Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014


Ἐπεξεργαστής κειμένου

Ὁ Διευθυντής τοῦ σχολείου ζήτησε ἀπό τούς καθηγητές νά φέρουν γραπτά ἐξετάσεων μέ κείμενα μαθητῶν, ὥστε νά δοῦν στήν πράξη πῶς γίνεται ἡ διόρθωση ἔκθεσης μέ χρήση ἐπεξεργαστῆ κειμένου.

Τό συγκεκριμένο κείμενο ἔκλεψε τήν παράσταση:
Α΄ τάξη Γυμνασίου
( κάπου στήν Κρήτη)

Ο λουκάς εβανκελίστηκε ότι θα γενιθή ο Χρηστός.
τότε ο θεός πέζη μια τ  ανκέλου κε λεει του.
γλάκα μορέ στη γη να βρις το μαριό κε να του ιπής πως θα γενησι το Χρηστό.
γλακά ο ανκελος στη γη πιγε και ηβρικε το μαριό κε ειπεν του.
μαριό εσυ δε το κατεχεις μα ισε βαρεμένο* γιατι θα γενισις το Χρηστό.
το μαριο τοτε λέι όφου και όφου* ιντάπαθα κε ιντανε τα που μου μιλίς, ας εινε ομως θα γενισω το Χρηστό, πιος άντρας όμως θα με παντρεφτει;
κε ιπε τση ο ανκελος, μη στεναχωράσε μαριό κε εγώ θα σου βρω άντρα.
κε πάι ο ανκελος στου οιωφισ* κε του λέι.
οιωφισ το μαριό ινε βαρεμένο από το Θεό κε θα γενισει το Χρηστό, συ όμως θα το παντρεφκης κε δε θα σε νιαζει πράμα.
τοτε ο οιωφισ που δε πιστεβε τα λογια του ανκελου παντρέφτικε το μαριό κε όταν κατάλαβε ότι ήταν βαρεμένο έδωσε εντολή να σφάξουν όλα τα πεδιά.

* βαρεμένο= ἔγκυος
* όφου και όφου= ἄχ καί βάχ
* οιωφισ = Ἰωσήφ


Ὁ ἐπεξεργαστής κειμένου σήκωσε τά χέρια ψηλά…


Τετράδιο 119 * Νοέμβριος 2009

Κυριακή 30 Μαρτίου 2014


Λαθὼν ἐτέχθης
Ὁ Χριστὸς καὶ Λόγος ἐκένωσεν ἑαυτόν, ὁ ἴδιος ἀποστέρησε θέλων τὸν ἑαυτό του ἀπὸ ὅλα τὰ θεϊκὰ γνωρίσματα. Ὁ Χριστὸς ποὺ ἔγινε ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων δὲν εἶναι πλέον ἀναγνωρίσιμος ὡς Θεός. Ἡ θεότητα εἶναι κρυμμένη, λανθάνει μέσα στὴν ἀνθρώπινη μορφή. «Λαθὼν ἐτέχθης ὑπὸ τὸ σπήλαιον» ψάλλει ἕνα τροπάριο τῶν Χριστουγέννων.
Ἡ κένωσις, ἡ ἑκούσια πτωχεία τοῦ Πλουσίου καὶ ἡ ἠθελημένη ἀδυναμία τοῦ Δυνατοῦ, ἀνήκει μόνο στὸν Θεό, εἶναι τὸ ἀκατανόητο μυστήριο τῆς θείας ἀγάπης. «Οὐ γὰρ ἔστιν ἀνθρώπων οὐδεὶς ὃς τοῦτον οἰκειώσεται τὸν λόγον. Οὐδεὶς τῶν πώποτε γενομένων ἁγίων, μονογενὴς ἦν Θεός, γενόμενος ἄνθρωπος. Τοῦτο γὰρ ἔστιν ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχοντα, μορφὴν δούλου λαβεῖν» γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.
Ὡστόσο ἡ κενωτικὴ κίνηση ὁρίζει, γιὰ ὅλους μας, τὸν τρόπο τῆς ἀγάπης. H ἀγάπη εἶναι κενωτικὴ καὶ ὁ παντοτινὸς τύπος καὶ ὑπογραμμός της εἶναι ἡ κένωση τοῦ Χριστοῦ. Μὲ ἄλλα λόγια, ἀγάπη δὲν σημαίνει νὰ κρατήσεις σὰν λάφυρο (ἁρπαγμόν) αὐτὸ ποὺ ἔχεις οὔτε, πολὺ περισσότερο, νὰ ἀποκτήσεις ἄλλα λάφυρα, ἀλλὰ νὰ δώσεις, δηλαδὴ νὰ χάσεις, νὰ χάσεις ἀκόμη καὶ τὴ ζωή σου. Ἡ ἀγάπη εἶναι θυσία.
Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ ὄχι θεωρητικά, στὸ πλαίσιο μιᾶς χριστολογικῆς συζήτησης, ἀλλὰ μέσα σὲ ἠθικὰ συμφραζόμενα, καλώντας ἀκριβῶς τοὺς χριστιανοὺς τῶν Φιλίππων νὰ ἀποκτήσουν τὸ κενωτικὸ φρόνημα τοῦ Χριστοῦ: «μηδὲν κατὰ ἐρίθειαν ἢ κενοδοξίαν, ἀλλὰ τῇ ταπεινοφροσύνῃ ἀλλήλους ἡγούμενοι ὑπερέχοντας ἑαυτῶν», μὴν κάνετε τίποτε ἀπὸ ἀνταγωνισμὸ ἢ ἀπὸ ματαιοδοξία, ἀλλά μὲ ταπεινοφροσύνη ἂς θεωρεῖ ὁ καθένας ἀνώτερό του τὸν ἄλλο.
Ἡ λέξη κένωσις τοῦ ἀποστόλου Παύλου κυκλοφορεῖ ἀμετάφραστη στὶς εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες. Ἀκόμη περισσότερο ἀμετάφραστο μένει τὸ νόημά της στὴ ζωή μας. Ἐν πάσῃ περιπτώσει αὐτὸ εἶναι ποὺ ἑορτάζει τα Χριστούγεννα ἡ Ἐκκλησία. Οἱ ἄνθρωποι δὲν ἑορτάζουν τίποτε, ἁπλῶς ψωνίζουν.
Σταῦρος Ζουμπουλάκης

Τετράδιο 120 * Δεκέμβριος 2009

Σάββατο 29 Μαρτίου 2014


Ἡ μυγδαλιά

Ἐκoύνησε τὴν ἀνθισμένη μυγδαλιὰ
μὲ τὰ χεράκια της
κι ἐγέμισε ἀπὸ ἄνθη ἡ πλάτη, ἡ ἀγκαλιὰ
καὶ τὰ μαλλάκια της.
Ἄχ! χιονισμένη σὰν τὴν εἶδα τὴν τρελλὴ
γλυκὰ τὴ φίλησα,
τῆς τίναξα τὰ ἄνθη ἀπ᾿ τὴν κεφαλὴ
κι ἔτσι τῆς μίλησα:
-Τρελλὴ νὰ φέρεις στὰ μαλλιά σου τὴ χιονιὰ
τὶ τόσο βιάζεσαι;
Μόνη της θὲ νὰ ᾿ρθεῖ ἡ βαρυχειμωνιά,
δὲν τὸ στοχάζεσαι;
Τοῦ κάκου τότε θὰ θυμᾶσαι τὰ παλιὰ
τὰ παιχνιδάκια σου,
κοντὴ γριούλα μὲ τὰ κάτασπρα μαλλιὰ
καὶ τὰ γυαλάκια σου.


                                             Γεώργιος Δροσίνης

Τετράδιο 120 * Δεκέμβριος 2009

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014


Ὁ κὺρ Κατακουζνός
«Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλὰ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς λόγους;».
Τέτοιος ἕνας πρᾶος καὶ ἡσύχιος ἤτανε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Ρωμιοράφτης ἤτανε τὸ ζαναάτι του, «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα» ὅπως ἔλεγε ὁ ἴδιος. Τοὺς λέγανε ρωμηοραφτάδες, ἐπειδὴς ράβανε ροῦχα ρωμέικα, δηλαδὴ σαλβάρια, σταυρωτές, γοῦνες μὲ γιρμισούτια καὶ μὲ χάρτζα, ψιλοδουλειὰ πολλή. Οἱ ραφτάδες πάλι ποὺ ράβανε στενά, φράγκικα, λεγόντανε φραγκοραφτάδες.
Οἱ ρωμιοραφτάδες ἤτανε ντυμένοι μὲ σαλβάρια, κι ἤτανε γνωστικοί, ταπεινοί, χριστιανοί, λιγόλογοι καὶ σιγομίλητοι σὰν πνεματικοί, νιοὶ καὶ γέροι. Τὰ μαγαζιά τους εἴχανε καπάντζες, κι ἤτανε καθαρά, νοικοκυρεμένα, καὶ συχνάζανε σὲ δαῦτα ἀνθρῶποι θρῆσκοι καὶ ἥσυχοι, ποὺ περνούσανε δίπλα σου δίχως νὰ τοὺς καταλάβεις.
Μπροστὰ στὴν καπάντζα εἴχανε σοφάδες καὶ ράβανε καθισμένοι σταυροπόδι, μὲ βγαλμένα τὰ παπούτσια, μὲ τὰ τσουράπια. Μ᾿ ἕναν λόγο, ἤτανε ἀληθινὰ «εἰρηνικὸν ἐπάγγελμα», ὅπως τό ᾿λεγε ὁ μπάρμπα Κατακουζνός.
Σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμπε τὸ πρόσωπό του. Περπατοῦσε σκυφτὸς μὲ τὰ χέρια του σταυρωμένα, σ᾿ ἕνα σχῆμα ποὺ φανέρωνε τὴν πραότητα. Γεροντάκι ἀδύνατο, «καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη», μὲ φτωχικὰ ροῦχα καθαρότατα, πάντα κουμπωμένος, μ᾿ ἕνα στενὸ ζουνάρι στὴ μέση του. Τὰ καλάμια τῶν ποδαριῶν του ἤτανε ψιλὰ ὅπως τοῦ πουλιοῦ.
Περπατοῦσε σκυφτὸς καὶ μαζεμένος, σὰ φοβισμένος κι ἀνετριχιασμένος, καὶ κοιτοῦσε στὴ γῆς, καὶ μουρμούριζε ὁλοένα ρητὰ ἁγιασμένα καὶ λόγια ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι.
Καθότανε σ᾿ ἕνα παλιὸ σπίτι στὸν ἀπάνω μαχαλᾶ, στὸν ἅγιο Βασίλη. Ἔψελνε τὴν Κυριακὴ σὲ μία μικρὴ ἐκκλησιὰ παράμερη.
Ἂν λάχαινε νὰ πάγει σ᾿ ἕνα μέρος καὶ λέγανε λόγια φωναχτὰ καὶ θυμωμένα, ἔφευγε δίχως νὰ τὸν καταλάβει κανένας. Εἰρηνοποιός, βλογημένος ἄνθρωπος.
Μία φορὰ ἔβρεξε, καὶ κάποιος τὸν ρώτηξε «Μπάρμπα Στυλιανέ, εἶναι καλὴ ἡ βροχὴ γιὰ νὰ γεννήματα;» καὶ κεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε «Τωόντις, παιδί μου, εἶναι πολὺ ὠφέλιμη, δόξα σοι ὁ Θεός. Εἰρηνικὸς ὑετός!»
Τὴ μεγάλη Τρίτη ἔψελνε μὲ κατάνυξη τὸ τροπάρι τῆς Κασσιανῆς «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή».
Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ τό ᾿ψαλε, ἅμα ἀπόλυσε ἡ ἐκκλησιὰ καὶ βγήκανε ἔξω, ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς τράβηξε στὸ σπίτι του μαζὶ μ᾿ ἕναν φίλο του γέρο θεοφοβούμενο, καὶ κεῖνος τοῦ ᾿πε «Κὺρ Στέλιο, εὖγε! Φέτος τό ᾿ψαλες ἐξαίσια».
Ὁ μπάρμπα Κατακουζνὸς δάκρυσε καὶ τοῦ ἀπάντησε: «Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ποὺ μᾶς ἀξίωσε καὶ φέτος νὰ τὸ ψάλλουμε. Κατανυκτικὰ τὸ εἴπαμε. Μερικοὶ ἐδάκρυσαν».
Ὁ καημένος ὁ μπάρμπα Κατακουζνός. Θεὸς σχωρέσ᾿ τον.
Ψυχὲς ἁγιασμένες, ποὺ σᾶς λερώνουνε τ᾿ ἁμαρτωλὰ τὰ χείλια μας! Ὦ ταπείνωση, ποὺ στόλιζες τὸ γένος μας σὲ καιροὺς βασανισμένους! Πῶς μίσεψες ἀπὸ μᾶς κι ἀσκημίσαμε, καὶ γενήκαμε δαιμονόψυχοι, ἐγωιστές, κι ἀδιάντροποι, στολισμένοι μὲ τὴ μαύρη στολὴ τοῦ Σατανᾶ!
Ἄνθρωπε ἄμυαλε, τί τρέχεις σὰν τρελὸς ξοπίσω ἀπὸ ἴσκιους; Ζῆσε μὲ ἁπλότητα. Γίνε σὰ μέρμηγκας μπροστὰ στὸ Θεὸ καὶ τότες θὰ νοιώσεις τὴ θερμὴ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ σὲ ζεστάνει.
Φώτης Κόντογλου


Τετράδιο 120 * Δεκέμβριος 2009

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014


Οἱ λαϊκοὶ και ἡ εὐχή
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ καθηγητὴς τῆς νοερᾶς προσευχῆς, εἶχε ἕναν ὑποτακτικόν, Ἰὼβ τὸ ὄνομα, γηραλέον εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ ἁπλοῦν εἰς τοὺς τρόπους. Ἄκουσε μία ἡμέρα τὸν Ἅγιον Γρηγόριον ποὺ ἐδίδασκε καὶ ἔλεγε εἰς τοὺς προσκυνητάς, ὅτι ὅλοι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νὰ προσεύχωνται μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πάσης ἡλικίας καὶ πνευματικῆς καταστάσεως. Διότι, ἐὰν ἦταν ἀδύνατον νὰ γίνη αὐτό, δὲν θὰ προέτρεπε ὁ Θεός, διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, νὰ εὔχωνται οἱ Χριστιανοὶ ἀδιαλείπτως.
Αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν ἔκαμε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ ἐπήγαιναν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν. Εἶχε φύγει τότε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ εὑρίσκετο εἰς τὴν Θεσσαλονίκην. Ὁ Ἰὼβ ἀκούγοντας αὐτὴν τὴν διδασκαλίαν σκανδαλίσθηκε καὶ εἶπε πρὸς τὸν Γέροντά του: «Ἐμεῖς εἴμεθα μοναχοὶ καὶ ἔχομε χρόνον νὰ λέγωμεν αὐτὴν τὴν εὐχὴν. Οἱ λαϊκοὶ ὅμως ποὺ ἔχουν τόσες μέριμνες καὶ ἀσχολίες μὲ τὴν οἰκογένειαν καὶ τὶς ἐργασίες τους, πῶς μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχουν αὐτό; Νομίζω πὼς ἡ προσευχὴ αὐτὴ εἶναι μόνον διὰ τοὺς μοναχούς».
Ὄχι, τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἐὰν ἦταν ἀκατόρθωτον, ὁ Θεὸς δὲν θὰ προέτρεπε διὰ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου τό «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ἡ ρίζα καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους. Τὸν καιρὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων δὲν ὑπῆρχον μοναχοί. Ἑπομένως, διὰ τοὺς εἰς τὸν κόσμον ἀγωνιζομένους Χριστιανούς, ἀπευθύνει τὴν προτροπὴν αὐτὴν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, περὶ τῆς προσευχῆς.
Ὁ Ἰὼβ ὅμως δὲν ἐπείθετο καὶ συνέχιζε νὰ ἐπιμένη εἰς τὴν γνώμην του. Διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος διέκοψε τὴν συζήτησιν καὶ ἐπῆγε νὰ ἡσυχάση εἰς τὸ κελλίον του. Τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ὁ μοναχὸς Ἰὼβ.
Ὅταν ὅμως ὁ Ἰὼβ ἔφθασε εἰς τὸ κελλίον του, ἐμφανίσθηκε ἐνώπιόν του Ἄγγελος Κυρίου καὶ τοῦ λέγει: «Διατί ἀντιλέγεις καὶ δὲν πείθεσαι εἰς ὅσα λέγει ὁ Γρηγόριος; Εἶναι σωστὸ αὐτὸ ποὺ διδάσκει, διὰ τοῦτο νὰ ὑπακούης εἰς αὐτὸν καὶ νὰ μὴν ἀντιλέγης».
Πῶς νὰ μὴν δοξολογήσωμεν τὸν Ἅγιον Θεὸν καὶ τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ποὺ μᾶς κατέστησαν κληρονόμους μιᾶς τέτοιας πνευματικῆς κληρονομιᾶς;
Ὁ Γέροντάς μας Ἐφραὶμ μᾶς ἐδίδασκε νὰ λέμε εἰς τὴν ἀρχὴν τὴν εὐχὴν προφορικά. Πρέπει νὰ λέμε συνέχεια μὲ τὸ στόμα: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Ἡ φωνὴ ἡ ὁποία βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα συγκεντρώνει τὸν νοῦν ὁ ὁποῖος μετεωρίζεται, καὶ ἀρχίζει τότε ὁ νοῦς νὰ προσέχη τὰ λόγια τῆς εὐχῆς.
Ὅταν ἔχετε χρόνον εἰς τὸ σπίτι σας καὶ τὴν ἀπαιτουμένη ἡσυχία ἀρχίσετε νὰ λέγετε μὲ κατάνυξι τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με. Καθὼς περνάει ὁ χρόνος, ἡ προφορικὴ αὐτὴ εὐχή ἑλκύει τὸν νοῦν πρὸς τὰ ἔσω καὶ συγχρόνως δημιουργεῖται εἰς τὴν ψυχὴν ἕνα ἄλλο κλίμα. Αἰσθάνεται ἡ ψυχὴ χαρά, εἰρήνη, γλυκύτητα εἰς τὸ στόμα. Δὲν θέλει καθόλου νὰ διακόπτη τὴν εὐχὴν. Καὶ ὅταν ἐκ τῶν πραγμάτων ἀναγκάζεται νὰ διακόψη τὴν εὐχὴν, τὸ αἰσθάνεται αὐτὸ ἡ ψυχὴ μέσα της ὡσὰν μιὰ ἔλλειψι.
Ὅταν ἀρχίση νὰ συγκεντρώνεται ὁ νοῦς, τότε μποροῦμε νὰ λέγωμεν τὴν εὐχὴν νοερά, δηλαδὴ μὲ τὸν νοῦν. Ἐὰν συνεχίσωμεν αὐτὸ τὸ ἱερὸν ἔργον μὲ συνέπεια καὶ τάξι καὶ λέγωμεν τὴν εὐχὴν ἄλλοτε μὲ τὸ στόμα ἐκφώνως καὶ ἄλλοτε μὲ τὸν νοῦν, νὰ εἴμεθα βέβαιοι ὅτι θὰ αἰσθανθοῦμε μιὰ ἄλλη πνευματικὴν κατάστασιν μέσα μας.
Ὅταν ἡ οἰκοκυρὰ ἐργάζεται μέσα εἰς τὸ σπίτι της καὶ μαγειρεύει ἢ πλένει ἢ ὁ,τιδήποτε ἄλλο κάνει, ἂς λέγη ταυτοχρόνως καὶ τὴν εὐχὴν ἐκφώνως. Θὰ φύγουν ὅλοι οἱ λογισμοὶ καὶ τὸ σπίτι της θὰ γίνη ἕνας αἰσθητὸς παράδεισος. Ὅλα τότε θὰ εἶναι ὄμορφα καὶ γαλήνια εἰς τὸ σπίτι της καὶ τὰ λόγια τῆς εὐχῆς, ὡσὰν ἕνα ἱερὸ ἄσμα, θὰ διαποτίζουν τὴν ψυχήν της καὶ ὅταν θὰ ἔλθουν τὰ παιδιά της ἀπὸ τὸ σχολεῖον καὶ ὁ ἄνδρας της ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, θὰ τοὺς ὑποδεχθῆ μὲ τὴν θερμότητα τῆς εὐχόμενης καρδίας της καὶ θὰ τοὺς ἀφαίρεση τὸν κόπον καὶ τὸ ἄγχος.
Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχὴν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα.
Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.

Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστής, ἔκδοσις Ἱ. Μ. Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους

Τετράδιο 121 * Ἰανουάριος 2010

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014


Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική
Τή γλώσσα μοῦ ἔδωσαν ἑλληνική
τό σπίτι φτωχικό στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου στίς ἀμμουδιές τοῦ Ὁμήρου.
Ἐκεῖ σπάροι καί πέρκες
ἀνεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μές στά γαλάζια
ὅσα εἶδα στά σπλάχνα μου ν’ ἀνάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
μέ τά πρῶτα λόγια τῶν Σειρήνων
ὄστρακα ρόδινα μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα μαῦρα ρίγη.
Ἐκεῖ ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θεῖοι κι ἐξάδελφοι
τό λάδι ἀδειάζοντας μές στά πελώρια κιούπια
καί πνοές ἀπό τή ρεματιά εὐωδιάζοντας
λυγαριά καί σχίνο
σπάρτο καί πιπερόριζα
μέ τά πρῶτα πιπίσματα τῶν σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές μέ τά πρῶτα πρῶτα Δόξα Σοι.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα πρῶτα Δόξα Σοι!
Ἐκεῖ δάφνες καί βάγια
θυμιατό καί λιβάνισμα
τίς πάλες εὐλογώντας καί τά καριοφίλια.
Στό χῶμα τό στρωμένο μέ τ' ἀμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
καί Χριστός Ἀνέστη
μέ τά πρῶτα σμπάρα τῶν Ἑλλήνων.
Ἀγάπες μυστικές μέ τά πρῶτα λόγια τοῦ Ὕμνου.
Μονάχη ἔγνοια ἡ γλώσσα μου, μέ τά πρῶτα λόγια του Ὕμνου!


Ὀδυσσέας Ἐλύτης


Τετράδιο 121 * Ἰανουάριος 2010

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014


Μή κατ΄ ὄψιν κρίνετε
Κάποτε στό Ἅγιον Ὄρος ἦταν ἕνας μοναχός πού διέμενε στίς Καρυές. Ἔπινε καθημερινά καί μεθοῦσε καί γινόταν αἰτία νά σκανδαλίζονται οἱ προσκυνητές. Κάποια στιγμή πέθανε καί ἀνακουφισμένοι κάποιοι πιστοί πγαν στόν γέροντα Παΐσιο νά τοῦ ποῦν μέ ἰδιαίτερη χαρά ὅτι ἐπιτέλους λύθηκε αὐτό τό τεράστιο πρόβλημα.
π. Παΐσιος τούς ἀπάντησε ὅτι γνώριζε γιά τόν θάνατο τοῦ μοναχοῦ, ἀφοῦ εἶδε ὁλόκληρο τάγμα ἀγγέλων πού ἦρθαν νά παραλάβουν τήν ψυχή του. Οἱ προσκυνητές ἀπόρησαν καί διαμαρτυρήθηκαν καί κάποιοι προσπαθοῦσαν νά ἐξηγήσουν στόν γέροντα Παΐσιο γιά ποιόν ἀκριβῶς μιλοῦσαν, νομίζοντας ὅτι δέν κατάλαβε.
Τότε ὁ γέροντας τούς διηγήθηκε:
«Ὁ συγκεκριμένος μοναχός γεννήθηκε στήν Μικρά Ασία, λίγο πρίν τήν καταστροφή, ὅταν οἱ Τοῦρκοι μάζευαν ὅλα τά ἀγόρια. Γιά νά μήν τό πάρουν ἀπό τούς γονεῖς του, αὐτοί τό ἔπαιρναν μαζί τους στόν θερισμό καί γιά νά μήν κλαίει, τοῦ ἔβαζαν λίγο ρακί στό γάλα γιά νά κοιμᾶται. ς ἐκ τούτου μεγαλώνοντας ἔγινε ἀλκοολικός. Κάποια στιγμή καί μετά ἀπό ἀποτρεπτικές ἀπαντήσεις ἀπό διάφορους γιατρούς νά μήν κάνει οἰκογένεια, ἀνέβηκε στό Ὄρος καί ἔγινε μοναχός. Ἐκεῖ βρκε γέροντα καί τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἀλκοολικός.
Τοῦ εἶπε ὁ γέροντας νά κάνει μετάνοιες καί προσευχές κάθε βράδυ καί νά παρακαλεῖ τήν Παναγία νά τόν βοηθήσει νά μειώσει κατά ἕνα τά ποτήρια πού ἔπινε. Μετά ἕνα χρόνο κατάφερε μέ ἀγώνα καί μετάνοια νά κάνει τά 20 ποτήρια πού ἔπινε, 19 ποτήρια. Ὁ ἀγώνας συνέχισε μέ τήν πάροδο των χρόνων καί ἔφτασε τά 2-3 ποτήρια, μέ τά ὁποῖα ὅμως πάλι μεθοῦσε».

κόσμος ἔβλεπε χρόνια ἕναν ἀλκοολικό μοναχό πού σκανδάλιζε τούς προσκυνητές, ὁ Θεός ἔβλεπε ἕναν ἀγωνιστή μαχητή πού μέ μεγάλο ἀγώνα ἀγωνίστηκε νά μειώσει τό πάθος του.

Τετράδιο 121 * Ἰανουάριος 2010

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014


Ζητεῖται δάσκαλος ἀρχαίων ἑλληνικῶν!
Καλιφόρνια:
«Ὀκταμελής οἰκογένεια ζητεῖ δάσκαλο ἀρχαίων ἑλληνικῶν καί λατινικῶν. Μαθητές του θά εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, ὁ γιός καί ἡ κόρη, ἡλικίας ἑπτά καί ἕξι ἐτῶν. Τά τέσσερα νεώτερα παιδιά τῆς οἰκογένειας θά χρειαστοῦν κάποια προκαταρκτικά μαθήματα».
Ἡ ἀγγελία εἶναι δημοσιευμένη ἐντός πλαισίου στή σελίδα 33 τοῦ τεύχους τῆς 6ης Δεκεμβρίου 2002 τῆς βρετανικῆς ἐπιθεώρησης ΤLS. Συμπληρωματικά οἱ ἐνδιαφερόμενοι ἐξηγοῦν ὅτι προτιμοῦν κάποιον συνταξιοῦχο ἄνδρα ἤ γυναίκα πού νά ξέρει καλά καί τίς δύο γλῶσσες, ὅτι ὁ μισθός εἶναι ἐξαιρετικός καί ὅτι κατοικοῦν σέ ἕναν ἀπό τούς λόφους πού ἔχουν θέα στό Μonterey Βay.
Προσπάθησα νά τούς φαντασθῶ: σίγουρα δέν εἶναι μεγάλοι στήν ἡλικία γιά νά εἶναι τά μεγάλα τους παιδιά ἑπτά καί ἕξι ἐτῶν. Μπορεῖ νά εἶναι σαράντα ἤ ἀκόμη καί κάτω ἀπό σαράντα. Σίγουρα εἶναι εὔποροι.
Ὄχι μόνον μποροῦν νά δίνουν ἕναν καλό μισθό σέ ἕναν δάσκαλο ἀρχαίων ἑλληνικῶν καί λατινικῶν, ἀλλά δέν χρειάζεται καί νά ἐργάζονται κιόλας, ἀφοῦ μποροῦν νά ἀπασχοληθοῦν πλήρως γιά τήν ἐκμάθηση τῶν δύο αὐτῶν νεκρῶν γλωσσῶν.
Σίγουρα δέν εἶναι γκέι - ἐκτός καί ἄν πρόκειται γιά ζευγάρι ἀνδρῶν ἤ γυναικῶν πού ἔχουν υἱοθετήσει ἕξι παιδιά. Σίγουρα δέν εἶναι βουδιστές - κουβέντα γιά σανσκριτικά στήν ἀγγελία.
Μπορεῖ νά εἶναι θρησκόληπτοι - ἐάν τά ἕξι παιδιά εἶναι δικά τους καί δέν εἶναι υἱοθετημένα, ἡ ὑπόθεση δέν πρέπει νά ἀπορριφθεῖ.
Μπορεῖ νά εἶναι ψυχοπαθεῖς οἱ ὁποῖοι θέλουν νά παρασύρουν κάποιον ταλαίπωρο συνταξιοῦχο φιλόλογο γιά νά τόν κόψουν κομματάκια σέ κάποια ἀπό τίς παγανιστικές ὁλονυχτίες τους.
Μπορεῖ. Εἶναι καί τό πιό πιθανό, ἐξάλλου.
Ἀλλιῶς, πῶς νά ἐξηγήσει κανείς τέτοια τρέλα; Γιατί εἶναι σίγουρο ὅτι πρόκειται περί τρέλας.
Γιά φαντασθεῖτε κάποιον ἀπό τούς δικούς μας προύχοντες τῆς Μυκόνου, μέ 4 x 4, θράσος ἐπιτυχημένου πειρατῆ καί αὐτοπεποίθηση νεοευρωπαίου μέ πισίνα νά ζητάει δάσκαλο ἀρχαίων ἑλληνικῶν καί λατινικῶν;
Οἱ ἄνθρωποι εἴτε τρελοί εἶναι, εἴτε δέν ἔχουν ἰδέα τί θά πεῖ πρόοδος καί πνευματική ἀνάπτυξη ἑνός τόπου.
Δέν πῆραν εἴδηση ἀπό τήν κοσμογονία πού ἔγινε στήν ἑλληνική ἐκπαίδευση πρίν ἀπό δύο δεκαετίες, ὅταν οἱ μεγάλοι μας μεταρρυθμιστές ἀποφάσισαν νά καταργήσουν τή διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν γιά νά τήν ἐπαναφέρουν ἀπό τό παράθυρο κολοβωμένη, μίζερη, ταλαίπωρη καί ἀφόρητα ὑποχρεωτική - γιά τά λατινικά δέν γίνεται κουβέντα, οὕτως ἤ ἄλλως, αὐτά ἀπό τήν ἐποχή τήν δική μου διδάσκονταν στήν καθ' ἡμᾶς Ἀνατολή ὑπό μορφήν Κρυφοῦ Σχολειοῦ.
Μά ἐπιτέλους, κύριοι ἄσχετοι Καλιφορνέζοι, πού ποιός ξέρει ἀπό ποῦ κρατάει ἡ σκούφια σας, δέν ἔχετε ἀκούσει κανένα ἀπό τά ἐπιχειρήματα τῶν προοδευτικῶν τῆς νεοελληνικῆς γλωσσολογίας, πού ἐξηγοῦν ὅτι ἡ ἐκμάθηση τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ὄχι μόνο εἶναι ἄχρηστη, ἀλλά μπορεῖ νά γίνει καί βλαβερή, γιατί φορτώνει τήν ὁλοζώντανη γλώσσα μας μ' ἕνα σωρό νεκρά κύτταρα;
Τό βρῆκα:
Μᾶλλον γιά τίποτα ἀντιδραστικοῦρες τῆς παλιοσυντήρησης πρόκειται, τίποτα ὀπαδούς τοῦ κόσμου τοῦ Μεσαίωνα.
Μακριά ἀπό ἐμᾶς καί αὐτοί καί τά ἀρχαῖα τους.
Τάκης Θεοδωρόπουλος


Τετράδιο 122 * Φεβρουάριος 2010

Κυριακή 23 Μαρτίου 2014


Μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Ζοῦμε στὴ γῆ καὶ δὲν βλέπουμε τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν δοῦμε. Ἀλλὰ σὰν ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ψυχή, τότε θὰ δοῦμε τὸν Θεό, ὅπως Τὸν εἶδε ὁ ἅγιος Στέφανος. Ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς ἀναγνωρίζουν ἀμέσως μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀναγνώρισε στὸ μικρὸ βρέφος τὸν Κύριο. Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης, ἀναγνώρισε τὸν Κύριο καὶ Τὸν ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μὲ τὴν ἐπιστήμη. Καὶ τὰ παιδιά ποὺ δὲν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τὸν Κύριο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ πόσο πολὺ μᾶς ἀγαπάει. ᾿Ακόμα κι ἂν διαβάζουμε ὅτι μᾶς ἀγάπησε καὶ ἔπαθε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς, σκεφτόμαστε γι᾿ αὐτὰ μόνο μὲ τὸν νοῦ, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε ὅπως πρέπει, μὲ τὴν ψυχή, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μᾶς διδάξει, τότε γνωρίζουμε μὲ ἐνάργεια καὶ αἰσθητὰ τὴν ἀγάπη, τότε γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Κύριο.
Πολλοὶ φιλονικοῦν γιὰ τὴν πίστη - καὶ δὲν ὑπάρχει τέλος σ᾿ αὐτές τὶς φιλονικίες - ἐνῶ, ἀντὶ νὰ φιλονικοῦμε, πρέπει μόνο νά προσευχόμαστε στόν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία, καὶ ὁ Κύριος θὰ μᾶς δώσει τὸν φωτισμὸ χωρὶς φιλονικίες, καὶ μάλιστα γρήγορα. Πολλοὶ μελέτησαν ὅλες τὶς θρησκεῖες, ἀλλὰ δὲν γνώρισαν τὴν ἀληθινὴ πίστη ὅπως πρέπει. ῞Οποιος ὅμως προσεύχεται στὸν Θεὸ μὲ ταπείνωση νὰ τὸν φωτίσει, σ᾿ αὐτὸν ὁ Κύριος θὰ δώσει νὰ μάθει πόσο ἀγαπάει τὸν ἄνθρωπο. Οἱ ὑπερόπτες ἐλπίζουν νά μάθουν τὰ πάντα μὲ τὸν νοῦ τους, ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοὺς ἔθεσε ὅρια.
Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πὼς θὰ γνωρίσει τὰ πάντα μὲ τὸν νοῦ του καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι᾿ αὐτόν, γιατὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιος Σιλουανός ὁ ᾿Αθωνίτης


Τετράδιο 122 * Φεβρουάριος 2010

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014


Μικρά σοφά
1. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀγρυπνοῦν γιά μερικούς, καί ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀγρυπνοῦν γιά ὅλους.
2. Ὄχι μιά γνώση πού μαθαίνεις, ἀλλά μιά γνώση πού παθαίνεις. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Πνευματικότητα.
3. Μή θέλεις τά πολλά, τά παραδίπλα σου, ἤ τά πέρα μακρυά. Ἀντίθετα φρόντισε αὐτό τό λίγο πού ἔχεις νά τό Ἁγιάσεις.
4. Μία εἶναι ἡ Μόρφωση: τό νά μάθουμε πῶς νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό.
5. Δέν ὑπάρχει τίποτε πιό φθηνό ἀπό τό χρῆμα.
6. Δέν εἶναι αὐτό πού λέμε, ἀλλά αὐτό πού ζοῦμε. Δέν εἶναι αὐτό πού κάνουμε, ἀλλά αὐτό πού εἴμαστε.
7. Ἄν ἔχεις ἀγάπη γιά ὅλον τόν κόσμο, ὅλος ὁ κόσμος εἶναι ὄμορφος.
8. Κάποιος εἶπε ὅτι Χριστιανός εἶναι αὐτός πού ἐξαγνίζει τήν ἀγάπη καί ἁγιάζει τήν ἐργασία .
9. Ὅταν δέν περισπᾶται ὁ νοῦς στά κοσμικά καί εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό, τότε καί ἡ καλημέρα πού θά ποῦμε, εἶναι σάν νά δίνει εὐλογία.
10. Γιά νά φτάσεις στό δέν ὑπάρχω, ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶς, ἀγαπᾶς κι ἔτσι ταυτίζεσαι ἀπόλυτα μέ τόν Ἄλλον, τόν ἑκάστοτε Ἄλλον, καί τότε στό τέλος τῆς ἡμέρας ἀναρωτιέσαι: Θέλω τίποτε; Ὄχι. Ἐπιθυμῶ τίποτε; Ὄχι. Μοῦ λείπει τίποτε; Ὄχι... Αὐτό εἶναι!
11. Μή συσχετίσεις ποτέ τόν ἄνθρωπο μέ τόν κακό τρόπο πού σοῦ φέρεται. Νά βλέπεις μέσα στήν καρδιά του τόν Χριστό.
12. Ποτέ νά μήν λές «γιατί περνῶ αὐτό»; Ἤ ὅταν βλέπεις τόν ἄλλον μέ τή γάγγραινα, τόν καρκίνο ἤ τήν τύφλωση, νά μήν λές «γιατί τό περνᾶ αὐτό»; Ἀλλά νά παρακαλεῖς τόν Θεό νά σοῦ χαρίσει τό ὅραμα τῆς ἄλλης ὄχθης... Τότε θά βλέπεις ὅπως οἱ Ἄγγελοι τά γινόμενα ἐδῶ ὅπως πραγματικά εἶναι: ΟΛΑ στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. ΟΛΑ.
13. Ὁ ἀναποφάσιστος ἄνθρωπος δέν συμμετέχει στήν ζωή.
14. Καί νά θέλω, δέν μπορώ νά στεναχωρηθῶ. Ὅταν στεναχωριόμαστε, εἶναι σάν νά λέμε στόν Θεό: «Δέν συμφωνῶ. Δέν τά κάνεις καλά». Ὕστερα, εἶναι καί ἀχαριστία...
Γερόντισσα Γαβριηλία


Τετράδιο 122 * Φεβρουάριος 2010

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014


Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή σας
Ὅσο ἀπομακρύνονται οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν φυσική ζωή, τήν ἁπλή, καί προχωροῦν στήν πολυτέλεια, τόσο αὐξάνει καί τό ἀνθρώπινο ἄγχος. Καί ὅσο ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό, ἑπόμενο εἶναι νά μή βρίσκουν πουθενά ἀνάπαυση. Γι' αὐτό γυρίζουν ἀνήσυχοι ἀκόμη καί γύρω ἀπό τό φεγγάρι -σάν τό λουρί τῆς μηχανῆς γύρω ἀπό τήν τρελλή ρόδα-, γιατί ὁλόκληρος ὁ πλανήτης μας δέν χωράει τήν πολλή τους ἀνησυχία.
Ἀπό τήν κοσμική καλοπέραση, ἀπό τήν κοσμική εὐτυχία, βγαίνει τό κοσμικό ἄγχος. Ἡ ἐξωτερική μόρφωση μέ τό ἄγχος ὁδηγεῖ καθημερινῶς ἑκατοντάδες ἀνθρώπων (ἀκόμη καί μικρά παιδιά μέ ἄγχος) στίς ψυχαναλύσεις καί στούς ψυχιάτρους καί κτίζει συνεχῶς Ψυχιατρεῖα καί μετεκπαιδεύει ψυχιάτρους, ἐνῶ πολλοί ψυχίατροι οὔτε Θεό πιστεύουν οὔτε ψυχή παραδέχονται. Ἑπομένως, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι νά βοηθήσουν ψυχές, ἀφοῦ καί οἱ ἴδιοι εἶναι γεμάτοι ἀπό ἄγχος;
Πῶς εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά παρηγορηθῆ ἀληθινά, ἄν δέν πιστέψη στόν Θεό καί στήν ἀληθινή ζωή, τήν μετά θάνατον, τήν αἰώνια; Ὅταν συλλάβη ὁ ἄνθρωπος τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς τῆς ἀληθινῆς, τότε φεύγει ὅλο τό ἄγχος του καί ἔρχεται ἡ θεία παρηγοριά, καί θεραπεύεται. Ἄν πήγαινε κανείς στό Ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά γίνονταν καλά ὅσοι πιστεύουν στόν Θεό, γιατί θά γνώριζαν τό βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς.
Πᾶνε νά ἡρεμήσουν οἱ ἄνθρωποι εἴτε μέ ἡρεμιστικά εἴτε μέ θεωρίες γιόγκα, καί τήν πραγματική ἡρεμία, πού ἔρχεται, ὅταν ταπεινωθῆ ὁ ἄνθρωπος, δέν τήν ἐπιδιώκουν, γιά νά ἔρθη ἡ θεία παρηγοριά μέσα τους.
Γι' αὐτό καί πολλοί ἄνθρωποι δέν ἀντέχουν νά ζοῦν μέσα σέ τέτοιες συνθῆκες καί βγαίνουν ἔξω στήν ὕπαιθρο χωρίς κατεύθυνση καί σκοπό. Μοῦ εἶπαν γιά μερικούς πού βγαίνουν στήν ὕπαιθρο καί τρέχουν ἤ φεύγουν στά βουνά καί ἀνεβαίνουν σέ ὕψος 6.000 μέτρων. Κρατοῦν τήν ἀναπνοή τους καί ἔπειτα τήν ἀφήνουν καί πάλι εἰσπνέουν βαθιά... Χαμένα πράγματα. Αὐτό δείχνει πώς ἡ καρδιά τους εἶναι πλακωμένη ἀπό τό ἄγχος καί ζητάει διέξοδο.
Τώρα καί στούς κοσμικούς τονίζω πολύ τήν ἁπλότητα. Γιατί πολλά ἀπό αὐτά πού κάνουν, δέν χρειάζονται καί τούς τρώει τό ἄγχος. Τούς μιλάω γιά τήν λιτότητα καί τήν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: “Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή σας, γιά νά φύγη τό ἄγχος”.
Καί τά περισσότερα διαζύγια ἀπό 'κεῖ ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα ἔχουν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί ζαλίζονται. Δουλεύουν καί οἱ δύο, πατέρας καί μάνα, ἀφήνουν καί τά παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα – μικρό θέμα, μεγάλος καυγάς – αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν. Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τήν ζωή τους, θά ἦταν καί ξεκούραστοι καί χαρούμενοι. Αὐτό τό ἄγχος εἶναι καταστροφή!
Κάποτε πού εἶχα φιλοξενηθῆ στήν Ἀθήνα σ' ἕναν φίλο μου, μέ παρακάλεσε νά δεχθῶ ἕναν οἰκογενειάρχη πρίν φωτίση, γιατί ἄλλη ὥρα δέν εὐκαιροῦσε. Ἦρθε λοιπόν χαρούμενος καί συνέχεια δοξολογοῦσε τόν Θεό. Εἶχε καί πολλή ταπείνωση καί ἁπλότητα καί μέ παρακαλοῦσε νά εὔχωμαι γιά τήν οἰκογένειά του.
Ὁ ἀδελφός αὐτός ἦταν περίπου τριάντα ὀκτώ ἐτῶν καί εἶχε ἑπτά παιδιά. Δυό τό ἀνδρόγυνο καί ἄλλοι δυό οἱ γονεῖς του, ἐν ὅλω ἕντεκα ψυχές, καί ἔμεναν ὅλοι σέ ἕνα δωμάτιο. Μοῦ ἔλεγε μέ τήν ἁπλότητα πού εἶχε: “Ὄρθιους μᾶς χωράει τό δωμάτιο, ἀλλά, ὅταν ξαπλώνουμε, δέν μᾶς παίρνει, εἶναι λίγο στενόχωρα. Δόξα τῶ Θεῶ, τώρα κάναμε ἕνα ὑπόστεγο γιά κουζίνα καί βολευτήκαμε. Ἐμεῖς ἔχουμε καί στέγη, Πάτερ μου, ἐνῶ εἶναι ἄλλοι πού μένουν στήν ὕπαιθρο”.
Ἡ ἐργασία του ἦταν σιδερωτής. Ἔμενε στήν Ἀθήνα καί ἔφευγε πρίν φωτίση, γιά νά βρεθῆ ἐγκαίρως στόν Πειραιᾶ ὅπου ἐργαζόταν. Ἀπό τήν ὀρθοστασία καί τίς πολλές ὑπερωρίες τά πόδια του εἶχαν κιρσούς καί τόν ἐνοχλοῦσαν, ἀλλά ἡ πολλή ἀγάπη του πρός τήν οἰκογένειά του τόν ἔκανε νά ξεχνάη τούς πόνους καί τίς ἐνοχλήσεις. Ἐλεεινολογοῦσε μάλιστα τόν ἑαυτό του συνέχεια καί ἔλεγε ὅτι δέν ἔχει ἀγάπη, γιατί δέν κάνει καλωσύνες σάν Χριστιανός, καί ἐπαινοῦσε τήν γυναίκα του ὅτι ἐκείνη κάνει καλωσύνες, γιατί ἐκτός ἀπό τά παιδιά καί τά πεθερικά της πού φρόντιζε, πήγαινε καί ἔπαιρνε τά ροῦχα ἀπό τούς γέρους τῆς γειτονιᾶς, τά ἔπλενε, τούς συγύριζε καί τά σπίτια, τούς ἔφτιαχνε καί καμμιά σούπα.
Ἔβλεπε κανείς στό πρόσωπο τοῦ καλοῦ αὐτοῦ οἰκογενειάρχη ζωγραφισμένη τήν θεία Χάρη. Εἶχε μέσα του τόν Χριστό καί ἦταν γεμάτος χαρά καί τό δωμάτιό του γεμάτο ἀπό παραδεισένια χαρά. Ἐνῶ αὐτοί πού δέν ἔχουν μέσα τους τόν Χριστό, εἶναι γεμάτοι ἀπό ἄγχος, καί δυό ἄνθρωποι νά εἶναι, δέν χωρᾶνε μέσα σέ ἕντεκα δωμάτια. Ἐνῶ οἱ ἕντεκα αὐτοί ἄνθρωποι μέ τόν Χριστό, χωροῦσαν μέσα σ' ἕνα δωμάτιο.
Γέρων Παΐσιος Ἁγιορείτης


Τετράδιο 124 * Ἀπρίλιος 2010

Πέμπτη 20 Μαρτίου 2014


1921, Σεπτεμβρίου 5, Κυριακή
Γλυκυτάτη μου Κλειώ,
Σήμερον ἐτελέσθη ἐν τῇ  φυλακῇ λειτουργία καί ἐκοινωνήσαμε ὅλοι, περί τούς 100 ἀπό διάφορα μέρη. Ἔχει ἀποφασισθεῖ ὁ διά τῆς κρεμάλας θάνατος. Αὔριον θά πηγαίνουν οἱ 60, μεταξύ αὐτῶν οἱ 5 Τραπεζούντιοι, καί θά γίνει ὁ δι' ἀγχόνης θάνατος.
Τήν Τρίτην δέν θά εἴμεθα ἐν ζωῇ, ὁ Θεός νά μᾶς ἀξιώσει τούς οὐρανούς καί σέ σᾶς νά δώσει εὐλογίαν καί ὑπομονήν καί ἄλλο κακόν νά μή δοκιμάσητε.
Ὅταν θά μάθετε τό λυπηρόν γεγονός νά μή χαλάσετε τόν κόσμον, νά ἔχετε ὑπομονή. Τά παιδιά ἄς παίξουν καί ἄς χορέψουν. Ἄς σέ βλέπω νά κανονίσῃς ὅλα ὅπως ξέρεις ἐσύ.
Ὁ ἀγαπητός μου Θεόδωρος ἄς ἀναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα καί νά μήν ἀδικήσῃ κανένα ἀπό τά παιδιά. Τόν Γέργον νά τελειώσῃ τό σχολεῖον καί νά γίνῃ καλός πολίτης. Τόν Γιάννην ἄς τόν ἔχει μαζί του στή δουλειά. Ἀπό τά μικρά, τόν Παναγιώτη νά στείλης στό σχολεῖον, τήν Βαλεντίνην νά τήν μάθης ραπτικήν. Τήν Φωφών νά μή χωρίζεσαι ἐν ὅσω ζεῖς.
Εἰς τόν Στάθιον τάς εὐχάς μου καί τήν ὑποχρέωσιν ὅπως χωρίς ἀμοιβήν διεκπεραιώσει ὅλας τάς οἰκογενειακάς μου ὑποθέσεις πού θά τοῦ ἀναθέσητε.
Ὁ παπᾶ Συμεών ἄς μέ μνημονεύσει ἐν ὅσω ζῆ. Νά δώσης 5 λίρες στήν Φιλόπτωχον, 5 λίρες στήν Μέριμναν, 5 λίρες στοῦ Λυκαστή τό σχολεῖον. Καί ἄς μέ συγχωρέσουν ὅλοι οἱ ἀδελφοί μου, οἱ νυφάδες καί ὅλοι οἱ συγγενεῖς καί φίλοι.
Ἀντίο. Βαίνω πρός τόν πατέρα καί συγχωρήσατέ μου.
Ὁ ὑμέτερος
Ἀλ. Γ. Ἀκριτίδης

Ἐπιστολή Ἀλέξανδρου Ἀκριτίδη, ἐμπόρου Τραπεζούντας


Τετράδιο 123 * Μάρτιος 2010

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014


Εἰδύλλιον τῆς Πρωτομαγιᾶς
Σήμερον ὅμως, ἐπειδὴ ἦτο ἑλληνικὴ ἑορτή, ἡ ἑορτὴ τῆς Ἀνθοῦς, ἡ πομπὴ συνωδεύετο καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην κόρην τῆς κυρίας της, τὴν περικαλλῆ Ματήν. Τούτου ἕνεκα, ἡ γραῖα ἀνέλαβεν ἐνώπιον ταύτης τὴν ἡμιαληθῆ ἐκείνην σοβαρότητα, τὴν ὁποίαν ὅλαι αἱ γραῖαι ὑπηρέτριαι ὁπλίζονται ἐνώπιον τῶν νεαρῶν θυγατέρων τῶν δεσποινῶν των. Δὲν ἐπέτρεπε πλέον εἰς τὰ παιδία νὰ πιάνωνται ἀπὸ τὰ φουστάνια της νὰ τὰ τραβοῦν, ἀδιακόπως τὰ ἐμάλωνε, κ᾿ ἐκεῖνα ἔτρεχαν ἄλλα ἐμπρός, ἄλλα εἰς τὰ πλάγια, χωρὶς νὰ δίδωσι προσοχὴν εἰς τὰς φωνάς της.
Ἡ Ματὴ ἐβάδιζε δεξιόθεν παρὰ τὸ πλευρὸν τῆς γραίας, ὑψηλή, εὐσταλής, καλλίζωνος. Εἶχε ξενικὰ διευθετημένην τὴν κόμην της, ἔμενε πάντοτε ἀσκεπὴς οἶκοι. Μόνον τὴν πρωίαν ἐκείνην, ἐπειδὴ ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἐξοχήν, ἐφόρει λεπτὸν λευκὸν μανδήλιον περὶ τοὺς κροτάφους καὶ τὸ ἰνίον, τόσον βραχὺ καὶ τόσον ἐντέχνως διπλωμένον, ὥστε ἦτο ὡς νὰ μὴν τὸ ἐφόρει, καὶ ἡ πλουσία ξανθὴ κόμη της ἐφαίνετο σχεδὸν ὅλη, μέχρι τῆς ὀσφῦος κατερχομένη εἰς δυὸ παχείας πλεξίδας, ὡς σταλακτίτας χρυσούς, καὶ ὁ λαιμός της ἦτο ὁρατὸς ὅλος κάτω τοῦ βρόχθου εἰς τὸν λάκκον τῆς σφαγῆς καὶ μέχρι τῆς ῥίζης τῶν ὠμοπλατῶν.
Ἐφόρει μικρὰν πόλκαν κανελόχρουν καὶ λευκὸν μεσοφούστανον πολὺ κοντὸν διὰ τὸ ἀνάστημά της. Ἀλλὰ φαίνεται ὅτι ἡ μήτηρ ὑπελόγισε πολὺ κακῶς διὰ τὴν μέλλουσαν ἀνάπτυξιν τῆς κόρης, καὶ ὅσον ἐκείνη τῆς ἔκαμνε κοντὰ φορέματα, τόσον ἡ νέα ηὔξανε καὶ ἐπέτα ἀνάστημα ἀποτόμως.
Ἦτο ἤδη δεκαεπταέτις, κ᾿ ἐφαίνετο νὰ εἶναι εἴκοσι ἐτῶν, ἐν ὑπερακμῇ ῥώμης καὶ καλλονῆς, ὁμοία μὲ τὴν Πρωτομαγιάν, τὸ κορύφωμα τοῦτο τῆς ἀνοίξεως, τὴν ἑτοίμην νὰ παραδώση τὰ σκῆπτρα εἰς τὸ ἀδυσώπητον καὶ δρεπανοφόρον θέρος - ἔρος.
Μόλις ἐξῆλθον τῆς πολίχνης, καὶ ἡ κόρη ἔβγαλε τὴν πόλκαν της, εἰποῦσα ὅτι αἰσθάνεται ζέστην, κ᾿ ἔμεινεν μόνον μὲ τὸ μεσοφούστανον, μὲ τὸ ὁλοβρόχινον ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν λευκὴν βαμβακερὴν φανέλαν. Τότε ἀνεδείχθη ἐξαισιώτερον τὸ ῥαδινόν τῆς μέσης, ἡ χάρις τοῦ ἀναστήματος καὶ τὸ γλαφυρὸν τῶν κόλπων της.
Ὑπὸ τὴν λεπτὴν φανέλαν, ὅπου ἐφαίνοντο ἀνατέλλουσαι αἱ σάρκες της, θὰ ἔλεγε τὶς ὅτι εἶχεν ἀποταμιευμένα νεοδρεπῆ, δροσερὰ ὠχρόλευκα κρίνα, μὲ φλεβιζοῦσας ἀποχρώσεις λευκοῦ ῥόδου.
Ἡ κόμη ἐπέστεφε τὸ μέτωπόν της ὡς ἐρυθραινόμενον νέφος μὴ ἐπαρκοῦν νὰ συστείλη τὴν αἴγλην τοῦ φωτός, καὶ αἱ ὀφρύες συστελλόμεναι ἐσκίαζον τοὺς βαθεῖς γλαυκοὺς ὀφθαλμοὺς της ὡς λευκὴ ὁμίχλη ἐπιπολάζουσα τὴν πρωίαν ἐπὶ τοῦ ἀνταυγάζοντος αἰγιαλοῦ, καὶ τὰ χείλη μὲ τὴν ψίθυρον φωνὴν ἐφαίνοντο μορμυρίζοντα : φίλησέ με!
Ἀφοῦ ἐβάδισαν χίλια βήματα ἔξω τῆς πολίχνης, καὶ ἡ ἐξοχὴ ἤρχισε νὰ μεθύσκῃ τὰς αἰσθήσεις των μὲ τὰς ἀπείρους εὐωδίας της, εἰσῆλθον εἰς στένωμα τί μεταξὺ δύο φρακτῶν, βαίνουσαι ἐπὶ τῆς χλόης, πατοῦσαι τὰ χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ἐνίοτε ὑπὸ τῶν βάτων, ἐνῷ τὰ παιδία ἔτρεχαν ἐμπρός, καὶ πότε εἰσέβαλλον εἰς ἄμπελον κ᾿ ἔκοπτον βλαστούς, πότε ἀνεῤῥιχῶντο εἰς ἄγρια δένδρα ἐν μέσῳ τῶν φρακτῶν ὑψούμενα, κ᾿ ἐζήτουν φωλεάς στρουθίων, ἐνῷ ἡ γραῖα Φωτεινὴ δὲν ἔπαυε νὰ φωνάζῃ:
- Φρόνιμα, παιδιά! Τίνος τὸ λέω; Μὴν τρέχῃς, σὰν ἀγριοκάτσικο, Μανώλη! Τί θέλεις ἐκεῖ πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θὰ ξεσχίσης τὸ ῥοῦχo σου. Κάτω, ἐσὺ μικρέ!
Ἡ δὲ Ματή, διακόπτουσα τὸν ῥεμβασμόν της, ἠπείλει τὰ παιδία μὲ τὴν παλάμην, κράζουσα:
- Ἡσυχία, παιδιά! Θὰ φᾶτε ξύλο!
Ὅλα αὐτὰ ἐπέφεραν μικράν βραδύτητα εἰς τὴν πορείαν, καὶ ἄλλαι γυναῖκες ὄπισθεν ἐρχόμεναι, μὲ τὰ καλαθάκια των, ταχυποροῦσαι τὰς ἐκαλημέριζαν κ᾿ ἐπροσπερνοῦσαν.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης  

Τετράδιο 124 * Ἀπρίλιος 2010

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014


Ὑποχρεωμένος εἶναι

Βρέθηκα κάποτε σέ δύσκολη θέση ἐξ αἰτίας τῶν πολλῶν μου ὑποχρεώσεων καί πῆγα νά δῶ τόν Γέροντα γιά νά μέ στηρίξη. Μέσα στά χιόνια μέ πολύ ἄσχημο καιρό ἔφθασα καί χτύπησα τήν πόρτα. Μοῦ ἄνοιξε ὁ Γέροντας καί μέ ἔβαλε μέσα γρήγορα. «Σέ περίμενα», μοῦ εἶπε. Ἐγώ φυσικά δέν τόν εἶχα ἐνημερώσει. Μέ ἔβαλε νά καθήσω κοντά στήν σόμπα καί ἄρχισε μέ ὑπομονή νά μοῦ φτιάχνη τσάι. Ἔβαλε νερό στό μπρίκι καί ἔκανε τόν σταυρό του λέγοντας «δόξα σοι ὁ Θεός!». Ἔβαλε τό τσάι στό μπρίκι , ξανάκανε τόν σταυρό του καί ξαναεῖπε «δόξα σοι ὁ Θεός!». Ἔβαλε τέλος τό μπρίκι στή φωτιά καί ξανά πάλι τόν σταυρό του καί ξανά «δόξα σοι ὁ Θεός!».
Μέχρι τότε δέν μοῦ εἶχε πεῖ λέξη ἐκτός ἀπό τό «σέ περίμενα». Ἐγώ τόν παρακολουθοῦσα καί ἄρχισα νά νευριάζω μέ τήν ἀπάθειά του, γιατί ἐμένα μέ καίγανε τά δικά μου. Ὅταν ἔβρασε τό τσάι, μοῦ ἔδωσε τό κύπελλο, μέ κοίταξε μέ ἐκεῖνο τό ἀθῶο καί συμπονετικό βλέμμα του καί μέ ρώτησε ἥρεμα τί εἶχα καί γιατί φαινόμουν ἀνήσυχος. Ἐγώ νευριασμένος ἄρχισα νά τοῦ ξεφουρνίζω τά προβλήματά μου μέ ἔμφαση, τονίζοντας ὅτι ὁ κόσμος ἔξω ἔχει πολλές σκοτοῦρες. Ἐκεῖνος μισοχαμογέλασε, ἤπιε μιά γουλιά ἀπό τό δικό του τσάι καί μοῦ εἶπε ἀπαθέστατα: «Ἔ, καί τί ἀνησυχεῖς; Θά βοηθήσει ὁ Θεός». Ἐγώ νευρίασα ἀκόμη περισσότερο καί μέ τό θάρρος πού τοῦ εἶχα, γιατί τόν ἀγαποῦσα πολύ, τοῦ εἶπα:
«Ἔ, καλά τώρα, Γέροντα, ὁ Θεός βοηθάει μιά, βοηθάει δυό. Ὑποχρεωμένος εἶναι νά βοηθάει συνέχεια;». Τότε μέ κοίταξε σοβαρά καί μοῦ εἶπε κάτι πού μέ κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:
«Ναί» , μοῦ εἶπε, «ὑποχρεωμένος εἶναι» .
Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ σιγουριά του καί τόσο φανερό ὅτι αὐτό τό ἤξερε ἀπό πρῶτο χέρι πού ξαφνικά μοῦ ἦλθαν τά πάνω κάτω. Μοῦ ἔφυγαν τά νεῦρα, ἡρέμησα, ἔνιωσα μιά ἀπέραντη γαλήνη καί εἶχα μόνο μία ἀπορία πού τοῦ τήν εἶπα: «Καλά, καί γιατί εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Θεός νά μᾶς βοηθᾶ;» Τήν ἀπάντηση πού μοῦ ἔδωσε, μόνο ἕνας ἄνθρωπος πού νιώθει πραγματικά σάν παιδί τοῦ Θεοῦ καί ἔχει παρρησία στόν πατέρα του μποροῦσε νά μοῦ δώση. Μοῦ εἶπε :  «Ὅπως ἐσύ πού ἔκανες παιδιά, νιώθεις τώρα τήν ὑποχρέωση νά τά βοηθήσης καί ξεκινᾶς ἀπό τήν Θεσσαλονίκη καί ἔρχεσαι ἐδῶ μέ τέτοιον καιρό γιατί ἀνησυχεῖς, ἔτσι καί ὁ Θεός πού μᾶς ἔφτιαξε καί μᾶς ἔχει παιδιά Του ἐνδιαφέρεται καί Αὐτός γιά μᾶς, καί νιώθει τήν ἀνάγκη νά μᾶς βοηθήση. Ναί, ὑποχρεωμένος εἶναι!»
Ἡ ἀμεσότητα αὐτῆς τῆς ἀπάντησης ἦταν τέτοια πού ξαφνικά μοῦ ἔφυγε ἕνα βάρος καί ἔπαψα ἀπό τότε ὁριστικά νά ἀνησυχῶ γιά τό μέλλον.
Μαρτυρία Ἐλ. Ταμιωλάκη στό βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου»


Τετράδιο 124 * Ἀπρίλιος 2010

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά

Ἀνθισμένη ἀμυγδαλιά στό Θεοβάδιστον Ὅρος Σινά


Ἐκκλησιαστικός κόπανος
Ἑκάστη μονή ἔχει τόν ἐκκλησιαστικόν κόπανον τόν ἐφευρεθέντα πρίν τάς καμπάνας διότι οἱ κώδωνες καί τά μέταλλα τούτων τούς τελευταίους αἰῶνας παρουσιάσθησαν. Τρεῖς ὥρας πρίν νά φέξη κτυπᾶ καί καλεῖ τούς πάντας εἰς κοινήν προσευχήν. Οὕτω ἡ νύξ γίνεται ὀλιγώτερον ἀνιαρά καί ἐπίπονος. Ὁ κουδουνίζων ἦχος τοῦ εἰδικοῦ ξύλου τοῦ κοπάνου καί ἡ ἐπιτηδειότης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καμπανάρη μέ τόν ἐπί τούτου ρυθμόν ἰδιάζουσαν προκαλεῖ ἐντύπωσιν εἰς τε τούς ἐπισκέπτας καί μοναχούς. Ὁ τοῦ ξύλου ἦχος εἶναι γλυκύτερος καί ἐπιβλητικώτερος τῆς ἐκκωφαντικῆς καμπάνας. Ὁ κόπανος κτυπᾶ καί τόν ἑσπερινόν.
Ὑπάρχει καί εἰδικός κόπανος ἄλλου μεγέθους καί ἄλλης συστάσεως διαφορετικοῦ ἤχου πού καλεῖ τούς μοναχούς στό δοχειό διά τά ὀψώνια ἤ διά τήν τράπεζαν. Καί παμμεγέθης τοιοῦτος ὑφίσταται διά τήν παγκοινιάν ὅταν πρόκειται ἐργάται καί μοναχοί νά ἐκτελέσουν κοινόν ἔργον καλεῖ αὐτούς εἰς συναγερμόν, βεβαίως εἶναι ὁ πλέον δυσάρεστος κόπανος, δι΄ ὅ καί κτυπᾶ ὀλίγας φοράς τό ἔτος.
Ἐξαιρετικῶς εἰς τήν μονήν Καρακάλου ὑπάρχει καί τέταρτος κόπανος γιά τούς γάτους νά πάρουν καί αὐτοί τό συσσίτιόν των. Ὁ κόπανος οὗτος εἶναι μικρός καί κατάλληλος, τό θέαμα δέ λαμπρόν ὅταν τά μοναδικά ταῦτα ζῶα τῆς μονῆς τόν ἀκούσουν καί κατέρχονται ἀπό τούς κρυψῶνας καί τάς ὀροφάς τῶν στεγῶν νά γευθοῦν τά ὑπολείμματα τῶν τροφῶν. Τό θέαμα λαμβάνει ἔτι θαυμασίαν ὄψιν ἐάν συμπέση νά εὐρίσκεται κατά τύχην ἐκεῖ ὁ πλέον ἀγαπητός τῶν Ἡγουμένων, ὁ γλυκύς Κοδρᾶτος, ὅστις ἄχρις ὥρας ἐλησμόνησε νά ἐνθυμηθῆ ὅτι ἡ παροῦσα ἔκδοσις ἔχει ἀνάγκην ὑποστηρίξεως καί τῆς συνδρομῆς τῆς μονῆς του.
Περιοδικό Μοναστηριακά Χρονικά
Τεῦχος 7 - Μάρτιος 1938


Τετράδιο 124 * Ἀπρίλιος 2010

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014


Ἡ χάρη πού ζήτησα
Τόν καιρό τῆς Γερμανικῆς Κατοχῆς ὁ Γερμανός Διοικητής, ἐπειδή στό  χωριό Τσιμπίδο σκότωσαν οἱ Ἄγγλοι δύο Γερμανούς καί τραυμάτισαν ἕναν ἀξιωματικό, ζήτησε νά τοῦ προσκομίσουν οἱ πρόεδροι τῶν κοινοτήτων, μιά ὁρισμένη μέρα, 125 νέους ἀπό ὅλες τίς κοινότητες τῆς Πάρου, γιά νά τούς ἐκτελέσει. Ὅταν ἄκουσα αὐτή τή θανατική ἀπόφαση πόνεσε ἡ ψυχή μου καί δοκίμασα  θλίψη περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, γιατί οἱ μελλοθάνατοι ἦταν πνευματικά μου παιδιά καί ἡ πνευματική συγγένεια καί ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τή σαρκική, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος, ὁ φιλόσοφος καί μάρτυρας.
Γι΄ αὐτό λοιπόν δέν ἀδιαφόρησα, ἀλλά ἀμέσως ἔσπευσα σάν πνευματικός πατέρας νά σώσω τά πνευματικά μου παιδιά ἀπό τόν ἐπικείμενο θάνατο. Ὅμως ὁ Διοικητής, ὅταν πήγαμε νά τόν παρακαλέσουμε μέ τόν ἀγαπητό γιατρό κ. Ἀλιμπράντη, βουλευτή τῆς Πάρου, καί μέ τούς ὑπόλοιπους προέδρους τῶν κοινοτήτων καί τούς Ἱερεῖς τοῦ νησιοῦ, πού ὅλοι τους ἔδειξαν ἀδελφικό ἐνδιαφέρον, δέν δεχόταν μεσιτεῖες. Παρήγγειλε μάλιστα μέσω τοῦ φρουράρχου του ὅτι ὅποιος Ἕλληνας, ἤ ἀκόμη καί Γερμανός, τολμήσει νά μεσιτέψει γιά τούς μέλλοντες νά ἐκτελεστοῦν, θά ἐκτελεστεῖ καί αὐτός.
Ὡστόσο ὁ φρούραρχος, πού ἦταν φιλέλληνας, μᾶς συμβούλεψε τά ἑξῆς: Ἐπειδή ἐδῶ δέν εἶναι δυνατόν νά τόν δεῖτε, ἀλλ' οὔτε καί συμφέρει, ἔχω τήν γνώμη νά τόν καλέσετε στό Μοναστήρι, τάχα γιά νά τόν φιλοξενήσετε καί νά τόν περιποιηθεῖτε, καί πάνω στίς περιποιήσεις νά τοῦ ἀναφέρετε σχετικά, νά τόν παρακαλέσετε, καί ἴσως νά λυγίσει, ἀλλά καί πάλι ἀμφιβάλλω.
Δέν ἔχασα καιρό. Τήν ἴδια μέρα τόν κάλεσα στό Μοναστήρι, καί τήν ἑπομένη ἦρθε. Φοβόμουν μήπως ἀπορρίψει τήν παράκλησή μου καί κατέφυγα στήν ἀκαταίσχυντη προστασία τῶν χριστιανῶν, τήν ἀπροσμάχητη βοήθεια, τήν μόνη ἐλπίδα, καταφυγή καί σωτηρία, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τήν Ζωοδόχο Πηγή. Κάναμε λοιπόν Παράκληση μέ ὅλους τούς πατέρες καί ἀδελφούς τοῦ Μοναστηριοῦ καί παρακαλέσαμε μέ πίστη καί ἱκετεύσαμε νά μεσιτεύσει στόν υἱό της καί Θεό μας νά μετατρέψει τήν ἀπόφαση τοῦ ἄδικου Διοικητῆ καί νά χαρίσει τή ζωή στούς ἀνεύθυνους, πού ἄδικα καταδικάστηκαν σέ θάνατο.
Τήν Παράκληση στήν Παναγία παρακολούθησε καί ὁ Διοικητής μέ τήν συνοδεία του. Μόλις τελείωσε ἡ Παράκληση, ἑτοιμάστηκαν νά ἀναχωρήσουν. Τότε ὁ Διοικητής εἶπε στόν διερμηνέα νά τοῦ ζητήσω νά μοῦ κάνει μιά χάρη. Ἐγώ ἐκείνη τή στιγμή γέμισα χαρά καί ἀγαλλίαση, διότι πίστεψα ὅτι εἰσακούστηκε ἡ δέησή μας καί ἦρθε ἡ κατάλληλη στιγμή νά τοῦ ζητήσω ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο τόν κάλεσα στό Μοναστήρι καί κάναμε καί τήν Παράκληση.
Ὁπότε, πῆρα θάρρος καί μέσω τοῦ διερμηνέα τοῦ λέω νά μοῦ ὑποσχεθεῖ πρῶτα ὅτι θά μοῦ κάνει τήν χάρη πού θά ζητήσω, καί τότε θά τοῦ τή ζητήσω. Μοῦ ἔδωσε τό δεξί του χέρι καί μοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τήν κάνει. Τότε λοιπόν τοῦ εἶπα ὅτι θέλω νά χαρίσει τή ζωή στούς 125 νέους πού ἀποφάσισε νά θανατώσει. Ἀλλά ὅταν τό ἄκουσε, ἀπήντησε νά τοῦ ζητήσω ἄλλη χάρη, γιατί αὐτή τή χάρη δέν μπορεῖ νά τήν κάνει, διότι ἔχει τέτοια διαταγή, πού λέει: Ὅταν  σκοτωθεῖ ἕνας Γερμανός, στή θέση του νά σκοτώνονται 50 Ἕλληνες ἀπό τά κοντινά χωριά, γιά δύο Γερμανούς 100 Ἕλληνες κ.λπ..
Καί ἐπειδή εἶδα ὅτι, παρά τίς παρακλήσεις πού τοῦ ἔκαμα, ἐπέμενε νά τοῦ ζητήσω ἄλλη χάρη, τοῦ ζήτησα ὡς μέγιστη χάρη νά μέ πάρει μέ τούς 125 καταδίκους, νά μέ ἐκτελέσει. Ὅταν ἄκουσε τοῦτο ὁ σκληρός ἐκεῖνος καί ἀπάνθρωπος Διοικητής, κάμφθηκε, μαλάκωσε ἡ καρδιά του, συντρίφθηκε καί συγκινημένος μοῦ ἔδωσε τό δεξί του χέρι καί μοῦ εἶπε: «Σοῦ τούς χαρίζω».
Τή στιγμή ἐκείνη τόση μεγάλη χαρά αἰσθάνθηκα, ὅση ποτέ. Εἶχα βέβαια χαρά ἐλπίζοντας ὅτι, ἐάν δέν ἄλλαζε γνώμη γιά τούς κατάδικους, θά πέθαινα καί ἐγώ μέ τά πνευματικά μου παιδιά, ἀλλά ἡ χαρά ἐκείνη θά ἦταν χαρά μόνο γιά μένα, ὁ θάνατός μου δηλαδή μόνο σέ μένα θά προξενοῦσε χαρά, ἐνῶ στούς ἀδελφούς τῆς μονῆς καί σέ ὅλα τά πνευματικά μου παιδιά στήν Πάρο θά προξενοῦσε λύπη.
Ὅμως ἡ χαρά πού πῆρα, ὅταν ὁ Διοικητής μοῦ εἶπε «Σοῦ τούς χαρίζω», ἦταν χαρά κοινή, γενική, γιά ὅλους: γιά μένα, γιά τούς κατάδικους, γιά τούς γονεῖς, ἀδελφούς, συγγενεῖς, φίλους καί συμπατριῶτες, χαρά γιά ὅλη τήν Πάρο.
Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος (1884-1980)


Τετράδιο 125 * Μάϊος 2010