Τρίτη 31 Μαρτίου 2020



Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος
Ἂν θυμηθεῖ κανεὶς ποτὲ αὐτὸν ποὺ τὸν λύπησε ἢ τὸν πρόσβαλε ἢ τὸν ἀδίκησε ἢ τοῦ ἔκανε ἕνα ὁποιοδήποτε ἄλλο κακό, ὀφείλει νὰ τὸν θυμηθεῖ καὶ νὰ τὸν θεωρήσει ὡς γιατρὸ τῆς ψυχῆς του καὶ ἐκ βάθους ψυχῆς νὰ προσεύχεται γι’ αὐτόν.
Ἂν ὅμως κάνει σκέψεις ἐναντίον του, πρέπει νὰ γνωρίζει ὅτι κάνει κακὸ ἐναντίον τῆς ἴδιας της ψυχῆς του, ὅπως οἱ δαίμονες.
Μᾶλλον δέ, γίνεται ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του δαίμονας καὶ ἐχθρός, διότι δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν κακία, ἀλλὰ θέλει νὰ ὑποφέρει ἀπὸ ἀσθένεια ἀθεράπευτη. Διότι, ἂν δὲν ἦταν πραγματικὰ ἄρρωστος, δὲν θὰ σκεφτόταν ἄσχημα γιὰ ἐκεῖνον ποὺ τὸν λύπησε ἢ ζημίωσε καὶ ὁ ὁποῖος στάλθηκε σὲ αὐτὸν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς γιατρὸς καὶ μὲ τὴν ὕβρη ἢ τὴ ζημία ποὺ τοῦ προξένησε τὸν ὠφέλησε, διότι ἔτσι φανερώθηκε τὸ πάθος ποὺ κρυβόταν μέσα του.
Ἂν πράγματι ἐπιθυμεῖ νὰ θεραπευθεῖ, ὀφείλει νὰ τὸν θεωρεῖ ὡς εὐεργέτη καὶ νὰ δέχεται ὁ,τιδήποτε τοῦ κάνει αὐτός, ὡς φάρμακο ἰαματικὸ ποὺ τοῦ στέλνει ὁ Χριστός, καὶ νὰ εὐχαριστεῖ γιὰ ὅλα αὐτά, ἂν καὶ πρὸς τὸ παρὸν τοῦ δημιουργοῦν πικρία καὶ πόνο. Διότι ὁ ἀσθενὴς οὐδέποτε δέχεται εὐχαρίστως τὴν ἐγχείρηση ἢ τὴν καυτηρίαση ἢ τὸ νὰ πιεῖ καθαρτικὰ φάρμακα, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀηδία τὰ σκέφτεται. Ὅταν ὅμως πείσει τὸν ἑαυτό του ὅτι χωρὶς αὐτὰ εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια, ἐγκαταλείπει τὸν ἑαυτό του στὸν γιατρό, γνωρίζοντας ὅτι μὲ μικρὴ ἀηδία θὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ πολυχρόνια ἀσθένεια.
Καυτήρας τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ σοῦ προξενεῖ ζημίες καὶ ὕβρεις, ἀλλὰ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ τὴν πληγὴ τῆς πλεονεξίας καὶ τῆς ὑπερηφάνειας. Ἂν ὅμως δὲν ἀνέχεσαι νὰ ὑποφέρεις ὅλα αὐτὰ καὶ ὄχι μόνο δὲν εὐχαριστεῖς, ἀλλὰ καὶ σκέφτεσαι νὰ ἐκδικηθεῖς τὸν ἐχθρό σου, τότε μοιάζει σὰν νὰ λὲς στὸν Χριστό: «Δὲν θέλω νὰ μὲ θεραπεύσεις, δὲν δέχομαι τὰ φάρμακά σου· προτιμῶ νὰ σαπίσει τὸ σῶμα μου ἀπὸ τὰ τραύματά μου». Καὶ τότε τί θὰ κάνει γιὰ σένα ὁ ἀγαθὸς Κύριος; Γνώριζε, ἀδελφέ, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ ἀποφεύγει τὸν πειρασμό, τὸν ὁποῖο ἂν ὑπέμενε θὰ ὠφελοῦνταν ἡ ψυχή του, ἀποφεύγει καὶ χάνει τὴν αἰώνια ζωή.
Ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος, καθετὶ λυπηρὸ ποὺ θὰ ἀκούσει ἢ ποὺ θὰ πάθει ἐξαιτίας τῆς κακίας τῶν ἄλλων, τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμὴ γιὰ νὰ προσβάλει καὶ νὰ ἐξυβρίσει τὸν ἑαυτό του. Ἂν πάλι συμβεῖ νὰ ταραχθεῖ ποτὲ ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὴν ὕβρη καὶ τὴν ἀδικία ποὺ παθαίνει, εὐθὺς σπεύδει νὰ προσευχηθεῖ, καὶ μὲ τὴν προσευχὴ καταπραΰνεται ἡ ταραχὴ τῆς καρδιᾶς του. Καὶ δὲν κάνει μόνο αὐτό, ἀλλὰ καὶ ὅταν ταράζεται, μὲ αὐστηρότητα ἐπιπλήττει καὶ ἐλέγχει τὸν ἑαυτό του, λέγοντας στὴν ψυχή του: «Τί θυμώνεις, ἄθλια ψυχή; Τί ταράζεσαι ὅπως αὐτοὶ ποὺ ἀφρίζουν; Αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ταραχὴ ἀποδεικνύει ὅτι εἶσαι ἄρρωστη· διότι, ἂν δὲν ἤσουν ἄρρωστη, δὲν θὰ ὑπέφερες. Γιατί, ταλαίπωρη ψυχή, σταμάτησες νὰ κατηγορεῖς τὸν ἑαυτό σου καὶ κατηγορεῖς τὸν ἀδελφὸ διότι σοῦ φανέρωσε τὴν ἀσθένεια ποὺ ἦταν κρυμμένη μέσα σου καὶ ἄγνωστη ὡς τώρα; Μιμήσου τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει»».
Ὁ ἀββὰς Ἀρσένιος διηγήθηκε κάποτε τὸ ἑξῆς:
Ἐνῶ ἕνας γέροντας ἀσκητὴς καθόταν στὸ κελλί του, ἄκουσε μία φωνὴ ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἔλα νὰ σοῦ δείξω τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων». Σηκώθηκε καὶ βγῆκε ἔξω καὶ τὸν ὁδήγησε σὲ κάποιο τόπο καὶ ἐκεῖ τοῦ ἔδειξε ἕναν Αἰθίοπα, ὁ ὁποῖος ἔκοβε ξύλα καὶ μὲ αὐτὰ ἔκανε ἕνα μεγάλο φορτίο. Προσπάθησε κατόπιν νὰ σηκώσει τὸ φορτίο καὶ δὲν μποροῦσε· καὶ ἀντὶ νὰ ἀφαιρέσει ἀπ’ αὐτὸ ξύλα γιὰ νὰ γίνει ἐλαφρότερο, ἔκοβε καὶ πρόσθετε καὶ ἄλλα. Αὐτὸ δὲ τὸ ἔκανε γιὰ πολλὴ ὥρα.
Ἀφοῦ προχώρησε λίγο, τοῦ ἔδειξε ἄλλον ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος στεκόταν πάνω ἀπὸ ἕναν λάκκο μὲ νερό, ἔβγαζε ἀπ’ αὐτὸν τὸ νερὸ καὶ τὸ μετέφερε μέσα σὲ μία δεξαμενὴ ποὺ εἶχε τρύπα· ἀπὸ τὴν τρύπα αὐτὴ τὸ νερὸ ἐπανερχόταν στὸν ἴδιο λάκκο μέσα.
Ἔπειτα τοῦ λέει: «Ἔλα νὰ σοῦ δείξω καὶ ἄλλο ἔργο τῶν ἀνθρώπων». Καὶ βλέπει τότε ἕναν Ναὸ καὶ δύο ἄνδρες ἔφιππους, οἱ ὁποῖοι κρατοῦσαν στὸ χέρι τους ἕνα ξύλο πλαγίως, ὁ ἕνας ἀπέναντι τοῦ ἄλλου· ἤθελαν δὲ νὰ μποῦν μέσα στὸν Ναὸ ἀπὸ τὴν πύλη καὶ δὲν μποροῦσαν, διότι κρατοῦσαν τὸ ξύλο πλαγίως. Καὶ δὲν ταπείνωσε κανεὶς ἀπὸ τοὺς δύο τὸν ἑαυτό του, ὥστε νὰ πάει πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλο καὶ νὰ βάλει τὸ ξύλο σὲ εὐθεία γραμμὴ γιὰ νὰ μπορέσει ἔτσι νὰ περάσει. Ἔτσι ἔμειναν καὶ οἱ δύο ἔξω τῆς πύλης.
«Αὐτοί», τοῦ λέει, «εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ζύγιζαν τὸ καθετὶ καὶ τὸ μετροῦσαν μὲ ἀκρίβεια καὶ ὑπερηφάνεια καὶ τὸ ἀνταπέδιδαν καὶ ποτὲ δὲν ἔσκυψαν γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ διορθώσουν τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ πορευθοῦν στὴν ταπεινὴ ὁδὸ τοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ μένουν ἔξω ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ δὲ ἄνθρωπος ποὺ ἔκοβε τὰ ξύλα εἶναι ἄνθρωπος μὲ πολλὲς ἁμαρτίες, καὶ ἀντὶ ταπεινὰ νὰ τὶς ὁμολογήσει καὶ νὰ μετανοήσει, προσθέτει ἄλλες ἀνομίες πάνω σ’ αὐτὲς τὶς ἁμαρτίες του. Ἐκεῖνος ποὺ ἀντλοῦσε τὸ νερό, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ ἔκανε μὲν καλὰ ἔργα, ἀλλὰ τοῦ ἔλειπε ἡ ταπείνωση, ἡ ὁποία ἂν ὑπῆρχε θὰ εἶχε ἀφαιρέσει ἀπὸ μέσα του κάθε ἴχνος πικρίας, γι’ αὐτὸ ἔχασε καὶ τὰ καλά του ἔργα. Πρέπει, λοιπόν, νὰ προσέχει ὁ ἄνθρωπος σὲ ὅ,τι κάνει, ὥστε νὰ μὴν κοπιάσει μάταια καὶ ἄδικα».
Δημήτριος Παναγόπουλος

Κυριακή 29 Μαρτίου 2020


Κατανάλωση τώρα! (β)
Ἡ συναυλία σὲ δίσκο, ἡ θεατρικὴ παράσταση σὲ βιντεοκασέτα, οἱ κονσερβοποιημένες τροφὲς “σὰν τὶς σπιτικές”, τὸ γάλα σὲ πλαστικὴ συσκευασία “σὰν τὸ μητρικό”, ἕτοιμα κάθε στιγμὴ γιὰ τὸν καθένα, συνθέτουν τὸν κόσμο τῆς ἐξυπηρέτησης, ἕναν κόσμο ἀπὸ ὑποκατάστατα, τὸν κόσμο τῶν παρομοιώσεων, τὸν κόσμο τοῦ “σάν” (“σὰν στὸ σπίτι σας”), τὸν κόσμο μας. Στὸ κυνήγι τῆς «μέσης» ἀπόλαυσης σκοτώνουμε τὴ χαρὰ τῆς προετοιμασίας γιὰ ἀπόλαυση, χάνουμε τὸ “ὡραῖο ταξίδι”, γιὰ νὰ φθάσουμε ὅσο γίνεται πιὸ γρήγορα στὴν “Ἰθάκη”, ποὺ καὶ γι’ αὐτὸ δὲ μᾶς ἱκανοποιεῖ, ποὺ καὶ γι’ αὐτὸ τὴ βρίσκουμε ἀπελπιστικὰ μικρή. Κι ὅμως, «εἶναι προτιμότερη ἡ εὐτυχία ποὺ περιμένεις, παρὰ ἡ εὐτυχία ποὺ ἦλθε», διαπιστώνει ἡ Φρανσουὰζ Σαγκάν.
Ὁ πολιτισμός μας διαμορφώνει ἕνα νέο εἶδος ἀνθρώπου, ποὺ στὴ ζωὴ προετοιμάζεται γιὰ ἐλαφρὸ φορτίο κι ὄχι γιὰ γερὴ πλάτη. Ἑτοιμάζεται ν’ ἀνέβει τὴ σκάλα τῆς ἐπιτυχίας μὲ τὰ χέρια στὶς τσέπες, ἀποθηκεύει καὶ ὑποθηκεύει τὴν εὐτυχία του σὲ χάπια. Μία γαλλικὴ παροιμία λέει ὅτι «χαιρόμαστε λίγο γιὰ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχουμε καὶ ὑποφέρουμε πολὺ γιὰ τὰ λίγα ποὺ μᾶς λείπουν». Ἀλλ’ ἡ ἀρρώστια αὐτὴ δὲ θεραπεύεται μὲ φάρμακα κι αὐτὸ δὲν τὸ ἔχει καταλάβει ὁ σύγχρονος κόσμος. Κάθε ἄλλο μάλιστα. Χαρακτηρίζεται, λοιπόν, “φαρμακοθηρικὴ κοινωνία” κι ὁ ὅρος αὐτὸς ἀσφαλῶς ἀντιδιαστέλλεται πρὸς τὸν ὅρο ὑγιὴς κοινωνία. Ἡ κοινωνία μας πάσχει ἀπὸ ἐπίκτητη ἠθικὴ ἀνοσοποιητικὴ ἀνεπάρκεια. Χωρὶς κίνητρα γι’ ἀγώνα καὶ δράση, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν πραγματικὴ ἠθικὴ ἱκανοποίηση, ἐθισμένη στὴν ἠθικὴ νωχέλεια, ποὺ τῆς ἐξασφαλίζει μία κατάσταση τεχνητῆς Νιρβάνας, ἀναζητᾶ τὴν εὔκολη εὐτυχία, ποὺ ὅμως ταυτίζεται μὲ τὴ μόνιμη δυστυχία. Ψάχνει γιὰ ἕνα μυθικὸ κόσμο μέσα στὴν ἐποχὴ τῆς ἀπομύθευσης, γιατί ὁ πραγματικὸς δὲν ἔχει ἀξία, ἐπειδὴ ἔχασε τὶς ἀξίες του. Ἔχασε τὴν πίστη σὲ κάποια εὐγενῆ ἰδανικά. Καὶ ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ ἔχει περισσότερη ἀνάγκη ἀπὸ τὸ ἰδανικὸ παρὰ ἀπὸ τὸ φτηνὰ πραγματικό. Ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Οὐγκώ: «Μὲ τὸ πραγματικὸ ὑπάρχεις- μὲ τὸ ἰδανικὸ ζεῖς. Τὰ ζῶα ὑπάρχουν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ».
Ὅλοι στὴ σύγχυση καὶ τὴν ταραχὴ τῶν καιρῶν ζητᾶμε κάποιο “γιατρικό”. Ἀλλ’ αὐτὸ δὲ βρίσκεται στὰ φαρμακεία, ἀλλὰ στὴν ἀναπροσαρμογὴ καὶ ἀναβάθμιση τῶν κοινωνικῶν ἀξιῶν. Ἂν πετυχαίναμε, ὥστε αὐτὸς ποὺ ἔγραψε τὸ καλύτερο βιβλίο ἢ ποὺ ἔκανε τὴν καλύτερη πράξη νὰ ἔχει προτεραιότητα ἔναντι ἐκείνου ποὺ διαθέτει “τζάγκουαρ”, ἡ κοινωνία θὰ ἦταν διαφορετική. Ἡ πολυτέλεια ἔχει γίνει πάθος καὶ μπορεῖ νὰ ὀνομασθεῖ σημειολογία τῶν νέων καιρῶν καὶ ἠθῶν. Πολυτελὴς διαβίωση, πολυτελῆ γραφεῖα, πολυτελῆ αὐτοκίνητα, πολυτελεῖς διακοπές, πολυδάπανες διασκεδάσεις. Ὅλα αὐτὰ εἶναι προμηνύματα σήψης. Γι’ αὐτὸ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἐπέκριναν σφοδρότατα ἰδιῶτες καὶ πολιτικοὺς ποὺ κατασκεύαζαν πολυτελεῖς ἐπαύλεις. Ὁ Πλάτων ἀποκαλοῦσε τὶς πόλεις πολυτελοῦς διαβίωσης «φλεγμαίνουσες πόλεις». Ἡ Σύβαρις [ἀρχαία ἑλληνικὴ πόλη, ἀποικία τῶν Ἀχαιῶν στὸν κόλπο τοῦ Τάραντα. Οἱ κάτοικοι τῆς ἔγιναν διάσημοι γιὰ τὴν πολυτέλεια καὶ τὴ μαλθακότητά τους. Εἶχαν σκοτώσει ὅλους τους πετεινοὺς γιὰ νὰ μὴν τοὺς χαλοῦν τὸν πρωινὸ ὕπνο!], παρ’ ὅλο ποὺ καταστράφηκε ἀπὸ τοὺς Κροτωνιάτες, ἀναβιώνει στὴ σύγχρονη Ἑλλάδα. Ὁ Συβαριτισμὸς δίνει τὸ στίγμα τῆς σύγχρονης ζωῆς. Ἂν οἱ γυναῖκες τῶν Συβαριτῶν ἔπρεπε νὰ εἰδοποιηθοῦν —γιὰ νὰ μετάσχουν σὲ δεξίωση — , ἕνα χρόνο πρίν, γιὰ νὰ ἑτοιμάσουν τὴ φορεσιά τους, ἡ σημερινὴ Ἑλληνίδα, πετυχαίνει νὰ ἔχει πρῶτα τὶς φορεσιὲς καὶ μετὰ τὶς προσκλήσεις γιὰ δεξιώσεις!
Τὸ ἐξωτερικό μας χρέος ὑπερβαίνει τὰ 20 δισ. δολλάρια. Κι ὅμως, ἐξακολουθοῦμε νὰ εἰσάγουμε σὲ τεράστιες ποσότητες καλλυντικά, κοσμήματα καὶ ἄλλα εἴδη πολυτελείας. Δὲν ὑπάρχει εἶδος ἠλεκτρικῆς συσκευῆς ποὺ νὰ μὴν εἰσάγεται ἀπὸ τὸ ἐξωτερικό. Ἀκόμη καὶ ἠλεκτρικὲς ὀδοντόβουρτσες! Κάποιος ἔχει πεῖ ὅτι γίναμε πίθηκοι, ποὺ τρέχουμε πίσω ἀπὸ τίς… ἠλεκτρικὲς μπανάνες!
Ἡ σπατάλη μας ἐπεκτείνεται καὶ στὴ σπατάλη τοῦ χρόνου. Στὴ χώρα μας τὸ πιὸ φθηνὸ ἀγαθὸ εἶναι ὁ χρόνος, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει μία ἑλληνικῆς ἐφεύρεσης διατύπωση: “σκοτώνω τὸ χρόνο μου”. Δείγματα τέτοιων φονικῶν διαθέσεων παρέχει ἡ ἑλληνικὴ γραφειοκρατία, ποὺ κάποιος τὴν ὀνόμασε ἐγγραφοκρατία. Κύριο στοιχεῖο τῶν ἐγγράφων ἡ φλυαρία. Ὁ πρόσφατα ἀποθανῶν Βαυαρὸς πολιτικὸς Στράους ἔκανε τὸν ἀκόλουθο ὑπολογισμό: Τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἔχει 57 λέξεις. Οἱ Δέκα Ἐντολὲς ἔχουν 297 λέξεις καὶ μία ἐγκύκλιος τῆς Ε.Ο.Κ. ἔχει 26.911 λέξεις. Εἴμαστε μία κοινωνία σπατάλης. Βέβαια ἡ ἔννοια τῆς σπατάλης μπορεῖ νὰ ποικίλλει ἀνάλογα μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἀντιλήψεις: Γιὰ ἕναν κανίβαλο σπατάλη θὰ πεῖ νὰ χαρακτηρίσεις ἕναν ἄνθρωπο ὡς μὴ φαγώσιμο σῶμα. Καὶ γιὰ ἕνα σύγχρονο πολίτη τὸ νὰ μὴν καταναλώνει σήμερα αὐτὰ ποὺ μπορεῖ νὰ καταναλώσει αὔριο καὶ μεθαύριο.
Μπαίνουμε σὲ κάποιον φαῦλο κύκλο κι ἀναζητοῦμε τὴν εὐτυχία κάπου ἀλλοῦ κι ὄχι στὸν ἑαυτό μας. Δυστυχῶς οἱ τεχνητοὶ παράδεισοι, στοὺς ὁποίους καταφεύγει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, δὲν ἀντικαθιστοῦν τὸ ἰδανικό, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι πραγματικό. Ὁ τεχνητὸς παράδεισος εἶναι ἕνα ὑποκατάστατο γιὰ μία κοινωνία παρακμῆς. Μία κοινωνία, ποὺ ἀρκεῖ “νὰ πατήσει ἕνα κουμπὶ” γιὰ νὰ πετύχει τὴν αὐτοκαταστροφή της.
5 Ἰουνίου 1988
Σαράντος Καργάκος

Σάββατο 28 Μαρτίου 2020


Κατανάλωση τώρα! (α)
Ἡ κοινωνία τῆς Ἀφθονίας ἀποτελεῖ ἕνα ἄλλο πείραμα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν τελείωση. Ἄλλη μία φιλοσοφικὴ λίθο, ποὺ θὰ τοῦ δώσει τὴ δυνατότητα ἀπὸ ἀτελὴς νὰ γίνει τέλειος· ἀπὸ τὴ στέρηση νὰ περάσει στὴν ἐπάρκεια. Ὅμως τὸ πείραμα δὲ φαίνεται ν’ ἀποδίδει τ’ ἀναμενόμενα. Τὸ ἐλιξήριο [Ἐλιξήριο (ἀραβ. al iksir = πέτρα τῆς γνώσης): Θαυματουργὴ συσκευασία τῶν ἀλχημιστῶν, ποὺ μπορεῖ νὰ ξαναδίνει τὴ νεότητα καὶ νὰ παρατείνει τὴ ζωή] τοῦ καταναλωτισμοῦ δὲν τὸν ἐλευθερώνει ἀπὸ ἀνάγκες· ἀπεναντίας τὸν δεσμεύει σὲ νέες.
Ὁ ἄνθρωπος πάντα ζεῖ μὲ τὴ νοσταλγία τοῦ “ἀπωλεσθέντος παραδείσου”. Ἀφοῦ τὸν ἔχασε στὸν οὐρανό, προσπαθεῖ ἀενάως νὰ τὸν φτιάξει στὴ γῆ. Τὸ δράμα του εἶναι πὼς συχνὰ οἱ παράδεισοί του δὲ διαφέρουν πολὺ ἀπὸ τὴν κόλαση. Ὁ παράδεισος τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας βεβαιώνει τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές. Κι αὐτὸ εἶναι εὔκολο νὰ τὸ καταλάβει κανείς, ἂν ὑπολογίσει ὄχι τὸ τί κερδίζει ἀλλὰ τὸ τί χάνει. Σύγχρονος διανοητὴς σκιαγραφεῖ τὸν πολιτισμό μας μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: στὴν κοινωνία μας ἔχουν δοθεῖ πολλοὶ χαρακτηρισμοί, ὅπως καταναλωτικὴ κοινωνία, κοινωνία τῆς ἀφθονίας, ὅμως ὁ πιὸ προσφυὴς χαρακτηρισμὸς εἶναι «κοινωνία τοῦ pret a zeter» ἢ κοινωνία τοῦ «πατᾶς ἕνα κουμπί». Ἡ ὀνομασία αὐτὴ χαρακτηρίζει τὸν πολιτισμὸ τῆς κονσέρβας ἢ τοῦ ψυγείου, τὴν εὔκολη κάλυψη τῶν ἀναγκῶν, τὴν ἀντικατάσταση τῆς συναυλίας ἀπὸ τὸ δίσκο, τὴν κατάργηση κάθε προετοιμασίας γι’ ἀπόλαυση, τὴν ἀναζήτηση τοῦ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, τὴν εὔκολη ἀναρρίχηση, τὴν ἐπιτυχία χωρὶς κόπο, τὴν εὐτυχία μὲ τὸ χάπι. Τὸ ψυχοφάρμακο καὶ ὁ ψυχαναλυτὴς γίνονται τώρα τὸ ἐλιξήριο τῆς εὔκολης εὐτυχίας. Θὰ μποροῦσε, λοιπόν, κανεὶς γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ νὰ ὀνομάσει τὸν πολιτισμὸ τῶν φαρμάκων «φαρμακοθηρικὴ κοινωνία», ἡ ὁποία προσδοκᾶ τὸ ἰδιοσκεύασμα καὶ ἀπαγγέλλει καθημερινὰ τὸ «σουσάμι ἄνοιξε» ἑνὸς μυθικοῦ κόσμου. Ἑνὸς κόσμου ποὺ δὲν ἔχει ἀξία, ἐπειδὴ ἔχασε τὶς ἀξίες του, τὴν πίστη του σὲ κάποια εὐγενῆ ἰδανικὰ κι ἐπιδίδεται μὲ πάθος στὴ «θεολογία» τῶν τεχνητῶν παραδείσων.
Ἡ χριστιανικὴ παράδοση ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός, πρὶν ἀναστήσει τὸν Λάζαρο, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του νὰ σηκώσουν πρῶτα τὴν πέτρα, ποὺ σκέπαζε τὸν τάφο του. Ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας ἔπρεπε νὰ ἐξαντλήσει τὶς δυνατότητές του, πρὶν ἐπέμβει ὁ ὑπερφυσικός, γιὰ νὰ συντελεστεῖ τὸ θαῦμα. Ὡστόσο στὸ σύγχρονο κόσμο, στὴν κοινωνία τῆς ἀφθονίας καὶ τῆς κατανάλωσης, πραγματοποιοῦνται καθημερινὰ πολλὰ μικρὰ “θαύματα” γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Χωρὶς πολὺ κόπο “πατώντας ἕνα κουμπὶ” ἢ κάτι τέτοιο, ἱκανοποιεῖ πολλὲς πρωταρχικὲς καὶ δευτερεύουσες ἀνάγκες του. Ἡ ἐκπληκτικὴ πρόοδος τῆς τεχνολογίας προσφέρει ἀμέτρητες ἀνέσεις, ἀμέτρητα “κουμπιά”, ποὺ παρέχουν ἐργασία, ἐξυπηρέτηση, ψυχαγωγία. Ὑποκαθιστοῦν τὶς σωματικὲς ἀλλ’ ἀκόμη καὶ τὶς πνευματικὲς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου.
Πέτυχε, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος νὰ ὑλοποιήσει τὸ μόνιμο ὄνειρό του γιὰ ἕναν κόσμο ποὺ μπορεῖ νὰ χαρίζει “αὐτόματα” τὴν εὐτυχία. Ξεγελάστηκε, ὅμως, ὅπως ὁ βασιλιὰς Μίδας. Ξέχασε σὰν κι ἐκεῖνον πὼς ὅ,τι γίνεται χρυσό, συγχρόνως γίνεται ἄψυχο, παγώνει. Ἔτσι διαμορφώνεται ἕνας κόσμος παγωμένος, ὁ «πολιτισμὸς τοῦ ψυγείου». Μέσα σ’ αὐτὸ τὸν πολιτισμὸ ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ βρίσκεται ἤδη στὴ φάση τῆς κατάψυξης. Οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις, εἶναι σχέσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς «κονσέρβας» καὶ τοῦ «συντηρητικοῦ». Εἶναι ἐπιφανειακὲς καὶ ἀνάπηρες, ἄοσμες, χάρη σὲ εἰδικὰ ἀποσμητικὰ κι ἀναπτύσσονται στριμωγμένες ἀπὸ τὴν ταχύτητα τῆς σύγχρονης ζωῆς, ποὺ καταδικάζει τὸ ἄτομο σὲ πνευματικὴ ἀπονεύρωση καὶ ψυχικὴ ἀποστείρωση.
Πραγματικά, στὸν κόσμο μας παρατηρεῖται τὸ παράδοξο ὅτι, ἐνῶ οἱ ἐξυπηρετήσεις γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὁλοένα αὐξάνονται, ταυτόχρονα ὁ χρόνος του, ἀντὶ νὰ αὐξάνεται, περιορίζεται ἀσφυκτικά. Ἡ ἐμφάνιση τῶν «fast food» καὶ τόσων ἄλλων «fast» δείχνει τὴν πιεστικὴ ἀνάγκη τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νὰ κερδίσει χρόνο, ἄγχος, ἀγωνία, ἀνησυχία. Βουτηγμένος στὴν ὑλικὴ ἀφθονία καὶ τὴν πλεονεξία, ὁ ἄνθρωπος τῶν «μοντέρνων καιρῶν», σαστισμένος ἀνάμεσα στὰ μαγικὰ «κουμπιὰ» ποὺ τὸν περιβάλλουν, μπλέκεται τελικὰ καὶ ἀναστατώνει τὸν ἑαυτό του σὰν τὸν “Μαθητευόμενο Μάγο” τοῦ Γκαῖτε. “Λυπάμαι τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὸν συντρίβει τὸ βάρος τῆς καλοπέρασης”, θὰ ἔλεγε πολὺ πιὸ πικρὰ σήμερα ὁ Βολταῖρος.
Σαράντος Καργάκος

Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020



Παναγία, ἡ ἀληθινή μας Μητέρα
Μέσα στὶς εὐλογημένες καὶ ἅγιες παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ αὐτὸ τὸ ὡραῖο τυπικὸ ποὺ ἔχουμε: Νὰ διαβάζουμε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας κάθε Παρασκευὴ βράδυ τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης καὶ ἁγίας Τεσσαρακοστῆς καὶ νὰ μαζευόμαστε ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς ἐκκλησίες καὶ νὰ λέμε τὰ «Χαῖρε» στὴν Παναγία μας, τὰ ὁποία «Χαῖρε» δὲν εἶναι μόνον «ποιητικῇ ἀδείᾳ», ἀλλὰ ἐκφράζουν κυρίως τὴ βαθύτερη εὐγνωμοσύνη τῆς ψυχῆς μας πρὸς τὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα ὅλων μας, πρὸς τὴν Ὁποία ὀφείλουμε τόσα πολλά.
Καὶ ἂν δὲν εἴχαμε τὴν ἁγία καὶ εὐλογημένη Θεοτόκο, δὲν θὰ εἴχαμε τὸν Κύριο καὶ Θεὸ καὶ Σωτήρα μας. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅπως ξέρετε, ἀποδίδει πολὺ μεγάλη τιμὴ στὴν Παναγία μας, καὶ ὅπου συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ νὰ ὑμνήσουν τὸν Σωτήρα Χριστό, ὑμνοῦν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία μας.
Σ’ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες, σ’ ὅλα τὰ Μυστήρια ἡ Παναγία εἶναι πάντοτε στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ ὑμνεῖται καὶ ἐγκωμιάζεται ἀπὸ τὴν ἀποστολικὴ ἀκόμη ἐποχὴ μέχρι σήμερα. Δὲν εἶναι κάτι καινούργιο αὐτό. Εἶναι παράδοση τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τὴν Παναγία ἐν τῷ μέσῳ αὐτῶν.
Καὶ ὅταν ὁ Κύριος ζοῦσε ἐπὶ τῆς γῆς, πρὶν ἀναληφθεῖ στοὺς οὐρανούς, εἶχε κοντὰ Του τὴν Παναγία μας. Καὶ στὸν Σταυρό, ὅπως ἐνθυμεῖσθε, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν εἰς οὐρανοὺς Ἀνάληψή Του, ἡ Παναγία ἦταν ἡ Μητέρα τῶν Ἀποστόλων. Ἦταν ἐκείνη ποὺ τοὺς στήριζε, τοὺς δίδασκε, τοὺς παρηγοροῦσε καὶ τοὺς κατηύθυνε καὶ στὸ ἀποστολικό τους ἔργο.
Καὶ αὐτὸ ποὺ γινόταν μὲ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους γίνεται μέσα στοὺς αἰῶνες μέχρι σήμερα. Στὴν ἁγία μας Ἐκκλησία ἔχουμε τὸν Λυτρωτὴ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός μας, ἔχουμε τὴ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ, κι ἔχουμε καὶ τοὺς Φίλους καὶ τὶς Φίλες του Λυτρωτῆ ποὺ εἶναι οἱ Ἅγιοι.
Ἐρώτησαν κάποτε ἕναν θεολόγο τῆς Ἐκκλησίας μας: «Τί εἶναι Ἐκκλησία;» Καὶ ἀπάντησε ὅτι «Ἐκκλησία εἶναι ὁ Λυτρωτής, ἡ Μητέρα τοῦ Λυτρωτῆ καὶ οἱ Φίλοι του Λυτρωτῆ». Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἔχουμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν Ἀρχαία Ἐκκλησία ἐν τῷ μέσω ἡμῶν τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο.
Ἡ Παναγία μας προΐσταται τῆς Ἐκκλησίας τῶν λελυτρωμένων. Ἡ Παναγία μας εἶναι, μετὰ τὸν Χριστό, τὸ ἁγιότερο καὶ ἱερότερο Πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι ἡ πρώτη ἀπὸ τοὺς σεσωσμένους. Ἡ πρώτη ποὺ σώθηκε εἶναι ἡ Παναγία μας.
Εἶναι ἡ πρώτη, ὅπως μᾶς διδάσκουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἡ ὁποία πέθανε, ἀναστήθηκε, ἀνῆλθε στοὺς οὐρανούς, εἶναι στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ, πρεσβεύει γιὰ ὅλους μας, γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, καὶ στὴ Δευτέρα Παρουσία, ὅταν θὰ ἀναστηθοῦν ὅλοι, ἡ Παναγία δὲν θὰ ἀναστηθεῖ, διότι ἔχει ἤδη ἀναστηθεῖ. Εἶναι ὁ πρῶτος ἤδη ἄνθρωπος ποὺ ἀναστήθηκε μετὰ τὸν Χριστό. Καὶ ἁπλῶς θὰ πρεσβεύει γιὰ ἐμᾶς. Θὰ εἶναι πάντα στὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ νὰ πρεσβεύει γιὰ ἐμᾶς.
Εἶναι λοιπὸν μεγάλη ἡ εὐλογία, ἡ χάρη, ἡ δόξα τῆς Παναγίας μας. Καὶ πῶς μπορεῖ νὰ εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ μέσα στὰ ἅγια σπλάγχνα της βάσταξε τὸν Θεό; Ἔγινε ἡ Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου. Κι ἔτσι ἔγινε ἡ Μητέρα τῆς ζωῆς.
Εὔα στὰ ἑβραϊκὰ σημαίνει μητέρα τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἡ καημένη ἡ Εὔα παρασύρθηκε ἀπὸ τὸν διάβολο καὶ ἔγινε μητέρα τοῦ θανάτου. Μᾶς κληροδότησε τὸν θάνατο. Ἐνῶ ἡ Παναγία μας ἔκανε τὴν ἀντίθετη κίνηση ἀπὸ τὴν Εὔα . Ἡ Εὔα ἔκανε ἀνυπακοὴ στὸν Θεὸ καὶ ἔχασε τὸν Θεό, ἐνῶ ἡ Παναγία μας ἔκανε τελεία ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ κέρδισε τὸν Θεό.
Καὶ ὄχι μόνο τὸν κέρδισε, ἀλλὰ τὸν πῆρε μέσα στὰ ἅγια σπλάχνα της, τὸν κυοφόρησε, τὸν γέννησε, τὸν ἀνέθρεψε, κατὰ τὸ ἀνθρώπινο, καὶ τὸν παρέδωσε στὸν κόσμο, ὡς Μητέρα τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὁ Κύριος εἶναι ἡ ζωὴ καὶ ἡ ἀνάσταση, ἡ Παναγία εἶναι ἡ Μητέρα τῆς Ζωῆς. Εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία γέννησε τὴ Ζωή. Εἶναι Ἐκείνη ἡ ὁποία μέχρι σήμερα μᾶς ὁδηγεῖ στὴ ζωὴ ποὺ εἶναι ὁ Χριστός, καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ Μητέρα τῆς Ζωῆς.
Ἡ ἀληθινὴ Εὔα εἶναι ἡ Παναγία μας, ἡ ὁποία διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιᾶς Εὔας καὶ ἔγινε ἡ ἴδια ἡ ἀληθινὴ Εὔα , ἡ ἀληθινή μας Μητέρα.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου (β)
Ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὁ πολιτικὸς καὶ δημόσιος βίος μας ἤρχισε νὰ θεμελιώνεται ἔξω ἀπὸ τὴν παράδοσιν τοῦ Γένους, ἡ ὁποία τὸ ἐκράτησεν ὀρθὸν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν του καὶ τὸ ὡδήγησεν εἰς τὸν μεγάλον ξεσηκωμόν. Ἠκολούθησαν βέβαια τὰ νεώτερα κατορθώματα τῆς φυλῆς, ἀκόμη δὲ καὶ αἱ ἐθνικαὶ συμφοραί, καὶ ὅλα αὐτὰ ὡς μία συνέχεια καὶ προέκτασις πρὸς ὁλοκλήρωσιν τοῦ ἔργου τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως· ἐν τούτοις αἰσθανόμεθα ὅτι εἴμεθα ἔξω ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ ἱεροῦ Ἀγῶνος.
Αὐτὸ τὸ πνεῦμα, ὡς τεκμήριον τῶν ἠθικῶν δυνάμεων αἵτινες ἐκίνουν τὸν ἱερὸν Ἀγώνα, τὸ βλέπομεν εἰς τὸν λόγον αὐτῶν τούτων τῶν ἀγωνιστῶν, ὅστις εἶναι λόγος ζωῆς. Τὰ Ἀπομνημονεύματα τῶν ἀγωνιστῶν εἶναι μία πρώτη πηγὴ ζωντανοῦ λόγου καὶ καθαρᾶς ἱστορικῆς ἀληθείας, ὅσον καὶ ἂν δὲν θὰ πρέπει νὰ ἔχωμεν ἀπόλυτον ἐμπιστοσύνην εἰς ἀνθρώπους, ποὺ γράφουν πάντοτε μὲ κέντρον τὸ πρόσωπόν των καὶ τὴν ἰδικὴν των δρᾶσιν.
Ἀναγινώσκομεν ἐπὶ παραδείγματος εἰς τὰ Στρατιωτικὰ Ἐνθυμήματα τοῦ Κοζανίτου Νικολάου Κασομούλη·
«Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ὁ χαρακτὴρ καὶ τὰ ἔθιμα τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ, μετὰ τὴν πτῶσιν τοῦ βασιλείου μας, ἐδιατηρήθησαν ὑπὸ τὴν ἐπαγρύπνησιν τοῦ κλήρου μας... καὶ διὰ τῆς κοινῆς εὐλαβείας πρὸς τὴν ἁγίαν ἡμῶν θρησκείαν».
Πόση πράγματι ἀμφισβήτησις καὶ πόση ἀνίερος πολεμικὴ δὲν ἔγινε περὶ τὸ σημεῖον τοῦτο, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ξένους, ποὺ δὲν ἐνόησαν ποτὲ τὴν Ὀρθοδοξίαν καὶ τὸ ἔργον τοῦ κλήρου μας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας, ποὺ ποτὲ δὲν ἐπίστευσαν ὡς ὀρθόδοξοι καὶ δὲν ἔζησαν ὡς Ἕλληνες.
Τὸ ποιὸς ἄνεμος ἤρχισε νὰ πνέη καὶ εἰς στὸν τόπον μας, ἀμέσως μόλις ἡ Ἑλλὰς ἔγινεν ἕνα μικρὸν ἐλεύθερον κράτος, τὸ βλέπομεν εἰς τὰ Ἀπομνημονεύματα τοῦ ἄλλου ἐκείνου ἀγωνιστοῦ, τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἰς μεγάλην ἡλικίαν ἐκάθησε καὶ ἔμαθεν ὀλίγα γράμματα, μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ γράψη καὶ νὰ μᾶς ἀφήση τὴν πείρα του· «Ὅ,τι τοὺς λές. Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας», γράφει μὲ τὸ ἐπιγραμματικόν του ὕφος, τὸ μοναδικὸν καὶ ἀνεπανάληπτον εἰς τὴν νεοελληνικὴν λογοτεχνίαν. «Ἡ θρησκεία δὲν εἶναι τίποτας» εἶναι ἡ ἀπάντησις τῶν ἐλευθέρων λεγομένων πνευμάτων καὶ τῶν ξεριζωμένων ἀνθρώπων, ποὺ δὲν καταδέχονται νὰ ἔχουν τὴν πίστιν τοῦ λαοῦ. Ὁ ἀγωνιστὴς Μακρυγιάννης μὲ τὴν πείραν του καὶ μὲ τὰ πέντε τραύματά του εἰς τὸν ἀγώνα τοῦ Ἔθνους εἶχεν ἄλλην γνώμην, ποὺ δὲν εἶναι ἁπλῶς γνώμη, ἀλλὰ πίστις καὶ βίωμα καὶ πραγματικότης. «Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν», γράφει καὶ ὁμιλεῖ δι’ αὐτοῦ ἡ ἱστορία καὶ ἡ παράδοσις τοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν πανάρχαιον ἐποχήν, ὡς μαρτυρία ὅτι «χωρὶς ἀρετὴ καὶ πόνο εἰς τὴν πατρίδα καὶ πίστη εἰς τὴν θρησκείαν ἔθνη δὲν ὑπάρχουν».
Οἱ Τοῦρκοι ἀντελήφθησαν καλύτερον ἀπὸ τοὺς Ἕλληνας τὴν θέσιν καὶ τὴν σημασίαν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἐθνικήν μας ὑπόθεσιν. Ἤξευραν οἱ Τοῦρκοι διατὶ ὡδήγησαν εἰς τὴν ἀγχόνην ἤ ἔπνιξαν εἰς τὴν θάλασσαν ἤ ἀπεκεφάλισαν ἕνδεκα Πατριάρχας. Ἤξευραν διατὶ ἐθανάτωσαν ἑκατὸν περίπου ἐπισκόπους· τοὺς ἐξέδειραν, τοὺς ἀνεσκολόπισαν, τοὺς ἀπηγχόνισαν, τοὺς ἀπεκεφάλισαν, τοὺς διεμέλισαν, σύροντες αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον. Εἰς ἕξ χιλιάδας ἀναβιβάζει ξένος περιηγητὴς τοὺς θανατωθέντας λειτουργούς τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὸ χρονικὸν διάστημα τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος, ἄλλοι δὲ ὑπολογίζουν αὐτοὺς εἰς ἔτι περισσοτέρους.
Ἕνας ποὺ ἀντελήφθη τὴν θέσιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν σημασίαν της εἰς τὸν ἐθνικόν μας βίον, «πολὺ βαθύτερον παρ’ ὅσον οἱ παρ’ ἡμῖν τὰ ξένα ἀνοήτως πιθηκίζοντες ἀντιπρόσωποι τοῦ ἀντικληρικοῦ πνεύματος», ὑπῆρξεν ὁ πρῶτος κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδος Ἰωάννης Καποδίστριας. Ὅ,τι πράγματι ἐχαρακτήριζε τὸν Κυβερνήτην ἦτο «ἡ πεφωτισμένη πίστις εἰς τὸν Θεὸν καὶ ἡ ἀκλόνητος αὐτοῦ εἰς τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἀφοσίωσις». Ὅθεν, πρὶν ἀκόμη καταβῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἔγραφεν εἰς ἐπιστολήν του ὅτι «τὸ πρώτιστον καὶ οὐσιωδέστατον τῶν καθηκόντων τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως εἶναι νὰ παράσχη εἰς τὸ Ἔθνος τὴν διδασκαλίαν τῆς πίστεως». Τῶν δὲ ποιμένων τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἔργον ἔβλεπεν ἤδη, μετὰ τὰς ἡμέρας τοῦ πολέμου, ὡς ἔργον πνευματικῆς διοικήσεως καὶ οἰκοδομῆς τῶν χριστιανῶν, οἵτινες ἔπρεπε νὰ στηριχθοῦν «μὲ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ μὲ τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ἀληθῆ ἄγκυραν». Ἡ ἐγκύκλιός του πρὸς τὸν ἱερὸν Κλῆρον εἶναι κείμενον προφητικῆς πνοῆς καὶ ἀποστολικοῦ ὕφους. «Λαλήσατε», γράφει, «εἰς τὰς καρδίας τοῦ λαοῦ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὀρθοτομοῦντες τὸν λόγον τῆς ἀληθείας· κηρύξατε τὴν εἰρήνην εὐαγγελίσασθε τὴν ὁμόνοιαν διδάξατε τὴν φιλαδελφίαν, τὴν πρὸς ἀλλήλους ἀγάπην, ἵνα ὦσιν οἱ πάντες ἕν ἐν Χριστῷ· στηρίξατε τὰς καρδίας τῶν πιστῶν εἰς τὰ θεία δόγματα· ἐμπνεύσατε εἰς αὐτοὺς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπην πρὸς τὸν πλησίον καὶ τὴν ὑποταγὴν εἰς τὰς Ἀρχάς...».
Ἀλλὰ τὸ ἔργον τοῦ μεγάλου ἐκείνου Κυβερνήτου τῆς Ἑλλάδος, ὅστις ἠθέλησε νὰ θεμελίωση τὸν κοινωνικὸν καὶ πολιτικὸν βίον τοῦ νέου Ἑλληνικοῦ Κράτους ἐπὶ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως τοῦ Ἔθνους, διεκόπη ἀποτόμως, ὅτε τὴν 27ην Σεπτεμβρίου τοῦ 1831 ἐδολοφονειτο εἰς τὸ Ναύπλιον πρὸ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος, καθ’ ἥν ὥραν μετέβαινεν εἰς τὴν θείαν Λειτουργίαν.
Μετέπειτα ἄλλοι ἄνθρωποι, ξένοι καὶ ἰδικοί μας, ἔδωκαν ἄλλην γραμμὴν εἰς τὴν διοίκησιν τῶν πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τοῦ τόπου μας, ὥστε ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα χρόνια νὰ εἴμεθα σχεδὸν ἀποκεκομμένοι ἀπὸ τὴν πνευματικὴν καὶ ἐθνικήν μας παράδοσιν. Ἡ παράδοσις αὐτὴ ἀναμφιβόλως εἶναι παράδοσις ἐκκλησιαστική, εἶναι μνήμη καὶ ζωὴ τῆς ἀνατολικῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ στηρίζει φυλετικὰ τὴν τελευταίαν φάσιν τῆς σημερινῆς ἐθνικῆς μας συγκροτήσεως. Ἐὰν δὲν ἀνατρέχωμεν εἰς αὐτὴν διαρκῶς καὶ ἂν δὲν τὴν διατηροῦμεν ἄσβεστον, μετατοπιζόμεθα καὶ γινόμεθα κοσμοπολιται οὑμανισταί, θύματα τοῦ περίφημου Διαφωτισμοῦ, ἀφελληνιζόμεθα καὶ ἀποδιώκομεν κατὰ τρόπον ἀγνώμονα τὰς ἡρωϊκὰς καὶ ζωντανὰς πηγὰς τῆς ὑποστάσεώς μας.
Εἰς τὰς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1920, Κυριακήν τοῦ Θωμᾶ, ἕνας διαπρεπὴς ὀρθόδοξος ἱεράρχης καὶ θεολόγος τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας, ὁ Ἀντώνιος Μητροπολίτης Κιέβου, βαστάζων ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ τὰ στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ ἐλειτούργησε καὶ ἐκήρυξεν εἰς τὸν Μητροπολιτικὸν ναὸν τῶν Ἀθηνῶν, καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε τὰ ἑξῆς· «Εἴθε ὁ Ἑλληνικὸς λαὸς ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ αὐτοῦ... νὰ διατήρησῃ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ πνεύματος, τοὺς ὁποίους δὲν κατεδαπάνησεν, ἀλλ’ ἐπηύξησεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν θλίψεων καὶ κατὰ τοὺς αἰῶνας τῆς δουλείας...».
Εἴθε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί. Αὐτὴν τὴν εὐχὴν ἐπαναλαμβάνομεν καὶ ἡμεῖς σήμερον, ὅτε Ἐκκλησία καὶ Ἔθνος ἑορτάζομεν τὴν ἐπέτειον τῆς μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀμήν.
† ὁ Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος
Ἐλέχθη στὸν Μητροπολιτικὸ Ἱ. Ν. τοῦ ἁγίου Νικολάου Κοζάνης στὶς 25 Μαρτίου 1982

Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020



Εἰς τὴν 25ην Μαρτίου (α)
Μαζὶ μὲ τὰς ἄλλας ὁμιλίας, ποὺ θὰ γίνουν σήμερον καὶ θὰ ἀκουσθοῦν ἐντὸς τῶν ἱερῶν ναῶν, ἂς ἀκουσθῆ παρακαλῶ καὶ ἡ ὁμιλία αὐτή, ἀφοῦ ἄλλως τε μᾶς παρέχεται ὁ χρόνος μέχρι τῆς ὥρας τῆς Δοξολογίας κατὰ τὸ ἐπίσημον πρόγραμμα. Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ὁμιλητὰς εἶναι μᾶλλον βέβαιον ὅτι θὰ ἀγνοήσουν καὶ τὸν χῶρον τῆς Ἐκκλησίας ἐντός τοῦ ὁποίου θὰ ὁμιλήσουν καὶ τὴν συμβολὴν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὸ γεγονὸς τὸ ὁποῖον ἑορτάζομεν. Διὰ τοῦτο ἔτι μᾶλλον θὰ πρέπει νὰ ἀκουσθῆ σήμερον ἐντός τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ χώρου, μία ὁμιλία ἡ ὁποία, ἔξω ἀπὸ ἰδεολογικὰς προκαταλήψεις, θὰ ἐκθέση μὲ συντομίαν τὴν θέσιν καὶ τὸ ἔργον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὴν ζωὴν τοῦ νέου Ἑλληνισμοῦ, πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν, κυρίως δὲ κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διεδραμάτισε πράγματι σπουδαῖον πρόσωπον ὄχι μόνο εἰς τὴν διάσωσιν τῆς πίστεως τοῦ λαοῦ, τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως καὶ τῆς γλώσσης, ἀλλὰ καὶ εἰς τὴν προετοιμασίαν τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, εἰς τὴν ὁποίαν ἐνεργῶς συμμετέσχε μὲ πολλὰς καὶ μεγάλας θυσίας. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶχε τὸ ἀτύχημα διὰ τὸ Ἔθνος νὰ συμπέση εἰς τὰς ἀρχὰς τοῦ παρελθόντος αἰῶνος καὶ μετὰ τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν, εἰς τοὺς χρόνους δηλαδὴ τοῦ διαφωτισμοῦ καὶ τῆς ἀρνήσεως, αἱ ἰδέαι τῶν ὁποίων δυσμενῶς ἐπέδρασαν ἐπὶ τοῦ ἀναγεννωμένου Ἑλληνικοῦ Ἔθνους. Τὴν ἑπομένην τῆς μεγάλης Ἐπαναστάσεως ἡ Ἐκκλησία ὡς θεσμὸς καὶ ὁ ἱερὸς Κλῆρος, ὡς πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ, ὄχι μόνον ἠγνοήθησαν, ἀλλὰ καὶ θετικῶς ἀπεκλείσθησαν ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ νέου Κράτους.
Οἱ ἐχθροί του Ἔθνους καὶ τῆς Ἐκκλησίας ἐδυσφήμησαν καὶ ἐσυκοφάντησαν τὸν ἱερὸν Κλῆρον, πολλοὶ δὲ καὶ ἐκ τῶν διανοουμένων μας μετὰ τὴν Ἐπανάστασιν ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα τώρα χρόνια, προσκατειλημμένοι καὶ αὐτοὶ κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ποτισμένοι μὲ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρνήσεως, ἔφθειραν ὄχι ὀλίγον τὸ αἴσθημα τοῦ ὀρθοδόξου Ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸν ὁποῖον ἐζήτησαν νὰ ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν παράδοσίν του καὶ τὴν πατρώαν εὐσέβειαν.
Ἀλλ’ ἂν θὰ εἶχε κανεὶς νὰ κατηγορήση τὴν Ἐκκλησίαν, θὰ ἔλεγεν ὅτι πολλάκις τὸν τελείως δευτερογενῆ δι’ αὐτὴν ἐθνικὸν σκοπὸν ἔθεσεν ὑπεράνω τῶν καθαρῶς θρησκευτικῶν καὶ πνευματικῶν της ἔργων καὶ τοῦ ἰδίου της συμφέροντος. Ἀλλ’ ἀκριβῶς διὰ τοῦτο ὄχι νὰ κατηγορήσωμεν τὴν Ἐκκλησίαν δὲν ἔχομεν, ἀλλὰ καὶ oἱ Ἕλληνες καὶ ὅλοι οἱ βαλκανικοὶ λαοὶ αἰώνιον ὀφείλομεν εἰς αὐτὴν εὐγνωμοσύνην διὰ τὴν κένωσιν αὐτῆς καὶ τὰς θυσίας της ὑπὲρ τοῦ Ἔθνους. Συνήθως ὁμιλοῦμε περὶ τῶν ὑπηρεσιῶν τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου καὶ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς τὸ Ἔθνος ἀπὸ τῆς ἑπομένης τῆς ἁλώσεως μέχρι τῆς Ἐπαναστάσεως, καὶ ἐννοοῦμεν τί προσέφερεν αὐτὴ εἰς πρόσωπα καὶ εἰς ἄψυχον ὑλικὸν ἀλλ’ εἶναι μεγαλυτέρας ἄξιας, ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς ἡ ζημία τὴν ὁποίαν αὕτη ὑπέστη, κενώσασα ἑαυτὴν καὶ ἄρασα τὸν βαρὺν σταυρόν, ὄχι πλέον τοῦ σωματικοῦ, ἀλλὰ τοῦ ψυχικοῦ μαρτυρίου.
Θὰ ἦτο βεβαίως ὑπερβολὴ καὶ ἄγνοια τῆς Ἱστορίας, ἐὰν ἐλέγομεν ὅτι ὁ ἱερὸς ἀγὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς ἀνάκτησιν τῆς ἐλευθερίας ὑπῆρξεν ἔργον μόνον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ ἱεροῦ Κλήρου. Σύσσωμον τὸ Ἔθνος ἐξεσηκώθη πρὸς ἀποτίναξιν τοῦ βαρβαρικοῦ ζυγοῦ τῆς δουλείας· οἱ Πατριάρχαι, οἱ ἐπίσκοποι, οἱ παπάδες, οἱ καλόγηροι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ἔμποροι, οἱ ἁρματολοί, οἱ ὁπλαρχηγοί, οἱ καραβοκύρηδες, οἱ πυρποληταί, ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἡ Ἐκκλησία, ὅλοι ἦσαν ἄνδρες πίστεως, καὶ ἦτο αὐτὴ ἡ πίστις ποὺ τοὺς ὥπλιζε μὲ ὑπομονήν, μὲ ἐλπίδα, μὲ εὐψυχίαν, μὲ πνεῦμα θυσίας. Κέντρον καὶ συνισταμένη τοῦ ἐθνικοῦ βίου ὑπὸ τὸν ζυγὸν τῆς δουλείας ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Ἐκκλησία, ὄχι τόσον ὡς μία ἐξουσία ἐπὶ τοῦ λαοῦ καὶ ὀργάνωσις, ὅσο ὡς μία ἐσωτερικὴ πνοὴ καὶ δύναμις, ζωοποιοῦσα τὸ ἐθνικὸν σῶμα, ἑνοῦσα τὰ μέλη αὐτοῦ διὰ τῆς κοινῆς πίστεως καὶ συντονίζουσα τὰς ἐνεργείας του. Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι δὲ αὐτὸ ἀκριβῶς ἡ ἱστορικὴ νεοελληνικὴ πραγματικότης, ἥτις ἀγνοεῖται κατ’ ἐπηρεασμὸν ξένων ἰδεολογικῶν σχημάτων τῆς νεωτέρας ἐποχῆς. Ἀλλ’ ὁ ἐθνικὸς βίος τῶν Ἑλλήνων καὶ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις δὲν εἶναι ἔκφρασις κάποιας ἰδεολογίας, ἀλλὰ ἡ συνέχεια καὶ διατήρησις τῆς παραδόσεως τῆς φυλῆς, ἡ ὁποία παράδοσις εἶναι ἀδιάσπαστος, ἑνιαία καὶ κοινή, παράδοσις ἐθνικὴ καὶ ἐκκλησιαστική. Κάποιοι, ποὺ ἐπαναλαμβάνουν κοινοὺς τόπους, εἶδαν τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν ὡς μίαν λεπτομέρειαν εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Εὐρώπης κατ’ ἐπίδρασιν καὶ ὡς προέκτασιν τῆς Γαλλικῆς Ἐπαναστάσεως. Ἀλλὰ ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανὰστασις τοῦ 1821 δὲν εἶναι ἡ πρώτη μετὰ τὸ 1453, ἡ ὁποία ἐπερίμενε τὴν Γαλλικὴν Ἐπανάστασιν διὰ νὰ τὴν μιμηθῆ. Ἔπειτα δὲ ὁ χαρακτὴρ τῶν δύο ἐπαναστάσεων εἶναι ὁλωσδιόλου διάφορος καὶ ἀντίθετος. Ἡ Γαλλικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις κοινωνική, ἀντιεκκλησιαστικὴ καὶ ἀντιχριστιανικὴ· ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις εἶναι ἐπανάστασις ἐθνική, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπρωτοστάτησεν ἡ Ἐκκλησία καὶ ὁ Κλῆρος. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν νὰ ἀναπτύξωμεν ἐδῶ ὅσον πρέπει τὸ θέμα τοῦτο, νὰ ἀνασκευάσωμεν θέσεις καὶ νὰ διαλύσωμεν προκαταλήψεις, ἀλλὰ τοῦτο μόνον εἶναι ἀνάγκη νὰ λεχθῆ, ὅτι ἡ νεοελληνικὴ ἱστορικὴ πραγματικότης ἔχει ἕνα ἰδικὸν της πραγματικὸν καὶ οὐσιαστικὸν περιεχόμενον, ἔξω ἀπὸ σχήματα καὶ ἰδεολογίας, αἱ ὁποῖαι συνετάραξαν τὴν Εὐρώπην καὶ συνταράσσουν ἤδη ὅλον τὸν κόσμον. Ἡ ρωμιοσύνη, μετὰ τὴν διάλυσιν τοῦ κράτους καὶ τὴν ἅλωσιν τῆς πόλεως, συνεσπειρώθη ὡς Ἐκκλησία καὶ ὡς Ἔθνος καὶ ἔζησε μὲ τὸ ὅραμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Γένους. Ὁ ἥρως καὶ μάρτυς βασιλεύς, ποὺ ἔπεσε τελευταῖος ὑπερασπιστὴς τῆς βασιλευούσης, εἶναι ὁ ὑπνώσας διὰ νὰ ἀναστῆ, καθὼς ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη.
† ὁ Σερβίων καὶ Κοζάνης Διονύσιος

Τρίτη 24 Μαρτίου 2020



Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε
Κατουνάκια 4-2-1993
Ἐν Χριστῷ ἀγαπητὲ ἀδελφὲ π. Ἱερεμία
Μὲ πολλὴν ἀγάπη σὲ ἀσπάζομαι ἀδελφικὰ, εὐχόμενος ὅπως Κύριος ὁ Θεὸς ἐξαποστείλη τὸν Ἄγγελον Ἀὐτοῦ καὶ σοῦ χαρίση πνεῦμα ὑπομονῆς, πνεῦμα πίστεως καὶ ἐμπιστοσύνης πρὸς τὸν Θεόν.
Χθὲς ἔλαβα τὸ γράμμα σου καὶ σήμερα πρωΐ ἔρχομαι νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Πρὸ τριῶν μηνῶν κατέβηκα στὴν Ἀθήνα καὶ ἔκανα ἐγχείρηση καταρράκτου στὰ μάτια καὶ δὲν ἔχει ἀποκτασταθῆ ἀκόμα ἡ ὅρασίς μου καὶ δὲν βλέπω καλὰ, καὶ βάζω τὸν Ν. νὰ σοῦ γράψη ὅ,τι ὑπαγορεύω ἐγώ. Γενοῦ ἄξιος τῆς κλήσεώς σου τῆς «Θεοκλήτου». Μετὰ ἁγίων ἡ κλῆσις σου, μετὰ μαρτύρων ἡ μερίς σου.
Νὰ σοῦ πῶ καὶ τὴν ἀλήθεια, καὶ σὲ μακαρίζω καὶ σὲ ζηλεύω, ἀποβλέποντας τὸν καρπὸν αὐτῆς σου τῆς δοκιμασίας. Ἡ πολλὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐσένα ἐκεῖ σὲ ὁδήγησε, εἰς αὐτὸ τὸν Γολγοθά. Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος πλέκει δύο ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τὸν πολύαθλο Ἰώβ. Δὲν τὸν ἐπαινεῖ εἰς τὸ πρότερόν του βίον, πρὸ τῆς δοκιμασίας ποὺ ἦτο θεοσεβὴς-φιλόξενος-ἀπεχόμενος παντὸς κακοῦ, ἀλλὰ τὸν ἐγκωμιάζει εἰς τὴν ὑπομονὴν ὅπου ἔκαμε εἰς αὐτὴ τὴν δοκιμασίαν ὅπου τοῦ ἔστειλε ὁ Θεός.
Στὸν καιρὸ τῆς κατοχῆς ἕνας πατέρας πτωχός, παπουτσής, ἔκανε πολλὰ παπούτσια, καὶ τὰ ἔδινε στὴν κόρη του νὰ τὰ πουλήση στὰ γύρω χωριά. Τὸ κοριτσάκι μὲ διαφόρους καιροὺς καὶ ξυπόλυτο πήγαινε στὰ χωριὰ καὶ τὰ πωλοῦσε. Πότε πεινασμένο, πότε ξυπόλυτο, πότε ἡμέρα καὶ πότε νύκτα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ κοριτσάκι νὰ χτικιάση (νὰ πάρη φυματίωσιν).
Προτοῦ νὰ πεθάνη πρόλαβαν καὶ τὸ ἔκαμαν καλογριούλα καὶ τὸ ὀνόμασαν Ἀνυσία μοναχή.
Ὅταν τῆς ἔκαμαν ἀνακομιδὴ, εὐωδίαζαν τὰ λείψανά της. Νὰ, λοιπόν, τί ἀποτέλεσμα ἔφερε ἡ ὑπομονὴ εἰς τὰς θλίψεις.
Στὸ χωριό μου μία ὅμοια ψυχή, Βασιλικὴ τὴν ὀνόμαζαν, ἐπειδὴ ἦταν γερὸ κοριτσάκι, τὴν ἔπαιρνε ὁ πατέρας της στὶς ἐξωτερικὲς δουλειὲς μαζί του. Ἀπὸ τὶς πολλὲς κακουχίες κλονίστηκε σοβαρὰ ἡ ὑγεία της καὶ στὸ τέλος ἀπέθανε. Ἕνας γείτονάς της, πολὺ εὐλαβὴς ἄνθρωπος, προσευχόμενος μία φορὰ εἶδε πέντε ἕξι ἀγγέλους καὶ ὑμνολογοῦσαν τὸν Θεόν. Καὶ μέσα στὴ μέση ἦταν καὶ αὐτὴ ἡ ψυχή. Νά, λοιπὸν, ἡ ὑπομονὴ τί τὴν ἀξίωσε.
Καὶ ὁ Γέροντάς μας, ὁ παππούς σας, ὁ γέροντας Ἰωσήφ, μᾶς ἔλεγε συχνὰ ὅτι ὅλος ὁ βίος του ἕνα μαρτύριο ἦταν καὶ νὰ τί τὸν ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ εὐωδιάσουν τὰ λείψανά του.
Σοῦ εὐχόμεθα δι’ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Γέροντός μας καὶ σ΄ ἐσένα «τὰ ἴδια».
Μὲ ἀδελφικὴ ἀγάπη
παπα Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης
Ἡ ἐπιστολὴ ἀπευθύνεται σὲ ἑτοιμοθάνατο καρκινοπαθὴ μοναχό.

Σάββατο 21 Μαρτίου 2020



Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας
Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια: τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει καλὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει τέλειος διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ γίνει θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἀσυναισθήτως ἐξισοῦται μὲ τὸν διάβολον. Διότι καὶ αὐτὸς θέλει νὰ γίνει θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, νὰ ἀντικαταστήσει τὸν Θεὸν μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ εἰς τὴν ὑψηλοφροσύνην του αὐτὴν διὰ μιᾶς ἔγινε διάβολος, τελείως κεχωρισμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ὅλως ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.
Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας, λοιπόν, πάσης ἁμαρτίας, συνίσταται εἰς αὐτὴν τὴν ἀλαζονικὴν αὐταπάτην. Αὐτὴ εἶναι ἡ οὐσία τοῦ διαβόλου, τοῦ Σατανᾶ. Αὐτὸ δὲν εἶναι ἄλλο τι παρὰ τὸ νὰ θέλει κανεὶς νὰ μένει εἰς τὴν φύσιν του, τὸ νὰ μὴ θέλει ἐντός του τίποτε, ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του.
Ὁ διάβολος εὑρίσκεται ὅλος εἰς αὐτό: τὸ νὰ μὴ θέλει καθόλου τὸν Θεὸν μέσα του, εἰς τὸ νὰ θέλει νὰ εἶναι πάντοτε μόνος, πάντοτε νὰ ἀνήκει εἰς μόνον τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ὅλος εἰς τὸν ἑαυτόν του, ὅλος διὰ τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε ἐρμητικῶς κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ καὶ παντὸς ὅ,τι ἀνήκει στὸν Θεόν. Καὶ τί εἶναι αὐτό; Ὁ ἐγωισμὸς καὶ ἡ φιλαυτία ἐνηγκαλισμένα εἰς ὅλην τὴν αἰωνιότητα, δηλαδὴ ἡ κόλασις.
Τοῦτος εἶναι κατ’ οὐσίαν καὶ ὁ οὑμανιστικὸς ἄνθρωπος: ὅλος μένει εἰς τὸν ἑαυτόν του, διὰ τὸν ἑαυτόν του, πάντοτε πεισμόνως κλειστὸς ἔναντι τοῦ Θεοῦ. Εἰς αὐτὸ ἔγκειται ὁ κάθε οὑμανισμός…
Ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη ἀπὸ τὸν φιλάνθρωπο Θεὸν ὡς δυνάμει θεάνθρωπος, διὰ νὰ οἰκοδομήσει ἑκουσίως διὰ τοῦ Θεοῦ τὸν ἑαυτὸν του εἰς θεάνθρωπον ἐπὶ τῇ βάσει τῆς θεοειδείας τῆς φύσεώς του
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020



Στὴν Ἁγι Ἀναστασὰ
Ὁ Γιάννης ἡ Γριὰ δὲν ἤθελε μόνον νὰ ἑορτάσῃ μὲ τοὺς συννομεῖς του χωριστὰ τὴν Ἀνάστασιν, εἰς τὸ κατάμερόν του, ἀλλ᾽ ἐπεθύμει καὶ νὰ τελεσθῇ ἡ Ἀνάστασις αὕτη ὄχι εἰς ἄλλην ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ ὡρισμένως εἰς τὴν Ἁγία Ἀναστασά. Ἀφοῦ τὸ πάλαι ἦτο ἐκκλησία, ἀφοῦ ὁ χῶρος ἦτο καθιερωμένος εἰς λατρείαν Χριστοῦ, διατί τάχα νὰ μὴ λειτουργῆται; Μάτην ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐξώδευεν ὅλην τὴν ὀλίγην μάθησίν του καὶ τὴν ἔμφυτον λογικήν του διὰ νὰ τὸν πείσῃ ὅτι ἐζήτει παράλογα. Ὁ αἰπόλος ἔμεινεν ἀμετάπειστος.
― Πῶς θὰ λειτουργήσω, βλοημένε, σὲ ξεσκέπαστο μέρος; τοῦ ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Εἶδες ποτέ σου λειτουργία ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἀστέρια;
― Καὶ μήγαρις ἡ Ἀνάσταση δὲν ψάλλεται παντοῦ στὸ ξεσκέπαστο; ἀντέλεγεν ὁ βοσκός. Ἔχουν, ἂς ποῦμε, ἐκκλησιὲς καλοχτισμένες, μὲ πλάκες καὶ μὲ κεραμίδια, καὶ βγαίνουν, κατάλαβες, ἀπ᾽ τὴν ἐκκλησιὰ ὄξου γιὰ νὰ κάμουν Ἀνάσταση· κ᾽ ἡμεῖς ποὺ δὲν ἔχουμ᾽ ἐκκλησιά, ἂς ποῦμε, δὲν μποροῦμε, κατάλαβες, νὰ κάμουμ᾽ Ἀνάσταση σ᾽ ἕνα ξέσκεπο μέρος, ποὺ ἦταν μιὰ φορὰ κ᾽ ἕναν καιρό, κατὰ πῶς λένε, ἐκκλησιά;
Ὁ ἱερεὺς τὸν ἐκοίταξεν ἐν ἀμηχανίᾳ πρὸς στιγμήν, εἶτα τὸ βλέμμα του ἐφωτίσθη, ὡς νὰ τοῦ ἦλθεν ἰδέα, καὶ εἶπε:
― Κάμνουν Ἀνάσταση ὄξου ἀπ᾽ τὶς ἐκκλησιές, ναί· μὰ λειτουργία;… Πῶς θὰ λειτουργήσουμε;
― Ἀπάνου στὰ μάρμαρα, ποὺ ἦταν μιὰ τ᾽ ἁι-δῆμα, ἂς ποῦμε.
― Μὰ δὲν εἶναι Ἁγία Τράπεζα ἐγκαινιασμένη.
― Τὸν παλαιὸ καιρό, ποὺ τὴν εἶχαν κτίσει, κατάλαβες, δὲν ἦταν συνγκαινιασμένη;
― Τὸ Πηδάλιο λέει ὅταν βεβηλωθῇ μία ἐκκλησία, νὰ μὴ λειτουργιέται, ἂν δὲν ξανακτισθῇ κ᾽ ἐγκαινιασθῇ πάλι.
Ἐπὶ τέλους ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἴσως θὰ τὸν ἔπειθε νὰ μεταβῶσιν εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν, ἥτις δὲν ἀπεῖχε πολύ, καὶ ἦτο κι αὐτή, κατὰ δεύτερον λόγον, γειτόνισσά του, ὅπως ἐκαυχᾶτο ὁ αἰπόλος λέγων ὅτι τὴν Ἁγία Ἀναστασιὰ «τὴν εἶχε γειτόνισσα». Ἀλλ᾽ ὁ ἀγαθὸς ἱερεὺς δὲν ἔπειθεν ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἠδύνατο ἀκατακρίτως νὰ λειτουργήσῃ καὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Ἄνναν. Ὁ ναΐσκος εἶχε τὴν στέγην του, τὸ θυσιαστήριον εἰσέχον ἔγκτιστον εἰς τὸν τοῖχον, καὶ ἡ Πρόθεσις, ἐκαλύπτοντο ἀπὸ δύο σπιθαμὰς χώματος καὶ λίθων, πεσόντων ἀπὸ τοῦ ὕψους τῆς χιβάδος, τὸ εἰκονοστάσιον ἦτο ὀρθὸν ἀκόμη, ἀλλ᾽ αἱ θυρίδες του ἔχασκον ἔρημοι εἰκόνων, καὶ τὰ δύο παράθυρα τοῦ βορείου καὶ τοῦ νοτίου τοίχου ἔφεγγον καὶ αὐτὰ ἄφρακτα, καὶ ὁ ἄνεμος ἐβόιζεν εἰσπνέων δι᾿ αὐτῶν καὶ ἐκπνέων. Ὡμοίαζε μὲ γραῖαν νωδήν, μὲ τὰς κόγχας κενὰς ὀμμάτων, μὲ τὰ ὦτα βομβοῦντα ἀπὸ ἤχους φαιδρῶν φωνῶν παιδίων, χλευαζόντων σκληρῶς τὴν ἀδυναμίαν της. Δὲν ὑπῆρχεν οὔτε κανδήλιον εὐσεβῶς ἀναφθὲν ἐκ ταξίματος εὐλαβοῦς προσκυνητρίας οὔτε μανουάλιον διαχέον παρήγορον φῶς εἰς τὰς ἠμαυρωμένας μορφὰς τῶν ἠκρωτηριασμένων εἰς τοὺς τοίχους ὀλίγων ἁγίων. Τὸ παρεκκλήσιον ἦτο ἀφιερωμένον ποτὲ εἰς τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου, κ᾽ ἐκαλεῖτο συνήθως Παναγίτσα, ὑπ᾽ ἄλλων δὲ Ἁγία Ἄννα. Ἀλλ᾽ ὁ παπ᾽ Ἀγγελὴς ἐδίσταζεν ἄν, καὶ μὲ ἀλλαχόθεν δανειζομένας εἰκόνας, καὶ μὲ ἀναρτώμενα προχείρως κανδήλια, ἐπετρέπετο νὰ τελέσῃ λειτουργίαν ἐκεῖ.
Τέλος ὁ ἱερεὺς εὗρε μέσον τινὰ ὅρον, καὶ τὸν ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν Γιάννην τὸν Κούτρην.
― Ἂς εἶναι, μποροῦμε νὰ κάμωμε Ἀνάσταση στὴν Ἁγία Ἀναστασιά, εἶπε, καὶ ἀμέσως παίρνετε ὅλοι τὰ πράγματά σας, καὶ τὶς λαμπάδες σας ἀναμμένες, καὶ πηγαίνομεν κάτου στὴν Παναγία τὴν Δομάν, καὶ σᾶς λειτουργῶ ἐκεῖ.
― Στὴν Παναγιὰ τὴν Δομά;… μὰ εἶναι μακριά.
―Ὣς πόσο;… Σὲ μισὴ ὥρα φθάνουμε.
― Εἶναι, νά ᾽χω τ᾽ν εὐκή σ᾽, παπά, παραπάν᾽ ἀπὸ μιὰ ὥρα.
― Δὲν θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τρία τέταρτα. Ὅλ᾽ ἡ νύχτα δική μας εἶναι. Ἔχουμε καιρὸ νὰ φθάσουμε.
Ὁ Γιάννης ὁ Κούτρης ὑπεχώρησε, μὴ ἔχων ἄλλως νὰ πράξῃ.
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν εἰς τὸ ὕπαιθρον, φορέσας μαῦρον ἐπιτραχήλι, καὶ ἤρχισε ν᾽ ἀναγινώσκῃ τὴν παννυχίδα καὶ τὸ Κύματι θαλάσσης, ὅλα διαβαστά. Εἶτα ἀνάψας ἐντὸς τοῦ θυμιατοῦ μοσχολίβανον, ἐθυμίασε τοὺς παρεστῶτας ὅλους, καὶ ποιήσας ἀπόλυσιν, ἔβγαλε τὸ μαῦρον ἐπιτραχήλι, ἐφόρεσεν ἄλλο ἰόχρουν μεταξωτὸν καὶ λευκὸν φαιλόνιον (ὅλα αὐτὰ τὰ ἐξήγαγεν ἀπὸ τὸ δισάκκιον τὸ περικλεῖον τὰ ἱερά του), καὶ ἀνάψας λαμπάδα, στραφεὶς πρὸς τὸν λαόν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ μελῳδικῶς τὸ Δεῦτε λάβετε φῶς, μεθ᾽ ὃ ἔψαλε, Τὴν Ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ.
Καὶ ἀφοῦ ἤναψαν τὰς λαμπάδας ὅλοι, ἀναγνοὺς τὸ Εὐαγγέλιον, καὶ δοξάσας τὴν Ἁγίαν Τριάδα, ἤρχισε μεγάλῃ καὶ βροντώδει τῇ φωνῇ νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ἀντιψάλλοντος καὶ τοῦ υἱοῦ του, παιδίου δωδεκαετοῦς, ὅστις τὸν εἶχε συνοδεύσει ὡς συλλειτουργὸς εἰς τὴν ἐκδρομήν. Ὡραία δὲ καὶ γλυκεῖα ἦτο ἡ σκηνή, ἐντὸς τοῦ ἐρειπίου ἐκείνου, τοῦ μεγαλομαρμάρου καὶ ἐπιβλητικοῦ εἰς τὴν ὄψιν, ἀγλαϊζομένου ἀπὸ τὸ τρέμον, ὑπὸ τὴν πνοὴν τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, φῶς πεντήκοντα λαμπάδων, σκηνὴ φωτεινὴ καὶ σκιερά, διαυγὴς καὶ μυστηριώδης, ἐν μέσῳ γιγαντιαίων δρυῶν ὑψουσῶν ὑπερηφάνους τοὺς εἰς διαδήματα κορυφουμένους κραταιοὺς κλῶνας, μὲ τὰ φρίσσοντα φύλλα μαρμαίροντα ὡς χρυσαῖ φολίδες, ὑπὸ τὴν λαμπηδόνα τῶν πυρσῶν, μὲ σκιὰς καὶ σκοτεινὰ κενὰ ἐν μέσῳ τῶν κλάδων, ὅπου ἐφαντάζετό τις ἐλλοχεύοντα ἀόρατα πνεύματα, ὑπάρξαντα πάλαι ποτέ, Δρυάδες εὔσωμοι καὶ Ὀρεστιάδες ραδιναί, ἐλευθέρως ἀνάσσουσαι ἀνὰ τοὺς πυκνοὺς δρυμῶνας, καὶ σήμερον μεταμορφωθεῖσαι εἰς νυκτερινὰ τελώνια, καὶ μὴ τολμῶσαι νὰ προβάλωσιν εἰς τὸ φῶς τῶν ἀναστασίμων λαμπάδων· ἀναθαρρήσασαι πρὸς καιρὸν ἐκ τῆς φυγαδεύσεως τοῦ χριστιανικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοῦ καλλιμαρμάρου ἱδρύματος, καὶ τώρα μετὰ θάμβους βλέπουσαι τὴν ἀναζωπύρησιν τῶν πασχαλίων πυρσῶν καὶ ὀσφραινόμεναι τὴν ὀσμὴν τοῦ χριστιανικοῦ μοσχολιβάνου εἰς τὰ βάθη τοῦ δρυμῶνος.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020



Τὶ θὰ πεῖ νὰ εἶσαι ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας;
Νὰ τί θὰ πεῖ, μὲ ἁπλὰ λόγια:
Βλέπεις ἕναν φτωχὸ ποὺ ζητάει ἐλεημοσύνη; Ἀναγνώρισε σ’ αὐτὸν τὸν ἀδελφό σου καὶ ἐλέησέ τον, ἀντικρίζοντας στὸ πρόσωπό του τὸν ἴδιο τὸν Χριστό.
Σὲ ἐπισκέπτεται ἕνας ἄνθρωπος γνωστὸς ἢ καὶ ἄγνωστος; Δέξου τον ὅπως θὰ δεχόσουνα τὸν Κύριο, ἄν σοῦ χτυποῦσε τὴν πόρτα. Ἀγκάλιασέ τον μὲ τὴν ἀγάπη σου, φιλοξένησέ τον μὲ χαρὰ καὶ συζήτησε μαζί του πνευματικὰ θέματα.
Βλέπεις ἕναν κληρικό; Ἀναγνώρισέ τον ὡς ποιμένα τῶν λογικῶν προβάτων τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔργο του εἶναι νὰ ἀναγεννᾶ πνευματικὰ καὶ νὰ καθοδηγεῖ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὴν αἰωνιότητα. Νὰ πιστεύεις ὅτι στὸ πρόσωπό του ἀναπαύεται ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔχει λάβει τὴν ἐξουσία νὰ διδάσκει, νὰ τελεῖ τὰ θεῖα Μυστήρια καὶ νὰ ποιμαίνει τοὺς χριστιανούς. Τὴν εὐλογία τοῦ ἀρχιερέα ἢ τοῦ ἱερέα νὰ τὴ δέχεσαι σὰν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ εὐπείθεια νὰ τὸν ἀκοῦς ὅταν διδάσκει καὶ νουθετεῖ, ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐλέγχει καὶ ἐπιτιμᾶ.
Τὰ Μυστήρια νὰ τὰ δέχεσαι ἀπὸ τὰ χέρια του σὰν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Τὰ ἐπιτίμια νὰ τὰ δέχεσαι ὅμοια σὰν ἀπὸ τὸν Χριστό. Στὸ πρόσωπο τοῦ ἀρχιερέα νὰ τιμᾶς τὴ μορφὴ τοῦ Μεγάλου Ἀρχιερέα Χριστοῦ. Μὴν ξεχνᾶς ὅτι μέσω αὐτοῦ μεταδίδονται ἡ χάρη τῆς ἱεροσύνης καὶ κάθε ἄλλο οὐράνιο χάρισμα. Γι’ αὐτὸ νὰ ὑποτάσσεσαι στὸν ἐπίσκοπο ὅπως στὸν Κύριο, βλέποντάς τον ὡς ἀπόστολο καὶ κανονικὸ διάδοχο τῆς ἐξουσίας Ἐκείνου. Ἔτσι πιστεύει καὶ ἔτσι πολιτεύεται ὁ γνήσιος ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης

Τρίτη 17 Μαρτίου 2020


Τοῦ Θεοῦ εἶναι!
Κάποια φορὰ στὴν ἐξομολόγηση μία μητέρα τοῦ εἶπε:
–Ἀνησυχῶ πολὺ γιὰ τὰ παιδιά μου, μήπως πάθουν τίποτε, μήπως τοὺς συμβεῖ κάτι κακό. Βάζω χίλια δυὸ μὲ τὸ μυαλό μου.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦλθε ταχύτατα, σὲ ἔντονο ὕφος καὶ συγχρόνως συγκλονιστική:
– Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι δικά σου; Τοῦ Θεοῦ εἶναι! Προβατάκια Του εἶναι καὶ σὲ ἔχει βάλει νὰ τὰ φυλᾶς.
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Κυριακή 15 Μαρτίου 2020


Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς
Καί ἐμεῖς σήμερα, αὐτή τήν Β΄ Κυριακή τῆς ἁγίας νηστείας, ἑορτάζουμε ἕναν ἀπό τούς μεγάλους νικητές. Ἑορτάζουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, τόν μεγάλο ἀσκητή τοῦ Θεοῦ, τόν μεγάλο ὑπέρμαχο τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ. Αὐτός εἶναι πού σέ ὅλη του τήν ζωή ἀκολουθοῦσε τόν Σωτῆρα μας μέ τήν νηστεία, τήν προσευχή καί ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές, πού νικοῦσε ὅλους τούς δαίμονες, ὅλες τίς ἁμαρτίες, ὅλα τά πάθη αὐτοῦ τοῦ κόσμου, καί πού φώτιζε ὅλες τίς ψυχές πού ἦσαν γύρω του. Καί πού σήμερα ζῆ διά τῶν ἱερῶν συγγραμμάτων του.
Ἔτσι εἶναι καί κάθε ἅγιος. Κάθε ἅγιος τί εἶναι; Τίποτε ἄλλο παρά κάποιος πού ἀδιάκοπα σέ αὐτόν τόν κόσμο τηρεῖ μέ ζῆλο τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, κάποιος πού ἐκπληρώνει ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Καί βέβαια κάθε ἀρετή κατεβάζει στήν ψυχή τό Οὐράνιο Θεῖο Φῶς.
Οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ τίς ἅγιες ἀρετές ἔδιωξαν ἀπό μέσα τους κάθε σκοτάδι ἁμαρτίας, κάθε ζόφο, κάθε δαιμονικό σκότος καί κάθε κόλασι. Γι’ αὐτό κάθε Ἅγιος ζωγραφίζεται ἔτσι, ὥστε νά βγαίνῃ ἀπό μέσα του φῶς καί γύρω ἀπό τό κεφάλι του νά ἔχῃ φωτοστέφανο. Ὅλα μέσα του λάμπουν. Σκέψεις ἅγιες καί λαμπρές. Φῶς ἐκπέμπεται ἀπό τό κεφάλι του καί ἀπό ὅλο τό εἶναι του. Καθάρισε τό σῶμα του καί τήν ψυχή του ἀπό τά πάθη, ἀπό τό σκότος, ἀπό τήν ἀχλύ, καί γι’ αὐτό φῶς ἐκχέεται ἀπό αὐτόν.
Τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τέτοιος εἶναι ὁ ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, τέτοιοι εἶναι ὅλοι οἱ Ἅγιοι, ἀπό τόν πρῶτο μέχρι τόν τελευταῖο. Καί ὅλοι αὐτοί εἶναι ἐδῶ, μαζί μας, στήν ’Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ, οἱ ζῶντες παιδαγωγοί μας, σύγχρονοί μας. Οἱ Ἅγιοι δέν πεθαίνουν. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου δέν πεθαίνει ἀπό τότε πού ὁ Κύριος ἀναστήθηκε. Καί τό σῶμα μας θά ἀναστηθῇ τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Ὅλοι αὐτοί εἶναι ζῶντες, σύγχρονοί μας. Μᾶς βοηθοῦν. Ὅλοι ἐμεῖς ἀποτελοῦμε ἕνα σῶμα ἐν Χριστῷ, τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, καί οἱ Ἅγιοι μᾶς βοηθοῦν καί μᾶς ὁδηγοῦν στίς ὁδούς τῶν εὐαγγελικῶν ἀρετῶν.
Νάἐδῶ εἶναι  Γρηγόριος  Παλαμᾶς μεγάλος ἀσκητήςγιά νά μᾶς ὁδηγῇ στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦνά μᾶς ὁδηγῇ πρός ὅλες τίς νίκες κατά τῆς ἁμαρτίαςκατά τοῦ θανάτουκατά τοῦ διαβόλουἜχει τήν ἱκανότητα, ἔχει τήν δύναμι. Τήν ἔλαβε καί τήν λαμβάνει ἀπό τόν Κύριο. Καί τήν μοιράζει σέ ὅλους μας, ὥστε ὁ καθένας μας νά ἀσκῇ τήν ἀληθινή νηστεία. Ἡ ἀληθινή νηστεία εἶναι ἐγκράτεια ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀπό κάθε πάθος, ἐγκράτεια στό φαγητό γιά νά μήν ὑπερηφανεύεται τό σῶμα, γιά νά μή ξεσηκώνονται τά πάθη, ἀλλά μέ πίστι, στερούμενο τό φαγητό, νά βιάζεται στήν ἐγκράτεια ἀπό κάθε κακό.
Ἐμεῖς, ὁ κάθε ἕνας μας, ἄς παραστήσουμε σεσωσμένες τίς ψυχές μας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὁ Ὁποῖος μᾶς παρέδωσε τήν νηστεία σάν νίκη κατά τοῦ διαβόλου, ὥστε μέ χαρά στήν ψυχή μας νά φθάσουμε στήν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἄς ἀναστηθοῦμε μαζί Του ἀπό κάθε θάνατο, ἄς νικήσουμε ὁριστικά καί γιά πάντα κάθε ἁμαρτία μέσα μας, κάθε πάθος, κάθε διάβολο, ὥστε νά μπορέσουμε σύν πᾶσι τοῖς Ἁγίοις νά Τόν δοξάσουμε στήν γῆ καί στόν οὐρανό, αὐτόν τόν Θαυμαστό καί Ἀναντικατάστατο Θεό καί Κύριο, τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν μοναδικό Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων σέ ὅλους τούς κόσμους. Ἀμήν.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020



Διὰ νὰ γίνωμεν ἀρεστοὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους
Εἶναι χαρακτηριστικὸν ὅτι, ἐνῶ οἱ Πατέρες καὶ αἱ Σύνοδοι μίαν εἶχον ἀγωνίαν, νὰ ὁμιλοῦν συμφώνως πρὸς τὴν ἀποστολικὴν καὶ πατερικὴν πίστιν διὰ νὰ μὴ παρεκκλίνουν αὐτῆς οὔτε κατὰ ἕν ἰῶτα, οἱ σύγχρονοι θεολόγοι ἐνδιαφερόμεθα περισσότερον διὰ τὴν προσαρμογὴν καὶ συμφωνίαν τῶν λεγομένων πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ κόσμου, διὰ νὰ γίνωμεν ἀρεστοὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους ἢ διὰ νὰ σώσωμεν δῆθεν τὸν κόσμον. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι τραγικόν. Ἀντὶ νὰ μεταμορφωθῆ ὁ κόσμος εἰς Ἐκκλησίαν διὰ νὰ σωθῆ, μεταμορφούμεθα ἡμεῖς εἰς κόσμον.
Ἡ τακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν ὑπεύθυνοι ἐκπρόσωποι τῆς Ὀρθοδοξίας δίδει τὴν ἐντύπωσιν ὅτι τὸ ὅλον θέμα δὲν ἀντιμετωπίζεται «συνοδικῶς» ἀλλὰ κατὰ τρόπον ὁλοκληρωτικὸν καὶ συγκεντρωτικόν. Ὑπάρχουν πολλαὶ ἐνδείξεις ὅτι δὲν ἐπιζητεῖται ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι συνοδικὴ διάσκεψις διὰ τὴν χάραξιν τῆς ἐνδεδειγμένης ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων γραμμῆς, ἀλλὰ καταβάλλεται προσπάθεια νὰ «ρυμουλκηθῆ» ἡ Ἐκκλησία εἰς προκαθωρισμένας θέσεις.
Εἶναι χαρακτηριστικὰ τὰ ὅσα γράφει ὁ Καθηγητὴς Ἰω. Καρμίρης διὰ τὸν τρόπον καθ’ ὅν ἐλαμβάνοντο αἱ ἀποφάσεις εἰς τὴν Πανορθόδοξον διάσκεψιν τῆς Γενεύης τοῦ 1968: «Ἀλλ’ ὁ Σεβ. Πρόεδρος, ἐπειγόμενος ἵνα ἐπιτύχη ὁπωσδήποτε τὴν ταχείαν ἐπιψήφισιν τῶν σχεδίων ἀποφάσεων ἀμεταβλήτων, διέκοψεν ἀντικανονικῶς τὴν ἀρξαμένην συζήτησιν… Δυστυχῶς ἐν τῷ σημείῳ τούτῳ ὁ Σεβ. Πρόεδρος, κατὰ τρόπον ὅλως ἀνεπίτρεπτον, διέκοψεν ὁμιλοῦντα Καθηγητήν, ἵνα μὴ δῆθεν ἡ παρέμβασίς του ὑπερβῆ πεντάλεπτον χρονικὴν διάρκειαν, τὸ ἥμισυ περίπου τῆς ὁποίας εἶχε διατεθῆ διὰ τὴν μετάφρασιν, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἀπῆντα ἀπεριορίστως καὶ ἐν μονολόγῳ σχεδὸν πρὸς ἕκαστον ὁμιλητὴν κεχωρισμένως, ἀποφεύγων ἐκ συστήματος πᾶσαν προτεινομένην μεταβολὴν καὶ βελτίωσιν τῶν κειμένων».
Καὶ δὲν εἶναι μόνον αὐτό. Οἱ μὴ συμφωνοῦντες πρὸς τὴν γραμμὴν αὐτὴν δὲν καλοῦνται νὰ συμμετάσχουν εἰς τὴν διαμόρφωσιν τῆς οἰκουμενικῆς πολιτικῆς τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ αἱ ἀπόψεις των δὲν ἐμφανίζονται εἰς ἐπίσημα ἐκκλησιαστικὰ περιοδικά.
Βοηθεῖ ἄραγε ἡ τακτικὴ αὐτὴ διὰ νὰ ἐκφράση ἡ Ὀρθοδοξία τὸ φρόνημά της; Διατί, ἔπειτα, παρατηρεῖται τόση σπουδή (ἐνίοτε πεισματώδης) πρὸς τὴν ἕνωσιν, χωρὶς νὰ λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν ὁ μέγας ἀριθμὸς τῶν σκανδαλιζομένων Ὀρθοδόξων καὶ ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος; Διατὶ ἐν ὀνόματι τῆς ἑνώσεως μετὰ τῶν ἑτεροδόξων ὁδηγοῦμεν τοὺς Ὀρθοδόξους εἰς σχίσμα;
Καὶ εἶναι δυνατὸν ὁ Θεὸς νὰ εὐλογήση τὴν ἕνωσιν ἡ ὁποία προετοιμάζεται κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον;
Εἰς τὸν ἀντορθόδοξον τρόπον ἐπιβολῆς τῆς γραμμῆς αὐτῆς ἐπὶ τῆς συνόλου Ἐκκλησίας ὑπάρχει μία ἐνστικτώδης ἀντίδρασις ἐκ μέρους ζηλωτῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἀντίδρασις δὲν εἶναι δυστυχῶς πάντοτε θεολογικὴ καὶ δι’ αὐτὸ πειστική. Αἱ ἀκρότητες τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ ἡ μὴ θεολογικὴ ἀντίδρασις πολλῶν ἀντιφρονούντων δημιουργεῖ ἐπικίνδυνον πόλωσιν, φυγαδεύει τὴν ἀγάπην, σχίζει τὴν Ἐκκλησίαν καὶ δὲν βοηθεῖ εἰς τὴν ψύχραιμον συζήτησιν τοῦ σοβαρωτάτου αὐτοῦ θέματος. Ὅσοι ζῶμεν ἐκ τοῦ πλησίον τὴν κατάστασιν, αἰσθανόμεθα ὅτι δὲν ὑπάρχουν περιθώρια περαιτέρω ὀξύνσεώς της χωρὶς κίνδυνον μίας φοβερᾶς καταστροφῆς διὰ τὴν Ἐκκλησίαν. Ἐκτὸς τούτου, τὸ δυναμικὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀπασχολεῖται εἰς ἀντεγκλήσεις καὶ δὲν ἀξιοποιεῖται διὰ τὸν εὐαγγελισμὸν τοῦ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου εὑρισκομένου λαοῦ μας.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης