Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023
Πέμπτη 29 Ιουνίου 2023
Ἡ βίωση τοῦ ἄλλου ὡς οἰκείου μέλους
Ὑπάρχουν δύο διαφορετικές ἀσκητικές τάσεις.
Ἡ μία ἐκφράζεται μέ τόν διαλογισμό καί κατά κάποιον τρόπο τή χαλάρωση,
γιά τήν εἴσοδο τοῦ νοῦ στόν κόσμο τῆς καθαρῆς σκέψεως.
Ἡ ὁδός ὅμως τοῦ Χριστοῦ εἶναι διαφορετική. Ἀπό τούς δύο αὐτούς δρόμους
-τή χαλάρωση καί τήν ἔνταση- ἡ ἔνταση εἶναι ὁ δικός μας δρόμος. Στή μοναχική
μας βιοτή δέν διδασκόμαστε νά βρισκόμαστε σέ κατάσταση χαλαρώσεως καί νά
στοχαζόμαστε μέ τόν νοῦ. Ὄχι!
Ἀλλά εἴμαστε διαρκῶς σέ ἄκρα ἔνταση, σάν τεταμένη χορδή. Προσπαθῆστε
λοιπόν νά διατηρεῖτε τή χορδή αὐτή πάντοτε τεταμένη.
Στήν προσευχή μας, ὅταν στεκόμαστε στήν ἐκκλησία, ὅλοι οἱ μύες μᾶς εἶναι
τεταμένοι, καί ταυτόχρονα ἡ προσοχή μας. Ἡ προσευχή μας λοιπόν δέν ἀποτελεῖ ἀνάπαυση
ἀπαθοῦς σκέψεως πού ξεφεύγει ἀπό τά ὅρια τῶν παθημάτων τῆς γής. Ὄχι! Ἐμεῖς ζοῦμε
τά παθήματα ὅλου του Ἀδάμ. Καί αὐτό εἶναι ἡ ζωή μας.
Ἐξωτερικά ἡ μοναχική ζωή φαίνεται ἥσυχη. Μπορῶ ὅμως νά τήν παρομοιάσω μέ ἠλεκτροφόρο
καλώδιο ὑψηλῆς τάσεως, ἀπό τό ὁποῖο διέρχεται ἐνέργεια πού κινεῖ τραῖνα, ἐργοστάσια,
θερμαίνει σπίτια. ὡστόσο τό μικρό πουλί μπορεῖ νά κάθεται ἐπάνω στό σύρμα αὐτό.Ἔτσι
καί ὁ χριστιανός εἶναι παρόμοιο καλώδιο, ἐπάνω στό ὁποῖο μπορεῖ νά καθίσει ἕνα
πουλί, χωρίς νά κινδυνεύσει.
Ταυτόχρονα ὅμως ἐμφορεῖται ἀπό τέτοια ἐνέργεια, πού μπορεῖ πραγματικά νά ἀναστατώσει
ὅλο τόν κόσμο. Συνεπῶς, στή ζωή μᾶς ἐξωτερικά δέν ὑπάρχει τίποτε τό ἰδιαίτερο, ἐσωτερικά
ὅμως, μέ τήν ἑτοιμότητα γιά τήν ὑπακοή βρισκόμαστε ἀκατάπαυστα σέ ἔνταση, ἀγωνιζόμενοι
πῶς νά παραμείνουμε ἀμετακίνητοι στήν αἰώνια σκέψη τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο.
Καί αὐτό εἶναι σπουδαῖο, ἀποτελεῖ πραγματικά τή σχολή τοῦ μοναχισμοῦ.
Μέ τή μικρή ἄσκηση τῆς ὑπακοῆς ὁ ἄνθρωπος μεταβαίνει στό Ἄναρχο Εἶναι τοῦ
Θεοῦ μας, γιά τό ὁποῖο εἶναι ἀδύνατον νά μιλήσουμε χρησιμοποιώντας τή λογική.
Διατηρῆστε, λοιπόν, τή θέση αὐτή: ἐξωτερικά τίποτε νά μή φαίνεται, ἐσωτερικά
ὅμως νά ὑπάρχει ἔνταση στή ζωή μας.
Καί τότε θά καταστοῦμε πιό εὔθετοι γιά νά εἰσέλθουμε στήν αἰώνια Βασιλεία
τοῦ Χριστοῦ.
Γέρων
Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ
Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023
Τρίτη 27 Ιουνίου 2023
Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τοῦ Ἅη-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Σ᾿ αὐτὲς τiς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιά μέρα νὰ σβηστεῖς κι ἐσὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιά φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου
Μιὰ νεραντζιὰ στοῦ φεγγαριοῦ τοὺς χιονισμένους κάμπους
Καὶ τὸ μαγνάδι μιᾶς βραδιᾶς νὰ ξεδιπλώσω μπροστά σου
Μὲ τὸν Ἀντάρη κόκκινο νὰ τραγουδάει τὰ νιάτα
Μὲ τὸ Ποτάμι τ᾿ Οὐρανοῦ νὰ χύνεται στὸν Αὔγουστο
Καὶ μὲ τ᾿ Ἀστέρι τοῦ Βοριᾶ νὰ κλαίει καὶ νὰ παγώνει—
Μπορῶ νὰ βάλω λιβάδια
Νερὰ ποὺ κάποτε πότισαν τὰ κρῖνα τῆς Γερμανίας
Κι αὐτὰ τὰ σίδερα ποὺ φορεῖς μπορῶ νὰ σοῦ τὰ στολίσω
Μ᾿ ἕνα κλωνὶ βασιλικὸ κι ἕνα ματσάκι δυόσμο
Μὲ τοῦ Πλαπούτα τ᾿ ἄρματα καὶ τοῦ Νικηταρᾶ τὶς πάλλες.
Μὰ ἐγὼ ποὺ εἶδα τοὺς ἀπογόνους σου σὰν πουλιὰ
Νὰ σκίζουν μιάν ἀνοιξιάτικη αὐγὴ τὸν οὐρανὸ τῆς πατρίδας μου
Κι εἶδα τὰ κυπαρίσσια τοῦ Μοριᾶ νὰ σωπαίνουν
Ἐκεῖ στὸν κάμπο τοῦ Ἀναπλιοῦ
Μπροστὰ στὴν πρόθυμη ἀγκαλιὰ τοῦ πληγωμένου πελάγου
Ὅπου οἱ αἰῶνες πάλευαν μὲ τοὺς σταυροὺς τῆς παλληκαριᾶς
Θὰ βάλω τώρα κοντά σου
Τὰ πικραμένα μάτια ἑνὸς παιδιοῦ
Καὶ τὰ κλεισμένα βλέφαρα
Μέσα στὴ λάσπη καὶ τὸ αἷμα τῆς Ὀλλανδίας.
Θὰ πρασινίσει κάποτε.
Τὸ σιδερένιο χέρι τοῦ Γκὲτς θ᾿ ἀναποδογυρίσει τ᾿ ἁμάξια
Θὰ τὰ φορτώσει θημωνιὲς ἀπὸ κριθάρι καὶ σίκαλη
Καὶ μὲς στοὺς σκοτεινοὺς δρυμοὺς μὲ τὶς νεκρὲς ἀγάπες
Ἐκεῖ ποὺ πέτρωσε ὁ καιρὸς ἕνα παρθένο φύλλο
Στὰ στήθια ποὺ σιγότρεμε μιά δακρυσμένη τριανταφυλλιὰ
Θὰ λάμπει ἕνα ἄστρο σιωπηλὸ σὰν ἀνοιξιάτικη μαργαρίτα.
Μὰ σὺ θὰ μένεις ἀκίνητος
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ᾿ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ᾿ Ἅη-Γιωργιοῦ θὰ ταξιδεύεις στὰ χρόνια
Ἕνας ἀνήσυχος κυνηγὸς ἀπ᾿ τὴ γενιὰ τῶν ἡρῴων
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτεινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε
Ὥσπου καὶ πάλι στὶς σπηλιὲς τῶν ποταμιῶν ν᾿ ἀντηχήσουν
Βαριὰ σφυριὰ τῆς ὑπομονῆς
Ὄχι γιὰ δαχτυλίδια καὶ σπαθιὰ
Ἀλλὰ γιὰ κλαδευτήρια κι ἀλέτρια.
Κυριακή 25 Ιουνίου 2023
Σὲ τί θὰ καταντήσωμεν ὅταν ἀδικῆται τὸ
δίκιον
Οἱ Ἐκλαμπρότητές
σας ἤσασταν ἅγιοι εἰς τὸν Ἀγώνα καὶ λευτερώσετε τὴν πατρίδα, καὶ τὸ στρατιωτικὸν
ὅλοι λησταὶ καὶ θερία ἀνήμερα! Καὶ πῶς ὑποφέρετε μ᾿ αὐτούς; Ἦταν τὰ πατριωτικά
σας αἰστήματα καὶ οἱ γενναῖες σας θυσίες πρὸς ὄφελον αὐτῆς τῆς πατρίδας! Αὐτὸ ἐφάνη
κι᾿ ἀπὸ τὸν διορισμὸν εἰς τὰ τάματα τῶν συντρόφωνέ σας. Καὶ πῆγα κ᾿ ἔβαλα μὲ
δάκρυα εἰς τὸν Ἀϊντὲκ αὐτὰ ὑπόψει του καὶ σὲ τί θὰ καταντήσωμεν ὅταν ἀδικῆται τὸ
δίκιον. Καὶ τὰ χάλασε ὅλα αὐτά. Μίλησα καὶ τοῦ Βασιλέως, ὅταν παρουσιάστηκα. Καὶ
μπῆκε σὲ συμπάθειον ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Ἀντιβασιλεία. Τότε μὲ βάλετε ῾στὴν ὀργὴ τῆς
Ἀντιβασιλείας. Τότε ἔφυγα καὶ ἦρθα ἐδῶ· καὶ ἦρθε κι᾿ ὁ Ψύλλας καὶ μοῦ εἶπε τὰ ἴδια
ὡς ὑπουργὸς τοῦ Ἐσωτερκοῦ. Μοῦ εἶπε ὅτ᾿ ἤμαστε ὅλοι λησταί. Τότε ἐστείλετε ἄνθρωπον
νὰ μὲ ῾ρεθίση καὶ τὸν πλάκωσα μὲ τὸ δαυλί. Κι᾿ ὁ Κωλέτης μό ῾στειλε τὸν
Κλεομένη του. Τότε φυλακώσετε ὅλους τοὺς ὁπλαρχηγοὺς εἰς τ᾿ Ἀνάπλι. Κ᾿ ἔπαθαν
τόσοι ἀγωνισταί. Καὶ χάθηκαν ἀπὸ τὴν τζελατίνα κι᾿ ἀπὸ τὸ ντουφέκι. Ἀπὸ αὐτόν
σας τὸν πατριωτισμὸν καὶ θυσίες μπήκετε σὲ σημαντικὲς θέσες, γίνετε πρέσβες μὲ
χοντροὺς μιστοὺς καὶ μὲ πλῆθος σταυρούς. Ὅποτε σᾶς λένε οἱ ξένοι σας φίλοι
ντύνεστε τὸ πουκάμισο τῆς ἀρετῆς· κλαῖτε τὴν πατρίδα καὶ τοὺς ἀγωνιστᾶς καθὼς
κλαίγει ἡ φώκια τὸν πνιμένον – εἶναι τὰ δάκρυά της καυτερά, σαπίζει τὸν πνιμένον
καὶ κάθεται καὶ τὸν τρώγει.
Εἰς τὴν Ἀθήνα
μὲ δυὸ χιλιάδες ἱππικό του Κιουτάγια καὶ μὲ πλῆθος πεζικὸν σκοτώθηκαν Ἕλληνες ἑφτακόσοι
ἢ ὀχτακόσοι· σὲ μιὰ ἐκλογὴ τοῦ Ἐκλαμπρότατου Μαυροκορδάτου καὶ συντροφιᾶς του εἰς
τὴν Μεσσηνίαν καὶ Σπάρτη οἱ σκοτωμοὶ πέρασαν αὐτὸν τὸν ἀριθμόν. Καὶ οἱ κάτοικοι
καταφανίστηκαν κι᾿ ἀπὸ κατάστασιν κι᾿ ἀπὸ ζωντανὰ κι᾿ ἀπὸ δενδροφυτεῖες. Ἄσε τοῦ
Κωλέτη – οὔτε γράφονται, οὔτε θέλουν γραφτοῦνε οἱ προκοπές του. Ὅμως αὐτὸς
δικαιολογέται, ὅτι ἡ ἐδική σου ἡ συντροφιά, κύριε Μαυροκορδᾶτε, ἄνοιξε αὐτείνη
τὴν στράτα. Καὶ πόσοι χάθηκαν καὶ χάνονται ὡς τὴν σήμερον καὶ πόσοι θὰ χαθοῦμεν
ἀκόμα κ᾿ ἐμεῖς δὲν ξέρομεν. Ὅτι τὰ φῶτα κι᾿ ὁ πατριωτισμὸς φαίνεται ὡς τὴν
σήμερον ὁλουνῶν.
Δείξατε τί
πατριωτισμὸν καὶ τί ἐθνικὰ φρονήματα εἴχετε κ᾿ ἐσεῖς καὶ οἱ συντρόφοι σας, οἱ
ρήτορές σας οἱ φιλελεύτεροι, οἱ φόρτζα Σεπτεβριανοὶ καὶ Συνταματικοί, ὁποῦ ἄφριζαν
εἰς τὸ βῆμα κ᾿ ἐνθουσιάζαν γενικῶς τοὺς Ἕλληνες – μὲ λόγια παχιὰ καὶ μ᾿ ἀσκιὰ μ᾿
ἀγέρα. Τώρα αὐτεῖνοι οἱ ρήτορες, οἱ φιλελεύτεροι, εἶναι ὅλοι σήμερον βουλευταὶ
μ᾿ ἔλεος τῆς Αὐλῆς καὶ τῶν ὑπουργῶν. Τί κάνουν σήμερα αὐτεῖνοι; Ὅ,τι κάμετε κ᾿ ἐσεῖς
οἱ ἀρχηγοί τους. Ἤσασταν πρῶτα φιλελεύτεροι; Εἰς τὸ ὑπουργεῖον τοῦτο, ὁποῦ ῾ναι
ὁ Χρηστίδης ὑπουργός, ὁποῦ ῾ναι ὁ Γιωργαντᾶς ὁ γνωστός, ὁποῦ ῾ναι τέλος πάντων
τὸ χτεσινὸ παιδὶ ὁ Ντεληγιάννης, προσκυνήσετε, ἀρνηθήκετε ὅλα ὅσα κάμετε· ὅσα εἴπετέ
σας βάλαν καὶ τὰ γλύψετε σὰ νὰ μὴν τὰ εἴπετε, καὶ τότε κάμαν ἔλεος καὶ σᾶς
βγάλαν βουλευτάς· καὶ λάβετε τὴν διαταγὴ κι᾿ ὁδηγίες τοῦ Ντεληγιάννη καὶ πᾶτε
πρέσβες οἱ Ἐκλαμπρότητές σας. Καὶ οἱ ρήτορές σας ρητορεύουν εἰς τὸ βῆμα κι᾿ ὅ,τι
νομοσκέδια δίνουν οἱ ὑπουργοί, «σοί, Κύριε». Τέτοιοι εἶστε ἐσεῖς, τέτοιοι εἶναι
κ᾿ οἱ ὀπαδοί σας. Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε εἰς τὴν πατρίδα ἀρχὴ
καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς κάτι ἤσασταν· κ᾿ εἶστε ὅ,τι εἶστε.
Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸν Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν
τὸν τίτλο τοῦ «Γκρανσινιόρη». Ὅσο ἔλεπαν τὸ τζαμὶ εἰς τὴν Βγιέννα σκιάζονταν κ᾿
ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγη καὶ παραμέσα καὶ φκειάση κι᾿ ἄλλα τζαμιά. Κι᾿ ἀπὸ αὐτὸν τὸν
φόβον κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρον. Κι᾿ ὅταν βήκαν μιὰ χούφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς
ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίση τζαμιά, ὅτι θὰ
πέσουν κι᾿ αὐτὰ ὁποῦ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ δι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες
μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ
μᾶς πειράξη μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς ὁποῦ δὲν ἀφήσετε κανένα κουσούρι καὶ μᾶς
καταντήσετε τέτοιους ὁποῦ εἴμαστε.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης
Σάββατο 24 Ιουνίου 2023
Τῆς νύχτας οἱ ἀρματωλοὶ καὶ τῆς αὐγῆς
οἱ κλέφταις
Τὸ ἑπόμενον ἄσμα συνέδεσεν ὁ Κολοκοτρώνης πρὸς ἀνδραγάθημά του, κατὰ τὴν ἐποχὴν
ποὺ ἦτο κλέφτης ‘ς τὰ βουνά. Τὸ γεγονὸς διηγεῖτο ὁ ἴδιος, καὶ τὴν διήγησιν αὐτοῦ
κατέγραψεν ὁ Τερτσέτης, ἀκούσας παρὰ γραίας ἐκ τῆς οἰκογενείας τῶν
Κολοκοτρωναίων.
Ἔχει ὡς ἑξῆς:
Ἦταν Λαμπρὴ ἀνήμερα, ἦταν ὀγδοήντα σύντροφοι, καὶ ἦτον εἰς τὸ μεγαλύτερο
βουνὸ τῆς Πελοποννήσου. Ἀπὸ ἡμέραις τοὺς εἶχαν εἴδηση δωσμένη, ὅτι θὰ πᾶνε ἁλυσοδεμένους
ἑκατὸν πενήντα ἀνθρώπους. Ἐδιαμοίρασα, ἔλεγεν ὁ Κολοκοτρώνης, τοὺς μισοὺς
συντρόφους εἰς τὸ ἄλλο βουνό, ἔβαλα τὰ καραούλια μὲ μεγάλη πρόβλεψη, διὰ νὰ
κάμωμε τὴ Λαμπρή μας ἀσφαλισμένοι. Ἐδιαμοιρασθήκαμε λοιπὸν καὶ τοὺς εἶπα: Ἒ, ἀδελφοὶ
χριστιανοί, νὰ εἴμασθε συγκεντρωμένοι, ὄχι, ὄχι ποὺ μᾶς ὀνομάζουν οἱ ἄρχοντες
καὶ τὸ γουναρικὸ κλέφταις, νὰ ἐλευθερώσουμε τοὺς ζωντανούς. Ἂν θέλετε νὰ μ' ἀκούσετε,
νὰ κρεμάσωμε τὰ χαμαλιά μας εἰς τὰ ἔλατα. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐκκλησία μας, ἡ Λαμπρή
μας, καὶ νὰ ἀσπασθοῦμεν καὶ νὰ ἐλευθερώσουμε τοὺς ἀδελφούς μας, ποὺ πᾶνε νὰ τοὺς
φυλακίσουν διὰ παντὸς εἰς τὰ δεσμά. Ἀπάνω ποὺ καθήσαμε νὰ φᾶμε, εἶπα πάλε: Ἂν εἴμαστε
ἀδελφοί, νὰ χύσωμε τὸ αἷμα μας διὰ τοὺς ἀδελφούς μας. Πρῶτα τους ὠρμήνευσα
μιλητά, ἔπειτα τὸ ἔκαμα καὶ τραγούδι καὶ τοὺς τὸ ἐτραγούδησα.
Ἀπάνω ποὺ ἐκόψανε τ’ ἀρνιὰ τὰ ψημένα, ὁ Θεὸς τοὺς ἐπῆγε τοὺς Τούρκους καὶ
τοὺς ἐκτύπησαν, ἐλαβώθηκε ἕνας πρῶτος ἀπὸ τὰ παλληκάρια, ἐσκοτώθη ἕνας πρῶτος ἐξάδελφος
τοῦ Κολοκοτρώνη καὶ πῆραν τὸ κεφάλι του. Ἔκαμαν πόλεμο. Ἤσαν δύο χιλιάδες
στρατιῶται. Ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἐσκοτώθησαν ὀγδοήντα ἑπτά. Μᾶς βοήθησε, ἔλεγεν ὁ
Κολοκοτρώνης, ἡ Παναγία ἡ Θεοτόκος καὶ ἡ καθαριότητά μας, ὅπου ἐπήγαμε νὰ ἐλευθερώσωμε
τοὺς ἀδελφούς μας".
Τῆς νύχτας οἱ ἀρματωλοὶ καὶ τῆς αὐγῆς οἱ κλέφταις
ὁλονυχτὶς κουρσεύανε καὶ ταῖς αὐγαῖς κοιμῶνται.
Κοιμῶνται 'ς τὰ δασὰ κλαριὰ καὶ 'ς τοὺς παχιοὺς τοὺς ἤσκιους.
Εἶχαν ἀρνιὰ καὶ ψήνανε, κριάρια σουβλισμένα,
μὰ εἶχαν κ' ἕνα γλυκὸ κρασί, ποὺ πίν' τὰ παλληκάρια.
Κ’ ἕνας τὸν ἄλλον ἔλεγαν, κ' ἕνας τὸν ἄλλον λέει.
"Καλὰ τρῶμε καὶ πίνουμε καὶ λιανοτραγουδᾶμε,
δὲν κάνουμε κ’ ἕνα καλό, καλὸ γιὰ τὴν ψυχήν μας;
-ὁ κόσμος φκειάνουν ἐκκλησιαῖς, φκειάνουν καὶ μοναστήρια,
- νὰ πᾶμε νὰ φυλάξουμε 'ς τῆς Τρίχας τὸ γεφύρι,
ποῦ θὰ περάση ὁ βόϊβοντας μὲ τοὺς ἁλυσωμένους
-νὰ κόψουμε τοὺς ἅλυσους νὰ βγοῦν οἱ σκλαβωμένοι,
νὰ βγῆ τῆς χήρας τὸ παιδί, π' ἄλλο παιδὶ δὲν ἔχει,
π' αὐτὴ τὸ 'χει μονάκριβο 'ς τὸν κόσμο ξακουσμένο".
Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023
Βιαία πνοὴ
Στὸ Εὐαγγέλιο ἡ ὁδὸς τοῦ Κυρίου προπαρασκευάζεται συχνὰ μὲ «σκληροὺς
λόγους». Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἀποκαλοῦσε τὰ τέκνα τῶν Ἑβραίων
«γεννήματα ἐχιδνῶν». Ἡ φράση αὐτὴ ἑρμηνευόταν ἀπὸ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο ὡς ἑξῆς:
Μὲ τὸν βαρὺ αὐτὸ χαρακτηρισμὸ ὁ Τίμιος Πρόδρομος παρηγοροῦσε τὸν λαὸ μέσα ἀπὸ τὴ
συντριβὴ ποὺ τοῦ προξενοῦσε. Ἡ συντριβὴ ταπεινώνει τὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου, καὶ
ἡ ταπείνωση τὴν διευρύνει, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ δεχθεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο, τὴ χάρη
τοῦ Παρακλήτου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ μόνη ἀληθινὴ παρηγοριά.
Ὅλοι οἱ σκληροὶ λόγοι, τότε, μποροῦν νὰ ἐννοηθοῦν μέσω τῶν λόγων τοῦ ἀποστόλου
Παύλου: «Τὶς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με, εἰ μὴ ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;» Μὲ τὸν ἴδιο
τρόπο, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Ἀπόστολος φέρνει τὰ πνευματικά του
τέκνα σὲ συντριβή, προκαλώντας μέσα τους τὴ συναίσθηση ὅτι ἡ ζωή τους δὲν εἶναι,
ὅπως θὰ ὄφειλε. Τοὺς ὁδηγεῖ στὴν ταπείνωση, καί, μὲ τὴ βοήθειά της, στὴ χάρη.
Γιατὶ ὁ Θεὸς «ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Στὴ
συνέχεια, ὅπως λέγεται στὴν πρώτη εὐχὴ τῆς χειροτονίας πρεσβυτέρου, ἀκολουθεῖ «ἡ
θεία χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα».
Στὴ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ἕνας σκληρὸς λόγος ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴ «βιαία πνοή». Ἐκδιηγεῖται
τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ προξενεῖ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου βαθειὰ μεταμέλεια. Ἡ
συντριβὴ αὐτὴ εἶναι ὁ πρόδρομος τῆς δωρεᾶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ «σκληροὶ λόγοι» τῶν ἁγίων Γραφῶν προκαλοῦν στὴν καρδιὰ προφητικὸ
«συσσεισμό». Ὅπως κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔπνευσε πρῶτα ἡ βίαιη πνοὴ καὶ
ὕστερα ξεχύθηκε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα», ἔτσι καὶ τώρα ὁ πνευματικὸς
συσσεισμὸς κάνει νὰ ἀναφανεῖ ἡ καινὴ καρδιά, ὄχι ἡ λίθινη, ἀλλὰ ἡ εὐαίσθητη ποὺ
εἶναι ἱκανὴ νὰ προσλάβει τὸ χάρισμα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ καρδιὰ αὐτὴ εἶναι τόσο
πολύτιμη ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὥστε κάθε κραυγὴ ἢ ἐπίκλησή της συγκεντρώνει ὅλη τὴν
προσοχή Του καὶ ἑλκύει τὴ χάρη Του.
Ἱερομόναχος Ζαχαρίας Ζάχαρου
Πέμπτη 22 Ιουνίου 2023
Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023
Τρίτη 20 Ιουνίου 2023
Στὸ
Μέγα-Γιαλό
Πῶς ἐκλείσθη μοναχός του, ὁ ἔρμος, ὁ καλόγερος
τοῦ Ἁϊ-Δημητριοῦ, μὲ τέτοιον καιρόν, ὁλομόναχος, εἰς τὸ μοναστηράκι;
Κάτω ἐβρυχᾶτο ἄγριος ὁ βορρᾶς, ὀργώνων τὰ
κύματα, θολὰ καὶ ἀνταριασμένα, πλήττοντα μανιωδῶς τοὺς βράχους. Ἡ λευκὴ ἀδελφή
του, παρθένα ἀπάτητη ἐπάνω εἰς τὰ βουνά, ἅπλωνε τὰ ἀτελείωτα σινδόνια της. Ἐκεῖνος
τὰ ἔσφιγγε μὲ τὸ φύσημά του, καὶ ὁ ἥλιος δὲν τὰ ἐστέγνωνε μὲ τὰς ἀκτῖνάς του. Ἐπάνω
εἰς τὴν ράχιν, σύρριζα εἰς τὸν κρημνόν, ἦτο κτισμένον τὸ παλαιόν, μισοφαγωμένον
ἀπὸ τὸν βορρᾶν, μαυρισμένον ἀπὸ τὰς καταιγίδας, μοναστηράκι. Μισῆς ὥρας δρόμος
μὲ πολὺν κόπον καὶ ἆσθμα, ἤρκει διὰ νὰ ἀναβῇ κανεὶς ἀπὸ τὴν ἄμμον κάτω τοῦ αἰγιαλοῦ
εἰς τὴν μικρὰν κορυφὴν ἐπάνω.
Κάτω ἡπλώνετο ὁ Μέγας Γιαλός, μὲ τὴν μακρὰν ἀτελείωτον
πλατεῖαν λωρίδα τῆς ἄμμου καὶ τῶν χαλίκων του, μὲ τὴν βαθεῖαν γαλανὴν καὶ
πρασινίζουσαν θάλασσάν του. Ἐδῶθεν κ᾿ ἐκεῖθεν δύο μικροὶ κάβοι μὲ κρημνώδεις καὶ
ἀποτόμους προεξοχὰς τῶν βράχων ὡροθετοῦσαν τὸν Μέγαν Γιαλόν, χωρὶς νὰ τὸν
φράττωσι, χωρὶς νὰ σχηματίζωσι μικρὰν καμπύλην, χωρὶς ν᾿ ἀποτελῶσιν ὅρμον ἢ
μικρὰν ἀγκάλην. Ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο ὅλος ἀνοικτὸς εἰς τὸν κὺρ Βορηᾶν, τὸν αὐθέντην
του. Ὅσον καὶ ἂν παρακαλέσῃ τις μὲ τραγούδια τὸν κὺρ Βορηᾶν νὰ μετριάσῃ τὸ ἄγριον
φύσημά του, ὁ σκληρὸς δὲν εἶναι φιλόμουσος, καὶ δὲν συγκινεῖται ἀπὸ τραγούδια.
Καὶ ὅσον καὶ ἂν ἐπεθύμει τις νὰ ὀνομάσῃ τὸν Μέγα Γιαλὸν ὅρμον, ὁ Μέγας Γιαλὸς ἦτο
ἀναπεπταμένη θάλασσα, ἦτο ἀδελφὸς τοῦ πελάγους, καὶ ἦτο ἁπλοῦς σταθμὸς τοῦ
σκληροῦ Βορηᾶ, τοῦ αὐθέντου του.
Ἔκλινεν ὀλίγον τι πρὸς τὸν Καικίαν, τὸν Γραῖον
ἄνεμον, ὡς νὰ ἐπροκάλει δι᾿ ἀκκισμάτων τὰς θωπείας τοῦ καθ᾿ αὑτὸ Βορρᾶ, τοῦ αὐθέντου
του. Ὑπῆρχε βωβὴ καὶ φοβερὰ συμμαχία μεταξὺ τοῦ αἰγιαλοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου. Ὅσα
πλοῖα δὲν ἤρκει μόνη ἡ πνοή του ν᾿ ἀνατρέψῃ εἰς τὸ πέλαγος, τὰ παρέπεμπε πρὸς τὸν
ὑποτελῆ του. Ἐκεῖ ἐθραύοντο ἀσφαλῶς ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Μία ὕφαλος βαθεῖα,
κρυμμένη κάπου ἀντικρὺ εἰς τὸ πέλαγος, ἡ ὁποία μὲ τὸ ἀνάστημά της δὲν ἔφθανε τὰς
τρόπιδας τῶν μικρῶν πλοίων, ἐτέντωνε τὸν λαιμόν, ὕψωνε τὴν κεφαλήν, κ᾿ ἔβλεπε
μακρόθεν μὲ πικρὰν ζήλειαν τὰς καταστροφάς, τὰς ὁποίας ἐπροξενοῦσαν συχνὰ οἱ
δύο ἀκρινοὶ ὄρθιοι καὶ ὀδοντωτοὶ βράχοι τοῦ κάβου, εἰς τοὺς ἐλεεινοὺς φελλοὺς
τοὺς ὁποίους ἡ ριψοκίνδυνος φιλοπαιγμοσύνη τῶν ἀνθρώπων ἐτόλμα ν᾿ ἀπολύῃ εἰς τὸ
πέλαγος. Φιλοπαιγμοσύνη ἀνοήτων παιδίων πρὸς πολύπειρον καὶ πονηρὸν γέροντα.
Ἔρημα γιαλόξυλα, λεῖα, ἀσπρουδερὰ καὶ σαπρά,
λείψανα παλαιῶν ἀγνώστων ναυαγίων, πλανώμενα ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ εἰς τὸν ἀφρὸν ἢ
κείμενα κάπου εἰς τὸν πάτον, τὰ ἔρριπτε τὸ πέλαγος, ἐπάνω εἰς τὴν ἄμμον· ἔκειντο
διεσπαρμένα ἐκεῖ, διηγούμενα ἀφώνους ἱστορίας συμφορῶν καὶ πνιγμῶν καὶ ὀλέθρου.
Τὴν ἡμέραν εὕρισκον οἱ βοσκοὶ πρόχειρα καυσόξυλα σωρευμένα εἰς τὴν ἄμμον καὶ τὴν
νύκτα ἀγρίευεν ὁ βορρᾶς καὶ τὰ κύματα, ραγδαῖα, ἀλλεπάλληλα, ἀκούραστα,
κατεκάλυπτον ὅλην τὴν ἄμμον, καὶ ἔτρωγαν ― ἔτρωγαν τὸν κρημνὸν καθ᾿ ὅλον τὸ μῆκος
τοῦ αἰγιαλοῦ, καὶ ἡ γῆ ἐσμικρύνετο καὶ ἡ θάλασσα ἐμεγάλωνε. Καὶ ὅσον ἐπερνοῦσαν
οἱ χρόνοι, καὶ ἐπανήρχοντο οἱ χειμῶνες, τόσον ὁ μέγας κρημνὸς ἐγίνετο
κατωφερέστερος, καὶ τὸ κῦμα ὑπέσκαπτε τοὺς πόδας του, παντοῦ ὅπου δὲν ἔφτανε νὰ
φάγῃ τὸ μέτωπον καὶ τὰς ὀφρῦς του.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Δευτέρα 19 Ιουνίου 2023
Τὸ μέλλον μου στὰ
χέρια Σου
Ἔχεις ἀκόμη ἀνησυχίες. Πές μου, ἀπὸ ποῦ θὰ μποροῦσαν νὰ προέρχονται; «Ὅλα
τὰ ἐξωτερικὰ πᾶνε καλά» ὅλα τὰ ἐσωτερικὰ τὰ ἔχεις ἐπανεξετάσει καὶ
τακτοποιήσει- τὴν ἀπόφασή σου τὴν ἔχεις πάρει. Ἀπὸ ποῦ, λοιπόν, προέρχονται αὐτὲς
οἱ ἀνησυχίες; Ὅλες εἶναι ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ὅλες. Ἀπὸ πουθενὰ ἀλλοῦ.
Τί ἄλλο θὰ μποροῦσε νὰ συμβαίνει; Μήπως σκέφτεσαι νὰ φτιάξεις τὴ ζωή σου
μόνη σου, μὲ τὶς δικές σου ἱκανότητες καὶ προσπάθειες; Ἂν πραγματικὰ αὐτὸ σκέφτεσαι,
σὲ συμβουλεύω νὰ ἀλλάξεις ἀμέσως γνώμη, ἀλλιῶς δὲν θὰ ἀπαλλαγεῖς ἀπό τη σύγχυση
καὶ τὴν ταραχή. Ἐξέτασε πάλι τὸν ἑαυτό σου ἤ θυμήσου ὅ,τι σοῦ ἔχω ὑποδείξει καὶ
ὅ,τι ἔχει συμβεῖ μέσα σου σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἀλληλογραφίας μας. Θυμήσου, ἐπίσης,
ποιὰ ἦταν ἡ ἔκβαση τῶν προβληματισμῶν σου γιὰ τὴ ζωή. Τέλος, δῶσε στὴν αὐτοεξέτασή
σου τέτοια κατεύθυνση, ὥστε νὰ καταλήξει σὲ μιὰ σταθερὴ ἀπόφαση ἀμετάκλητης ἐναποθέσεως
τοῦ μέλλοντός σου στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Ἀφοῦ, λοιπόν, πάρεις αὐτὴ τὴν ἀπόφαση, προσευχήσου στὸν Κύριο ὁλόθερμα.
«Τὸ μέλλον μου», πές Του, «τὸ ἀφήνω μὲ ἐμπιστοσύνη στὰ χέρια Σου. Ὅπως ξέρεις
καὶ ὅπως θέλεις, Κύριε, κατεύθυνε τὴ ζωή μου, μ’ ὅλα τὰ ἀπρόοπτα καὶ μ’ ὅλες τὶς
δυσκολίες της. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς δὲν θὰ μεριμνῶ καὶ δὲν θ’ ἀνησυχῶ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό
μου. Μία φροντίδα μόνο θὰ ἔχω, νὰ κάνω πάντα ὅ,τι εἶναι εὐάρεστο σ’ Ἐσένα». Ἔτσι
νὰ Τοῦ μιλήσεις, ἀλλὰ καὶ ἔμπρακτα νὰ Τοῦ ἀποδείξεις ὅτι ἔχεις ὁλοκληρωτικὰ ἀφεθεῖ
στὰ χέρια Του, ὅτι δὲν ἀνησυχεῖς γιὰ τίποτα, ὅτι ἀποδέχεσαι ἤρεμα καὶ ἀγόγγυστα
ὁποιαδήποτε κατάσταση, εὐχάριστη ἤ δυσάρεστη, μὲ τὴν πεποίθηση ὅτι ἔχει
παραχωρηθεῖ ἀπό τὴ θεία πρόνοια. Μοναδική σου μέριμνα ἂς εἶναι ἡ ἀκριβὴς τήρηση
τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ σὲ κάθε περίσταση.
Ὕστερα ἀπὸ μία τέτοια ἐσωτερικὴ τοποθέτηση, ὅλες οἱ ἀνησυχίες σου θὰ ἐξανεμιστοῦν.
Ἀνησυχεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου τώρα, καθὼς θέλεις ὅλες οἱ περιστάσεις νὰ
συντείνουν στὴν ἐκπλήρωση τοῦ δικοῦ σου σκοποῦ. Καὶ ἐπειδή, φυσικά, ὅλα δὲν
γίνονται σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά σου, ταράζεσαι καὶ στενοχωριέσαι – «Αὐτὸ δὲν ἔγινε
ἔτσι, ἐκεῖνο δὲν ἔγινε ἀλλιῶς». Ἄν, ὅμως, ἀναθέσεις τὰ πάντα στὸν Κύριο μὲ ἐμπιστοσύνη
καὶ δεχθεῖς πὼς ὅ,τι συμβαίνει προέρχεται ἀπ’ Αὐτὸν γιὰ τὸ καλό σου, τότε δὲν θ’
ἀνησυχεῖς πιὰ καθόλου. Θὰ κοιτᾶς μόνο γύρω σου, γιὰ νὰ δεῖς τί σοῦ στέλνει ὁ
Θεός, καὶ θὰ ἐνεργεῖς σύμφωνα μ’ αὐτὸ ποὺ στέλνει. Κάθε κατάσταση μπορεῖ νὰ ὑπαχθεῖ
σὲ κάποια θεία ἐντολή. Νὰ ἐνεργεῖς, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴ σχετικὴ ἐντολή, ἐπιδιώκοντας
τὴν εὐαρέστηση τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τὴν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν σου ἐπιθυμιῶν.
Προσπάθησε νὰ καταλάβεις τί λέω καὶ ἀποφάσισε νὰ τὸ ἐφαρμόσεις. Δὲν θὰ τὸ
κατορθώσεις, βέβαια, ἀπό τη μία στιγμὴ στὴν ἄλλη. Χρειάζεται ἀγώνας γι’ αὐτό, ἀλλὰ
καὶ προσευχή.
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη,
ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ
σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη
καὶ ὑπομονή. Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν
ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θὰ ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού,
ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θὰ ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ
πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ
δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μία πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴ βγάζει ὥσπου νὰ
βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ’ ἔχει βάλει μέσα σ’ ἕνα
φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε.
Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτε ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται. Μόλις
εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι
σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα
τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος
μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.
Εἶναι ἀδύνατο νὰ ζήσεις χωρὶς συναισθήματα καὶ συγκινήσεις, ἀλλὰ δὲν εἶναι
σωστὸ νὰ ὑποκύπτεις σ’ αὐτά. Πρέπει νὰ τὰ συγκρατεῖς μὲ τὴ λογικὴ καὶ νὰ τοὺς
δίνεις τὴ σωστὴ κατεύθυνση. Εἶσαι εὐαίσθητη καὶ εὐσυγκίνητη. Ἡ καρδιά σου
ξεχειλίζει καὶ χύνεται μέσα στὸ κεφάλι σου. Προσπάθησε νὰ ἀποκτήσεις αὐτοκυριαρχία.
Σοῦ ἔχω γράψει ἤδη τί νὰ κάνεις: Νὰ σκέφτεσαι προκαταβολικὰ ποῦ βρίσκεται τὸ πιθανὸ
ἐρέθισμα γιὰ κάθε συναίσθημα. Καί, ὅταν τὸ ἐντοπίζεις, νὰ εἶσαι σὲ ἐπιφυλακή,
γιὰ νὰ ἀντιλαμβάνεσαι ὁποιαδήποτε συναισθηματικὴ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς, ἤ νὰ κρατᾶς
τὴν καρδιά σου κάτω ἀπὸ τὸν σταθερὸ ἔλεγχο τοῦ νοῦ. Χρειάζεται ν’ ἀσκηθεῖς σ’ αὐτό.
Μὲ τὴν ἐξάσκηση εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσεις πλήρη αὐτοκυριαρχία.
Ὅλα πάντως προέρχονται ἀπὸ τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἂς στρεφόμαστε σ’ Ἐκεῖνον μὲ
τὴν προσευχή. Καὶ ὅμως, γράφεις ὅτι δὲν προσεύχεσαι. Τί εἶναι τοῦτο πάλι; Μήπως
ἔγινες ἄθεη; Τί πάει νὰ πεῖ δὲν προσεύχεσαι; Μπορεῖ νὰ μὴ λὲς τὶς τυπικὲς
προσευχές, ἀλλὰ ν’ ἀπευθύνεσαι στὸν Θεὸ μὲ δικά σου λόγια καὶ νὰ Τοῦ ζητᾶς
βοήθεια. Κοίτα, Κύριε, τί συμβαίνει μ’ ἐμένα. Ἐτοῦτο κι ἐκεῖνο… Δὲν μπορῶ νὰ τὰ
βγάλω πέρα μόνη μου. Βοήθησέ με, πολυεύσπλαχνε!. Νὰ Τοῦ μιλᾶς γιὰ κάθε σου ἀνάγκη,
ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ μικρή, καὶ νὰ Τὸν παρακαλᾶς γιὰ διαρκῆ ἐνίσχυση. Αὐτὴ ἡ
προσευχὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια.
Γιατί ἀκοῦς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀποτρέπει ἀπὸ τὴν προσευχή; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι
κι αὐτὸ εἶναι δουλειὰ τοῦ ἐχθροῦ; Ναί, ἀναμφίβολα εἶναι. Ψιθυρίζει στὸ αὐτί
σου: «Μὴν προσεύχεσαι!» Καὶ μερικὲς φορές, ἀφοῦ κυριαρχήσει σ’ ὁλόκληρο τὸ σῶμα
σου, σὲ ρίχνει στὸ κρεβάτι καὶ σὲ ἀποκοιμίζει. Δικά του τεχνάσματα εἶναι ὅλα τοῦτα.
Μὰ ἐνῶ ὁ πονηρὸς κάνει τὴ δουλειά του, πασχίζοντας νὰ σὲ ἀποσπάσει ἀπὸ τὸ καλό
σου ἔργο, πρέπει κι ἐσὺ νὰ κάνεις τὴ δική σου δουλειά, ἐπιμένοντας σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο
ὥς τὸ τέλος.
Ὁπλίσου, ὅπως τόσες φορὲς σοῦ ἔχω πεῖ, μὲ θάρρος καὶ μὴν ἀκοῦς τὸν ἐχθρό.
Καμιὰ προσοχὴ μὴ δίνεις στοὺς ψιθυρισμούς του. Καὶ ἐπιπλέον, θύμωσε! Θυμώνοντας
ἐναντίον του, εἶναι σὰν νὰ τὸν χτυπᾶς κατάστηθα. Ἀμέσως γίνεται καπνός.
Σοῦ εὔχομαι μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ βρεῖς τελικὰ τὴν εἰρήνη.
Ὁ Θεὸς βοηθός!
Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος
Κυριακή 18 Ιουνίου 2023
Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023
Πέμπτη 15 Ιουνίου 2023
Μπορεῖ νὰ ἰσχύει αὐτὸ τὸ παράδοξο;
Ἂν γυρίσεις τὸν κόσμο, θὰ δεῖς πὼς δὲν θὰ βρεῖς παρὰ σπάνια εὐτυχισμένους
ἀνθρώπους καὶ ἐκείνους μὲ λιγόχρονη καὶ ἄστατη εὐτυχία, πικραμένους ὅμως θὰ βρεῖς
πολλοὺς σὲ κάθε σου πάτημα. Ἀδέρφια σου στὴν χαρὰ δὲ θὰ βρεῖς πολλά, μὰ ἀδέρφια
στὴν πίκρα θὰ βρεῖς πάρα πολλά. Αὐτὸ φανερώνει πὼς τοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ἕνας
τόπος ποὺ ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ δοκιμαστεῖ, ὅπως τὸ χρυσάφι στὴν φωτιά. Ἀφήνω
πὼς εὐτυχία δὲν εἶναι ἡ καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ, κι αὐτὸ φαίνεται τρανότατα ἀπὸ
τὸ ὅτι οἱ καλοπερασμένοι καὶ οἱ πλούσιοι δὲν εἶναι εὐτυχισμένοι, ἀλλὰ κάνουνε τὸν
εὐτυχισμένο καὶ στὸ τέλος βαριοῦνται τὴν ζωή τους. Ἡ εὐτυχία τους εἶναι μᾶλλον
ρηχὴ καὶ ψεύτικη, κι ὁλοένα ζητᾶνε νὰ βροῦνε τὴν ἀληθινὴ εὐτυχία, κ ἐπιχειροῦνε κάθε τόσο ν’ ἀλλάξουνε τὴν ζωή
τους. Μπορεῖ ἡ ψυχὴ νὰ εἶναι εὐτυχισμένη καὶ μέσα σὲ ἕνα κορμὶ δυστυχισμένο;
Μπορεῖ νὰ ἰσχύει αὐτὸ τὸ παράδοξο;
Μία ἀπὸ τοῦτες τὶς ἡμέρες βρέθηκα σ’ ἕνα βουνὸ πυκνοδασωμένο καὶ
μοσχοβολημένο καὶ σὰν νὰ ξαναγεννήθηκα. Περπατοῦσα σ’ ἕνα ἔρημο μονοπάτι, κι ἀνάσαινα
τὸ δροσερὸ ἀεράκι ποὺ κατέβαινε ἀπὸ τὶς ραχοῦλες, μακριὰ ἀπὸ τὴν πνικτικὴ βρόμα
τῆς ἀλεποφωλιᾶς ποὺ τὴν λένε πολιτεία, καὶ ποὺ βγάζει μέσα της κάθε λογῆς
κακία, πονηριὰ καὶ ἀσχήμια, μ’ ὅλα τὰ ψεύτικα στολίδια ποὺ στολίσανε τὴν πόρνη
οἱ ἐραστές της.
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, βλέπω νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ δάσος μία μικροκαμωμένη
γυναίκα, μ’ ἕνα σακὶ στὸν ὦμο. Ἤτανε ξυπόλυτη, μ’ ἕνα τσεμπέρι καὶ κρατοῦσε στὸ
χέρι της ραβδί. Σὰν ἦρθε κοντά μου μὲ χαιρέτησε μ’ ἕναν ἔμορφον χαιρετισμό. Τὸ
πρόσωπό της ἤτανε πολὺ ἐκφραστικὸ καὶ συμπαθητικό, ἀλλιώτικο ἀπὸ τὰ πρόσωπα ποὺ
βλέπουμε στὴν πολιτεία, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀφηρημάδα, ἀδιαφορία, ἀνέκφραστες
μάσκες. Μὲ κοίταζε μὲ προσοχὴ σὰν μιλοῦσε καὶ μὲ περισσότερη προσοχὴ μ’ ἄκουγε ὅταν
τῆς ἀπαντοῦσα. Ἡ ὄψη της ἤτανε βασανισμένη, μὰ γεμάτη ἀξιοπρέπεια, ἁπλότητα καὶ
σεμνότητα. Τὸ μικρὸ πρόσωπό της ἤτανε ψημένο ἀπὸ τὸν ἀγέρα καὶ τὸν ἥλιο. Τὰ
μάτια της ἤτανε τόσο ἐκφραστικὰ καὶ ἡ ὁμιλία της τόσο σπουδαία, ἀπονήρευτη καὶ
συμπαθητική, ποὺ τραβοῦσε τὸν ἄνθρωπο σὰν μαγνήτης. Τὸ σῶμα της ἤτανε
κοκκαλιάρικο καὶ πολὺ σβέλτο, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἤτανε κακοντυμένη καὶ ξυπόλυτη, εἶχε
ἐπάνω της κάποιο ἀνεξήγητο μεγαλεῖο, τόσο ποὺ ν’ ἀπορεῖ κανεὶς καὶ νὰ
συλλογίζεται γιατί δὲν βρίσκονται πιὰ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάμεσά μας.
Μοῦ μίλησε γιὰ τὰ πρόβατα ποὺ τὰ φύλαγε ὁ γιός της καὶ ἐκείνη ἡ ἴδια, μοῦ
μίλησε γιὰ τὰ βάσανα ποὺ τραβᾶνε μὲ τοὺς βαριοὺς χειμῶνες καὶ γιὰ κάποιους «ἐπίσημους
ἀνθρώπους» ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα μὲ συνοδεία καὶ ποὺ τοὺς φοβερίζουνε πὼς
θὰ πάρουνε τὶς βοσκὲς καὶ ποὺ λένε πὼς δὲν χρειάζονται τὰ πρόβατα καὶ πὼς θὰ τὰ
διώξουνε, ἐπειδὴ στὰ βουνὰ κάνουνε περίπατο οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὰ
ξένα μέρη, καὶ ποὺ δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε πρόβατα ποὺ κοπρίζουνε, μηδὲ γιδερά,
ἀλλὰ μοναχὰ δένδρα. «Ἔλα Χριστὲ καὶ Παναγία» μοῦ λέγει. Ἡ κοπριὰ ποὺ κάνουνε τὰ
πρόβατα, μοσχοβολᾶ. Ἡ δική μας κοπριὰ βρωμᾶ, ἡ ἀνθρώπινη. Ἐμένα ὁ παππούς μου
κι ὁ προπάππους μου, ὁ πατέρας μου κι ὁ ἄνδρας μου κι ὅλοι οἱ συγγενεῖς μου, αὐτὴ
τὴν δουλειὰ κάνανε, μὲ τὰ ζωντανὰ ζούσανε. Ἄ! τὸ γάλα καὶ τὸ μαλλὶ τὸ θέλουνε οἱ
ἄνθρωποι ποὺ ἔρχονται ἀπὸ τὴν Ἀθήνα! Τὰ κακόμοιρα πρόβατα δὲν θέλουνε!
Ἀκουμπισμένη στὸ ραβδί, μὲ κοίταζε σὰν νὰ μὲ ἤξερε ἀπὸ χρόνια. Ἤτανε σὰν
τὸ ἀγριολούλουδο ποὺ κρύβεται ντροπαλὰ κάτω ἀπὸ τὴν πέτρα. Καὶ οἱ σοφοὶ καὶ ἐπίσημοι
ἀπὸ τὴν Ἀθήνα δὲν θέλουνε νὰ βλέπουνε μήτε πρόβατα μήτε τσοπάνηδες! Γιατί ἄραγε
νὰ βρίσκονται πάντα ὑπὸ διωγμὸ οἱ ἁπλοϊκοὶ καὶ καθαροὶ ἄνθρωποι; Αὐτοὺς ποὺ δὲν
πειράζουνε κανένα, γιατί τοὺς πειράζουν ὅλοι; Γιατί νὰ κινδυνεύουνε νὰ ἐξοντωθοῦνε
οἱ ἁπλοὶ καὶ ἄβλαβοι ἄνθρωποι;
Φώτης Κόντογλου