Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὁ Ἀμερικάνος (β)

Εἶχεν εἰσέλθει ἄνθρωπος ὑψηλός, καλοφορεμένος, ὣς σαρανταπέντε ἐτῶν, ὡραῖος, ἀνοικτοπρόσωπος, ἐξυρισμένος μύστακα καὶ γένειον, πλὴν ὀλίγων τριχῶν ὑπὸ τὸν πώγωνα καὶ πρὸς τὸν λαιμόν, μὲ παχεῖαν χρυσῆν καδέναν ἐπὶ τοῦ στήθους, ἀφ᾽ ἧς ἐκρέμαντο μικρὸν ἐγκόλπιον καί τινες βῶλοι χρυσοῦ. Ποίας φυλῆς, ποίου κλίματος ἦτο, δυσκόλως ἠδύνατο νὰ εἰκάσῃ τις. Ἐφαίνετο ἀποκτήσας οἱονεὶ ἐπίχρισμα ἐπὶ τοῦ προσώπου, ὡς προσωπίδα τινὰ ἄλλου κλίματος, εὐζωίας καὶ πολιτισμοῦ, ὑφ᾽ ἣν ἐλάνθανε κρυπτομένη ἡ ἀληθὴς καταγωγή του. Ἐβάδιζε μὲ βῆμα ἀβέβαιον, ρίπτων βλέμμα ἔτι ἀβεβαιότερον πρὸς τὰ περὶ αὑτὸν πρόσωπα καὶ πράγματα, ὡς νὰ προσεπάθει νὰ κατατοπισθῇ ὅπου ἦτο.

Ἐνῷ πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου ἠρνήθη, ὡς διηγεῖτο ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης, ν᾽ ἀποβιβασθῇ εἰς τὴν πολίχνην, ἅμα ἐνύκτωσε παρεκάλεσε τὸν ἐπὶ τοῦ πλοίου μείναντα ναύτην, ὅστις, ἐπειδὴ δὲν ἦτο ἐντόπιος, δὲν εἶχε ποῦ νὰ ὑπάγῃ, κ᾽ ἔμεινε φύλαξ τῆς σκούνας, νὰ τὸν ἀποβιβάσῃ εἰς τὴν ξηράν. Ὁ ναύτης ὑπήκουσεν. Ὁ ξένος ἄφησε τὴν ἀποσκευήν του, συγκειμένην ἀπὸ τρεῖς ὑπερμεγέθεις κασσέλας, εἰς τὸν θάλαμον τῆς πρῴρας, κ᾽ ἐξῆλθεν. Ἅμα ἀποβιβασθείς, εὑρέθη εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, κ᾽ ἐκοίταξε δεξιὰ-ἀριστερά, ὡς νὰ μὴ ἐγνώριζε ποῦ εὑρίσκετο. Ἔξω εἰς τὸ ὕπαιθρον ἄνθρωποι δὲν ἦσαν, διότι ἦτο ψῦχος δριμύ· τὰ βουνὰ χιονισμένα ὁλόγυρα. Ἦτο τῇ 24 Δεκεμβρίου 187… Ἐκοίταξεν ἐντὸς εἰς δύο ἢ τρία καπηλεῖα καὶ καφενεῖα, εἶτα εἰς δύο ἐμπορικο-παντοπωλεῖα διφυῆ, οἷα τὰ τῶν χωρίων. Ἀλλὰ δὲν ἐφάνη εὐχαριστημένος, ὡς μὴ ἀναγνωρίσας αὐτά, κ᾽ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του. Ἀνέβη εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν, ἔμπροσθεν τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἐκεῖ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισε τὸ μέρος. Καὶ δὲν ἔκαμε μὲν τὸν σταυρόν του, ἅμα εἶδε τὴν ἐκκλησίαν, ἀλλ᾽ εἰς τὸ σκότος ἔβγαλε τὸ καπέλον του, καὶ πάλιν τὸ ἐφόρεσεν, ὡς νὰ συνήντησε παλαιὸν φίλον καὶ τὸν ἐχαιρέτα. Εἶτα προσέβλεψεν ἀριστερά, εἶδε τὸ μικρὸν οἰνοπαντοπωλεῖον τοῦ Μπέρδε, κ᾽ ἐπλησίασεν. Ἐστάθη ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμὰς κ᾽ ἐκοίταξεν ἐντός. Τέλος εἰσῆλθεν. Εἶναι ἀληθὲς ὅτι δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν πλοίαρχον Ἰμβριώτην, ὅστις, καίτοι πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἐσκιάζετο ἐν μέρει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς συναδέλφους του, μεθ᾽ ὧν συνέπινε, τοὺς στρέφοντας τὰ νῶτα πρὸς τὴν θύραν, κ᾽ ἐπεπροσθεῖτο ἀπὸ ἄλλον τινὰ ὅμιλον ὀρθῶν ἱσταμένων καὶ πινόντων παρὰ τὸ λογιστήριον, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἵσταντο αἱ φιάλαι μὲ τὰ ποτά. Ἐὰν τὸν εἶχεν ἰδεῖ, ἴσως δὲν θὰ εἰσήρχετο.

― Νά ὁ Ἀμερικάνος, ἐπανέλαβεν ὁ πλοίαρχος Ἰμβριώτης δείξας τὸν εἰσελθόντα πρὸς τοὺς συναδέλφους του.

Οἱ τέσσαρες ἐμποροπλοίαρχοι ἔστρεψαν τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς τὸν νεωστὶ ἐλθόντα καὶ τὸν ἐκοίταξαν ἀπλήστως.

― Μπόνο πράτιγο*, σινιόρε, ἔκραξεν ὁ Ἰμβριώτης· ἀπεφάσισες, βλέπω, κ᾽ ἐβγῆκες.

Ὁ ξένος ἔκαμε σημεῖον χαιρετισμοῦ μὲ τὴν χεῖρα.

― Πλήιζ κάπτην (ὁρίστε καπετάνιε), εἶπεν εἷς τῶν ἐμποροπλοιάρχων, ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος, ἰδιοκτήτης μεγάλου βρικίου, ὅστις εἶχε κάμει δύο ταξίδια εἰς τὸν ὠκεανόν, μέχρι Λονδίνου, καὶ εἶχε μάθει ὀκτὼ ἢ δέκα ἀγγλικὰς φράσεις.

― Θὲγκ-ἰοὺ σέρ (εὐχαριστῶ, κύριε), ἀπήντησεν εὐγενῶς ὁ ξένος.

Καὶ ἔρριψε μίαν δεκάραν εἰς τὸ λογιστήριον, εἰπὼν εἰς τὸν παῖδα μόνον τὴν λέξιν ταύτην: «ρούμ!» Λαβὼν δὲ εἰς τὴν χεῖρα τὸ ποτήριόν του, διὰ νὰ μὴ δείξῃ ὅτι ἀπέφευγε συστηματικῶς τοὺς ἀνθρώπους, ἐπλησίασε πρὸς τὸν ὅμιλον, καὶ εἶπεν ἑλληνιστί, μετά τινος παχυστομίας καί δυσκολίας περὶ τὴν προφοράν.

― Εὐχαριστῶ, κύριοι· δὲν εἶμαι νὰ καθίσω νὰ κάμω τώκ, καὶ δύσκολο σ᾽ ἐμένα νὰ κάμω τὼκ ρωμέικα.

― Τί λέει; εἶπε συνοφρυωθεὶς ὁ καπετὰν Θύμιος ὁ Κουρασάνος· δὲ θέλει νὰ κάμῃ τόκα μαζί μας;

Ὁ ξένος ἤκουσε, κ᾽ ἔσπευσε νὰ ἐπανορθώσῃ τὴν παρανόησιν.

― Μὲ συμπάθειο, κύριε· εἶπα, νὰ κάμω τώκ, νὰ κάμω κονβερσατσιόνε, πῶς τὸ λένε;

― Θέλει νὰ πῇ, δυσκολεύεται νὰ κάμῃ κουβέντα στὴ γλῶσσά μας, εἶπεν ἐννοήσας ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης.

― Ἄ! ναί, κουβέντα, εἶπεν ὁ ξένος· ξέχασα τὰ λόγια ρωμέικα.

― Ἂντ χουὲρ γιοὺ κόμ; εἶπεν ὁ Κουρασάνος, σολοικίζων ἀγγλιστὶ τὸ: πόθεν ἔρχεσαι;

― Στὴν ὥρα ἐδῶ ἦρθα, ἀπήντησεν ὁ Ἀμερικάνος· ὕστερα δὲν ξέρω, κι ἄλλα ταξίδια θὰ κάμω.

Ὁ καπετὰν Κουρασάνος τὸν ἐκοίταξε μηδὲν ἐννοῶν.

― Δὲν κάθεσαι, σινιόρε; εἶπεν ὁ Ἰμβριώτης· ποῦ θὰ βρῇς καλύτερα;

― Δὲν κάθομαι, πάω νὰ κάμω γουώκ, νὰ φέρω γῦρο, πῶς τὸ λέτε;

― Νὰ κάμῃς σπάτσιο;

― Ἄ, ναί, σπάτσιο, εἶπεν ὁ ξένος· ναί, βλέπω, σὰν δὲν εἰπῇ ἕνας λόγια ἰταλικά, δὲν καταλαβαίνει ἄλλος ρωμέικα.

Ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ, κ᾽ ἐστράφη πρὸς τὴν θύραν. Οἱ πέντε πλοίαρχοι ἔμειναν πλέοντες, μετὰ τὴν συνδιάλεξιν ταύτην, εἰς μεγαλύτερον πέλαγος ἀγνοίας, ἢ εἰς ὅσον πρὶν εἶχον ἀναχθῆ ἐκ τῶν ἐξηγήσεων τοῦ συναδέλφου των Ἰμβριώτη.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὁ Ἀμερικάνος (α)

Τοῦ Δημήτρη τοῦ Μπέρδε τὸ μαγαζὶ ὡμοίαζε, τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, μὲ βάρκαν, κατὰ τὸ φαινόμενον φουρτουνιασμένην, δευτερόπρυμα πλέουσαν, πληττομένην ὑπὸ τῶν κυμάτων τὴν μίαν πλευράν, μὲ τὸ ὕδωρ εἰσπηδῶν ἀπὸ τὴν κωπαστὴν καὶ περιρραντίζον τοὺς δυστυχεῖς ἐπιβάτας, ὅπου ὁ κυβερνήτης καὶ ὁ ναύτης του φαίνονται περιφρόντιδες, δίδοντες καὶ λαμβάνοντες προστάγματα εἰς ἀκατάληπτον γλῶσσαν, ὁ μὲν ἰθύνων μετὰ βίας τὸ πηδάλιον, ὁ δὲ λύων καὶ δένων τὰ ἱστία, βοηθῶν διὰ τῆς κώπης ἐκ τοῦ ὑπηνέμου, ἀμφότεροι τρέχοντες ἀπὸ τὴν πρύμνην εἰς τὴν πρῷραν, καταπτοοῦντες τοὺς ἀπειροτέρους τῶν ἐπιβατῶν, περιρραινομένους ἀπὸ τὸ ἀφρίζον κῦμα, ὀσφραινομένους ἐγγύθεν καὶ γευομένους τὴν ἅλμην. Ἐξημέρωναν δὲ Χριστούγεννα, καὶ ἕκαστος τῶν πελατῶν ἐπεθύμει νὰ κάμῃ τὰ ὀψώνιά του. Ὁ κὺρ Δημήτρης ὁ Μπέρδες ἔτρεχεν ἐμπρός, ὀπίσω, ἐκέρνα νοθευμένα τοὺς πελάτας, ἐπώλει ξίκικα εἰς τοὺς ἀγοραστάς, μὲ τὴν τρικυμίαν ἐσκορπισμένην εἰς τὴν ὄψιν καὶ τὴν γαλήνην ταμιευμένην ἐν τῇ καρδίᾳ, γοητευόμενος ἀπὸ τὰς φωνὰς τῶν θαμώνων, ἐνθουσιῶν ἀπὸ τὸν κρότον τῶν κερμάτων, τῶν πιπτόντων διὰ τῆς ἄνωθεν ὀπῆς, ὡς τὰ στρουθία εἰς τὴν παγίδα, εἰς τὸ καλῶς κλειδωμένον συρτάρι του. Τὸ παιδί, ὁ δεκαπεντούτης Χρῆστος, ἀνεψιός του ἐξ ἀδελφῆς, δὲν ἐπρόφθανε νὰ γεμίζῃ φιάλας ἐκ τοῦ βαρελίου, νὰ κακοζυγίζῃ βούτυρον ἐκ τοῦ πίθου, νὰ κενώνῃ μέλι ἐκ τοῦ ἀσκοῦ, μὲ τὴν ποδιὰν ὑψηλὰ εἰς τὸ στῆθος περιδεδεμένην, κ᾽ ἐξελαρυγγίζετο νὰ φωνάζῃ ἀμέσως! εἰς ὀκτὼ διαφόρους τόνους καὶ ὕψη· λέξιν τὴν ὁποίαν μὲ τὸν καιρὸν εἶχε κατορθώσει νὰ κολοβώσῃ εἰς ἀμές! εἶτα νὰ συντάμῃ εἰς ᾽μές! καὶ τέλος ν᾽ ἁπλοποιήσῃ εἰς ἔς!

Εἰς μίαν γωνίαν τοῦ μαγαζείου ὅμιλος ἐκ πέντε ἀνδρῶν ἐκάθηντο κ᾽ ἔπιναν τὴν μαστίχαν των, πρὶν διαλυθῶσι καὶ ἀπέλθωσιν οἴκαδε διὰ τὸ δεῖπνον. Ἦσαν ὅλοι ἐμποροπλοίαρχοι τοῦ τόπου, περιμένοντες τὴν κατάδυσιν τοῦ Σταυροῦ διὰ ν᾽ ἀποπλεύσωσι, κ᾽ ἐδεξιοῦντο ἕνα συνάδελφόν των, ἐκείνην τὴν ἑσπέραν φθάσαντα αἰσίως μὲ τὴν σκούναν του, τὸν καπετὰν Γιάννην τὸν Ἰμβριώτην· ἔκαμαν ὅλοι μὲ τὴν σειρὰν τὰ μουσαφιρλίκια, εἶτα ὁ καπετὰν Γιάννης ἠθέλησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς κάμῃ τὰ σαλαμετλίκια*. Εἶτα εἷς ἕκαστος τῶν φίλων ἐπροθυμήθη νὰ κάμῃ κ᾽ ἐκ δευτέρου τὰ μουσαφιρλίκια, καὶ πάλιν ὁ καπετὰν Ἰμβριώτης ἐξανάκαμε τὰ σαλαμετλίκια. Ἕως ἐδῶ εὑρίσκοντο καὶ ὡμίλουν ζωηρῶς περὶ πραγμάτων τοῦ ἐπαγγέλματός των, περὶ ναύλων, κεσατίων, περὶ σταλίας, περὶ φορτώσεων κ᾽ ἐκφορτώσεων, περὶ ναυαγίων καὶ ἀβαριῶν. Ὁ καπετὰν Γιάννης διηγεῖτο διὰ μακρῶν τὰ τοῦ τελευταίου ταξιδίου του, καὶ εἶπεν ὅτι, ἀκουσίως του, ἕνεκα δυστροπίας τῶν τουρκικῶν ἀρχῶν, ἠναγκάσθη νὰ διατρίψῃ ἐπὶ ἡμέρας ἐν Βόλῳ, ὅπου εἶχε προσεγγίσει πρὸς μερικὴν ἐκφόρτωσιν.

― Ἄ! δὲν σᾶς εἶπα καὶ γιὰ ἕνα γιουλτζὴ ποὺ πῆρα ἀπ᾽ τὸ Βόλο, εἶπε.

―Ἐπῆρες κανέναν ἐπιβάτη ἀπ᾽ τὸ Βόλο; ἠρώτησεν εἷς τῶν φίλων του.

― Δὲν ἠθέλησε νὰ ξεμπαρκάρῃ, ἔμεινε μὲς στὴ σκούνα. Τοῦ εἶπα νὰ τὸν πάρω μ᾽σαφίρη στὸ σπίτι, καὶ δὲ θέλησε.

― Καὶ γιὰ ποῦ πάει;

―Ἕως ἐδῶ, κατὰ τὸ παρόν. Τὸν ἠρώτησα, δὲν ἠθέλησε νὰ μοῦ πῇ.

― Καὶ τί δουλειὰ ἔχει ἐδῶ;

― Τί ἄνθρωπος εἶναι;

― Πῶς σοῦ φάνηκε; διεσταυροῦντο αἱ ἐρωτήσεις τῶν πλοιάρχων.

― Εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ξουραφισμένο τὸ μουστάκι καὶ τὰ γένεια, κ᾽ ἔχει ἀφημένες μόνον τρίχες ἀποκάτ᾽ ἀπ᾽ τὸ σιαγόνι καὶ στὸ λαιμό. Μοῦ φάνηκε σὰν Ἐγγλέζος, σὰν Ἀμερικάνος, μὰ ὄχι πάλι σωστὸς Ἐγγλέζος οὔτε σωστὸς Ἀμερικάνος· τὰ ὀλίγα λόγια ποὺ μοῦ εἶπε ρωμέικα, τὰ εἶπε μ᾽ ἕναν τρόπο δύσκολο καὶ συλλογισμένο, ὄχι καὶ πολὺ ξενικό, σὰν νὰ ἤξερε μιὰ φορὰ ρωμέικα καὶ τὰ ξέχασε. Τὲς πλειότερες φορὲς συνεννοηθήκαμε μὲ κάτι λίγα ἰταλικὰ ποὺ ξέρω κ᾽ ἐγώ.

― Σοῦ εἶπε τ᾽ ὄνομά του;

― Στὰ χαρτιὰ τὸν ἐπέρασα ὡς Τζὼν Στόθισον, μὲ ἀμερικάνικο πασαπόρτι.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ καπετὰν Γιάννης, ὅστις ἐκάθητο ἐρείδων τὰ νῶτα ἐπὶ τοῦ τοίχου, πρὸς τὴν θύραν βλέπων, ἀκουσίως ἀνέκραξεν:

― Ἄ! νά τος!

Ὅλοι ἐστράφησαν πρὸς τὴν θύραν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

 


Διήγηση ὠφέλιμη (β)

Ὅταν ἦταν νά ξεκινήσουν μέ τό ἀτμόπλοιο γιά τό Ἅγιον Ὄρος, πέρασαν ἀπό τό τελωνεῖο, στό ὁποῖο ὅμως τούς ἀπαγόρευσαν τήν ἐπιβίβαση, διότι τούς θεώρησαν κατασκόπους. Τά χαρτιά τους ἦταν ὅλα νόμιμα, ἀλλά αὐτό δέν ἔπαιξε κανένα ρόλο. Δέν τούς φυλάκισαν· τούς ἔβαλαν ὅμως ὑπό ἐπιτήρηση σέ ξενοδοχεῖο στό ὁποῖο κατέλυσαν. Περνοῦσαν οἱ μέρες, τελείωναν τά χρήματά τους, χωρίς νά τούς δίνεται ἄδεια νά ἀναχωρήσουν γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Μιά μέρα ἀποφάσισε ὁ Κωνσταντίνος νά πάῃ στό Διοικητήριο, νά παρουσιασθῇ στόν Πασᾶ, νά τοῦ πῇ τήν περίπτωσή τους, ἐλπίζοντας ὅτι ἐκεῖνος θά τούς ἐπιτρέψη νά ἀναχωρήσουν γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Πρίν πάει ὅμως στό Διοικητήριο πέρασε πάλι ἀπό τόν τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὅπου τοῦ γεννήθηκε ἕνας νέος ἀδιάκριτος εὐλαβής πόθος, πού ὄξυνε περισσότερο τόν πειρασμό του. Ἀφοῦ γιά ἀρκετή ὥρα προσευχήθηκε μέ κατάνυξη καί δάκρυα στόν ἅγιο Δημήτριο, νά μεσιτεύση στόν Κύριο νά ἀφεθοῦν ἐλεύθεροι καί νά πᾶνε στό Ἅγιον Ὄρος, κάθησε γιά λίγο νά ἀναπαυθῇ καί ἦλθε στήν σκέψη του ὅλο τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Συλλογιζόμενος τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου τοῦ ἦλθε ἐπιθυμία νά μαρτυρήσῃ κι αὐτός γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Βρῆκε μάλιστα ὡς καλή εὐκαιρία τήν ἐπίσκεψή του στό Διοικητήριο. Ἐνθυμούμενος προφανῶς τούς Νεομάρτυρες, σκέφθηκε ὅτι ἐκεῖ θά μποροῦσε νά δώσῃ ἀφορμή στούς Τούρκους νά τοῦ ποῦν κάτι γιά τήν πίστη του. Αὐτός θά χαρακτήριζε πλάνη τήν δική τους πίστη καί θά ὁμολογοῦσε σταθερά τήν πίστη του στόν Χριστό, ἕτοιμος νά ὑποστῇ γι’ Αὐτόν καί τόν θάνατο.

Ἀμέσως ἔβαλε σέ ἐνέργεια τήν ἐπιθυμία του. Στό Διοικητήριο ὅμως δέν συνάντησε τόν Πασᾶ, συνάντησε τόν ἐκπρόσωπό του, στόν ὁποῖο μίλησε μέ θάρρος γιά τήν περίπτωσή τους, λέγοντάς του: «Δέν εἶστε καλοί ἄνθρωποι, εἶστε ἄδικοι». Ἐξόργισε τόν ἐκπρόσωπο τοῦ Πασᾶ, ὁ ὁποῖος, χωρίς νά τοῦ πῇ τίποτε γιά τήν πίστη του, χωρίς νά κάνη ἀναφορά στόν Χριστό ἤ τόν Μωάμεθ, τόν συνέλαβε καί μέ συνοδεία 30-35 στρατιωτῶν τόν πήγαινε στόν Λευκό Πύργο γιά ἐκτέλεση. Ὁ π. Φιλόθεος εἶχε θάρρος, ἀλλά καί λύπη, γιατί δέν τοῦ εἶπαν τίποτε γιά τήν πίστη. Θά πέθαινε, ἀλλά ὄχι γιά τήν πίστη.

Κάποια στιγμή, ἐνῷ προχωροῦσαν γιά τόν Λευκό Πύργο, σταμάτησε τούς στρατιῶτες ὁ ἴδιος ὁ Πασᾶς, ὁ ὁποῖος ἐπετίμησε τόν ἐκπρόσωπό του, γιατί κατεδίκασε ἄδικα σέ θάνατο αὐτόν τόν νέο, καί μάλιστα χωρίς νά ἔχη ὁ ἴδιος καμμία ἐνημέρωση.

Ὁ Πασᾶς ἀπελευθέρωσε τόν Κωνσταντίνο καί ἔδωσε ἐντολή σέ ἕναν στρατιώτη του, νά τόν ὁδηγήση στό ἀτμόπλοιο «Μυκάλη», πού ἦταν ἀγκυροβολημένο στό λιμάνι τῆς Θεσσαλονίκης, γιά νά ἐπιστρέψῃ μέ αὐτό στήν Ἑλλάδα. Πράγμα πού ἀμέσως ἔγινε. Ἔτσι, ὁ Κωνσταντίνος ἀντί γιά τό Ἅγιον Ὄρος βρέθηκε πάλι πίσω, στήν ἐπικράτεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους. Τό θαυμαστό εἶναι ὅτι, ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ ἴδιος ὁ Πασᾶς, ἐνῷ κοιμόταν τόν ἐπισκέφθηκε ὁ ἅγιος Δημήτριος, πού τοῦ εἶπε νά σηκωθῇ, νά ντυθῇ καί νά πάῃ στήν συγκεκριμένη ὁδό γιά νά ἀπελευθερώσῃ ἕναν νέο πού ἄδικα δικάστηκε ἀπό τόν ἰδιαίτερο γραμματέα του καί ὁδηγεῖται τώρα στόν θάνατο. Τοῦ εἶπε μάλιστα, ἀφοῦ τόν ἀπελευθερώσει, νά τόν ὁδηγήσῃ στό συγκεκριμένο ἀτμόπλοιο, πού θά τόν φέρη στήν ἐλεύθερη Ἑλλάδα.

Ἀπό αὐτόν τόν πειρασμό ὁ μακαριστός π. Φιλόθεος ἔβγαλε γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του δύο σημαντικά συμπεράσματα: Πρῶτον, δέν ἀντιλέγουμε στόν πνευματικό μας Πατέρα, ἀκολουθώντας τήν δική μας ἀντίθετη γνώμη. Ἔπρεπε νά θεωρήσῃ τήν γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν Λογγοβάρδα ὡς θέλημα Θεοῦ. Καί δεύτερον, ὁ ζῆλος και ὁ πόθος τοῦ μαρτυρίου πρέπει νά συνυπάρχουν μέ λόγο καί αἰτία. Δέν βάζουμε τόν ἑαυτό μας σέ ἀναίτιο πειρασμό. Ἡ διήγηση τοῦ π. Φιλοθέου δείχνει ὅτι ἡ κατάνυξη και ὁ ἐνθουσιασμός μποροῦν νά μᾶς παραπλανήσουν. Γι’ αὐτό πρέπει νά τιθασσεύονται ἀπό τήν γνώμη τῶν ἐμπειροτέρων.

Γνωρίζουμε ὅτι αὐτά τά σωτήρια συμπεράσματα τοῦ π. Φιλοθέου εἶναι δυσκολοχώνευτα «πνευματικά βρώματα» γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, στήν ὁποία ὄχι μόνον ἡ γνώμη, ἀλλά καί ἡ πλέον ἀχαλίνωτη καί ἀφύσικη ἐπιθυμία θεωροῦνται σχεδόν ἱερές καί ἡ ἐκπλήρωσή τους δικαίωμα, πού πρέπει ὅλοι νά ἀποδέχονται καί νά σέβονται.

Ἱερότερη ὅμως γιά ἐμᾶς πρέπει νά εἶναι ἡ γνώμη τῶν φίλων τοῦ Χριστοῦ.

π. Θωμᾶς Βαμβίνης

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

 


Διήγηση ὠφέλιμη (α)

Ὁ Ὀκτώβριος, μήνας τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ἔφερε στήν «ἁγιολογική ἐπικαιρότητα» τόν βίο καί τά θαύματα τοῦ Μεγαλομάρτυρα Μυροβλήτη. Σέ ἕνα ἀπό αὐτά θά ἀναφερθοῦμε στήν συνέχεια, παίρνοντάς το ἀπό τήν αὐτοβιογραφία τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου. Εἶναι μιά ἐπίκαιρη καί ὠφέλιμη διήγηση. Ὁ Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος, ἐπιθυμώντας ἀπ’ τήν νεότητά του τόν αὐθεντικό βίο, ἀναζητοῦσε καθοδηγητές, πού θά τοῦ ὑποδείκνυαν τήν ὁδό πού ἔπρεπε νά ἀκολουθήσῃ. Σέ αὐτήν τήν ἀναζήτηση καθοριστικές ἦταν οἱ γνῶμες τοῦ π. Εὐσεβίου Ματθοπούλου καί τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ π. Εὐσέβιος τόν συμβούλευσε νά ἐκπληρώσῃ τήν στρατιωτική του ὑποχρέωση, ἀποδίδοντας τά Καίσαρος Καίσαρι, καί κατόπιν νά ἀναχωρήσῃ ἀπό τόν κόσμο γιά νά ὑπηρετήσῃ τόν Οὐράνιο Βασιλέα.

Ἄκουσε τήν συμβουλή του καί κατά τήν στρατιωτική του θητεία (ἡ Μονάδα του στρατοπέδευε στήν Ἀθήνα) συνέχισε νά ἔχη ἐπαφή μαζί του, παρακολουθώντας τίς ὁμιλίες του στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, στό Μοναστηράκι. Ἔτρεχε ὅμως καί σέ ἄλλες πνευματικές ἑστίες, ἄκουγε καί ἄλλους ἱεροκήρυκες, παίρνοντας ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε ἀπό τήν πνευματική ζωή τῆς Ἀθήνας. Στό διάστημα αὐτό γνωρίστηκε μέ τόν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη καί τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μέ τούς ὁποίους πήγαινε συχνά στίς ἀγρυπνίες, πού τελοῦσε στόν Ναό τοῦ Προφήτη Ἐλισσαίου ὁ ἅγιος Ἱερέας παπα-Νικόλας Πλανᾶς καί ἔψελνε μαζί τους.

Ὁ π. Φιλόθεος συνάντησε τόν ἅγιο Νεκτάριο μετά τό τέλος τῆς στρατιωτικῆς του θητείας, ὅταν, ὑπακούοντας στόν π. Εὐσέβιο, ἀποφάσισε νά γίνῃ «στρατιώτης τοῦ ἐπουρανίου Βασιλέως». Ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἦταν τότε Διευθυντής τῆς Ριζαρείου Ἱερατικῆς Σχολῆς. Ἡ συμβουλή του ἦταν σαφής, ἀλλά δέν συνέπιπτε μέ τόν νεανικό φιλοαγιορειτικό ζῆλο τοῦ π. Φιλοθέου. Τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι καλή ἡ γνώμη του γιά τήν μοναχική ἀφιέρωση, καί τόν συμβούλευσε νά μήν πάῃ σέ ἄλλη Μονή παρά στήν Μονή τῆς Πάρου, στήν ὁποία ὑπῆρχαν πολλοί καί ἐνάρετοι μοναχοί. Ὁ π. Φιλόθεος ὅμως ποθοῦσε τό Ἅγιον Ὄρος καί ἐπέμενε στήν ἐπιθυμία του. Τότε ὁ ἅγιος Νεκτάριος τοῦ εἶπε: «Ἐάν μείνῃς στήν Ἑλλάδα», -τό Ἅγιον Ὄρος τότε ἦταν ἔξω ἀπό τά σύνορα τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους-, «νά πᾶς στήν Λογγοβάρδα, ἀλλ’ ἀφοῦ ἐπιμένεις γιά τό Ἅγιον Ὄρος, πήγαινε μέ τήν εὐχή μου». Τοῦ ἐπεσήμανε ὅμως ὅτι πρέπει νά ἀποφύγῃ τά Ἰδιόρρυθμα Μοναστήρια. Ἀπό τά ἄλλα ἄς ἐκλέξει ὅ,τι τόν εὐχαριστεῖ: Κοινόβιο, Σκήτη ἤ τήν Ἔρημο.

Τελικά, ἐνῶ ξεκίνησε νά πάῃ, δέν ἔφθασε στό ποθούμενο Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά ἐπικράτησε μέ θεία ἐπέμβαση, μέσω τοῦ προστάτη τῆς Θεσσαλονίκης ἁγίου Δημητρίου, ἡ ἀρχική γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου. Ὁ π. Φιλόθεος μάλιστα σημειώνει στήν αὐτοβιογραφία του ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος τοῦ εἶχε προφητεύσει ὅτι, ὅπου καί ἄν πάῃ, στήν Λογγοβάρδα θά καταλήξῃ.

Ἔχει ἐνδιαφέρον νά δῇ κανείς τόν θαυμαστό τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐνεργεῖ ὁ Θεός στούς ἀνθρώπους πού ἀφιερώνουν τόν ἑαυτό τους στήν διακονία Του. Τό ἐνδιαφέρον στήν προκειμένη περίπτωση ἑστιάζεται στό ὅτι, ἀπό τήν πράξη τῆς ἀφιερώσεως δέν ἀπουσιάζουν οἱ ἀτομικές ἐπιθυμίες, οἱ ἐπιμέρους ἐπιλογές, οἱ γνῶμες, πού μπορεῖ νά διαφοροποιοῦνται ἀπό τίς γνῶμες τῶν ἐμπειροτέρων, τῶν Πνευματικῶν ἤ τῶν Γερόντων. Ὁ πόθος γιά τό Ἅγιον Ὄρος τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου (π. Φιλοθέου) δέν συνέπιπτε μέ τήν γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου γιά τήν Λογγοβάρδα. Ὁ π. Φιλόθεος ἀκολούθησε τόν πόθο του. Ὁ Θεός ὅμως ἐπιβεβαίωσε τελικά τήν γνώμη τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μέ ἕναν ἰσχυρό πειρασμό, πού συνέτριψε τούς ἀδιάκριτους εὐλαβεῖς ἐνθουσιασμούς τοῦ νεαροῦ Κωνσταντίνου. Τό ἀπόγευμα τῆς 8ης Μαΐου 1907, ἀφοῦ τό προηγούμενο βράδυ συμμετεῖχε σέ ἀγρυπνία στόν ἅγιο Ἐλισσαῖο, ἀναχώρησε ὁ Κωνσταντίνος μαζί μέ ἕναν φίλο του γιά τό Ἅγιον Ὄρος μέ τό ἀτμόπλοιο «Πηνειός». Μετά ἀπό δύο μέρες ἔφθασαν στήν Θεσσαλονίκη, ἡ ὁποία ἦταν ἀκόμη κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τῶν Τούρκων. Ὁ π. Φιλόθεος ἀπό μικρός εἶχε εὐλάβεια στόν ἅγιο Δημήτριο, γι’ αὐτό παρακάλεσε τόν φίλο του νά βγοῦν ἀπό τό ἀτμόπλοιο, γιά νά προσκυνήσουν τόν τάφο τοῦ ἁγίου Δημητρίου. Πράγματι, βγῆκαν στήν Θεσσαλονίκη, προσκύνησαν μέ κατάνυξη τόν τάφο τοῦ Ἁγίου, καί ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη μπῆκαν σέ ἕναν πειρασμό πού δίδαξε πολλά στόν π. Φιλόθεο.

π. Θωμᾶς Βαμβίνης

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

 


Παραμονὴ Χριστούγεννα (β)

Μπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.

Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!

Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.

Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Τώρα ἂς πᾶμε τὴν ἴδια βραδιὰ στὴν ἀντικρινὴ στεριά, ποὺ τρεμοσβήνουνε ἕνα-δύο μικρὰ φωτάκια, πέρα ἀπὸ τὸ πέλαγο ποὺ βογγᾶ ἀπὸ τὸν ἄγριο τὸν χιονιᾶ.

Εἶναι ἕνα μαντρὶ πίσω ἀπὸ μία ραχούλα κοντὰ στὴ θάλασσα, φυτρωμένη ἀπὸ πουρνάρια. Αὐτὸ τὸ μαντρὶ εἶναι τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου. Τὰ πρόβατα εἶναι σταλιασμένα κάτω ἀπὸ τὴ σαγιὰ καὶ ἀκούγουνται τὰ κουδούνια, τὶν-τίν, ὅπως ἀναχαράζουνε. Ἐπειδὴ γεννᾶνε, οἱ τσομπαναραῖοι παρὰ-φυλάγουνε καί, μόλις γεννηθεῖ κανένα ἀρνί, τ᾿ ἁρπᾶνε καὶ τὸ μπάζουνε στὸ καλύβι καὶ τὸ ζεσταίνουνε στὴ φωτιὰ νὰ μὴν παγώσει. Ἀπ᾿ ὄξω φωνάζουνε οἱ μαννάδες. Ἡ φωτιὰ ξελοχίζει καὶ τὸ καλύβι εἶναι σὰν χαμάμι.

Ἐκεῖ-μέσα βρίσκουνται ἓξ᾿-ἑφτὰ νοματέοι, καθισμένοι γύρω ἀπὸ τὸν σοφρᾶ. Πρῶτος εἶναι ὁ ἀρχιτσέλιγκας Γιάννης ὁ Βλογημένος, πού, ἅμα τὸν δεις, θαρρεῖς πῶς βρίσκεσαι ἀληθινὰ στὸ μαντρὶ ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Εἶναι ἀρχαῖος ἄνθρωπος, ἀθῶος, μὲ γένια μαῦρα, σὰν ἅγιος. Τὰ ροῦχα ποὺ φορᾶ εἶναι βρακιὰ ἀνατολίτικα, στὰ ποδάρια του ἔχει τυλιγμένα πετσιὰ δεμένα μὲ λαγάρες, στὸ σελάχι του ἔχει ἤσκα καὶ τσακμάκι. Κι οἱ ἄλλοι τσομπάνηδες εἶναι σὰν τὸν Γιάννη, μονάχα ποὺ ὁ Γιάννης κάθεται μὲ τὸ πουκάμισο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι, ἐπειδὴ βγαίνουνε ὄξω γιὰ νὰ κοιτάζουνε τὰ νιογέννητα, φορᾶνε προβιὲς προβατίσιες μὲ τὸ μαλλὶ γυρισμένο ἀπὸ μέσα.

Αὐτοὶ ποὺ κάθουνται στὸν σοφρᾶ εἶναι μουσαφιραῖοι. Ὁ ἕνας εἶναι ὁ Παναγῆς ὁ Στριγκάρος, κοντραμπατζῆς ξακουσμένος γιὰ τὴν παλικαριά του. Εἶχε πάγει γιὰ κυνήγι καὶ νυχτώθηκε στὸ μαντρί. Μὲ τὸν Γιάννη γνωριζόντανε ἀπὸ χρόνια, κι εἶχε κοιμηθεῖ πολλὲς φορὲς στὴ στάνη. Οἱ ἄλλοι τρεῖς ἤτανε καρβουνιάρηδες, ποὺ κάνανε κάρβουνα ἐκεῖ-κοντά. Οἱ ἄλλοι δύο ἤτανε ψαρᾶδες, ὁ γερο-Ψύλλος μὲ τὸ γιό του τὸν Κωσταντῆ.

Καθόντανε λοιπὸν γύρω στὸ σοφρᾶ καὶ τρώγανε. Ἀπάνω στὸ τραπέζι ἤτανε κρέατα, μυτζῆθρες ἀνάλατες, μανούρια, ἁγίζια, ψάρια, μπεκάτσες ψητές, τσίχλες, κι ἄλλα πουλιὰ τοῦ κυνηγιοῦ.

Ὁ ἕνας ὁ καρβουνιάρης ἤτανε ἀπὸ τὰ μπουγάζια τῆς Πόλης, ἀπὸ τὴ Μάδυτο, κι ἤξερε κι ἔψελνε καλά, εἶχε καὶ φωνὴ γλυκιὰ καὶ βαριά, τζουράδικη. Ἔψαλε τὸ Μεγάλυνον, ψυχή μου, μὲ τέτοιο μεράκι, ποὺ κλάψανε οἱ ἄλλοι ποὺ τὸν ἀκούγανε, κι ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος. Τὸ καλύβι γίνηκε σὰν ἐκκλησιά, ἔλεγες πὼς ἐκεῖ μέσα γεννήθηκε ὁ Χριστός.

Ἀπ᾿ ἔξω ὁ χιονιᾶς μούγκριζε καὶ τσάκιζε τὰ ρουπάκια. Ὁ γερο-Στριγκάρος καθότανε στὰ σκοτεινὰ συλλογισμένος καὶ μασοῦσε τὸ μουστάκι του. Φοροῦσε μία κατσούλα ἀπὸ ἀστραχάν, μ᾿ ὅλο ποὺ ἔκανε ζέστη, κι εἶχε χωμένη τὴν ἀπαλάμη τοῦ κάθε χεριοῦ του μέσα στ᾿ ἀνοιχτὸ μανίκι τ᾿ ἀλλουνοῦ χεριοῦ.

Γιὰ μία στιγμὴ σωπάσανε νὰ κουβεντιάζουνε. Ὁ Στριγκάρος, σκυφτός, κοίταζε τὸ χῶμα. Κούνησε κάμποσο τὸ κεφάλι του, κι ἄνοιξε τὸ στόμα του κι εἶπε:

Βρὲ παιδιά, καλὰ ἐσεῖς, γιορτάζετε τὴ χάρη Του, εἴσαστε καλοὶ ἄνθρωποι. Ἂμ ἐγώ, τί ψυχὴ θὰ παραδώσω, ποὺ σκότωσα καμιὰ κοσαριὰ ἀνθρώπους; Ἀκόμα καὶ γυναῖκες ξεκοίλιασα, καὶ μωρὰ πράματα χάλασα!

Κανένας δὲ μίλησε. Ὕστερ᾿ ἀπὸ ὥρα, σὰν νά ῾τανε μοναχός, ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι ἀναστέναξε κι εἶπε:

«Ἄραγες ὑπάρχει Κόλαση καὶ Παράδεισο;...

Καὶ δάγκασε τὸ μουστάκι του. Ξανακούνησε τὸ κεφάλι του κι εἶπε μέσα στὸ στόμα του, σὰ νὰ μιλοῦσε μὲ τὸν ἑαυτό του:

Δὲν μπορεῖ! Κάτιτις θὰ ὑπάρχει…

Καὶ δὲν ξαναμίλησε.

Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

 


Παραμονὴ Χριστούγεννα (α)

Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.

Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.

Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.

Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.

Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.

Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.

Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:

— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...

Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:

— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!

Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!

Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.

Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.

Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:

Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:

Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.

Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.

Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.

Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.

Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.

Φώτης Κόντογλου

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

 


Εἶσαι κοσμικός ἄνθρωπος, δέν εἶσαι κοινωνικός

«Συνάντησα τήν περασμένη ἑβδομάδα κάποιο νέο, φοιτητή, στό δρόμο, καί ὅταν τοῦ εἶπα νά ἔχει μιά πνευματικότερη ζωή, μοῦ λέγει ὅτι:

«Μά, ἐγώ θέλω νά εἶμαι κοινωνικός ἄνθρωπος»!

«Ὄχι», τοῦ λέγω, «εἶσαι κοσμικός ἄνθρωπος, δέν εἶσαι κοινωνικός. Πῆγες ποτέ σέ κανένα νοσοκομεῖο, νά δεῖς τούς ἀσθενεῖς; Πῆγες σέ κανένα φτωχό σπίτι, νά δεῖς τί κάνουν ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι; Τότε θά σέ ἔλεγα κοινωνικό ἄνθρωπο!».

Εἶναι αὐτό πού λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Τό χαίρειν μετά χαιρόντων καί κλαίειν μετά κλαιόντων», νά χαίρεις μέ αὐτούς πού χαίρονται καί νά κλαῖς μέ αὐτούς πού κλαῖνε. Αὐτός εἶναι ὁ ὁρισμός τοῦ κοινωνικοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ποῦ γίνεται χορός νά τρέξεις. Αὐτό δέν λέγεται κοινωνικότητα, αὐτό λέγεται κοσμικότητα. Κοινωνικός ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος συναντιλαμβάνεται τά καρδιοχτύπια, τίς χαρές καί τά κλάματα τῆς κοινωνίας!».

π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

 


Ἐκεῖ τηρᾶν τὰ νιάτα μου

Σὰν κίνησεν ὁ νιούτσικος νὰ πάη ν' ἀρραβωνίση,

οὔτε τὸ ροῦχο του ἔβαλεν, οὔτε ζωνάρι ἐζώστη,

Κ' ἡ μάννα του τοῦ φώναζε, κ' ἡ μάννα του τοῦ λέγει.

"Γύρισε, πάρ' τὸ ροῦχο σου, ζώσου καὶ τὸ ζουνάρι,

καὶ σύρε ν' ἀρραβωνιστῆς παπᾶ τὴ θυγατέρα.

Γύρεψε βόϊδια 'ς τὸ ζυγό, γελάδια ΄ς τὴν ἀγέλη,

μούλαις, φοράδαις κι' ἄλογα κι' ἀσέλινο πουλάρι.

-Ἐκεῖ ποὺ πάνω, μάννα μου, ἐγὼ ν' ἀρραβωνίσω,

οὔτε γιὰ ροῦχο μὲ ρωτᾶν, οὔτε καὶ γιὰ ζουνάρι.

ἐκεῖ τηρᾶν τὰ νιάτα μου, τηρᾶν τὴν ὀμορφιά μου.

Κ' ἐγὼ 'ς τὰ πλούσια τὰ προικιὰ τὸ νοῦ μου δὲν τὸν ἔχω,

τὸν ἔχω γιὰ τῆς λυγερῆς τὰ μάτια καὶ τὰ φρύδια."

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὁμιλία κατὰ τὴν ἀπονομὴ τοῦ Νόμπελ Λογοτεχνίας

Τούτη τὴν ὥρα αἰσθάνομαι πὼς εἶμαι ὁ ἴδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία, ἔκρινε πὼς ἡ προσπάθειά μου σὲ μία γλώσσα περιλάλητη ἐπὶ αἰῶνες, ἀλλὰ στὴν παροῦσα μορφή της περιορισμένη, ἄξιζε αὐτὴ τὴν ὑψηλὴ διάκριση. Θέλησε νὰ τιμήσει τὴ γλώσσα μου, καὶ νὰ - ἐκφράζω τώρα τὶς εὐχαριστίες μου σὲ ξένη γλώσσα. Σᾶς παρακαλῶ νὰ μοῦ δώσετε τὴ συγνώμη ποὺ ζητῶ πρῶτα -πρῶτα ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου.

Ἀνήκω σὲ μία χώρα μικρή. Ἕνα πέτρινο ἀκρωτήρι στὴ Μεσόγειο, ποὺ δὲν ἔχει ἄλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν ἀγώνα τοῦ λαοῦ, τὴ θάλασσα, καὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Εἶναι μικρὸς ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἡ παράδοσή του εἶναι τεράστια καὶ τὸ πράγμα ποὺ τὴ χαρακτηρίζει εἶναι ὅτι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα δὲν ἔπαψε ποτέ της νὰ μιλιέται. Δέχτηκε τὶς ἀλλοιώσεις ποὺ δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δὲν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Ἄλλο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς παράδοσης εἶναι ἡ ἀγάπη της γιὰ τὴν ἀνθρωπιά, κανόνας της εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Στὴν ἀρχαία τραγωδία, τὴν ὀργανωμένη μὲ τόση ἀκρίβεια, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ξεπερνᾶ τὸ μέτρο, πρέπει νὰ τιμωρηθεῖ ἀπὸ τὶς Ἐρινύες.

Ὅσο γιὰ μένα συγκινοῦμαι παρατηρώντας πῶς ἡ συνείδηση τῆς δικαιοσύνης εἶχε τόσο πολὺ διαποτίσει τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ὥστε νὰ γίνει κανόνας τοῦ φυσικοῦ κόσμου. Καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς διδασκάλους μου, τῶν ἀρχῶν τοῦ περασμένου αἰώνα, γράφει: «... θὰ χαθοῦμε γιατί ἀδικήσαμε ...». Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν ἀγράμματος. Εἶχε μάθει νὰ γράφει στὰ τριάντα πέντε χρόνια τῆς ἡλικίας του. Ἀλλὰ στὴν Ἑλλάδα τῶν ἡμερῶν μας, ἡ προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στὰ περασμένα ὅσο καὶ ἡ γραπτή. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ ποίηση. Εἶναι γιὰ μένα σημαντικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Σουηδία θέλησε νὰ τιμήσει καὶ τούτη τὴν ποίηση καὶ ὅλη τὴν ποίηση γενικά, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πὼς τοῦτος ὁ σύγχρονος κόσμος ὅπου ζοῦμε, ὁ τυραννισμένος ἀπὸ τὸ φόβο καὶ τὴν ἀνησυχία, τὴ χρειάζεται τὴν ποίηση. Ἡ ποίηση ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀνθρώπινη ἀνάσα - καὶ τί θὰ γινόμασταν ἂν ἡ πνοή μας λιγόστευε; Εἶναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης - κι ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει ἂν τὰ δεινά μας δὲν τὰ χρωστᾶμε στὴ στέρηση ἐμπιστοσύνης.

Παρατήρησαν, τὸν περασμένο χρόνο γύρω ἀπὸ τοῦτο τὸ τραπέζι, τὴν πολὺ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα στὶς ἀνακαλύψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καὶ στὴ λογοτεχνία. Παρατήρησαν πὼς ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ἑλληνικὸ δράμα καὶ ἕνα σημερινό, ἡ διαφορὰ εἶναι λίγη. Ναί, ἡ συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου δὲ μοιάζει νὰ ἔχει ἀλλάξει βασικά. Καὶ πρέπει νὰ προσθέσω πὼς νιώθει πάντα τὴν ἀνάγκη ν᾿ ἀκούσει τούτη τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ ποὺ ὀνομάζουμε ποίηση. Αὐτὴ ἡ φωνὴ ποὺ κινδυνεύει νὰ σβήσει κάθε στιγμὴ ἀπὸ στέρηση ἀγάπης καὶ ὁλοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νἄ ῾βρει καταφύγιο, ἀπαρνημένη, ἔχει τὸ ἔνστικτο νὰ πάει νὰ ριζώσει στοὺς πιὸ ἀπροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αὐτὴ δὲν ὑπάρχουν μεγάλα καὶ μικρὰ μέρη τοῦ κόσμου. Τὸ βασίλειό της εἶναι στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς. Ἔχει τὴ χάρη ν᾿ ἀποφεύγει πάντα τὴ συνήθεια, αὐτὴ τὴ βιομηχανία. Χρωστῶ τὴν εὐγνωμοσύνη μου στὴ Σουηδικὴ Ἀκαδημία ποὺ ἔνιωσε αὐτὰ τὰ πράγματα, ποὺ ἔνιωσε πὼς οἱ γλῶσσες, οἱ λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δὲν πρέπει νὰ καταντοῦν φράχτες ὅπου πνίγεται ὁ παλμὸς τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς, ποὺ ἔγινε ἕνας Ἄρειος Πάγος ἱκανὸς νὰ κρίνει μὲ ἀλήθεια ἐπίσημη τὴν ἄδικη μοίρα τῆς ζωῆς, γιὰ νὰ θυμηθῶ τὸν Σέλλεϋ, τὸν ἐμπνευστή, καθὼς μᾶς λένε, τοῦ Ἀλφρέδου Νομπέλ, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ μπόρεσε νὰ ἐξαγοράσει τὴν ἀναπόφευκτη βία μὲ τὴ μεγαλοσύνη τῆς καρδιᾶς του.

Σ᾿ αὐτὸ τὸν κόσμο, ποὺ ὁλοένα στενεύει, ὁ καθένας μας χρειάζεται ὅλους τοὺς ἄλλους. Πρέπει ν᾿ ἀναζητήσουμε τὸν ἄνθρωπο, ὅπου καὶ νὰ βρίσκεται.

Ὅταν στὸ δρόμο τῆς Θήβας, ὁ Οἰδίπους συνάντησε τὴ Σφίγγα, κι αὐτὴ τοῦ ἔθεσε τὸ αἴνιγμά της, ἡ ἀπόκρισή του ἦταν: ὁ ἄνθρωπος. Τούτη ἡ ἁπλὴ λέξη χάλασε τὸ τέρας. Ἔχουμε πολλὰ τέρατα νὰ καταστρέψουμε. Ἂς συλλογιστοῦμε τὴν ἀπόκριση τοῦ Οἰδίποδα.

Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

 


Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου

Ὅσο περνᾶν τὰ χρόνια μου
κι ὅσο περνῶ μὲ κεῖνα
τόσο γλυκὰ τριγύρω μου
μοσκοβολᾶν τὰ κρίνα
τῶν πρωτινῶν ἀπρίληδων...
Τὰ παιδικίσια χρόνια
μοῦ κελαηδοῦν ἀηδόνια
σὲ νύχτες καὶ σ᾿ ἐρμιές.

Καλῶς τα τὰ χριστόψωμα
καλῶς τον Ἅι Βασίλη!
Παιδάκια μὲ τὰ κάλαντα
στὰ λυγερόηχα χείλη
σὰ μυστικὸ ξημέρωμα
τοῦ λιβανιοῦ οἱ ἀχνάδες.
Ἄναψαν οἱ λαμπάδες
κι ἀστράψαν οἱ ἐκκλησιές.

Καλῶς τα τὰ σπιτιάτικα
μεθυστικὰ γιορτάσια!
Στὰ μάτια τοῦ μισόκοπου
μαγιάτικα κεράσια
ροδίζουν καὶ σταλάζουνε
δροσιὰ καὶ γλύκα· ὦ! πόσο!
Πεινῶ καὶ πάω ν᾿ ἁπλώσω
τὰ χέρια πρὸς αὐτά.

Κωστὴς Παλαμᾶς

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2020

 


Αἱ ἐξοχαὶ τῶν Ἀθηνῶν (γ)

Οἱ λεγόμενοι Ἀμπελόκηποι οὐδὲν ἄλλο εἶναι παρὰ συνέχεια τῆς πλουτοκρατικῆς ὁδοῦ Κηφισσίας, ἀποτελούμενοι ἐξ ἡμισείας δωδεκάδος νεοδμήτων οἰκιῶν μὲ ἀξιώσεις τεκτονικῆς ἰδιορρυθμίας καὶ κήπους εὐανθεῖς καὶ καλοκτενισμένους, οὐδὲν ὅμως ἔχοντας τὸ ἐξοχικόν, διὰ τὸν λόγον ὅτι τὰ δένδρα δὲν δύνανται διὰ χρημάτων ν᾿ αὐτοσχεδιασθῶσιν, ὅπως τὰ ἑλβετικὰ καταλύματα καὶ οἱ μεσαιωνικοὶ πυργίσκοι, καὶ μόνοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ νεοπλούτου θὰ εὐτυχήσωσιν ἡμέραν τινα ν᾿ ἀναπαυθῶσιν ὑπὸ τὴν σκιὰν τῶν ὑπὸ τοῦ γενάρχου τῶν φυτευθέντων.

Μεταξὺ τῶν ἐπαύλεων τούτων διακρίνεται ἡ τοῦ κ. Θῶν, τοῦ προικίσαντος ἰδίᾳ δαπάνῃ καὶ διὰ κομψοῦ ναΐσκου τὸ χωρίον. Προστάτης ὧν τῆς καλλιτεχνίας εὐηρεστήθη νὰ μεταβάλῃ τὸν κῆπον εἰς ἔκθεσιν τῶν προϊόντων τῆς συγχρόνου ἡμῶν γλυπτικῆς. Ἀπέχοντες ν᾿ ἀποφανθῶμεν περὶ τῆς ἀξίας τῶν καλλιτεχνημάτων τούτων, ἀρκούμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ πυκνότης τῶν λευκαζόντων μεταξὺ τῆς χλόης μαρμάρων καὶ ἡ γειτνίασις τῆς μικρᾶς ἐκκλησίας μεταδίδουσιν εἰς τὸν εὐθαλῆ τοῦτον κῆπον ὄψιν τινὰ κοιμητηρίου.

Δὲν εἴμεθα πολὺ βέβαιοι ἂν δύναται τὸ Δαφνίον νὰ περιληφθῆ μετὰ τῶν Ἀθηναϊκῶν ἐξοχῶν, διὰ τὸν λόγον ὅτι εἶναι ἀκατοίκητον. Ἄξιον λόγου οἰκοδόμημα ὑπάρχει ἓν μόνον, τὸ Δρομοκαΐτειον Φρενοκομεῖον, ὑψούμενον ἐν μέσῳ ἐρημίας. Πρὸ εἴκοσι περίπου ἐτῶν ὑπῆρχε σχέδιόν τι συνοικισμοῦ καὶ εἶχον ἀποκτήσει ἀξίαν τινὰ αἱ παράλιοι ἐκτάσεις. Ἐκεῖ εἶχε συστηθῆ καὶ τὸ μόνον ἐν Ἑλλάδι ὀστρειδοτροφεῖον. Πάντα ὅμως τὰ σχέδια ταῦτα συνετάφησαν μετὰ τοῦ ἀποθανόντος ἐπιχειρηματίου καί, ὡς ἔχουσι σήμερον τὰ πράγματα, δὲν φαίνονται προωρισμένα νὰ ἐκταφῶσι προσεχῶς. Τὸ Δαφνίον, ἂν καὶ ἄξιον καλλιτέρας τύχης, ἀπομένει οὕτω, ἁπλοῦς τόπος ἐκδρομῆς, ἐπισκέψεως τοῦ μεσαιωνικοῦ ναΐσκου καὶ προγεύματος παρὰ τὴν ὄχθην τῆς θαλάσσης κατὰ τὰς εὐηλίους ἐκείνας χειμερινὰς ἡμέρας, αἵτινες εἶναι τὸ κάλλιστον πρὸς τοῦ Ἀθηναίους δώρημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Κηφισσιά, ἀφοῦ κατέστη εὐπρόσιτος διὰ τοῦ σιδηροδρόμου καὶ ἀπέκτησεν εὐρωπαϊκὸν ξενοδοχεῖον, δύναται νὰ θεωρηθῆ ὡς ἡ ἱκανωτέρα νὰ θεραπεύση τὰς ἐξοχικὰς ὀρέξεις τῶν κατοίκων τῆς πρωτευούσης. Οὐδ᾿ αὕτη ὅμως προώδευσε πολύ. Κατὰ τὰς ἑορτασίμους ἡμέρας τοῦ θέρους μεταβαίνουσιν ἀθηναϊκαί τινες οἰκογένειαι νὰ γευματίσωσιν ἐν ὑπαίθρῳ, ἀλλ᾿ αἱ διερχόμεναι ἐκεῖ τὸ θέρος εἶναι ὁλογώτεραι τῶν πρὸ εἰκοσαετίας· οὐδ᾿ ἐπικρατεῖ πλέον μεταξὺ αὐτῶν οἵα πρὶν ἐξοχικὴ οἰκειότης. Τὸ δεῖπνον εἰς τὸ table d'hôte καὶ ὁ περίπατος ἐφ᾿ ἁμάξης διεδέχθησαν τὰ γεύματα ἐπὶ τοῦ χόρτου καὶ τὰς εὐθύμους ὀνηλασίας. Καὶ αὐτὸς ὁ γέρων πλάτανος φαίνεται κύπτων ὑπὸ τὸ βάρος τῆς ἡλικίας. Ἡ κόμη του ἠραιώθη καὶ οἱ κλάδοι του ἔχουσιν ἀνάγκην τοῦ στηρίγματος πασσάλων. Οὗτος ἦτο τὸ μόνον ἴσως ἄξιον λόγου δένδρον τῆς Ἀττικῆς καὶ δὲν ἀφίνει δυστυχῶς ἀπόγονον κανένα.

Τὸ δὲ Νέον Φάληρον πάντες γνωρίζουσι τί εἶναι. Εἶδος διαδρόμου πεντήκοντα περίπου βημάτων πλάτους καὶ πεντακοσίων μήκους, ὁριζόμενος ἀπὸ τὸ ἓν μέρος ὑπὸ τῆς θαλάσσης καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο ὑπὸ ἑνὸς κηπαρίου ραχιτικῶν δενδρυλλίων καὶ ἑνὸς ξυλίνου θεάτρου. Χάρις ὅμως εἰς τὴν συνδρομὴν ἐξαιρετικῶς εὐνοϊκῶν περιστάσεων, ἡ ἐπιτυχία τοῦ τοιούτου ἱδρύματος ὑπερέβη πᾶσαν ἐλπίδα. Τοῦτο ἦτο ὁ πρῶτος συνδεθεῖς μετὰ τῶν Ἀθηνῶν διὰ σιδηροδρόμου τόπος λουτρῶν καὶ συνάμα διασκεδάσεως. Ἐκεῖ κατὰ πρῶτον ἐθάμβωσε τὸ ἡλεκτρικὸν φῶς τῶν Ἑλλήνων τοὺς ὀφθαλμούς. Ὁ ἱδρυτὴς τοῦ συνοικισμοῦ ἀοίδιμος Κεχαγιᾶς ἤγειρε παρὰ τὴν θάλασσαν μέγαρον ὅπου συνεκάλει τὸ ἀνθόγαλα τῆς ἀθηναϊκῆς κοινωνίας εἰς ἀλησμονήτους μεταμεσημβρινὰς πανηγύρεις, αἵτινες ἐσυνέχιζον τῆς Ἀπόκρεῳ τὰς ἑσπερίδας. Τὸ θερινὸν ἰταλικὸν θέατρον τοῦ πρώτου ἔτους ἔτυχε κι ἐκεῖνο νὰ εἶναι, ὡς ἐκ τῆς ἐπιτυχοῦς συγκροτήσεως τοῦ θιάσου, τὸ ἄριστον τῶν ὅσα ηὐτύχησαν νὰ ἴδωσιν οἱ Ἀθηναῖοι καὶ τὸ εἰσιτήριον εἰς αὐτὸ παρείχετο ὡς εἰκοσάλεπτον παράρτημα τοῦ σιδηροδρομικοῦ. Οἱ νεωτερισμοὶ οὗτοι ἦσαν βεβαίως ὑπεραρκοῦντες ὅπως ἑλκύσωσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν χρόνων φημιζομένους διὰ τὸ φιλόκαινον αὐτῶν Ἀθηναίους. Τὸ συνωθούμενον κατὰ τὰς θερινὰς ἑσπέρας ἐπὶ τῆς ἀμμώδους παραλίας πλῆθος ἦτο τοσοῦτον, ὥστε πλειστάκις συνέβαινε νὰ παρατείνεται μέχρι τῆς τρίτης πρωινῆς ὥρας ἡ δι᾿ ἐκτάκτων συρμῶν ἐπάνοδος αὐτοῦ εἰς Ἀθήνας.

Ἀλλὰ τὸ μᾶλλον παντὸς ἄλλου συντελέσαν εἰς τὴν ταχίστην πρόοδον τοῦ συνοικισμοῦ ἦτο ἡ κερδοσκοπία. Τὸ ἀπὸ μακρὰς σειρᾶς ἐτῶν συσσωρευόμενον ἀποταμίευμα τῶν οἰκονομιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ, τὸ μὴ ἐκμυζηθὲν ἀκόμη ὑπὸ τῶν ἐπιδραμόντων κερδοσκόπων, ἦτο τότε σημαντικὸν καὶ ἡ τοποθέτησις αὐτοῦ εἰς φαληρικὰ γήπεδα ἐφαίνετο οὐ μόνον ἀσφαλὴς ἀλλὰ καὶ ἐπικερδεστάτη. Αἱ πρὶν ἀνὰ στρέμμα πωλούμεναι ἀμμοσκεπεῖς ἐκτάσεις διηρέθησαν εἰς οἰκόπεδα, τῶν ὁποίων ἡ τιμὴ ἀνῆλθε τάχιστα, χάρις εἰς τὴν κερδοσκοπίαν, μέχρι τῶν πεντήκοντα παρὰ τὴν θάλασσα δραχμῶν. Οἱ ὠφεληθέντες ἐκ τῆς πωλήσεως τῶν γηπέδων διέθετον μέρος τοῦ κέρδους εἰς ἀνέγερσιν κομψῆς οἰκίας καὶ τούτους ἔσπευσαν νὰ μιμηθῶσι τόσοι ἄλλοι, ὥστε μετὰ τὴν ἐξάντλησιν τοῦ ἁλιπέδου ἤρχισαν νὰ κτίζωνται ἄλλα οἰκήματα ἀπὸ τῶν προπόδων μέχρι τῆς κορυφῆς τοῦ παρὰ τὴν ἄκραν αὐτοῦ βραχώδους λόφου. Ἡ τοιαύτη Φαληρομανία διήρκεσεν ὅσον διαρκοῦσιν αἱ μανίαι, ἀπέμειναν ὅμως αἱ κατὰ τὴν διάρκειαν αὐτῆς οἰκοδομηθεῖσαι οἰκίαι καὶ πλὴν αὐτῶν ἡ ἕξις ἱκανοῦ ἀριθμοῦ Ἀθηναίων νὰ μεταβαίνωσιν ἐκεῖ καὶ νὰ λούωνται, ν᾿ ἀναπνέωσι θαλασσίαν αὔραν, ν᾿ ἀκροῶνται γαλλικὰ κωμειδύλλια ἢ τὴν μουσικὴν τῶν ξένων πολεμικῶν πλοίων, νὰ ἐπιδεικνύωσι τὰς θερινὰς αὐτῶν ἐνδυμασίας καὶ νὰ ἐρωτολογῶσιν ὑπὸ τὸ φῶς τῶν ἡλεκτρικῶν λαμπτήρων, πράγματα τὰ ὁποῖα προτιμῶσι κατὰ πολὺ τῶν ἀπολαύσεων τοῦ ἀγροτικοῦ βίου.

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2020

 


Αἱ ἐξοχαὶ τῶν Ἀθηνῶν (β)

Εἰς εἴκοσι λεπτῶν ἀπόστασιν ἀπὸ τῆς πλατείας τῆς Ὁμονοίας εὑρίσκει τις παρὰ τὴν ὄχθην ἢ μᾶλλον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ Κηφισσοῦ τὴν Κολοκυνθοῦν καὶ τὰ συνεχόμενα μετ᾿ αὐτῆς Σεπόλια. Ὁ Ραγκαβὴβ μέμφεται τὸν Στράφωνα ἐπὶ ἀνακριβείᾳ ὡς εἰπόντα ὅτι ὁ ποταμὸς οὗτος ξηραίνεται τὸ θέρος, ἐνῷ εἶναι ἀέναον τὸ ῥεῖθρον αὐτοῦ. Ὅταν πρωτοῆλθα ὀλίγον πρὸ τῆς μεταπολιτεύσεως εἰς τὴν Ἑλλάδα, εὗρον ὅτι εἶχε δίκαιον ὁ Ραγκαβὴς καὶ ἄδικον ὁ Στράβων. Κατ᾿ οὐδεμίαν τότε ὥραν τοῦ ἔτους ἔλειπε τὸ ὕδωρ ἐκ τοῦ Κηφισσοῦ. Δὲν ἔτυχε μὲν νὰ προβῶ εἰς καταμετρήσεις πρὸς ἐξακρίβωσιν τοῦ βάθους αὐτοῦ, κάλλιστα ὅμως ἐνθυμοῦμαι ὅτι, ὅταν μὲν ἦτο ὀλίγον ἔβρεχε μέχρι μέσης κνήμης τοὺς πόδας τοῦ ἵππου μου, καὶ ὅταν ἦτο πολὺ ἔφθανε μέχρι τῶν ἰδικῶν μου καὶ πολλάκις ἔτυχε διερχόμενος τὰ Σεπόλια νὰ περιπλεχθῶ εἰς ἀδιέξοδον λαβύρινθον διασταυρουμένων ρυακίων. Ταῦτα εἶναι περασμένα μεγαλεῖα καὶ σήμερον ὁ πόταμος οὗτος εἶναι σχεδὸν πάντοτε ξηρός. Ἐν ἐλλείψει ὅμως ὕδατος ὑπάρχουσι δυὸ καλλιμάρμαραι γέφυραι πρὸς ὑπέρβασιν ρεύματος ἀνυπάρκτου.

Ἀλλὰ καὶ οὕτω δὲν ἀπώλεσαν, δὲ ἐμὲ τολάχιστον, ὅλα των τὰ θέλγητρα τὰ Σεπόλια. Ἡ ἀπομένουσα ὀλίγη ὑγρασία ἀρκεῖ νὰ καταστήσῃ τερπνότατον τὸν περίπατον παρὰ τὴν κοίτην τοῦ πρώην Κηφισσοῦ. Ἡ βλάστησις δὲν δύναται μὲν νὰ ὀνομασθῆ πλουσία, ἀλλὰ εἶναι ἀπαράμιλλος κατὰ τὴν ποικιλίαν. Ἂν ἦμην βοτανικὸς θὰ ἠδυνάμην πρὸς πίστωσιν τούτου νὰ παρατάξω τὰ ὀνόματα ποικίλων φιλύδρων ἀνθυλλίων, σπαρτίων καὶ σπαθοχόρτων, καὶ παρ᾿ αὐτοῖς παντοῖα εἴδη καρδάμων, ρόκας, ἐλελισφάκων καὶ βατομούρων. Ὀλίγον ἄνωθεν τῆς Κολοκυνθοῦς ἐκπλήσσει κάπως τὸν διαβάτην ἡ αἰφνιδία συνάντησις λιμνάζοντος νερομαζώματος. Τὸ ὕδωρ τοῦτο, τὸ ἀντανακλῶν φυλλώματα καὶ ἀναπαυόμενον ἐπὶ χορτοσκεποῦς κοίτης, φαίνεται τόσο πράσινον, ὥστε θὰ τὸ ὑπέθετε τις ἄποτον ἂν δὲν ἔβλεπε νὰ τὸ ροφῶσιν ἀπλήστως αἱ ἀγελάδες, αἱ φημιζόμεναι ὡς δειναὶ ὑδατογνώστριαι.

Ἄξιον σημειώσεως εἶναι καὶ τῶν ὑπερκειμένων παντὸς φράκτου δονάκων. Οὐδαμοῦ της Ἀττικῆς ὑπάρχουσι τόσον πολλὰ καὶ τόσον εὔμορφα καλάμια. Ταῦτα εἶναι πρὸ πάντων χαριέστατα ὅταν ὑπὸ τὴν πνοὴν ἐλαφροῦ ἀνέμου συγκύπτουσι πρὸς ἄλληλα ὡς κρυφομιλοῦντα. Τὸ σύνηθες ἐλάττωμα πάσης ἐξοχῆς ἀποτελουμένης ἐξ ἀθροίσματος κήπων εἶναι οἱ περιφράσσοντες αὐτοὺς τοῖχοι· ἀλλ᾿ οἱ τῶν Σεπολίων δὲν εἶναι ὑψηλότεροι δωδεκαετοῦς παιδίου καὶ τὴν γυμνότητα αὐτῶν ἐνδύουσι παντοῖα φιλότοιχα φυτά. Τὸ πράσινον χρῶμα κυριαρχεῖ οὕτω ἄνευ διακοπῆς ὑφ᾿ ὅλας αὐτοῦ τὰς παραλλαγάς. Τὰ Σεπόλια εἶναι ἡ μόνη ὄασις τῆς μεταξὺ τοῦ Λυκαβηττοῦ καὶ τοῦ Δαφνίου αὐχμηρᾶς πεδιάδος. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι δὲν ἔχουσιν οὔτε εὐρὺν ὁρίζοντα, οὔτε κλασσικὰ ἐρείπια, οὔτε γραφικοὺς βράχους καὶ ποικίλας ἐπ᾿ αὐτῶν τοῦ φωτὸς ἀντανακλάσεις, οὐδ᾿ ἄλλο τι τὸ δυνάμενον νὰ ἐμπνεύση τὸν ποιητὴν ἢ νὰ ἑλκύση τὸν καλλιτέχνην. Οἱ κῆποι οὗτοι δύνανται νὰ ὁμοιωθῶσι πρὸς ἐργοστάσια μαρουλίων καὶ ραφανίδων. Ἀλλ᾿ ἡ τοιαύτη πεζότης των ἔχει τὸ μέγιστον πλεονέκτημα νὰ συντελῆ πρὸς κατευνασμὸν πάσης διεγέρσεως τῆς φαντασίας καὶ τῶν νεύρων. Ἂν ὁ περιορισμὸς τῆς δραστηριότητος τούτων εἰς τὸ ἐλάχιστον ὅρον πρέπει νὰ εἶναι, ὡς θέλει ὁ Σοπεγχάουερ, τὸ κυριώτατον μέλημα παντὸς ὀρεγομένου νὰ γευθῇ τῆς ὀλίγης δυνατῆς ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ εὐδαιμονίας, ἂν τῷ ὄντι εὐτυχέστερον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ κτῆνος καὶ τοῦ κτήνους τὸ φυτόν, τὰ ἥσυχα καὶ πράσινα Σεπόλια φαίνονται καταλληλότερος παντὸς ἄλλου τόπος πρὸς τοιαύτην φυτοζωίαν, ὅπως καὶ ἡ γείτων Κολοκυνθοῦ πρὸς ἀπόλαυσιν τῆς μακαρίας ἐκείνης καταστάσεως τὴν ὁποίαν ὠνόμασεν ἀποκολοκύνθωσιν ὁ Σενέκας.

Ἐκ διαμέτρου ἀντίθετος εἶναι ὁ τύπος τῆς Καισαριανῆς, τῆς ποιητικωτάτης τῶν γειτόνων ἐξοχῶν. Αὕτη κεῖται εἰς μίαν καὶ ἡμίσειαν περίπου ὥραν πεζοπορίας ἀπὸ τῆς ὁδοῦ Κηφισσίας, εἰς ἱκανὸν ὕψος, ἐπὶ συδένδρου πλάτης τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὸν κόπον τῶν ποδῶν ἀμείβει γενναίως ἡ ἐντρύφησις τῆς ὁράσεως εἰς θέαμα τοῦ ὁποίου αὐξάνουσι τὰ θέλγητρα ἐφ᾿ ὅσον τις ἀναβαίνει. Ἡ ἵδρυσις τῆς μονῆς ταύτης ἀνάγεται εἰς τὸν δέκατον πέμπτον αἰῶνα καὶ ἡ ὄψις αὐτῆς, ὡς πάντων τῶν μεσαιωνικῶν μοναστηρίων, μετέχει τῆς τοῦ φρουρίου. Ὅταν ἐπεσκέφθημεν αὐτὴν πρώτην φορὰν πρὸ τριακονταετίας, ἦτο μὲν ἤδη ἐν συνόλῳ ἠρειπωμένη, ἀλλ᾿ ἀπέμενεν ἀκόμη σειρὰ κελλίων κατοικησίμων καὶ κατοικημένων. Σήμερον ἠρειπώθησαν καὶ ταῦτα καὶ δὲν ἀπομένουν παρὰ ἄστεγοι τοῖχοι.

Οὐδ᾿ εἶναι μικροτέρα ἡ ζημία τῆς ἀραιώσεως τοῦ παρακειμένου δάσους, τοῦ ὁποίου ἀπέμειναν μόναι αἱ ἐλαίαι. Τὸ δάσος τοῦτο δὲν ἦτο μὲν ἐκτεταμένον, ἀλλ᾿ ἦτο τὸ μόνον ἐκ τῶν ὅσων εἶδον εἰς τὰ περίχωρα τῆς Ἀττικῆς τὸ παρέχον τὴν δυσεύρετον παρ᾿ ἡμῖν ἀπόλαυσιν περιπάτου ἢ ἀναπαύσεως ὑπὸ τὸν πράσινον θόλον ὑψηλῶν δένδρων. Πρὸς ἐκτίμησιν τοῦ μεγέθους τῆς ζημίας ἀρκεῖ τις ν᾿ ἀναλογισθῇ ὅτι χρήματα μόνο χρειάζονται πρὸς οἰκοδομὴν ἐντὸς δυὸ ἢ τριῶν ἐτῶν ὅσον δήποτε μεγαλοπρεποῦς λιθίνου θόλου, ἐνῷ ἀπαιτεῖται παρέλευσις ὁλοκλήρου αἰῶνος ὅπως ἀνέλθωσι τὰ δένδρα εἰς ὕψος ἱκανὸν νὰ σχηματίσωσι τοιοῦτον. Περὶ τούτου ὅμως ὀλίγον φροντίζουσιν οἱ μὴ διακρινομένοι βεβαίως ἐπὶ ἀλσοφιλίᾳ Ἀθηναῖοι.

Καθὼς πολλὰ τῆς Δύσεως μεσαιωνικὰ μοναστήρια, εἶχε καὶ ἡ Καισαριανὴ πηγήν, τῆς ὁποίας τὸ νερόν, πινόμενον ἐπί τινας ἡμέρας ἐκεῖ ὅπου ἀναβλύζει, εἶχε τὴν ἰδιότητα νὰ μεταβάλῃ εἰς μητέρας τὰς στείρας. Ἀθυρόστομοί τινες Φράγκοι χρονογράφοι δὲν ἠδέσθησαν νὰ παρατηρήσωσιν ὅτι αἱ πηγαὶ αὗται ἀπώλεσαν τὴν θαυματουργὸν αὐτῶν δύναμιν μετὰ τὴν διάλυσιν τῶν μονῶν καὶ τὴν ἀπέλευσιν τῶν καλογήρων. Καθ᾿ ὅσον ὅμως ἀφορᾷ τὴν ἐν Καισαριανῇ τεκνοδότειραν βρύσιν, τὸ ζήτημα δὲν φαίνεται δεκτικὸν ἀσφαλοῦς λύσεως, διὰ τὸν λόγον ὅτι ἀπὸ πολλοῦ ἤδη ἔπαυσαν μεταβαίνουσαι ἐκεῖ τὸ θέρος αἱ Ἀθηναίαι. Ὅπως τῶν ἄλλων περιχώρων αἱ ἐξοχαί, οὕτω ἐγκατελείφθη ἀπὸ τριακονταετίας ἤδη καὶ ἡ Καισαριανή. Ἀδίκως, πιστεύομεν, διότι ἦτο ἐξ ὅλων ἡ ἐξοχικωτέρα. Μόνο εἰς αὐτὴν δὲν ἠναγκάζετο τις νὰ μείνη κατάκλειστος μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἀλλ᾿ ἠδύνατο καὶ ἐν ὥρᾳ μεσημβρίας νὰ περιδιαβάζῃ ὑπὸ τὸ ἡμίφως τῶν ἀκτίνων, αἵτινες εἰσέδυον ἠραιωμέναι καὶ πραείαι διὰ τοῦ πυκνοῦ κοσκίνου τῶν φυλλωμάτων. Οὐδ᾿ ἦτο ὀλιγώτερον ποιητικὴ ἡ μετὰ τὸ δεῖπνον ἀνάπαυσις ἐπὶ τοῦ ἄκρου δώματος τῆς μονῆς, ὅταν ἡ σελήνη ἐπρόβαλλε μεγάλη καὶ κατακόκκινη ὄπισθεν βυζαντινῆς καμάρας ἢ περιέλουε μεσουρανοῦσα διὰ τοῦ λευκοῦ αὐτῆς φωτὸς τὰ ἐρείπια καὶ τὰ δένδρα. Εἰς ταῦτα πρέπει νὰ προστεθῆ ὅτι δὲν ἦτο ὅλως ματαία ἡ ἐλπὶς νὰ ἴδῃ τις προβάλλουσαν αἰφνιδίως ἔκ τινος κελλίου ἀξιέραστον Ἀθηναίαν, ἐλθοῦσαν νὰ ζητήσῃ εἰς τὴν Καισαριανὴν πρόσκαιρον ἀπαλλαγὴν ἀπὸ τὸν καύσωνα, τὸν κονιορτόν, τὸ βάρος τῶν οἰκιακῶν φροντίδων, τὴν ἐνόχλησιν τῶν κοσμικῶν ὑποχρεώσεων, ἢ καὶ τὴν πεζότητα τοῦ συζυγικοῦ βίου.

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2020

 


Ἡ ψυχούλα

Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.

Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.

Ὅλα τὴν ἔκραξαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποῖο νὰ μπεῖ.

Ἀλλά, νά, τοὔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα
ἔλαμψε σὰν τὴν αὐγή.

Διονύσιος Σολωμὸς

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

 


Προσευχὴ τῶν συζύγων καὶ τῆς οἰκογενείας

Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, ὁ τῇ σῇ ἀναβάσει ἐπὶ τὸν Γολγοθᾶν ἐξαγοράσας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ Νόμου καὶ ἀποκαταστήσας τὴν πεπτωκυῖαν εἰκόνα σου, ὁ ἐκτείνας ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ τὰς ἀχράντους χεῖράς Σου, ἵνα τὰ ἐσκορπισμένα τέκνα τοῦ Θεοῦ ἐπισυναγάγῃς εἰς ἕν, καὶ καλέσας τῇ ἐπιφοιτήσει τοῦ Παναγίου Πνεύματος εἰς ἑνότητα πάντας, Σύ, ὁ Ὤν, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πρὸ τῆς ἐξόδου Σου ἐπὶ τὴν μεγάλην ταύτην καὶ κοσμοσωτήριον ἱερουργίαν ἐδεήθης τοῦ Πατρός Σου, ἵνα πάντες ἓν ὦμεν, καθὼς Σὺ εἶ μετὰ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου.

Παράσχου τοίνυν ἡμῖν χάριν και σοφίαν τοῦ ἐκπληροῦν τὴν ἐντολὴν ταύτην καθ᾿ ἑκάστην, καὶ ἐνίσχυσον ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀγάπης, ἣν Σὺ ἐνετείλω ἡμῖν εἰπών· Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς.

Δώρησαι ἡμῖν διὰ τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος τὴν δύναμιν τοῦ ταπεινοῦν ἑαυτοὺς ὁ εἷς ἐνώπιον τοῦ ἑτέρου, ἐν τῷ κατανοεῖν ὅτι, ἐάν τις πλεῖον ἀγαπᾷ, πλεῖον καὶ ταπεινοῦται.

Δίδαξον ἡμᾶς εὔχεσθαι ὁ εἷς ὑπὲρ τοῦ ἄλλου, ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζειν ἐν ὑπομονῇ καὶ ἕνωσον ἡμᾶς τῷ συνδέσμῳ τῆς ἀκαταλύτου ἀγάπης ἐν τῷ Ὀνόματί Σου τῷ Ἁγίῳ, χαριζόμενος ἡμῖν ὡσαύτως τοῦ ὁρᾶν ἐν ἑκάστῳ ἀδελφῷ καὶ ἑκάστῃ ἀδελφῇ ἡμῶν τὴν εἰκόνα τῆς ἀῤῥήτου δόξης Σου καὶ μὴ ἐπιλανθάνεσθαι ὅτι «ὁ ἀδελφὸς ἡμῶν ἡ ζωὴ ἡμῶν ἐστι».

Ναί, Κύριε, ὁ τῇ Σῇ εὐδοκίᾳ ἐπισυναγαγὼν ἡμᾶς ἐπὶ τὸ αὐτό, ποίησον ἡμᾶς γενέσθαι ἐν ἀληθείᾳ μίαν οἰκογένειαν, ζῶσαν ἐν μιᾷ καρδίᾳ, μιᾷ θελήσει, μιᾷ ἀγάπῃ, ὡς εἷς ἄνθρωπος, κατὰ τὴν περὶ τοῦ προπάτορος Ἀδὰμ προαιώνιον βουλήν Σου. Ἐπισκίασον τὸν οἶκον ἡμῶν τῷ τοῦ φόβου Σου πνεύματι καὶ σκέπασον αὐτὸν τῇ σκέπῃ τῆς Παναχράντου Σου Μητρός, (τῶν ἁγίων ὧν φέρομεν τὰ ὀνόματα καὶ ὧν εὐλαβούμεθα) καὶ πάντων τῶν Ἁγίων Σου, εὐλογῶν καὶ ὑπερασπιζόμενος ἕνα ἕκαστον τῶν ἐνθάδε διαμενόντων (μνημονεύομεν τὰ ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας), διαφυλάττων ἡμᾶς ἐκ φθοροποιῶν λογισμῶν, ἀναρμόστων λόγων ἢ κινήσεων καρδίας, ἐπιβλαπτόντων τὴν εἰρήνην καὶ τὴν ὁμόνοιαν, ὅπως οἰκοδομηθῇ ὁ οἶκος οὗτος ἐπὶ τὴν πέτραν τῶν εὐαγγελικῶν Σου ἐντολῶν, εἰς τόπον προσευχῆς, ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας δι᾿ ἡμᾶς αὐτοὺς καὶ διὰ πάντας τοὺς ἐπισκεπτομένους ἡμᾶς, τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς ἡμῶν, ἵνα πάντες εὕρωμεν ἀνάπαυσιν ἐν Σοί, τῷ πράῳ καὶ ταπεινῷ Βασιλεῖ ἡμῶν, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Ὅσιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020

 


Νουθεσίαι εἰς κοσμικοὺς ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν

Ἡμεῖς οἱ καλόγεροι, τὸ ὅπλο ποὺ ἔχομε, εἶναι τὸ κομβοσχοινάκι. Μάθετε νὰ ἐργάζεσθε τὸ κομβοσχοινάκι. Ἐδῶ εἰς τὸ ὄρος ποὺ ᾔλθατε, νὰ πάρετε ὅλοι ἀπὸ ἕνα κομβοσχοινάκι. Τὸ κομβοσχοίνι θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ ἐκεῖ, ὅπου ἐσεῖς δὲν γνωρίζετε, σὲ ἀνώτερα ἐπίπεδα θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ τὸ κομβοσχοινάκι.

«Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με». Ἔχετε ἕνα πρόβλημα; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἔχετε ἕνα πειρασμὸν μὲ τὸν ἄλλον, τὸν γείτονά σας, μὲ τὸν φίλον σας, κοκ.; Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἡ εὐχὴ θὰ σᾶς δώσει λύσιν τοῦ προβλήματός σας, λύσιν τοῦ ἀδιεξόδου του ὁποίου βρίσκεσθε.

Μία φορὰ μοῦ ἔτυχε ἕνας μεγάλος πειρασμός. Ἄρχισα ἔντονα τὴν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με Παναγία μου βοήθησέ με. Ἔκανα καὶ μία παράκλησι στὴν Γοργοεπήκοον. Δὲν ἄργησε νὰ ἔρθῃ ἡ ἀπάντησις. Τὴν τρίτην ἡμέρα ἔφυγε ὁ πειρασμός, ὅλα τακτοποιήθηκαν.

Τὸ κομβοσχοινάκι λοιπὸν Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ἂν συνταυτισθῆτε μὲ τὸ κομβοσχοινάκι, νὰ ξέρετε, ὅτι θὰ εὕρετε ἕνα φωτισμόν, θὰ εὕρετε ἕνα ἀνώτερο ἐπίπεδον.

Αὐτὰ τὰ ὀλίγα εἶχα νὰ σᾶς εἴπω, καὶ εὔχομαι πάντοτε ἡ Παναγία μας νὰ σᾶς σκεπάζῃ.

Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης