Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015


Τὰ παιδιὰ τοῦ αἰώνα μας
Τρίτη, 10 Μαΐου, 1977
Μακρὰ συζήτηση μὲ τοὺς Ν. καὶ M. – μακρυὰ μαλλιά, χορτοφάγοι, μονίμως ἐρωτευμένοι μὲ τὸν ἑαυτό τους. Γιατί πηγαίνουν στὴν Ἐκκλησία; Μιλοῦν γιὰ «ἐπίπεδα συνείδησης», κ.λ.π. Οὔτε ἕνα γιώτα μετριοφροσύνης, καμία ἀπορία, μόνο βεβαιότητες. Περιφρόνηση γιὰ ὁτιδήποτε δὲν ἀνήκει στὰ ἄμεσα ἐνδιαφέροντά τους. Τοὺς λυπήθηκα τόσο πολύ, τοὺς λυπήθηκα γιὰ τὴν ἐσωτερική τους φτώχεια, τὸ περιορισμένο ὅραμα. Ὁ Ν. εἶναι καλλιτέχνης. Τὸ σπίτι του εἶναι γεμάτο ἀπὸ τοὺς πίνακές του. Ἀπογοητευτικοί, προκλητικοί, μονίμως ἀχρείαστοι. Ὁ ἄλλος μελετᾶ κάποια παράξενη μουσική. Συζήτηση γιὰ τὴν ταυτότητα. Δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ διπλώματα καὶ μισθούς. Τί ἔχει πάει στραβὰ λοιπόν; Καὶ ποῦ; Τὰ δύο αὐτὰ ἀγόρια εἶναι ἐνδιαφέροντα ἐπειδὴ δὲν εἶναι πρωτότυπα καὶ ἀντικατοπτρίζουν ἐπακριβῶς αὐτὸ ποὺ ὑπάρχει γύρω μας. Ἡ κλινικὴ διάγνωσή τους θὰ ἦταν πὼς εἶναι «παιδιὰ τοῦ αἰώνα τούτου». Τὰ χαρακτηριστικά τοῦ «παιδιοῦ τοῦ αἰώνα τούτου» - ὑπέρμετρος ναρκισσισμός, ἀπασχόληση μὲ τὸν ἑαυτό τους, μὲ τὸ «Ἐγώ», καὶ ἀπόδοση ὑπερβολικῆς σημασίας στὶς ἰδέες τους.
Πιστεύουν πὼς αὐτὸς ἐγωκεντρισμὸς συμπίπτει μὲ τὴν «ἀγάπη», ὅτι ὅλοι οἱ ἄλλοι δὲν ἔχουν πεποιθήσεις, καὶ πὼς οἱ ἴδιοι κατὰ κάποιο τρόπο ἀποτελοῦν τὴν γνήσια θρησκεία.
Ἄρνηση ποὺ προστίθεται σὅλη τὴν ἄγνοια τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς παράδοσης, τῆς συνέχειας, τῆς εὐθύνης, κ.λ.π. Ἄρνηση a priori, ποὺ βασίζεται στὴν περιφρόνηση. Ὁλοκληρωτικὴ ἔλλειψη ἐπιθυμίας ἀκόμη καὶ νὰ προσπαθήσουν νὰ γνωριστοῦν μ’ αὐτὸ ποὺ ἀρνοῦνται. Ἄρνηση ποὺ ριζώνει στὴν ὑποσυνείδητη βεβαιότητά τους πὼς μιὰ τέτοια γνώση θὰ περιόριζε τὴν ἐλευθερία τους, δηλαδὴ τὸν ναρκισσισμό τους. Αὐτοθαυμασμός, ποὺ γιὰ νὰ πραγματωθεῖ, χρειάζεται τὴν ἐπιλογὴ ψευδο-ἀπολύτων: χορτοφαγία, ἀπόρριψη τῶν διπλωμάτων, τῆς ἴδιας τῆς ἰδέας τῆς ἐργασίας καὶ τοῦ μισθοῦ, κρίση ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν ἀναγνωρίζουν τὰ ψευδο-ἀπόλυτά τους. Ἐν συντομίᾳ, αἴσθηση φτηνῆς ὑπεροχῆς. 
Ἐπιτελοῦν, γι’ αὐθεντία, κάποιο πράγμα ἀπὸ τὸ περιθώριο τῆς βασικῆς παράδοσης, εἴτε τοῦ πολιτισμοῦ εἴτε τῆς θρησκείας. Ἐπιλέγουν κάποια «ὄμορφα μικρὰ βιβλία» (μᾶλλον βιβλίο, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὴν δύναμη ν’ ἀσχοληθοῦν μὲ περισσότερα ἀπὸ ἕνα). «Ὄμορφα» ἐπειδὴ τοὺς ὑπόσχονται ἕνα συντομότερο δρόμο πρὸς τὴν «Ἀλήθεια», τὴν τελείωση, τὴν γνώση, τὴν εὐτυχία. Μιὰ αἴσθηση “ἀποστολῆς“ σὲ σχέση μὲ τοὺς γονεῖς ποὺ δὲν καταλαβαίνουν, ἂν προστεθεῖ μάλιστα καὶ ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀπουσία συμπόνοιας, ἀγάπης, συμπάθειας, κ.λ.π. “Θέλουμε νὰ τοὺς σώσουμε”, δηλαδὴ «τοὺς ἀγαπᾶμε». Πλήρης πεποίθηση πὼς αὐτὴ ἡ ἐπιτυχία τους εἶναι ἐγγυημένη, πὼς θ’ ἀναγνωριστοῦν – καὶ ἀναγνωρίζονται – ὡς καλλιτέχνες, στοχαστές, φορεῖς τῆς σωτηρίας. Χρήση λόγων καὶ ἐκφράσεων, ποὺ ἐξηγοῦν καὶ δικαιώνουν ὅλα αὐτά, μὲ μερικὰ ἀχώνευτα ψήγματα ψυχολογίας: «ἐπίπεδο συνείδησης», κ.λ.π.
Ὅλα αὐτὰ δημιουργοῦν κάτι ποὺ σὲ κάθε περίπτωση παραμένει ἀδιαπέραστο ἀπὸ τὸν Χριστιανισμό, ἀπὸ τὴν βασική του «τριαδικὴ ἐνόραση» - τὴ δημιουργία, τὴν πτώση, τὴ σωτηρία, ἀπὸ τὸ βασικὸ ἱστορικό του νόημα. Φυσικά, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνας ἀντι-Χριστιανισμός, ὡστόσο ἕνας κρυμμένος ἀντὶ-Χριστιανισμὸς λόγῳ τῆς διαρκοῦς χρήσης τῆς λέξης «ἀγάπη».
Τώρα ἂν θελήσουμε νὰ τὸ μεταφράσουμε αὐτὸ στὴ γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς (ποὺ συμπίπτει μὲ μιὰ πνευματικὴ ἐκτίμηση), αὐτὸ ποὺ ἀναδύεται εἶναι τεμπελιά, ὑπερηφάνεια, αὐταπάτη, αὐτοδικαίωση, ἐγωισμός. Τόσο ἁπλό. Ὁ πολιτισμός μας ὅμως δὲν δέχεται τὴ “γλώσσα τῆς κοινῆς λογικῆς“. Φεύγει ἀπὸ κοντὰ της ὅπως ὁ Διάβολος ἀπὸ τὸ λιβάνι! Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ στὸ θάνατο.

π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015


Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Γρηγοριάτης (1935-2014) - 3
Οἱ διαθρησκειακὲς ἐκδηλώσεις δὲν ἔμειναν ἔξω ἀπὸ τὴν μέριμνά του γιὰ τὴν ἐπιδιωκόμενη ἀλλοίωσι τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ψυχικῇ ζημίᾳ αὐτοῦ. Ἤδη στὴν κλίνη τῆς βαρειᾶς του ἀσθενείας εὑρισκόμενος ἀποστέλλει κείμενό του σὲ διοργανωθὲν συνέδριο κατὰ τῆς μετατροπῆς τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στὰ σχολεῖα ἀπὸ ὁμολογιακὸ σὲ θρησκειολογικό. Ἐπίσης, ὅταν πληροφορήθηκε τὴν βούλησι τῆς θεολογικῆς σχολῆς τοῦ πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης νὰ ἱδρύση τμῆμα ἰσλαμικῶν σπουδῶν, μὲ πολὺ πόνο εἶπε: «Ἡ Πόλις ἑάλω».
Ἡ Ποιμαντικὴ τοῦ Γέροντος ἦταν ἡ ποιμαντικὴ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Δὲν ἤθελε νὰ κατασκευάση τυποποιημένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἀνθρώπους ποὺ ἐλεύθερα θὰ λατρεύουν τὸν Θεὸ καὶ θὰ ζητοῦν νὰ ζήσουν τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή. Προσπαθοῦσε νὰ διακρίνη τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ νὰ τὸν βοηθήση νὰ τὰ ἀξιοποιήση γιὰ τὴν σωτηρία του καὶ τὴν ὠφέλεια τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἦταν πολὺ ἀνεκτικὸς στοὺς παρεκτρεπομένους. Ποτὲ δὲν κατέκρινε τοὺς ἄλλους. Πάντοτε εἶχε νὰ πῆ ἕνα καλὸ λόγο γιὰ ὅλους. Ποτὲ δὲν ἔψεγε τοὺς πταίοντας κατὰ πρόσωπο. Ὅμως στὶς συνάξεις τῆς ἀδελφότητος παρουσίαζε τὸ σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ μὲ ἀγάπη, χωρὶς νὰ ἀποκαλύπτη τὸ πρόσωπό του, μὲ ἀποτέλεσμα ὁ πταίστης νὰ μετανοῆ συναισθανόμενος τὸ λάθος του μαζὶ μὲ ἄλλους ποὺ ἐθεώρουν τὸν ἑαυτὸ τους ὑπεύθυνο. Ἡ ποιμαντική του δὲν ἐχαρακτηρίζετο οὔτε ἀπὸ νομικισμὸ οὔτε ἀπὸ ἀντινομισμό, ὅπως εὔστοχα ἀναλύει στὸ βιβλίο του «Ἡ Ποιμαντικὴ Διακονία κατὰ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας».
Ὅταν οἱ ἀδελφοὶ ὑφίσταντο πόλεμο δαιμονικό, συνέπασχε καὶ συνηγωνίζετο μαζὶ των. Ἀφιέρωνε πολλὲς ὧρες γιὰ νὰ τοὺς παρηγορῆ καὶ ἐνισχύη. Ἐφθείρετο συνεχῶς ἡ ὑγεία του στὴν προσπάθειά του νὰ βοηθῆ τοὺς πολεμουμένους ἀδελφούς. Πολὺ περισσότερο πονοῦσε, ὅταν ἔβλεπε ὅτι δὲν ὑπῆρχε διάθεσις μετανοίας. Τότε ἔλεγε: «Ὅταν βλέπω ὅτι σφάλλετε εἰς κάτι, δὲν σᾶς μαλώνω, ἐπειδὴ δὲν σηκώνετε τὸ μάλωμα. Πονάω ὅμως πολὺ καὶ ὑποφέρω ἐσωτερικά. Καταφεύγω ὅμως εἰς τὸν Θεὸν διὰ τῆς προσευχῆς καὶ τὸν παρακαλῶ νὰ σᾶς φωτίση, γιὰ νὰ γνωρίσετε τὸ σφάλμα σας καὶ νὰ διορθωθῆτε».
Θεμελιῶδες στοιχεῖο τῆς ποιμαντικῆς τοῦ Γέροντος ἦταν ἡ θεανθρωποκεντρικὴ προοπτική της. Δὲν συνέδεε τὰ πρόσωπα ποὺ τοῦ ἔστελλε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἑαυτὸ του ἀλλὰ μὲ τὸν Χριστό μας. Κατηύθυνε ὅλους σ’ Αὐτόν, θεωρώντας τελείως ἀνεπαρκὴ τὸν ἑαυτό του. Ἔλεγε ταπεινά: «Ἐγὼ δὲν ἐπαρκῶ πρὸς διαποίμανσί σας. Παρακαλῶ ὅμως τὸν Θεὸν καὶ λέγω, ἐὰν εἶναι νὰ ἀπωλεσθῆ κανείς, νὰ μὴ ἀπωλεσθῆ αὐτὸς ἀλλὰ ἐγὼ εἰς τὴν θέσιν αὐτοῦ. Πιστεύω δὲ ὅτι ὁ Κύριος ἐν ἡμέρα κρίσεως θὰ μοῦ πῆ ὅτι, ἐπειδὴ ἔβαλες τὴν ψυχή σου ὑπὲρ τοῦ τέκνου σου, θὰ τὸν σώσω καὶ θὰ βάλω καὶ σένα στὴν βασιλεία μου».
Στὰ τελευταῖα χρόνια ἐπέτρεψε ὁ Θεὸς νὰ περάση πολὺ μεγάλες θλίψεις προερχόμενες ἀπὸ πνευματικά του τέκνα, γιὰ τὰ ὁποία εἶχε δαπανηθῆ μὲ θεοπρεπὴ ἀγάπη. Ἐπίσης ἡ πάντοτε εὔθραυστη ὑγεία του παρουσίασε σοβαρωτάτη ἐπιδείνωσι. Ὅλα αὐτὰ τὰ ὑπέμεινε μὲ θαυμαστὴ καρτερία, εἰρήνη καὶ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τότε φάνηκε ἀκόμη καθαρώτερα αὐτὸ ποὺ πάντοτε ἦταν. Ὅτι ἦταν ἡσυχαστὴς καὶ λάτρης τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ καρδίᾳ. Οὐδέποτε ἀργολογοῦσε. Σιωποῦσε καὶ προσηύχετο. Ἂν καὶ λόγω τῶν προβλημάτων τῆς ὑγείας του δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ μείνη μόνος χωρὶς τοὺς διακονητάς του, διατηροῦσε τὴν ἐσωτερικὴ ἡσυχία καὶ τὴν ἀδιάλειπτη καρδιακὴ προσευχή, ὅπως φανέρωνε ἡ πάντοτε εἰρηνικὴ καὶ εἰρηνοποιοῦσα τοὺς γύρω του μορφή του καὶ οἱ θεοφώτιστες καὶ διακριτικές του ἀποφάσεις, συμβουλὲς καὶ τοποθετήσεις στὰ θέματα ποὺ ἐκαλεῖτο νὰ ἐκφέρη γνώμη.
Ὁ Γέροντας ἐκοιμήθη ἀνήμερα τῆς Πεντηκοστῆς στὶς 8-6-2014 καὶ ἡ ψυχὴ του ἀνῆλθε στὸ οὐράνιο θυσιαστήριο, ἐνῶ ἡ ἐπὶ γῆς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἑορτάζουσα τὰ γενέθλιά της, τὸν προέπεμψε μὲ πόνο ἀλλὰ καὶ χαρὰ πνευματική, δεομένη ὑπὲρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς του καὶ παρακαλώντας τον νὰ δέεται ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Τρίτη 9 Ιουνίου 2015


Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Γρηγοριάτης (1935-2014) - 2
Ὁ Γέροντας γεννήθηκε τὸ 1935 στὸ Παλαιὸ Φάληρο Ἀθηνῶν ἀπὸ εὐλαβεῖς γονεῖς, τὸν Ἀναστάσιο Καψάνη ἐκ Κυθήρων καὶ τὴν Μαρία Δημητριάδου ἐκ Νάξου. Τὶς πρῶτες λειτουργικὲς ἐμπειρίες μέχρι τὴν ἡλικία τῶν 10 ἐτῶν ἔζησε πλησίον τοῦ Ἀρχιμ. Βασιλείου Ἀτέση, μετέπειτα Μητροπολίτου πρ. Λήμνου, μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε μέχρι τὸ τέλος του. Ἤδη σὲ ἡλικία 19 ἐτῶν ἄρχισε τὸ ἱερὸ ἔργο τῆς Κατηχήσεως τῶν παίδων τοῦ Παλ. Φαλήρου, οἱ ὁποῖοι σύντομα αὐξήθηκαν τόσο πολύ, ὥστε ἦταν ἀδύνατον νὰ στεγασθοῦν στὸ ὑπόγειο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγ. Ἀλεξάνδρου Παλ. Φαλήρου. Εἰσήχθη στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τὸ 1953, τὴν ὁποία ἐτελείωσε μὲ ἄριστα. Στὴν συνέχεια μετέβη γιὰ μεταπτυχιακὲς σπουδὲς στὴν Βοστώνη, ὅπου ἐγνώρισε τὴν μεγάλη πτῶσι τῆς θεολογίας καὶ τῆς ποιμαντικῆς τῆς Δύσεως καὶ εἶδε τὴν κρίσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ στὴν Ἀμερική. Ἔκτοτε ἔγινε διάπυρος ἐραστὴς τῆς πατερικῆς θεολογίας. Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὴν Ἀθήνα ὑπῆρξε συνεργάτης τοῦ Καθηγητοῦ Κων. Μουρατίδου στὴν ἕδρα τοῦ «Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τῆς Ποιμαντικῆς», στὴν ὁποία καὶ κατέθεσε τὴν διδακτορική του διατριβὴ μὲ τίτλο «Ἡ Ποιμαντικὴ τῶν φυλακισμένων». Παράλληλα μὲ τὶς ἀκαδημαϊκές του δραστηριότητες ἵδρυσε στὸ Παλαιὸ Φάληρο σπουδαῖο κέντρο νεότητος, τὸν «Παντοκράτορα», ὅπου εὕρισκαν καταφύγιο πολλοὶ νέοι. Ἀλλὰ καὶ ὡς διδάκτωρ τῆς θεολογικῆς σχολῆς δὲν ἐνδιεφέρετο μόνο γιὰ τὴν προσφορὰ διανοητικῶν γνώσεων στοὺς φοιτητᾶς ἀλλὰ κυρίως λειτουργικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἐμπειριῶν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργήση γύρω του εὐρὺ κύκλο εὐλαβῶν νέων. Ὁ πόθος του νὰ προσφερθῆ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του τὸν ὁδηγεῖ στὶς τάξεις τοῦ ἱεροῦ κλήρου. Ἐκάρη μοναχὸς στὶς 17-2-1972 στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Θεοτόκου Πεντέλης. Σύντομα μεταβαίνει μὲ μικρὴ συνοδεία πνευματικῶν του τέκνων στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγ. Γεωργίου Ἁρμὰ Χαλκίδος, κατόπιν παροτρύνσεως τοῦ ἁγίου Ἱεράρχου Χαλκίδος Νικολάου, ὅπου ἐνθρονίζεται ὡς Καθηγούμενος στὶς 8 Ἀπριλίου τοῦ 1973. Τὸν  Ἰούλιο τοῦ 1974 μεταφυτεύεται ἡ ἀδελφότητα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους. Γίνεται μεγαλόσχημος μοναχὸς στὶς 6-8-1974 ἀπὸ τὸν Καθηγούμενο Ἀρχιμ. Διονύσιο. Στὶς 17 τοῦ ἰδίου μήνα, μετὰ τὴν οἰκειοθελῆ παραίτησι τοῦ Καθηγουμένου Διονυσίου, ἐκλέγεται Καθηγούμενος αὐτῆς ἀπὸ τὴν ἐκ 17 ἀδελφῶν παλαιὰ ἀδελφότητα τῆς Μονῆς καὶ στὶς 26 τοῦ αὐτοῦ μηνὸς ἐνθρονίζεται. Ἔτσι ἀρχίζει τὸ μεγάλο στάδιο τῶν ἀγώνων τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνη ἐπὶ 40 χρόνια μὲ φόβο Θεοῦ, πίστι καὶ ἀγάπη τὴν μικρὴ ἀρχικὰ ἀδελφότητα, ποὺ σύντομα θὰ αὐξηθῆ σημαντικά. Μάλιστα, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιδιώξη, προσετέθησαν κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντική του φροντίδα καὶ πολλὲς γυναικεῖες ἀδελφότητες. Ποιός ὅμως θὰ μπορέση νὰ περιγράψη τοὺς πόνους του, τοὺς κόπους, τὰ δάκρυα, τὶς προσευχές, τὶς ἀγωνίες καὶ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὰ θέματα τῆς Πίστεως καὶ τὴν πνευματικὴ πρόοδο τῶν πνευματικῶν του τέκνων ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια;
Ἡ θεολογία τοῦ Γέροντος ἦταν ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἐγνώριζε καλῶς τὰ σύγχρονα θεολογικὰ ρεύματα. Ὅμως οὐδέποτε παρεσύρετο ἀπὸ αὐτά. Ἑδραιωμένος ἐπὶ τὴν ἀσάλευτον πέτραν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, μποροῦσε νὰ διακρίνη τὶς ἀποκλίσεις τῶν διαφόρων αὐτῶν ρευμάτων ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὅταν τὸ ἔκρινε ἀπαραίτητο, ὅταν δὲν ὡμιλοῦσαν οἱ πλέον ἁρμόδιοι ἀπὸ αὐτόν, ὡμιλοῦσε μὲ παρρησία ἀλλὰ καὶ πολλὴν κοσμιότητα, παρουσιάζοντας τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως.
Γιὰ παράδειγμα, βλέποντας τὶς συνεχεῖς περιπτύξεις τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικοὺς καὶ τὴν προσπάθεια πολλῶν συγχρόνων θεολόγων νὰ παρουσιάζουν τὶς δύο πλευρὲς ὡς τοὺς «δύο πνεύμονας» τῆς «μίας» Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἢ ὡς «ἀδελφὲς ἐκκλησίες», ἢ τὴν περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «ἐκ τοῦ Πατρὸς» διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἴσου νόμιμη μὲ τὴν διδασκαλία τῶν λατίνων περὶ ἐκπορεύσεώς Του «ἐκ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ (filioque)», ἔγραφε καὶ ἐκήρυττε, τονίζοντας τὴν θεανθρωποκεντρικὴ φύσι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀνθρωποκεντρικὴ τῶν Δυτικῶν, καὶ ἄρα τὸ ἀδύνατον τῆς «ἑνώσεως τῶν ἐκκλησιῶν». Ἐπίσης ἐκήρυττε τὸ ἀδύνατον τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, ἐὰν τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως διδάσκεται ὀρθοδόξως, ἀντικατασταθῆ ἀπὸ τὸ «κατ’ ἄνθρωπον» εὐαγγέλιον τῆς Δύσεως.
Ἀντιστοίχους μακροχρονίους ἀγώνας ἔκανε μὲ θεολογικά του κείμενα, παρακινούμενος ἀπὸ τὸν πόνο του καὶ τὴν ἀγάπη του γιὰ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ὁποίου ἐκινδύνευε ἄμεσα τὸ αἰώνιο μέλλον, γιὰ νὰ δείξη τὸ ἄτοπον καὶ ψυχώλεθρον τοῦ συμφυρμοῦ τῶν Ὀρθοδόξων μὲ τὴν πανσπερμία τῶν προτεσταντικῶν παραφυάδων στὸ Π.Σ.Ε. μὲ τὶς ἀνορθόδοξες θεωρίες τῶν «κλάδων», τῆς «ἑνότητος ἐν τῇ ποικιλομορφίᾳ» καὶ τῆς «περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας», καθὼς καὶ τῶν οἰκουμενιστικῶν συμπροσευχῶν.

Κλασικὸ παράδειγμα τῆς Ὀρθοδόξου πατερικῆς θεολογίας τοῦ Γέροντος εἶναι τὰ θεολογικά του κείμενα, μὲ τὰ ὁποῖα ἀπεκάλυψε τὴν συγχυτικὴ Χριστολογία τῶν συγχρόνων Ἀντιχαλκηδονίων, ποὺ δὲν ἀφίστανται καθόλου ἀπὸ τὴν ἀρχαία παράδοσί των, καὶ συνέβαλε ἀποφασιστικῶς στὴν ματαίωσι τῆς ἐπιχειρηθείσης ἑνώσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μὲ αὐτούς, προτείνοντας τὶς ὀρθόδοξες προϋποθέσεις τοῦ διμεροῦς διαλόγου.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015


Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Γρηγοριάτης (1935-2014) - 1
Ἂν θὰ θέλαμε μὲ λίγες πινελιὲς νὰ ζωγραφίσουμε -ἐξ ὑπακοῆς- τὴν προσωπικότητα τοῦ μακαριστοῦ Γέροντός μας, Ἀρχιμ. Γεωργίου, θὰ λέγαμε τὰ ἑξῆς: Ἡ ζωὴ τοῦ Γέροντος ἦταν μία εὐθεία γραμμὴ ἀπόλυτης συνεπείας στὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς γεννήσεώς του μέχρι τὸ μακάριο τέλος του, χωρὶς λοξοδρομήσεις ἢ ὀπισθοδρομήσεις. «Ὑπῆρξε ἕνας εἰλικρινὴς ἄνθρωπος», ἐτόνισε τὴν ἡμέρα τῆς ἐξοδίου του ἀκολουθίας παλαιὸς ἁγιορείτης φίλος του καὶ συναγωνιστής του, ὑπογραμμίζοντας ἔτσι τὴν συμφωνία ἔργων καὶ λόγων στὸν Γέροντα. Ἀγάπησε μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξί του τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία Του, τὴν «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολική», ποὺ ὀρθοτομεῖ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας Του, καὶ ἀγκάλιασε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, τὶς εἰκόνες τοῦ Θεοῦ, ὁδηγώντας τους στὴν σωτηρία, δηλαδὴ στὸν Χριστό μας. Ἔτσι τὸν πρωτογνωρίσαμε καὶ ἔτσι ἐτελείωσε τὴν ζωή του.
Ὑπῆρξε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας καὶ Θεολόγος στὴν πράξι. Τριαδοκεντρικός, Χριστοκεντρικός, Ἁγιοπνευματικός, ὑμνητὴς τῆς Θεοτόκου, Ἁγιοπατερικός. Ἀναφέρουμε χαρακτηριστικὰ παραδείγματα.
Τὸ ἀγαπημένο θέμα του ἦταν «ἡ θέωσις» τοῦ ἀνθρώπου διὰ τῆς μετοχῆς του στὴν ἄκτιστη Χάρι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὅπου ἐκαλεῖτο ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς, γιὰ νὰ ὁμιλήση στοὺς Χριστιανούς, αὐτὸ τὸ θέμα ἀνέπτυσσε πρωτίστως. Ὅμως ἦταν φανερὸ σὲ ὅλους ὅτι αὐτὰ ποὺ ἔλεγε, πρῶτα ὁ ἴδιος τὰ ἐβίωνε. Ἔλεγε: «Ἡ ἀγωγὴ ποὺ δίδει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὴν Θεία Λατρεία, τὴν Πατερικὴ θεολογία, τὸν Μοναχισμό, εἶναι ἀγωγὴ θεώσεως, ἀγωγὴ θεανθρωποκεντρική, μὲ κέντρο τὸν θεάνθρωπο Χριστό». Ὑψίστη ἐμπειρία τῆς θεώσεως εἶναι ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου φωτὸς τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἀπὸ τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Σ’ αὐτὸ τὸ φῶς καλεῖται νὰ εἰσέλθη ὁ ἀγωνιζόμενος Χριστιανός. Ὁ ἀγώνας του δὲν εἶναι ἕνας ἀγώνας γιὰ ἠθικὴ καλλιτέρευσι, ἀλλὰ γιὰ τὴν κατὰ Χάριν ἕνωσί του μὲ τὸν Θεό.
Μᾶς ἔλεγε: «Πίσω ἀπὸ κάθε “τί” ὑπάρχει ἕνα “γιατί”», ἐννοώντας ὅτι γιὰ κάθε πράξι μας (“τί κάνουμε”) πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε τὸ “γιατί τὸ κάνουμε”. Θὰ πρέπει νὰ ἀναζητοῦμε πάντοτε τὸν θεολογικὸ λόγο τῶν πράξεών μας. Καὶ τότε μόνον ἔχουν ἀξία οἱ πράξεις μας, ὅταν γίνωνται «Χάριτι θεοῦ», «διὰ τὸν Θεὸν» καὶ «κατὰ Θεόν». Ἔτσι μᾶς εἰσήγαγε συνεχῶς στὴν πρακτικὴ θεολογία.
Τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Παναγία μας δὲν ἔπαυε νὰ τὴν δείχνη συνεχῶς. Σὲ νηπιακὴ ἡλικία ἐκινδύνευσε νὰ πεθάνη. Ὅταν ὅμως μὲ τὴν Χάρι τῆς Παναγίας μας ἐσώθη, αὐτὴ ἀπεκάλυψε στὴν μητέρα του ὅτι θὰ τοῦ εἶναι παντοτεινὴ προστάτις καὶ βοηθός. Γράφοντας κάποιο πόνημά του πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας, φανέρωνε αὐτὰ ποὺ συνεῖχαν πάντοτε τὴν ψυχή του: «Ἄξιον ἔστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν Σὲ τὴν Θεοτόκον… γιατί πρώτη Σὺ μὲ τελεία ἐμπιστοσύνη προσέφερες τὴν ἐλευθερία Σου ἀγαπητικὰ στὸν Θεὸ καὶ διόρθωσες τὴν ἀνυπακοὴ τῶν πρωτοπλάστων· γιατί δὲν ἐγνώρισες ἁμαρτία ἢ μολυσμὸ καὶ παρουσίασες στὸν Θεὸ ἁγνὴ καὶ καθαρὰ τὴν ἀνθρωπίνη φύσι, ὅπως ὁ Ἴδιος τὴν ἔπλασε·… γιατί ἐξακολουθεῖς νὰ προΐστασαι τῶν λυτρωμένων ἀπὸ τὸν Υἱό σου ἀνθρώπων καὶ νὰ εἶσαι παροῦσα σὲ κάθε σύναξι τῆς Ἐκκλησίας ὁδηγώντας ὅλους τοὺς πιστοὺς στὸν Μονογενῆ Σου·… γιατί καὶ τὴν ἰδική μου ἁμαρτωλὴ ψυχὴ παρηγορεῖς καὶ Σὺ εἶσαι ἡ ἐλπίδα μου γιὰ τὴν παροῦσα καὶ τὴν μέλλουσα ζωή…». Μᾶς παρότρυνε πάντοτε νὰ εἴμαστε κρατημένοι ἀπὸ τὸ ἅγιο Μαφόριο τῆς Θεοτόκου καὶ νὰ μὴν ἀμφιβάλλουμε καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία μας.
Ἀκόμη ἦταν Πατερικός. Ἂν καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπτύσση ἰδικές του θεωρίες, ὡς ἔχων τὴν μόρφωσιν ὡς πανεπιστημιακὸς διδάσκαλος καὶ ὡς ἔχων τὸ χάρισμα τοῦ λόγου, αὐτὸς ἐφέρετο ὡς ἀμαθὴς καὶ ἀδαής, καταφεύγων συνεχῶς εἰς τὴν σοφίαν τῶν ἁγίων Πατέρων. Ἔγραφε: «Μὴ μαθητεύοντες στοὺς ἁγίους Πατέρας μας, πάσχουμε ἀπὸ ἀναισθησία, ἀδυνατοῦμε νὰ κατανοήσουμε τὴν ὀρθόδοξο λειτουργική, ἡσυχαστικὴ καὶ νηπτικὴ παράδοσι τῆς προσευχῆς καὶ τῆς πνευματικῆς ζωῆς… Στερούμεθα πραγματικῆς ταπεινώσεως, ἡ ὁποία θὰ μᾶς βοηθοῦσε νὰ ἀναγνωρίσουμε τὴν ἀποτυχία τῆς ἰδικῆς μας «εὐσεβείας» καὶ νὰ δεχθοῦμε ἐν μετανοία τὴν εὐσέβεια τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως μᾶς τὴν παραδίδουν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας… Ἡ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ μᾶς καὶ ἡ ἀνακαίνισις τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ἐν μετανοία ἐπιστροφή μας στοὺς ἁγίους Πατέρας».

Ἐπίσης μὲ κάθε τρόπο ἔδειχνε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία. Τὴν πρώτη θέσι στὴν συνείδησι τοῦ Γέροντος κατεῖχε ἡ Ἐκκλησία, δεύτερη τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τρίτη ἡ Μονή του. Σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ μοχθοῦσε γιὰ τὴν Ἐκκλησία. Ἀπὸ νεαρὸς φοιτητής, ὡς κατηχητής, μέχρι ποὺ ἐκοιμήθη, ὡς πνευματικὸς ἐπισκόπων, ἱερέων, μοναχῶν καὶ μοναζουσῶν καὶ πλήθους λαϊκῶν Χριστιανῶν, δὲν σταμάτησε νὰ ἀγαπᾶ μὲ φλόγα ἄσβεστη τὴν Ἁγία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἔλεγε: «Ἡ μεγαλύτερη εὐλογία τῆς ζωῆς μας, πατέρες μου καὶ ἀδελφοί μου, εἶναι ὅτι ζοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Κι ἐπειδὴ ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ζοῦμε πολὺ συχνὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ, τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Προσφωνώντας τοὺς ἐπισκεπτομένους τὴν Μονὴ Ἀρχιερεῖς ἔλεγε: «Εἰς τὸ πρόσωπόν σας βλέπομεν τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποίαν φέρετε ὡς ἐπίσκοποι ἔχοντες τὴν ἀποστολικὴν Χάριν. Ἡ ἐπίσκεψις ἁγίων Ἀρχιερέων εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἐξόχως ἐπιτακτικὴ διὰ τὴν σύσφιγξιν τῶν δεσμῶν καὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἐν τῷ κόσμῳ στρατευομένης Ἐκκλησίας μετὰ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Διότι τὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν εἶναι κάτι ἐκτός της Ἐκκλησίας. Εἶναι ἐν τὴ Ἐκκλησία καὶ ζῆ διὰ τὴν Ἐκκλησίαν». Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἅγιος Κύριος τὸν πῆρε κοντὰ του κατὰ τὴν γενέθλιο ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας, τὴν Ἁγία Πεντηκοστή.
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους

Κυριακή 7 Ιουνίου 2015


Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων
δωρεὰ τοῦ Θεοῦ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς δὲν σπαταλήθηκε μάταια καὶ ἄσκοπα ἀπὸ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Καρπὸς της ὑπῆρξε ἡ ἁγιότητα. Ἔχοντας δεχθεῖ τὸν Κύριο μέσα στὶς ψυχές, μέσα στὶς ζωές τους, ἔδειξαν φανερὰ στὸν Θεὸ τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη τους καὶ φανέρωσαν σ' ὁλόκληρη τὴν οἰκουμένη τί μπορεῖ νὰ κάνει ἡ θεϊκὴ ζωὴ ὅταν κατοικεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο.
Τὴν πρώτη Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ γιορτάζουμε τὴν μνήμη ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, δέχτηκαν τὴν δωρεὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔφεραν καρπούς, ὅλων τῶν ἁγίων, γνωστῶν καὶ ἀγνώστων, ὅλων τῶν «ὑπὸ Θεοῦ γνωσθέντων», ὅλων τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι ἔγιναν ἄξιοι τοῦ Θεοῦ τους. Καὶ χαιρόμαστε διότι ὁ κόσμος δέχθηκε τὴν δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μὲ ἀγάπη.
Δὲν εἶναι ὅμως ἀρκετὸ τὸ νὰ γιορτάζουμε, νὰ χαιρόμαστε διότι στοὺς ἄλλους τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ δὲν δόθηκε εἰς μάτην.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς λέει ὅτι μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ δοξολογήσουμε τὸν Θεὸ καὶ μόνο μὲ τὸν ὀρθὸ βίο μποροῦμε νὰ τιμήσουμε τοὺς ἁγίους τοὺς ὁποίους ἀγαποῦμε καὶ προσκυνοῦμε. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο εἶναι μόνο μὲ τὶς ζωές μας ποὺ θὰ δείξουμε στοὺς νεκρούς τοὺς ὁποίους ἀγαπήσαμε καὶ σεβαστήκαμε ὅτι δὲν ἔζησαν χωρὶς σκοπὸ ἐφ' ὅσον ἐμεῖς ἔχουμε ἀποδώσει τὸν καρπὸ τῶν ὅσων μᾶς δίδαξαν.
Σήμερα καθένας μας γιορτάζει ὄχι μόνο τὴν ἡμέρα τῶν Ἁγίων Πάντων ἀλλὰ καὶ τὴν μνήμη τῶν ἁγίων ἐκείνων ποὺ τοῦ εἶναι κοντινοὶ καὶ ἀγαπητοί, ὅμοιοι στὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή. Συγκεντρῶστε τὴν προσοχή σας στοὺς βίους αὐτῶν εἰδικά, διότι ἀρχικὰ εἶχαν αἰχμαλωτίσει τὶς καρδιές σας μὲ τὴν δύναμη τῆς προσωπικότητάς τους κι ἔπειτα μὲ μιὰ κάποια συγγένεια πρὸς τὸ μυαλό σας - κι ἂν εἴμαστε ἱκανοὶ νὰ στεκόμαστε μὲ δέος καὶ θαυμασμό, χαρὰ καὶ ἀγάπη μπροστὰ στὴν ζωὴ καὶ τὶς ἐπιτεύξεις κάποιου ἄνθρωπου αὐτὸ σημαίνει ὅτι μεταξὺ μας ὑπάρχει κάτι τὸ κοινό, ὅτι ἐκεῖνος ἀποκαλύπτει αὐτὸ ποὺ μποροῦμε νὰ κατορθώσουμε στὰ βάθη τῶν ψυχῶν μας καὶ τὸ ὁποῖο ἀποτυγχάνουμε νὰ κάνουμε πράξη ἀπὸ δειλία, ἀσθένεια καὶ ἀπειρία.
Ἂς συγκεντρώσει ὁ καθένας μας τὴν προσοχὴ του στοὺς ἁγίους ποὺ τὸν ἑλκύουν καὶ ἂς πάρει ἀπὸ ἐκείνους μαθήματα ζωῆς. Ἡ προσκύνηση καὶ ὁ ἔπαινός τους δὲν θὰ εἶναι τότε ἄδεια λόγια ἀλλὰ μιὰ ζωντανὴ μαρτυρία γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ ταυτόχρονα μιὰ μεταμόρφωση στὶς καρδιὲς καὶ τὶς ζωές μας. Αὐτὸ ἰσχύει ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἁγίους τοῦ Θεοῦ τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει καὶ τιμᾶ ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι ἔχουν σφραγίσει τὶς ζωές μας μὲ τὴν εὐγένεια καὶ τὸ ὕψος τοῦ πνεύματός τους, τὴν ἁγνότητα τῆς ζωῆς τους. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ τιμὴ καὶ προσκύνηση τῶν ἁγίων ἀλλὰ καὶ ἡ ἀληθινὴ προσευχὴ γιὰ αἰωνία μνήμη τῶν κεκοιμημένων.

Μητροπολίτης Σουρὸζ Ἀντώνιος

Σάββατο 6 Ιουνίου 2015


Ἕνα σπίρτο στὸ τραπέζι
Ἕνα σπίρτο στὸ τραπέζι
πῆρε μόνο του φωτιὰ
κι ἄρχισε ἡ φωτιὰ νὰ παίζει
στὴν τρελή σου τὴ ματιὰ

Σπίθα πάνω σπίθα κάτω
ποιός νὰ πῆρε μυρουδιὰ
κι ὅταν ἦρθε τὸ Σαββάτο
μοῦ `χες κάψει τὴν καρδιὰ

Ἕνα σπίρτο στὸ τραπέζι
τὰ `καν’ ὅλα ρημαδιὸ
κι ἕνα γέλιο τρεμοπαίζει
στὰ χειλάκια σου τὰ δυὸ

Σπίθα πάνω σπίθα κάτω
δὲν ἀντέχω πιὰ ντροπὲς
μὲ φιλιὰ σὲ καλοπιάνω
μὲ πληρώνεις μ’ ἀστραπὲς

Πᾶς γιὰ νὰ βγάλεις τ' ἄχτι σου
μὰ δὲ θὰ γίνω στάχτη σου
κι ἂν μ’ ἔκαψες, κι ἂν μ’ ἔκαψες
νὰ μ’ ἀγαπᾶς δὲν ἔπαψες.

Νίκος Γκάτσος

Παρασκευή 5 Ιουνίου 2015


Ἔφτασε στά ὅρια
Ἡ ὁδός τοῦ χριστιανοῦ σέ γενικές γραμμές εἶναι τέτοιας λογῆς. Στήν ἀρχή ὁ ἄνθρωπος προσελκύεται ἀπό τόν Θεό μέ τήν δωρεά τῆς χάρης, κι ὅταν ἔχει πιά προσελκυσθεῖ, τότε ἀρχίζει μακρά περίοδος δοκιμασίας. Δοκιμάζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ ἐμπιστοσύνη του στόν Θεό, καί δοκιμάζεται «σκληρά».  Στήν ἀρχή οἱ αἰτήσεις πρός τόν Θεό, μικρές καί μεγάλες, ἀκόμη καί οἱ παρακλήσεις πού μόλις ἐκφράζονται, ἐκπληρώνονται συνήθως μέ γρήγορο καί θαυμαστό τρόπο ἀπό τό Θεό.  Ὅταν ὅμως ἔλθει ἡ περίοδος τῆς δοκιμασίας, τότε ὅλα ἀλλάζουν καί σάν νά κλείνεται ὁ οὐρανός καί νά γίνεται κουφός σ’ ὅλες τίς δεήσεις.  Ὁ Θεός ἐγκαταλείπει τόν ἄνθρωπο;… Εἶναι δυνατό αὐτό;
Κι ἐν τούτοις στή θέση τοῦ βιώματος τῆς ἐγγύτητας τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στήν ψυχή τό αἴσθημα πῶς Ἐκεῖνος εἶναι ἀπείρως, ἀπροσίτως μακριά, πέρα ἀπό τούς ἀστρικούς κόσμους κι ὅλες οἱ ἐπικλήσεις πρός Αὐτόν χάνονται ἀβοήθητες στό ἀχανές του κοσμικοῦ διαστήματος. Ἤ ψυχή ἐντείνει ἐσωτερικά τήν κραυγή της πρός Αὐτόν, ἀλλά δέν βλέπει ἀκόμα οὔτε βοήθεια οὔτε προσοχή. Ὅλα τότε γίνονται φορτικά. Όλα κατορθώνονται μέ δυσανάλογα μεγάλο κόπο. Ή ζωή γεμίζει ἀπό μόχθους κι ἀναδεύει μέσα στόν ἄνθρωπο τό αἴσθημα πῶς βαραίνει πάνω του ἤ κατάρα καί ἤ ὀργή τοῦ Θεοῦ.  
Ὅταν ὅμως περάσουν αὐτές οἱ δοκιμασίες, τότε θά δεῖ πῶς ἡ θαυμαστή πρόνοια τοῦ Θεοῦ τόν φύλαγε προσεκτικά σ’ ὅλες τίς πτυχές τῆς ζωῆς του. Χιλιόχρονη πείρα, ποῦ παραδίνεται ἀπό γενιά σέ γενιά, λέει πῶς, ὅταν ὁ Θεός δεῖ τήν πίστη τῆς ψυχῆς τοῦ ἀγωνιστῆ γι’ Αὐτόν, ὅπως εἶδε τήν πίστη τοῦ Ἰώβ, τότε τόν ὁδηγεῖ σέ ἀβύσσους καί ὕψη ποῦ εἶναι ἀπρόσιτα σ’ ἄλλους.  Όσο πληρέστερη καί ἰσχυρότερη εἶναι ἡ πίστη καί ἡ ἐμπιστοσύνη τοῦ ἀνθρώπου στό Θεό, τόσο μεγαλύτερο θά εἶναι καί τό μέτρο τῆς δοκιμασίας καί ἡ πληρότητα τῆς πείρας, ποῦ μπορεῖ νά φτάσει σέ μεγάλο βαθμό.  Τότε γίνεται ὁλοφάνερο πῶς ἔφτασε στά ὅρια, ποῦ δέν μπορεῖ νά ξεπεράσει ὁ ἄνθρωπος. 

Γέρων Σωφρόνιος

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2015


Γιὰ τὴν ἀγάπη
Κανεὶς δὲν μπορεῖ ν' ἀγαπᾶ ἕναν ἀόρατο Θεὸ ἂν πρῶτα δὲν μάθει ν' ἀγαπᾶ τὸ συγκεκριμένο, ζωντανό, πραγματικὸ πρόσωπο τὸ ὁποῖο ἔχει ἀπέναντί του. Πρὶν λοιπὸν θέσουμε τὸ ἐρώτημά τοῦ πῶς θὰ φτάσουμε στὸν Θεό, ἂς ρωτήσουμε τοὺς ἑαυτοὺς μας ποιὰ εἶναι ἡ στάση μας ἀπέναντι στὸν πλησίον μας· ἂν ἡ καρδιὰ μας εἶναι κρύα, ἐπιφυλακτικὴ καὶ κλεισμένη, ἂν μᾶς τρομοκρατεῖ ἀκόμη καὶ ἡ ἰδέα ὅτι ὁ πλησίον μας μπορεῖ νὰ ἀπαιτήσει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ζωή μας, δὲν ὑπάρχει κανένας λόγος νὰ ἐπιζητοῦμε συνάφεια μὲ τὸν Θεό. Θὰ πρέπει πρῶτα νὰ μάθουμε τὸ πῶς ν' ἀποκτήσουμε μιὰ καρδιὰ ζεστή, μιὰ καρδιὰ ζωντανή, μιὰ καρδιὰ ποὺ νὰ ἀνταποκρίνεται στὸν πλησίον μας, καὶ ἡ καρδιὰ ἐκείνη τότε, ἀνοιγμένη, μὲ τὴν καθαρότητά της θὰ δεῖ τὸν Θεό.
Ἡ ἀγάπη δὲν γνωρίζει ὅρια. Δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει, ὅτι ἔχουμε κάνει πράξη τὴν κάθε παρακίνηση τῆς καρδιᾶς μας, ὅτι ἔχουμε ἀγαπήσει μὲ τρόπο τέλειο γιατί τέλεια ἀγάπη ἦταν ἐκείνη μὲ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς ἀγάπησε τοὺς μαθητές Του. Μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Εὐαγγελιστῆ: «μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τις τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ».
Πρὶν δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε μὲ μόνη βάση τὴν ἀγάπη ἂς κάνουμε μιὰ προσπάθεια, ἂς δοκιμάσουμε νὰ ζήσουμε σύμφωνα μὲ τὸν νόμο, νὰ μὴν παραβλέπουμε δηλαδὴ τὶς ἀπαιτήσεις τοῦ νόμου: τὴν δικαιοσύνη καὶ τὴν εἰλικρίνεια, ὅλες τὶς ἀπαιτήσεις τῆς φύσης ὅσον ἀφορᾶ τὸν τομέα τῶν σχέσεων ἀνάμεσα στοὺς ἀνθρώπους. Τότε μόνο θὰ εἶναι δυνατὸ νὰ φτάσουμε σ' ἕνα τέτοιο ἀνάστημα, ποὺ ἔχοντας προχωρήσει πέρα ἀπὸ τὸν νόμο θ' ἀγαπᾶμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μας τὴν ψυχή, ὅλη τὴν δύναμη καὶ τὸ εἶναι μας, μὲ τὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατό μας.
Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπέραντη καὶ βαθειὰ καὶ ἀγκαλιάζει τοὺς πάντες. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ ἀλλάξει στὴν ἀγάπη αὐτὴ εἶναι μία κάποια ἐσωτερικὴ ἰδιότητά της: ὁ Θεὸς μπορεῖ ἀγαπώντας νὰ χαίρεται ἤ ἀλλιώτικα νὰ πληρώνει τὸ τίμημα τῆς ἀγάπης Του πάνω στὸν σταυρό.
Πρέπει νὰ πάρουμε φωτιὰ μὲ ὁλόκληρο τὸ εἶναι μας, μὲ μυαλὸ καὶ καρδιὰ καὶ θέληση καὶ σῶμα καὶ νὰ γίνουμε ἡ καιόμενη βάτος τὴν ὁποία εἶδε ὁ Μωυσῆς νὰ καίγεται ὁλόκληρη χωρὶς νὰ ἀναλίσκεται.
Μόνο ἂν ἡ ἀνθρώπινη ἀγάπη φωτιστεῖ μὲ τὸ θεϊκὸ μυστήριο θὰ πάψει νὰ καταναλίσκει τὸ ὑλικὸ τὸ ὁποῖο τὴν τρέφει. Ἡ θεϊκὴ ἀγάπη καίει, κάνει τὸ κάθε τι μιὰ ζωντανὴ φλόγα, δὲν τρέφεται ὅμως μὲ τὸ ὑλικό της: καταστρέφει αὐτὸ ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει στὴν αἰωνιότητα· αὐτὸ ποὺ μένει εἶναι μία καθαρὴ φλόγα ἡ ὁποία μεταμορφώνει τὸν ἄνθρωπο σὲ Θεό.

Μητροπολίτης Σουρόζ Ἀντώνιος

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015


Μέσα στὶς πέτρες
Κι ὅμως δὲν αὐτοκτόνησα.
Εἴδατε ποτὲ κανέναν ἔλατο νὰ κατεβαίνει μονάχος του στὸ πριονιστήριο;
Ἡ θέση μας εἶναι μέσα δῶ σ' αὐτὸ τὸ δάσος
μὲ τὰ κλαδιὰ κομμένα, μισοκαμένους τοὺς κορμοὺς
μὲ τὶς ρίζες σφηνωμένες μέσ’ στὶς πέτρες.

Ἄρης Ἀλεξάνδρου

Τρίτη 2 Ιουνίου 2015


Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα
Ἡ αὐθεντικότητα τοῦ βιώματος δὲν ταυτίζεται μὲ πομπώδη ἔκφραση, πληθωρικὸ ἐντυπωσιασμό, αἰφνιδιασμὸ καὶ ἔκπληξη ἢ κοσμικὸ θαυμασμό. Τὸ χριστιανικὸ βίωμα εἶναι μυστικό, εἶναι βαθὺ καὶ ἐσωτερικό. Τὸ βίωμα τῆς Χαναναίας, ἡ ὁποία δέχθηκε ὁ Κύριος νὰ τὴ συγκρίνει μὲ τὰ σκυλάκια, τοῦ Ζακχαίου ποὺ ὁμολόγησε δημόσια τὶς ἀδικίες του, τῆς αἱμορροούσης ποὺ κρυφὰ ἀπέσπασε δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀποτελοῦν ὑποδείγματα αὐθεντικότητας.
Κανεὶς δὲν πρόσεξε αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους. Οὔτε οἱ μαθητές. Ὁ Κύριος ὅμως ἀκούει τὶς κραυγὲς τῆς Χαναναίας, βλέπει καὶ καλεῖ ὁ ἴδιος τὸν Ζακχαῖο, αἰσθάνεται τὸ ἄγγιγμα τῆς αἱμορροούσης. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ξεχώρισε τὴ Χαναναία παρακάμπτοντας τοὺς ἀποστόλους, τὸν Ζακχαῖο διακρίνοντάς τον μέσα ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν αἱμορροοῦσα αἰσθανόμενος τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ ἀγγίγματός της. Τὸ αὐθεντικὸ βίωμα πείθει καὶ ἐπιβάλλεται καὶ στὶς δυσκολότερες καὶ πιὸ ἀντίξοες συνθῆκες. Ἐπισύρει ἐπάνω του τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ξεχωρίζει τὸν ἄνθρωπο κι ὅταν αὐτὸς σκεπάζεται ἀπὸ τὸ πλῆθος, τὴν ἀδιαφορία τοῦ κόσμου, τὴ δική του ἀσημαντότητα.
Ὁ γνήσιος χριστιανὸς εἶναι ἀσφαλής, δὲν φοβᾶται τίποτε, ἐμπιστεύεται εὔκολα, συμπαθεῖ, κατανοεῖ, ἀναδίδει σιγουριὰ καὶ αἴσθηση καθαρότητας.

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2015


Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του
Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος

θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.

Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.


Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο

νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,

καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.


Ποιὸς ξέρει ἀπ᾿ τὸ μνῆμα μου τί δέντρο θὰ φυτρώσει!

Κι ἂν ξεφυτρώσει πλάτανος, στὸν ἴσκιό του ἀπὸ κάτω

θά ῾ρχονται τὰ κλεφτόπουλα τ᾿ ἅρματα νὰ κρεμᾶνε.

Νὰ τραγωδοῦν τὰ νιάτα μου καὶ τὴν παλληκαριά μου.

Κι ἂν κυπαρίσσι ὄμορφο καὶ μαυροφορεμένο,

θἄρχονται τὰ κλεφτόπουλα τὰ μῆλα μου νὰ παίρνουν,

νὰ πλένουν τὶς λαβωματιές, τὸ Δῆμο νὰ σχωρᾶνε.


Ἔφαγ᾿ ἡ φλόγα τ᾿ ἅρματα, οἱ χρόνοι τὴν ἀνδρειά μου.

Ἦρθε κι ἐμένα ἡ ὥρα μου. Παιδιά μου μὴ μὲ κλάψτε.

Τ᾿ ἀνδρειωμένου ὁ θάνατος δίνει ζωὴ στὴ νιότη.

Σταθεῖτ᾿ ἐδῶ τριγύρω μου, σταθεῖτε ἐδῶ σιμά μου,

τὰ μάτια νὰ μοῦ κλείσετε, νὰ πάρτε τὴν εὐχή μου.


Κι ἕν᾿ ἀπὸ σᾶς τὸ νιώτερο ἂς ἀνεβεῖ στὴ ράχη,

ἂς πάρει τὸ τουφέκι μου, τ᾿ ἄξο μου καρυοφύλλι

κι ἂς μοῦ τὸ ρίξει τρεῖς φορὲς καὶ τρεῖς φορὲς ἂς σκούξει.

«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».

Θ᾿ ἀναστενάξ᾿ ἡ λαγκαδιά, θὲ νὰ βογκήξει ὁ βράχος

θὰ βαργομήσουν τὰ στοιχειά, οἱ βρύσες θὰ θολώσουν

καὶ τ᾿ ἀγεράκι τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ περνᾶ δροσᾶτο,

θὰ ξεψυχήσει, θὰ σβηστεῖ, θὰ ρίξει τὰ φτερά του,

γιὰ νὰ μὴν πάρει τὴ βοὴ ἄθελα καὶ τὴ φέρει

καὶ τήνε μάθει ὁ Ὄλυμπος καὶ τὴν ἀκούσει ἡ Πίνδος

καὶ λυώσουνε τὰ χιόνια τους καὶ ξεραθοῦν οἱ λόγγοι.


Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλὰ στὴ ράχη

καὶ ρίξε τὸ τουφέκι μου. Στὸν ὕπνο μου ἐπάνω

θέλω γιὰ ὕστερη φορὰ ν᾿ ἀκούσω τὴ βοή του.


Ἔτρεξε τὸ κλεφτόπουλο σὰ νἄτανε ζαρκάδι,

ψηλὰ στὴ ράχη τοῦ βουνοῦ καὶ τρεῖς φορὲς φωνάζει:

«Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει».

Κι ἐκεῖ ποὺ ἀντιβοούσανε οἱ βράχοι, τὰ λαγκάδια

ρίχνει τὴν πρώτη τουφεκιὰ κι ἔπειτα δευτερώνει.

Στὴν τρίτη καὶ τὴν ὕστερη τ᾿ ἄξο του καρυοφύλλι

βροντᾶ, μουγκρίζει σὰ θεριό, τὰ σωθικά του ἀνοίγει

φεύγει ἀπ᾿ τὰ χέρια σέρνεται στὸ χῶμα λαβωμένο

πέφτει ἀπ᾿ τοῦ βράχου τὸ γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.


Ἀκουσ᾿ ὁ Δῆμος τὴ βοὴ μὲς τὸν βαθὺ τὸν ὕπνο,

τ᾿ ἀχνό του χείλι ἐγέλασε, ἐσταύρωσε τὰ χέρια...

Ὁ Γερο Δῆμος πέθανε, ὁ Γερο Δῆμος πάει.


Τ᾿ ἀνδρειωμένου ἡ ψυχὴ τοῦ φοβεροῦ τοῦ Κλέφτη

μὲ τὴ βοὴ τοῦ τουφεκιοῦ στὰ σύγνεφ᾿ ἀπαντιέται

ἀδερφικὰ ἀγκαλιάζονται, χάνονται, σβηῶνται, πᾶνε.

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης