Τετάρτη 30 Μαΐου 2018


Διδαχὲς
Πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα ἔρχεται ὁ Χριστὸς καὶ σοῦ χτυπάει, ἀλλὰ ἐσὺ ἔχεις δουλειές...
Ἐκεῖνος ποὺ ταράζεται δὲν σκέφτεται λογικά, ὀρθά. Κάνε ὑπομονὴ καὶ θὰ βραβευτεῖς μὲ στέφανο.
Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ μὴ φεύγει ἀπὸ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά σας.
Ὁ Χριστιανὸς εἶναι πραγματικὰ ἄνθρωπος. Ξέρει ὅλους τοὺς τρόπους τῆς εὐγένειας.
Ὅταν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ Χριστὸ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε τίποτα. Εἴμαστε σὰν πλοῖα ποὺ δὲν ἔχουν φωτιά, βενζίνη στὴ μηχανή τους.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἁπλοποιεῖται, θεοποιεῖται. Γίνεται ἄκακος, ταπεινός, πράος, ἐλεύθερος, γίνεται... γίνεται...
Νὰ γίνετε ἄνθρωποι ἄξιοι τῆς ἄνω Ἱερουσαλήμ.
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἐκπέμπει ἀκτίνες. Πρέπει ὅμως ὁ ἄλλος νὰ ἔχει καλὸ δέκτη γιὰ νὰ τὸ καταλάβει.
Πρέπει νὰ ἔχουμε στὸν οὐρανὸ τὰ βλέμματά μας. Τότε δὲ θὰ μᾶς κλονίζει τίποτε.
Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ σᾶς ἁγιάσει, νὰ σᾶς ὁδηγήσει στὸν Παράδεισο. Αὐτὴν τὴν προίκα παρακαλῶ νὰ σᾶς δώσει ὁ Κύριος.
Οἱ καρδιές σας εἶναι νέες καὶ θέλουν ν᾿ ἀγαποῦν. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας μόνο ὁ Χριστός μας, ὁ Νυμφίος σας. Θέλει μόνο Αὐτὸν ν᾿ ἀγαπᾶτε.
Στὴν Θεία Λειτουργία γιὰ νὰ ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ ἔχεις συγκέντρωση, εἰρήνη καὶ νὰ μὴ σκέφτεσαι τίποτα.
Εἶμαι φτωχὸς πατέρας, ἀλλὰ πατρικὴ ἀγάπη ἔχω πολλὴ γιὰ σᾶς.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος ἀγαπάει τὸ Θεό, τόσο ἔχει ἀγάπη καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Τοὺς ἀγαπάει σὰν εἰκόνες Θεοῦ, μὲ σεβασμό, λεπτότητα καὶ ἁγιασμό.
Γέρων Ἀμφιλόχιος Μακρῆς

Τρίτη 29 Μαΐου 2018



Εἰρήνη
Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴν κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη». Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κόβει τὸ θέλημά του μπροστὰ στὸν Θεό καὶ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει εἰρήνη.
Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπομένει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται· «Κύριε, Ἐσὺ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησέ με νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο, καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἐν τῷ Θεῷ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἂν ἀποτύχεις σὲ κάτι, σκέψου· «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλὰ ἐὰν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται· «Αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει», τότε ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχή του, ἔστω καὶ ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018


Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής
«Ἀποφάσισε λοιπὸν ἀπὸ μόνος σου, ποιὸς εἶχε δίκιο: ἐσύ, ἢ ἐκεῖνος ποὺ σὲ ρώτησε; Θυμήσου τὸ πρῶτο ἐρώτημα, τὴν ἔννοια ἔστω κι ὄχι τὴν ἐπιφάνεια: Θὲς νὰ πᾶς στὸν κόσμο μ᾿ ἄδεια χέρια καὶ νὰ κηρύξεις μίαν ἐλευθερία ποὺ τοὺς κάνει ἀνόητους καὶ ποὺ ἡ φυσική τους ἀχαριστία τοὺς ἐμποδίζει νὰ καταλάβουν, μιὰ ἐλευθερία ποὺ τὴν φοβοῦνται, γιατὶ δὲν ὑπάρχει καὶ δὲ θὰ ὑπάρξει ποτὲ τίποτα πιὸ ἀνυπόφορο γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ γιὰ τὴν κοινωνία, ἀπὸ τούτη τὴν ἐλευθερία! Βλέπεις αὐτὲς τὶς πέτρες στὴν ἄνυδρη ἔρημο; Μετάλλαξέ τις σὲ ψωμιὰ κι ὁ κόσμος θὰ τρέξει νὰ πέσει στὰ πόδια σου, ὅμοια σὰν ἕνα κοπάδι πειθαρχημένο κι ὅλο εὐγνωμοσύνη, τρέμοντας ὡστόσο μὴ τυχὸν χάσουν τὴν προστασία σου καὶ πάψουν νἄχουν ψωμί.
«Μὰ δὲ θέλησες νὰ στερήσεις τὸν ἄνθρωπο ἀπ᾿ τὴν ἐλευθερία του, κι ἀρνήθηκες, κρίνοντας πὼς ἡ ἐλευθερία ἦταν κάτι ἀσυμβίβαστο μὲ τὴν ὑποταγὴ ποὺ ἀγοράζεται μὲ ψωμιά. Ἀποφάνθηκες πὼς ὁ ἄνθρωπος δὲν ζεῖ «μόνο μὲ ἄρτον», μὰ ξέρεις ὅτι στ᾿ ὄνομα τοῦ γήινου αὐτοῦ ἄρτου, τὸ πνεῦμα τῆς Γῆς θὰ ἐξεγερθεῖ ἐναντίον σου, θ᾿ ἀγωνιστεῖ καὶ θὰ σὲ νικήσει, ὅτι ὅλοι τὸ ἀκολουθοῦν φωνάζοντας: «Ποιὸς μοιάζει μ᾿ αὐτὸ τὸ ζῷο ποὺ μᾶς ἔδωσε τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ;»
Αἰῶνες θὰ περάσουν κι ἡ ἀνθρωπότητα θὰ διακηρύσσει μὲ τὸ στόμα τῶν σοφῶν καὶ τῶν συνετῶν της ὅτι δὲν ὑπάρχουν ἐγκλήματα καὶ κατὰ συνέπεια, δὲν ὑπάρχουν κι ἁμαρτήματα· ὅτι δὲν ὑπάρχουν παρὰ μόνο πεινασμένοι. «Θρέψε τους πρῶτα κι ὕστερα ν᾿ ἀπαιτεῖς ἀπ᾿ αὐτοὺς νἆναι «ἐνάρετοι». Νὰ τὶ θὰ γράψουν στὸ λάβαρο τῆς ἐπανάστασής τους, ποὺ θὰ ἐπιτεθεῖ στὸ ναό σου.
Στὴ θέση του ἕνα καινούργιο οἰκοδόμημα θὰ ὑψωθεῖ, ἕνας νέος πύργος τῆς Βαβέλ, ποὺ θὰ παραμείνει δίχως ἀμφιβολία ἀτέλειωτος, ὅπως κι ὁ πρῶτος ἐκεῖνος· ἀλλὰ θὰ μποροῦσες νὰ γλυτώσεις τοὺς ἀνθρώπους ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν δοκιμασία, κι ἀπὸ χιλιόχρονα βάσανα. Γιατί θὰ ξανάρθουν νὰ μᾶς βροῦν ἀφοῦ θἄχουν κοπιάσει χίλια χρόνια νὰ χτίσουν τὸν πύργο τους! Θὰ μᾶς ἀναζητήσουν κάτω ἀπ᾿ τὴ γῆ, ὅπως ἄλλοτε, μέσα στὶς κατακόμβες ὅπου θἄμαστε κρυμένοι (θὰ μᾶς βασανίσουν πάλι) καὶ θὰ κραυγάσουν: «Δῶστε μας νὰ φᾶμε γιατί αὐτοὶ ποὺ μᾶς ὑποσχέθηκαν τὴ φωτιὰ τ᾿ οὐρανοῦ δὲ μᾶς τὴν ἔδωσαν». Τότε θ᾿ ἀποτελειώσουμε ἐμεῖς τὸν πύργο τους, γιατί δὲ χρειάζεται γιὰ κάτι τέτοιο παρὰ μόνο ἡ τροφή, καὶ θὰ τοὺς θρέψουμε, ὑποτίθεται στ᾿ ὄνομά σου, θὰ τοὺς κάνουμε νὰ τὸ πιστέψουν τουλάχιστο.
Χωρὶς ἐμᾶς θἆναι γιὰ πάντα τοὺς πεινασμένοι. Καμιὰ γνώση δὲ θὰ τοὺς δώσει ψωμί, ὅσο θὰ μένουν ἐλεύθεροι ἀλλὰ θὰ καταλήξουν νὰ τὴν καταθέσουν στὰ πόδια μας τούτη τὴν ἐλευθερία τους, λέγοντας: «Ὑποτάξετέ μας, κάνετέ μας δούλους, μὰ δῶστε μας νὰ φᾶμε». Θὰ καταλάβουν ἐπιτέλους πὼς ἡ ἐλευθερία δὲ μπορεῖ νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὸ ψωμὶ τῆς γῆς ποὺ εἶναι στὴ διάθεσή τους, γιατὶ ποτὲ δὲ θὰ μπορέσουν νὰ τὸ μοιράσουν μεταξύ τους! Θὰ πεισθοῦν ἀκόμη γιὰ τὴν ἀνικανότητά τους νἆναι ἐλεύθεροι, ὄντας ἀδύναμοι, ξεστρατισμένοι, μηδαμινοὶ κι ἐπαναστατημένοι.
Τοὺς ὑποσχέθηκες τὸν οὐράνιον ἄρτον· ἀλλὰ μπορεῖ κάτι τέτοιο, ὅσο δυνατὸ κ ἂν εἶναι σὰν χτύπημα, νὰ συγκριθεῖ μ᾿ αὐτὸ τῆς γῆς, στὰ μάτια τῆς ἀδύναμης καὶ ξεστρατισμένης τῆς αἰώνια ἀχάριστης ἀνθρώπινης ράτσας; Χιλιάδες καὶ δεκάδες χιλιάδων ψυχὲς θὰ σὲ ἀκολουθήσουν ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ ψωμιοῦ, μὰ τί θὰ γίνουν τὰ ἑκατομμύρια κι οἱ χιλιάδες ποὺ δὲν ἔχουνε τὸ θάρρος νὰ προτιμήσουν τὸν ἄρτο τ᾿ οὐρανοῦ ἀπ᾿ τὸν ἄρτον τῆς γῆς; Δὲν θἄφτανες στὸ σημεῖο νὰ διαλέξεις τοὺς μεγάλους καὶ τοὺς δυνατούς, ποὺ σ᾿ αὐτοὺς οἱ ἄλλοι, τὸ ἀναρίθμητο πλῆθος, ποὺ εἶναι ἀδύναμο μὰ ποὺ σ᾿ ἀγαπᾷ, θὰ χρησίμευε σὰν ἐκμεταλλεύσιμο ὑλικό;
Μᾶς εἶναι τὸ ἴδιο ἀγαπητὰ καὶ τ᾿ ἀδύναμα πλάσματα. Παρόλο ποὺ εἶναι ξεστρατισμένοι κι ἐπαναστατημένοι θὰ γίνουν πειθαρχικοὶ τελικά. Θὰ ξαφνιαστοῦν καὶ θὰ μᾶς πιστέψουν γιὰ θεοὺς μιὰ ποὺ καταδεχτήκαμε νὰ μποῦμε ἐπικεφαλῆς τους, γιὰ νὰ τὰ καταφέρουμε ἔτσι ποὺ ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς τρόμαζε νὰ ξαναγυρίσει ἀπ᾿ ἄλλο δρόμο, κι ἀκόμη γιατί καταδεχτήκαμε νὰ βασιλέψουμε πάνω τους, τόσο ποὺ στὸ τέλος θ᾿ ἀρχίσουν πραγματικὰ νὰ φοβοῦνται νἆναι ἐλεύθεροι. Ἀλλὰ ἐμεῖς θὰ τοὺς λέμε πὼς εἴμαστε ὑποτακτικοί σου, ὅτι βασιλεύουμε μόνο στ᾿ ὄνομά σου. Θὰ τοὺς ξεγελάσουμε πάλι, μιὰ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σ᾿ ἀφήσουμε νὰ τοὺς ξαναπλησιάσεις. Κι εἶναι τούτη ἡ ἀγυρτεία ποὺ θὰ γίνει τὸ βασανιστήριό μας, γιατί θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ψέματα.
Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο νόημα τοῦ ἐρωτήματος ποὺ σοὔκαναν στὴν ἔρημο, καὶ νά, ποὺ ἀποδιώχτηκες στ᾿ ὄνομα αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ποὺ τὴν τοποθετοῦσες πάνω ἀπ᾿ ὅλα. Ὡστόσο αὐτὴ εἶναι ποὺ κρύβει ὅλο τὸ μυστικό του κόσμου. Γιατί ἂν δεχόσουν νὰ κάνεις αὐτὸ τὸ θαῦμα τῶν ψωμιῶν θἆχες κατασιγάσει τὴν πανανθρώπινη ἀγωνία -ἀτόμων καὶ ὁμάδων- δηλαδὴ θἄδινες ἀπάντηση στὸ ἀγωνιακὸ ἐρώτημα: «μπροστὰ σὲ ποιὸν πρέπει νὰ ὑποκλιθοῦμε;»
Φιοντὸρ Ντοστογιέφσκυ

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

Ἰθάκη
Σὰ βγεῖς στὸν πηγαιμὸ γιὰ τὴν Ἰθάκη,
νὰ εὔχεσαι νἆναι μακρὺς ὁ δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν θυμωμένο Ποσειδῶνα μὴ φοβᾶσαι,
τέτοια στὸν δρόμο σου ποτέ σου δὲν θὰ βρεῖς,
ἂν μέν᾿ ἡ σκέψις σου ὑψηλή, ἂν ἐκλεκτὴ
συγκίνησις τὸ πνεῦμα καὶ τὸ σῶμα σου ἀγγίζει.
Τοὺς Λαιστρυγόνας καὶ τοὺς Κύκλωπας,
τὸν ἄγριο Ποσειδώνα δὲν θὰ συναντήσεις,
ἂν δὲν τοὺς κουβανεῖς μὲς στὴν ψυχή σου,
ἂν ἡ ψυχή σου δὲν τοὺς στήνει ἐμπρός σου.
Νὰ εὔχεσαι νά ῾ναι μακρὺς ὁ δρόμος.
Πολλὰ τὰ καλοκαιρινὰ πρωϊὰ νὰ εἶναι
ποὺ μὲ τί εὐχαρίστηση, μὲ τί χαρὰ
θὰ μπαίνεις σὲ λιμένας πρωτοειδωμένους·
νὰ σταματήσεις σ᾿ ἐμπορεῖα Φοινικικά,
καὶ τὲς καλὲς πραγμάτειες ν᾿ ἀποκτήσεις,
σεντέφια καὶ κοράλλια, κεχριμπάρια κ᾿ ἔβενους,
καὶ ἡδονικὰ μυρωδικὰ κάθε λογῆς,
ὅσο μπορεῖς πιὸ ἄφθονα ἡδονικὰ μυρωδικά.
Σὲ πόλεις Αἰγυπτιακὲς πολλὲς νὰ πᾷς,
νὰ μάθεις καὶ νὰ μάθεις ἀπ᾿ τοὺς σπουδασμένους.
Πάντα στὸ νοῦ σου νἄχῃς τὴν Ἰθάκη.
Τὸ φθάσιμον ἐκεῖ εἶν᾿ ὁ προορισμός σου.
Ἀλλὰ μὴ βιάζῃς τὸ ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλὰ νὰ διαρκέσει.
Καὶ γέρος πιὰ ν᾿ ἀράξῃς στὸ νησί,
πλούσιος μὲ ὅσα κέρδισες στὸν δρόμο,
μὴ προσδοκώντας πλούτη νὰ σὲ δώσῃ ἡ Ἰθάκη.
Ἡ Ἰθάκη σ᾿ ἔδωσε τ᾿ ὡραῖο ταξίδι.
Χωρὶς αὐτὴν δὲν θἄβγαινες στὸν δρόμο.
Ἄλλα δὲν ἔχει νὰ σὲ δώσει πιά.
Κι ἂν πτωχικὴ τὴν βρῇς, ἡ Ἰθάκη δὲν σὲ γέλασε.
Ἔτσι σοφὸς ποὺ ἔγινες, μὲ τόση πείρα,
ἤδη θὰ τὸ κατάλαβες ᾑ Ἰθάκες τί σημαίνουν.
Κωνσταντῖνος Καβάφης

Σάββατο 26 Μαΐου 2018

Παραινετικὸν πρὸς Ὀλυμπιάδα 2
Νὰ ξέρῃς ὅτι ἡ παρουσία σου στὸ σπίτι σου εἶναι ἀναντικατάστατη, γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ ἀγαπήσῃς μ᾿ ὅλες τὶς φροντίδες τοῦ νοικοκυριοῦ. Νὰ τὸ βλέπῃς σὰν βασίλειό σου, καὶ νὰ μὴ συχνοβγαίνῃς ἀπὸ τὸ κατώφλι σου. Ἄφησε τὶς ἔξω δουλειὲς γιὰ τὸν ἄνδρα. Πρόσεχε τὶς συναναστροφές σου. Πρόσεξε τὶς συγκεντρώσεις, ποὺ πηγαίνεις. Μὴ πᾶς σὲ ἄπρεπες συγκεντρώσεις, γιατὶ εἶναι μεγάλος κίνδυνος γιὰ τὴν ἁγνότητά σου. Αὐτὲς οἱ συναναστροφὲς ἀφαιροῦν τὴν ντροπὴ κι ἀπ᾿ τὶς ντροπαλές, σμίγουν μάτια μὲ μάτια, κι ὅταν φύγῃ ἡ ντροπὴ γεννιοῦνται ὅλα τὰ χειρότερα κακὰ.
Τὶς σοβαρὲς ὅμως συγκεντρώσεις μὲ συνετοὺς φίλους νὰ τὶς ἐπιζητῆς, γιὰ νὰ ἐντυπώνεται στὸ νοῦ σου ἕνας καλὸς λόγος, ἢ κάποιο ἐλάττωμα νὰ κόψῃς ἢ νὰ καλλιεργήσῃς τοὺς δεσμούς σου μὲ ἐκλεκτὲς ψυχές. Μὴ ἐμφανίζεσαι ἀνεξέλεγκτα σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ στοὺς σώφρονες συγγενεῖς σου, στοὺς ἱερεῖς καὶ σὲ σοβαροὺς νεώτερους ἢ ἡλικιωμένους. Μὴ συναναστρέφεσαι φαντασμένες γυναῖκες, ποὺ ἔχουν στὸ νοῦ τους στὸ ἔξω, γιὰ ἐπίδειξη. Οὔτε ἀκόμα ἄνδρες εὐσεβεῖς, ποὺ ὁ σύζυγός σου δὲν θέλει στὸ σπίτι, ἂν καὶ σὺ τόσο πολύ τους ἐκτιμᾶς. Ὑπάρχει γιὰ σένα πιὸ ἀκριβὸ πράγμα ἀπὸ τὸν καλό σου σύζυγο, ποὺ τόσο ἀγαπᾶς;
Ἐπαινῶ τὶς γυναῖκες, ποὺ δὲν τὶς ξέρουν οἱ πολλοὶ ἄνδρες. Μὴ τρέχῃς σὲ τραπέζια κοσμικὰ καὶ ἂς εἶναι γιὰ γάμο ἢ γιὰ γενέθλια. Ἐκεῖ ἀνάβουν ἄνομοι πόθοι, μὲ τοὺς χορούς, τοὺς πήδους καὶ τὰ γέλια, τὴν ψεύτικη εὐχαρίστηση, ποὺ παραπλανεύουν ἀκόμη καὶ τοὺς ἁγνοὺς καὶ σώφρονες. Καὶ ἡ ἁγνότητα εἶναι τόσο λεπτὸ πράγμα! Σὰν τὸ κερὶ στὶς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου! Ἀπόφευγε ἀκόμα καὶ στὸ σπίτι σου τὰ κοσμικὰ τραπέζια. Ἂν μπορούσαμε νὰ περιορίσουμε τὶς ὀρέξεις τῆς κοιλιᾶς, θὰ κυριαρχούσαμε στὰ πάθη μας.
Κράτα τὴν μορφή σου γαλήνια καὶ μὴ τὴν ἀλλοιώνῃς οὔτε μὲ μορφασμούς, ὅταν εἶσαι θυμωμένη. Στολίδια τ᾿ αὐτιὰ νἄχουν ὄχι μαργαριτάρια, ἀλλὰ ν´ ἀκοῦν καλὰ λόγια καὶ νὰ βάζουν γιὰ τὰ ἄσχημα λουκέτο στὸ νοῦ. Ἔτσι, εἴτε κλειστὰ εἶναι, εἴτε ἀνοιχτά, ἡ ἀκοὴ θὰ μένῃ ἁγνή.
Ὅσο γιὰ τὰ μάτια, εἶναι κεῖνα, ποὺ δείχνουν ὅλο τὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς. Ἂς σταλάζῃ ἁγνὸ κοκκίνισμα ἡ παρθενικὴ ντροπὴ κάτω ἀπὸ τὰ βλέφαρά σου καὶ ἂς προκαλῇ τὴ σεμνότητα καὶ τὴν ἁγνὴ ντροπὴ σὲ ὅσους σὲ βλέπουν καὶ σ᾿ αὐτὸν ἀκόμα τὸ σύζυγό σου. Εἶναι πολλὲς φορὲς προτιμότερο, γιὰ πολλὰ πράγματα, νὰ κρατᾷς κλειστὰ τὰ μάτια, χαμηλώνοντας τὸ βλέμμα.
Καὶ τώρα στὴ γλώσσα. Θἄχῃς πάντα ἐχθρὸ τὸν ἄνδρα σου, ἂν ἔχῃς γλώσσα ἀχαλίνωτη, ἔστω κι ἂν ἔχῃς χίλια ἄλλα χαρίσματα. Γλώσσα ἀνόητη βάζει, πολλὲς φορές, σὲ κίνδυνο καὶ τοὺς ἀθώους. Προτίμα κι ὅταν ἀκόμα ἔχῃς δίκιο, τὴ σιωπή. Εἶναι προτιμότερη γιὰ νὰ μὴ ριχοκινδυνεύσῃς νὰ πῆς ἕνα ἄτοπο λόγο. Κι ἂν ἔχῃς τὴν ἐπιθυμία νὰ λὲς πολλά, τὸ καλλίτερο εἶναι νὰ σωπαίνῃς.
Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος

Πέμπτη 24 Μαΐου 2018


Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτικὴ ἀγωγὴ
Δέν εἶναι πολιτισμός ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἄς τήν ὀνομάζη ὁ Toynbee Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Γιατί; Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη καί μάλιστα ἰατρική ἐπιστήμη, σύμφωνα μέ τά σημερινά κριτήρια. Ὄχι πολιτισμός. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πολιτικό ἤ κοινωνικό σύστημα. Διότι ἀναφέρεται στήν προσωπική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σ' αὐτά τά δύο: Στό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί στό «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Βέβαια μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιά νά δημιουργήση πολιτισμό. Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε θρησκεία. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπό ἕνα μοναδικό φαινόμενο, πού δέν ὑπάρχει στίς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι ἀνθρωπολογικό καί θεραπευτικό. Σ' αὐτό διαφέρει. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Ὁ σωστός γιατρός μεριμνᾶ γιά τήν θεραπεία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀσθενῶν χωρίς διακρίσεις. Δέν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς θεραπεύση. Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ κοινωνική τους τάξις ἤ τό μορφωτικό τους ἐπίπεδο ἤ ἡ οἰκονομική τους κατάστασις ἤ ἡ θρησκεία τους ἤ ἡ ἠθική τους συμπεριφορά. Ὁ σωστός γιατρός βλέπει μόνο ἄν ἕνας ἄνθρωπος, πού τόν πλησιάζει, εἶναι ἄρρωστος ἤ ὄχι. Καί, ἄν εἶναι ἄρρωστος, ἐνδιαφέρεται καί προσπαθεῖ νά τόν θεραπεύση. Νά θεραπεύση τήν πάθησι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν θεραπεύση. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοσι, ἔχομε κάτι παραπάνω ἀπό αὐτό. Καί σ' αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ «ἀντεπίθεσί» μας.
Ὁ Θεός ἀγαπάει ὄχι μόνο τούς ἁγίους, ἀλλά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κολασμένους, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Καί θέλει νά σώση, νά θεραπεύση τούς πάντας. Θέλει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν θέλουν ὅλοι νά θεραπευθοῦν. Αὐτό, τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί θέλει νά θεραπεύση τούς πάντας καί ὅτι ἀγαπᾶ τούς πάντας ἐξ ἴσου, διαπιστώθηκε καί διαπιστώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, ὅσων δηλαδή ἔφθασαν σέ θέωση, δηλαδή σέ θεοπτία, καί εἶδαν τόν Θεόν.
Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν ἐκβιάζει τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου. Σέβεται ὁ Θεός, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὅμως νά θεραπεύση κάποιον μέ τό ζόρι. Θεραπεύει μόνο ὅσους θέλουν νά θεραπευθοῦν καί τοῦ ζητοῦν νά τούς θεραπεύση. Φυσιολογικά κάποιος πού ἔχει σωματική ἀρρώστεια ἤ καί ψυχική, πηγαίνει μέ τήν θέλησί του καί ὄχι μέ τό ζόρι στόν γιατρό, γιά νά γίνη καλά, ἄν ἀκόμη ἔχη τά λογικά του. Ἔτσι καί στήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Πρέπει κάποιος ἀπό μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεσι, ἐλεύθερα νά προσέλθη στήν Ἐκκλησία, στούς κατάλληλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν φώτισι καί τήν ἐμπειρία καί κατέχουν τήν θεραπευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί σ' ἐκείνους νά κάνη ὑπακοή γιά νά βρῆ θεραπεία.
π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Τρίτη 22 Μαΐου 2018


Δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι
Σ᾿ ἕνα μοναστήρι, δὲν θέλω νὰ τὸ ὀνομάσω, ὁ παπὰς θυμίαζε. Κι ὅταν ἔφτασε σ᾿ ἕναν προϊσταμένο, δὲν τὸν ἐθυμίασε. Ὁ προϊστάμενος, ὅταν προχώρησε παραπέρα:
- Παπά, γιατί δὲν μὲ θυμιάζεις;
- Γέροντα, εὐλόγησον, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
- Στὸ στασίδι ἤμουνα, πάτερ, λέει.
- Ὄχι, δὲν σὲ εἶδα στὸ στασίδι.
Οἱ ἄλλοι ποὺ ἄκουσαν αὐτὴ τὴ φιλονικία τοῦ προϊσταμένου καὶ τοῦ ἱερέως, λένε:
- Γέροντα, ὁ παπὰς εἶναι διορατικός, ξέρει τί σοῦ λέει.
Σκέφθηκε, σκέφθηκε...
- Ἔχει δίκιο ὁ παπάς, λέει, διότι δὲν ἤμουνα ἐδῶ, ἤμουνα σ᾿ ἕνα μετόχι.
Ὁ λογισμός του. Βλέπετε;

Ὁ ἅγιος Νεκτάριος στὴν Αἴγινα, ὅταν πῆγε μία νὰ γίνει καλόγρια, ἦταν δόκιμη, λέει: «Παιδί μου, νὰ βοσκήσεις, ἔχουμε πέντε-δέκα προβατάκια, νὰ τὰ βοσκήσεις».
- Ἔ, νά ῾ναι εὐλογημένο.
Μία μέρα, δύο, «Γέροντα», λέει, «μὲ πιάνουν καὶ μένα οἱ λογισμοί, ἐγὼ ἦρθα νὰ γίνω καλόγρια, δὲν ἦρθα νὰ γίνω τσοπάνης».
- Παιδάκι μου, λέει, ὅταν θυμιάζω σὲ βλέπω στὸ στασίδι.
Ἡ καλόγρια, καίτοι ἦταν τσοπάνης, ἀλλὰ ὁ λογισμός της ἤτανε στὴν εὐχούλα, μέσα στὴν ἐκκλησία ἦταν ὁ λογισμός της, ὁπότε καὶ ὁ ὁ ἅγιος τὴν ἔβλεπε μέσα.
Ὁ λογισμὸς κρίνεται. Ἀπὸ τὸν λογισμὸ ἀχρειούμεθα καὶ ἀπὸ τὸ λογισμὸ βελτιούμεθα.Ὁ καλόγηρος δὲν ἔχει πράξη, ἔχει λογισμό. Ὁ λογισμός σου πῆγε στὸ ὄχι καλό; Εἶσαι ὑπεύθυνος, εἶσαι ὑπεύθυνος. Θὰ πεῖς: Μὰ καὶ ὁ λογισμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν μαζεύεται. Καλά, ἀλλὰ ὅταν φεύγει, μάζεψέ τον πάλι, μάζεψέ τον πάλι.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Κυριακή 20 Μαΐου 2018


Τί μᾶς ἐμποδίζει νὰ γνωρίσουμε τὸν Θεὸ
Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πὼς θὰ γνωρίσει τὰ πάντα μὲ τὸ νοῦ του καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στὶς ταπεινὲς ψυχές. Σ᾿ αὐτὲς δείχνει τὰ ἔργα Του, ποὺ εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ τὸ νοῦ μας. Μὲ τὸν φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε μόνο τὰ γήινα πράγματα, κι αὐτὰ μερικῶς, ἐνῷ ὁ Θεὸς καὶ ὅλα τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.
Μερικοὶ μοχθοῦν σ᾿ ὅλη τους τὴ ζωὴ γιὰ νὰ μάθουν τί ὑπάρχει στὸν ἥλιο ἢ στὴ σελήνη ἢ κάτι παρόμοιο, ἀλλ᾿ αὐτὰ δὲν ὠφελοῦν τὴν ψυχή. Ἂν ὅμως προσπαθούσαμε νὰ γνωρίσουμε τί ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, τότε θὰ βλέπαμε στὴν ψυχὴ τοῦ ἁμαρτωλοῦ σκοτάδι καὶ κόλαση. Καὶ εἶναι ὠφέλιμο νὰ τὸ ξέρουμε, γιατὶ θὰ εἴμαστε αἰώνια εἴτε στὴ βασιλεία εἴτε στὴν κόλαση.
Κύριος ἔδωσε στὴ γῆ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Καὶ ὅσοι τὸ ἔλαβαν αἰσθάνονται τὸν παράδεισο μέσα τους.
Ἴσως πεῖς: «Γιατί λοιπὸν δὲν ἔχω καὶ ἐγὼ μία τέτοια χάρη;» Ἐπειδὴ ἐσὺ δὲν παραδόθηκες στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ζεῖς σύμφωνα μὲ τὸ δικό σου θέλημα.
Παρατηρῆστε ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπάει τὸ θέλημά του: Δὲν ἔχει ποτὲ εἰρήνη στὴ ψυχή του καὶ δὲν εὐχαριστιέται μὲ τίποτα. Γι᾿ αὐτὸν ὅλα γίνονται ὅπως δὲν θὰ ἔπρεπε. Ὅποιος ὅμως δόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἔχει τὴν καθαρὴ προσευχὴ καὶ ἡ ψυχή του ἀγαπάει τὸν Κύριο.
Ἔτσι δόθηκε στὸ Θεὸ ἡ Ὑπεραγία Παρθένος: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου».
Ἂν λέγαμε κι ἐμεῖς, «Ἰδοὺ ὁ δοῦλος Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου», τότε τὰ εὐαγγελικὰ λόγια τοῦ Κυρίου θὰ ζοῦσαν στὶς ψυχές μας, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θὰ βασίλευσε σ᾿ ὅλον τὸν κόσμο καὶ ἡ ζωὴ στὴ γῆ θὰ ἦταν ἀπερίγραπτα ὡραῖα.
Ἀλλὰ μολονότι τὰ λόγια τοῦ Κυρίου ἀκούγονται τόσους αἰῶνες σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη, οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ καταλαβαίνουν καὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ παραδεχθοῦν. Ὁποῖος ὅμως ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς θὰ δοξαστεῖ καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Σάββατο 19 Μαΐου 2018



Τὰ μωρὰ
Ἔχω παρατηρήσει, Γέροντα, ὅτι τά μωρά μερικές φορές τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας χαμογελοῦν.
- Αὐτό δέν τό κάνουν μόνο στήν Θεία Λειτουργία. Τά μωρά εἶναι σέ συνεχῆ ἐπαφή μέ τόν Θεό, ἐπειδή δέν ἔχουν μέριμνες. Τί εἶπε ὁ Χριστός γιά τά μικρά παιδιά; ´Οἱ Ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διά παντός βλέπουσι τό πρόσωπον τόν Πατρός μου τόν ἐν οὐρανοῖς. Ἔχουν ἐπικοινωνία καί μέ τόν Θεό καί μέ τόν Φύλακα Ἄγγελό τους, πού εἶναι συνέχεια δίπλα τους. Στόν ὕπνο τους πότε γελοῦν, πότε κλαῖνε, γιατί βλέπουν διάφορα. Ἄλλοτε βλέπουν τόν Φύλακα Ἄγγελό τους καί παίζουν μαζί του – τά χαϊδεύει, τά πειράζει, κουνάει τά χεράκια τους καί αὐτά γελοῦν - ἄλλοτε πάλι βλέπουν καμμιά σκηνή τοῦ πειρασμοῦ καί κλαῖνε.
- Ὁ πειρασμός γιατί πηγαίνει στά νήπια;
- Καί αὐτό τά βοηθάει, γιά νά αἰσθάνωνται τήν ἀνάγκη νά ζητοῦν τήν μάνα τους. Ἄν δέν ὑπῆρχε αὐτός ὁ φόβος, δέν θά ἀναγκάζονταν νά ἀναζητήσουν τήν ἀγκαλιά τῆς μάνας τους. Ὅλα τά ἐπιτρέπει ὁ Θεός γιά τό καλό.
- Αὐτά ποὺ βλέπουν, ὅταν εἶναι μικρά, τά θυμοῦνται, ὅταν μεγαλώσουν;
- Ὄχι, τά ξεχνοῦν. Ἄν θυμόταν τό παιδάκι πόσες φορές εἶδε τόν Ἄγγελό του, θά ἔπεφτε στήν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτό, ὅταν μεγαλώση, τά ξεχνάει. Ὁ Θεός μέ σοφία ἐργάζεται.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018



Καλοκαίρι στὸ Ὄρος (2)
Εἶχε ἔρθει μιὰ μέρα στὰ Καψοκαλύβια ἕνας καλόγερος ἀπὸ κάποιο ψαραδόσπιτο ποὺ ἤτανε ἀνάμεσα στὸν κάβο Σμέρνα καὶ στὰ Καψοκαλύβια, καὶ τὸν φιλοξένησε ὁ πάτερ Ἰσίδωρος, καὶ γνωρισθήκαμε. Τὸν λέγανε Νεῖλο, κ᾿ ἤτανε Μυτιληνιός. Φεύγοντας μὲ προσκάλεσε νὰ πάγω στὸ κελλί του. Σὲ δυὸ τρεῖς μέρες, πῆγα. Στὸ Ὄρος βλέπει κανένας πολλὰ ἀσυνήθιστα πράγματα καὶ χτίρια, πλὴν τὸ κελλὶ τοῦ πάτερ Νείλου ἤτανε ἀπὸ τὰ πιὸ παράξενα. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κατεβαίνανε δυὸ ραχοκοκαλιὲς ἀπὸ βράχια καὶ κάνανε δυὸ κάβους ποὺ τραβούσανε βαθειὰ στὴ θάλασσα, ὁ ἕνας πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλον, τόσο, ποὺ ἔλεγες πῶς τὸ νερὸ ποὺ βρισκότανε ἀνάμεσά τους ἤτανε ποτάμι κι ὄχι θάλασσα. Ἐκεῖ ποὺ ἔσμιγε ὁ ἕνας κάβος μὲ τὸν ἄλλον, σηκωνόντανε δυὸ ράχες ἀπὸ βράχια κ᾿ ἤτανε τόσο κοντά, ποὺ σκοτεινιάζανε ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἂς ἔλαμπε ὁ ἥλιος τὸ καλοκαίρι.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν τρύπα, ἤτανε χτισμένος ὁ ἀρσανᾶς τοῦ πάτερ Νείλου. Τὰ νερὰ ἤτανε ἄπατα καὶ σκοτεινὰ μέσα σὲ κεῖνο τὸ κανάλι. Τὸ σπίτι τὄχανε χτισμένο λίγο παραπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, θεμελιωμένο στὸ βράχο, μὲ χαγιάτια καὶ μὲ καμάρες, ὅπως συνηθίζεται στὸ Ὄρος ἀπὸ τὰ παληὰ χρόνια, μὲ μαῦρες πλάκες ἀντὶ γιὰ κεραμίδια. Λίγο παραπάνω ἤτανε χτισμένη ἡ ἐκκλησιά, μικρή, μὲ σκαλιστὸ τέμπλο καὶ μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀποπάνω κρεμότανε ἕνα βουνὸ δασωμένο καὶ στὴν κορφὴ εἶχε ἕνα βράχο ἀπότομο, μ᾿ ἕνα σπήλαιο. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σπήλαιο ἀσκήτευε πρὸ λίγα χρόνια ἕνας γέροντας ποὺ στάθηκε στὰ νιάτα του ὁπλαρχηγὸς στὴ Μακεδονία. Τώρα εἴχανε φωλιάσει ὄρνια μέσα στὴ σπηλιὰ καὶ τἄβλεπα ποὺ περνᾶνε βόλτες γύρω στὴ ράχη.
Ὁ Νεῖλος καὶ ἡ συνοδεία του εἴχανε δυὸ τράτες καὶ δυὸ βάρκες. Ἤτανε ἑφτὰ-ὀχτὼ νοματέοι, πέντε μεγάλοι καὶ δυὸ-τρία καλογεροπαίδια. Ὅλοι τους ἤτανε ἡλιοκαμένοι, μαῦροι σὰν ἀραπάδες. Ὁ πάτερ Νεῖλος εἶχε ἀπάνω του μιὰ ἡσυχία καὶ μιὰν ἁπλότητα ποὺ σὲ ἔκανε νὰ τὸν ἀγαπήσεις καὶ νὰ τὸν σεβαστεῖς. Λιγόλογος, μὰ ὁλοένα ἤτανε χαμογελαστὸ τὸ πρόσωπό του, μὲ κάτι χείλια χοντρὰ σὰν τοῦ ἀράπη, μὲ μαῦρα καὶ πυκνὰ γένεια, ποὺ φυτρώνανε κάτω ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ σκεπάζανε τὰ μάγουλά του. Μὲ τὴ σκούφια ποὺ φοροῦσε ἤτανε ἴδιος βαβυλώνιος. Ξυπόλητος, ὅπως δὰ ἤτανε ὅλοι τους, φοροῦσε ἀπάνω ἕνα σκοῦρο πουκάμισο καὶ κάτω ἕνα βρακὶ ἀνατολίτικο ἴσαμε τὰ γόνατα.
Τὶς μέρες ποὺ κάθησα ἐκειπέρα, ὁ Νεῖλος κ᾿ ἕνας δόκιμος δὲν πηγαίνανε μὲ τὴν τράτα γιὰ νὰ μοῦ κρατήσουνε συντροφιά. Ἤτανε κ᾿ ἕνας γέρος, πάτερ Ἀθανάσιος, ποὺ φύλαε πάντα τὸ σπίτι. Σὰν γυρίζανε ἀπὸ τὸ ψάρεμα, βγάζανε τὰ ψάρια ἔξω κι ἀφοῦ διαλέγανε λίγα χοντρὰ γιὰ νὰ φᾶμε, κι ἄλλα γιὰ πάστωμα, τὰ ψιλὰ τὰ κάνανε ἕναν σωρὸ καὶ τ᾿ ἀφήνανε νὰ σιτέψουν γιὰ νὰ τ᾿ ἁλατίσουνε. Ἀπὸ τὰ χοντρὰ παστώνανε πολλοὺς ροφούς, νἄχουνε τὸ χειμώνα. Ψιλά, μαρίδα καὶ σαρδέλλα, παστώνανε πολλὰ βαρέλια καὶ τὰ στέλνανε στὴ Σαλονίκη. Καθόντανε σταυροπόδι γύρω στὸ σωρὸ καὶ παστώνανε. Ὅλο τὸ σπίτι μύριζε μιὰ τέτοια ψαρίλα, ποὺ στὴν ἀρχὴ γυρίζανε ἄνω κάτω τὰ στομάχια μου. Μὰ σιγὰ σιγὰ συνήθισα καὶ δὲν καταλάβαινα τὴν ψαρίλα σχεδὸν ὁλότελα. Συλλογιζόμουνα κιόλας πὼς ἔτσι θὰ μυρίζανε κι ὁ Χριστὸς κ᾿ οἱ ἀπόστολοι. Οἱ ἄνθρωποι κι ὅ,τι ἔπιανες, ὅλα μυρίζανε ψαρίλα. Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἐκκλησιὰ ἔνοιωθες αὐτὴ τὴ μυρουδιά.
Τὶς ὧρες ποὺ λείπανε οἱ ἄλλοι στὸ ψάρεμα, κουβεντιάζαμε μὲ τὸν πάτερ Νεῖλο γιὰ θρησκευτικὰ καὶ γιὰ τὰ ἱστορικὰ τοῦ σπιτιοῦ του, τί φουρτοῦνες περάσανε, τί θεριόψαρα συναντήσανε, τί καΐκια βουλιάξανε ἀπὸ τότες ποὺ κάθησε σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος κι ἄλλα λογιῶ-λογιῶν. Ἄλλη φορὰ πάλι, ἐκεῖ ποὺ καλαφάτιζε μιὰ βάρκα τραβηγμένη ἔξω, ἔψελνε μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του, κ᾿ ἔκανε τὸν δεξιὸ ψάλτη κι ἐγὼ τὸν ἀριστερόν. Λέγαμε τὶς Καταβασίες τῆς Μεταμορφώσεως (γιατὶ ἤτανε κεῖνες οἱ μέρες τοῦ Αὐγούστου) «Χοροὶ Ἰσραὴλ ἀνίκμοις ποσί, πόντον ἐρυθρὸν καὶ ὑγρὸν βυθὸν διελάσαντες», τὰ Πασαπνοάρια μὲ τὸ δοξαστικὸ «Παρέλαβεν ὁ Χριστὸς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην», κ᾿ ὕστερα λέγαμε ἀργῶς καὶ μετὰ μέλους τὸ κοινωνικὸ «Ἐν τῷ φωτὶ τῆς δόξης τοῦ προσώπου σου, Κύριε, πορευσόμεθα εἰς τὸν αἰῶνα». Στὸ τέλος ὅμως ψέλναμε πάντα τὸ «Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι᾿ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι». Δὲν μπορῶ νὰ παραστήσω τὸ πόσο συγκινημένη ἤτανε ἡ καρδιά μου σὰν ἄκουγα νὰ ψέλνει ὁ ψαρᾶς ὁ πάτερ Νεῖλος, ξυπόλητος, μὲ τὸ κατραμωμένο βρακί, μὲ τὰ φύκια κολλημένα ἀπάνω στὰ γυμνὰ ποδάρια του, νὰ ψέλνει μὲ κείνη τὴν ἀρχαία μελωδία καὶ νὰ λέγει στίχους ἰαμβικούς, καὶ παραπέρα ν᾿ ἀφρίζουνε τὰ παμπάλαια ἑλληνικὰ κύματα κι ὁ ἀγέρας νὰ βουΐζει πανηγυρικὰ ἀπάνω στὰ θεόχτιστα βράχια καὶ στὰ δέντρα!
Μὰ ἡ πιὸ βαθειὰ κι ἡ πιὸ παράξενη συγκίνηση μ᾿ ἐπίανε τὴν Κυριακὴ καὶ τὶς ἄλλες γιορτινὲς μέρες ποὺ λειτουργοῦσε ὁ πάτερ Νεῖλος ὁ ψαρᾶς καὶ γινότανε ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, αὐτὸς ποὺ τὸν ἔβλεπα τὶς ἄλλες μέρες ν᾿ ἁλατίζει ψάρια, νὰ καλαφατίζει βάρκες, νὰ ματίζει σκοινιά, νὰ γραντολογᾶ καραβόπανα, νὰ βολεύει ἄγκουρες, νὰ μπαλώνει δίχτυα, μαζὶ μὲ τὴ συνοδεία του! Καὶ στὴ λειτουργία γινότανε σὰν πατριάρχης, μὲ τὸ ἐπανωκαλύμμαυχο, μὲ τὸ χρυσὸ φελάνι, μὲ τὰ ἐπιμάνικα, μὲ τὸ ἐπιγονάτιο, καὶ δεότανε μυστικῶς μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα «ὑπὲρ τῶν τοῦ λαοῦ ἁγνοημάτων», «ὡς ἐν δεδομένος τὴν τῆς ἱερατείας χάριν». Ὤ! Τί ἐξαίσια καὶ φρικτὰ μυστήρια ἔχει ἡ ταπεινὴ Ὀρθοδοξία μας! Μὰ ἡ καρδιά μου δάκρυζε ἀληθινὰ ἀπὸ ἅγια χαρὰ κι ἀπὸ κατάνυξη, σὰν στρώνανε γιὰ νὰ φᾶμε κ᾿ εὐλογοῦσε τὴν τράπεζα ὁ πάτερ Νεῖλος μὲ τὰ θαλασσοψημένα δάχτυλά του, ἐνῶ γύρω στεκόντανε μὲ σταυρωμένα χέρια ἐκεῖνοι οἱ ἁπλοὶ ψαρᾶδες, κουρασμένοι, θαλασσοδαρμένοι, ξεχασμένοι ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα σὲ κείνη τὴν καταβόθρα. Κ᾿ ἔλεγε μὲ τὴν ταπεινὴ φωνή του ὁ πάτερ Νεῖλος: «Χριστὲ ὁ Θεός, εὐλόγησον τὴν βρῶσιν καὶ τὴν πόσιν τῶν δούλων σου, ὅτι ἅγιος εἶ πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων», ἐνῶ μᾶς ἀπόσκιαζε ἡ πλώρη τοῦ τρεχαντηριοῦ κ᾿ ἡ ἁρμύρα ἐρχότανε ἀπὸ τὸ βουερὸ τὸ πέλαγο.
Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 17 Μαΐου 2018


Καλοκαίρι στὸ Ὄρος (1)
Στ᾿ Ἅγιον Ὄρος πῆγα πολλὲς φορές. Τὴν πρώτη φορὰ κάθησα παραπάνω ἀπὸ δυὸ μῆνες κ᾿ ἔκανα γνωριμία μὲ πολλοὺς πατέρες καὶ λαϊκούς, γιατὶ ὑπάρχουνε ἐκεῖ πέρα καὶ ἀγωγιάτες ἀρβανῖτες, παραγυιοὶ καὶ γεμιτζῆδες ποὺ φορτώνουνε κερεστὲ (ξυλεία) στὰ καράβια. Στὴ Δάφνη, ποὺ εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πιάνουνε τὰ βαπόρια, βρισκόντανε καὶ κάτι ψαράδες κοσμικοί, κ᾿ ἐκεῖ γνωρίσθηκα μὲ τρεῖς Ἀϊβαλιῶτες καὶ περάσαμε πολὺ ἔμορφα. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὶς Καρυές, μὰ δὲν κάθησα πολύ, γιατὶ γύρευα θάλασσα.
Πῆγα στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων μαζὶ μὲ ἕνα γέροντα ποὺ πουλοῦσε βιβλία στὶς Καρυὲς καὶ ποὺ τὸν λέγανε Ἀβέρκιον Κομβολογᾶν. Σ᾿ αὐτὸ τὸ μοναστῆρι κάθησα κάμποσο. Πιὸ πολὺ μὲ τραβοῦσε ὁ ἀρσανᾶς, δηλαδὴ τὸ μέρος ποὺ βάζουνε τὶς βάρκες καὶ τὰ σύνεργα τῆς ψαρικῆς. Ἄφησα τὰ γένεια μου, τὰ ξέχασα ὅλα καὶ γίνηκα ψαρᾶς.Ἔτρωγα, ἔπινα, δούλευα, κοιμώμουνα μαζὶ μὲ τοὺς ψαρᾶδες ποὺ ἤτανε ὅλο καλόγεροι, οἱ πιὸ πολλοὶ Μπουγαζιανοί, δηλαδὴ ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης. Τί ξέγνοιαστη ζωὴ ποὺ πέρασα! Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τρεῖς. Ὁ ἕνας ἤτανε ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, καλὴ ψυχή, φιλότιμος, στοχαστικός, πρόθυμος στὸ κάθε τί κ᾿ εἶχε καλογερέψει ἀπὸ μικρός: τὸν λέγανε Βαρθολομαῖο. Ὁ ἄλλος ἤτανε ὡς σαράντα χρονῶν, ψαρᾶς ἀπὸ τὸ χωριό του, κοντόφαρδος, ἁπλός, ἥσυχος, λιγομίλητος, ἄκακος, «πτωχὸς τῷ πνεύματι», ταπεινὸς καὶ τὸν λέγανε Βασίλειο. Ὁ ἄλλος ἤτανε γέρος σὰν τὸν ἅγιο Πέτρο, γελαζούμενος, χωρατατζῆς καὶ τὸν λέγανε Νικάνορα. Ὁ Βαρθολομαῖος διάβαζε καὶ βιβλία μὲ ταξίδια θαλασσινά. Ἀνάμεσα σὲ ἄλλα εἶχε στὸ κελλί του καὶ τὰ δυὸ τρία βιβλία τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Μ᾿ αὐτὸν ψαρεύαμε ἀστακούς. Ἔβγαζε καὶ κοράλλια καὶ μοῦ ἔδειχνε πῶς νὰ τὰ ψαρεύω.
Ὁ ἀρσανᾶς ἤτανε ἕνα σπίτι μακρύ, χτισμένο ἀπάνω στὴ θάλασσα μέσα σ᾿ ἕναν κόρφο ποὺ τὸν ἀποσκέπαζε ἕνας κάβος καὶ γιὰ κεραμίδια εἶχε μαῦρες πλάκες. Μπροστὰ εἶχε κάτι ξέρες ποὺ σκάζανε οἱ θάλασσες ὅποτε ἔπερνε βοριᾶς, κι ἀπὸ πάνω κατεβαίνανε τὰ βράχια φυτρωμένα μὲ μυρσίνες, μὲ πουρνάρια καὶ κάθε ἄγριο χαμόδεντρο. Ὁ ἀρσανᾶς εἶχε πεντέξη κάβιες (κάμαρες) ἀραδιασμένες καὶ μπροστὰ εἶχε ἕνα χαγιάτι ποὺ ἀκουμποῦσε σὲ κάτι δοκάρια ἀπὸ ἀγριόξυλα. Ἐκεῖ μέσα κοιμόμαστε. Ἀπὸ κάτω εἶχε κάτι χαμηλὲς καμάρες καὶ μέσα στὶς καμάρες τραβούσανε τὶς βάρκες. Τὰ δίχτυα τὰ ἁπλώνανε ἀπάνω στὰ μπαρμάκια (κάγκελα) τοῦ χαγιατιοῦ. Ἐκεῖ ποὺ κοιμόμαστε ἀκούγαμε ἀπὸ κάτω μας τὴ θάλασσα ποὺ ἔμπαινε μέσα στὶς καμάρες καὶ κυλοῦσε τὰ χαλίκια καὶ μᾶς νανούριζε. Παλιὰ εἰκονίσματα ἤτανε κρεμασμένα μέσα στὸν ἀρσανᾶ κ᾿ ἔκαιγε ἀκοίμητο καντήλι.
Ἄφησα ὑγεία στοὺς Ἰβηρῖτες καὶ τράβηξα μὲ τὰ πόδια καὶ πῆγα στὸ μοναστῆρι τοῦ Καρακάλλου. Κ᾿ ἐκεῖ πέρασα πολὺ καλά· οἱ πατέρες μὲ εἴχανε σὰν δικό τους. Αὐτὸ τὸ μοναστῆρι εἶναι κοινόβιο καὶ τότες εἴχανε ἡγούμενο ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο, τὸν Κοδρᾶτο, γέροντα ἥσυχον, εἰρηνικόν, ποιμένα ἀληθινόν, ἡ καταγωγή του ἀπὸ τὰ Ἀλάτσατα. Ὁ ἀρσανᾶς τοῦ Καρακάλου ἤτανε ἐπίσημος, ἕνας βυζαντινὸς πύργος χτισμένος ἀπάνω σ᾿ ἕναν βράχο. Κάθησα κ᾿ ἐκειπέρα κάμποσες μέρες. Ἀπὸ κεῖ πῆγα στὸ Μοναστήρι τῆς Μεγίστης Λαύρας, ποὺ βρίσκουνται πολλὰ κειμήλια κ᾿ οἱ θαυμαστὲς ἁγιογραφίες τοῦ Θεοφάνη τοῦ Κρητός.
«Τότε σηκώνεσαι καὶ σύ, καὶ παίρνεις καὶ τὴν ῥάβδαν,
περιπατεῖς καὶ ἔρχεσαι εἰς τὴν ἁγίαν Λαύραν.
Καὶ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ ὅσον καιρὸν θελήσεις,
ὅσον νὰ εὕρῃς συντροφιὰν καὶ πλοῖον νὰ κινήσεις».
Ἀπὸ κεῖ λοιπὸν ἐπῆρα κ᾿ ἐγὼ τὴν ῥάβδαν καὶ τράβηξα νὰ πάγω στὰ Καψοκαλύβια. Μαζί μου ἦρθε κ᾿ ἕνας ἁπλοϊκὸς καλόγερος, ψηλὸς κι ἀδύνατος, μ᾿ ὅλο ποὺ ἤτανε ψωμᾶς στὸ μοναστήρι. Τὸ μονοπάτι περνᾶ ἀπὸ ἅγια κ᾿ ἔμορφα μέρη, ὡς ποὺ φτάνει ἀπάνω ἀπὸ κάτι θεόχτιστους κάβους, ποὺ κοιτάζουνε κατὰ τὴ νοτιά, στ᾿ ἀνοιχτὸ πέλαγο. Ἀπὸ τὸ μέρος τῆς στεριᾶς στέκεται ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι σου ὁ Ἄθωνας. Σ᾿ ἕνα μέρος βλέπεις τὴν ποδιὰ τοῦ βουνοῦ ποὺ στέκεται κοφτὴ ἀπάνω ἀπὸ τὴ θάλασσα, σὰν νἆναι κομμένη μὲ τὸ μαχαίρι, λὲς καὶ ξεκόλλησε πρὸ λίγη ὥρα ἕνα κομμάτι βουνὸ κ᾿ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Κι ἀληθινά, ὅπως μοῦ εἴπανε πιὸ ὕστερα οἱ Καψοκαλυβίτες, κόπηκε τὸ βουνὸ μιὰ μέρα στὰ 1900, κ᾿ ἔπεσε μονοκόμματο στὴ θάλασσα καὶ πλάκωσε δυὸ τρία ψαραδόσπιτα μὲ καμιὰ δεκαριὰ πατέρες. Ὁ σεισμὸς κούνησε ὅλη τὴ Μακεδονία.
Στὰ Καψοκαλύβια κάθησα πιὸ πολὺν καιρὸ ἀπὸ τ᾿ ἄλλα τὰ μοναστήρια. Τόσο δικό τους μὲ εἴχανε οἱ πατέρες, ποὺ ὅποτε κάνανε σύναξη ἔπρεπε νὰ καθήσω κ᾿ ἐγὼ στὸ συμβούλιο ποὺ συζητούσανε «τὰ τῆς σκήτεως». Μ᾿ ἔχουνε γράψει καὶ στοὺς ἱδρυτὰς καὶ μὲ μνημονεύουνε μετὰ τῆς συμβίας καὶ τῶν τέκνων. Ἰδιαίτερη φιλία ἔδεσα μὲ τὸν πάτερ Ἰσίδωρο, ποὺ μ᾿ εἶχε στὸ κελλί του. Ἄλλη φορὰ ἔγραψα πολλὰ γιὰ δαῦτον. Τότες ἤτανε ὡς τριανταπέντε χρονῶν κ᾿ εἶχε γιὰ δόκιμο τὸν μπαρμπα-Χαράλαμπο ἀπὸ τὸ Καστελλόριζο, ὡς ἑβδομήντα χρονῶν, τελώνιο τῆς θάλασσας, ποὺ ἔζησε φουΐστρος στὰ βαπόρια καὶ ταξίδευε ἴσαμε τὸν Κίτρινο ποταμὸ τῆς Κίνας.
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018



Ὁ ἀνυπόμονος
Μόλις τ᾿ αὐγά της ζέστανε ἡ κλώσσα
καὶ τὰ μικρὰ ἑτοιμάστηκε νὰ βγάλει,
ἕνα πουλάκι ἐσήκωσε κεφάλι
μὲς τὸ τσόφλι μιλώντας τέτοια γλώσσα:
«Ὡς πότε ἐδῶ θὰ μ᾿ ἔχουνε κλεισμένο;
καθόλου δὲν μπορῶ νὰ περιμένω!
Πῶς; Ἔτσι τὸν καιρό μου ἐδῶ θὰ χάνω;
Ἐγὼ ἔχω κατορθώματα νὰ κάνω!
Κόκορας βέβαια θἆμαι δίχως ἄλλο,
λοφίο ψηλό, χρυσὰ φτερὰ θὰ βγάλω.
Τὴ μέρα καὶ τὴ νύχτα θὰ στολίσω,
θὰ φέρνω τὴν αὐγή, μόλις λαλήσω
στὸ φράχτη, στὴν αὐλή, σὲ κάθε μέρος
στρατεύματα τὶς κότες θὰ ὁδηγῶ».
Καὶ τοὖπε τότε ὁ κόκορας ὁ γέρος:
«Στάσου νὰ βγεῖς παιδάκι μου ἀπ᾿ τὸ αὐγό!»
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 15 Μαΐου 2018


Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ προσέλθει στήν ἁγία Τράπεζα καί κοινωνήσει, προσκαλεῖ καί τούς ἄλλους. Ὅμως δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἱερέας δέν τούς προσκαλεῖ ὅλους. Ἀλλά, ἀφοῦ πάρει στά χέρια του τόν ζωοποιό ἄρτο καί τόν ὑψώσει, προσκαλεῖ μόνο τούς ἀξίους νά κοινωνήσουν. Καί τό φωνάζει:
-Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις.
Εἶναι σάν νά λέγει: Νά, αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Ἐλᾶτε νά μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι: Ἀλλά μόνο ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατί τά ἅγια ἐπιτρέπονται μόνον στούς ἁγίους. Ἁγίους ἐδῶ δέν ἐννοεῖ τούς τέλειους σέ ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἀγωνίζονται νά φθάσουν σέ κάποια βαθμίδα πιό ψηλή· ἔστω καί ἄν δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Γιατί καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται, δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γιά νά ἁγιάζωνται. Καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη θεωροῦνται καί αὐτοί ἅγιοι. Καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται ὅλη ἁγία· καί ὁ μακάριος ἀπόστολος γράφοντας πρός ὁλόκληρη χριστιανική κοινότητα λέγει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Ἅγιοι ὀνομάζονται οἱ πιστοί, ἐπειδή κοινωνοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἁγίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πράγματι μέλη τοῦ ἰδίου σώματος. Σάρκα ἀπό τή σάρκα Του. Ὀστᾶ ἀπό τά ὀστᾶ Του.
Ἅμα εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, καί διατηροῦμε ἁρμονική ἐπικοινωνία μαζί Του, κοινωνώντας παίρνομε τήν ἁγιωσύνη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Κεφαλή καί ἡ Καρδιά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἅμα ἀποκοποῦμε ἀπό τήν ὁλότητα τοῦ ἁγίου Σώματός Του, καί κοινωνοῦμε, μάταια μετέχομε στά ἅγια μυστήρια.
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἀποκόπτει τά μέλη (τούς πιστούς) ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Τά ἁμαρτήματά μας! Ναί, τά ἁμαρτήματά μας στέκονται ἐμπόδιο ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στόν Χριστό. Καί μᾶς χωρίζουν.
Καί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο; 
Ὄχι βέβαια! Ἀλλά μόνον οἱ θανάσιμες ἁμαρτίες. Οἱ ἁμαρτίες «πρός θάνατον»! «Ὑπάρχει ὅμως καί ἁμαρτία μή «πρός θάνατον», μή θανάσιμη, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. 
Καί γι᾿ αὐτό οἱ βαφτισμένοι, ὅταν δέν πέφτουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα, στά ἁμαρτήματα πού χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Χριστό καί τοῦ ἐπιφέρουν (πνευματικό) θάνατο, δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτούς ἐμπόδιο νά κοινωνοῦν. Γιατί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἑνωμένα μέ τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό.
Στή διακήρυξη τοῦ ἱερέα: «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοί ἀποκρίνονται:
-«Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Δηλαδή· κανένας δέν ἔχει ἁγιότητα ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς ἡ ἁγιότητα! Ὅλοι ἀπό Ἐκεῖνον τήν παίρνουμε. Καί ὅπως ἄν βάλεις πολλούς καθρέπτες κάτω ἀπό τόν ἥλιο, ὅλοι θά ἀστράπτουν καί θά νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλούς ἡλίους, ὅμως ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος· ἔτσι καί ὁ Χριστός, ὅσους καί ἄν ἁγιάζει, Αὐτός θά εἶναι πάντοτε ὁ ἕνας καί μοναδικός ἅγιος.
Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Σάββατο 12 Μαΐου 2018


Μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη
Ὅταν κάποιος ἐπισκεφθῆ τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ δῆ τοὺς ταπεινοὺς καλογήρους, μπορεῖ νὰ συλλογισθῆ καὶ νὰ σκεφθῆ ὅτι αὐτοὶ ζοῦν τεμπέλικη ζωὴ καὶ χωρὶς σκοπό. Αὐτὸ φαίνεται ἔτσι, ὅταν κάποιος βλέπει τὰ πράγματα ἐξωτερικά. Γιατί λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ καταλάβουν τὸ φοβερὸ καὶ χωρὶς διακοπὴ πόλεμο ποὺ γίνεται μέσα στὶς ψυχὲς τῶν μοναχῶν.
Αὐτὸς ὁ πόλεμος εἶναι σχεδὸν ὑπερφυσικός, ἀόρατος καὶ διεξάγεταιὄχι μόνο ἐναντίον τῶν δαιμονικῶν δυνάμεων τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἀρχάριους καὶ ἐναντίον τῆς σαρκός, δηλαδὴ κατὰ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας καὶ τῶν παθῶν.
Στὰ γραπτά του ὁ πατὴρ Σιλουανὸς περιγράφει πῶς αὐτὸς ὁ πόλεμος τὸν ἔφερε στὴν ἀπόγνωση καὶ σχεδὸν μέχρι τὴν αὐτοκτονία. Ἡ Παναγία Θεοτόκος φανερώθηκε σ’ αὐτὸν ὅταν περνοῦσε τὸ δυσκολότερο πόλεμο κατὰ τῶν παθῶν καὶ τὸν ἀπεκάθηρε ἀπὸ τὶς ἀκαθαρσίες, τὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες καὶ τοὺς λογισμούς. Ὁ Χριστὸς φανερώθηκε σ’ αὐτὸν καὶ τὸν ἐνδυνάμωσε, ὥστε νὰ νικήση καὶ νὰ βασιλεύση ἐπάνω στοὺς γήινους λογισμοὺς καὶ τὰ πονηρὰ πνεύματα. Καὶ ἔτσι ἀφοῦ πέρασε ἕνα τέταρτο αἰῶνος μὲ δυνατὸ καὶ κοπιαστικὸ πόλεμο, ἔφθασε στὴ νίκη. Ἐνῶ μέχρι τότε ἀναζητοῦσε τὸν Θεό, ἔφθασε στὴν θεογνωσία, καὶ ἀπὸ μαθητής, ἔγινε δάσκαλος.
Ὁ Γέροντας Σιλουανὸς ἦταν καὶ δικός μου δάσκαλος. Μιὰ φορὰ τὸν ρώτησα: «Πάτερ Σιλουανέ, μήπως αὐτὸς ὁ πολὺς κόσμος φέρνει ταραχὴ στὸν νοῦ σας καὶ στὴν προσευχή σας; Δὲν θὰ ἦταν καλύτερα γιὰ σᾶς νὰ πάτε σ’ ἕνα ἀσκητήριο στὰ Καρούλια καὶ ἐκεῖ νὰ ζῆτε μέσα στὴν εἰρήνη, ὅπως ὁ π. Ἀρτέμιος, ὁ π. Δωρόθεος καὶ ὁ π. Καλλίνικος; Εἴτε νὰ ζῆτε σ’ ἕνα ἀπομονωμένο σπήλαιο, ὅπως ὁ π. Γοργόνιος;». «Ἐγὼ ζῶ στὸ σπήλαιο», μοῦ ἀπάντησε ὁ π. Σιλουανός. «Τὸ σῶμα μου εἶναι τὸ σπήλαιο τῆς ψυχῆς μου. Καὶ ἡ ψυχή μου εἶναι σπήλαιο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἐγὼ ἀγαπῶ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν διακονῶ, χωρὶς νὰ βγαίνω ἀπὸ τὸ σπήλαιό μου».
Παρὰ τὴ προθυμία του νὰ διακονῆ τὸν κάθε ἕνα καὶ τὴν θαυμαστὴ μετριοφροσύνη καὶ τὴν πρόθυμη φιλοστοργία του, μιλοῦσε γιὰ τὸν Θεὸ μὲ ἐξαίρετο ἐνθουσιασμὸ καὶ μὲ τὴν παρρησία ποὺ θὰ μιλοῦσε κάποιος γιὰ ἕνα φίλο του: «Ἐγὼ γνωρίζω τὸν Θεό. Αὐτὸς εἶναι φιλόστοργος, ἀγαθός, ταχὺς εἰς βοήθειαν». Ὅταν τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ Γέροντας, κάποιος μοναχός, ὁ π. Θεοφάνης, τὰ ἄκουγε μὲ φόβο καὶ σκεπτόταν ὅτι ὁ Σιλουανὸς εἶχε χάσει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Ἀργότερα ὅμως, ὅταν διάβασε τὰ συγγράμματα τοῦ π. Σιλουανοῦ, ὁ π. Θεοφάνης ἄλλαξε γνώμη καὶ εἶπε: «Ὁ π. Σιλουανὸς προχώρησε καὶ ἔφθασε στὰ μέτρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».
Ἐγὼ νομίζω ὅτι τὰ κείμενα τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ θὰ ἔπρεπε νὰ πάρουν θέση ἀνάμεσα στὰ βιβλία τῆς ψυχολογίας. Ἂν καὶ γιὰ κανένα ἄλλο λόγο, τουλάχιστον γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσουν ὅτι ὁ συγγραφέας τους ἦταν ἕνας πνευματικὸς πολεμιστὴς τοῦ 20ου αἰῶνος καὶ γιὰ νὰ ἐπικυρώσουν ὅσα ἐδίδαξαν καὶ ἔγραψαν δοξασμένοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.
Ὑπάρχει καὶ κάτι καινούριο ἀνάμεσα στὶς διδαχὲς τοῦ πατρὸς Σιλουανοῦ: «Κράτα τὸν νοῦ σου στὸν Ἅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Ἐκφράζει μὲ τὸ λόγο αὐτὸ μία παρότρυνση καὶ ὑπόμνηση κατὰ τῆς μελαγχολίας καὶ τῆς ἀκηδίας. Ἐγὼ προσωπικὰ ποτὲ δὲν ἄκουσα τέτοια λόγια.
Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ ἄλλη ἔκφρασις: «Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση (γνωσιολογία)». Αὐτὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ καὶ θεμελιώδης διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.
Μὲ τὴν ἀγάπη του, ποὺ συνοδευόταν ἀπὸ τὴν μετὰ δακρύων προσευχή του, συγχωροῦσε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἁμαρτωλῶν, στήριζε τοὺς ἀδυνάτους, διόρθωνε αὐτοὺς ποὺ ἔκαναν πονηρὰ ἔργα, θεράπευε τοὺς ἀρρώστους, εἰρήνευε τοὺς ἀνέμους. Στὸ μοναστήρι ἔκανε κοπιαστικὴ ἐργασία. Εἶχε τὴν ἀποθήκη μὲ τὰ βαριὰ ἀντικείμενα.
Κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι οἱ Ρῶσοι μοναχοὶ βρίσκονταν σὲ μεγάλη ταραχή, λόγω τῆς τυραννίας τῶν μπολσεβίκων στὴν ρωσικὴ ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τότε αὐτὸς ἀπήντησε: «Καὶ ἐγὼ στὴν ἀρχὴ εἶχα ταραχὴ γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Μετὰ ὅμως ἀπὸ πολλὴ προσευχή μου ἦρθαν οἱ ἑξῆς λογισμοί: " Ὁ Κύριος ἀγαπᾶ ἀνέκφραστα ὅλους". Ἐκεῖνος γνωρίζει τὰ σχέδια ὅλων καὶ τὸν καιρὸ τοῦ καθενός. Ὁ Κύριος ἐπέτρεψε τὸν διωγμὸ στὸ Ρωσικὸ λαὸ γιὰ κάποιο μελλοντικὸ καλό. Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ τὸ καταλάβω οὔτε νὰ τὸ σταματήσω. Αὐτὰ λέω στοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἔχουν ταραχή: " Ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ βοηθήσετε τὴν Ρωσία μόνο μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Μοῦ μένει μόνο ἡ προσευχὴ καὶ ἡ ἀγάπη. Ὁ θυμὸς καὶ οἱ κραυγὲς ἐναντίον τῶν ἄθεων δὲν διορθώνουν τὰ πράγματα"».
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Πέμπτη 10 Μαΐου 2018



Ἡ εὐλογημένη σιωπὴ
Σιώπα καί εἰρήνευε.
Ὁ πολύλογος, ἔστω κι ἄν εἶναι ρήτορας, πνευματικά δέν εὐδοκιμεῖ.
Ἡ ἀργολογία ἐκδιώκει ἀπό τήν καρδιὰ τό χαροποιόν πένθος.
Νά ὁμιλεῖς μόνο ὅταν πρόκειται νά πεῖς κάτι ἀνώτερο τῆς σιωπῆς.
Αὐτός, πού θέλει νά μιμηθῆ τόν πράο καί ἡσύχιο Κύριο, πρέπει νά ἀγαπήση τήν εὐλογημένη σιωπή. Τότε μόνο θά μπορεῖ νά προφέρη ἀδιαλείπτως τό πανάγιό Του ὄνομα καί νά ἐργάζεται διαρκῶς τό θέλημά Του "ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς" του καί μέ πόθο ἅγιο.
Γιά νά ἀποκτήσης τή σιωπή καί τήν ἡσυχία στήν καρδιά σου, ἀπόφευγε τίς περιττές βιοτικές σκέψεις. Ἔτσι θά σωθεῖς καί θά συγχορεύης μέ Ἀγγέλους.
Νά γνωρίζεις γιά ποιό σκοπό σιωπᾶς. Ἄν π.χ. μέ τή γλώσσα σιωπᾶς καί μέ τόν λογισμό σου κατακρίνης, δέν σέ ὠφελεῖ μία τέτοια σιωπή. Οὔτε πάλιν ὠφελεῖ νά σιωπᾶς καί στήν καρδία σου νά βασιλεύη μελαγχολία καί ἀπόγνωση.
Ἕνας Γέροντας, πολύ μεγάλος νηστευτής, εἶπε: "Ἐκείνη τήν ἡμέρα, πού θά παραβιάσω ἀσκόπως τήν εὐλογημένη σιωπή, δέν μπορῶ οὔτε κι αὐτό τόν κανόνα τῆς νηστείας μου νά τηρήσω, καθώς πρέπει".
Γιά τή σιωπή, πού μ’ ἐρωτᾶς, πρέπει νά ξέρεις ὅτι αὐτή δέν ἔγκειται μόνο στή σιωπή τῆς γλώσσας, ἀλλά πρό παντός στή σιωπή τῶν λογισμῶν. Ἄν δηλαδή σιωπᾶ ἡ γλώσσα σου, οἱ λογισμοί σου ὅμως κρίνουν καί καταδικάζουν τούς ἄλλους, ἔ! τότε αὐτό δέν εἶναι σιωπή! Εἶναι γραμμένο κάπου: "Μπορεῖ νά ὁμιλῆς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως ἐσωτερικά νά ἔχης εὐλογημένη σιωπή, ἐπειδή δηλαδή δέν θά λέγης ἐκεῖνα, πού δέν ἁρμόζουν. Καί μπορεῖ νά σιωπᾶς ὅλη τήν ἡμέρα, καί ὅμως νά μήν τηρῆς θεάρεστα τή σιωπή, διότι ὁ λογισμός σου φλυαρεῖ καί κατακρίνει".
Ἔλεγε κάποιος: "Ἄν καί πολλές φορές μετάνοιωσα, ἐπειδή μίλησα, ὅμως ποτέ μου δέν μετάνοιωσα, ἐπειδή σιώπησα." Καί ἐγώ σέ συμβουλεύω νά ὁμιλῆς μόνο, ὅταν πρόκειται νά πῆς κάτι, πού εἶναι καλύτερο τῆς σιωπῆς!
Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή σιωπή, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Ὅπως ὑπάρχει ἡ καλή ὁμιλία, ὑπάρχει καί ἡ κακή. Καλή σιωπή εἶναι ἡ ταπεινή, ἡ ἐσωτερική, αὐτή, πού συνοδεύεται μέ προσευχή, καί γεμίζει τήν ψυχή μέ χαρά. Κακή σιωπή εἶναι ἐκείνη, πού τήν συνοδεύει ἡ δειλία, ἡ ἐσωτερική κατάκριση, ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ θλίψη, ἡ ἀπόγνωση. Καλή ὁμιλία εἶναι ἐκείνη, πού λέγει τά σωστά καί ἀναγκαῖα. Κακή ὁμιλία εἶναι ἡ ἀργολογία, ἡ εὐτραπελία, ἡ κολακεία, ἡ ὑποκρισία, ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ αἰσχρολογία, ἡ κατάκριση, ἡ συκοφαντία καί ὅλα τά παρόμοια. Πρέπει λοιπόν νά ἀποκτήσουμε "νοῦν Χριστοῦ", ὥστε νά μποροῦμε νά διακρίνουμε πότε θά πρέπει νά μιλήσουμε καί πότε θά πρέπει νά σιωπήσουμε.
Γέρων Γερμανὸς Σταυροβουνιώτης

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018



Δέν εἶναι στραβός ὁ γιαλός, ἐμεῖς στραβά ἀρμενίζουμε
Σίγουρα δέν εἶναι στραβός ὁ γιαλός. Ἐμεῖς εἴμαστε πού ἀρμενίζουμε στραβά. Προσπαθῶ νά καταλάβω πῶς τελικά σάλεψε ὁ νοῦς μας καί τά αὐτονόητα τά διαγράψαμε ἀπό τήν ζωή μας.
Μέχρι τώρα θεωρούσαμε αὐτονόητο τό πόσο δύσκολο εἶναι ἕνα παιδί νά μεγαλώσει χωρίς μάνα. Ἀναπτύξαμε μάλιστα μιά ὁλόκληρη ψυχολογική ὑποστήριξη πρός μία τέτοια κατεύθυνση.
Εἴτε ἡ μάνα ἔφευγε ἀπό τήν ζωή, εἴτε ἐγκατέλειπε τήν οἰκογένεια της, ἡ θέση τοῦ πατέρα ἦταν πολύ δύσκολη. Ὄχι σπάνια ὁ πατέρας ἀναζητοῦσε μιά ἄλλη μάνα γιά τά παιδιά του καί ξαναπαντρευόταν μιά ἄλλη γυναῖκα γιά νά τήν βάλει στή θέση τῆς μάνας.
Δικαιολογημένα ὁ Μητροπολίτης Δημητριάδος κ. Ἰγνάτιος ἐτοῦτες τίς ἡμέρες ἔλεγε: «Ἀπορῶ πῶς σκέπτονται κάποιοι ὅτι εἶναι δυνατόν νά μεγαλώσουν παιδιά πού θά στερηθοῦν τή λέξη καί τό πρόσωπο τῆς μητέρας. Ποιός εἶναι αὐτός πού μπορεῖ νά νομοθετήσει ὅτι ἕνα παιδί θά μεγαλώσει χωρίς μάνα, ὅταν ὅλοι ξέρουμε τί σημαίνει μάνα στήν ζωή μας. Αὐτό ξεπερνᾶ τήν λογική μου. Καλός ὁ ἐκσυγχρονισμός καί οἱ μοντέρνες ἰδέες, ἀλλά κάπου χρειάζεται ἕνα ὅριο»
Σέ αὐτό τόν προβληματισμό τοῦ Σεβασμιωτάτου θέλω νά ἀπαντήσουν ὅλοι οἱ βουλευτές τῶν πολιτικῶν κομμάτων, θέλω νά τόν ἀξιοποιήσουν οἱ Βουλευτές τοῦ ΣΥΡΙΖΑ πού δικαιολογημένα ἀντιδροῦν, θέλω νά ἀπαντήσουν ὁ κ. Βενιζέλος καί ἡ κ. Μπακογιάννη πού πίστευα ὅτι δέν τούς ἔχει λείψει ὁ κοινός νοῦς.
Δέν μιλῶ γιά τό ΠΟΤΑΜΙ γιατί τό ἔβλεπα πάντα θολό. Θἄθελα νά μοῦ ἀπαντήσουν ἄν μιά τέτοια νομοθεσία συνιστᾶ ἐκσυγχρονισμό καί πρόοδο ἤ ἐπιστροφή στήν βαρβαρότητα. Στήν ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος ἐθεωρεῖτο res, ἀντικείμενο δηλαδή καί ὄχι πρόσωπο.
Σέ μιά ἐποχή πού κόπτονται πολλοί γιά τά ἀνθρώπινα δικαιώματα δέν ὑπάρχουν βουλευτές πού νά σκεφθοῦν τά δικαιώματα τῶν παιδιῶν, αὐτῶν τῶν ἀθώων πλασμάτων;
Ποιός μᾶς ἐδωσε τό δικαίωμα νά τά περιφρονοῦμε τόσο βαθειά καί νά τά χρησιμοποιοῦμε γιά νά μαζέψουμε ψήφους ἤ γιά νά παραστήσουμε τούς μοντέρνους;
Ποῦ εἶναι ἡ περίφημη «Παγκόσμια Ἡμέρα τοῦ Παιδιοῦ;» Γιά νά ἱκανοποιήσουμε μιά μερίδα ἀνθρώπων, γιά νά νιώσουν αὐτοί πιό φυσιολογικοί πρέπει νά θυσιάσουμε τά παιδιά;
Νά τά καταδικάσουμε νά ζοῦν σέ μιά μή φυσιολογική ἀτμόσφαιρα γιά νά νιώσουν καλύτερα κάποιοι ἄλλοι; Ἔλεος πιά! Πρόκειται γιά παραφροσύνη!
Δέν μετράει ἡ ψυχολογία τῶν παιδιῶν, δέν μετράει ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἕνα παιδί γεννιέται, ἀπό μιά μάνα καί ἕναν πατέρα, δέν μετρᾶνε οἱ κραυγές τῶν παιδιῶν πού εἶχαν αὐτή τή δυστυχία, ὅπου τό ἕνα ἔστειλε στό δικαστήριο τούς ὑποτιθέμενους «γονεῖς» του καί τό ἄλλο κραυγάζει: «μήν κάνετε αὐτό τό λάθος» μέ ἀφορμή τήν δική του ἐμπειρία; Τόσο κουφοί γίναμε ὅλοι ἤ τόσο σκληροκάρδιοι καί ἀπάνθρωποι;
Σέβομαι τό δικαίωμα τοῦ καθενός νά ἐπιλέγει τόν τρόπο τῆς ζωῆς του, ἀλλά πρέπει νά σέβεται καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων. Δέν ἔχουμε μόνο δικαιώματα στήν ζωή, ἀλλά καί ὑποχρεώσεις.
Θά ἤθελα νά ἄκουγα κάποια ὁμόφυλα ζευγάρια νά ἔχουν τήν δύναμη νά φωνάξουν ἀπό μόνοι τους: «Δέν τόν θέλουμε αὐτό τό νόμο! Δέν ταιριάζει στά παιδιά μιά τέτοια δική μας σχέση. Ἐπιλέξαμε τόν δρόμο μας, δέν θέλουμε ὅμως νά πάρουμε στό λαιμό μας κανένα. Δέν θά πάρετε μέ τέτοιους νόμους τήν ψῆφο μας!
Θἄθελα νά πῶ στόν κ. Βενιζέλο ὅτι τό νά ἔχει ἕνα παιδί μιά μάνα καί ἕνα πατέρα δέν εἶναι μόνο διδασκαλία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ἀλλά παγκόσμια ἀξιακή κληρονομιά, παγκόσμια κοινή συνείδηση, πανανθρώπινη συμπεριφορά καί τάξη.
Πάντοτε ὑπῆρχαν ἄνθρωποι πού εἶχαν ποικίλες ἰδιαιτερότητες. Εἶχαν ὅμως ἕνα μέτρο, δέν προσπαθοῦσαν νά ἐπιβάλουν στόν ἄλλο τόν δικό τους τρόπο τῆς ζωῆς.
Μερικοί βλέπουν τά πράγματα μόνο νομικά καί πιστεύουν ὅτι ἡ ἄρνηση θά καταπέσει στά εὐρωπαϊκά δικαστήρια. Ἐδῶ μποροῦμε νά θαυμάσουμε τήν ἀπάτη τῆς ἐξουσίας.
Νομοθετεῖ τό σύμφωνο συμβίωσης γιά τά ἑτερόφυλα ζευγάρια, ρίχνοντας στάχτη στά μάτια τῶν ἀνθρώπω, ξέροντας ὅτι θά ἐπιβληθεῖ ἀπό τά ἁρμόδια εὐρωπαϊκά ὄργανα ἡ ἐξίσωση καί πρός τά ὁμόφυλα τά ὁποῖα στήν ἀρχή ἀποκλείει ἀπό τήν τεκνοθεσία γιά νά μπεῖ στήν συνέχεια ἡ τεκνοθεσία πονηρά ἀπό τήν πίσω πόρτα, ὁπως ἐπιχειρεῖται τώρα.
Δέν εἴμαστε ὑπερβολικοί διεκδικώντας τό αὐτονόητο καί τό ἀναγκαῖο. Ἕνα παιδί νά μάθει ὄχι ἀπό τά βιβλία καί τίς φωτογραφίες τή λέξη μάνα καί τό πρόσωπο τῆς Μάνας, ἀλλά νά τό βιώνει στήν ζωή του.
Ζητοῦμε νά μήν κατασκευάσουμε Ὀργουελικά παιδιά, παιδιά δύο ταχυτήτων. Ἀπαιτοῦμε τόν σεβασμό στήν παιδική ἀθωότητα. Τό δίλημμα πού θέτει ἡ Πολιτεία, νά ἐπιλέξουμε δηλαδή ἀνάμεσα σέ δύο κακά, τήν ἱδρυματική ζωή καί τήν ζωή ἀνάμεσα σέ ὁμόφυλα ζευγάρια, εἶναι καί πονηρό καί αἰσχρό.
Ἡ ἐπιλογή εἶναι ἡ ὑγεία καί καμιά ἀρρώστια. Καί ἐάν ὁ νόμος τούς ἀναγκάζει, νά ἀλλάξουν τόν νόμο. Ἄς ἀπαγορεύσουν τήν ἀναδοχή καί στά ἑτερόφυλα ζευγάρια, ἀφοῦ ἡ ἐπιλογή τοῦ συμφώνου συμβίωσης, ἀντί ἔστω γιά τόν πολιτικό γάμο, δείχνει τό εὔθραυστο μιᾶς τέτοιας σχέσης, δηλαδή μιά καινούρια περιπέτεια γιά τά παιδιά.
Ἀλλοίμονο ἄν ἡ Ἑλλάδα δέν ἔχει τήν δύναμη νά ὑψωθεῖ πάνω ἀπό ἕνα ἄνομο νόμο. Τελικά δέν εἶναι στραβός ὁ γιαλός, ἐμεῖς στραβά ἀρμενίζουμε.
Μητροπολίτης Σιατίστης Παῦλος