήσει ἀξίαν τινὰ αἱ παράλιοι ἐκτάσεις. Ἐκεῖ εἶχε συστηθῆ καὶ τὸ μόνον ἐν Ἑλλάδι ὀστρειδοτροφεῖον. Πάντα ὅμως τὰ σχέδια ταῦτα συνετάφησαν μετὰ τοῦ ἀποθανόντος ἐπιχειρηματίου καί, ὡς ἔχουσι σήμερον τὰ πράγματα, δὲν φαίνονται προωρισμένα νὰ ἐκταφῶσι προσεχῶς. Τὸ Δαφνίον, ἂν καὶ ἄξιον καλλιτέρας τύχης, ἀπομένει οὕτω, ἁπλοῦς τόπος ἐκδρομῆς, ἐπισκέψεως τοῦ μεσαιωνικοῦ ναΐσκου καὶ προγεύματος παρὰ τὴν ὄχθην τῆς θαλάσσης κατὰ τὰς εὐηλίους ἐκείνας χειμερινὰς ἡμέρας, αἵτινες εἶναι τὸ κάλλιστον πρὸς τοῦ Ἀθηναίους δώρημα τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Κηφισσιά, ἀφοῦ κατέστη εὐπρόσιτος διὰ τοῦ σιδηροδρόμου καὶ ἀπέκτησεν εὐρωπαϊκὸν ξενοδοχεῖον, δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς ἡ ἱκανωτέρα νὰ θεραπεύση τὰς ἐξοχικὰς ὀρέξεις τῶν κατοίκων τῆς πρωτευούσης. Οὐδ᾿ αὕτη ὅμως προώδευσε πολύ. Κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας τοῦ θέρους μεταβαίνουσιν ἀθηναϊκαί τινες οἰκογένειαι νὰ γευματίσωσιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλ᾿ αἱ διερχόμεναι ἐκεῖ τὸ θέρος εἶναι ὁλογώτεραι τῶν πρὸ εἰκοσαετίας· οὐδ᾿ ἐπικρατεῖ πλέον μεταξὺ αὐτῶν οἵα πρὶν ἐξοχικὴ οἰκειότης. Τὸ δεῖπνον εἰς τὸ table d'hôte καὶ ὁ περίπατος ἐφ᾿ ἁμάξης διεδέχθησαν τὰ γεύματα ἐπὶ τοῦ χόρτου καὶ τὰς εὐθύμους ὀνηλασίας. Καὶ αὐτὸς ὁ γέρων πλάτανος φαίνεται κύπτων ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἡλικίας. Ἡ κόμη του ἠραιώθη καὶ οἱ κλάδοι του ἔχουσιν ἀνάγκην τοῦ στηρίγματος πασσάλων. Οὗτος ἦτο τὸ μόνον ἴσως ἄξιον λόγου δένδρον τῆς Ἀττικῆς καὶ δὲν ἀφίνει δυστυχῶς ἀπόγονον κανένα.

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2017


Ὑπομονή
Ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ πολλὲς φορὲς τὴν ἐπικαλούμαστε κυρίως γιὰ τοὺς ἄλλους, εἶναι πολὺ ἀναγκαία σε μᾶς καὶ ἐξίσου δύσκολη στὸν ἀγῶνα της. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι ἡ ἐξ ἀνάγκης ἀποδοχὴ τῶν γεγονότων, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε διαφορετικά. Οὔτε πάλι ἡ ἀγχώδης, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀναμονὴ μιᾶς ἀπολύτρωσης ἀπὸ τὴ δοκιμασία ποὺ ἐνδεχομένως περνοῦμε. Ἀλλὰ ὑπομονὴ εἶναι ἡ μυστικὴ προσδοκία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τῆς φανέρωσής Του σὲ χώρους, χρόνους καὶ συνθῆκες ποὺ δὲν συνηγορεῖ ἡ λογικὴ καὶ ἡ φύση μας, ἡ ἐλπιδοφόρα ἀναμονὴ τῆς πειστικῆς μεταμόρφωσης τῆς δοκιμασίας σὲ θεϊκὴ εὐλογία.
Μᾶς συμβαίνει συχνὰ μιὰ δοκιμασία ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει. Μιὰ κατεύθυνση τῆς σκέψης μας εἶναι νὰ παραδώσουμε τὰ ὅπλα καὶ νὰ ποῦμε: «καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ;» Ἀναγκαστικὰ λοιπὸν δεχόμαστε τὸ συμβάν, μὲ μιὰ ἐλπίδα μήπως, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, κάτι συμβεῖ καὶ τελικὰ ἔλθει ἡ ἀπολύτρωση τόσο αὐτόματα, ὅσο μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ δοκιμασία. Αὐτὰ εἶναι ἡ κατώτερης ποιότητος ὑπομονή. Εἶναι μία ψυχολογικὴ ὑπομονή, ποὺ ἔχει τὴν ἀξία της, βοηθάει ἀλλὰ δὲν ἐλευθερώνει.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πνευματικὴ ὑπομονὴ καὶ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ τὸ ἀλάθητο στόμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ μᾶς βοηθᾷ νὰ διακρίνουμε πίσω ἀπὸ τὰ ἐπώδυνα περιστατικά, πίσω ἀπὸ τὶς δύσκολες συνθῆκες, πίσω ἀπὸ τὰ στραβὰ καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρα. Μᾶς κάνει νὰ προσδοκοῦμε, πίσω ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ μᾶς παρεμβάλλουν οἱ αδελφοί, κάποια πολύτιμη ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θέλει ὑπομονή. Τὸ νὰ δώσουμε λοιπὸν κάποιο χρόνο στὰ γεγονότα γιὰ νὰ δείξουν μόνα τους τὴν ταυτότητα καὶ τὸ λόγο τους, τὸ μυστικό τους, αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπομονή. Τὸ νὰ περιμένει κανεὶς τὸ Θεό.
Ἡ νοοτροπία τοῦ «ἐδῶ καὶ τώρα» ποὺ τόσο πολὺ καλλιεργεῖται στὶς μέρες μας, δὲν εἶναι χριστιανικὴ νοοτροπία, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπεργάζεται εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ ἄγχους στὴν ψυχή μας. Ἀπεναντίας στὴ θέση τοῦ «ἐδῶ», ἐμεῖς βάζουμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ θέση τοῦ «τώρα» τὸ «ὅποτε θέλει ὁ Θεός» καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει καθοριστικὰ τὰ γεγονότα μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀπαιτητικὰ «γιατί;» πρὸς τὸ Θεό, τὰ ἀποδέχεται καὶ μάλιστα ὄχι παθητικά, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν τρόπο πραγματικὰ παρηγορητικό, ὡς δῶρα καὶ εὐλογίες ἀπὸ τὸν Θεό.

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017


Ἡ βρύση τοῦ πουλιοῦ
Κάνε με ἀηδόνι Θεέ μου, πάρε μου ὅλες
τὶς λέξεις κι ἄφησέ μου τὴ φωτιά,
τὴ λαχτάρα, τὸ πάθος, τὴν ἀγάπη,
νὰ τραγουδῶ ἔτσι ἁπλά, ὅπως τραγουδοῦσαν
οἱ γρῦλοι μιιὰ φορὰ κι ἀντιλαλοῦσε
ἡ Πλούμιτσα τὴ νύχτα. Ὅπως ἡ βρύση
τοῦ Πουλιοῦ μὲς στὴ φτέρη. Νὰ γιομίζω
μὲ τὸ μουμούρισμά μου τὴ μεγάλη
κυψέλη τ᾿ οὐρανοῦ. Νὰ θησαυρίζω
τὰ νερὰ τῶν βροχῶν καὶ τὶς ἀνταύγειες
ἀπ᾿ τὸ θαῦμα τοῦ κόσμου. Νὰ μ᾿ ἁπλώνουν
τὶς φοῦχτες τους οἱ ἄνθρωποι κι ἕνας ἕνας
νὰ προσπερνοῦν. Κι ἀδιάκοπα νὰ ρέω
τὴ ζωή, τὴν ἐλπίδα, τὴ λάμψη τοῦ ἥλιου,
τοῦ ἡλιογέρματος τὸ γαρουφαλένιο
ψιχάλισμα στὰ ὄρη, τὴ χαρά,
τὰ χρώματα νὰ ρέω τοῦ οὐράνιου τόξου
καὶ τὴ βροχούλα τῆς ἀστροφεγγιᾶς.
Ὢ τί καλὰ πού ῾ναι σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!

Νικηφόρος Βρεττάκος

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

Ὁ πιὸ στενός μου φίλος
Στὸ τελευταῖο σας γράμμα μοῦ εἴχατε στείλει μιὰ εἰκόνα μὲ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὰ ζῶα στὸν Παράδεισο. Σκέφθηκα λοιπὸν νὰ σᾶς στείλω κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου ζωγραφισμένο ἕνα πουλί, τὸν πιὸ στενό μου φίλο, γιατί, ἂν σᾶς ἔστελνα ζωγραφισμένο ἕνα φίδι, νομίζω, θὰ σᾶς ἔπιανε φόβος. Τὸν ἔχω ὀνομάσει Ὄλετ, ποὺ σημαίνει στὰ ἀραβικὰ «παιδί». Μένει στὸ ραχώνι, πεντακόσια μέτρα μακριὰ ἀπὸ τὸ Καλύβι μου.
Κάθε μεσημέρι τοῦ πηγαίνω καλούδια καὶ φιλεύματα. Μόλις τοῦ δίνω κάτι νὰ φάη, παίρνει λίγο καὶ φεύγει. Ἐγὼ τὸ φωνάζω νὰ ἔρθη, ἀλλὰ αὐτὸ φεύγει καὶ σὲ λίγο ἔρχεται κρυφὰ ἀπὸ πίσω καὶ κρύβεται κάτω ἀπὸ τὴν ζακέτα μου. Ὅταν πάω νὰ φύγω, μὲ ξεπροβοδίζει σὲ ἀπόσταση ἑκατὸ μέτρων περίπου, κι ἐγώ, γιὰ νὰ μὴ συνεχίση νὰ ἔρχεται ἀπὸ πίσω μου καὶ κουρασθῆ, τοῦ ἀφήνω κανένα ψίχουλο, γιὰ νὰ ἀπασχοληθῆ, καὶ φεύγω γρήγορα, γιὰ νὰ μὲ χάση. Τώρα τελευταῖα ἄφησε τὴν ἄσκηση καὶ ζητάει καλοπέραση!... Οὔτε σπασμένο ρύζι τρώει οὔτε βρεγμένο παξιμάδι, ἀλλὰ μόνο σκουληκάκια, ποὺ θέλει νὰ τὰ βάζω στό... πιάτο –στὴν χούφτα μου –καὶ νὰ ἀνεβαίνη ἐκεῖ νὰ τρώη. Πρόοδος! Εἶναι μέρες ποὺ πανηγυρίζω μὲ τὸν Ὄλετ καὶ τὴν συντροφιά του.
Μπορεῖ νὰ πῆ κανείς: «Γιατί κάνεις ἐξαιρέσεις στὸν Ὄλετ; Γιατί δὲν κάνεις τὸ ἴδιο καὶ μὲ τὰ ἄλλα πουλιά;». Ἀπαντῶ: «Ὅταν φωνάζω τὸν Ὄλετ νὰ ἔρθη, φέρνει μαζί του καὶ ἄλλα πουλιά, φίλους του, τὰ ὁποῖα τρέχουν ἀμέσως στὸ φαΐ, ἐνῶ ὁ Ὄλετ ἔρχεται ἀπὸ ὑπακοὴ καὶ ἀπὸ ἀγάπη. Ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι νηστικός, κάθεται ἀρκετὴ ὥρα μαζί μου καὶ ξεχνάει τὸ φαγητό· ἐγὼ τοῦ τὸ θυμίζω. Καὶ τώρα ποὺ καλωσύνεψε ὁ καιρὸς καὶ βρίσκει ζουζούνια νὰ φάη, ὅταν τὸ φωνάζω, πάλι ἔρχεται, γιὰ τὴν ὑπακοή, ἐνῶ εἶναι χορτάτο καὶ δὲν τὸ ἀναγκάζει ἡ πεῖνα. Ἔ, πῶς νὰ μὴν τὸ χαίρεσαι περισσότερο ἀπὸ τὰ ἄλλα πουλιὰ αὐτὸ τὸ φιλότιμο πουλάκι;».
Πολλὲς φορὲς μοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὴν πολλή μου ἀγάπη νὰ τὸ σφίξω μέσα στὴν χούφτα μου, ἀλλὰ φοβᾶμαι μήπως κάνω σὰν τὴν μαϊμοῦ ποὺ ἀπὸ ἀγάπη σφίγγει τὰ παιδιά της καὶ τελικὰ τὰ πνίγει. Γι ̓ αὐτὸ σφίγγω τὴν καρδιά μου καὶ τὸ χαίρομαι ἀπὸ μακριά, γιὰ νὰ μὴν τὸ βλάψω. Μιὰ μέρα ἄργησα νὰ πάω στὸ ραχώνι καὶ ὁ Ὄλετ, ἐπειδὴ φυσοῦσε πολύ, εἶχε λουφάξει ἀπὸ νωρίς. Ἄφησα τὸ φαγητό του καὶ ἔφυγα, χωρὶς νὰ τὸν δῶ. Τὴν ἄλλη μέρα ξεκίνησα νὰ πάω πολὺ νωρίς, γιατὶ ἀνησύχησα μήπως τὸ ἔφαγε κανένα γεράκι. Αὐτό, ὅταν εἶδε τὸ πρωὶ τὸ φαγητὸ ποὺ τοῦ εἶχα ἀφήσει ἀποβραδίς, «τὸ πείραξε ὁ λογισμὸς» καὶ κατέβηκε στὰ μισὰ τοῦ δρόμου καὶ μὲ περίμενε. Ὅταν μὲ εἶδε, ἔκανε σὰν τρελλὸ ἀπὸ τὴν χαρά του. Τοῦ ἔδινα νὰ φάη, ἀλλὰ αὐτὸ περισσότερο ἤθελε συντροφιὰ παρὰ φαγητό. Τὸ θαυμάζω γιὰ τὴν ἄσκησή του καὶ γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ ἔχει, καθὼς καὶ γιὰ τὴν εὐγνωμοσύνη του.
Εὔχεσθε νὰ μιμηθῶ τὶς ἀρετές του. Πιστεύω νὰ μὴν ἔχετε παράπονο· σᾶς τὰ εἶπα ὅλα, χωρὶς νὰ πάρω τὴν συγκατάθεση τοῦ Ὄλετ. Ἐλπίζω νὰ μὴν τὸν στενοχωρήσω, μιὰ ποὺ δὲν θὰ γίνουν γνωστὰ ἔξω... Ἔχετε τοὺς χαιρετισμοὺς τοὺς δικούς του καὶ τοὺς δικούς μου τοὺς πολλούς. Στὸ Καλύβι μου ὄχι μόνον τὰ πετούμενα πουλάκια ἀλλὰ ὅλα τὰ ζῶα ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ –τσακάλια, λαγοί, νυφίτσες, χελῶνες, σαῦρες, φίδια –χορταίνουν ἀπὸ τὴν ὑπερχείλιση τῆς ἀγάπης μου καὶ χορταίνω κι ἐγώ, ὅταν χορταίνουν αὐτά, καὶ ὅλοι μαζί, «τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά», «αἰνοῦμεν, εὐλογοῦμεν καὶ προσκυνοῦμεν τὸν Κύριον».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017


Σὲ ποιὰ θέση φέρνουμε τὸν Θεὸ
Πολλοὶ ἐκλαμβάνουν τὴ σιωπή Του ὡς ἔνδειξη τοῦ ὅτι ὁ Θεὸς «δὲν ὑπάρχει», «πέθανε»...
Ἄν ὅμως σκεφτόμαστε σὲ ποιὰ θέση φέρνουμε τὸν Θεὸ μὲ τὰ πάθη μας, τότε θὰ βλέπαμε ὅτι Αὐτὸς δὲν ἔχει ἄλλη ἐπιλογή, παρὰ μόνο νὰ σιωπήσει...

Γέροντας Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017


Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία μας
Ὅλοι θέλουμε νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἑνότητα πίστεως στὸν κόσμο. Μὰ ἐσεῖς τὰ μπερδεύετε τὰ πράγματα. Ἄλλο ἡ συμφιλίωση τῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλο ἡ συμφιλίωση τῶν θρησκειῶν. 
Χριστιανισμὸς ἐπιβάλλει ν᾽ ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τοὺς πάντες, ὅποια πίστη καὶ ἂν ἔχουν! Συγχρόνως ὅμως μᾶς διατάζει νὰ κρατᾶμε ἀλώβητη τὴν πίστη μας καὶ τὰ δόγματά της. Σὰν χριστιανοὶ πρέπει νὰ ἐλεεῖτε ὅλο τὸν κόσμο, ὅλους τοὺς ἀνθρώπους! Ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σας νὰ δώσετε γι᾽ αὐτούς.
Ἀλλὰ τὶς ἀλήθειες τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ τὶς θίξετε. Γιατὶ δὲν εἶναι δικές σας. Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι ἰδιοκτησία μας νὰ τὴν κάνουμε ὅ,τι θέλουμε.

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς, Ἐπίσκοπος Αχρίδος