Πέμπτη 31 Αυγούστου 2023

Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη
ἢ Τὸ συναξάρι μίας ἁγίας συζύγου
Ἄν μοῦ ζητοῦσαν νὰ δώσω μὲ δύο λέξεις τὸ νόημα καὶ τὸ μήνυμα τοῦ διηγήματος τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὁ Γάμος τοῦ Καραχμέτη», θὰ ἔλεγα ὅτι τὸ διήγημα αὐτὸ εἶναι τὸ συναξάρι μίας Ἁγίας Συζύγου. Τοῦτο ὅμως μὲ ὑποχρεώνει νὰ δώσω μίαν ἐξήγηση τοῦ ὅρου «συναξάρι».
Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας βρίσκεται διατυπωμένη στὶς Γραφὲς καὶ στὰ κείμενα τῶν Πατέρων. Αὐτὴ ἡ διδασκαλία, ὅμως, ὅσο κι ἂν εἶναι τέλεια διατυπωμένη, θὰ ἐκινδύνευε νὰ παραμείνει ἀνενέργητη ὑψηλὴ θεωρία, ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ παραδείγματα τῶν Ἁγίων, ποὺ μᾶς δείχνουν τὸν τρόπο - ἢ μᾶλλον τὴν ἀπέραντη ποικιλία τῶν τρόπων- καθὼς καὶ τὸ μέτρο, κατὰ τὸ ὁποῖο εἶναι δυνατὸν νὰ βιωθεῖ ἡ διδασκαλία αὐτή. Αὐτοὺς ἀκριβῶς τοὺς τρόπους κι αὐτὸ τὸ μέτρο τὰ βρίσκουμε στὶς γραπτὲς διηγήσεις γιὰ τὴ ζωὴ τῶν Ἁγίων, ποὺ ἀποτελοῦν τὰ συναξάρια. Ἀλλὰ ἕνα συναξάρι δὲν εἶναι μία ἱστορικὴ βιογραφία, ὅπως ἀκριβῶς μία βυζαντινὴ εἰκόνα ἑνὸς Ἁγίου δὲν εἶναι τὸ πορτραῖτο του. Τὸ συναξάρι εἶναι μία διήγηση ποὺ προσπαθεῖ νὰ μᾶς κάνει καταληπτὸ τὸ πέρασμα ἑνὸς ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωὴ στὴ ζωὴ τῆς ἁγιότητας, τὴ μεταμόρφωση τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» σὲ ἄνθρωπο ποὺ μετέχει ἀπὸ τώρα στὴν «καινὴ κτίση». Τὰ συναξάρια τῶν Ἁγίων, παρὰ τὸ ἁπλοϊκό τους ὕφος, κλείνουν τόσο βάθος καὶ τόση ἀληθινὴ σοφία, ὥστε διαβάζοντάς τα νοιώθει κανεὶς τὴ δροσιὰ τοῦ Θαβωρείου Ὄρους καὶ τὶς ἀνταύγειες τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως.
Ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα αὐτὸ εἶχα κι ἐγὼ ὅταν διάβασα τὸ διήγημα «Ὁ γάμος τοῦ Καραχμέτη», γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ χαρακτήρισα αὐθόρμητα σὰν συναξάρι, μιὰ καὶ ἀναφέρεται σὲ πρόσωπα ποὺ ἔζησαν πραγματικά.
Τὸ διήγημα κινεῖται σὲ δύο διαφορετικὰ ἐπίπεδα. Τὸ πρῶτο ἀπὸ αὐτά, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ μορφὴ τοῦ Κουμπῆ, εἶναι τὸ ἐπίπεδο τοῦ «φυσικοῦ κόσμου», ὅπως διαμορφώθηκε μετὰ τὴν Πτώση. Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ «φυσικὸς ἄνθρωπος», ποὺ κινεῖται ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἐπιθυμία σ’ ἕναν ἀπελπισμένο ἀγώνα ἐπιβίωσης: πασχίζει ν᾿ ἀποχτήσει παιδιά, νὰ ἐξασφαλίσει αὐτὴ τὴ δυναμικὴ ἔκφραση ἀθανασίας, παρατείνοντας τὴ βιολογική του συνέχεια πάνω στὴ γῆ.
Γνώριμα σχήματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι οἱ διάφοροι κοινωνικοὶ καὶ θρησκευτικοὶ θεσμοί, οἱ «δερμάτινοι χιτῶνες», ποὺ δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν ἐξόριστο ἄνθρωπο σὰν ἐφόδια, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ἐπιβιώσει στὴν περιπλάνησή του μέσα στὴν ἔρημο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ σὰν βοήθεια γιὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ὁ Κουμπὴς τρέφει βαθύτατο σεβασμὸ στὰ θρησκευτικὰ καὶ κοινωνικὰ σχήματα: τρέμει τὴν καταδίκη τοῦ μοιχοῦ, ἀπορρίπτει τὴν παράνομη συμβίωση, κάνει τὸ πᾶν γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμία του κάτω ἀπὸ τὸ κάλυμμα κάποιας νομιμότητας. Ὅλα αὐτὰ ὅμως δὲν τὸν σώζουν, γιατὶ αὐτονομεῖ τὴν ἐπιθυμία του, καὶ ἡ αὐτονομία, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν οὐσία τῆς ἁμαρτίας, ὁδηγεῖ ἀναπότρεπτα στὸ θάνατο.
Ἡ ἐτυμηγορία τοῦ χωρίου, δηλαδὴ τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι κατηγορηματική: «Ἔκτοτε ὁ Κουμπὴς ὠνομάσθη ἀπ᾿ ὅλον τὸ χωρίον Καραχμέτης...» Τὸ ὄνομα Καραχμέτης εἶναι τούρκικο, μὴ χριστιανικό. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ὀνόματος δὲν εἶναι ἁπλῶς συμβολική, σημαίνει ὅτι ἡ κοινότητα δὲν τὸν δέχεται πιὰ σὰν οἰκεῖο πρόσωπο καὶ τὸν εἰδοποιεῖ ὅτι βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὴν περιοχὴ μέσα στὴν ὁποία μπορεῖ νὰ ἀναζητηθεῖ ὁ δρόμος πρὸς τὴ Ζωή.
Γιὰ νὰ φτάσουμε στὸ ἄλλο ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο κινεῖται ἡ Σεραϊνώ, πρέπει νὰ παραιτηθοῦμε ἀπὸ κάθε προσπάθεια ψυχολογικῆς ἑρμηνείας καὶ νὰ ξεπεράσουμε τὸ φράγμα τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν καὶ τῆς συμβατικῆς θρησκευτικότητας.
Ἡ Σεραϊνὼ ζεῖ βέβαια μέσα στὸ φυσικὸ κόσμο, ἀλλὰ ὁ τρόπος ποὺ ζεῖ δὲν εἶναι «τοῦ κόσμου τούτου». Ζεῖ μέσα στὰ ἴδια κοινωνικὰ καὶ θρησκευτικὰ σχήματα ὅπως καὶ ὁ Κουμπής, χρησιμοποιεῖ τοὺς ἴδιους «δερμάτινους χιτῶνες», ὄχι ὅμως αὐτονομημένους, ἀλλὰ ὡς μέσα πορείας πρὸς τὴν Ἀλήθεια καὶ τὴ Ζωή. Τὸ βασικὸ κίνητρο στὴ σχέση της μὲ τὸν Κουμπὴ δὲν εἶναι ἡ φυσικὴ ἐπιθυμία, ἀλλὰ ἡ βίωση τοῦ γάμου στὴ μυστηριακὴ μορφή του, ὅπως τὸν παραδίδει ἡ Ἐκκλησία. Ὁ Κουμπὴς εἶναι ὁ σύζυγός της καὶ ὑποτάσσεται σ’ αὐτὸν «ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ». Αὐτὴ ἡ μεταμορφωμένη συζυγία ἔχει πάρει τὴ θέση τοῦ φυσικοῦ νόμου στὴ ζωή της. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ζεῖ τὴν ἐκπληκτικὴ γαμήλια σχέση της τόσο ἁπλᾶ καὶ τόσο φυσικά, ὅπως ἀναπνέει ἢ περπατάει. Μία τέτοια σχέση εἶναι ἀκατάλυτη, κανένα γεγονὸς καὶ κανένας νόμος δὲν ἔχει τὴ δύναμη νὰ τὴν κλονίσει: ἡ εἴσοδος τῆς Λελούδας μόλις ἀγγίζει τὴ Σεραϊνώ, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα ἁπλὸ ἐπεισόδιο στὴ ζωή της, τὸ θεωρεῖ φυσικὸ καὶ αὐτονόητο νὰ μείνει κοντὰ στὸν ἄντρα της, νὰ ἀναθρέψει τὰ παιδιά του. Δὲν πρόκειται ἐδῶ γιὰ μία πράξη αὐτοθυσίας, ἀλλὰ γιὰ μία βίωση τῆς ὑποταγῆς στὸν ὑπέρτατο βαθμό, «ἐν παντί», ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὅμως δὲν τὴν ἐκμηδενίζει, ἀλλὰ τὴν ἐξαγιάζει καὶ τὴ δοξάζει. Ἡ πρώτη ἀναγνώριση τῆς ἁγιωσύνης της γίνεται ἀπὸ τὸν Κουμπή, σ᾿ ἕνα στιγμιαῖο φωτισμό του: «Ὁ Θεὸς σὲ φωτίζει καὶ φέρεσαι ἔτσι, ἅγια ψυχή, εἶπε, μὴ δυνάμενος νὰ συγκρατήσει ὁ σκληρὸς τὴν συγκίνησίν του». Μετὰ τὸ θάνατό της ἡ εὐωδία τῶν λειψάνων της -σημεῖο ὑπερνίκησης τῆς φθορᾶς ἤδη ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν αἰώνα- ἀναγγέλλει τὴν ἁγιότητά της σὲ ὅλους μας καὶ τὴν προβάλλει σὰν παρήγορη μαρτυρία γιὰ τὴ δυνατότητα ἐξαγιασμοῦ τοῦ βέβηλου κόσμου μας.
Πρεσβείαις, Κύριε, τῆς Ἁγίας Σεραϊνῶς καὶ πάντων σου τῶν Ἁγίων Συζύγων ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Τάσος Ζαννὴς

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2023



Ὁ πόνος στὴ ζωή μας
Εἶναι εὔκολο κάποιος νὰ φιλοσοφεῖ ἢ νὰ θεολογεῖ γιὰ τὸν πόνο. Ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιμετωπίζει σωστὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατὸ πόνο στὴν ζωή του. Θεωρῶ πολὺ τολμηρὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ποὺ πονοῦν σωματικὰ ἢ ψυχολογικὰ ἢ πνευματικά.
Σωματικὰ πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀρρώστιες, κακουχίες, πείνα. Ψυχολογικὰ πονοῦν ἀπὸ κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ μὴ ἀνταπόκριση στὴν προσφερόμενη σὲ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καὶ θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα αἴτια. Πνευματικὰ πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅμως βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁμαρτίες τους λυποῦν τὸν Θεὸ καὶ προσβάλλουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν εἰσῆλθε ἀσφαλῶς κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ. Μπῆκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐγωιστικὴ παρακοή του ἔχασε τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Πλάστη του. Ἀπὸ τὴν ἄπονο κατάσταση τῆς Θείας Βασιλείας, βρέθηκε σὲ μία ἄλλη κατάσταση, στὴν ὁποία ἀφοῦ δὲν βασίλευε ἡ ἀληθινὴ Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωὴ φθαρμένη, συνυφασμένη μὲ τὸν θάνατο, τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία.
Σ᾿ αὐτὴν τὴν νέα κατάσταση, ὁ θάνατος καὶ ὁ πόνος φαίνονταν νὰ ἔχουν ἕνα θετικὸ νόημα, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔνδυσε τοὺς πρωτοπλάστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὴν ἐξορία τους. Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στὸ κακό, ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἦταν ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς.
Ὁ σωματικὸς πόνος εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροὶ γνωρίζουν πόσο εὐεργετικὸς εἶναι ὁ πόνος. Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νὰ λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητάς μας καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσουμε τὰ πεπερασμένα μας ὅρια γλιτώνοντας ἀπὸ κάθε μορφὴ αὐτοθεοποιήσεως.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ τὴν ἐπαναπροσανατολίσουμε στὸ σωστὸ κέντρο της, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ ὄχι γιατί μας δίνει τὰ δῶρα Του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακὴ εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλὰ γι᾿ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο.
Ἔτσι ὁ πολύαθλος Ἰώβ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισε τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ τόσο δυνατά, ὅταν βρισκόταν ριγμένος, πάνω στὶς κοπριές, γεμάτος πληγὲς καὶ μὲ σκοτωμένα τὰ δέκα παιδιά του τόσο δυνατά, ὅσο καὶ ὅταν εὐτυχοῦσε.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ ἀκόμη νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς ὅταν δὲν πονᾶμε, τοὺς καταφρονοῦμε, τοὺς ἀδικοῦμε τοὺς κάνουμε νὰ πονοῦν μὲ τὴν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὁποία ἀπομυζοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ παράνομες ἡδονὲς μᾶς καταστρέφουν.
Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πόνεσαν δυνατὰ βρῆκαν διὰ τοῦ πόνου τὸ ἀληθινό τους πρόσωπο ξεπερνώντας τὰ προσωπεῖα, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ἦταν μία ἀνίατος καὶ ὀδυνηρὰ ἀσθένεια.
Ἄλλοτε πάλι ὁ πόνος βοηθᾶ καὶ τοὺς ὡρίμους πνευματικὰ ἀνθρώπους νὰ φθάσουν σὲ ὑψηλότερες μορφὲς πνευματικῆς τελειώσεως, νὰ στηρίξουν καὶ νὰ παρηγορήσουν πολλὲς ψυχές.
Ὡς παράδειγμα ἀναφέρω τὸν μακαριστὸ γέροντα Παΐσιο, ποὺ δέχθηκε τὴν λεγόμενη «ἐπάρατη» νόσο μὲ χαρά, κάνοντας τὸν λογισμὸ ὅτι οἱ κοσμικοὶ ποὺ πάσχουν παρηγοροῦνται, ὅταν μαθαίνουν, ὅτι πάσχουν καὶ οἱ μοναχοί. Ἔτσι ἡ ἐπάρατη νόσος ἔγινε γιὰ τὸν π. Παΐσιο εὐλογημένη νόσος.
Γέρων Γεώργιος Καψάνης

Τρίτη 29 Αυγούστου 2023

 


Νὰ γίνει καπετάνιος, νὰ τοῦ γράψουν καὶ τραγούδι

Παράνοια. Τί νὰ πεῖ κανείς; Οἱ Τοῦρκοι - τὸ λυσσασμένο σκυλί - ἀπειλοῦν καὶ ὀνειροφαντάζoνται «γαλάζιες πατρίδες» καὶ τὰ ἀπολειφάδια τῆς πολιτικῆς ἀσχολοῦνται μὲ τὸν μεγαλύτερο κατὰ συρροὴν ἐγκληματία τῆς ἱστορίας μας. Θὰ τὸ ξαναγράψω: Ὅταν ἐρίζουν στὴν ἀρχὴ τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ ’21 οἱ καπεταναῖοι γιὰ πρωτοκαθεδρίες καὶ ἀρχηγιλίκια, ὁ Ὀδυσσέας Ἀνδροῦτσος, γράφει… γραφὴ στὸν Κολοκοτρώνη, λέγοντάς του: «Σᾶς στέλνω τὸν Δράμαλη μὲ 40.000 ἀσκέρι νὰ μονοιάσετε». Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς λυπηθεῖ, γιατὶ τώρα δὲν ὑπάρχουν Νικηταράδες καὶ Κανάρηδες γιὰ νὰ γονατίζουν τὴν Τουρκιὰ μὲ τσουγκράνες καὶ σαπιοκάραβα.

Σκέφτομαι. Μάνες, γονιοὺς δὲν ἔχουν αὐτὰ τὰ ταλαίπωρα παιδιά, τὰ μπουλούκια τῆς δῆθεν ἀριστερᾶς, νὰ τὰ συμμαζέψουν καὶ νὰ τὰ νουθετήσουν; Δὲν βλέπουν τὴν καταστροφή; Καὶ δὲν μιλῶ γιὰ τὰ σχολειά. Κάποτε ἦταν θεματοφύλακες τῶν τιμαλφῶν ἀξιῶν τοῦ ἔθνους μας. Σήμερα κατάντησαν ὑποκινητὲς καὶ θερμοκήπια ἀφιλοπατρίας. Ἕνα σύγχρονο παιδομάζωμα.

Καὶ δὲν θὰ ἀφιερώσω ἄλλο μελάνι γι’ αὐτὴν τὴν τραγωδία. Ἀνέφερα τὴν Μπουμπουλίνα. Τί ἦταν αὐτὲς οἱ μάνες τοῦ Εἰκοσιένα; τί λιοντάρια τράνευαν; Ἁγίες μάνες.

Τὸ ’21 ἡ μάνα ἀφήνει τὴ λάτρα τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὸ μεγάλωμα τῶν παιδιῶν καὶ ζώνεται τ’ ἅρματα. «Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφες καὶ μ’ ἀγγόνια». Μία ἀπὸ αὐτὲς ἡ περίφημη Καρατάσαινα, γυναίκα καὶ μάνα ἡρώων. Συνελήφθη, κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Νάουσας, τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1822 καὶ ὁδηγήθηκε, μαζὶ μὲ πλῆθος αἰχμάλωτα γυναικόπαιδα στὴν Θεσσαλονίκη. Πιέστηκε νὰ ἀλλαξοπιστήσει. Ἀρνήθηκε. «Γι’ αὐτό», γράφει ὁ αὐτόπτης Γάλλος Πουκεβὶλ στὴν ἱστορία του, «ἐβύθισαν ἐντὸς σάκκου, τὸν ὁποῖον εἶχαν γεμίσει μὲ ὄφεις, τὴν σύζυγο τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Καρατάσου. Ὁ Ἀβδοὺλ Λουμποὺτ ἤλπιζεν ὅτι ὁ θάνατός της, θὰ ἐπήρχετο κατόπιν φρικτῶν πόνων καὶ βασάνων. Ἀλλὰ αἱ πληγαὶ πλήθους ἐχιδνῶν ἔχυσαν τόσον δηλητήριον εἰς τὰς φλέβας τῆς μάρτυρος, ὥστε περιέπεσεν εἰς λήθαργον καὶ ἀπέθανεν ἀνωδύνως, λυτρωθεῖσα οὕτω τῶν δημίων της, ὑπὲρ τῶν ὁποίων δὲν ἔπαυσεν νὰ προσεύχεται θερμῶς, ἐπικαλούμενη τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Παναγίας μέχρι τῆς τελευταίας ὥρας. Οὕτως ἀπέθνησκον αἱ χριστιαναὶ γυναῖκες». Ἐδῶ, καὶ δὲν κάνω λάθος, διαβάζουμε συναξάρι νεομάρτυρος.

Στὴν ἀρχὴ τῶν Ἀπομνημονευμάτων του, ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης, διηγεῖται τὸ πῶς σώθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἡ φαμελιά του ἀπὸ τοὺς Τούρκους τοῦ Ἀλήπασα. «Γκιζεροῦσαν δεκαοχτὼ ἡμέρες εἰς τὰ δάση κι ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα», γράφει. Θέλησαν νὰ περάσουν ἕνα γεφύρι ποὺ τὸ «φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι» καὶ γιὰ νὰ μὴν κλάψει ὁ νεογέννητος Μακρυγιάννης καὶ «χαθοῦνε ὅλοι», τὸν ἄφησαν στὸ δάσος. «Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέει: «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση», τοὺς εἶπε «περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε… τὸ παίρνω κι ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη διαβαίνουμε». Νίκησε τὸ ἀνίκητο μητρικὸ ἔνστικτο. Καί, γράφει ὁ πολύπαθος ἀγωνιστής, «ἡ μητέρα μου καὶ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε».

Καὶ ἦταν πολύτεκνες οἱ μάνες τοῦ ’21. Οἱ ἐλευθερωτές μας, στὴν πλειονότητά τους, ἀνῆκαν σὲ πολυμελεῖς οἰκογένειες ἢ ἦταν οἱ ἴδιοι πολύτεκνοι. Ὅπως λόγου χάρη οἱ δύο μεγάλες πολιτικὲς μορφὲς τοῦ Ἀγώνα, ὁ Ὑψηλάντης καὶ ὁ Καποδίστριας. Μάλιστα ὁ Καποδίστριας, ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος, εἶχε 8 ἀδέρφια. Ἀλλὰ κι ὁ Δεληγιάννης εἶχε 8 παιδιά. Μάλιστα τὸ Δεληγιανναίικο δέντρο ἦταν πολύκλαδο. Τὸ ἴδιο κι οἱ πολέμαρχοι, εἶχαν ἢ προέρχονταν ἀπὸ πολυπληθεῖς οἰκογένειες. Ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Μοριᾶ, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, εἶχε 12 ἀδέρφια. Πρὶν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση τὸ Κολοκοτρωναίικο ἀσκέρι, ἀδέρφια καὶ ξαδέρφια, μπαμπάδες κι ἀνήψια, ἔφτασε τοὺς 150 νοματαίους! 150 νοματαῖοι ἀπὸ τὴν Κολοκοτρωναίικη φύτρα εἶχαν πάρει τὰ ὅπλα μὲ ἀρχηγὸ τὸ Γέρο τοῦ Μοριά, τὸ Θοδωράκη Κολοκοτρώνη.

Κι ὁ ἀρχιστράτηγος τῆς Ρούμελης Ἀνδροῦτσος, πολυφαμελίτης ἦταν κι ἐκεῖνος. Εἶχε 5 παιδιά. Τὸ ἴδιο πολυφαμελίτης, καὶ μάλιστα ὑπερπολύτεκνος μὲ 8 παιδιά, ἦταν κι ὁ Πανουργιᾶς. Ἐνῶ ὁ στρατηγὸς Μακρυγιάννης ἦταν ὑπερπολύτεκνος μὲ 12 παιδιά! Ὁ Ἐμμανουὴλ Παπάς, ὁ Μακεδόνας ἥρωας, εἶχε 11 παιδιά, τὰ περισσότερα σκοτώθηκαν στὴν Ἀγώνα. Σὲ κάθε μεγάλη μάχη καὶ ἀπὸ ἕνα. Ἡ Δόμνα Βισβίζη, ἡ ἀρχόντισσα, ἡ καπετάνισσα τῆς Θράκης, εἶχε 5 παιδιά, ποὺ τὰ μεγάλωνε μὲ μπαρούτι, στὸ καράβι τοῦ γενναίου ἄντρα της, τοῦ «φιλογενέστατου» Ἀντώνη, ποὺ σκοτώθηκε. Συνέχισε τοὺς ἀγῶνες ἡ Δόμνα.

Πολύτεκνοι ἦταν καὶ οἱ μεγάλοι ναυμάχοι, ὁ Μιαούλης, ὁ Κανάρης. Ὁ Ναύαρχος Μιαούλης εἶχε 5 παιδιά. Ὁ Κωνσταντὴς Κανάρης, ὁ μπουρλοτιέρης, ποὺ ἔσκιαζε τὰ τότε «Οὐροὺτς καὶ Τσεσμέ», ἦταν πατέρας 7 παιδιῶν.

Ἀπὸ πολύτεκνες οἰκογένειες προέρχονταν καὶ οἱ κληρικοὶ ποὺ πότισαν μὲ τὸ τίμιο αἷμα τους τὸ δέντρο τῆς Λευτεριᾶς: ὁ Παπαφλέσσας καὶ ὁ Διάκος. Ὁ ἥρωας τῆς μεγάλης μάχης στὸ Μανιάκι, ποὺ θαύμασε καὶ τίμησε τὸ νεκρό του ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραὴμ πασάς, ὁ Παπαφλέσσας, εἶχε 18 ἀδέρφια. Κι ὁ Διάκος, ὁ ἥρωας τῆς Ἀλαμάνας, 12. Ναί, αὐτὲς τὶς μάνες, τὶς μεγαλόψυχες, τὶς μνημονεύει εὐλαβικὰ ὁ ἐθνικός μας ποιητής: «Ψυχὴ μεγάλη καὶ γλυκιά/ μετὰ χαρᾶς στὸ λέω:/ Θαυμάζω τὶς γυναῖκες μας/καὶ στ’ ὄνομά τους μνέω».

Τελευταία ἄφησα τὴν καπετάνισσα, τὴν Μπουμπουλίνα. Εἶχε ἔξι παιδιά. Δὲν ξέρεις τί νὰ πρωτοπαινέψεις!! Τὴν ἴδια, τοὺς ἥρωες ἄντρες της ἢ τὰ παιδιά της. Ἂς ἀφήσουμε τὴν Μπουμπουλίνα, νὰ μᾶς τὰ πεῖ:

«Ἔχασα τὸν σύζυγό μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ μεγαλύτερος γιός μου σκοτώθηκε μὲ τὸ ὅπλο στὸ χέρι. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὁ δεύτερος γιός μου, δεκατετραετὴς τὴν ἡλικία, μάχεται μαζὶ μὲ τοὺς Ἕλληνες καὶ πιθανῶς νὰ βρεῖ ἔνδοξο θάνατο. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ὑπὸ τὴν σκιὰ τοῦ σταυροῦ θὰ χυθεῖ ἐπίσης τὸ αἷμα μου. Εὐλογητὸς ὁ Θεός! Ἀλλὰ θὰ νικήσουμε ἢ θὰ παύσουμε νὰ ζοῦμε. Θὰ ἔχουμε ὅμως τὴν παρηγοριὰ ὅτι δὲν ἀφήσαμε πίσω μας δούλους Ἕλληνες».

Τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, ὅταν γεννοῦσε μία μάνα ἀγόρι τῆς εὔχονταν: «Νὰ σοῦ ζήσει, νὰ γίνει καπετάνιος, νὰ τοῦ γράψουν καὶ τραγούδι». Γὶ αὐτὸ «τ’ Ἀντρούτσου ἡ μάνα χαίρεται τοῦ Διάκου καμαρώνει/ποὺ ‘χουνε γιοὺς ἁρματολοὺς καὶ γιοὺς καπεταναίους».

Δημήτρης Νατσιὸς

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

 


Ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς λένε τίποτε;

Εἴδατε πόσο εἶναι ὅλα μεθοδευμένα καὶ συστηματικά; Δύο χιλιάδες χρόνια οἱ πιστοὶ παίρνουν ἀπὸ τὸ ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Καὶ γιὰ πολλοὺς αἰῶνες –ἀπὸ τότε ποὺ ἡ Ἐκκλησία εἰσήγαγε τὴ χρῆσι τῆς λαβίδος-, διὰ τῆς λαβίδος παίρνουνε οἱ πιστοὶ τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Κυρίου. Οὐδέποτε τέθηκε πρόβλημα μεταδόσεως μικροβίων διὰ τῆς Θείας Κοινωνίας, οὐδέποτε.

Ἀκόμη καὶ πρὶν ἀπὸ 30-40 χρόνια, σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία ἡ φυματίωση θέριζε κόσμο, ποτὲ δὲν βρέθηκε ἕνας γιατρός, τουλάχιστον στοὺς Ἱερεῖς τῶν σανατορίων, νὰ κάνη μία σύσταση καὶ νὰ πῆ: «Βρὲ πατέρες μου, ἐσεῖς κοινωνεῖτε ἀνθρώπους μὲ καλπάζουσα φυματίωση. Μὴ καταλύετε μετὰ τὸ Ἅγιο Ποτήριο, εἶναι ἐπικίνδυνο». Οὔτε στοὺς Ἱερεῖς τῶν σανατορίων βρέθηκε ποτὲ γιατρὸς νὰ κάνη μία τέτοια σύσταση. Τώρα τοὺς σφύριξε ὁ διάβολος στὸ αὐτὶ νὰ θέσουν θέμα γιὰ τὴ Θεία Κοινωνία. Γιατί; Εἶναι ἐντεταγμένα ὅλα αὐτὰ στὸ σχέδιο νὰ πληγῆ ἡ Ἐκκλησία.

Πέθαιναν ἄνθρωποι κατὰ ἑκατοντάδες παλιότερα ἀπὸ τὴ φθίση, ἀπὸ τὴ φυματίωση. Καὶ οἱ Ἱερεῖς κοινωνοῦσαν δεκάδες καὶ ἑκατοντάδες στὰ σανατόρια καὶ μετὰ κατέλυαν ὅλο τὸ περιεχόμενο τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου. Ποτὲ δὲν ἀκούστηκε ὅτι Ἱερεὺς μολύνθηκε ἀπὸ κάποιο μικρόβιο λόγῳ τῆς Θείας Κοινωνίας. Ἡ Θεία Κοινωνία δὲν εἶναι γιὰ μετάδοση μικροβίων. Εἶναι «εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος».

Καὶ τώρα, σοῦ λέει, κάποιους θὰ κλονίσω, θὰ δημιουργήσω στὴν Ἐκκλησία πρόβλημα, ζάλη. Φωνάζουν ἀπὸ κάτω, τί νὰ κάνω; Νὰ καταργήσω τὴ λαβίδα; Θὰ ξεσηκωθοῦν ἄλλοι. Νὰ μὴ τὴν καταργήσω; Θὰ μοῦ λένε ἄλλοι: μολυνόμαστε –ἄνθρωποι ἀσθενεῖς στὴν πίστι καὶ ἀδιάφοροι θρησκευτικῶς, ποὺ πᾶνε γιὰ τὸ καλό τοῦ χρόνου νὰ κοινωνήσουνε τὸ Πάσχα καὶ τὰ Χριστούγεννα. Σοῦ λέει, μὲ τὸ κουταλάκι, τὸ ὁποῖο κοινώνησες τόσους ἄλλους, θὰ μὲ κοινωνήσης καὶ μένα; Συνέχεια νὰ δημιουργοῦν προβλήματα, νὰ δημιουργοῦν ἀναστατώσεις μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅλα αὐτὰ δὲν μᾶς λένε τίποτε;

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Κυριακή 27 Αυγούστου 2023



Ὁ ἑαυτός μας καὶ ὁ ἄλλος
Ἂν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δίπλα στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα, ποὺ τὸν ἔχουμε μπροστά μας καὶ τοῦ μιλᾶμε, μπορεῖ σὲ ἕνα λεπτὸ νὰ ἔχει φύγει διὰ παντός, ἂν σκεφτόμασταν ὅτι τὰ λόγια ποὺ μόλις εἰπώθηκαν ἦσαν καὶ τὰ τελευταῖα, ὅτι ἡ κίνηση ποὺ ἔγινε δὲν ἦταν ἀληθινή, ὅτι τὸ καλὸ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ εἶχα κάνει δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ κατέστρεψα δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταστρέψει, τότε τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ συναντᾶμε θὰ τὸν ἀντιμετωπίζαμε μὲ προσοχή, μὲ προσήλωση καὶ μὲ βάθος. Μὲ ἕνα βάθος ποὺ θὰ ἔδινε καὶ στὴ δική μας ζωὴ βάθος. Δὲν φερόμαστε ὅμως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, γιατὶ πιστεύουμε ὅτι θὰ ὑπάρχει χρόνος. Ἀλλὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, γιατὶ ἡ παροῦσα στιγμὴ καθίσταται ἀνεπίστρεπτο παρελθὸν καὶ ἡ ἑπόμενη στιγμὴ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ πρὸς τὸ μέρος μας. Δὲν διαθέτουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν παροῦσα στιγμή. Τὸν χρόνο ἑνὸς πεταρίσματος τοῦ ματιοῦ. Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο.
Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Σάββατο 26 Αυγούστου 2023



Ὅταν τά δικά μας χείλη μένουν κλειστά
Ὅσο περισσότερες συνταγὲς δίνονται τόσο ἡ πάθηση χειροτερεύει. Μολονότι πολλοὶ ὑποφέρουν πολὺ ἀπὸ τὴν ἀνίατη ἀρρώστια τῆς πλήξης, καὶ δὲν βρίσκουν εὔκολα τρόπους νὰ ἐμποδίσουν τὶς ἐπισκέψεις της. Φοβοῦνται πὼς θὰ ἔρθει καὶ θὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους κατὰ τὸ σούρουπο, καὶ γιὰ νὰ μὴ συμβεῖ αὐτὸ ζητοῦν ὁδηγίες, ψάχνουν τὸ φάρμακο. Περιοδικὰ καὶ διαφημίσεις δὲν παύουν νὰ τὸ χορηγοῦν σὲ διαρκῶς αὐξανόμενες δόσεις.
Γιὰ νὰ μὴν βαρεθεῖτε, ὀφείλετε νὰ κάνετε αὐτὸ ἢ τὸ ἄλλο, νὰ πᾶτε ἐκεῖ καὶ ὄχι ἀλλοῦ. Ἑστιατόρια, μπάρ, μουσικὲς σκηνὲς καὶ διάφοροι πολυχῶροι, καταλήγουν νὰ φαντάζουν περισσότερο σὰν ἑστίες ὁμαδικῆς ἄμυνας παρὰ ψυχαγωγίας. Ἐκεῖ μέσα, στὴ διάρκεια τῆς βραδιᾶς, μιὰ κάποια λεπτομέρεια, ἕνα κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε τί μπορεῖ νὰ εἶναι, ὑπόσχεται ὅτι ὁ χρόνος δὲν θὰ σκοντάψει πουθενά.
Αὐτὸ οἱ παλαιότεροι τολμοῦσαν νὰ τὸ λένε «σκότωμα τοῦ χρόνου». Σήμερα ὅμως, ἡ ἔκφραση μοιάζει βαριὰ καὶ ὑποτιμητική, γιατὶ κανένας δὲν θέλει νὰ παραδεχτεῖ πὼς τοῦ ἀξίζει αὐτὸ καὶ μόνο. Τόσος κόπος καὶ τόση ἐνέργεια στὴ διάρκεια τῆς μέρας, καὶ τὸ βράδυ νὰ ἔρχεται μὲ ἄδεια τὰ χέρια! Ὑπερβολικὸ τὸ παράπονο, ἂν σκεφτεῖ κάποιος τί συνέβαινε ἄλλες ἐποχές.
Ἀναμφίβολα, πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες ἡ πλήξη στρογγυλοκαθόταν πολὺ συχνότερα μέσα στὰ σπίτια. Ἀτέλειωτες βραδινὲς ὧρες ὅπου στὶς οἰκογένειες, ἰδίως στὴν ἐπαρχία, ὁ καθένας ἔπαιζε τὸν ρόλο του μὲ κινήσεις καὶ φράσεις λιτές. Ἔρχονταν σιωπές, ἔπειτα μερικὲς κουβέντες γύρω ἀπ’ τὸ τραπέζι, καὶ ξανὰ σιωπές. Ἔπλητταν ὅλοι μὲ τὸν τρόπο τους, ὁ πατέρας, ἡ μητέρα, τὰ παιδιά. Ἀλλὰ τὸ ἄντεχαν λίγο ὡς πολύ, πιστεύοντας πὼς ἀνήκει στὴ φύση τῆς κοινῆς τους ζωῆς.
Ὅταν συγκατοικεῖς μὲ ἄλλους, δὲν μπορεῖς νὰ περιμένεις νὰ σπιθίζουν κάθε τόσο τὰ λόγια ποὺ ἀνταλλάσσεις μαζί τους. Ἕνας ὁρισμένος βαθμὸς μονοτονίας εἶναι τὸ ἀντίτιμο γιὰ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν σπιτικὴ θαλπωρή. Φυσικά, ἂν ξεπεραστεῖ αὐτὸ τὸ ὅριο, ἔρχεται ἡ ἀσφυξία. Τότε, ἀπέναντι ἀπὸ τὸν ἔγκλειστο προβάλλει ὁ ἐξωσπιτικὸς χῶρος μὲ ὅλα του τὰ θεάματα, τὶς ζωηρὲς συναναστροφές. Ἐκεῖ θέλουν νὰ τρέξουν οἱ βαριεστημένοι, καὶ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς καταφέρνουν, πράγματι, νὰ ξεδώσουν.
Τὸ ζήτημα ὅμως εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ἀνακούφιση εἶναι συνήθως πιὸ σύντομη ἀπ’ ὅ,τι προσδοκοῦσαν. Τί φταίει; Τὸ φαγητὸ ποὺ φέρνει ὁ σερβιτόρος εἶναι νόστιμο, ὅπως καὶ τὴν προηγούμενη φορᾶ, τὸ περιβάλλον ἐξακολουθεῖ νὰ κολακεύει τοὺς πελάτες. Καὶ ὅμως… Γιατί νὰ μὴ δοκιμάσει κανεὶς κάτι ἀκόμη καλύτερο; Μήπως ἡ προσκόλληση σὲ μία προτίμηση περιορίζει τὸ δικαίωμά του νὰ ψάξει μία ἀκόμη πιὸ «ἰδιαίτερη».
Στὸ τέλος, ἡ ἀναζήτηση τῆς παραλλαγῆς ἢ τῆς πρωτοτυπίας ὑπονομεύει τὴν ἴδια τὴν ἀπόλαυση καὶ καταντᾶ νὰ γίνει νευρικὴ κινητικότητα. Μετακινούμενοι συνεχῶς, οἱ σύγχρονοι ἐξερευνητὲς τῆς διασκέδασης ἐξορκίζουν τὴν ἀνία, ὅπως οἱ παλαιότεροι τὰ νυχτερινὰ φαντάσματα. Ὅμως, τὸ φάντασμα τῆς πλήξης ἔρχεται καὶ ξανάρχεται.
Εἶναι ἀδύνατο σὲ ἕναν πολιτισμὸ τόσο κυριαρχημένο ἀπὸ τὴν ἐγωπάθεια νὰ ἀποδιώξει τὸ χασμουρητό! Πάρτε, γιὰ παράδειγμα, τὶς συζητήσεις. Τὴν πιὸ σταθερὴ εὐχαρίστηση τὴ βρίσκει κανεὶς ὅταν μιλᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἢ γιὰ πράγματα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦν πολύ. Ὅταν μιλοῦν οἱ ἄλλοι γιὰ τὰ δικά τους κατὰ κανόνα μόλις ποὺ τὸ ἀνέχεται. Γιὰ νὰ διασκεδάσουμε ἑπομένως πραγματικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ μιλᾶμε γιὰ μᾶς, ἂν κι αὐτὸ θὰ προκαλοῦσε ἐνόχληση στοὺς ἀκροατές.
Ἐπειδὴ ὅμως θέλουμε νὰ εἴμαστε ἀρεστοὶ στοὺς ἄλλους, τοὺς ἀφήνουμε νὰ περιαυτολογοῦν καί, ἔτσι, ἐμεῖς ἀναπόφευκτα πλήττουμε. Εἴμαστε ἑπομένως διπλὰ ἰδιοτελεῖς. Θεωροῦμε πὼς παραμένουμε πιὸ ἐνδιαφέροντες ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ταυτόχρονα θέλουμε ὁπωσδήποτε νὰ μᾶς ἀποδέχονται. Μοιραῖα ἕνα τέτοιο βίτσιο πληρώνεται μὲ ἀνία. Αὐτὸς ποὺ δὲν θέλει νὰ ἐνοχλήσει θὰ βαρεθεῖ.
Σύμπτωμα γενικευμένου κομφορμισμοῦ; Δὲν πρόκειται τόσο γι’ αὐτό. Πιὸ ἰσχυρὴ καὶ ἀπὸ τὴν τάση ἐξάρτησης ἀπὸ τοὺς ἄλλους, εἶναι ἡ ἀνόητη φαντασίωση πὼς ὑπερέχουμε. Πὼς ἀπὸ τοὺς ἄλλους δὲν θὰ ἀκούσουμε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ εἴχαμε πρὶν σκεφτεῖ. Καὶ πὼς ὁ χρόνος πεθαίνει, στ’ ἀλήθεια, μόνο ὅταν τὰ δικά μας χείλη μένουν κλειστά.
Βασίλης Καραποστόλης

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2023



Μὴ σὲ τρομάζει ἡ πείρα τῶν παππούδων
Πρόσφατα ἕνα δημοσίευμα σὲ ἰταλικὴ ἐφημερίδα ἔφερε ξανὰ στὸ φῶς, μ’ ἕναν ἀπροσδόκητο τρόπο, τὸ πρόβλημα τῶν ἡλικιωμένων στὸν σύγχρονο δυτικὸ κόσμο. Κάποιος μοναχικὸς συνταξιοῦχος δάσκαλος ζητοῦσε μὲ ἀγγελία του νὰ υἱοθετηθεῖ ἀπὸ οἰκογένεια ποὺ θὰ ἐνδιαφερόταν νὰ ἀξιοποιήσει τὰ προσόντα του. Θὰ μποροῦσε νὰ συμβάλλει στὴ μόρφωση τῶν παιδιῶν ἢ τῶν ἐγγονιῶν, καὶ γενικά, ὅπως ὁ ἴδιος ἔγραφε, νὰ εἶναι «κοινωνικὰ χρήσιμος».
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ τί ἀνταπόκριση βρῆκε ἡ συγκεκριμένη ἔκκληση, τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι σήμερα ἡ χρησιμότητα τῆς τρίτης ἡλικίας ἀμφισβητεῖται χωρὶς περιστροφές. Ἂν κάποιος ἄνω τῶν 65 ἐτῶν ζητήσει νὰ προσφέρει τὶς γνώσεις του, τὸ πιὸ πιθανὸ εἶναι ὅτι ἡ προσφορά του θὰ πέσει στὸ κενό. Οἱ γνώσεις αὐξάνονται, ἐξειδικεύονται, τρέχουν πολὺ γρήγορα γιὰ νὰ τὶς προλάβει κάποιος μὲ μειωμένη ἀντοχὴ στὶς κοῦρσες.
Αὐτὸ θὰ τοῦ ἀπαντήσει ἡ ἀγορά, τὸ ἴδιο θὰ πεῖ καὶ ἡ οἰκογένεια. Ὅταν ὑπάρχουν τόσο εἰδικοὶ φροντιστὲς καὶ σύμβουλοι, οἱ γονεῖς βρίσκουν πὼς δὲν τίθεται θέμα νὰ ἀπευθυνθοῦν σ’ ἕνα καινούργιο εἶδος κατ’ οἶκον παιδαγωγῶν. Ἀφοῦ λοιπὸν ὡς πρὸς τὶς τρέχουσες ἐκπαιδευτικὲς καὶ ἐπαγγελματικὲς ἀνάγκες ὁ ἡλικιωμένος ὑστερεῖ, σὲ τί θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ὠφέλιμος; Στὴ μετάδοση τῆς πείρας, προτείνει ἡ ἁπλὴ λογική.
Ὅμως ἀμέσως ἐδῶ προκύπτουν νέα προβλήματα. Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει δεῖ κι ἔχει ζήσει πολλά, δὲν εἶναι καθόλου σίγουρο ὅτι θὰ βρεῖ ἀντίκρυ του αὐτιὰ πρόθυμα νὰ ἀκούσουν τὶς διηγήσεις του. Στὴν κοινωνία τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας τῆς γνώμης, κάθε συμβουλὴ ἢ ὑπόδειξη μπορεῖ νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀθέμιτη παρέμβαση. Θίγονται τὰ προσωπικὰ δεδομένα, ἡ μυγιάγγιχτη προσωπικότητα καὶ τοῦ πιὸ ἀνερμάτιστου. Ὅποιος θελήσει νὰ πεῖ σ’ ἕναν ἄλλο (ἀκόμη κι ἂν αὐτὸς εἶναι πολὺ νεώτερος) τί θὰ ἦταν καλύτερο, κατὰ τὴ γνώμη του, νὰ πράξει, κινδυνεύει νὰ φανεῖ ἐξουσιαστικός. Συνεπῶς ἂς κρατηθοῦν οἱ μεγάλες ἡλικίες μακριὰ ἀπὸ τὶς μικρές.
Φανταστεῖτε μία ἀγγελία γραμμένη ἀπὸ κάποιον μὲ κάμποσα χρόνια στὴν πλάτη του. «Ἔχω ζήσει μέσα στὶς ἀλλαγές. Γνώρισα τὴ φτώχεια. Κατόπιν τὸ ξεπέρασμα τῆς φτώχειας καὶ τὴν ἐπιτυχία. Ἐπίσης τὸν ἔρωτα, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐρωτικὴ ἀπογοήτευση. Καὶ ἀκόμη, τὰ σκαμπανεβάσματα τῆς φιλίας – θέλει κανεὶς ἀρχάριος νὰ πληροφορηθεῖ γι’ αὐτά;».
Τὸ φιλελεύθερο ἀκροατήριο ἀπαντᾶ: «Ὄχι. Θὰ τὰ μάθουμε μόνοι μας». Κατηγορηματικὴ ἡ δήλωση καὶ ἀκλόνητη ἡ πεποίθηση ὅτι τὸ νεαρὸ ἄτομο πρέπει νὰ δοκιμάζει τὶς δικές του δυνάμεις σὲ ὁτιδήποτε καινούργιο συναντάει στὸ δρόμο του. Φυσικά, θὰ ἔχει κάποια ἐνημέρωση γιὰ τὸ τί προηγήθηκε, ἀλλὰ δὲν θὰ καθορίσει αὐτὸ τὴν πορεία του.
Παρακολουθώντας αὐτὴ τὴν πορεία διαπιστώνουμε πολὺ γρήγορα τὰ παράδοξά της. Μὲ τὰ πρῶτα ἐμπόδια γεννιοῦνται ἀνησυχίες. Μήπως μία ἀποτυχία στὶς ἐξετάσεις τσακίσει τὴν αὐτοπεποίθηση τοῦ ἐφήβου; Μήπως μία πρώιμη ἐρωτικὴ ἀτυχία τοῦ προκαλέσει ἀνεπανόρθωτο ψυχικὸ τραῦμα; Ἡ ἀντίφαση εἶναι χτυπητή. Ἀπὸ τὴ μία ἡ οἰκογένεια καὶ οἱ εἰδήμονες ὠθοῦν τοὺς νέους στὸ πείραμα, στὴν ἀναζήτηση τοῦ “ἑαυτοῦ” τους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη τρομάζουν προκαταβολικὰ μὲ τὸ τσουρούφλισμα καὶ τὸ γρατσούνισμα ποὺ θὰ ὑποστεῖ μοιραῖα ὁ τρυφερὸς βλαστός.
Ἐκεῖ ἀκριβῶς θὰ ἦταν δυνατὸν νὰ βρεθεῖ μία θέση γιὰ τὴν πείρα. Γιατί ὁ ἔμπειρος καὶ μόνον αὐτός, μπορεῖ νὰ πεῖ γιὰ τὸ πόσο βαθιὰ εἶναι μία πληγή, γιὰ τὸ πόσος χρόνος περνάει μέχρι νὰ ἐπουλωθεῖ. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὅσους ἔπαθαν καὶ ἔμαθαν τοὺς κρατᾶνε σὲ ἀπόσταση. Στοὺς νέους φαίνονται βαρετοὶ οἱ γέροι, ἀλλὰ γι’ αὐτὸ δὲν εὐθύνονται οὔτε οἱ μὲν οὔτε οἱ δέ, εὐθύνονται οἱ ἐνδιάμεσες ἡλικίες ποὺ παρεμβαίνοντας ἐμποδίζουν τὶς παλιὲς καραβάνες νὰ μιλήσουν γιὰ τὰ ὅσα ἀνάποδα τοὺς ἔτυχαν καὶ γιὰ τὶς περιπέτειες ποὺ πέρασαν ἀντιμετωπίζοντάς τα.
Ἐξαιτίας τοῦ φόβου τῶν μεσόκοπων γιὰ τὴ φθορά, ἡ γιαγιὰ καὶ ὁ παπποὺς παρουσιάζονται στὶς νέες γενιὲς σὰν μούμιες, ἐνῶ εἶναι ἀκόμη ζωντανοί. Μὴν τοὺς πλησιάζετε. Δὲν ἔχουν νὰ διηγηθοῦν παρὰ μόνο ἱστορίες πολὺ πραγματικὲς γιὰ νὰ εἶναι ἀληθινές. Εἶναι πλάσματα μὲ παράξενες ἰδιότητες. Μποροῦν νὰ συσχετίζουν γεγονότα, νὰ συγκρίνουν συμπεριφορές, νὰ προσαρμόζονται στὶς δυσκολίες καὶ τὸ πιὸ ἐξωφρενικό: διαθέτουν ἐπιπλέον καὶ ὑπομονή. Ἄχρηστο, πράγματι, ὑλικὸ ἡ πείρα, εἶναι τόσο πυκνὴ ποὺ δὲν ξέρει κανεὶς τί νὰ ξεδιαλέξει ἀπ’ αὐτή –καί, κυρίως, σὲ τί νὰ τὴν ἐφαρμόσει ἀποδοτικά.
Βασίλης Καραποστόλης
Καθηγητής Πολιτισμοῦ καὶ Ἐπικοινωνίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2023

 


Ὁ γεροβοσκός

Πόσα χρόνια πέρασα
κι ἄσπρισα κι ἐγέρασα
πάνω στὰ ψηλώματα
βόσκοντας τὰ πρόβατα!

Τὶς κορφὲς ἐπάτησα
καὶ νυχτοπερπάτησα
καὶ σὲ δέντρα γερικὰ
εἶδα κι εἶδ᾿ ἀγερικά!

Σὲ ψηλὲς ἀνηφοριὲς
σὰ κοτσύφι χύθηκα
κι ἔπεσα σὲ ρεματιὲς
καὶ ἀποκοιμήθηκα!

Πάνω στὴ καπότα μου,
φορεσιὰ καὶ στρῶμα μου,
εἶδα ῾νείρατα γυρτὸς
ξυπνητὸς καὶ κοιμιστός!

Σ᾿ ἀητοράχη ἐσκάλωσα
μὲ τὸ λύκο μάλωσα
κι ἄναψα τρανὲς φωτιές,
σὲ τετράψηλες κορφές!

Εἶδα τ᾿ ἄστρι στὸ βουνό,
ποὺ τὸ λεν᾿ Αὐγερινὸ
καὶ στὴ καθαρὴ βραδιὰ
χόρτασα τὴ ξαστεριά!

Μύρμηγκα δὲ ζήμιωσα
κι ἄνθρωπο δὲ θύμωσα.
Πῆρα τὰ μικρὰ τ᾿ ἀρνιά,
σὰ παιδιὰ στὴν ἀγκαλιά!

Μιὰ ζωὴν ἐπέρασα
κι εἶπ᾿ ὁ Θεὸς κι ἐγέρασα
καὶ τὸ χιόνι τὸ πολύ,
μοῦ ῾πεσε στὴ κεφαλή!

Ἄειντε προβατάκια μου,
περπατᾶτ᾿ ἀρνάκια μου,
πάμετε σιγὰ-σιγὰ
καὶ μᾶς ῾πῆρεν ἡ βραδιά...

Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2023



Λάμπει ἐσωτερικὰ σὰν ἀστέρι
Σὲ ποιόν θέλεις περισσότερο ν’ ἀφιερώσεις τὴ ζωή σου; Τὸ πνεῦμα τῆς ζωῆς σου καθορίζεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα ἐκείνου πρὸς τὸ ὁποῖο περισσότερο κλίνεις. Ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν Θεό, ἔχει ἕνα πνεῦμα θείου φόβου καὶ εὐλάβειας. Ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἔχει ἕνα πνεῦμα αὐτάρεσκο, ἐγωιστικό, φίλαυτο, σαρκικό. Καὶ ὅποιος ζεῖ γιὰ τὸν κόσμο, ἔχει ἕνα πνεῦμα φιλόκοσμο καὶ μάταιο. Κρίνοντας ἀπ’ αὐτὰ τὰ γενικὰ χαρακτηριστικά, βρὲς τί πνεῦμα ὑπάρχει μέσα σου.
Συνήθως στὶς γιορτὲς εὔχονται εὐτυχία. Εὐτυχία, λοιπόν, σοῦ εὔχομαι κι ἐγώ. Γιατί, ὅμως, κάνουμε αὐτὴ τὴν εὐχή; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κανένας μέχρι σήμερα δὲν ἔχει καθορίσει μὲ σαφήνεια καὶ ἀκρίβεια τὸ τὶ εἶναι εὐτυχία καὶ τὸ ποιός εἶναι πραγματικὰ εὐτυχισμένος. Θαρρῶ πὼς εὐτυχισμένος εἶναι ὅποιος νιώθει ἔτσι. Ὅταν, λοιπόν, σοῦ εὔχομαι εὐτυχία, αὐτὸ ἀκριβῶς εὔχομαι: Νὰ νιώθεις πάντα εὐτυχισμένη! Καὶ ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τόσο διαφορετικὲς ἐπιθυμίες, τόσο διαφορετικὰ γοῦστα καί, συνακόλουθα, τόσο διαφορετικὲς ἀπόψεις γιὰ τὴν εὐτυχία, ποὺ μπερδεύεται κανεὶς γιὰ τὰ καλά, σοῦ ξεκαθαρίζω δίχως περιστροφές: Ὅσο δὲν ζεῖς πνευματικά, μὴν περιμένεις εὐτυχία.
Ἡ διανοητικὴ καὶ σαρκικὴ ζωή, ὅταν οἱ συνθῆκες εἶναι εὐνοϊκές, δίνουν κάτι σὰν εὐτυχία. Μὰ δὲν πρόκειται παρὰ γιὰ μιὰ φευγαλέα καὶ ἀπατηλὴ γεύση εὐτυχίας, ποὺ γρήγορα χάνεται. Πέρα ἀπ’ αὐτό, ὅταν ἡ διανοητικότητα καὶ ἡ σαρκικότητα κυριαρχοῦν στὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ταράζονται ἀπὸ ἐμπαθεῖς λογισμούς, ἐπιθυμίες καὶ συναισθήματα. Τὸ δηλητήριο τῶν παθῶν δηλητηριάζει τὸν ἄνθρωπο, ὅπως τὸ ἀφιόνι, ἀλλὰ τὸν κάνει νὰ ξεχνᾶ πρόσκαιρα τὴ δυστυχία του, ὅπως πάλι τὸ ἀφιόνι. Ἡ πνευματικὴ ζωή, ἀπεναντίας, ἀπαλλάσσει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὰ πάθη, τοῦ προσφέρει τὶς εὐλογίες τοῦ πνεύματος καὶ τὸν κάνει ἀληθινὰ καὶ ὁλοκληρωτικὰ εὐτυχισμένο.
Ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος λάμπει ἐσωτερικὰ σὰν ἀστέρι. Συχνά, μάλιστα, ἡ ἐσωτερικὴ αὐτὴ λαμπρότητα περνᾶ ἀπὸ τὴν ψυχὴ στὸ σῶμα καὶ γίνεται ὁρατὴ στοὺς ἄλλους.
Ὅταν ἔμενα στὴν Πετρούπολη, στὴ δεκαετία τοῦ 1840, ἀκούγοντας γι’ αὐτὸ ἀπὸ κάποιους, θέλησα νὰ τὸ διαπιστώσω μὲ τὰ ἴδιά μου τὰ μάτια. Ἤμουνα, βλέπεις, νεαρὸς τότε καὶ δύσπιστος. Ἔτυχε, λοιπόν, νὰ μὲ ἐπισκεφθεῖ ἕνας μοναχός, στὸν ὁποῖο οἱ ἐνέργειες τῆς χάριτος ἦταν ἤδη ἔκδηλες. Ἀρχίσαμε νὰ μιλᾶμε γιὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὅσο πιὸ πολὺ αὐτοσυγκεντρωνόταν, ὅσο πιὸ πολὺ ἡ σκέψη του βάθαινε, τόσο πιὸ φωτεινὸ γινόταν τὸ πρόσωπό του· ὥσπου, τελικά, ἔγινε λευκὸ σὰν τὸ χιόνι, μὲ τὰ μάτια του ν’ ἀστράφτουν. Λένε ὅτι καὶ ὁ γέροντας Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ πολὺ συχνὰ ἔλαμπε, ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, καὶ ὅλοι τὸν ἔβλεπαν φωτόλουστο.
Πολλὲς τέτοιες περιπτώσεις συναντᾶμε στὶς διηγήσεις τῶν ἁγίων πατέρων. Ἀναφέρεται, γιὰ παράδειγμα, στὸ Γεροντικὸ ὅτι ὁ ἀββὰς Ἰωσὴφ τῆς Πανεφῶ, ὅταν προσευχόταν μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα στὸν οὐρανό, τὰ δάχτυλά του γίνονταν σὰν δέκα λαμπάδες ἀναμμένες. Τὸ ἀποκάλυψε ὁ ἀββὰς Λώτ, ποὺ τὸ εἶδε. Γιὰ τὸν ἀββᾶ Ἀρσένιο, πάλι, εἶναι γραμμένο τὸ ἀκόλουθο περιστατικό: Πῆγε κάποτε στὸ κελί του, στὴ Σκήτη τῆς Αἰγύπτου, ἕνας ἀδελφός. Χτύπησε τὴν πόρτα, μὰ δὲν πῆρε ἀπάντηση. Σκύβοντας τότε, κοίταξε μέσα ἀπὸ τὴ θυρίδα. Καὶ τί νὰ δεῖ! Ὁ ἀββὰς Ἀρσένιος ἦταν ὅλος φωτιά! Ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες, τέλος, ὅταν συνάντησε τὸν ἀββᾶ Σιλουανό, εἶδε τὸ πρόσωπό του καὶ τὸ σῶμα του νὰ λάμπουν σὰν ἀγγέλου. Καὶ μὴν μπορώντας ν’ ἀτενίσει ἐκείνη τὴν τόση λαμπρότητα, ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὴ γῆ.
Σὲ κάθε ἐποχὴ ὑπάρχουν τέτοιοι ἄνθρωποι, ἄνθρωποι τῆς χάριτος… Ὅλοι οἱ φωτεινοὶ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ μετέχουν χαρισματικὰ στὸ ἄκτιστο φῶς –δηλαδὴ στὴν ἄκτιστη ἐνέργεια– τοῦ Κυρίου, στὸ φῶς ποὺ ἀξιώθηκαν νὰ δοῦν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι Πέτρος, Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης στὸ ὅρος Θαβώρ, ὅταν Ἐκεῖνος μεταμορφώθηκε, ὅταν «τὸ πρόσωπό Του ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο» καὶ «τὰ ροῦχα Του ἔγιναν ἀστραφτερά, κατάλευκα σὰν τὸ χιόνι».
Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Τρίτη 22 Αυγούστου 2023

 


Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Λίγες ἑβδομάδες πρὶν ἀναχωρήσει ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἦταν καθισμένος στὴν καρέκλα μὲ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια. Μπαίνει κάποιος ἐπισκέπτης, τοῦ φιλάει τὸ χέρι καὶ τὸν ρωτᾶ:

-Τί γίνεσθε, Γέροντα;

-Γίνομαι, παιδί μου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπισκέπτης δὲν κατάλαβε, συνέχισε:

-Ὡριμάζω!

Καὶ λίγες μέρες πρὶν κοιμηθεῖ, ἀπευθυνόμενος σὲ παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:

-Νὰ ξερες, Δ., πόσο λειαίνει τὸν ἀκατέργαστο Ἐπιφάνιο ὅλη αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία!

Οἱ πόνοι του ἦσαν φρικτοὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποτε:

- Ἄν νιώθατε ὅπως ἐγὼ τώρα ἔστω καὶ γιὰ 2 λεπτά, θὰ παρακαλούσατε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς πάρει ἀμέσως! Καὶ στρεφόμενος πρὸς τὸν Κύριο: «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμὶ ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».

Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, λόγω τῶν φρικτῶν πόνων, τὶς πέρασε ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι. Δὲν μποροῦσε σὲ καμία ἄλλη θέση νὰ ἀνακουφισθεῖ.

-Παρακάλεσα, μᾶς εἶπε, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ἄλλη μία θέση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μοῦ ἔδωσε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!

Τοῦ εἶπε κάποτε ἕνα πνευματικοπαίδι του -γιατρὸς- ποὺ προσπαθοῦσε ἐπὶ ὥρα νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα:

—Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, Γέροντα, ποὺ σᾶς πονῶ, ἀλλὰ τὸ κάνω γιὰ τὸ καλό σας.

—Τὸ καταλαβαίνω, παιδί μου. Ἐμένα νὰ μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ παιδεύω. Νὰ ξέρης ὅτι δὲν στενοχωροῦμαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ στενοχωρεῖσαι ἐσὺ ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβες.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ρώτησε ἕνα πνευματικοπαίδι του:

—Παιδί μου, ἔχεις ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀναχωρήσεώς μου;

—Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἐξοικειωθεῖ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ξέρω εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη σας θὰ μᾶς συνοδεύει πάντοτε. Ἄλλωστε κι ἂν σᾶς καλέσει ὁ Θεός, σὲ σᾶς θὰ προστρέχουμε διὰ τῆς προσευχῆς.

—Αὐτό, παιδί μου, γίνεται μόνο μὲ τοὺς Ἁγίους.

—Γέροντα, κάποτε σᾶς εἶχα ρωτήσει ἂν μποροῦμε στὴν προσευχή μας νὰ ἐπικαλούμεθα τὶς πρεσβεῖες κάποιου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ συνείδησή μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔχει βρεῖ παρρησία στὸν Θεὸ καὶ μοῦ εἴχατε ἀπαντήσει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι στὴν παράκλησή μας θὰ προτάσσουμε τὴ φράση «ἂν ἔχεις παρρησία στὸν Θεό».

—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Γέροντα, ἄν.

—Σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Μά, Γέροντα, οὔτε μὲ τὸ ἄν;

—Καλά… Ἂν εἶναι μὲ τὸ ἄν…

—Καλά, Γέροντα, δὲν φοβάσθε τὸ θάνατο; τὸν ρώτησε ἀπορημένο κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμήσεως του καθόριζε ὁ ἴδιος τὰ τῆς κηδείας του (ἀγγελτήρια, νεκρώσιμο ἀκολουθία κ.λπ.) τόσο ἀπαθῶς σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν κηδεία κάποιου ἄλλου.

—Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶμαι καθόλου τὸν θάνατο. (Μικρὴ παύση.) Καὶ δὲν τὸν φοβᾶμαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

—Γέροντα, μὴ λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, τοῦ εἶπε κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ καθορίζει τὰ τῆς κηδείας του.

Καὶ αὐτὸς μὲ ἑτοιμότητα:

—Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2023

 


Ὁ πρωτογιός μου

Τὸν συναντοῦσα στὴν Πάτμο, ὅπου αὐτὸς μόναζε, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἀθήνα, –μάλιστα, μία φορὰ ποὺ εἶχε ἔρθει στὴν Πρωτεύουσα, εἶχα καὶ τὴν ἰδιαίτερη «εὐλογία» νὰ τὸν φιλοξενήσω σπίτι μου. Ἦταν γαλήνιος, ἤπιος· χαιρόσουν καὶ μόνο νὰ τὸν βλέπεις!...

Τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὸν συνάντησα, μόλις μὲ εἶδε ἀπὸ μακριά, χωρὶς κἄν νὰ μὲ γνωρίζει, ἄνοιξε διάπλατα τὰ χέρια του καὶ φώναξε ἐγκάρδια: «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος!».

Μ’ ἀγκάλιασε κι’ ὕστερα μὲ φίλησε. Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων: σ’ ἀγκαλιάζουν καὶ ζεσταίνουν, πραγματικά, τὴν ψυχή σου!...

Μετά, γύρισε καὶ μοῦ ’πε:

–Ἔλα νὰ καθίσουμε ἔξω, στὸν «πρωτογιό» μου!...

–Ποιόν «πρωτογιό» σας, Γέροντα;!...

–Αὐτὸ ποὺ βλέπεις ἐδῶ πέρα, εἶναι ὁ «πρωτογιός» μου!...

–Ποιό, παππούλη;!...

–Νά, αὐτὸ τὸ πεῦκο!...

Ἦταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπὸ τὸ ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μὲ διάφορους ἀνθρώπους, ποὺ πήγαιναν νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦν.

Καὶ συνέχισε:

–Βλέπεις; Πάνω στὸν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτὸν τὸν σιδερένιο σταυρό. Τὸ πεῦκο, λοιπόν, εἶναι ὁ «πρωτογιός» μου· καὶ τὸν ἔχω κάνει καὶ...«μεγαλόσχημο»!

Ἔλα νὰ κάνουμε τὸ ἑξῆς: Νὰ μὴν μιλήσεις καθόλου καὶ ν’ ἀκούσεις «πῶς» ὁ «πρωτογιός» μου κάθεται καὶ «μιλᾶ» μὲ τὴν θάλασσα!...

Πραγματικά! Ὁ ἀγέρας φυσοῦσε μέσ’ ἀπὸ τὰ κλαδιὰ τοῦ πεύκου· παντοῦ, γύρω, ἀκουγόταν τὸ θρόϊσμα τῶν πευκοβελόνων· κι’ ἀπὸ κάτω πέρα, ἀκουγόταν τὸ κύμα τῆς θάλασσας. Ἦταν μία σκηνὴ ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας! Νὰ κάθομαι κοντὰ σ’ ἕναν τέτοιον ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δὲν μιλοῦσε ἀλλὰ προσευχόταν κι’ ἐπικοινωνοῦσε μὲ τὸν Θεό!...

Κάποια στιγμή, γύρισε καὶ μοῦ ’πε:

–Αυτὴ ἡ πλαγιὰ ποὺ βλέπεις νὰ ’ναι τώρα γεμάτη πεῦκα, κάποτε ἦταν ἐντελῶς ξερή. Ὅποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιὰ ἐξομολόγηση, τοῦ ’βαζα μετὰ «κανόνα» νὰ φυτέψει δέντρα!…

Ὁ Γέροντας Ἀμφιλόχιος ὑπέφερε ἀπὸ σάκχαρο· ἦταν διαβητικός. Ἐκείνη τὴν φορὰ ποὺ ἦρθε στὴν Ἀθήνα κι’ ἔμεινε στὸ σπίτι μας, ἡ γυναίκα μου ἀντιμετώπισε κάποια δυσκολία, ὅσον ἀφορᾶ τὸ διαιτολόγιό του. Κι’ ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Κόρη μου, καμμιὰ στεναχώρια! Ὅ,τι ἔχεις ἑτοιμάσει! Ὁ Ἀμφιλόχιος εἶναι ἁπλός!».

Καὶ πράγματι!...

Ἦταν τόσο ἁπλός, «ὁ (Γέροντας) Ἀμφιλόχιος», ποὺ σ’ ἔβγαζε ἀμέσως ἀπὸ τὴν δύσκολη θέση· κι’ ἔμπαινε –ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας στιγμή– μέσα στὴν καρδιά σου!...

Γιῶργος Παπαζάχος

Καθηγητὴς Ἰατρικῆς Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

Κυριακή 20 Αυγούστου 2023


Οἰκογένεια καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ
Ἴσως σκεφθεῖ κάποιος δικαιολογημένα τί ἔχει νὰ πεῖ ἕνας ἀπομακρυσμένος Ἁγιορείτης μοναχὸς γιὰ τὴν οἰκογένεια, γιὰ τοὺς γονεῖς καὶ τὴν ἀνατροφὴ τῶν τέκνων τους; Ὅμως ὁ μοναχὸς δὲν εἶναι ἀνέραστος, μισόκοσμος καὶ ἀπομονωμένος. Ὁ μοναχὸς εἶναι εὐχέτης ὑπὲρ ὅλης της οἰκουμένης.
Πάντοτε ἡ Ἐκκλησία ἤθελε νὰ ἀκούει τοὺς μοναχούς. Στὴν ἱερὰ ἡσυχία ὁ μοναχὸς σοφίζεται, φωτίζεται, ἀγωνιζόμενος καὶ καθαιρόμενος. Παρατηρεῖ λοιπὸν τοὺς ἀσκητὲς νὰ μηνύουν στὸν ἄστατο κόσμο τὸ «στῶμεν καλῶς, στῶμεν μετὰ φόβου». Ἡ μεγάλη τρυφὴ τοῦ κόσμου, ἡ ὑπερκαταναλωτικὴ κοινωνία, ἡ εὐδαιμονία, ἡ εὐμάρεια δὲν εἶναι διόλου θετικὰ στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Τὸ Ἅγιον Ὅρος ἀνησυχεῖ γιὰ τὴν κατιούσα πορεία τοῦ κόσμου. Γιὰ τὶς ἀνίερες ἰδέες ποὺ ἀκούγονται πρώτη φορὰ στὸν νεοελληνικὸ βίο γιὰ συμβίωση μόνιμη καὶ νόμιμη ἀγάμων ἀκόμη καὶ ὁμοφυλοφίλων, γιὰ τὴν ἔξαρση τῆς μοιχείας, τὴν αὔξηση τῶν διαζυγίων. Καθημερινὰ ἔρχονται θλιμμένοι καὶ προβληματισμένοι ἄνθρωποι στὸ Ἅγιον Ὅρος, πνιγμένοι στ’ ἀδιέξοδα ἀπὸ μία ἀνοημάτιστη ζωή, ἕνα λανθασμένο τρόπο βίου.
Ἰδιαίτερα μᾶς προβληματίζει ἡ ἀδιαφορία τῶν νέων, μὲ τὰ πολλὰ ψυχικὰ τραύματα. Ταπεινὰ φρονοῦμε πὼς ἕνα ἀκόμη ὀχυρὸ εἶναι ἡ οἰκογένεια, παρὰ τὰ ὅποια προβλήματά της. Τὴν οἰκογένεια ἀποτελοῦν οἱ γονεῖς καὶ τὰ παιδιά. Περὶ αὐτῶν ἁπλὰ καὶ πρακτικὰ θὰ μιλήσουμε μὲ πόνο καὶ ἀγάπη, ὄχι ὡς δάσκαλοι ἀλλὰ ὡς συμπαθοῦντες ἀδελφοί.
Τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου ἔφερε μέσα στὴν οἰκογένεια ταραχή, ἀποσύνδεση ἐν ὀνόματι τῆς ἐλευθερίας καὶ τῶν δικαιωμάτων, ρήξη καὶ διαμάχη. Ἡ ἀντιλογία, ἡ γκρίνια, ὁ καυγᾶς, ἡ ἀπειλή, ἡ ψυχρότητα σκιάζουν ὅλα τὰ σπίτια. Ἀπουσιάζει ἡ ἀλληλοπεριχώρηση, ἡ ἀλληλοκατανόηση καὶ ὁ ἀλληλοσεβασμός. Η ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ θὰ μᾶς ἐπαναφέρει μόνο στὴν εὐθεία. Τότε εἶναι περιττὲς ὅποιες ἄλλες γνῶμες, νουθεσίες καὶ συμβουλές. Η ἀπεκκλησιοποίησή μας θέριεψε τὸ ἐγώ μας καὶ μᾶς θέλει κυρίαρχους κι ἐξουσιαστὲς τῶν πάντων ἀκόμη καὶ τῶν πολὺ δικῶν μας ἀνθρώπων, τῶν συζύγων, τῶν παιδιῶν.
Ὅταν λέμε ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ δὲν θεωροῦμε μία γενικὰ καλὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, μία πίστη σ’ ἕνα ἀνώτατο ὄν, μία εὐχάριστη ἰδεολογία. Ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγκεκριμένη, μὲ ὀρθὴ πίστη στὸν ζῶντα Τριαδικὸ Θεό, λατρευτικὴ ζωή, ἀγωνιστικὴ πορεία καθάρσεως κι ἁγιασμοῦ.
Οἱ γονεῖς ἀξίζει ἀπὸ μικρὰ νὰ ὁδηγοῦν τὰ παιδιά τους τακτικὰ στὴν ἐκκλησία. Νὰ συνηθίζουν, νὰ λειτουργοῦνται, ν’ ἀσπάζονται τὶς εἰκόνες, νὰ κάνουν σωστὰ τὸν σταυρό τους, νὰ κοινωνοῦν τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Ἂς εἶναι ζωηρὰ καὶ ἄτακτα, ἂς κλαῖνε, δὲν πειράζει, μαθαίνουν, μυρίζουν τὰ ροῦχα τους λιβάνι, εὐλογοῦνται, ἁγιάζονται.
Μὲ μεγάλη μου λύπη εἶδα σὲ Ὀρθόδοξους ναοὺς στὴν Ἀμερικὴ τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας νὰ εἶναι στὸ ὑπόγειο τὰ παιδάκια μὲ τὴ νηπιαγωγό, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλοῦν στὸ ναὸ τοὺς προσευχόμενους… Εἶναι ἀπαραίτητο ἀπὸ μικρὰ τὰ παιδιὰ νὰ μάθουν τὸν τακτικὸ ἐκκλησιασμό. Ἂς μὴν καταλαβαίνουν, ἡ Χάρη ἐνεργεῖ πλούσια ἐντός τους.
Μὲ τὸ «δί’ εὐχῶν» δὲν τελειώνει ἡ θεία λειτουργία καὶ τὰ «θρησκευτικά μας καθήκοντα». Χριστιανοὶ δὲν εἴμαστε μόνο στὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία θὰ πρέπει νὰ ἐπεκταθεῖ στὸ σπίτι μας. Νὰ ὑπάρχει ἐκεῖ τὸ προσευχητάρι, ὄχι μόνο στὶς δύσκολες ὧρες, ἀλλὰ καθημερινά. Ἐκεῖ ν’ ἀρχίζει καὶ νὰ τελειώνει ἡ ἡμέρα. Μακάρι νὰ εἶναι ὅλη μαζὶ ἡ οἰκογένεια. Ἂν εἶναι δύσκολο κι ἕνας-ἕνας. Τί ὡραῖο νὰ συνδεθεῖ κανεὶς ἀπὸ μικρὸς μὲ τὴν προσευχή! Δὲν θὰ ἔχει ποτὲ μοναξιά. Θὰ ἔχει ἀνοικτὸ μόνιμο διάλογο μὲ τὸν Θεό.
Ἂν κανεὶς παραπονεῖται ἀπὸ ἔλλειψη χρόνου, μπορεῖ νὰ προσεύχεται καὶ στὸν δρόμο καὶ στὸ αὐτοκίνητο καὶ στὸ γραφεῖο. Δὲν χρειάζονται βιβλία καὶ γνώσεις. Κι ἕνα «Κύριε ἐλέησον» ἐγκάρδιο εἶναι ὡραία προσευχή. Ἀρκεῖ νὰ γίνεται μὲ συναίσθηση. Μὲ ταπείνωση. Οἱ μητέρες, οἱ νοικοκυρές, οἱ δασκάλες, οἱ νοσοκόμες, ὅλες οἱ γυναῖκες, οἱ ἄνδρες, στὰ κτήματα, στὶς οἰκοδομές, στὶς τράπεζες, στὰ ταξίδια, τὰ παιδιὰ καὶ στὸ παιχνίδι καὶ στὸ σχολεῖο καὶ στὸ δωμάτιό τους μποροῦν νὰ λένε μία μικρὴ προσευχὴ μόνο πέντε μικρῶν λέξεων: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με!»
Νὰ μάθει κανεὶς ἀπὸ νωρὶς νὰ κάνει τὸν σταυρό του, ποὺ ξυπνᾶ, ποὺ κοιμᾶται, ποὺ ξεκινᾶ κι ἐπιστρέφει στὸ σπίτι, ποὺ ἀρχίζει καὶ τελειώνει τὸ φαγητό του ἢ τὴν ἐργασία του, ποὺ πιάνει τὸ τιμόνι ἢ τὸ μολύβι. Τί ὡραία νὰ ζητᾶμε πάντα τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλα! Καὶ θὰ τὴν ἔχουμε. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχει, γιὰ νὰ δίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ ζητοῦν, γιὰ νὰ ἀνοίγει σὲ αὐτοὺς ποὺ Τοῦ κρούουν, γιὰ νὰ ἀκούει αὐτοὺς ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται.
Μοναχὸς Μωυσῆς Ἁγιορείτης

Σάββατο 19 Αυγούστου 2023

 


Αὐτός ποὺ μᾶς ἀδικεῖ, μᾶς εὐεργετεῖ

–Γέροντα, πῶς νὰ βλέπουμε αὐτόν ποὺ μᾶς ἀδικεῖ;

–Πῶς νὰ τὸν βλέπουμε; Σάν ἕναν μεγάλο εὐεργέτη μας, ποὺ μᾶς κάνει καταθέσεις στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κάνει πλούσιους αἰώνια. Μικρό πράγμα εἶναι αὐτό; Τὸν εὐεργέτη μας δὲν τὸν ἀγαποῦμε; Δὲν τοῦ ἐκφράζουμε τὴν εὐγνωμοσύνη μας; Ἔτσι καὶ αὐτόν ποὺ μᾶς ἀδικεῖ νὰ τὸν ἀγαποῦμε καὶ νὰ τὸν εὐγνωμονοῦμε, γιατὶ μᾶς εὐεργετεῖ αἰώνια. Οἱ ἄδικοι ἀδικοῦνται αἰώνια, ἐνῶ ὅσοι δέχονται μὲ χαρὰ τὴν ἀδικία δικαιώνονται αἰώνια.

Ἕνας εὐλαβής οἰκογενειάρχης δοκίμασε πολλές ἀδικίες στὴν δουλειά του. εἶχε ὅμως πολλή καλωσύνη καὶ ὅλα τὰ ὑπέμεινε χωρίς νὰ γογγύση. Ἦρθε κάποτε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ τὰ εἶπε. Μετά μὲ ρωτάει: «Τί μὲ συμβουλεύεις νὰ κάνω;». «Ἔτσι νὰ κάνεις, τοῦ λέω, νὰ ἀποβλέπης στὴν θεία δικαιοσύνη καὶ στὴν θεία ἀνταπόδοση καὶ νὰ ὑπομένης. Τίποτε δὲν πάει χαμένο. Μὲ αὐτόν τὸν τρόπο ἀποταμιεύεις στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ. Στὴν ἄλλη ζωή σίγουρα θὰ ἔχης νὰ λάβης γι' αὐτήν τὴν δοκιμασίαποὺ περνᾶς. Ἀλλά νὰ ξέρης, ὁ Καλός Θεὸς καὶ σ' αὐτήν τὴν ζωή ἀμείβει τὸν ἀδικημένο. Ἄν ὄχι πάντοτε τὸν ἴδιο, ὁπωσδήποτε τὰ παιδιά του. Ξέρει ὁ Θεός. Ἔχει πρόνοια γιὰ τὸ πλάσμα Του».

Ἅμα κάνη κανεὶς ὑπομονή, ἔρχονται τὰ πράγματα στὴν θέση τους. Τὰ οἰκονομάει ὁ Θεός. Χρειάζεται ὅμως ὑπομονή χωρίς λογική. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς βλέπει, παρακολουθεῖ, νὰ παραδίνεται ἐν λευκῷ στὸν Θεό. Βλέπεις, ὁ Ἰωσήφ δὲν μίλησε, ὅταν τὸν πούλησαν οἱ ἀδελφοί του γιὰ δοῦλο. Μποροῦσε νὰ πῆ: «Εἶμαι ἀδελφός τους». Δὲν μίλησε ὅμως, καὶ μετά μίλησε ὁ Θεὸς καὶ τὸν ἔκανε βασιλιά.

Ἅμα ὅμως κανεὶς δὲν κάνη ὑπομονή, εἶναι βάσανο. Ἀπὸ 'κεῖ καὶ πέρα θέλει νὰ τοῦ ἔρχωνται τὰ πράγματα ὅπως τοῦ ταιριάζει, ὅπως ἀναπαύεται. Καὶ ἀνάπαυση φυσικά δὲν βρίσκει καὶ οὔτε τοῦ ἔρχονται ὅλα ἔτσι ὅπως τὰ θέλει.Ἐὰν κανεὶς ἀδικηθῆ σ' αὐτήν τὴν ζωή ἀπὸ ἀνθρώπους ἤ ἀπὸ δαίμονες, δὲν ἀνησυχεῖ ὁ Θεός, γιατί κέρδος προξενεῖται στὴν ψυχή. Πολλές φορές ὅμως λέμε ὅτι μᾶς ἀδικοῦν, ἐνῶ στὴν οὐσία ἀδικοῦμε ἐμεῖς. Ἐδῶ θέλει προσοχή, νὰ πιάνουμε τὸν ἑαυτό μας.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή

Γι᾿ αὐτὸ πολλὲς φορές, νὰ σᾶς πῶ, πατέρες, ἐφοβήθηκα τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ. Εἶναι σύμφωνος ὁ Θεὸς μὲ μένανε ἢ μήπως ἀλλάζει ὁ Θεός; «Ἐμνήσθην τῶν κριμάτων Σου καὶ παρεκλήθην». Ἔτσι εἶναι.

Ὁ Σταυρὸς δὲν λείπει. Γιατί; Γιατὶ ἐφ᾿ ὅσον κι ὁ ἀρχηγός μας ἀνέβηκε στὸ Σταυρό, κι ἐμεῖς θ᾿ ἀνεβοῦμε, νὰ ποῦμε. Ἀλλὰ ἀπ᾿ τὴ μία πλευρὰ εἶναι γλυκὺς καὶ ἐλαφρός, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριὰ εἶναι πικρὸς καὶ βαρύς. Κατὰ τὴν προαίρεσή μας. Ἂν πάρεις μὲ ἀγάπη τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι πολὺ ἐλαφρός, εἶναι σφουγγάρι, φελλός. Ἂν τὸ πάρεις, δηλαδή, ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρά, τότες εἶναι βαρὺς καὶ ἀσήκωτος.

Γι᾿ αὐτό, καὶ μένα ἡ πείρα αὐτὸ μὲ δίδαξε. Τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ γίνει. Ἦταν ἀπ᾿ τὸ Θεὸ ἔτσι. Καὶ εἰρηνεύεις, νὰ ποῦμε. Ἂν πεῖς μὰ γιατί ἐτοῦτο, ἐκεῖνο, δὲν εἰρηνεύεις, δὲν εἰρηνεύεις. Δὲν ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ νὰ φύγω τὴν Κυριακή, ἦταν τὴ Δευτέρα· δὲν ἤθελε ὁ Θεὸς τὴν Τρίτη, ἤθελε νὰ φύγω τὴν Τετάρτη· ἔ, ὁ Θεὸς ἔτσι τά ῾φερε. Ἂν τὰ πάρεις ἀπ᾿ τὴν ἄλλη πλευρὰ μὲ τὴν κρίση τὴ δική σου, θὰ σφάλεις καὶ μισθὸν δὲν ἔχεις. Μισθὸν δὲν ἔχεις!

Μέσα σου νὰ βράζει ἡ χαρά, νὰ μὴ φαίνεται· μέσα σου νὰ βράζει ἡ λύπη, ἡ κόλαση, ἀλλὰ μὴν τὸ ἐξωτερικεύεις. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλόγηρος.

Εἰδάλλως, ἐσὺ κι ἐγὼ ἐδῶ, καὶ νὰ προσευχώμεθα· νὰ μὴν ἀκούει ὁ ἕνας τὸν ἄλλονε. Αὐτὸ εἶναι κατὰ Θεόν. Ἅμα τὸ ἐξωτερικεύεις, εἴτε ὑπερηφάνεια θὰ σὲ πιάσει, ἢ... θὰ τὸ χάσεις.

Γι᾿ αὐτὸ λέω ὅτι, ὅπου κι ἂν εὑρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, νὰ μὴν ἀπελπίζεται. Νὰ μὴν τὰ χάνει, νὰ μὴν τὰ σαστίζει. Γιὰ τὸν ἄλφα καὶ τὸν βῆτα λόγο, ὁ Θεὸς γνωρίζει, σὲ δοκιμάζει. Σὲ δοκιμάζει: Μπορεῖς νὰ κρατήσεις αὐτὴν τὴ θλίψη; Μπορῶ. Θὰ σοῦ δώσω χάρισμα. Δὲν μπορεῖς; Κι αὐτὸ ποὺ σοῦ ῾δωσα, θὰ τὸ ἀφαιρέσω. Ἐγὼ δὲν θέλω δειλοὺς ἀνθρώπους. Ὄχι ὅπως ἔστειλε ὁ Μωϋσῆς τοὺς κατασκόπους, λέει: «Ἐωράκαμεν υἱοὺς γιγάντων καὶ ἦμεν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ ἀκρίδες». Ἔτσι; Ναί, ἀλλὰ ποιὸς τὸ λέει αὐτό; Ποιὸς τὸ λέει; «Δειλὸς ἀποσταλεὶς εἰς ὑπακοήν, λέγει· λέων κατὰ τὴν ὁδὸν καὶ φονεῖς κατὰ τὰς πλατείας». Δειλὸς ἄνθρωπος δὲν ἀξίζει τίποτες. Ἐνῶ τολμηρὸς πάντα βγαίνει νικητής. Βλέπεις;

Ἡ δικαιολογία δὲν εἶναι γραμμένη στὴ Γραφή. Οἱ ἅγιοι ὄχι μόνο δὲν δικαιολογοῦνται, ἀλλὰ ὑποφέρουν ἑκουσίως γιὰ τοὺς ἄλλους.

Πάτερ, ὄχι ἔτσι. Ἐσὺ νὰ διορθώσεις τὸν ἑαυτό σου, ὄχι νὰ περιμένεις τοὺς ἄλλους. Ἐσὺ νὰ σταθεῖς ἀπὸ κάτω, νὰ σὲ πατᾶν ὅλοι. Τότες εἶσαι ἐν τάξει. Εἰδάλλως...

Ἐσὺ νὰ ἁρματωθεῖς στὴν ὑπομονή. Ὁ δρόμος ὁ τοῦ Σταυροῦ αὐτὸς εἶναι.

Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο καὶ σοφὸς νὰ εἶναι, νὰ συμβουλεύεται καὶ λιγάκι. Δὲν εἴμαστε ἐμεῖς θεοδίδακτοι. Οὔτε ὁ Θεὸς καὶ σύ· μπορεῖς νὰ πάρεις πληροφορίαν ἀπὸ τὸ Θεό; Δὲν εἴμαστε σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση. Ά, νὰ ρωτήσουμε καὶ κάναν ἄλλονε. Νὰ ρωτήσουμε, νὰ συμβουλευτοῦμε. Ἔ, δὲν ἔχεις κανέναν ἄνθρωπο καλύτερό σου;

Θὰ κάνεις ὑπομονὴ στὰ δικά σου τὰ πάθη, θὰ κάνεις καὶ στὰ δικά μου. Ἔτσι θὰ γίνεις ἅγιος.

Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης