Σάββατο 31 Μαρτίου 2018



Πάντα μπροστὰ προχώρα
Νὰ δυναμώνῃς μὲ τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ μὲ τὴ σκέψη ὅτι τὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ εἶναι πρόσκαιρα καὶ μάταια καὶ ὅτι ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς εἶναι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Αὐτὴ τὴν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεὸς γιὰ τοὺς ἀγωνιστὲς κι ὄχι γιὰ τοὺς ῥάθυμους καὶ ὀκνηρούς. Ν᾿ ἀρχίζῃς τὸν ἀγώνα σου μ᾿ ἐνθουσιασμὸ καὶ ὄχι μὲ δειλία, διότι καὶ τὸ ὡραιότερο ἔργο εἶναι ἄχρηστο ὅταν γίνεται ἀπὸ ἄνδρα δίψυχο, ποὺ τὸ ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς του εἶναι μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν κόσμο. Ὁ Θεὸς θέλει ὁλόκληρο τὸν ἑαυτό μας.
Νὰ ἔχῃς τὴν ἐλπίδα σου βέβαιη στὸν Χριστό, γιὰ νὰ μὴν πάῃ ὁ κόπος σου χαμένος. Ὁ Κύριος εἶναι σπλαγχνικὸς καὶ δίνει τὴ χάρη Του σ᾿ αὐτοὺς ποὺ τὴ ζητᾶνε μ᾿ ἐπιμονή. Τὸν μισθὸ τὸν δίνει ὄχι ἀνάλογα μὲ τὴ δουλειὰ ποὺ κάναμε, ἀλλὰ μὲ τὴν προθυμία ποὺ δείξαμε. Κάνε ὅ,τι μπορεῖς γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς σου. Προσευχήσου μὲ δάκρυα, διάβαζε τὶς θεῖες Γραφές, κάνε ἐλεημοσύνες. Ἀρκεῖ νὰ θερμαίνῃς τὴν καρδιά σου μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό.
Μὴν ὑπολογίσῃς τὴ φυσικὴ ἀδυναμία τοῦ σώματος καὶ δειλιάσῃς. Διῶξε μακρυὰ τὴ φιλαυτία, τὴν πλεονεξία καὶ τὸν ἐγωϊσμό. Μίσησε τὰ ἔργα τῆς ἁμαρτωλῆς σάρκας καὶ ἀγωνίσου μὲ ἀνδρεῖο φρόνημα γιὰ τὴν κατάκτηση τῆς ἀρετῆς. Καὶ ἂν σὰν ἄνθρωπος πέσῃς, πάλι νὰ σηκωθῇς καὶ ποτὲ μὴ γυρίσῃς στὴν προηγούμενη ἁμαρτωλὴ ζωή σου. Πάντα μπροστὰ προχώρα μὲ χαρὰ καὶ προθυμία στὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, κι Αὐτὸς θὰ σ᾿ ἀνεβάσει στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν.
Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018



Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγὼ
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν᾿ ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι᾿ ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ᾿ ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν᾿ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ᾿ ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὁ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2018



Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας
Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.
Κώστας Κρυστάλλης

Τρίτη 27 Μαρτίου 2018


Ἂν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολὺ
Εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, καὶ ὅμως εἶδα τὴν ἄμετρη ἀγάπη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιὰ μένα.
Ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια προσευχόμουν γιὰ ὅσους μὲ πρόσβαλλαν καὶ ἔλεγα: «Κύριε, μὴ τοὺς καταλογίσεις ἁμαρτίες γιὰ ὅσα μοῦ κάνουν». Ἀλλά, ἂν καὶ μοῦ ἄρεσε νὰ προσεύχομαι, δὲν ἀπέφυγα τὴν ἁμαρτία. Ὁ Κύριος, ὅμως, δὲν θυμήθηκε τὶς ἁμαρτίες μου καὶ μοῦ ἔδωσε ἀγάπη γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ ψυχή μου ἐπιθυμεῖ νὰ σωθεῖ ὅλη ἡ οἰκουμένη, νὰ εἰσέλθουν ὅλοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, νὰ δοῦν τὴ δόξα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἀπολαύσουν τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
Κρίνω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου: Ἂν ὁ Κύριος ἀγάπησε ἐμένα τόσο πολύ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅπως ἀγάπησε καὶ ἐμένα.
Ὤ, ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου! Δὲν ἔχω δυνάμεις νὰ τὴν περιγράψω, γιατὶ εἶναι ἄπειρα μεγάλη καὶ θαυμαστή.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018



Τὸ προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ
Εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμὸν τῆς Λαχαναγορᾶς Πειραιῶς ἐνεφανίσθη μίαν τῶν ἡμερῶν ἕνας ἀνέλπιστος, πληγωμένος πρόσφυξ. Δὲν ἦτο οὔτε Μικρασιάτης, οὔτε Θράξ. Δὲν τὸν εἶχαν κυνηγήσει αἱ ὀρδαὶ τοῦ Κεμάλ. Δὲν τοῦ εἶχαν σπάσει τὸ πόδι του οἱ Τοῦρκοι Τσέτηδες. Ἦτον ἁπλούστατα ἕνας ἀθῷος σπουργίτης. Καὶ καθὼς ἐπετοῦσε στὸν οὐρανόν, τὸν ὁποῖον δὲν διεκδικοῦν, ὡς γνωστὸν οὔτε οἱ Ἕλληνες, οὔτε οἱ Τοῦρκοι, τὸ λάστιχο ἑνὸς μικροῦ ἐντοπίου Τσέτη τὸν ἐτόξευσεν εἰς τὰ ὕψη καὶ δὲν εἶχε τὴν εὐσπλαγχνία νὰ τοῦ δώσῃ τουλάχιστον τὸν θάνατον. Τοῦ ἐτσάκισε τὸ ποδαράκι του. Καὶ ὁ πληγωμένος σπουργίτης, λιγοθυμισμένος ἀπὸ τὸν τρομερὸν πόνον ἔπεσεν ὡς νεκρὸν σῶμα, εἰς τὸ χῶμα. Ὁ μικρὸς Τσέτης ἔσπευσε νὰ τὸν αἰχμαλωτίσῃ, καὶ νεκρὸν ἀκόμη. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὁ πτερωτὸς τραυματίας εὑρῆκε τὴν δύναμιν τῶν φτερῶν του. Καὶ ἐσώθη πάλιν, εἰς τὰ ὕψη ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἔπεσε.
Tα φτερὰ του ὅμως ἀπέκαμαν εἰς τὴν οὐρανίαν περιπλάνησιν. Ἐδοκίμασε ν᾿ ἀκουμπήσῃ σ᾿ ἕνα κλαδὶ δένδρου νὰ ξεκουρασθῆ. Ἀλλὰ πῶς; Μόλις ἐπροσπάθησε νὰ στηριχθῇ στὸ ποδαράκι του, τρομεροὶ πόνοι τὸν ἔκαμαν νὰ παραιτηθῇ ἀπὸ κάθε ἰδέαν ἀναπαύσεως. Καὶ μὲ τὰς τελευταίας δυνάμεις, ποὺ ἀπέμεναν στὶς μουδιασμένες φτεροῦγες του, ἐδοκίμασε πάλιν νὰ πετάξῃ. Ἔκαμε δυὸ-τρεῖς γύρους εἰς τὸν ἀέρα, ἀλλὰ οἱ φτεροῦγες του δὲν τὸν ἐκρατοῦσαν πλέον. Ἔνοιωθε τώρα ὅτι ὕστερα ἀπὸ λίγα λεπτά, λίγα δευτερόλεπτα, θὰ εὑρίσκετο κάτω στὸ χῶμα, ἀνίκανος πλέον νὰ σωθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγρίους Τσέτες τῆς γειτονιᾶς. Εἰς ὁμοίαν περίστασιν, ὁ ἀεροπόρος, τοῦ ὁποίου ἐσταμάτησεν ἔξαφνα ὁ μοτέρ, κατοπτεύει βιαστικὰ τὸ ἔδαφος καὶ ζητεῖ τὸ κατάλληλον ἔδαφος, διὰ νὰ προσγειωθῆ, ὅσον ἀσφαλέστερα μπορεῖ.
Έτσι ἔκαμε καὶ ὁ μικρὸς πτερωτὸς ἀεροπόρος. Ὁ μοτέρ του δὲν ἐδούλευε πιά. Κατώπτευσε τὸ ἔδαφος. Παντοῦ δρόμοι, μὲ τρομερὰ παιδιά, ποὺ ἐπερίμεναν μὲ τὰ λάστιχα τεντωμένα. Παντοῦ ἐχθρικοὶ αὐλόγυροι. Παντοῦ ἄξενα κεραμίδια, ὅπου ἕνας τραυματίας σπουργίτης, ἀνίκανος ν᾿ ἀναζητήσῃ ἀλλοῦ τὴν τροφήν του, θὰ ἐκινδύνευε ἀσφαλῶς νὰ πεθάνῃ ἀπὸ ἀσιτίαν. Ἔξαφνα, πρὸς ἕνα σημεῖον τοῦ ἐδάφους διέκρινε μίαν αὐλήν, ὅπου γυναικοῦλες καὶ μικρὰ παιδάκια, ἐκινοῦντο, μὲ ἕνα ὕφος μεγάλης δυστυχίας. Καὶ ἐπειδὴ ἡ δυστυχία ἐννοεῖ τὴν δυστυχίαν, ὁ πληγωμένος σπουργίτης δὲν ἄργησε νὰ καταλάβη ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἦσαν ἀδελφοί του καὶ ὅτι ἡ αὐλὴ αὐτὴ δὲν ἦταν ὅπως οἱ ἄλλες αὐλὲς τῶν κακῶν ἀνθρώπων.
- Μαζὶ μὲ τοὺς δυστυχισμένους κι ἐγώ! ἐσκέφθη ὁ μικρὸς σπουργίτης.
Kαι, μ᾿ ἕνα τέλειον βὸλ-πλανέ, τὸ ὁποῖον οἱ ἄνθρωποι ἐδιδάχθησαν, ὡς γνωστόν, ἀπὸ τὰ πουλιά, εὑρέθη μέσα εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ προσφυγικοῦ καταυλισμοῦ, κατάκοιτος στὸ χῶμα, ἀνίκανος νὰ κινηθῇ, ἕτοιμος ν᾿ ἀποθάνῃ. Ἀλλὰ δὲν ἄργησε νὰ βεβαιωθῇ ὅτι εὑρίσκεται μεταξὺ πονετικῶν ψυχῶν. Μία ἀτμοσφαίρα συμπαθείας καὶ ἀγάπης ἐσχηματίσθη γύρω ἀπὸ τὴν δυστυχίαν του. Οἱ ἄλλοι δυστυχισμένοι ἐννοοῦσαν τὸν πόνον του. Τὰ παιδάκια δὲν ἦσαν ἐκεῖ σκληρὰ καὶ ἄσπλαγχνα, ὅπως τὰ ἄλλα παιδιά. Οἱ μεγάλοι δὲν ἦσαν κακοὶ καὶ ἀδιάφοροι. Ἀγαθὰ χέρια τὸν ἐσήκωσαν καὶ τὸν ἐχουχούλισαν. Καί, διὰ νὰ συμπληρωθῇ ἡ εὐτυχία του, μία ἀκόμη πονετικὴ ψυχὴ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω του, ὡς Θεία Πρόνοια. Ἦταν ἡ ἀγαθὴ Πρόνοια καὶ τῶν ἄλλων δυστυχισμένων, ἡ δεσποινίς, ἡ διακονοῦσα τὴν Φιλανθρωπίαν εἰς τὸν προσφυγικὸν καταυλισμόν.
- Τὸ καημένο τὸ πουλάκι! εἶπεν ἡ δεσποινίς. Ἔχει σπασμένο τὸ ποδαράκι του. Πρέπει νὰ τὸ κρατήσουμε κι αὐτὸ δῶ, νὰ τὸ γιατρέψουμε, ὡς ποὺ νὰ μπορέση νὰ ξαναπετάξῃ.
Ὁ μικρὸς σπουργίτης, μολονότι δὲν ἐγνώριζε τὴν γλῶσσαν τῶν ἀνθρώπων, ἐκατάλαβε πολὺ καλὰ τί ἔλεγεν ἡ δεσποινίς, διότι ἡ γλῶσσα τῆς ἀγάπης εἶναι μία γιὰ ὅλα τὰ πλάσματα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἔσπευσε νὰ εὐχαριστήσῃ τὴν δεσποινίδα μ᾿ ἕνα γλυκύτατον τσίου-τσίου.
- Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ πολύ. Ὅταν γίνω καλά, θαρθῶ νὰ σοῦ πῶ ἕνα ὡραῖο τραγουδάκι στὸ παράθυρό σου. Δὲν τραγουδῶ σὰν τὸ ἀηδόνι. Ἀλλὰ τὰ γλυκύτερα τραγούδια δὲν εἶναι τὰ τεχνικώτερα. Εὐχαριστῶ, καλή μου κοπέλα, εὐχαριστῶ. Τσίου-τσίου!
Δύο τρυφερὰ χεράκια ἐπῆραν τὸν μικρὸν πτερωτὸν πρόσφυγα, τοῦ ἔδεσαν τὸ ποδαράκι του, τὸν ἐτάισαν, τὸν ἐπότισαν καὶ ὕστερα τὸν ἐτοποθέτησαν σὲ μιὰ ζεστὴ καὶ μαλακὴ φωλίτσα. Ἦτο καὶ αὐτὸς ἕνα προσφυγόπουλο τοῦ οὐρανοῦ, ὅπου ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων φθάνει κάποτε ἀγρία καὶ τρομερά, ὡς νὰ μὴν τῆς ἔφθανε γιὰ νὰ χορτάση αὐτὴ ἡ μεγάλη καὶ ἀπέραντη Γῆ.
Παῦλος Νιρβάνας

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018



Εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες
Εἰς τὸν καιρὸ τῆς νεότητος ὁποὺ ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτιτι, σχολεῖα, ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν· μόλις ἦσαν μερικὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμάθαιναν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν. Οἱ παλαιοὶ κονζαμπασῆδες, ὁποὺ ἦσαν οἱ πρώτιστοι τοῦ τόπου, μόλις ἤξευραν νὰ γράφουν τὸ ὄνομά τους. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τῶν Ἀρχερέων δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ πρᾶξιν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε μάθηση. Τὸ ψαλτήρι, τὸ κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα. Δὲν εἶναι παρὰ ἀφοῦ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁποὺ εὕρηκα τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν. Τὰ βιβλία ὁποὺ ἐδιάβαζα συχνὰ ἦτον ἡ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἀριστομένη καὶ Γοργὼ καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Σκεντέρμπεη. Ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πρωτύτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρίζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο. Διὰ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολότερο νὰ διοικήσεις τώρα λαόν. Εἰς τὸν καιρό μου, τὸ ἐμπόριο ἦτον πολλὰ μικρό, τὰ χρήματα ἦσαν σπάνια, τὸ τάλληρο τὸ ἐπρόφθασα τρία γρόσια, καὶ ὅποιος εἶχε χίλια γρόσια, ἦτον πράγμα μεγάλο, καὶ ἔκαμνε κανεὶς δουλειές, ὅσες τώρα δὲν ἔκαμνε μὲ χίλια βενέτικα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπανάστασίς μας, ὁποὺ ἐσχέτισε ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Εὑρίσκοντο ἄνθρωποι ὁποὺ δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μίαν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους. Τὴν Ζάκυνθο τὴν ἐνόμιζαν ὡς νομίζομεν τώρα τὸ μακρύτερο μέρος τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀμερικὴ μᾶς φαίνεται ὡς πῶς τοὺς ἐφαίνετο αὐτῶν ἡ Ζάκυνθος· ἔλεγαν εἰς τὴν Φραγκιά.
Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά. Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους. Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». - Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη. - Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2018



Ἡ ἀγάπη
Ἄ! Τί ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς ὄρθιος στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ
καὶ μὲ τὰ μάτια στοὺς νεκροὺς τοὺς δρόμους στυλωμένα·
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά᾿ ρθεῖ, δίχως νὰ νιώσεις ἀπὸ ποῦ,
καὶ πίσω σου πλησιάζοντας μὲ βήματα σβησμένα.
Θὲ νὰ σοῦ κλείσει ἀπαλά, μὲ τ᾿ ἄσπρα χέρια της τὰ δυό,
τὰ μάτια ποὺ κουράστηκαν στοὺς δρόμους νὰ κοιτᾶνε,
κι ὅταν γελώντας νὰ τῆς πεῖς θὰ σὲ ρωτήσει: «ποιὰ εἶμ᾿ ἐγώ;»
ἀπ᾿ τῆς καρδιᾶς τὸ σκίρτημα θὰ καταλάβεις ποιά ῾ναι.
Δὲν ὠφελεῖ νὰ καρτερᾷς... Ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ.
Κλειστὰ ὅλα νά ῾ναι, θὰ τὴ δεῖς ἄξαφνα μπρός σου νὰ βρεθεῖ
κι ἀνοίγοντας τὰ μπράτσα της πρώτη θὰ σ᾿ ἀγκαλιάσει.
Εἰδέ, κι ἂν ἔχεις φωτεινό, τὸ σπίτι γιὰ νὰ τὴ δεχθεῖς,
καὶ σὰν φανεῖ τρέξεις σ᾿ αὐτήν, κι ἐμπρὸς στὰ πόδια της συρθεῖς,
ἂν εἶναι νὰ ῾ρθεῖ, θὲ νά ῾ρθεῖ, - ἀλλιῶς θὰ προσπεράσει.
Κώστας Οὐράνης

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018



Ἦτο ἤδη μεσονύκτιον
Ὁ νέος, ὡς γείτων, εἶχε πληροφορηθῆ τὰ συμβαίνοντα, καὶ τὴν ἠγάπησε κρυφά. Ἡ χάρις τοῦ λιγυροῦ ἀναστήματός της δὲν ἐξηλείφετο ἀπὸ τὴν ἄνευ μέσης περιβολὴν τὴν ὁποίαν ἐφόρει. Καὶ τὰ κατσαρά, τὰ ὁποῖα ἐκόσμουν τὸ ἡδυπαθὲς μέτωπόν της, ἦσαν φυσικὰ καὶ ὄχι ἐπίπλαστα. Ἡ λάμψις τῶν βαθέων καὶ μαύρων ὀφθαλμῶν της ἔκαιεν ἀμαυρά, ὑπὸ τὰς καμαρωτὰς ὀφρῦς, καὶ τὰ πορφυρᾶ χείλη της ἐρρόδιζον ἐπὶ τῆς ὠχρᾶς καὶ διαυγοῦς χροιᾶς τῶν παρειῶν της, αἵτινες ἐβάπτοντο μ᾽ ἐλαφρὸν ἐρύθημα εἰς τὸν παραμικρὸν κόπον ἢ εἰς τὴν ἐλαχίστην συγκίνησιν. Ἀλλὰ τὸ λεπτὸν καὶ ἤρεμον πῦρ τῶν ὀφθαλμῶν της ἔκαιε τὴν καρδίαν τοῦ νέου.
Τέλος τὴν ἠγάπα. Ἐκείνη, συχνὰ ἐξερχομένη εἰς τὸν ἐξώστην, τὸν ἐκοίταζεν ἐπὶ μίαν στιγμήν, ρεμβὴ καὶ ἀλλόφρων. Εἶτα τὸ βλέμμα της ἀποσπώμενον ἐστρέφετο πρὸς ἓν ἀνατολικὸν σημεῖον τοῦ ὁρίζοντος, εἰς τὰ πέρα βουνά, μέχρι τῆς ἑσπέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἥν, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τῆς σελήνης, ἀπόντος τοῦ συζύγου, εἶδεν ἱστάμενον παρὰ τὸν αἰγιαλὸν τὸν νεανίσκον, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει μετὰ τὸ δεῖπνον διὰ ν᾽ ἀναπνεύσῃ τὴν θαλασσίαν αὔραν. Ὁ Μαθιός, ἰδὼν αὐτὴν ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, τὴν ἐκαλησπέρισε, καὶ ἀφοῦ ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις, τυχαίως καὶ χωρὶς νὰ τὸ σκέπτηται καὶ αὐτή, ἔκαμε τὴν τόσον ἀπροσδόκητον πρότασιν περὶ θαλασσίου περιπάτου, ἐξ ἧς ἔμελλε νὰ προκύψῃ τὸ παράδοξον τοῦτο ταξίδιον. Ἡ νεαρὰ γυνὴ ἐφαίνετο ζῶσα ὀνειρώδη ζωήν, ὕπαρξιν ρεμβώδη. Αἴφνης, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐξύπνα ἐκ τοῦ μακροῦ ὀνείρου της, κ᾽ ἐφαίνετο ἀνακτῶσα τὴν αἴσθησιν τοῦ πραγματικοῦ κόσμου, ἀλλ᾽ ὀλίγαι παρήρχοντο στιγμαί, καὶ πάλιν ἔπιπτεν εἰς τὴν νάρκην τοῦ ὕπνου της, βυθιζομένη βαθύτερον ἀκόμη εἰς τὸ προσφιλὲς ὄνειρόν της.
Ἦτο ἤδη μεσονύκτιον, καὶ τὸ ρεῦμα τῆς θαλάσσης ἢ τὸ ἀπόγειον τῆς ξηρᾶς, τοὺς εἶχεν ἐξωθήσει μικρὸν κατὰ μικρόν, διότι δὲν εἶχον πηδάλιον, βορειότερον, ἀντικρὺ εἰς τὰ τρέμοντα φῶτα τοῦ ὑψηλοῦ χωρίου, τὰ ὁποῖα ἐφαίνοντο πλησιέστερον τώρα, καὶ δίπλα εἰς τὸ μεμονωμένον παρὰ τὴν βορειανατολικὴν ἀκτὴν βραχῶδες νησίδιον, τὸ ὁποῖον ἦτο ἡ φυλακὴ ὀλίγων κονίκλων ριπτομένων ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς νησιώτας, καὶ τὸ ἀνάκτορον ὅλων τῶν γλάρων καὶ ἄλλων θαλασσίων ὀρνέων. Ἐκαλεῖτο δὲ Ἀσπρόνησον.
Τότε μόνον ὁ Μαθιὸς ἔλαβε τὴν μίαν κώπην (διότι ἐδέησε νὰ συστείλῃ τὸ αὐτοσχέδιον ἱστίον, ν᾽ ἀποδώσῃ εἰς τὴν Λιαλιὼ τὸ κολόβιόν της, ἀρχίσασαν νὰ κρυώνῃ, ἂν καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ὁμολογήσῃ, καὶ νὰ καθαιρέσῃ κεραίαν καὶ ἱστίον) καὶ τὴν μετεχειρίσθη ὡς πηδάλιον, προσπαθῶν νὰ στρέψῃ τὴν πρῷραν δεξιά, πρὸς τὸ ἀνατολικώτερον σημεῖον τῆς ἀντικρινῆς ἀκτῆς, τὸ καλούμενον Τραχήλι. Ἀλλ᾽ εἶδεν ὅτι μὲ τὸ ὑποβολιμαῖον πηδάλιον δὲν κατώρθωνε τίποτε, καθόσον δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ εὐνοϊκὸν τὸ ρεῦμα, καὶ ἠναγκάσθη νὰ καθίσῃ ἐκ νέου εἰς τὰς κώπας.
Ἀλλ᾽ αἱ νύμφαι τῶν νυκτερινῶν αὐρῶν, αἵτινες ἤρχισαν νὰ πνέωσιν ἀπὸ τῆς ξηρᾶς, ἢ τῶν θαλασσίων ρευμάτων, τῶν διαυλακούντων τὸ μεταξὺ τῶν δύο νήσων πέραμα, φαίνεται ὅτι πολὺ εὐνόουν τὴν Λιαλιώ. Διότι μόλις εἶχον ἀπομακρυνθῆ ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ Ἀσπρόνησον, καὶ παραπλεύρως τῶν τριῶν μεσημβρινοανατολικῶν νησίδων, ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἐπρόβαλε μεγάλη σκαμπαβία, ἥτις ἐν μεγάλῃ ταχύτητι ἔπλεεν, ἔχουσα τὴν πρῷραν πρὸς τὸ ἀκρωτήριον Τραχήλι, πλήττουσα μὲ τὰς ἓξ κώπας της τὰ ὕδατα, τρέχουσα εἰς τῆς θαλάσσης τὰ νῶτα, ὡς τρέχει εἰς τὸ λιβάδιον ἡ δραπέτις τοῦ ἱπποδρομίου φορβάς.
Ἡ Λιαλιὼ ἐξαφνίσθη. Ὁ νέος ἐστράφη νὰ ἴδῃ. Αὐτομάτως ἔπαυσε νὰ κωπηλατῇ καὶ ἔμενεν ἀναποφάσιστος.
― Γλήγορα, γλήγορα, εἶπε μὲ ψίθυρον τόνον τὸ Λιαλιώ, ὡς νὰ ἐφοβεῖτο μὴν ἀκουσθῇ ὁ ἦχος τῆς φωνῆς της· πίσω ἀπ᾽ τὸ Ἀσπρόνησο, πίσω!
Ὁ νέος ἤρχισε ταχέως νὰ σιάρῃ. Ἦσαν δὲ ἀκριβῶς εἰς τὴν σκιὰν τῆς ἀκτῆς, ἀποκρυπτούσης τὴν σελήνην. Ἔκαμψαν μίαν προβολὴν βράχου, κ᾽ ἐκρύβησαν ὄπισθεν τοῦ νησιδίου.
― Τί λὲς νὰ εἶναι; ἠρώτησεν ἐν ἀδημονίᾳ τὸ Λιαλιώ.
― Χωρὶς ἄλλο, θὰ εἶναι γιὰ μᾶς, ἀπήντησεν ὁ νέος.
― Βγῆκαν νὰ μᾶς κυνηγήσουν;
―Ἐμᾶς γυρεύουν, χωρὶς ἀμφιβολία.
― Καὶ τί μεγάλη βάρκα εἶναι αὐτή;
― Αὐτὴ εἶναι σκαμπαβία, μὲ πολλὰ κουπιά, ποὺ κόβει δρόμο.
―Ὥστε, ἂν ἤμαστε μπροστὰ ἐκεῖ, θὰ μᾶς ἔπιαναν;
― Αὐτοὶ ἔχουν πλώρη τὸ Τραχήλι. Σὲ λίγο θὰ μᾶς ἔφταναν, ἂν εἴχαμε κάμει δρόμο πρὸς τὰ ἐκεῖ.
―Ὥστε καλὰ κάμαμε νὰ ᾽ρθοῦμε πρὸς τὰ ἐδῶ;
― Δὲν ἤρθαμε θεληματικῶς· μᾶς ἔφεραν τὰ ρέματα.
― Ξέρουν τί κάνουν τὰ ρέματα! εἶπε μὲ θεσπέσιον τόνον τὸ Λιαλιώ, ἥτις ὡμοίαζε μέ τινας ἀνθρώπους βλέποντας σοφὰ ὄνειρα, αὐτοσχεδιάζοντας ἀποφθέγματα κατ᾽ ὄναρ. Λέγουσα δὲ ἐπίστευεν ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὅτι ὑπάρχει νοῦς εἰς τὰ ἄψυχα πράγματα, καὶ ὅτι ὅλα ὑπόκεινται εἰς θεοῦ τινος τὴν ἐπιστασίαν.
Τῷ ὄντι, ἤθελε φανῆ ὅτι ἡ Νηρηὶς τῶν θαλασσίων ρευμάτων ἢ ἡ Αὔρα τῶν ἀπογείων πνοῶν εἶχον ὠθήσει ἐσκεμμένως καὶ ἐκ προθέσεως πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο τὴν βαρκούλαν μὲ τὸ χαριτωμένον φορτίον της.
― Καὶ τώρα τί νὰ κάμουμε; ἠρώτησεν ὁ Μαθιός, αἰσθανθεὶς ἐνδομύχως τὸν ἑαυτόν του ἀνίσχυρον ἄνευ τῆς συνδρομῆς ἀγαθοβούλου τινὸς νύμφης. Καὶ τότε ἐνόησε διατί, ἀπὸ καταβολῆς κόσμου, ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ εἶναι γυναικοκρατία.
― Τώρα, εἶπε τὸ Λιαλιώ, ὁμιλοῦσα τόσον ἀπταίστως καὶ μαθηματικῶς, ὡς νὰ εἶχε προβλέψει τὸ πρᾶγμα, θὰ περιμένουμε μισὴ ὥρα, καὶ ἂν δὲν μᾶς ὑποπτευθοῦν νὰ γυρίσουν πρὸς τὰ ἐδῶ νὰ ψάξουν, καθὼς αὐτοὶ θὰ τραβοῦν κάτω στὸ Τραχήλι, ἡμεῖς κολλοῦμε πέρα, στὸν Ἁι Νικόλα, ξέρεις. Ἀπὸ κεῖ ἀνεβαίνουμε πεζοὶ σὲ μισὴ ὥρα, στὴν Πλατάνα, στὸ ψηλὸ χωριό, κι ἀπὸ κεῖ, σὰ φέξῃ ὁ Θεὸς τὴν ἡμέρα, πεζοὶ πάλι, γιὰ τρεῖς ὧρες, στὸ μεγάλο τὸ χωριό, τὸ δικό μου. Νὰ πατήσῃ μοναχὰ τὸ πόδι μου στ᾽ ἅγια χώματα, μιὰ φορά! Ἀνίσως πάλι μᾶς ὑποπτευθοῦν καὶ γυρίσουν τὴν πλώρη τους πρὸς τὰ ἐδῶ, τότε, μιὰ καὶ δυό, στὸ δικό σας τὸ Ξάνεμο, πῶς τὸ λέτε, στὴν Κεφάλα σας· ἐκεῖ πετοῦμε τὴ βάρκα στὴν ἄμμο, καὶ γυρίζουμε στεριὰ στὸ χωριό σας. «Ποῦ ἤσουνα, Λιαλιώ;» «Πῆγα στὸ σεργιάνι, μπαρμπα-Μοναχάκη, καὶ νά με, γύρισα».
Ἐγέλασε μόνη της εἰποῦσα τοῦτο. Εἶτα ἐπειδὴ ὁ νέος ἐφαίνετο ἀνησυχῶν ἀκόμη:
― Νὰ μὴ μᾶς πιάσουν μοναχά, ἐπέφερεν ἐκείνη. Δὲ μὲ μέλει τί θὰ πῇ ὁ κόσμος, νά! οὔτε τόσο-δά, καρφὶ δὲ μοῦ καίεται! Ἡμεῖς νὰ εἴμαστε ἀθῷοι, καὶ ἄφσε τοὺς ἀνοήτους νὰ μᾶς κατηγοροῦν!

Ὁ νέος ἔκυψε περιπαθῶς καὶ τῆς ἐφίλησε τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων τῆς χειρός της, σκεπτόμενος ὅτι ἦτο ἀθῷος, ναί, ὅπως πολλοὶ οἵτινες κατεδικάσθησαν ἀδίκως, ὡς λέγει ἡ Ἱστορία, εἰς τὸν ἐπὶ τῆς πυρᾶς βραδὺν θάνατον.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 21 Μαρτίου 2018



Μιὰν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων
Ὢ νὰ μπορούσανε, λέει καὶ τὰ ὀργανωμένα κράτη νὰ διαμορφώσουν μιὰ δημόσια ζωὴ μὲ νόμους σὰν αὐτοὺς ποὺ διέπουν τὸ ἄτομο. Νὰ ἐπιφοιτοῦσε στὰ κοινὰ ἡ ψυχή, καὶ μιὰ διαταγὴ τοῦ ὑπουργείου Ὑγείας νὰ ξαπόστελνε στὰ ἐργοστάσια ἐπεξεργασίας ἀπορριμμάτων ὅλες τὶς πενταροδεκάρες τῶν συμφερόντων, γιὰ νὰ βγοῦν ἔστω καὶ λίγα γραμμάρια ὀμορφιᾶς. Νὰ ἔπαιρνε πότε πότε ἡ συνεδρίαση τοῦ Κοινοβουλίου τὶς προεκτάσεις ποὺ παίρνει ἕνα δάκρυ ὅταν διαθλᾷ τὶς ἀθλιότητες ὅλες κι ἀπομένει νὰ λάμπει σὰν μονόπετρο.
Κοντολογίς, νὰ μποροῦσαν καὶ τὴ σημασία τῶν λαῶν νὰ τὴ μετρᾶνε ὄχι ἀπὸ τὸ πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιὰ μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στὶς μέρες μας, ἀλλὰ ἀπ᾿ τὸ πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καὶ κάτω ἀπὸ τὶς πιὸ δυσμενεῖς καὶ βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαὸς στὰ χρόνια της Τουρκοκρατίας, ὅπου τὸ παραμικρὸ κεντητὸ πουκάμισο, τὸ πιὸ φτηνὸ βαρκάκι, τὸ πιὸ ταπεινὸ ἐκκλησάκι, τὸ τέμπλο, τὸ κιούπι, τὸ χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μιὰν ἀρχοντιὰ κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων.
Τί σταμάτησε αὐτὰ τὰ κινήματα ψυχῆς ποὺ ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὣς τὶς κοινότητες; Ποιὸς καπάκωσε μιὰ τέτοιου εἴδους ἀρετή, ποὺ μποροῦσε μιὰ μέρα νὰ μᾶς ὁδηγήσει σ᾿ ἕνα ἰδιότυπο, κομμένο στὰ μέτρα τῆς χώρας πολίτευμα; Ὅπου τὸ κοινὸν αἴσθημα νὰ συμπίπτει μὲ κεῖνο τῶν ἀρίστων. Τί ἔγινε ἡ φύση ποὺ μαντεύουμε ἀλλὰ δὲν τὴ βλέπουμε; ὁ ἀέρας ποὺ ἀκοῦμε ἀλλὰ δὲν τὸν εἰσπνέουμε;
Κουράστηκα νὰ τὰ λέω. Θὰ ᾿θελα νὰ μὴν εἶχα πιὰ τίποτα νὰ πῶ, ἀλλὰ πῶς, ποὺ νιώθω νὰ ᾿μαι ἀκόμη γεμάτος, φορτωμένος μὲ τόνους ἀνέμων, τσουβάλια Ἰουλίων, καλαθοῦνες ἀνθέων... τὰ μὼβ ξεχειλίζουν. Τὰ σκοῦρα μοῦ κόβουν τοὺς ἀγκῶνες. Πολλὰ γαιώδη μουλιάζουν τὰ ροῦχα μου. Ἄλλα, ἐλαφρότερα, γίνονται στοές, ρόπτρα, γεφυράκια, τροῦλοι. Ἀνάγκη νὰ ξεφορτώσω. Πῶς ὅμως, ποὺ αὐτὰ πλέον ἔγιναν στοιχεῖα τοῦ ὀργανισμοῦ μου; Ἔτσι καὶ τ᾿ ἀδειάσω, ἔσβησα.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018


Ἄνθρωπος πένης καὶ θάνατος
Ἄνθρωπός τις ἦν πένης, ὃς καὶ ξύλων γόμον ἐπὶ τῶν νώτων ἐβάσταζε, κατὰ δὲ τὴν ὁδοιπορίαν ἰλιγγιάσας ἐκαθέσθη καὶ τὸν γόμον κατέθετο καὶ τὸν Θάνατον οἰκτρῶς ἐνεκαλεὶτο, λέγων:
«Ὦ Θάνατε».
Αὐτίκα γοῦν ὁ Θάνατος ἔφθασε καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφη:
«Τίνος χάριν ἐκάλεσάς με;»
Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀνὴρ:
«Ἵνα τὸν γόμον ἀπὸ τῆς γῆς συνεξάρῃς μοι».
 Οὗτος δηλοῖ ὅτι πάντες ἄνθρωποι φιλόζῳοι τυγχάνουσιν, εἰ καὶ θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις συνέχονται.

Κάποιος φτωχός, εἶχε φορτωθεῖ ἕνα δεμάτι ξύλα καὶ τραβοῦσε τὸ δρόμο του. Ἐκεῖ ποὺ πήγαινε, σὰν νὰ ζαλίστηκε. Ξεφορτώθηκε τὰ ξύλα, κάθισε κατάχαμα, κι ἀπ᾿ τὴν πολλή του κούραση καὶ τὴν ἀπελπισία, ἔβγαλε φωνὴ σπαραχτική:
«Ἄχ, ποῦ εἶσαι θάνατε...»
Δὲν πρόλαβε ν᾿ ἀποτελειώσει καὶ νάσου ὁ θάνατος μπροστά του.
«Γιατὶ μὲ φωνάζεις;» τὸν ρωτάει.
Κι ἐκεῖνος: «Γιὰ τὰ ξύλα· βάλε ἕνα χεράκι νὰ τὰ σηκώσουμε».
Ὁ μύθος λέει πὼς ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν τὴ ζωή τους, ὅσα βάσανα καὶ στενοχώριες κι ἂν τοὺς τύχουν.
Αἰσώπου Μῦθοι

Κυριακή 18 Μαρτίου 2018



Ἡ γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων. Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.
Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζές της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".
Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.
Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.
Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.
Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.
Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.
Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.
Κωνσταντῖνος Γανωτὴς

Σάββατο 17 Μαρτίου 2018



Τελικὰ τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;
Τελικὰ τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;
Μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καὶ τὴ σταδιακὴ ἀπομάκρυνσή του ἀπὸ τοὺς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοὶ ἀναρωτιοῦνται: Δὲν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπὸς τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλὰ ἡ ἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ἡ ἰσοπέδωση τῶν πάντων καὶ ἡ μετατροπὴ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σὲ μία «Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων», σ’ ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σὰν τὸν Ο.Η.Ε., ἀπονευρωμένο καὶ ἀ-πνευματικό;
Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τὸν Οἰκουμενισμὸ ἡ παραδοσιακή μας Ὀρθοδοξία;
«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικὰ ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νὰ σηματοδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φερ’ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχὴ τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδὴ ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καὶ πρέπει νὰ ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νὰ βάλουμε στὸ τραπέζι τὰ τμήματα τῆς ἀληθείας γιὰ νὰ ἀπαρτισθεῖ τὸ ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τέρμα, σ’ αὐτὸ δὲν γίνεται συζήτηση• καὶ ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τὰ ἀντίθετα μπορεῖ νὰ λέγεται οἰκουμενιστὴς καὶ ἑπομένως νὰ εἶναι αἱρετικὸς» (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ τῆς Ἐκκλησίας, 24-5-1998).
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι κοινὸ ὄνομα γιὰ τοὺς ψευδοχριστιανούς, γιὰ τὶς ψευδοεκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης… Ὅλοι αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεση παραπλεύρως στὴν ἄλλη αἵρεση. Τὸ κοινὸ εὐαγγελικὸ ὄνομά τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί τὸ διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου καὶ Κυρίου Ἰησοῦ• οἱ εὐρωπαϊκὲς ὅμως αὐτὲς αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τὸν Θεάνθρωπο καὶ στὴ θέση του τοποθετοῦν τὸν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστῖνος Πόποβιτς).
«Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν εἶναι αἵρεση καὶ παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολὺ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ἦταν φανεροὶ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτὴ νὰ παλέψει ἐναντίον τους καὶ νὰ τὶς κατατροπώσει. Ὁ Οἰκουμενισμὸς ὅμως ἀδιαφορεῖ γιὰ τὰ δόγματα καὶ γιὰ τὶς δογματικὲς διαφορὲς τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιὰ νὰ μὴν ποῦμε νομιμοποίηση καὶ δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλος ἐχθρός, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ὁ θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητὴς Ἀνδρέας Θεοδώρου).
Ἱερὰ Μονὴ Παρακλήτου - Ὠρωπὸς Ἀττικῆς

Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018



Τέχνη ἀπόλυτη
Μᾶς εἶναι δύσκολο, μὲ τὴν δυτική μας παιδεία, τὴν κλασικὴ καὶ ἀνθρωπιστική μας παράδοση, μᾶς εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ προσεγγίσουμε τὴν βυζαντινὴ τέχνη. Γιὰ νὰ μὴν εἴμαστε ἄδικοι, γιὰ νὰ μὴν κρίνουμε ἐσφαλμένα, γιὰ νὰ κατανοήσουμε καὶ νὰ ἀγαπήσουμε τὴν βυζαντινὴ τέχνη θὰ πρέπει νὰ παραβιάσουμε τὶς συνήθειές μας. Τὸ θεϊκὸ μεγαλεῖο τῆς τέχνης αὐτῆς, μὲ τὸ πνευματικό της βάθος καὶ τὶς τυποποιημένες της μορφές, μᾶς ἀποδιοργανώνει. Ἀναζητοῦμε ἐνστικτωδῶς τὸν ἄνθρωπο -ἀναζητοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν τὸν βρίσκουμε. Ἐπιτέλους ὅταν εἴμαστε μπροστὰ σ' ἕνα βυζαντινὸ ἔργο τέχνης, θὰ πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νὰ τὸ βλέπουμε ὅπως ὁ βυζαντινὸς καλλιτέχνης: νὰ σκεπτόμαστε περισσότερο παρὰ νὰ αἰσθανόμαστε.
Ὁ βυζαντινὸς καλλιτέχνης καὶ ἂν ἦταν ταπεινὸς καὶ ἀνώνυμος -σχεδὸν ποτὲ δὲν γνωρίζουμε τὸ ὄνομά του- ἐπιλέγει συνειδητὰ τὴν ἀνωνυμία. Παραμερίζεται ἀπὸ μιὰν ἀνώτερη ἀλήθεια, ἀπὸ τὸ δόγμα, καὶ ἀπὸ μιὰν ἀνώτερη ἐξουσία, τὴν Ἐκκλησία. Καθῆκον του δὲν εἶναι νὰ δημιουργήσει ἔργα ἀντάξια ἑνὸς Φειδία ἢ ἑνὸς Πραξιτέλη. Τὰ ἔργα του δὲν προσφέρονται γιὰ αἰσθητικὴ ἀπόλαυση. Ἐκφράζουν ἢ μᾶλλον ἀπεικονίζουν χρησιμοποιώντας μιὰ γλώσσα μορφῶν ποὺ εἶναι ἐξ ἀνάγκης ἀνθρώπινες, κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο.
Κάνοντάς το αὐτὸ συμμετέχει κι αὐτὸς σὲ μιὰ λειτουργία ὅπως ἀκριβῶς κι ἕνας κληρικός. Δὲν προσβλέπει στὴν αἰσθητική μας ἱκανοποίηση. Σκοπὸς του εἶναι νὰ μᾶς διδάξει καὶ νὰ μᾶς ἀνυψώσει, πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, σὲ ἕναν ἄλλο κόσμο, σὲ μιὰν ἄλλη ζωή, τὴν μόνη ἔγκυρη καὶ πραγματική. Δὲν ἑρμηνεύει τὰ ἐγκόσμια, τὶς αἰσθήσεις ἢ τὰ συναισθήματα, ἀλλὰ τὰ ὑπερκόσμια καὶ τὰ πνευματικά. Ἡ βυζαντινὴ τέχνη εἶναι τέχνη θρησκευτική, ἀλλ' ὅμως σὲ τάξη ἀνώτερη καὶ καθαρή. Εἶναι τέχνη ἀπόλυτη.
Paul Lemerle

Τρίτη 13 Μαρτίου 2018



Νεαροὶ χωρὶς πείρα, καὶ ἀπατεῶνες
«Ἰδοὺ δὴ ὁ δεσπότης Κύριος σαβαὼθ ἀφελεῖ... ἄνθρωπον πολεμιστὴν καὶ δικαστὴν καὶ προφήτην καὶ στοχαστὴν καὶ πρεσβύτερον... καὶ θαυμαστὸν σύμβουλον καὶ σοφὸν ἀρχιτέκτονα καὶ συνετὸν ἀκροατήν· καὶ ἐπιστήσω νεανίσκους ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν. Καὶ συμπεσεῖται ὁ λαός, ἄνθρωπος πρὸς ἄνθρωπον καὶ ἄνθρωπος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· προσκόψει τὸ παιδίον πρὸς τὸν πρεσβύτην, ὁ ἄτιμος πρὸς τὸν ἔντιμον». 
«Ὁ δεσπότης, ὁ Κύριος τῶν δυνάμεων, θὰ ἀφαιρέσει [ἀπὸ τὸν λαό]… κάθε ἄνδρα ἐμπειροπόλεμο καὶ δικαστὴ καὶ προφήτη καὶ συνετὸ καὶ ἔμπειρο πρεσβύτη...  κάθε ἀξιόλογο σύμβουλο καὶ σοφὸ ἀρχιτέκτονα καὶ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μὲ σύνεση θὰ ἀκούει τὴν ἀλήθεια. Θὰ ἐπιτρέψει νὰ γίνουν ἄρχοντες νεαροὶ χωρὶς πείρα, καὶ ἀπατεῶνες θὰ ἀναδειχθοῦν κύριοι καὶ δυνάστες τοῦ λαοῦ. Τότε ὁ ἕνας ἄνθρωπος θὰ πέσει πάνω στὸν ἄλλο καὶ κάθε ἄνθρωπος ἐναντίον τοῦ πλησίον του. Μὲ αὐθάδεια θὰ συγκρουσθεῖ τὸ παιδὶ μὲ τὸν γέροντα, καὶ ὁ ἀνέντιμος μὲ τὸν ἔντιμο».
Προφήτης Ἡσαΐας (3:1-5)

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018



Ἀληθινὰ λογικοὶ
Οἱ ἄνθρωποι καταχρηστικὰ λέγονται λογικοί. Δὲν εἶναι λογικοὶ ὅσοι ἔμαθαν ἁπλῶς τὰ λόγια καὶ τὰ βιβλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλ' ὅσοι ἔχουν τὴ λογικὴ ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιὸ εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιὸ τὸ κακό καὶ ἀποφεύγουν τὰ πονηρὰ καὶ βλαβερὰ στὴν ψυχή, τὰ δὲ ἀγαθὰ καὶ ψυχωφελῆ, τὰ ἀποκτοῦν πρόθυμα μὲ τὴ μελέτη καὶ τὰ ἐφαρμόζουν μὲ πολλὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεό. Αὐτοὶ μόνοι πρέπει νὰ λέγονται ἀληθινὰ λογικοὶ ἄνθρωποι.
Ἅγιος Ἀντώνιος

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2018



Θεοδωράκη, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες!
Ὁ Κυβερνήτης ἔρχεται εἰς τὴν Ἑλλάδα τὸν Ἰανουάριον, πηγαίνει εἰς τὴν Αἴγιναν, ὅπου ἦτον ἡ Ἀντικυβερνητικὴ ἐπιτροπὴ καὶ τὸ Βουλευτικόν. Ἐκεῖ ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ἔγινε δοξολογία καὶ δὲν ἠθέλησε νὰ ὁρκωθεῖ πρὶν νὰ κάμει τὰς παρατηρήσεις του. Εἶπε ὅτι: ἂν θέλετε νὰ διοικήσω, νὰ διαλυθεῖ τὸ Βουλευτικό, διότι ἐγὼ δὲν ἐμπορῶ νὰ δουλεύσω. Ἔχει ἡ πατρίς μας καὶ ἐχθροὺς καὶ φίλους, ἢ ἂν καὶ δὲν θέλετε, ἐγὼ μένω καὶ θέλει δουλεύσω ὅσο εἶναι δυνατόν, ὡς μερικός. Τοὺς εἶπε αἴτια ἐξωτερικά.
Διελύθηκε μόνον του τὸ Βουλευτικό, καὶ ἂν ἦτον κανένας βουλευτὴς δυσαρεστημένος, ἦτον περισσότερον διὰ τοὺς μισθούς του. Ὀργάνισε τὸ κράτος, ἔστειλε ἐπάρχους, ἐκτάκτους ἐπιτρόπους, ἄρχισε ἀνταπόκριση τακτική, ὁ καθένας νὰ γνωρίζει τὰ χρέη του. Ὁ στρατιωτικὸς ὡς στρατιωτικός, ὁ πολιτικὸς σὰν πολιτικός. Ἐσύστησε τὸ Πανελλήνιον καὶ τοὺς ἔβαλε ὅλους τοὺς ἄρχοντας μέσα· τὸν Κουντουριώτην τὸν ἔκαμε πρόβουλον τῆς Οἰκονομίας, τὸν Ζαΐμην πρόβουλον τοῦ Ἐσωτερικοῦ.
Μολαταῦτα ἄρχισαν κάτι νὰ μιλοῦν, κάτι νὰ ἀντενεργοῦν, παρὰ μυστικά. Καὶ πρὶν νὰ ἔλθει ὁ Κυβερνήτης, ἐγύρευαν νὰ ἀντενεργήσουν μερικοί, διατὶ ἐπρόβλεπαν ὅτι ὅταν συστηθεῖ μία τακτικὴ Κυβέρνησις δὲν ἠμπορεῖ ὁ καθένας νὰ κάμει ὅ,τι θέλει. Ὁ Κυβερνήτης αὐτοὺς ὁποὺ τοῦ ἀντιστάθηκαν, αὐτοὺς εἶχε ἀγκαλιάσει πρῶτα. Τὰ ζιζάνια ἄρχισαν νὰ ἐμβαίνουν. Οἱ ἀδελφοί του, ποὺ νὰ εἶχαν κόψει τὸ ποδάρι τους ἐκεῖ ποὺ ἐκίνησαν νὰ ἔλθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔφθασαν καὶ ἐκεῖνοι. Ἦλθε καὶ ὁ Ριμποπιέρος καὶ ὁ Καλεμινότ, ὁ πρέσβης ὁ Γάλλος, διὰ νὰ λάβουν πληροφορίας διὰ τὲς γαῖες τὲς ἐθνικὲς καὶ διὰ τὰ λοιπά. Ἔκαμε ὁ Κυβερνήτης καὶ ἐπιτροπὴ διὰ νὰ ἐξετάσει αὐτά. Ἐδιορίσθηκαν καὶ ὅλοι οἱ ἔπαρχοι διὰ νὰ δώσει ὁ καθένας πληροφορίας.
Μία ἡμέρα ἐπῆγα ἐγὼ καὶ ὁ Ρίζος... εἰς τὸν Ριμποπιέρην. Ἐκεῖ ἦλθε ἡ ὁμιλία καὶ ὁ πρέσβης μᾶς λέει, ὅτι τοῦ Σουλτάνου πόσον θὰ τοῦ παραξενοφαίνεται νὰ βλέπει τὴν σημαίαν τὴν Ἑλληνικὴν νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπρὸς ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ἀπὸ τέτοια. Ἄρχισε καὶ ὁ Ρίζος νὰ τοῦ λέγει, πλὴν φοβισμένα ἀλὰ πολίτα. Ἐγὼ τοῦ λέγω: «Κὺρ Ρίζο, ἄφησέ με νὰ εἰπῶ καὶ ἐγώ. Ἐξοχώτατε, λέγετε πὼς θὰ ὑποφέρει ὁ Σουλτάνος νὰ βλέπει τὴν σημαίαν μας νὰ περνάει ἀπὸ ἐμπροσθά του, καὶ ὅτι τοῦ κακοφαίνεται - καὶ δὲν μᾶς κακοφαίνεται καὶ ἐμᾶς ὁποὺ τοὺς ὑποφέραμεν τόσον καιρὸν εἰς τὴν γῆν τῶν προγόνων μας, καὶ κάθεται ἀκόμη εἰς τὰ πατρικά μας σπίτια καὶ τοὺς ὑποφέρομεν ἀκόμη, καὶ ἐκεινοῦ θὰ τοῦ κακοφανεῖ διατὶ θὰ περνάει ἡ σημαία μας; Αὐτὰ ὅλα νὰ τὰ εἰπεῖς τοῦ αὐτοκράτορος Νικολάου, σὲ ὁρκίζω εἰς τὴν τιμήν σου νὰ τοῦ τὰ εἰπεῖς».
Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ Κυβερνήτης μοῦ λέγει: «Θεοδωράκη, τί εἶναι αὐτὰ ποὺ εἶπες!»
- «Ἂν δὲν εἶναι καλά, νὰ μὲ συμπαθήσετε, τέτοιας λογῆς εἶμαι μαθημένος».
- «Ὄχι, καλὰ ἀποκρίθηκες».
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Τετάρτη 7 Μαρτίου 2018



Μήν ἀγωνιᾶς γιά τό μέλλον
Τό ὅτι ἔχουμε πίστη δέν σημαίνει μόνο ὅτι πιστεύουμε στό Θεό σάν δημιουργό μας. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι ἀναγνωρίζουμε τήν ἀκατάπαυστη πρόνοια καί μέριμνά Του γιά τό καλό μας, ἀκόμα καί στίς ἀσήμαντες πτυχές τῆς ζωῆς μας. Αὐτό, βέβαια, εἶναι λίγο-πολύ ἀδύνατο να το ἀντιληφθεῖ ὁ νοῦς μας, ἔτσι ὅπως εἶναι βυθισμένος μέσα στό σκοτάδι τῶν παθῶν...
Ἐκεῖνο πού πρέπει να ἐπιζητοῦμε, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στη θύελλα τῶν θλίψεων, δέν εἶναι ἡ συναισθηματική νάρκωση, οὔτε κάποια μέθοδος πού θά μᾶς κάνει ἀναίσθητους, ἀλλά ἡ τέχνη ν᾿ ἀποδεχόμαστε καί να ὑπομένουμε μ᾿ εὐγνωμοσύνη κάθε λύπη.
Καί μήν ξεχνᾶς: Στήν πραγματικότητα, δέν εἶναι αὐτό καθεαυτό το βάρος τῆς μιᾶς ἤ τῆς ἄλλης λύπης, πού μᾶς καταβάλλει καί μᾶς τσακίζει. Ὄχι. Τά κύματα τῆς καταθλίψεως ταράζουν μόνο μιά καρδιά πού τή διακρίνουν ἡ ἀστάθεια, οἱ μεταπτώσεις, ἡ ἔλλειψη ἰσορροπίας. Ἀγωνίσου, λοιπόν, γιά να σταθεροποιήσεις μέσα σου τήν εἰρήνη.
Μήν ἀγωνιᾶς γιά τό μέλλον. Ὁ Κύριος μεριμνᾶ! Προσπάθησε μόνο νά ἐφαρμόζεις μέ ἀκρίβεια τις ἐντολές Του στό παρόν. Καί μην τρέφεις τήν παραμικρή ἐχθρότητα γιά ὁποιονδήποτε, «μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύων».
Ὅσιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα

Τρίτη 6 Μαρτίου 2018


Ἡ εἰρήνη
Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, ἀλλὰ δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε· «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴν κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη». Ἔτσι κάθε ἄνθρωπος ποὺ κόβει τὸ θέλημά του μπροστὰ στὸν Θεό καὶ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος ὅμως ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει εἰρήνη.
Ψυχὴ ποὺ παραδόθηκε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ὑπομένει εὔκολα κάθε θλίψη καὶ κάθε ἀσθένεια· γιατὶ καὶ τὸν καιρὸ τῆς ἀσθένειας παραμένει στὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ προσεύχεται· «Κύριε, Ἐσὺ βλέπεις τὴν ἀσθένειά μου. Ἐσὺ ξέρεις πόσο ἁμαρτωλὸς καὶ ἀδύνατος εἶμαι· βοήθησέ με νὰ ὑπομένω καὶ νὰ εὐχαριστῶ τὴν ἀγαθότητά σου». Καὶ ὁ Κύριος ἀνακουφίζει τὸν πόνο, καὶ ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ καὶ μένει ἐν τῷ Θεῷ γεμάτη χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.
Ἂν ἀποτύχεις σὲ κάτι, σκέψου· «Ὁ Κύριος βλέπει τὴν καρδιά μου καὶ ἂν εἶναι θέλημά του, ὅλα θὰ εἶναι γιὰ τὸ καλὸ καὶ τὸ δικό μου καὶ τῶν ἄλλων». Ἔτσι ἡ ψυχή σου θὰ ἔχει πάντα εἰρήνη. Ἀλλὰ ἐὰν ἀρχίζει κανεὶς νὰ παραπονεῖται· «Αὐτὸ δὲν εἶναι καλό, ἐκεῖνο δὲν εἶναι ὅπως πρέπει», τότε ποτὲ δὲν θὰ ὑπάρχει εἰρήνη στὴν ψυχή του, ἔστω καὶ ἂν νηστεύει καὶ προσεύχεται πολύ.
Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης


Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018



Γίνου ἄοκνος κατὰ τὸ φρόνημα
Καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς νὰ νηστεύσεις δύο ἡμέρας, νήστευσον τουλάχιστον ἕως τὸ ἑσπέρας, καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς πάλιν ἕως τὸ ἑσπέρας, φυλάττου τουλάχιστον ἐκ τοῦ χορτασμοῦ τῆς κοιλίας, καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἅγιος κατὰ τὴν καρδίαν, γίνε καθαρὸς κατὰ τὸ σῶμα.
Καὶ ἐὰν δὲν πενθεῖ ἡ καρδία σου, ἂς πενθεῖ τὸ πρόσωπόν σου. Καὶ ἐὰν δὲν ἠμπορεῖς νὰ ἐλεήσεις, ὁμίλει τουλάχιστον ὡς ἁμαρτωλός. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις εἰρηνοποιὸς μὴ γίνου τουλάχιστον φιλοτάραχος.
Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις ἱκανὸς καὶ ἔμπειρος, γίνου ἄοκνος κατὰ τὸ φρόνημα. Καὶ ἐὰν δὲν ὑπάρχεις νικητὴς μὴ ὑψηλοφρόνει κατὰ τῶν πταιόντων καὶ ὑπευθύνων.
Καὶ ἐὰν δὲν δύνασαι νὰ φράξεις τὸ στόμα τοῦ καταλαλοῦντος κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, φύλαξον τουλάχιστον τὸ σὸν καὶ μὴ συμφωνήσεις μετ᾿ αὐτοῦ.
Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Κυριακή 4 Μαρτίου 2018



Μανουὴλ Κομνηνός
Ὁ βασιλεὺς κὺρ Μανουὴλ ὁ Κομνηνὸς
μία μέρα μελαγχολικὴ τοῦ Σεπτεμβρίου
αἰσθάνθηκε τὸν θάνατο κοντά.
Οἱ ἀστρολόγοι (οἱ πληρωμένοι) τῆς αὐλῆς ἐφλυαροῦσαν
ποὺ ἄλλα πολλὰ χρόνια θὰ ζήσει ἀκόμη.
Ἐνῷ ὅμως ἔλεγαν αὐτοί, ἐκεῖνος
παλιὲς συνήθειες εὐλαβεῖς θυμᾶται,
κι ἀπ᾿ τὰ κελλιὰ τῶν μοναχῶν προστάζει
ἐνδύματα ἐκκλησιαστικὰ νὰ φέρουν,
καὶ τὰ φορεῖ, κι εὐφραίνεται ποὺ δείχνει
ὄψι σεμνὴν ἱερέως ἢ καλογήρου.
Εὐτυχισμένοι ὅλοι ποὺ πιστεύουν,
καὶ σὰν τὸν βασιλέα κὺρ Μανουὴλ τελειώνουν
ντυμένοι μὲς στὴν πίστι των σεμνότατα.
Κωνσταντῖνος Καβάφης