Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

 


Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Λίγες ἑβδομάδες πρὶν ἀναχωρήσει ὁ Γέροντας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό, ἦταν καθισμένος στὴν καρέκλα μὲ τοὺς ὀροὺς στὰ χέρια. Μπαίνει κάποιος ἐπισκέπτης, τοῦ φιλάει τὸ χέρι καὶ τὸν ρωτᾶ:

-Τί γίνεσθε, Γέροντα;

-Γίνομαι, παιδί μου.

Καὶ ἐπειδὴ ὁ ἐπισκέπτης δὲν κατάλαβε, συνέχισε:

-Ὡριμάζω!

Καὶ λίγες μέρες πρὶν κοιμηθεῖ, ἀπευθυνόμενος σὲ παρευρισκόμενο πνευματικοπαίδι του, τόνισε:

-Νὰξερες, Δ., πόσο λειαίνει τὸν ἀκατέργαστο Ἐπιφάνιο ὅλη αὐτὴ ἡ ταλαιπωρία!

Οἱ πόνοι του ἦσαν φρικτοὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του. Γι’ αὐτὸ εἶπε κάποτε:

- Ἄν νιώθατε ὅπως ἐγὼ τώρα ἔστω καὶ γιὰ 2 λεπτά, θὰ παρακαλούσατε τὸν Θεὸ νὰ σᾶς πάρει ἀμέσως! Καὶ στρεφόμενος πρὸς τὸν Κύριο: «Πτωχὸς καὶ ἀλγῶν εἰμὶ ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».

Τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες, λόγω τῶν φρικτῶν πόνων, τὶς πέρασε ἀνάσκελα στὸ κρεβάτι. Δὲν μποροῦσε σὲ καμία ἄλλη θέση νὰ ἀνακουφισθεῖ.

-Παρακάλεσα, μᾶς εἶπε, τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώσει ἄλλη μία θέση. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μοῦ ἔδωσε. Ἂς εἶναι δοξασμένο τὸ ὄνομά Του!

Τοῦ εἶπε κάποτε ἕνα πνευματικοπαίδι του -γιατρὸς- ποὺ προσπαθοῦσε ἐπὶ ὥρα νὰ τοῦ βρεῖ φλέβα:

—Νὰ μὲ συγχωρεῖτε, Γέροντα, ποὺ σᾶς πονῶ, ἀλλὰ τὸ κάνω γιὰ τὸ καλό σας.

—Τὸ καταλαβαίνω, παιδί μου. Ἐμένα νὰ μὲ συγχωρεῖς ποὺ σὲ παιδεύω. Νὰ ξέρης ὅτι δὲν στενοχωροῦμαι γιὰ τὶς φλεβοκεντήσεις, ἀλλὰ ἐπειδὴ στενοχωρεῖσαι ἐσὺ ποὺ δὲν βρίσκεις φλέβες.

Λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του ρώτησε ἕνα πνευματικοπαίδι του:

—Παιδί μου, ἔχεις ἐξοικειωθεῖ μὲ τὸ ἐνδεχόμενο τῆς ἀναχωρήσεώς μου;

—Γέροντα, δὲν ξέρω ἂν ἔχω ἐξοικειωθεῖ. Τὸ μόνο τὸ ὁποῖο ξέρω εἶναι ὅτι ἡ ἀγάπη σας θὰ μᾶς συνοδεύει πάντοτε. Ἄλλωστε κι ἂν σᾶς καλέσει ὁ Θεός, σὲ σᾶς θὰ προστρέχουμε διὰ τῆς προσευχῆς.

—Αὐτό, παιδί μου, γίνεται μόνο μὲ τοὺς Ἁγίους.

—Γέροντα, κάποτε σᾶς εἶχα ρωτήσει ἂν μποροῦμε στὴν προσευχή μας νὰ ἐπικαλούμεθα τὶς πρεσβεῖες κάποιου γιὰ τὸν ὁποῖο ἡ συνείδησή μας μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἔχει βρεῖ παρρησία στὸν Θεὸ καὶ μοῦ εἴχατε ἀπαντήσει πὼς μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ ὑπὸ τὸν ὄρο ὅτι στὴν παράκλησή μας θὰ προτάσσουμε τὴ φράση «ἂν ἔχεις παρρησία στὸν Θεό».

—Ναί, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Γέροντα, ἄν.

—Σοῦ εἶπα δὲν εἶμαι ἀπὸ αὐτούς.

—Μά, Γέροντα, οὔτε μὲ τὸ ἄν;

—Καλά… Ἂν εἶναι μὲ τὸ ἄν…

—Καλά, Γέροντα, δὲν φοβάσθε τὸ θάνατο; τὸν ρώτησε ἀπορημένο κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν λίγες μέρες πρὸ τῆς κοιμήσεως του καθόριζε ὁ ἴδιος τὰ τῆς κηδείας του (ἀγγελτήρια, νεκρώσιμο ἀκολουθία κ.λπ.) τόσο ἀπαθῶς σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ τὴν κηδεία κάποιου ἄλλου.

—Ὄχι, δὲν τὸν φοβᾶμαι καθόλου τὸν θάνατο. (Μικρὴ παύση.) Καὶ δὲν τὸν φοβᾶμαι, ὄχι βέβαια ἕνεκα τῶν ἔργων μου, ἀλλὰ ἐπειδὴ πιστεύω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

—Γέροντα, μὴ λέτε τέτοια πράγματα τώρα!, τοῦ εἶπε κάποιο πνευματικοπαίδι του, ὅταν τὸν ἄκουσε νὰ καθορίζει τὰ τῆς κηδείας του.

Καὶ αὐτὸς μὲ ἑτοιμότητα:

—Γιατί, παιδί μου; Ἄπιστοι εἴμαστε;

Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

 


Ἐπιστολὴ Μάρκου Μπότσαρη πρός τή θεία του Μαρία

Μάρκος Μπότσαρης (Μεσολόγγι)

Μαρία Μπότσαρη (Ἀγκῶνα)

11 Φεβρουαρίου 1823

Κυρία Θεία σὲ προσκυνῶ. Περιχαρῶς ἐδέχθην τὸ ποθητόν μοι γράμμα σου, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐχάρην μαθὼν διὰ τὴν ἀγαθὴν ὑγείαν σας, κἀγὼ ὑγιαίνω. Μὲ μεγάλην μου ἀπορίαν εἶδον νὰ μοῦ γράφῃς ὅτι δὲν ἔλαβες κανένα γράμμα μου, ἐνῶ σᾶς ἔστειλα τρία τέσσερα καὶ κατ’ εὐθεῖαν καὶ διὰ μέσου Κορφῶν.

Τὴν ἅλωσιν τῆς Πατρίδος μας πρὸ καιροῦ στοχάζομαι τὴν ἐμάθατε. Ἐγὼ ἐπειδὴ καὶ ἔλλειψα ἀπὸ τὸν ἀποκλεισμὸν τῆς Πατρίδος μας, ἡ τύχη μὲ ἔφερε καὶ ἀπεκλείσθην εἰς τὸ Μεσολόγγι, καὶ ἐπολιορκήθημεν ἑβδομήντα πέντε ἡμέρες. Πολεμούμενοι μὲ μεγάλην ὁρμὴν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, εἰς αὐτὸ τὸ διάστημα ἔκαμον καὶ ἕνα γιουροῦσι πλὴν δὲν ἐκατώρθωσαν τίποτε, ἐσκοτώθηκαν ἕως τετρακόσιοι καὶ ἐτράπησαν εἰς τὰ ὀπίσω.

Μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἔπειτα ἀπὸ τὸ γιουροῦσι αἰφνηδίως τοὺς ἐνέπεσε πανικὸς καὶ διὰ νυκτὸς ἔφυγαν, ἀφίνοντες τὰ κανόνια, τζιουπχανέδες, τζατήρια καὶ ὅλα τὰ πράγματά τους καὶ ἐστάθησαν εἰς Βραχῶρι, ἐκεῖ ἔμειναν τριάντα σχεδὸν ἡμέρας ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὸν Ποταμὸν καὶ ἀπὸ τὰ εἰδικά μας ἀσκέρια πέριξ. Ἔκαμον πολλοὺς ἀκροβολισμοὺς καὶ ἐσκοτώθηκαν ἀρκετοί, καὶ τέλος πάντων μὲ μανιώδη ἀπόφασιν ἐπέρασαν τὸν ποταμόν, ὅπου ἐπνίγησαν σχεδὸν ὀκτακόσιοι καὶ δίχως νὰ σταθοῦν πουθενὰ ἐτραβήχθησαν εἰς Βόνιτζαν, πλὴν καὶ ἐκεῖ δὲν θὰ σταθοῦν. Ὁ χαμός τους εἰς ὅλην τὴν ἐκστρατείαν ταύτην ἔγινεν ἀπὸ χιλιάδες τρεῖς καὶ ἐπέκεινα, μέχρι τοῦδε ἡ θεία χάρις μᾶς ἐβοήθησεν, οὕτω καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἄμποτε.

Τὸ μηνιαῖον ὅπου σᾶς ἐμβάζει ὁ μητροπολίτης Ἰγνάτιος σᾶς ἀρκεῖ, λοιπόν, σταθῆτε ἐν ἡσυχίᾳ νὰ ἴδωμεν ἀκόμη κανένα δυὸ μῆνες καὶ κατὰ τὴν ὁδηγίαν τοῦ καιροῦ, τότε σᾶς γράφω καὶ βγαίνετε. Θεόθεν δὲ ὑγιαίνετε.

Ὁ καπετὰν Νότης, Κώστας, Τόλιος καὶ Θανάσης καὶ ἡ Δέσπω καὶ ὁ Νικολάκης καὶ Δημήτρης εἶναι εἰς Κορφοὺς καὶ εἶναι καλὰ καὶ τοὺς ἔγραψα διὰ νὰ ἔλθουν ἐδῶ, ἀφήνοντας μόνο τὴν Δέσπω εἰς Κορφούς.

Καὶ ἐγὼ νοῦτζο σᾶς προσκυνῶ καὶ γέρεψα ἀπὸ τὸ λάβωμα καὶ τώρα σὰν θέλει ὁ Θεός.

Μάρκος Μπότσαρης

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2022

 


Ἐπιστολὴ τοῦ Φ. Σέρραρντ στὸν Γ. Σεφέρη (α)

Κατούνια,

Ἀγαπητὲ Γιῶργο,

Μιλοῦσες σοβαρὰ πρὶν λίγες μέρες, ὅταν μὲ ρωτοῦσες γιὰ τὴν κόλαση; Ὅπως καὶ νὰ ‘χει, ἀπὸ ἐκείνη τὴν ἡμέρα μὲ ἀπασχολεῖ αὐτὸ τὸ θέμα. Σκέφτηκα ὅτι ἡ ἀπάντησή μου μπορεῖ νὰ ἦταν συνοπτική, ἀλλὰ ὄχι πολὺ βοηθητικὴ καὶ ἔνιωσα τὴν ἀνάγκη νὰ προσθέσω ἕνα δύο πράγματα. Ἑπομένως, ἂν δὲν μιλοῦσες σοβαρά, θὰ πρέπει τώρα νὰ μὲ συγχωρέσεις.

Καταρχὰς ὑπάρχουν δύο τινά, τὰ ὁποῖα φαίνεται ὅτι δημιουργοῦν σύγχυση γύρω ἀπὸ τὸ ζήτημα αὐτό. Τὸ πρῶτο εἶναι ἡ ἀντίληψη πὼς ἡ αἰώνια κόλαση εἶναι κάτι ποὺ παρατείνεται συνεχῶς μέσα στὸ χρόνο ἢ μᾶλλον ποὺ παρατείνεται αἰώνια, σὰν νὰ μὴν ἦταν δυνατὸ νὰ τερματιστεῖ ποτέ. Αὐτὴ ἡ ἀντίληψη συνδέεται πιθανὸν μὲ τὸ ὅτι ἡ λέξη «αἰώνιος» ἐκλαμβάνεται ἐξ ὁλοκλήρου μὲ τὴν κατὰ γράμμα σημασία της, σὰν νὰ ἀφοροῦσε δηλαδὴ σὲ μονάδα μέτρησης χρόνου. Στὴν πραγματικότητα ἡ λέξη αὐτὴ χρησιμοποιεῖται στὴ Βίβλο περισσότερο γιὰ νὰ περιγράψει μία ποιότητα ζωῆς – εἴτε τὴν ἐμπειρία τῆς πληρότητας τῆς ζωῆς εἴτε τῆς ἀπουσίας της. Κατὰ κύριο λόγο, ἑπομένως, ἡ κόλαση εἶναι κάτι ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν ἔλλειψη τῆς ζωῆς, τὴν ἔλλειψη τῆς πραγματικότητας, τὴ στέρηση.

Ὕστερα, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄλλη ἰδέα, ὅτι δηλαδὴ ἡ κόλαση εἶναι κάποιος τόπος. Αὐτὴ ἡ ἰδέα κρύβεται πίσω ἀπὸ τὸ μυαλὸ τῶν Ἰησουϊτῶν ποὺ κάνουν τὸ σχόλιο στὸ ὁποῖο ἀναφέρθηκες (ἦταν, νομίζω, ἡ Ἁγία Θηρεσία τοῦ Λιζιέ, ἐκείνη ποὺ τὸ διατύπωσε: εἶπε κάπου: «πιστεύω ὅτι ἡ κόλαση ὑπάρχει, ἀλλὰ δὲν πιστεύω ὅτι βρίσκεται κανεὶς σὲ αὐτήν»).

Τούτη ἡ παρατήρηση, ποὺ ὑποδηλώνει καθαρὰ ρωμαιοκαθολικὴ ἀντίληψη, φαίνεται νὰ δέχεται ὅτι ἡ κόλαση εἶναι ἕνα εἶδος ἀντικειμενικοῦ τόπου δημιουργημένου ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ νὰ στεγάσει καταραμένες ψυχές. Καὶ ἐπίσης –αὐτὴ ἡ ἰδέα τῆς κολάσεως ὡς ἀντικειμενικοῦ χώρου ποὺ κατοικεῖται ἀπὸ τοὺς κολασμένους– εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς ἐκείνης τῆς φρικτῆς ἠθικιστικῆς νοοτροπίας ποὺ διαχωρίζει τὴν ἀνθρωπότητα σὲ δύο στρατόπεδα ἢ σὲ δύο τάξεις, τοὺς καλοὺς καὶ τοὺς κακούς, τοὺς δίκαιους καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς, τὰ πρόβατα καὶ τὰ ἐρίφια, καὶ τοποθετεῖ τοὺς μὲν σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος καὶ τοὺς δὲ σ’ ἕναν τόπο ποὺ ὀνομάζεται κόλαση.

Στὴν πραγματικότητα δὲν ὑπάρχουν δύο κατηγορίες ἀνθρώπων ἢ ψυχῶν (μὲ αὐτὴν τὴν αὐστηρή, κατὰ γράμμα, ἑρμηνεία): ἡ διαχωριστικὴ γραμμὴ δὲν χαράσσεται κατὰ τρόπο ἀντικειμενικὸ καὶ ἐξωτερικὸ ἀνάμεσα σὲ τάξεις ἀνθρώπων (καλῶν καὶ κακῶν), ἀλλὰ κυρίως ἐσωτερικά, μέσα στὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτό, μεταξὺ τῶν «θετικῶν» καὶ «ἀρνητικῶν» πραγμάτων, στὴν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση). Αὐτὴ ἡ ἐξωτερικὴ διαίρεση τῶν ἀνθρώπων σὲ δίκαιους καὶ ἁμαρτωλούς, εἶναι ἁπλῶς μία ἠθικὴ κρίση ποὺ βασίζεται… ὁ Θεὸς ξέρει σὲ τί: εἶναι κρίση κάποιου ποὺ ξεχνᾶ ὅτι κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα κακός, ἀκριβῶς ὅπως κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλότελα καλὸς (ἀκόμα καὶ ὁ Χριστὸς ρώτησε: «τί μὲ λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς»).

Ἡ θεία δικαιοσύνη ἔχει –ὑποπτεύεται κανείς– ἐντελῶς διαφορετικοὺς νόμους –ὅπως «οἱ πρῶτοι ἔσονται ἔσχατοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἔσονται πρῶτοι» ἢ «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἤξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον».

Δυστυχῶς, ὅμως, αὐτὴ ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει ἕνας τόπος ποὺ ὀνομάζεται παράδεισος, ὅπου οἱ καλοὶ ἀπολαμβάνουν αἰώνια μακαριότητα καὶ ἀκόμα ἕνας ἄλλος τόπος ποὺ ὀνομάζεται κόλαση, ὅπου οἱ κακοὶ ὑποφέρουν καὶ θὰ ὑποφέρουν γιὰ πάντα, ἔχει ἀποκτήσει βαθιὲς ρίζες στοὺς ἀνθρώπους καὶ περνιέται ὡς χριστιανικὴ ἰδέα: ὑπάρχει μάλιστα μία ὁλόκληρη παράδοση διδασκαλιῶν, ἡ ὁποία πασχίζει νὰ κάνει τοὺς ἀνθρώπους «καλοὺς» τρομοκρατώντας τους μὲ ὁράματα καὶ εἰκόνες αἰώνιας τιμωρίας γιὰ τὶς ἐνδεχόμενες ἁμαρτίες τους (οἱ ἁμαρτίες αὐτὲς παρουσιάζονται μὲ ἀπόλυτη σαφήνεια, κατηγοριοποιημένες καὶ λεπτομερῶς). Τοῦτο εἶναι, ἂν μὴ τί ἄλλο, ἀποτρόπαιο καὶ εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πράγμα ποὺ ὁ Blake πάντοτε ἀρνιόταν καὶ μάχονταν. Ἐπίσης δὲν φαίνεται πολὺ Ὀρθόδοξο, ὅ,τι καὶ ἂν λένε, εἰδικὰ ἂν κανεὶς θυμᾶται ἐκεῖνα τὰ λόγια ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα ἀναφορικὰ μὲ τὴν κόλαση ὅτι ἔχει δηλαδὴ συντριβεῖ (ἢ θανατωθεῖ ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα).

Κόλαση εἶναι τὸ βάρος, ἡ πνιγηρὴ καὶ μουχλιασμένη ἀτμόσφαιρα, τὸ ζοφερὸ σκοτάδι, ἡ ἀπουσία χαρᾶς στὴ ζωὴ κάποιου. Ὑπ’ αὐτὴν τὴν ἔννοια, μοῦ φαίνεται ἀπόλυτα –καὶ τρομακτικὰ– πραγματικὴ καὶ νομίζω ὅτι ὁ καθένας σὲ αὐτὴν τὴ γῆ βρίσκεται κυρίως «στὴν κόλαση», ἂν καὶ ὑπάρχουν στιγμὲς ποὺ κάποιος μπορεῖ νὰ πιστεύει ὅτι βρίσκεται στὸν παράδεισο.

Ὑποθέτω ὅτι «ὁ κολασμένος» θὰ μποροῦσε νὰ περιγραφεῖ κατὰ κάποιον τρόπο ὡς μία ὕπαρξη κλεισμένη στὸν ἑαυτό της, χωρισμένη ἀπὸ κάθε «ἄλλον» ἢ «ἄλλους».

Φίλιππος Σέρραρντ

Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

 


Ἡ μυστικὴ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν

Θὰ ἤθελα νὰ πῶ δύο λόγια γιὰ τὴν μυστικὴ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς, ἀλλὰ καὶ ἄλλων εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας.

Τὸ θέμα ἀνακινεῖται συχνὰ σὲ θεολογικὲς καὶ λειτουργικὲς συζητήσεις, εἴτε γραπτῶς σὲ ἄρθρα, εἴτε προφορικῶς σὲ ὁμιλίες καὶ εἰσηγήσεις σὲ Συνέδρια.

Καὶ ἡ μὲν συζήτηση δὲν θὰ ἐνοχλοῦσε, ὡς καλοπροαίρετη ἐνασχόληση μὲ τὸ θεολογικὸ περιεχόμενο τῶν εὐχῶν, στὴν πράξη ὅμως δημιουργεῖ μία ἀταξία, γιὰ νὰ μὴν πῶ σύγχυση, ὄχι ἁπλῶς ὡς πρὸς τὴ λατρεία, ἀλλὰ ὡς λανθασμένη προσέγγιση τοῦ μυστηρίου.

Ἡ θεία Εὐχαριστία οὔτε ἀκρόαμα εἶναι, οὔτε θέαμα, οὔτε θεατρικὸ δρώμενο. Μπορεῖ φαινομενικὰ νὰ δείχνει ὅτι ἔχει αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ κανένα ἀπὸ αὐτὰ δὲν τὴν προσδιορίζει.

Εἶναι πράξη. Καὶ μάλιστα εἶναι μυστηριακὴ πράξη, ἀφοῦ ἐνεργεῖται μὲ τὴν παρουσία καὶ διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσεγγίσουμε, πολὺ περισσότερο νὰ κατανοήσουμε τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς ἱερῆς πράξης. Μόνον νὰ τὴν ζήσουμε ἔχουμε τὴ δυνατότητα, καὶ αὐτὸ μὲ τὴ δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια τὸ καθαυτὸ μυστικὸ στοιχεῖο τῆς θείας ἱερουργίας φυλασσόταν, ὄχι μόνον ἀπὸ τοὺς ἀμύητους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀτελεῖς ὡς πρὸς τὴν πίστη, ἀκόμη καὶ ἀπὸ ὅσους δὲν λάμβαναν μέρος στὴ θεία Κοινωνία, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς μετανοοῦντες ὅπως τοὺς ὀνόμαζαν, οἱ ὁποῖοι παρέμεναν στὸ Νάρθηκα τοῦ ναοῦ.

Τὰ κείμενα αὐτὰ τὰ ἔλεγαν καὶ τὰ ἄκουγαν μόνον ὅσοι εἶχαν τὴ δωρεὰ τῆς χειροτονίας, δηλαδὴ οἱ ἱερεῖς.

Θέλω νὰ πῶ ὅτι ὁ μυστικὸς χαρακτήρας αὐτῶν τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας, ἰδιαίτερα τῆς θείας Εὐχαριστίας, κατὰ τὴν ὁποία συντελεῖται ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἦταν πάντοτε οὐσιῶδες στοιχεῖο τῆς λειτουργικῆς παράδοσης. Τὸ μαρτυροῦν ἀρκετὰ κείμενα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατὰ τὰ μέσα τοῦ ἕκτου αἰώνα, ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς ἐπεχείρησε νὰ ἀνατρέψει αὐτὴ τὴν παράδοση, μὲ μία ἀπὸ τὶς λεγόμενες «Νεαρές», ὅπως λέγονταν τὰ ἄρθρα τῆς νομοθεσίας ποὺ κατάρτισε.

Ἀλλὰ ὁ νόμος δὲν ἴσχυσε γιὰ πολύ, γιατὶ τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἐπέστρεψε στὰ πρὸ τῆς Νεαρᾶς ἰσχύοντα.

Οἱ μέχρι καὶ τὸν 18ο αἰώνα κατὰ καιροὺς ὑπομνήσεις ποὺ ὑπάρχουν σὲ πατερικὰ κείμενα γιὰ μυστικὴ ἀνάγνωση τῶν εὐχῶν, δείχνει ἀσφαλῶς ὅτι ἐμφανίζονταν περιπτώσεις ἀντίθετης πρακτικῆς, ἀλλὰ πάντως ποτὲ δὲν παγιώθηκαν.

Οἱ πιὸ ἀνησυχητικὲς ὅμως περιπτώσεις ἀπόπειρας καταργήσεως τῆς μυστικῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐχῶν ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὸ 18ο αἰώνα καὶ μετά, καὶ μάλιστα ὡς πρακτικὴ στὶς Ἐκκλησίες τῶν Οὐνιτῶν. Ἔχουν προηγηθεῖ οἱ ἀπαιτήσεις μιᾶς λογικοκρατούμενης κατανοήσεως τῶν μυστηρίων ποὺ ἀναπτύχθηκαν σὲ προτεσταντικὰ περιβάλλοντα.

Πάντως, ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα ἄρχισαν νὰ ἐμφανίζονται ἀπαιτήσεις ἐκφωνήσεως τῶν μυστικῶν εὐχῶν σὲ κύκλους θρησκευτικῶν ὀργανώσεων, φαινόμενο ποὺ ἀπετέλεσε κύρια πρακτικὴ ὅλων σχεδὸν τῶν θρησκευτικῶν ὀργανώσεων ποὺ ἐμφανίστηκαν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα καὶ ἔπειτα.

Ἀλήθεια, τί θὰ σήμαινε μία κατάργηση τῆς μυστικότητας τῶν εὐχῶν; Ὅσοι γνωρίζουν τὸ περιεχόμενό τους, ὅσοι τὶς μελετοῦν, ἀντλοῦν θεολογικὸ λόγο ἐξαιρετικῆς πυκνότητας καὶ ἀκρίβειας.

Δὲν θὰ ἦταν ἐπωφελέστερο, διερωτῶνται ἀρκετοί, νὰ μπορεῖ τὸ πλήρωμα τῶν πιστῶν νὰ παρακολουθεῖ τὰ τεκταινόμενα στὴ θεία Λειτουργία, ἀκούγοντας αὐτὲς τὶς εὐχές;

Καὶ ἐπίσης, κανένας δὲν ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ θεία Λειτουργία εἶναι πράξη κλήρου καὶ λαοῦ. Δὲν πρέπει ὁ λαὸς νὰ γνωρίζει σὲ ποιές προτάσεις καλεῖται νὰ πεῖ τὸ «Ἀμήν»;

Ἐνστάσεις καὶ ἐρωτήματα ἐκ πρώτης ὄψεως εὔλογα. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Παῦλος συνιστᾶ στοὺς Κορινθίους νὰ γνωρίζουν οἱ πιστοὶ σὲ ποιὰ πρόταση ἀπαντοῦν μὲ τὸ «Ἀμὴν».

Ὅμως, ἐδῶ δὲν πρόκειται γιὰ κείμενα, ὅπως εἶπα καὶ παραπάνω, λογικοῦ περιεχομένου, ἀλλὰ μυσταγωγικοῦ. Ἡ διαφορὰ εἶναι σημαντική.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, προσεγγίζοντας αὐτὴ τὴ μυσταγωγικὴ διάσταση τοῦ περιεχομένου τῆς θείας Λειτουργίας, ἔγραψε ἕνα ἀπὸ τὰ ἐξοχότερα κείμενα ἑρμηνείας της, τὸ ἔργο ποὺ φέρει τὸν τίτλο Μυσταγωγία, στὸ ὁποῖο, ἐνῶ προσεγγίζει βῆμα βῆμα ὅλα τὰ τεκταινόμενα καὶ λεγόμενα τῆς θείας Λειτουργίας, δὲν ἀγγίζει τὸ τμῆμα τῆς ἁγίας Ἀναφορᾶς.

Εἶχε συνείδηση ὅτι, ἐπειδὴ δὲν εἶχε χειροτονία ἱερωσύνης δὲν ἔπρεπε νὰ προσεγγίσει καὶ νὰ κοινοποιήσει τὸ περιεχόμενό της, ὥστε «μηδένα μαθεῖν τὴν ἁγίαν ἀναφοράν, μὴ ἔχοντα χειροτονίαν».

Ξαναλέω: ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ λογικὴ καὶ στὴ μυσταγωγικὴ σχέση μὲ τὰ κείμενα τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι σημαντική. Ἡ ἄγνοια αὐτῆς τῆς διαφορᾶς μετατρέπει τὴ θεία Λειτουργία σὲ ἁπλὴ θρησκευτικὴ πράξη καὶ τῆς ἀφαιρεῖ τὸ ὑπερουράνιο περιεχόμενο ποὺ ἔχει ὡς παρουσία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Στὴ θεία Λειτουργία δὲν ἐπεξεργαζόμαστε ἔννοιες ἢ ἰδεολογήματα, ἀλλὰ ψηλαφοῦμε θαῦμα. Εἶναι ὑπεραρκετὲς οἱ ἐκφωνούμενες νύξεις στὸ διάλογο διακόνου ἢ ἱερέα καὶ λαοῦ, ὥστε ὁ λαὸς νὰ καταθέτει τὴ συμμετοχή του μὲ τὸ «Ἀμήν».

Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο, πρέπει «σιωπῇ τιμᾶσθαι τὰ ἅγια καὶ μυστικῶς τὰ μυστικὰ φθέγγεσθαι καὶ ἁγίως τὰ ἅγια».

Δημήτρης Μαυρόπουλος

ΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΑΝ – Προσεγγίσεις στὴ Θεία Λειτουργία»

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

 


Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ

Τί σημαίνει λοιπόν νά εἶσαι Εἰκόνα τοῦ Θεοῦ;

Σημαίνει, ἀδελφοί, τό ἑξῆς:

Ἐμεῖς ἔχουμε νοῦ, ἀλλά ὁ νοῦς μας εἶναι εἰκόνα τοῦ νοῦ τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἐμεῖς ἔχουμε θέλησι, ἀλλά ἡ θέλησις εἶναι εἰκόνα τῆς θελήσεως τοῦ Θεοῦ μέσα μας.

Ἐμεῖς ἔχουμε αἴσθησι, ἔχουμε καρδιά, ἀλλά αὐτά εἶναι εἰκόνα θείων αἰσθήσεων μέσα μας.

Ἐμεῖς ζοῦμε σέ αὐτόν τόν κόσμο, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς εἴμαστε ὡσάν εἰκόνες τοῦ Θεοῦ ἀθάνατες, ἀλλά αὐτό εἶναι εἰκόνα τῆς ἀθανασίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Θεός μᾶς ἔπλασε θεοειδεῖς, γιά νά ζοῦμε μέσα σέ αὐτόν τόν κόσμο δι’ Αὐτοῦ, γιά νά σκέπτεται πάντοτε ὁ νοῦς μας: πρόσεχε ἀπό Ποιόν εἶσαι, εἶσαι ἀπό τόν Θεό, νά κάνῃς καθαρές σκέψεις, σκέψεις θεϊκές.

Τότε τό θέλημά μας εἶναι τέλειο καί ὑγιές, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, πρός τό πρωτότυπό του. Ἡ αἴσθησίς μας τότε εἶναι καθαρή, ὑγιής, θεϊκή, ὅταν εὐθυγραμμίζεται πρός τήν αἴσθησι τοῦ Θεοῦ.

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Κυριακή 13 Μαρτίου 2022

 


Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (γ)

Καὶ οἱ ἄλλες εἰκόνες, δὲν εἰκονίζονται σὲ αὐτὲς πραγματικὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ ποὺ ζοῦσαν ἐδῶ πάνω στὴ γῆ; Οἱ εἰκόνες τους αὐτὲς εἶναι τὰ πορτραῖτα τους καὶ μὲ κανένα τρόπο δὲν εἶναι εἴδωλα. Μόνο ἀσεβὲς καὶ ἀκάθαρτο στόμα τολμᾶ νὰ λέει ὅτι οἱ εἰκόνες μας εἶναι εἴδωλα καὶ ἐμεῖς εἴμαστε εἰδωλολάτρες. Νὰ σιωπήσουν οἱ ἀσεβεῖς διότι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἀπήγγειλε τὸ ἀνάθεμα ἐναντίον τους. Νὰ τὸ ξέρετε, νὰ τὸ θυμᾶστε καὶ νὰ μὴν συναναστρέφεστε μὲ τοὺς αἱρετικούς. Νὰ μὴν ἀπομακρύνεστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μὴ σχίζετε τὸ χιτώνα τοῦ Χριστοῦ. Νὰ θυμᾶστε ὅτι ὁ Χριστὸς στὴν ἀρχιερατική του προσευχὴ παρακαλοῦσε τὸν Πατέρα Του, λέγοντας: “ἵνα πάντες ἓν ὦσι, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ καγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ἓν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσει ὅτι σὺ μὲ ἀπέστειλας”.

Ὁ Κύριος θέλει ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν σφάλματα στὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀπομακρύνονται ἀπ’ αὐτὴν καὶ πιστεύουν ὅτι θὰ βροῦν τὴ σωτηρία στὶς αἱρετικές τους ὀργανώσεις. Ξέρετε ὅμως τί ἔλεγαν οἱ μεγάλοι ἅγιοι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σχίζουν τὸ χιτῶνα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Ἅγιος Κυπριανός, ἐπίσκοπος Καρθαγένης, εἶπε ὅτι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ δὲν ἔχουν κοινωνία μαζί της καὶ μάρτυρες νὰ εἶναι, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ αἷμα τους, δὲν καθαρίζουν τὴν ἁμαρτία τους διότι ἡ βαριὰ αὐτὴ ἁμαρτία τῆς διαίρεσης τῆς Ἐκκλησίας δὲν καθαρίζεται οὔτε μὲ τὸ αἷμα. Καὶ ὁ ἅγιος ἱερομάρτυρας Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ προκαλεῖ σχίσμα στὴν Ἐκκλησία δὲ θὰ κληρονομήσει τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.Ὅλοι οἱ αἱρετικοί, ὅμως, εἶναι κήρυκες τοῦ σχίσματος.

Ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: “Παρακαλῶ δὲ ὑμᾶς, ἀδελφοί, σκοπεῖν τοὺς τὰς διχοστασίας καὶ τὰ σκάνδαλα παρὰ τὴν διδαχὴν ἥν ὑμεῖς ἐμάθετε ποιοῦντας, καὶ ἐκκλίνατε ἀπ’ αὐτῶν”. Καὶ στὴν ἄλλη ἐπιστολὴ του λέει τὸ ἑξῆς: “εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω”. Καὶ ὅλοι οἱ αἱρετικοὶ εὐαγγελίζουν ὄχι αὐτὸ ποὺ εὐαγγελίζει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἡ ὁποία μᾶς γέννησε πνευματικά.

Θυμηθεῖτε καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε στοὺς ἀποστόλους καὶ μέσω αὐτῶν σὲ μᾶς τοὺς διαδόχους τους: “Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με”. Τρομερὰ εἶναι αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου. Νὰ τὰ θυμᾶστε πάντοτε.

Νὰ μὴν ξεχνᾶτε καὶ αὐτὴν τὴν ἡμέρα, τὴν ἡμέρα τοῦ θριάμβου τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Ἡ πίστη αὐτὴ διατυπώθηκε ὁριστικὰ στὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἡ ὁποία στερέωσε τὴν Ὀρθοδοξία καὶ καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια πέρασαν ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Γιατί; Οἱ λόγοι εἶναι πολιτικοί. Δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα νὰ συγκληθοῦν. Ἀλλὰ νὰ μὴν λυπόμαστε ποὺ δὲν ἔγιναν ἄλλες καὶ δὲν γίνονται σήμερα οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. Αὐτὲς οἱ ἑπτὰ ποὺ ἔχουμε, τακτοποίησαν ὅλα τὰ ζητήματα καὶ ἔλυσαν ὅλα τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε ἡ Ἐκκλησία μὲ τὶς αἱρέσεις καὶ στερέωσαν τὴν ὀρθόδοξη πίστη.

Θὰ πεῖτε πὼς σήμερα ἔχουμε πολλὲς καινούργιες αἱρέσεις καὶ σχίσματα. Ναί, ἔχετε δίκαιο. Ἀλλὰ πρέπει νὰ ξέρουμε πὼς οἱ καινούργιες αὐτὲς αἱρέσεις δὲν λένε τίποτε καινούργιο ἀλλὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὰ ποὺ ἤδη ἔχουν πεῖ οἱ παλαιοὶ αἱρετικοί. Καὶ ὅλες αὐτὲς οἱ αἱρέσεις ἀναθεματίστηκαν ἀπὸ τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἀρκοῦν οἱ ἀποφάσεις τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων καὶ ἰδιαίτερα τῆς Ἑβδόμης. Γι’ αὐτὸ καὶ χαιρόμαστε καὶ πανηγυρίζουμε σήμερα τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας τὴν ὁποία ἐξέφρασε καὶ στερέωσε ἡ Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Ἀκριβῶς γι’ αὐτὸ τὸ λόγο ὁρίστηκε αὐτὴ τὴν ἡμέρα νὰ ψάλλεται δοξολογία ὡς εὐχαριστία στὸ Θεὸ γιὰ τὴν στερέωση τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ αὐτὴ τὴν δοξολογία θὰ ψάλλουμε τώρα.

Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

 


Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (β)

Μετὰ ἀπὸ αὐτοὺς ὑπῆρχαν καὶ ἄλλοι αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸ ἔργο τῶν προκατόχων τους καὶ βασάνισαν τὴν Ἐκκλησία ἐπὶ ὁλόκληρα χρόνια. Δὲν μποροῦμε νὰ περιγράψουμε τὰ βάσανα ποὺ ὑπέφερε ἡ Ἐκκλησία στὰ χρόνια τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἰδιαίτερα οἱ μοναχοὶ οἱ ὁποῖοι βρίσκονταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ ἀγώνα τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Οἱ αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι ἔκλεισαν πολλὰ μοναστήρια, πολλὲς ἐκκλησίες ὅπου ὑπῆρχαν εἰκόνες τὶς ἔκαναν ἀποθῆκες. Τοὺς μοναχούς τοὺς βασάνιζαν ἄγρια: τοὺς ἔβγαζαν μάτια, τοὺς ἔκοβαν μύτες, ἔσπαζαν εἰκόνες πάνω στὸ κεφάλι τους. Τοὺς ἁγιογράφους μὲ τὰ πυρακτωμένα σίδερα τοὺς ἔκαιγαν τὰ δάκτυλα.

Μόνο τότε, ὅταν στὸ θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ἡ αὐτοκράτειρα Εἰρήνη, σταμάτησε ὁ διωγμὸς ἀλλὰ ὄχι ὁριστικά. Τὸ 787 ἡ Εἰρήνη συγκάλεσε τὴν Ζ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία διατύπωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία περὶ τῆς τιμητικῆς προσκύνησης τῶν ἱερῶν εἰκόνων.

Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴ σύνοδο ὑπῆρχαν αὐτοκράτορες εἰκονομάχοι, ὅπως, γιὰ παράδειγμα, ὁ Μιχαὴλ καὶ ἄλλοι. Ἡ αἵρεση αὐτὴ συνετρίβη ὁριστικὰ μόνο ἐπὶ τῆς θεοσεβέστατης Αὐγούστας Θεοδώρας, ὅταν τὸ 842 συγκλήθηκε ἡ τοπικὴ σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη ἡ ὁποία ἐπικύρωσε τὴν ὀρθόδοξη διδασκαλία. Ἡ σύνοδος αὐτὴ ἀναθεμάτισε ὅλους αὐτοὺς ποὺ τολμοῦν νὰ λένε ὅτι ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων εἶναι εἰδωλολατρία καὶ οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ εἶναι εἰδωλολάτρες.

Καὶ ἐδῶ οἱ αἱρετικοὶ μᾶς λένε ἀκριβῶς αὐτὸ τὸ πράγμα. Τολμοῦν νὰ ἀποκαλοῦν τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα καὶ ἐμᾶς εἰδωλολάτρες. Καὶ μέχρι ποῦ φτάνει τὸ θράσος τους; Θὰ σᾶς πῶ ἕνα περιστατικὸ ποὺ ἔγινε πρόσφατα σὲ μία πόλη τῆς Σιβηρίας. Τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας δύο βαπτιστὲς μπῆκαν μέσα στὴν ἐκκλησία καὶ ἄρχισαν ἐκεῖ νὰ φωνάζουν ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι εἶναι εἰδωλολάτρες καὶ οἱ εἰκόνες τους εἴδωλα. Τί ἀνοησία!

Πῶς τολμοῦν αὐτοὶ νὰ ἀνοίγουν τὸ ἀκάθαρτο στόμα τους καὶ νὰ λένε αὐτὰ τὰ λόγια ποὺ στάζουν δηλητήριο, ἀποκαλώντας μας εἰδωλολάτρες καὶ τὶς εἰκόνες μας εἴδωλα; Αὐτὸ δείχνει πὼς δὲν ἔχουν κατανοήσει σωστὰ τὴν δεύτερη ἐντολὴ τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου: “οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς”.

Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ ἐντολή; Νομίζω ὅτι τὸ νόημά της εἶναι ξεκάθαρο. Ἡ ἐντολὴ αὐτὴ ἀπαγορεύει ἀντὶ νὰ προσκυνᾶμε τὸν Ἕνα, Μοναδικὸ καὶ Ἀληθινὸ Θεὸ νὰ κατασκευάζουμε εἴδωλα καὶ νὰ τὰ προσκυνᾶμε. Ὅπως τὸ ἔκαναν οἱ ἀρχαῖοι λαοί: οἱ Ἀσσύριοι, οἱ Βαβυλώνιοι, οἱ Αἰγύπτιοι, οἱ Ἕλληνες, οἱ Ρωμαῖοι καὶ ἄλλοι…Αὐτὴ εἶναι ἡ εἰδωλολατρία.

Ἡ δική μας ὅμως ἡ προσκύνηση τῶν ἱερῶν εἰκόνων μοιάζει σὲ τίποτα μὲ τὴν εἰδωλολατρία; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τὰ εἴδωλα ἀπεικόνιζαν κάτι ποὺ δὲν ὑπάρχει στὴν πραγματικότητα, ποὺ εἶναι καρπὸς φαντασίας. Οἱ δικές μας εἰκόνες εἰκονίζουν τὴν πραγματικότητα. Πραγματικά, δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, τὸν Ὁποῖον δοξάζουμε καὶ τὶς εἰκόνες τοῦ Ὁποίου προσκυνᾶμε; Δὲν ζοῦσε μεταξὺ μας ἡ Παναγία, τὴν ὁποία ζωγράφισε ὁ Ἅγιος ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς; Τὴν εἰκόνα του αὐτὴ τὴν εὐλόγησε ἡ ἴδια ἡ Θεοτόκος, λέγοντας ὅτι ἡ χάρη της θὰ εἶναι πάντα μὲ αὐτὴ τὴν εἰκόνα. Ξέρετε πόσα θαύματα γίνονται ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Παναγίας.

Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2022

 


Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας (α)

Τὴν πρώτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία πανηγυρίζει τὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς ὀρθῆς πίστεως, ἡ ὁποία καταπάτησε ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ στερεώθηκε γιὰ πάντα. Γι’ αὐτὸ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ καλεῖται Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας.

Οἱ αἱρέσεις φάνηκαν ἤδη ἀπαρχῆς τοῦ χριστιανισμοῦ. Οἱ ἴδιοι οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ προειδοποιοῦσαν τοὺς συγχρόνους τους, καὶ μαζί τους καὶ ἐμᾶς, γιὰ τὸν κίνδυνο ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος στὴ Β’ Καθολικὴ ἐπιστολὴ γράφει τὸ ἑξῆς: “Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοὶ ἐξακολουθήσουσιν αὐτῶν ταῖς ἀσελγείαις, δι’ οὕς ἡ ὁδὸς τῆς ἀληθείας βλασφημηθήσεται”.

Ὁ Ἅγιος Παῦλος, ἐπιστρέφοντας στὴν Παλαιστίνη ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἔκανε στάση στὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ στοὺς χριστιανοὺς κατοίκους τῆς πόλεως ἔλεγε: “Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου, καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν”.

Πολλοὶ τέτοιοι ψευδοδιδάσκαλοι καὶ σχισματικοὶ ὑπῆρχαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ χριστιανισμοῦ. Μερικὲς αἱρέσεις τάραζαν τὴν Ἐκκλησία ὁλόκληρους αἰῶνες, ὅπως γιὰ παράδειγμα οἱ αἱρέσεις τοῦ Ἀρείου, τοῦ Μακεδονίου, τοῦ Εὐτυχοῦς, τοῦ Διοσκόρου, τοῦ Νεστορίου καὶ ἐπίσης ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Οἱ αἱρέσεις αὐτὲς προκάλεσαν πολλὲς διαταραχὲς στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν βασάνισαν πολύ. Ὑπῆρχαν πολλοὶ ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες ποὺ ἔχυσαν τὸ αἷμα τους ὑπερασπιζόμενοι τὴν ἀληθινὴ πίστη στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν ψευδοδιδασκάλων καὶ τῶν αἱρετικῶν.

Ὑπῆρχαν ἐπίσης καὶ πολλοὶ καὶ μεγάλοι ἱεράρχες οἱ ὁποῖοι καὶ αὐτοὶ ὑπέφεραν πολλοὺς διωγμοὺς καὶ πολλὲς φορὲς ἐξορίστηκαν. Ὁ Ἅγιος Φλαβιανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, γιὰ παράδειγμα, σὲ μία σύνοδο ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Διοσκόρου, ἡ ὁποία καλεῖται “ληστρική”, χτυπήθηκε τόσο ἄγρια ποὺ μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες πέθανε.

Ἡ τελευταία στὴ σειρὰ τῶν αἱρέσεων, ἡ αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἐπέφερε τὰ περισσότερα βάσανα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας. Ἡ αἵρεση αὐτὴ ἐμφανίστηκε γιὰ πρώτη φορὰ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος τοῦ Ἰσαύρου, ὁ ὁποῖος ἀνέβηκε στὸ θρόνο τὸ 717. Ἀνέβηκε στὸ θρόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ στρατοῦ ὅπου ὑπῆρχαν πολλοὶ ἀντίπαλοι τῆς προσκυνήσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων. Ἐπειδὴ ἤθελε νὰ εὐαρεστήσει τὸ στρατὸ, ἄρχισε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν εἰκονοφίλων. Ὁ διωγμὸς αὐτὸς συνεχίστηκε καὶ στὰ χρόνια τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τοῦ Κοπρωνύμου, ὁ ὁποῖος διαδέχτηκε στὸ θρόνο τὸν Λέοντα. Οἱ δύο αὐτοὶ αὐτοκράτορες γιὰ πολλὰ χρόνια εἶχαν τὴν ἐξουσία στὰ χέρια τους καὶ προκάλεσαν πολλὰ δεινὰ στὴν Ἐκκλησία.

Ἅγιος Λουκᾶς Ἀρχιεπίσκοπος Κριμαίας

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

 


Σοφία πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη

Ὅταν γίνεται λόγος γιά σοφία, ἀναδύονται συνήθως στή σκέψη μου ἕνας στίχος τοῦ Ἄγγλου νομπελίστα ποιητῆ Τ.Σ. Ἔλιοτ καί ὁρισμένοι στίχοι τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Σέ ἕναν στίχο τοῦ ποιήματος «Τά χορικά ἀπό τόν βράχο» τό 1934 διερωτᾶται ὁ Ἔλιοτ: «Ποῦ εἶσαι σοφία πού σέ χάσαμε στή γνώση; Ποῦ εἶσαι γνώση πού σέ χάσαμε στήν πληροφόρηση;». Ἡ ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας συχνά περιορίζεται σέ αὐτές τίς περιοχές. Στόν 21ο αἰώνα ὁ σκεπτόμενος νοῦς ἰλιγγιᾶ μπροστά στά δύο «ἄπειρα»: τοῦ μακρόκοσμου καί τοῦ μικρόκοσμου. Ὁ ὄγκος τῆς γνώσεως καί ἡ συσσώρευση πληροφοριῶν δέν ἀρκοῦν. Ἐξακολουθοῦμε νά ἀναζητοῦμε σέ ὅλα αὐτά ἕνα κεντρικότερο νόημα, μιά βαθύτερη ἑνότητα πού συνδέει τό σύμπαν. Χρειάζεται μιά ἀνάβαση ἀπό τήν ἁπλή πληροφόρηση καί τήν ἐξειδικευμένη γνώση πρός τή σοφία πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη. Αὐτή δίνει στήν κρίση μας διορατικότητα, μᾶς προσφέρει θέα στό ὅλον. Καί στήν ἀνθρώπινη συμπεριφορά χαρίζει διάκριση καί ἐπιείκεια.

Ἡ σοφία δέν ταυτίζεται μέ τήν ἐξυπνάδα καί τήν πολυμάθεια. Εἶναι προϊόν μιᾶς γενικότερης ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ὡριμότητος. Μιᾶς εὐρύτερης συνθέσεως εὐφυΐας, ἐμπειρίας καί γνώσεως, διαύγειας πνευματικῆς καί καλοσύνης. Ἡ σοφία πού ἔχει ἀναπτυχθεῖ στούς πολιτισμούς διαφόρων λαῶν παραμένει πολύτιμη κληρονομιά γιά τήν ἀνθρωπότητα. Ἰδιαίτερο παράδειγμα αὐτῆς τῆς σοφίας εἶναι ἡ ρήση τοῦ Σωκράτη «ἕν οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα». Ὑπάρχουν διάφορα ἐπίπεδα σοφίας. Στήν Ἁγία Γραφή τονίζεται ἡ πρωταρχική ἀξία της: «Μακάριος ἄνθρωπος ὃς εὗρεν σοφίαν καὶ θνητὸς ὃς εἶδεν φρόνησιν… πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν». Παράλληλα ὑπογραμμίζεται ἡ ρίζα της, «ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου», καί ἡ πίστη ὅτι πηγή τῆς σοφίας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός.

Στό πρῶτο, λοιπόν, ἐρώτημα τοῦ Ἔλιοτ ταιριάζει νά παρατεθεῖ καί ἕνα ἄλλο συγγενές, πού θέτει ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος: «Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας». Στή συνέχεια ἐπισημαίνει τήν ἀνάγκη διακρίσεως ἀνάμεσα σέ μιά σοφία «ἐπίγεια, ψυχική, δαιμονιώδη» καί σέ μιά «ἄνωθεν κατερχομένη σοφία», πού ἔχει εἰδικά χαρακτηριστικά: «Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος, ἀνυπόκριτος». Ἡ σοφία πού ἔχει πηγή της τόν Θεό ἐπιμένει καί ἐργάζεται γιά τή δικαιοσύνη μέ τελικό ἀποτέλεσμα τήν εἰρήνη: Εἰρήνη μέ τόν ἑαυτό μας, μέ τούς γύρω μας, μέ τήν ἀνθρωπότητα καί γενικά μέ τήν κτίση ὁλόκληρη.

Στά ἐρωτήματα πού ἔθεσε ὁ Ἔλιοτ πρίν ἀπό τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ὕστερα ἀπό ὀκτώ χρόνια ἐντόνων ἐμπειριῶν, ἔδωσε ὁ ἴδιος μιά ἀποκαλυπτική ἀπάντηση, μέ ἕναν στίχο του στά Τέσσερα κουαρτέτα, πού δημοσιεύθηκαν τό 1942: «Ἡ μόνη σοφία πού μποροῦμε νά ἐλπίζουμε πώς θά ἀποκτήσουμε εἶναι ἡ σοφία τῆς ταπεινοφροσύνης. Ἡ ταπεινοφροσύνη δέν ἔχει τέλος». Ὑπέροχη διαπίστωση καί διατύπωση μιᾶς ἀλήθειας, πού διαποτίζει τή βιβλική σκέψη καί τήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα.

Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος

Τρίτη 8 Μαρτίου 2022

 


Μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα

Στα Μοναστήρια ἀφιερώνουν τὴ μία ἡμέρα γιὰ τοὺς ἀρρώστους, τὴν ἄλλη γιὰ τὴ νεολαία, τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα. Προσεύχονται καὶ κάνουν κομποσχοίνια.

Ἂς ἀφιερώσουμε κι ἐμεῖς μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα, τὴν Τετάρτη ἢ τὴν Παρασκευή. Νὰ μὴ μιλᾶμε, ἀλλὰ νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τὴν κατάσταση τὴ σημερινή. Νὰ μὴ μιλᾶμε καθόλου. μόνο τὰ ἀναγκαία, τὰ ἐπαγγελματικὰ νὰ λέμε. Νὰ γονατίσουμε, νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ κάνουμε κομποσχοίνι. να δεῖτε, θαῦμα θὰ γίνει, ἀδελφοί μου.

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Κυριακή 6 Μαρτίου 2022

 


Ἁγία Τεσσαρακοστὴ

Μετὰ ἀπὸ τὶς ἑβδομάδες τῆς προετοιμασίας ποὺ προηγήθηκαν, κατὰ τὶς ὁποῖες ἐξετάσαμε τὴν ψυχή μας, τὴ ζωή μας, ὅλες τὶς σχέσεις μας ἐνώπιον τοῦ βλέμματος καὶ τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, μπαίνουμε σήμερα στὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ – στὴ χαρὰ τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ συμπίπτει μὲ τὴν ἄνοιξη – εἶναι μία ἀρχὴ ζωῆς, μία ἀρχὴ καινότητας, μία νέα ἐποχή. Εἶναι μία περίοδος κατὰ τὴν ὁποία δὲν θέλουμε πιὰ νὰ θυμόμαστε τὶς ἁμαρτίες μας, δὲν θέλουμε πιὰ νὰ φέρνουμε στὸ νοῦ μας εἰκόνες ἀπὸ παραβολὲς γιὰ τὴν πίστη καὶ τὴ μετάνοια, ἀλλὰ νὰ ἀτενίζουμε τοὺς Ἁγίους ποὺ ἄρχισαν τὴ ζωὴ τους ὅπως κι ἐμεῖς: εὔθραυστοι, ἀδύναμοι, ἀμφιταλαντευόμενοι, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δύναμή Του ἔγιναν αὐτὸ ποὺ ἔγιναν: ἄνδρες, γυναῖκες, παιδιὰ ποὺ ἐμεῖς τώρα μποροῦμε νὰ τιμοῦμε, μὲ τοὺς ὁποίους μποροῦμε νὰ εὐφραινόμαστε, νὰ τοὺς ἔχουμε ὡς παράδειγμα καὶ νὰ ἀπευθυνόμαστε σὲ αὐτοὺς ζητώντας τους νὰ προσεύχονται γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ἀπόψε, ἀρχίζουμε ἕνα ταξίδι· ἕνα ταξίδι ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτωλή μας κατάσταση -τὴν ἀναγνωρίσαμε, μετανοοῦμε γι’ αὐτὴν-σὲ μία νέα ἐποχή, στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ποὺ γιὰ μᾶς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς αἰώνιας ζωῆς μας. Ξεκινᾶμε τὸ ταξίδι μας ἀπόψε ὅπως ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ξεκίνησε ἀπὸ τὴ γῆ τῆς Αἰγύπτου πρὸς τὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας: εἴμαστε ἀκόμη εὐάλωτοι, βαρυφορτωμένοι, ὄχι ἀπόλυτα ἐλεύθεροι. Τὸ θάρρος ὅμως καὶ τὴν ἔμπνευση γιὰ νὰ φτάσουμε στὴν τελικὴ νίκη, στὴν καινότητα τῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ κλήση μας καὶ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ τὸ βροῦμε κοιτάζοντας πίσω τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἀτενίζοντας τὸν Ζῶντα Θεό, ποὺ εἶναι ἡ Ζωὴ καὶ ἡ σωτηρία, καὶ τοὺς Ἁγίους ποὺ νίκησαν μὲ τὴ δική Του δύναμη. Θὰ πρέπει νὰ ταξιδέψουμε μαζὶ καὶ ἂς μὴν ἔχουμε ψευδαισθήσεις: θὰ εἴμαστε δύσκολοι συνοδοιπόροι ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο, ἀλλὰ θὰ στηριζόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον ἂν θέλουμε νὰ φθάσουμε τελικὰ στὸ σκοπό μας – κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ oι Ἰσραηλίτες διάβηκαν τὴν ἔρημο: δὲν ἦταν πάντα ὑπάκουοι στὸ Θεό, οὔτε πάντα ”ἐντάξει” μεταξύ τους, ὡστόσο, χρειάζονταν τὸν κάθε ἄλλον γιὰ νὰ φθάσουν στὸ ὑπεσχημένο τέλος.

Ἂς ξεκινήσουμε λοιπὸν τώρα· ἂς σκεφθοῦμε τί γιορτάζουμε τὴν ἑπόμενη Κυριακή: τὸν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὄχι τὸν θρίαμβο τῶν Ὀρθοδόξων ἐπὶ ἄλλων ἀνθρώπων, ἀλλὰ τὸν θρίαμβο τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων. Τὸν θρίαμβο τῆς Ἀλήθειάς Του, τὸν θρίαμβό Του στὴ ζωή μας.

Καὶ στὴ συνέχεια, ἂς δοῦμε τὸν ἕναν ἅγιο μετὰ τὸν ἄλλον, κι ἂς ἀκούσουμε τί ἔχουν νὰ μᾶς ποῦν: Γρηγόριος Παλαμᾶς, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Μαρία ἡ Αἰγυπτία καὶ ὅλοι ὅσοι ἀκολούθησαν τὰ ἴχνη τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τέλος θὰ φθάσουμε στὸ σημεῖο ποὺ θὰ πρέπει νὰ ξεχάσουμε ὅλους καὶ ὅλα, δὲν θὰ θυμόμαστε τίποτε, κανέναν, παρὰ μόνον τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό: Ποιὸς εἶναι, τί ἔχει κάνει γιά μᾶς, τί κάνει γιά μᾶς; Ἂς μάθουμε ὅλες αὐτὲς τὶς ἑβδομάδες νὰ ξεχνᾶμε τὸν ἑαυτό μας, χαρούμενοι καὶ εὐγνώμονες ποὺ μποροῦμε τώρα νὰ τὸ κάνουμε, καὶ νὰ κοιτάζουμε μόνο πρὸς τὸ Θεό. Καὶ ὅταν γιὰ ἄλλη μία φορά, ἔρθει ἡ ἑβδομάδα τοῦ Πάθους, μ’ ἕνα καινούριο τρόπο, μὲ καινούρια ἀπόφαση, μὲ καινούρια παραίτηση ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας θὰ στραφοῦμε καὶ θὰ κοιτάζουμε τὸ Θεὸ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ σωθοῦμε· μὲ εὐγνωμοσύνη ἂς θυμόμαστε μόνον Αὐτὸν καὶ Ἐκεῖνος θὰ μᾶς θυμηθεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Τρίτη 1 Μαρτίου 2022

 


Ἡ πιό παρεξηγημένη Ἱερή Παροιμία

“Σέ ποιές περιπτώσεις μποροῦμε θεμιτά καί νόμιμα νά καταλύσουμε την νηστεία;” εἶναι ἕνα σύνηθες ἐρώτημα πιστῶν πρός τούς ἱερεῖς καί ἰδιαίτερα πρός τούς πνευματικούς – ἐξομολόγους. “Ἀσθενής καί ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει”, εἶναι μία ἐξίσου συνηθισμένη ἀπάντηση.

Πρόκειται ὅμως γιά μία παρεξήγηση. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι οἱ παροιμίες ἀποτελοῦν καταστάλλαγμα τῆς μακρόχρονης ἐμπειρίας τῶν ἀνθρώπων. Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἀναγνωρίστηκαν παντοῦ καί πάντοτε ὡς ἀναμφισβήτητες ἀλήθειες. Μία ἀπό τίς παροιμίες αὐτές εἶναι καί ἡ “ἀσθενής καί ὠδιπόρος (ἤ ὠδειπόρος) ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει”. Μέ ἁπλούστερα λόγια: “Ὁ ἄρρωστος καί ἡ ἔγκυος γυναίκα δέν ἁμαρτάνει ἐάν δέν νηστέψει”. Σήμερα ὅμως, οἱ περισσότεροι παρανοοῦν τήν ἔννοια τῆς παραπάνω ρήσης, εἴτε ἀπό ἄγνοια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γλώσσας, εἴτε ἀπό τήν ἀνορθόγραφη καταγραφή τῆς λέξης ὠδιπόρος (καί ὄχι ὁδοιπόρος = ταξιδιώτης). Ἔτσι, ἡ ρήση μετατράπηκε σέ “ἀσθενής καί ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει” δηλαδή: “Ὁ ἄρρωστος καί ὁ ταξιδιώτης δέν ἔχει ἁμαρτάνει ἐάν δέν νηστέψει”. Σύμφωνα μέ τήν παραπάνω λανθασμένη γραφή, ἀνάγνωση ἤ ἑρμηνεία, ὁ κάθε ταξιδιώτης (ἄσχετα ἐάν ἔχει ταξιδέψει μέ ἀεροπλάνο, πλοῖο, τρένο ἤ αὐτοκίνητο) μπορεῖ νά καταλύσει κάθε νηστεία, χωρίς νά ἁμαρτήσει.

Βέβαια ἐάν κάποιος δέν θέλει νά νηστέψει, ἄς φάει, ὅ,τι θέλει. Δέν εἶναι ἐκεῖ τό πρόβλημα. Τό θέμα εἶναι νά μήν ἐφευρίσκουμε δικαιολογίες, γιά νά δικαιολογήσουμε τήν ἀδυναμία μας. Ἀκόμη καί ἐάν τό κείμενο ἐννοοῦσε “ὁδοιπόρο” καί ὄχι “ὠδιπόρο”, θά δικαιολογοῦνταν ἡ κατάλυση μόνον στήν περίπτωση πού αὐτός ὁ (τέλος πάντων) “ὁδοιπόρος” ἦταν κάποιος πού περπάτησε ἐπί πολλές ὧρες, κατάκοπος καί ἐξαντλημένος ἀπό τίς κακουχίες τοῦ ταξιδιοῦ. Φτάνουμε ὅμως στό σημεῖο νά ἀπαλλάσσονται ἀπό τή νηστεία καί ὅσοι πηγαίνουν μία ἐκδρομή. Δέν νηστεύουν μέ τή δικαιολογία ὅτι ταξίδεψαν.

Ἀλλά ἄς ἐξηγήσουμε τί σημαίνει τό ὀρθό “ὠδιπόρος”. Πρόκειται γιά λέξη σύνθετη ἀπό τήν “ὠδι” καί “πόρος”. Γιά τή λέξη “πόρος” λίγο – πολύ ξέρουμε ὅτι ἔχει διάφορες σημασίες, ὅπως στίς λέξεις εὔπορος, ἄπορος, οἱ πόροι τοῦ σώματος. Ἀκόμη ἔχουμε τό μοναδικό νησί ἀρσενικοῦ γένους, τόν Πόρο. Πολλά χωριά μέ τό ὄνομα Πόρος, διάφοροι οἰκισμοί, κάποιο βουνό στή Λευκάδα καί μία νησίδα στόν Πατραϊκό κόλπο, κοντά στό Αἰτωλικό.

H λέξη ὅμως “ὠδι” προέρχεται ἀπό τό ρῆμα “ὠδίνω”, πού ἔχει ἀρκετές σημασίες (κυριολεκτικά): Ἔχω ὠδίνες, κοιλοπονῶ, τίκτω, γεννῶ, ἀλλά καί (μεταφορικά) ἐπιθυμῶ πάρα πολύ νά φάω, κάτι ὅπως ἡ ἐγκυμονούσα, κάνω κάτι νά τρέμει, σάν τήν ἑτοιμόγεννη γυναίκα. Πόσες φορές λοιπόν ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ἡ ἔγκυος γυναίκα ζητᾶ νά φάει κάτι, γιά νά μήν “ρίξει” τό παιδί, νά μήν ἀποβάλλει;

Δικαιολογεῖται ἔτσι ἡ ἔγκυος νά μήν νηστέψει, ἄν τό ζητά ὁ ὀργανισμός της, γιατί κινδυνεύει νά ἀποβάλλει τό παιδί της. Ἄλλωστε τό ὀρθό “ὠδιπόρος” ἔχει καί ἐννοιολογική συνάφεια μέ τό “ἀσθενής”, καθώς καί τά δύο ἀναφέρονται σέ καταστάσεις σωματικῆς ἀνάγκης καί ἀδυναμίας, πού δικαιολογεῖ τήν κατάλυση τῆς νηστείας. Γι’ αὐτό καί τίθεται μεταξύ τῶν δύο λέξεων τό συνδετικό “καί”, πού συνδέει παρεμφερεῖς ἔννοιες, ἀλλιῶς στήν περίπτωση τοῦ “ὁδοιπόρου” θά ὑπῆρχε τό διαζευκτικό “ἤ”, πού συνδέει ἔννοιες ἐννοιολογικά διαφορετικές.

Ἔτσι, ὁ ταξιδιώτης δέν δικαιολογεῖται. Ἀκόμη καί ἄν ὁ σοφός πού εἶπε τήν παροιμία ἐννοοῦσε τόν πολύ κατάκοπο, τότε θά τήν ἔλεγε διαφορετικά. Θά χρησιμοποιοῦσε ἐνδεχόμενα λέξεις, ὅπως: Καταβεβλημένος, ἐξαντλημένος, καταπονημένος, καταπληγωμένος κ.α.

Βέβαια οἱ δύσπιστοι πρέπει νά ἔχουν πολύ καλή ἐγκυκλοπαίδεια, γιά νά συμφωνήσουν μαζί μας. Πάντως θά ἔχουν ἀκούσει γιά τίς ὠδίνες τοῦ τοκετοῦ καί ἴσως τό “ὤδινεν ὅρος καί ἔτεκε μῦν”. Ἴσως πάλι νά ἔχουν ἀντίρρηση στό συντακτικό, γιατί τό θέμα τοῦ ρήματος “ὠδίνω” εἶναι “ὠδιν” καί συνεπῶς «ὠδιν + πόρος = ὠδινπόρος». Ἀλλά τό γράμμα “ν” πρίν ἀπό τό “π” ἐξαφανίζεται, γιατί δέν ἔχουμε λέξεις μέ συνεχόμενα τά γράμματα “ν” καί “π”. Ἀντίθετα, ἔχουμε συνεχόμενα τά “π” καί “ν”, ὅπως πνοή. Κάποιες φορές τό “ν” μετατρέπεται σέ “μ”, ὅπως «σύν + πνοια = σύμπνοια».

Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά, ἱερεῖς, θεολόγοι, ἱεροκήρυκες, ἐξομολόγοι καί κάθε χριστιανός καλῆς θελήσεως, ἄς διαφωτίσουμε καί τούς ὑπόλοιπους ὅτι ἡ σωστή παροιμία εἶναι: “Ἀσθενής καί ὠδιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει”. Πρόκειται γιά μία παροιμία πολύ χρήσιμη στήν ἐποχή μας. Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού νηστεύουν, ἀλλά δέν λείπουν καί ἐκεῖνοι πού θέλουν νά βρίσκουν “νόμιμες” ὑπεκφυγές, νά ζαχαρώνουν τό χάπι καί νά κάνουν τήν ἀδυναμία τούς ἀνάγκη.

Μητροπολίτης Κίτρους Γεώργιος