Κυριακή 31 Μαρτίου 2019




Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι». Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»; Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆς, πού γιά τόν καθένα μας εἶναι δικά του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματα, ἤ πάθη, πού – στόν κάθε ἄνθρωπο – εἶναι δικά του! Μέ ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ γήινου βίου μας.
 «Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» – ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
 «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένος, ὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητή) ἀγρυπνάει ἀκοίμητος ὁ Χριστός. Πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.
 Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ

Σάββατο 30 Μαρτίου 2019



Ὁ χορτασμὸς
Ἂν θελήσουμε νὰ χορτάσουμε τρώγοντας, θὰ βαρεθοῦμε γρήγορα καὶ θὰ ἐπιθυμήσουμε κάτι ἄλλο· καὶ ὅταν καὶ τοῦτο τὸ φᾶμε καὶ τὸ χορτάσουμε, καὶ αὐτὸ παρόμοια θὰ τὸ ἀποδοκιμάσουμε, ὅπως τὸ προηγούμενο, καὶ θὰ τὸ παρατήσουμε. Δὲν γίνεται δηλαδή, ἐνόσω χορταίνουμε, νὰ μείνουμε στὶς ἴδιες ἐπιθυμίες ποὺ ἐπινοοῦμε γιὰ τὴν εὐχαρίστησή μας.
Ποιό φαγητὸ ἦταν πιὸ γλυκὸ ἢ πιὸ ἐκλεκτὸ ἀπὸ τὸ μάννα; Ὅταν ὅμως οἱ Ἰσραηλίτες τὸ ἔφαγαν καὶ τὸ χόρτασαν, καθὼς δὲν εἶχαν κάτι καλύτερο νὰ ἐπιθυμήσουν, ἐπιθύμησαν τὸ κατώτερο, τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρεμμύδια. Ἐπομένως ὁ χορτασμὸς ἔχει ἔμφυτη τὴν ἐπιθυμία κάποιου ἄλλου.
Ἂν λοιπόν, καθὼς χορταίνουμε τὸ ψωμί, ἐπιθυμοῦμε καὶ ἄλλες τροφές, ἂς τὸ τρῶμε χωρὶς νὰ χορταίνουμε. Ἔτσι, μὴ χορταίνοντας τὸ ψωμί, πάντοτε θὰ ἐπιθυμοῦμε νὰ τὸ χορτάσουμε, ὁπότε καὶ τὴ βλάβη ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία ἄλλων θὰ ἀποφύγουμε, καί τὴν ἀρετὴ τῆς ἐγκράτειας θα ἀποκτήσουμε.
Ἀββᾶς Μάρκος

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2019



 Ἄν…
...Τί νὰ εἴπω διὰ τὸ παρόν;
Ἡ διαφθορὰ εἶναι τόσον γενικὴ καὶ ἔχει τόσας βαθείας ρίζας, ὥστε προξενεῖ κατάπληξιν. Ὅταν οἱ αἴτιοι αὐτῆς παταχθοῦν ἐντελῶς, εἶναι δυνατὴ μία ἠθικὴ ἀναγέννησις. Τότε τὸ μέλλον μας θὰ εἶναι μεγάλο, ἂν ὅλα στηριχθοῦν εἰς τὴν ἠθικήν, ἂν ἡ δικαιοσύνη θριαμβεύσῃ, ἂν τὰ γράμματα καλλιεργηθοῦν, ὄχι πρὸς ματαίαν ἐπίδειξιν, ἀλλὰ πρὸς ὠφέλειαν τοῦ λαοῦ, ὁ ὁποῖος ἔχει ἀνάγκην ἀπὸ ἀνατροφὴν καὶ ἀπὸ μόρφωσιν ὄχι σχολαστικήν. Θὰ ἔχωμεν -ἢ μᾶλλον θὰ ἔχουν τὰ παιδιά μας- μίαν ἠθικὴν ἀναγέννησιν τότε καὶ τὸ μέλλον θὰ εἶναι μεγάλο.
Διονύσιος Σολωμὸς

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019


 Ὁ κανὼν τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καί τῶν ἠθῶν μας
Ἄν ἡ παροῦσα γενεά δέν ἐνδυναμωθεῖ ἀπό ἀνθρώπους μορφωμένους ἐν καλῇ διδασκαλίᾳ καί μάλιστα πρός τόν κανόνα τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως καί τῶν ἠθῶν μας, θά εἶναι δυσοίωνο τό μέλλον τῆς Ἑλλάδος καί ἡ διακυβέρνησίς της ἀδύνατη.
Ἰωάννης Καποδίστριας

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019



Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε
Ὅταν ἦρθε ἡ Κυβέρνηση ἐδῶ, ἦρθαν καὶ πολλοὶ ἀγωνισταὶ πεθαμένοι τῆς πείνας καὶ καταξοχὴ ἀξιωματικοί. Εἶδαν ὁποῦ ἔφκειασα αὐτὸ τὸ σπίτι, ἔλπιζαν ὅτι μὸ ῾δωσε κανένας πλούτη, ἄρχισαν καὶ μοῦ γύρευαν ἄλλος εἴκοσι τάλλαρα, ἄλλος δέκα κι᾿ ἄλλος ἀπάνου κι᾿ ἄλλος κάτου. Τέλος πάντων κ᾿ ἐγὼ καταχρεωνόμουν καὶ τοὺς ἀνθρώπους δὲν μποροῦσα νὰ τοὺς εὐκαριστήσω σὲ ὅλη τὴν αἴτησίν τους· τοὺς ἔδινα ὅ,τι μποροῦσα κι᾿ ἀντὶς νὰ τοὺς ἔχω φίλους, τοὺς ἔπιανα ὀχτρούς. Εἶχα κ᾿ ἕνα μήνα ὁποῦ ἄρχισα νὰ παίρνω μιστὸν τοῦ βαθμοῦ μου, καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι· ἔπαιρνα τρακόσες ἑξήντα δραχμές.
Εἶδα αὐτό, καὶ πέθαιναν καὶ οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰ παλιοκλήσια, ὁπλαρχηγοὶ κι᾿ ἄλλοι, κι᾿ ἀπὸ τὴν πείνα κι᾿ ἀπὸ τὸ κρύον, τότε στοχάστηκα: Οἱ ἀγωνισταὶ νὰ πεθαίνουν τῆς πείνας, κ᾿ ἐμεῖς νὰ πλερωνώμαστε ὀλίγοι ἄνθρωποι; Ἐμεῖς οἱ ὀλίγοι φέραμεν τὴν λευτεριά; Νὰ κόψωμεν κ᾿ ἐμεῖς τὸν μιστόν μας, εἴτε νὰ πάρουν καὶ οἱ ἀδελφοί μας συναγωνισταί! Εἰδὲ ξίκι νὰ γένῃ καὶ ῾σ ἐμᾶς!
Τότε φκειάνω μίαν ἀναφορὰ καὶ λέγω· «Ἐπειδήτις ὅσοι ἀγωνίστηκαν πεθαίνουν ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὴν ταλαιπωρίαν, καθὼς καὶ χῆρες τῶν σκοτωμένων καὶ παιδιά τους, τὸν μιστὸν ὁποῦ μοῦ δίνετε διατάξετε νὰ μοῦ κοπῆ ὅλος καὶ νὰ τὸν δίνετε εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Κ᾿ ἐγώ, ἐπειδήτις καὶ χρωστῶ ξένα χρήματα κ᾿ ἔχω καὶ φαμελιὰ μεγάλη, διατάξετε νὰ μοῦ δοθῆ τὸ μικρὸν δῶρον ὁποῦ ἀποφάσισαν ὅλες οἱ Κυβέρνησες ὅταν πληγώθηκα εἰς τοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ, ὁποῦ εἶναι ὡς ἑκατὸν ἑξήντα πέντε δραχμές, νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ μὲ τὴν φαμελιά μου ὅσο ἡ Κυβέρνηση νὰ δικιώση ὅλους τοὺς ἀγωνιστάς, καὶ μεράστε τους τὸν μιστόν μου τῶν δυστυχισμένων ἀγωνιστῶν». Ἔδωσα τὴν ἀναφορά μου εἰς τὴν Ἀντιβασιλεία καὶ τὸ ῾βαλα καὶ εἰς τὸν τύπον νὰ παρακινηθοῦν κι᾿ ἄλλοι.
Τότε πάγει ὁ Κωλέτης καὶ λέγει τῆς Ἀντιβασιλείας· «Αὐτὸς ὁποῦ ῾καμεν αὐτὸ μαζώνει ὅλους τοὺς ἀδικημένους καὶ θὰ κάμη ἀπανάστασιν» – κι᾿ ἂν μοῦ ῾ρθε παρόμοια ἰδέα, νά ῾χω τὴν κατάρα τῆς πατρίδος! Καὶ δίνει γνώμη νὰ μὲ πιάσουν νὰ μὲ στείλουν εἰς τὸ Παλαμήδι νὰ μὲ φυλακώσουνε.
Ἔρχεται ὁ διοικητὴς ὁ Ἀξιώτης, ὁ φρούραρχος, ὁ γκενερὰλ Πίζας μ᾿ ἀνακρένουν πῶς τὸ ῾καμα αὐτὸ καὶ ποιὸς μὲ διάταξε. Τοὺς λέγω κ᾿ ἐγὼ· «Τὸ κεφάλι μου μὲ διάταξε, ὅταν ἦταν τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἦταν πολλὰ ἥσυχα, καὶ τὸ ῾καμα. Ἐκλείστηκα ἐδῶ εἰς τὸ κάστρο μ᾿ ἑκατὸν εἴκοσι ὀχτὼ ἀνθρώπους καὶ γλύτωσαν σαράντα μόνον κι᾿ αὐτεῖνοι καταπληγωμένοι. Ἦρθα εἰς τὸν Φαληρέα μὲ περίτου ἀπὸ ὀχτακόσους καὶ σκοτώθηκαν οἱ μισοί. Ἐκεῖ ὁποῦ δυστυχοῦν οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεινῶν ἂς δυστυχήσουνε καὶ τὰ δικά μου!»
Σηκώθηκα καὶ πῆγα εἰς τὸν ἀγαθὸν Βασιλέα καὶ τὸν βάσταξα ἀπάνου ἀπὸ μίαν ὥρα. Τοῦ ξηήθηκα πῶς σηκώσαμεν ντουφέκι τῶν Τούρκων καὶ πόσο μᾶς ὠφέλησαν καὶ πόσο μας ζημίωσαν οἱ δικοί μας πολιτικοὶ καὶ νὰ ἰδῆ τὴν κατάστασιν τοῦ κράτους του, ἂν θέλη μίαν ἡμέρα νὰ βασιλέψη. «Κ᾿ ἐγὼ λυποῦμαι τοὺς δυστυχεῖς καὶ διὰ τὴν ἡσυχίαν τοῦ κράτους σου, ὁποῦ εἶναι ἡ πατρίδα μου, ἔκοψα τὸ ψωμὶ ἀπὸ τὰ παιδιά μου νὰ τὸ δώσω τῶν φτωχῶν ἀγωνιστῶν».
Τότε πῆρε τὴν εὐκαρίστησιν καὶ μοῦ εἶπε νὰ πάγω νὰ τὰ εἰπῶ καὶ τῆς Ἀντιβασιλείας αὐτά. Καὶ πῆγα καὶ τὰ εἶπα. Καὶ διάταξαν κ᾿ ἔγινε μία ξεκονόμηση εἰς τοὺς ἀγωνιστᾶς καὶ χῆρες κι᾿ ἀρφανὰ τῶν σκοτωμένων. Μοῦ εἶπαν νὰ τὰ πάρω νὰ τὰ μεράσω ἐγώ, δὲν θέλησα· εἶπα νὰ τὰ μεράση ὁ Δεσπότης καὶ οἱ παππάδες. Κ᾿ ἔτζι ἔγινε.
Κι᾿ ὁ Βασιλέας σηκώθη τὴν αὐγὴ καὶ πῆγε εἰς τὸ συβούλιον τῆς Ἀντιβασιλείας, ὁποῦ δὲν ματάειχε πάγη. Καὶ μὲ γλύτωσε ὁ Βασιλέας ἀπὸ τοὺς ἀπατεῶνες, ὁποῦ θὰ μ᾿ ἔχαναν ἀδίκως διὰ νὰ θέλω νὰ κάμω καλό.
Τέτοιοι ἀνθρωποφάγοι εἴμαστε ἐμεῖς, καὶ διὰ ῾κεῖνο ἤμαστε σκλάβοι τόσους αἰῶνες εἰς τοὺς Τούρκους – κ᾿ ἐμεῖς παιδιὰ αὐτεινῶν εἴμαστε καὶ τὴν ἀρετή τους ἔχομεν. Ἐμεῖς νὰ ζοῦμεν καλὰ καὶ οἱ ἄλλοι ἂς χαθοῦνε – κι᾿ ὅποιος τοὺς βοηθήσῃ νὰ τὸν χάσουμεν κ᾿ ἐκεῖνον.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019


Αἱ ἐννέα βιβλικαὶ ᾨδαί
α) Ὅπως εἶνε γνωστόν, οἱ Ἰσραηλῖται εἶχον γίνει δοῦλοι εἰς τὴν Αἴγυπτον. Ὅταν ὁ Θεὸς ἀπεφάσισε νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ, ἔστειλε τὰς δέκα «πληγὰς» (συμφορὰς) εἰς τοὺς Φαραώ, ἤτοι τὸν βασιλέα τῆς Αἰγύπτου, καὶ οὕτως ἐκεῖνος εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ φύγουν. Τότε οἱ Ἰσραηλῖται, μὲ τὸν ἡγέτην των Μωϋσῆν, ἤρχισαν τὴν πορείαν τῶν πρὸς τὴν «Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας», τὴν εὔφορον Χαναάν, ποὺ τοὺς εἶχεν ὑποσχεθεῖ ὁ Θεός. Εὐθὺς ὅμως μετὰ τὴν ἀναχώρισίν των ὁ Φαραὼ μετενόησε, διότι τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν καὶ ἔχασε τόσας ἐργατικὰς χεῖρας, καὶ ἔσπευσε, μὲ στατὸν πολὺν καὶ ἅρματα φοβερά, νὰ τοὺς προλάβῃ καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσῃ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὴν Αἴγυπτον. Τοὺς ἔφθασεν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης. Ἡ θέσις τῶν Ἰσραηλιτῶν κατέστη τραγική. Ἐμπρός των ἐξετείνετο, ἀδεαπέραστος καὶ κυματώδης, ἡ Ἐρυθρὰ Θάλασσα καὶ ὀπίσω των ἤρχετο ἡ ἐμπνέουσα τρόμον στρατιὰ τοῦ Φαραώ. Τότε ὁ Μωϋσῆς ὑψώνει, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, τὴν ῥάβδον του ὑπεράνω τῶν ὑδάτων καί, ὢ τοῦ θαύματος! Τὰ ὕδατα χωρίζονται δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ καὶ ὁ βυθὸς τῆς θαλάσσης γίνεται πέρασμα στερεόν. Οἱ Ἰσραηλῖται εἰσέρχονται εἰς τὸν πρωτοφανῆ αὐτὸν διάδρομον καὶ σπεύδουν νὰ περάσουν ἀπέναντι. Ὀπίσω των εἰσέρχονται καὶ τὰ στρατεύματα τοῦ Φαραώ. Ἀλλ᾿ ὅταν ἐπέρασε καὶ ὁ τελευταῖος Ἰσραηλίτης, ὁ Μωϋσῆς ὕψωσε πάλιν τὴν ῥάβδον του ὑπεράνω τῶν ὑδάτων καὶ τὰ ὕδατα ἡνώθησαν καὶ ἔπνιξαν τὰ στρατεύματα τῶν Αἰγυπτίων. Τότε ὁ Μωϋσῆς καὶ οἱ Ἰσραηλῖται, βαθύτατα εὐγνώμονες πρὸς τὸν Σωτῆρα Θεὸν ἔψαλλαν ἐνθουσιώδη ὕμνον πρὸς Αὐτόν. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἀπετέλεσε τὴν πρώτην βιβλικὴν ᾨδὴν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ὕμνου εἶνε: «ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται». Τὴν ᾨδὴν αὐτὴν περιέχει τὸ βιβλίον τῆς Ἐξόδου (ἐν κεφαλαίῳ ιε´).
β) Ἡ Δευτέρα ᾨδὴ συνετέθη καὶ αὐτὴ ὑπὸ τοῦ Μωϋσέως, κατ᾿ ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ἐν εἴδει διαμαρτυρίας πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ τὴν ἀχαριστίαν των ἔναντι τοῦ συνεχῶς εὐεργετοῦντος αὐτοὺς Θεοῦ. Ἡ ᾨδὴ αὕτη δὲν ἔχει χαρακτῆρα πανηγυρικὸν καὶ χαρμόσυνον, ἀλλὰ πένθιμον καὶ ἐλεγκτικόν, συνετέθη δὲ ὀλίγον πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατον τοῦ Μωϋσέως. Ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶνε: «Πρόσεχε, οὐρανέ, καὶ λαλήσω καὶ ἀκουέτω ἡ γῆ ῥήματα ἐκ τοῦ στόματός μου». Τὴν ᾨδὴν ταύτην περιέχει τὸ βιβλίον τοῦ Δευτερονομίου (ἐν κεφ. λβ´).
γ) Ἡ Τρίτη ᾨδὴ συνετέθη ὑπὸ τῆς προφήτιδος Ἄννης μητρὸς τοῦ Σαμουήλ, καὶ ἀποτελεῖ εὐχαριστήριον ὕμνον πρὸς τὸν Θεόν, διότι εἰσήκουσε τὰς προσευχάς της καὶ ἔλυσε τὴν ἀτεκνίαν της, χαρίσας εἰς αὐτὴν τὸν Σαμουήλ. Ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶνε: «Ἐστερεώθη ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου». Τὴν ᾨδὴν αὐτὴν περιέχει ἡ βίβλος Α´ Βασιλειῶν (ἐν κεφ. β´).
δ) Ἡ Τετάρτη ᾨδὴ εἶνε ὕμνος τοῦ προφήτου Ἀββακούμ. Διά του ὕμνου αὐτοῦ ἐξαίρει ὁ προφήτης τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ καὶ ταυτοχρόνως ἐκφράζει ἔντρομος τὴν κατάπληξίν του, προβλέπων τὸ μυστηριῶδες σχέδιον τῆς θείας οἰκονομίας, διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ ἀρχὴ τοῦ ὕμνου εἶνε: «Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην». Τὴν ᾨδὴν αὐτὴν περιέχει τὸ βιβλίον τοῦ Ἀββακοὺμ (ἐν κεφ. γ´).
ε´) Ἡ Πέμπτη ᾨδὴ εἶνε ὕμνος τοῦ προφήτου Ἡσαΐου πρὸς τὸν Θεὸν καὶ προφητεία περὶ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶνε ἡ ἀληθινὴ εἰρήνη. Ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶνε: «Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σέ, ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπὶ τῆς γῆς». Τὴν ᾨδὴν αὐτὴν περιέχει τὸ βιβλίον τοῦ Ἡσαΐου (ἐν κεφ. κστ´).
στ´) Ἡ ἕκτη ᾨδὴ εἶνε εὐχαριστήριος πρὸς τὸν Θεὸν ὕμνος τοῦ προφήτου Ἰωνᾶ, τὸν ὁποῖον ἔψαλεν ἐκ τῆς κοιλίας τοῦ κήτους. Ὡς γνωστόν, ὁ προφήτης Ἰωνᾶς διετάχθη ὑπὸ τοῦ Θεοῦ νὰ μεταβὴ εἰς τὴν πόλιν Νινευΐ, διὰ νὰ κηρύξῃ εἰς αὐτὴν μετάνοιαν. Ὁ Ἰωνᾶς ὅμως παρήκουσε τὸν Θεὸν καὶ εἰσῆλθεν εἰς πλοῖον, διὰ νὰ μεταβῇ εἰς ἄλλην πόλιν. Τότε ὁ Θεὸς ἑξαπέλυσε μεγάλην τρικυμίαν καὶ τὸ πλοῖον ἐκινδύνευσε νὰ συντριβῇ. Οἱ ναῦται, διαισθανθέντες ὅτι ὁ Θεὸς εἶχεν ἑξαπολύσει τὴν τρικυμίαν, ἔῤῥιψαν κλήρους, διὰ νὰ εὕρουν τὸν αἴτιον. Ὁ κλῆρος ἔπεσεν εἰς τὸν Ἰωνᾶν, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τὴν ἐνοχήν του καὶ ζητεῖ νὰ ῥιφθῇ εἰς τὴν θάλασσαν ὑπὸ τῶν ναυτῶν. Τοῦτο ἔγινε καὶ εὐθὺς ἐκόπασεν ἡ ταραχὴ τῆς θαλάσσης. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ἄφησε τὸν Ἰωνᾶν νὰ πνιγῇ, ἀλλὰ διέταξεν ἕνα πελώριον ἰχθὺν (κῆτος) νὰ τὸν καταπίῃ καὶ διετήρησε ζῶντα αὐτὸν εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ἰχθύος τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. Εὑρισκόμενος δὲ ἐντὸς τῆς κοιλίας τοῦ κήτους ὁ Ἰωνᾶς, προσηυχήθη πρὸς τὸν Θεὸν καὶ ἡ προσευχή του ἀπετέλεσε τὴν ἕκτην βιβλικὴν ᾨδὴν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶνε: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου». Τὴν ᾨδὴν ταύτην περιέχει τὸ βιβλίον τοῦ Ἰωνᾶ (ἐν κεφ. β´).
ζ´) Ἡ ἑβδόμη ᾨδὴ εἶνε ὕμνος τῶν τριῶν εὐσεβῶν Ἰσραηλιτῶν νέων Ἀνανίου, Ἀζαρίου καὶ Μισαὴλ (ἡ Σεδράχ, Μισάχ, Ἀβδεναγώ), οἱ ὁποῖοι ἠρνήθησαν νὰ προσκυνήσουν τὴν χρυσῆν εἰκόνα τοῦ βασιλέως τῆς Βαβυλῶνος Ναβουχοδονόσορος καὶ πρὸς τιμωρίαν των ἐῤῥίφθησαν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός, ἀφοῦ προηγουμένως ἐπιρακτώθη αὕτη εἰς μέγιστον βαθμόν. Ὁ Θεὸς ὅμως ἐφύλαξε τοὺς πιστοὺς νέους καὶ τὸ φοβερὸν πῦρ δὲν ἔβλαψεν οὔτε τρίχα τῆς κεφαλῆς τῶν. Τότε αὐτοί, εὑρισκόμενοι ἐν μέσῳ τοῦ πυρὸς καὶ θαυματουργικῶς δροσιζόμενοι, ἀνέπεμψαν, διὰ στόματος τοῦ πρώτου, ὕμνον εὐχαριστίας, ἐξομολογήσεως καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Εὐεργέτην τῶν Θεόν. Ἡ ἀρχὴ τῆς ᾨδῆς αὐτῆς εἶνε: «Εὐλογητὸς εἶ, Κύριε, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, καὶ αἰνετός, καὶ δεδοξασμένον τὸ ὄνομά σου εἰς τοὺς αἰῶνας». Τὴν ᾨδὴν ταύτην περιέχει τὸ βιβλίον τοῦ προφήτου Δανιὴλ (ἐν κεφ.γ´).
η´) Ἡ ὀγδόη ᾨδὴ εἶνε πάλιν ὕμνος τῶν τριῶν αὐτῶν νέων, ποὺ ἐψάλη καὶ αὐτὸς ὑπ᾿ ἐκείνων ἀπὸ τὸ μέσον τῆς καιομένης καμίνου. Διὰ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ ἐξαίρεται τὸ μεγαλεῖον τοῦ Θεοῦ καὶ καλοῦνται ὅλα τὰ δημιουργήματα, ἔμψυχα καὶ ἄψυχα, νὰ δοξολογήσουν τὸ Θεόν. Ἡ ἀρχὴ τῆς ᾨδῆς αὐτῆς εἶνε: «Εὐλογεῖτε, πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε αὐτὸν εἰς τοὺς αἰῶνας». Ἡ ᾨδὴ αὕτη εὑρίσκεται ὅπου καὶ ἡ ἀνωτέρω.
θ´) Ἡ ἐνάτη ᾨδὴ εἶνε ὕμνος τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας, τὸν ὁποῖον αὕτη ἀνέπεμψεν ὀλίγον μετὰ τὸν Εὐαγγελισμὸν καὶ τὴν ἐν τῇ κοιλίᾳ της σύλληψιν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κατ᾿ ἐκείνας τὰς ἡμέρας εἶχεν ἐπισκεφθῇ ἡ Μήτηρ τοῦ Κυρίου μας τὴν συγγενῆ της Ἐλισάβετ, τὴν μητέρα τοῦ Προδρόμου, ἡ ὁποία τὴν ὕμνησε καὶ τὴν ἐμακάρισε, φωτισθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ἡ Ἀειπάρθενος Κόρη, ἡ φέρουσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸν Αἰώνιον, ἀνεβόησε: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῳ Σωτῆρί μου...» Ἡ ᾨδὴ αὕτη εὑρίσκεται εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Λουκᾶ (ἐν κεφ. α´). Μὲ αὐτὴν δὲ τὴν ᾨδὴν εἶνε ἡνωμένος καὶ ὁ εὐχαριστήριος ὕμνος τοῦ προφήτου Ζαχαρίου διὰ τὴν γέννησιν τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννου, τοῦ μετέπειτα Βαπτιστοῦ τοῦ Κυρίου. Ὡς γνωστόν, ὁ Ζαχαρίας δὲν εἶχε πιστεύσει εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Ἀγγέλου ὅτι ἡ στείρα καὶ γραία σύζυγός του Ἐλισάβετ θὰ συλλάβῃ υἱόν, καὶ δι᾿ αὐτὸ ἐτιμωρήθη μὲ στέρησιν τῆς λαλιᾶς του. Κατὰ τὴν ὀγδόην ὅμως ἡμέραν ἀπὸ τὴν γέννησιν τοῦ Ἰωάννου, ἐλύθη ἡ γλῶσσα του καὶ τότε ὕμνησε μὲ ὅλην τὴν καρδίαν τοῦ τὸν Θεόν. Ὁ ὕμνος αὐτὸς περιέχει καὶ προφητείας, εὑρίσκεται δὲ ὅπου καὶ ὁ ἀνωτέρω ὕμνος τῆς Θεοτόκου.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019



Τί σημαίνει «Κανών»
Ὡς εἴπομεν, ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἔχει καὶ «Κανόνα». Ἡ λέξις «Κανὼν» σημαίνει τὴν εὐθεῖαν ῥάβδον, ἡ ὁποία χρησιμεύει εἰς μέτρησιν καὶ καθορισμὸν ἄλλων πραγμάτων, καὶ γενικῶς τὸ μέτρον, τὸ ὑπόδειγμα, τὸν ῥυθμιστήν. Εἰδικῶς δὲ εἰς τὴν ὑμνολογίαν, «Κανὼν» λέγεται μακρὸς ὕμνος, ἀποτελούμενος ἐξ «ᾨδῶν», τῶν ὁποίων ὁ ἀριθμὸς ποικίλλει, ἀλλ᾿ οὐδέποτε εἶνε μεγαλύτερος τοῦ ἐννέα. Ἑκάστη ᾨδὴ (ἡ λέξις σημαίνει ὕμνον, ᾆσμα, ἐκ τοῦ ῥήματος ᾄδω παραγομένη), ἀποτελεῖται ἐκ τοῦ «εἱρμοῦ» καὶ τῶν ἀκολουθούντων τριῶν-τεσσάρων συνήθως «τροπαρίων». Εἱρμὸς λέγεται ἡ πρώτη στροφὴ ἑκάστης ᾨδῆς, συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ῥυθμίζονται αἱ ὑπόλοιποι στροφαὶ (τροπάρια). Ὁ εἱρμὸς δηλαδὴ χρησιμεύει ὡς ὑπόδειγμα καὶ βάσις. Ἡ λέξις παράγεται ἐκ τοῦ ῥήματος εἴρω, ποὺ σημαίνει συνάπτω, συνδέω, συμπλέκω. Αἱ ὑπόλοιποι στροφαί, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν πρώτην, τὸν εἱρμὸν δηλαδή, ὀνομάζονται τροπάρια, προφανῶς διότι, ὡς εἴπομεν ἀνωτέρω, τρέπονται συμφώνως πρὸς τὸν εἱρμόν, ἤτοι ἀκολουθοῦν τονικῶς, ἐνίοτε δὲ καὶ μετρικῶς καὶ μουσικῶς, τὸν εἱρμόν. (Ὑπάρχουν πάντως καὶ ἄλλαι ἑρμηνεῖαι τῆς λέξεως τροπάριον.)
Οἱ Κανόνες (ὅπως καὶ τὰ Κοντάκια,) πολλάκις ἔχουν «ἀκροστιχίδα». Τὸ πρῶτον γράμμα δηλαδὴ τῶν εἱρμῶν καὶ τῶν τροπαρίων, λαμβανόμενον κατὰ σειρὰν καὶ ἐν ἀδιασπάστῳ συνεχείᾳ, μᾶς δίδει μίαν φράσιν. Ἡ φράσις αὕτη λέγεται «ἀκροστιχὶς» καὶ ἀναφέρεται ἄλλοτε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ ποιητοῦ τοῦ Κανόνος, ἄλλοτε εἰς τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἑορτῆς κ.τ.λ.. Πολλάκις ἡ ἀκροστιχὶς εἶνε ἀλφαβητική, δηλαδὴ ἀκολουθεῖ τὴν σειρὰν τῶν γραμμάτων Α, Β, Γ, Δ, κ.τ.λ..
Ἕκαστος Κανὼν ἀποτελεῖται ἐκ διαφόρου, ὡς προελέχθη, ἀριθμοῦ ᾨδῶν, κατ᾿ ἀνώτατον δὲ ὅριον ἐννέα. Τοῦτο συμβαίνει, διότι ἐννέα εἶνε αἱ βιβλικαὶ ᾨδαί, ἤτοι αἱ ᾨδαὶ περιεχόμεναι εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, τὰς ὁποίας ἡ ἀρχαία Ἐκκλησία ἐχρησιμοποίει εἰς τὴν λατρείαν της μαζὶ μὲ τοὺς Ψαλμούς. Διὰ τὰς ἐννέα αὐτὰς ᾨδάς, δηλαδὴ διὰ τοὺς ἐννέα αὐτοὺς θρησκευτικοὺς ὕμνους ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἁγίαν Γραφήν, πρέπει νὰ εἴπωμεν ὀλίγα τινὰ πρὸς διαφώτισιν τῶν ἀναγνωστῶν.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019



Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶνε «Κοντάκιον». «Κοντάκια» παλαιότερον ἐλέγοντο ὁλόκληροι ὕμνοι, ἀνάλογοι πρὸς τοὺς «Κανόνας». Ἡ ὀνομασία ὀφείλεται μᾶλλον εἰς τὸ κοντὸν ξύλον ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐτυλίσσετο ἡ μεμβράνα ποὺ περιεῖχε τὸν ὕμνον. Τὸ πρῶτον τροπάριον ἐλέγετο «προοίμιον» ἢ «κουκούλιον» καὶ τὰ ἀκολουθοῦντα ἐλέγοντο «οἶκοι», ἴσως διότι ὁ ὅλος ὕμνος ἐθεωρεῖτο ὡς σύνολον οἰκοδομημάτων ἀφιερωμένων εἰς μνήμην ἁγίου τινός. Κοντάκιον λέγεται συνήθως σήμερον τὸ πρῶτον τροπάριον ἑνὸς τοιούτου ὕμνου (Κοντακίου).
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος περιέχει προοίμιον καὶ 24 «οἴκους». Τὸ προοίμιόν του παλαιότερον δὲν ἧτο τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῶ» ποὺ εἶνε σήμερον, ἀλλ᾿ ἕτερον. («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει».) Ἡ «ἀκροστιχὶς» τοῦ ὕμνου εἶνε ἀλφαβητική. (Βραδύτερον θὰ εἴπωμεν τί σημαίνει ἡ λέξις «ἀκροστιχίς».) «Ἐφύμνια» ἔχει δύο: Τὸ «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε» καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα». Τὸ πρῶτον ἀπαντᾷ εἰς τὸ προοίμιον καὶ εἰς τοὺς περιττοὺς «οἴκους» (1, 3, 5, 7, κ.τ.λ.), τὸ δὲ δεύτερον εἰς τοὺς ἀρτίους «οἴκους» (2, 4, 6, 8, κ.τ.λ.). «Ἐφύμνιον» λέγεται ἡ τελευταία λέξις ἡ φράσις τοῦ ὕμνου, τὴν ὁποίαν ὁ λαὸς ἐπανελάμβανεν, ἀφοῦ βεβαίως οἱ ψάλται ἔψαλλον ὁλόκληρον τὸν ὕμνον.
Ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος ἀρχίζει μὲ τὸν Εὐαγγελισμὸν τῆς Παρθένου, καὶ ἔπειτα ἀναφέρεται εἰς τὰ ἐν συνεχείᾳ γεγονότα. Ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἐπισκέψεως τῆς Παρθένου πρὸς τὴν Ἐλισάβετ, περὶ τῶν ὑποψιῶν τοῦ προστάτου τῆς Παρθένου Ἰωσήφ, περὶ τῆς προσκυνήσεως τοῦ Κυρίου ὑπὸ τῶν ποιμένων καὶ τῶν μάγων, περὶ τῆς φυγῆς τοῦ Χριστοῦ εἰς Αἴγυπτον καὶ περὶ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου. Αὐτὰ εἰς τὸ πρῶτον ἥμισυ. Εἰς τὸ δεύτερον ἥμισυ τοῦ ὕμνου γίνεται λόγος περὶ τῆς σαρκώσεως τοῦ Κυρίου, τῆς θεώσεως τῶν ἀνθρώπων καὶ τῆς θεομητορικῆς ἀξίας τῆς Παναγίας.
Ποῖος ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου; Εἰς τὸ ἐρώτημα αὐτὸ δὲν ἐδόθη μέχρι σήμερον ἀπάντησις ποὺ νὰ μὴ ἐπιδέχεται ἀντιῤῥήσεις. Παρ᾿ ὅλας τὰς ἐρεύνας καὶ τὰς συζητήσεις, τὸ πρόβλημα παραμένει ἀκόμη πρόβλημα. Ἄλλοι -καὶ εἶνε οἱ περισσότεροι- θεωροῦν τὸν Ὕμνον ὡς ἔργον τοῦ Ῥωμανοῦ τοῦ Μελῳδοῦ. Ἄλλοι θεωροῦν αὐτὸν ὡς ἔργον τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Σεργίου. Ἄλλοι τὸν ἀποδίδουν εἰς τὸν Γεώργιον Πισίδην. Ἄλλοι εἰς τὸν Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Γερμανὸν τὸν Α´ καὶ ἄλλοι εἰς ἄλλους.
Ἱστορικά
Ὁ λόγος, διὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ὕμνος ὠνομάσθη «Ἀκάθιστος», εἶνε ὁ ἑξῆς, συμφώνως πρὸς τὴν παράδοσιν:
Κατὰ τὸ ἔτος 626 ἡ Κωνσταντινούπολις ἐπολιορκήθη ὑπὸ τῶν Περσῶν καὶ τῶν Ἀβάρων ἐπὶ τινὰς μῆνας. Ὁ βασιλεὺς Ἡράκλειος ἀπουσίαζεν εἰς Μικρὰν Ἀσίαν, πολεμῶν ἐκεῖ τοὺς Πέρσας. Ὅταν ἔμαθεν ὅτι ἡ πόλις πολιορκεῖται, ἔστειλεν ἐκ τοῦ στρατοῦ του δώδεκα χιλιάδας ἄνδρας εἰς τὸν φρούραρχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως Βῶνον διὰ νὰ ὑπερασπίσουν, μαζὶ μὲ τὴν φρουράν, τὴν πρωτεύουσαν τῆς αὐτοκρατορίας. Ὁ Βῶνος μετὰ τοῦ Πατριάρχου Σεργίου ἐξώπλισαν καὶ ὅσους ἐκ τῶν πολιτῶν ἠδύναντο νὰ φέρουν ὅπλα. Ὅλοι ἀπεφάσισαν νὰ ἀντισταθοῦν μέχρις ἐσχάτων. Ὁ Πατριάρχης περιέτρεχε τὴν πόλιν καὶ ἐνεθάῤῥυνε τὰ πλήθη καὶ τοὺς μαχητάς. Ἡ πόλις ὁλόκληρος εἶχεν ἐναποθέσει τὰς ἐλπίδας της εἰς τὴν Προστάτριάν της, τὴν «Ὑπέρμαχον Στρατηγόν», τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Ἡ πολιορκία ἧτο στενὴ καὶ ἰσχυρά. Παρὰ ταῦτα ἡ πόλις ἀνθίστατο εἰς τὰς ἐπιθέσεις τῶν πολιορκητῶν. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἐπέμενον εἰς τὴν πολιορκίαν. Αἰφνιδίως ὅμως φοβερὸς ἀνεμοστρόβιλος καταστρέφει τὸν στόλον των καὶ τοιουτορόπως ἀναγκάζονται κατὰ τὴν νύκτα τῆς 7ης πρὸς τὴν 8ην Αὐγούστου νὰ λύσουν τὴν πολιορκίαν καὶ νὰ φύγουν ἄπρακτοι. Ἡ βασιλεύουσα ἐσώθη! Ὁ λαὸς τῆς πόλεως, πανηγυρίζων τὴν σωτηρίαν του, τὴν ὁποίαν ὤφειλεν εἰς τὴν προστασίαν τῆς Θεομήτορος, συνηθροίσθη εἰς τὸν ἐν Βλαχέρναις Ναὸν τῆς Παναγίας, ὅπου ἐτελέσθη, προεξάρχοντος τοῦ Πατριάρχου Σεργίου, ὁλονύκτιος εὐχαριστήριος Ἀκολουθία. Τότε «ὀρθοστάδην ἅπας ὁ λαὸς ἔψαλε» τὸν Ὕμνον, ὁ ὁποῖος διὰ τοῦτο ἔκτοτε ὠνομάσθη «Ἀκάθιστος». Βεβαίως ὁ Ὕμνος προϋπῆρχε καὶ ἐψάλλετο πρὸς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἀλλὰ κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην καθιερώθη πλέον κατὰ τρόπον ἐπίσημον καὶ πανηγυρικὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μας. Τὸ τροπάριον «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ» (τὸ ὁποῖον ἀντικατέστησε τὸ προϋπάρχον «Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς») συνετέθη ἀναμφιβόλως κατ᾿ ἐκείνας τὰς ὥρας.
Δι᾿ αὐτοῦ ὁλόκληρος ἡ λυτρωθεῖσα ἐκ τῆς συμφορᾶς πόλις «ἀνέγραψε τὰ νικητήρια», ἀπέδωσε δηλαδὴ εὐγνωμόνως τὴν νίκην, εἰς τὴν Προστάτριαν αὐτῆς Θεοτόκον.
Ἀρχιμ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τρίτη 19 Μαρτίου 2019



Πῆρα ἕνα γερὸ ξύλο
1833 Μαγίου 4 ἦρθα ἐδῶ εἰς Ἀθήνα. Οἱ πολιτικοί μας καὶ οἱ ξένοι τρώγονταν καὶ καθένας κύταζε νὰ ᾿περισκύση ἡ δική του φατρία. Ἄλλος τὸ ἤθελε Ἀγγλικόν, ἄλλος Ρούσσικον, ἄλλος Γαλλικόν. Οἱ Ἀντιβασιλεῖς μας τήραγαν κι᾿ αὐτεῖνοι νὰ πάρουν κάνα λεπτό, ὅτι εἰς τὴν Ἑλλάδα ἧβραν ἁλώνι ν᾿ ἁλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες μὲ τοὺς δικούς μας. Τότε ἄλλοι ἀπάτησαν τοὺς ὁπλαρχηγούς, τοὺς λέγαν νὰ σηκωθοῦν νὰ ζητήσουνε τὰ δίκια τους, καὶ μ᾿ αὐτὸ τοὺς γέλασαν τοὺς ἀνθρώπους. Ξέροντας κ᾿ ἐμένα ὅτι ἔφυγα μὲ δυσαρέσκειαν ἀπὸ τ᾿ Ἀνάπλι, μοῦ στείλαν ἕναν ἀπόστολον ἐδῶ εἰς Ἀθήνα καὶ μοῦ εἶπε νὰ σηκωθοῦμε ἀναντίον τῶν Μπαυαρέζων.
Κι᾿ ὁ σκοπὸς τῶν πολιτικῶν μας ἦταν μὲ δυὸ τρόπους· ἂν πετύχη ὁ καθεὶς μὲ τὴν μερίδα του καὶ ᾿περισκύση, εἶναι κερδεσμένος μὲ τὸ κόμμα του καὶ τοὺς ἄλλους τοὺς κάνει εἵλωτες. Ἂν δὲν πετύχουν καθένας τοὺς ξένους του σκοπούς, τότε τὰ φορτώνουν τοῦ στρατιωτικοῦ ὅλα τὰ βάρητα καὶ λένε αὐτεῖνοι εἶναι οἱ αἴτιγοι τοῦ κακοῦ καὶ πρῶτα καὶ τώρα εἰς τὸν ἐρχομὸν τοῦ Βασιλέως. Καὶ μπαίνουν εἰς τὴν τζελατίνα ὅλες οἱ κεφαλές. Ὅτι δὲν ἀναπαύτηκαν ὅτι μείναν οἱ στρατιωτικοὶ δυστυχείς· κι᾿ ἄλλοι πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιά· κι᾿ ὅσοι μείναν πεθαίνουν τῆς πείνας.
Ὅτι ἔρχεται ἐδῶ ἕνας ἀπόστολος ἀπὸ τοῦ Κωλέτη τὸ παρτίδο καὶ τοῦ Μαυροκορδάτου καὶ μοῦ λέγει· «Εἰς τ᾿ Ἀνάπλι εἶναι σύνφωνοι ὅλοι οἱ πολιτικοὶ καὶ στρατιωτικοὶ καὶ θὰ πιάσουνε τὸ Παλαμήδι· καὶ εἶναι καὶ ἡ χωροφυλακὴ ἕτοιμη· καὶ ἀπὸ τὴν Δυτικὴ Ἑλλάδα ἦρθαν γράμματα ὅτι χτύπησαν. Καὶ μ᾿ ἔστειλαν καὶ ᾿σ ἐσένα ἐδῶ ν᾿ ἀγροικηθῆς μὲ τοὺς ἄλλους νὰ βαρέσετε κ᾿ ἐσεῖς.
– Διατὶ νὰ βαρέσουμεν; τοῦ λέγω.
– Διὰ τὰ δίκια μας.
–Ποιός σ᾿ ἔστειλε;
– Ὁ Κωλέτης κι᾿ ὁ Μαυροκορδάτος.
– Ἐκεῖνοι παίρνουν μιστὸν ὁ κάθε ἕνας ἀπὸ χίλιες δραχμές, καὶ δὲν ἔχουν ἀνάγκες. Ἐμεῖς τίποτα δὲν παίρνομεν καὶ προσμένομεν. Ἡ Κυβέρνηση διόρισε μίαν ἐπιτροπὴ διὰ νὰ κυτάξη τοῦ κάθε ἀγωνιστοῦ τὰ δίκια του. Δὲν προσμένομεν τί θὰ κάμη ἡ ἐπιτροπή; Κι᾿ ἂν ἀδικηθοῦμεν, τότε ἀναφέρνεται ὁ καθεὶς μ᾿ ἀναφορά του εἰς τὸν Βασιλέα καὶ μίαν βολὰ κι᾿ ἄλλη κι᾿ ἄλλη· καὶ σὰν ἰδοῦμε ἡ δικαιοσύνη ἐχάθη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι᾿ αὐτά.
Κάθε ᾿μέρα θὰ κάνετε ἐσεῖς τοὺς σκοποὺς τοῦ Κωλέτη καὶ Μαυροκορδάτου κι᾿ ἀλλουνῶν – καὶ νὰ καῖμε ἐμεῖς τὴν πατρίδα μας καὶ νὰ σκοτωνώμαστε; Ὅταν ὑποκινοῦσαν κάθε καιρὸν ἀπὸ ῾ναν ἐφύλιον πόλεμον, δὲν ἤξεραν ὅτι τέτοια ἀγαθὰ θ᾿ ἀπολάψωμεν; Δὲν θυμῶνται εἰς τὴν Συνέλεψη τῆς Πρόνοιας ὁποῦ πλέρωσαν τὸ Ζέρβα κι᾿ ἄλλους καὶ δέσαν τοὺς πληρεξούσιους, τέτοια καλὰ θὰ ἰδοῦμεν; Καὶ θέλουν τώρα ἄλλος νὰ μᾶς κάνη Ἄγγλους, ἄλλος Γάλλους κ᾿ ἄλλος Ρούσσους; Ἐγὼ θέλω νὰ τοὺς προσφέρω μόνον σέβας ὁλουνῶν αὐτεινῶν τῶν εὐεργέτων καὶ νὰ τηράξω τὴν πατρίδα ὁποῦ γεννήθηκα καὶ τὸν Βασιλέα ὁποῦ ᾿ταν τῆς τύχης της νὰ βασιλέψη. Ἐμεῖς ἀκόμα δὲν εἴδαμεν τὸ κακό του, οὔτε τὸ καλό του. Δὲν προσμένομεν; Τί βιάζεστε; Ἐσὺ τί θέλεις, κερατά, καὶ οἱ ἄλλοι οἱ μπερμπάντες –ὅλο αὐτὰ θά ᾿χωμεν;»
Πῆρα ἕνα γερὸ ξύλο καὶ τὸ ᾿δωσα ἕναν δαρμὸν καλὸν καὶ τὸν ἔβγαλα ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι μου.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019


Τὸ μυροδοχεῖον
Τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, ἡ νοερὰ προσευχὴ εἶναι, λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, μυροδοχεῖον. Τὸ ἀνοίγεις, τὸ γέρνεις καὶ χύνεται τὸ μύρον, πληροῦται εὐοσμίας ὁ τόπος. Βοᾷς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» καὶ ἀναδίδεται ἡ εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαμβάνεις «ἀῤῥαβῶνα Θείου Πνεύματος». Διότι «τὸ ἅγιον Πνεῦμα συμπάσχον ἡμῖν ἐπιφοιτᾷ» καὶ «προτρέπεται εἰς ἔρωτα πνευματικῆς προσευχῆς». Καί, μάλιστα, προσεύχεται καὶ αὐτό, ἀντὶ δι᾿ ἡμᾶς ποὺ ξεχνούμεθα καὶ ἀναλαμβάνει τὰ ὑστερήματά μας, τὰς ἀκαθαρσίας ἡμῶν, τὴν πτωχείαν τῆς ὑπάρξεώς μας. Διότι εἴμεθα ἕκαστος ναὸς τοῦ Θεοῦ καὶ ὅταν προσευχώμεθα γινόμεθα ἱερουργοὶ τοῦ μεγάλου μυστηρίου. Δι᾿ αὐτὸ λέγει πολύ-πολὺ ὄμορφα ἕνας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας: «Πάρε ἕνα θυμιατὸ νὰ θυμιάσῃς, διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν καρδίαν σου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἀνατέλλει τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Καὶ πάλιν ἀλλαχοῦ λέγει- «ὅταν ἀκούωμεν κανένα θυμιατὸ νὰ κτυπάῃ, ἂς ἐνθυμούμεθα ὅτι ναὸς εἴμεθα ἡμεῖς, καὶ ἂς νιώθωμεν νοερῶς ὅτι θυμιάζομεν τὸν Χριστόν, ποὺ εἶναι μέσα εἰς «ἡμᾶς, καί, ἔτσι, νὰ προσκυνῶμεν ταύτην τὴν σκηνὴν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019


Μὲ νουθέτησε νὰ μὴν κρίνω κανένα
Θυμᾶμαι ὅτι ἤμουν στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σκέπης γιὰ τὸν Ἑσπερινό, καὶ ὁ πνευματικὸς πατὴρ Ν. διάβαζε τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Βλέποντάς τον σκέφτηκα:
«Ὁ ἱερομόναχος εἶναι παχύς, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει βαθιὲς μετάνοιες».
Τὴν ἴδια στιγμὴ προσπάθησα ἐγὼ νὰ κάνω μετάνοια καὶ παρευθὺς κάποιος μὲ χτύπησε ἀοράτως στὴν μέση. Ἤθελα νὰ φωνάξω «βοήθεια», ἀλλὰ ἀπὸ τὸν δυνατὸ πόνο δὲν μποροῦσα...
Ἔτσι ὁ Κύριος μὲ τιμώρησε μὲ τὸ Ἔλεος Του καὶ μὲ νουθέτησε νὰ μὴν κρίνω κανένα...
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2019



Ἕνα τηλεφώνημα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο
...Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.
-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;
-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.
-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες, καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.
Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».
Μὲ διέκοψε ἀπότομα.
-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;
Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.
-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...
Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.
-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!
Γεώργιος Παπαζάχος

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2019



Αἱ Ἀθῆναι ὡς Ἀνατολικὴ πόλις
Πέραν τῆς συνοικίας τοῦ Ἁγίου Φιλίππου εἶναι ἡ Παναγία ἡ Βλασαροῦ, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, καὶ ἀνατολικώτερον, ἄνωθεν τῆς Πύλης τῆς Ἀγορᾶς, τὸ Ριζόκαστρο. Ἡ συνοικία αὕτη μοῦ εἶναι γνωστὴ καὶ προσφιλής. Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγελοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα.
Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο.
Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον, τὸ ὁποῖον μόνον ἡ τουρκικὴ λέξις γκιουζὲλ θὰ ἠδύνατο κατὰ προσέγγισιν νὰ ἐκφράσῃ.
Ὁ κόσμος καὶ τὸ ᾆσμα καὶ ἡ ἀπόλαυσις αὐτὴ μὲ ἀπεκοίμιζον ὡραῖα, κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον. Ἔκτοτε εὐτυχίαν λογίζομαι ν᾿ ἀκούω μουσικὴν καὶ ᾆσμα κατὰ τὰς ὥρας τοῦ ὕπνου ἢ τῆς ἀυπνίας. Δὲν ἦτο ἀδικαιολόγητον τὸ παράπονον τὸ ὁποῖον ἤκουσα τελευταῖον παρά τινος τάξεως πολιτῶν κατὰ τοῦ ἀστυνόμου των, ὅτι ἤθελε νὰ ἐμποδίσῃ τὰ βιολιὰ καὶ τὰ τραγούδια, κατὰ τὰς ἑσπέρας τῶν Κυριακῶν καὶ ἑορτῶν, καὶ μάλιστα καθ᾿ ὃν χρόνον εἶχον μορφωθῆ καλοὶ τραγουδισταὶ καὶ ὀργανοπαῖκται μεταξὺ τῆς νεολαίας. Διὰ τοὺς δευτέρους ἦτο καὶ ὑλικὴ ζημία. Ἦτο διωγμὸς καθ᾿ ἑνὸς κλάδου τῆς βιομηχανίας. Δὲν ἄφηναν τοὺς καλοὺς νέους ἐλευθέρους νὰ διασκεδάζουν τὸν ἑαυτόν τους καὶ τοὺς ἄλλους; Δὲν διασκεδάζουν δωρεὰν καὶ οἱ ἴδιοι; Θὰ εἴπῃ τις ὅτι ἐκήδοντο τῆς ἡσυχίας καὶ τῆς τάξεως. Ἀλλὰ τότε ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορεύουν τὸν οἶνον καὶ ὄχι τὰ βιολιά. Ὅπου βιολιά, δὲν γίνονται συνήθως καυγάδες. Ὁ θόρυβος τῆς μουσικῆς ἐμποδίζει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λογομαχήσουν. Ἡ ἡδύτης τῆς μελῳδίας, καὶ ἀφοῦ σιγήσουν ἀκόμη τὰ ὄργανα, ἀπελαύνει τὰ ἐχθρικὰ αἰσθήματα.
Ὀλίγον παραπάνω εἶναι τ᾿ Ἀναφιώτικα. Ἐκεῖ ἀνάφτουν καθ᾿ ἑσπέραν ἐναέριοι λύχνοι. Ἐκεῖ εἶναι ἀναρίθμητα παλαιὰ παρεκκλήσια, χωμένα κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν γῆν. Ὑπάρχουν σπήλαια τεχνητὰ καὶ φυσικὰ φρέατα. Σταυροὶ λαξευμένοι ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους. Κανδῆλαι ἀναμμέναι εἰς μικροὺς σηκούς, εἰς παλαιοὺς βωμοὺς περιφράκτους, θυμίαμα, κηρίον, λατρεία. Ἀντηχεῖ ὑψηλὰ ἐκεῖθεν ἀκόμη τό, Ἀγνώστῳ Θεῷ.
Ἐκεῖ ἐπιφαίνονται ἐνίοτε δύο λαμπραὶ ὀπτασίαι.Ἡ μία φορεῖ πενιχρὸν χιτῶνα, καὶ ἀναβεβλημένον ἐπὶ τῶν ὤμων τὸ ἱμάτιον. Κρατεῖ βακτηρίαν. Γαλιλαῖος, ἐπίρρινος, ἀναφαλαντίας, καὶ ἁρπαγεὶς ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Ἡ ἄλλη φορεῖ φαιλόνιον ὑφασμένον μὲ ἐρυθροὺς σταυρούς, ἐπιτραχήλιον κεντητὸν μὲ ἀγγελούδια, καὶ ὠμοφόριον ἀπὸ μαλλίον προβάτου. Εὐθύρριν, βαθυπώγων, σεβάσμιος, ἐξήρθη ποτὲ μέχρι τῆς ἄνω ἱεραρχίας καὶ περιέγραψε τὰς τάξεις τῶν Ἀγγέλων.
Ἀμφότεραι αἱ ὀπτασίαι εἶναι ὑψηλαί, ἐπιβάλλουσαι, μεγαλοπρεπεῖς. Ἡ πρώτη ὀνομάζεται Παῦλος, ἡ δευτέρα Διονύσιος.
Ἐκεῖθεν καὶ ἐφεξῆς, ὑψηλά, ἐπάνω, ἐπιφαίνεται μία αἴγλη. Σέλας συλληφθέν, ἀκτὶς ἡλίου στερεοποιημένη. «Μάρμαρον θεῖον, ὁποὺ πρέπει νὰ τὸ φιλήσῃ τις», καθὼς εἶπεν ὁ Ἀμπού, ὁ σατυριστὴς τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος. Ἂς ὀπισθοχωρήσωμεν, ἢ μᾶλλον ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ. Σαρκικοί, ὑλόφρονες καὶ νωθροὶ ἄνθρωποι, δὲν δύνανται ν᾿ ἀνέλθωσιν εἰς τὸν ἱερὸν βράχον τῆς Ἀκροπόλεως.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 13 Μαρτίου 2019


Ἡ πρακτικὴ ἀγάπη.
Ὅπως τὸ λάδι συντηρεῖ τὸ φῶς τοῦ λυχναριοῦ, ἔτσι καὶ ἡ ἐλεημοσύνη τρέφει στὴν ψυχὴ τὴν ἀληθινὴ γνώση τοῦ Θεοῦ. Τὸ κλειδὶ τῆς καρδιᾶς γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν θείων χαρισμάτων δίνεται μέσω τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Τί ὡραία καὶ ἀξιέπαινη πού εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, ἐὰν βέβαια ἡ μέριμνα γι’ αὐτὴ δὲν μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ! Πόσο γλυκιὰ εἶναι ἡ συντροφιὰ τῶν πνευματικῶν μας ἀδελφῶν, ἐὰν μπορέσουμε νὰ φυλάξουμε μαζὶ μ’ αὐτὴν καὶ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό!
Ἕνας ἄνθρωπος πού ἀσχολεῖται μὲ τὰ βιοτικὰ καὶ ἀσκεῖ χειρωνακτικὴ ἐργασία καὶ λαμβάνει ἀπὸ ἄλλους βοήθεια, αὐτὸς ἔχει χρέος νὰ δώσει ἐλεημοσύνη. Ἂν ἀμελήσει γι’ αὐτήν, ἡ ἀσπλαχνία του εἶναι ἐνάντια στὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου.
Ἕνας μοναχὸς ἔχει, ἂς ποῦμε, κανόνα νὰ ἡσυχάζει στὸ κελὶ του ἑπτὰ ἑβδομάδες ἤ μία ἑβδομάδα καί, ἀφοῦ ἐκπληρώσει τὸν κανόνα του, συναντιέται καὶ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ παρηγορεῖται μαζί τους. Αὐτὸς λοιπόν, ἂν ἀδιαφορεῖ γιὰ τοὺς πονεμένους ἀδελφούς του, στοχαζόμενος ὅτι ἀρκεῖ ὁ ἑβδομαδιαῖος κανόνας του, εἶναι ἀνελεήμων καὶ σκληρὸς γιατί μὲ τὸ νὰ μὴν ἔχει ἐλεημοσύνη στὴν καρδιά του καὶ μὲ τὸ νὰ ὑψηλοφρονεῖ καὶ νὰ συλλογίζεται τὸ ψεῦδος, δὲν συγκαταβαίνει νὰ συμμετάσχει στὸν πόνο τῶν ἀδελφῶν του. Ὅποιος καταφρονεῖ τὸν ἀσθενῆ ἀδελφό του δὲν πρόκειται νὰ δεῖ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅποιος ἀποστρέφει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὸν εὑρισκόμενο σὲ στενοχώρια, ἡ ἡμέρα του θὰ εἶναι σκοτεινή.
Εἶπε ἕνας γνωστικὸς ἅγιος ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ λυτρώσει τὸ μοναχὸ ἀπὸ τὸ δαίμονα τῆς ὑπερηφάνειας καὶ νὰ τὸν βοηθήσει ὅταν τὸ πάθος τῆς πορνείας εἶναι σὲ ἔξαψη, ὅσο τὸ νὰ ἐπισκέπτεται καὶ νὰ ὑπηρετεῖ τοὺς κατάκοιτους καὶ ’κείνους πού λιώνουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πόνο.
Εἶπε ὁ Κύριος: «Ὅ,τι θέλετε νὰ κάνουν σὲ σᾶς οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι καὶ σεῖς νὰ κάνετε σ’ αὐτοὺς». Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ὑλικὰ ἀγαθὰ οὔτε σωματικὴ δύναμη γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν ἀδελφό του, τότε εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὸν Θεὸ μόνη ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἀδελφό, πού φυλάγεται στὴν προαίρεσή του.
Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019


Χίλιες ἐκκλησίες νὰ χτίσεις…
Ἤμουν στὸ λεωφορεῖο καὶ δίπλα μου καθόταν μία κυρία. Περνώντας ἔξω ἀπὸ ἕναν Ἱερὸ Ναὸ ἔκανα τὸ σταυρό μου. Παρακινούμενη ἀπὸ ἐμένα ἔκανε καὶ ἐκείνη κάτι σὰν σταυρὸ -γρήγορα -γρήγορα- κάτι σὰν ἀνακάτεμα!
Τῆς λέω.. «αὐτὸν τὸν σταυρὸ ποὺ κάνεις δὲν τὸν φοβᾶται ὁ διάβολος»· ἔτσι ὅπως τὸν κάνεις εἶναι σὰν νὰ κοροϊδεύεις.
Θίχτηκε τότε ἐκείνη καὶ μοῦ λέει: «Τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε; Τὸ ξέρετε πὼς ἐγὼ εἶμαι πολὺ πιστὴ καὶ βοηθάω τὴν ἐκκλησία ὅσο μπορῶ;»
Τῆς ἀπάντησα πὼς δὲν τὸ ἤξερα καὶ συνέχισα: «Δηλαδὴ ἐκκλησιάζεστε, ἐξομολογεῖστε, κοινωνᾶτε, καὶ συμμετέχετε στὰ μυστήρια τῆς ἐκκλησίας;»
—Δὲν ἐκκλησιάζομαι συχνά, μοῦ λέει, οὔτε συμμετέχω ἰδιαίτερα, ἀλλὰ βοηθάω ὅσο μπορῶ τὴν ἐκκλησία. Ἔχω δώσει ἕνα σωρὸ λεφτὰ γιὰ νὰ χτιστοῦν ἐκκλησίες, γιὰ νὰ ἐξοπλιστοῦν μὲ τὰ ἀπαραίτητα, γιὰ νὰ ἁγιογραφηθοῦν τόσοι Ἅγιοι….!!!
—Χίλιες ἐκκλησίες νὰ χτίσεις, ἂν δὲν μπεῖς μέσα, δὲ σώζεσαι…τῆς ἀπάντησα! Ἡ Ἐκκλησία σὰν κιβωτὸς ποὺ εἶναι, τὸ ξέρεις πὼς πρέπει νὰ μπεῖς μέσα γιὰ νὰ σωθεῖς;
Ξέρεις τί ἀπέγιναν αὐτοὶ ποὺ ἔφτιαξαν τὴν κιβωτὸ τοῦ Νῶε; ΠΝΙΓΗΚΑΝ!
Πνίγηκαν ἐπειδὴ τὴν κατασκεύασαν, ἀλλὰ δὲν πίστευαν στὸ κακὸ ποὺ ἐρχόταν καὶ ἔμειναν ἀπ’ ἔξω!
Γι’ αὐτὸ ὅσες ἐκκλησίες καὶ νὰ φτιάξει ὁ ἄνθρωπος καὶ ὅσα μοναστήρια, ἂν δὲν μπεῖ μέσα στὴν κιβωτὸ ποὺ λέγεται ἐκκλησία, νὰ κοινωνάει τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δὲ σώζεται.
Δημήτριος Παναγόπουλος

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2019



Ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς
Ἡ παροῦσα ζωὴ μᾶς δόθηκε μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δοξάζουμε τὸ Θεό, νὰ εὐεργετοῦμε τὸν πλησίον καὶ νὰ ἀγωνιζόμαστε γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, βαδίζοντας τὴ «στενὴ» καὶ «τεθλιμμένη» ὁδὸ ποὺ μᾶς ὑποδεικνύει τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ εὐγενικὴ συμπεριφορὰ στὸν πλησίον, ὁ παρήγορος λόγος μας στὸν θλιμμένο, ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἀδικουμένου, ἡ ἀντίδρασή μας στοὺς κακοὺς λογισμούς, ὁ ἀγώνας μας στὴν προσευχή, ἡ ὑπομονή, ἡ εὐσπλαγχνία, ἡ δικαιοσύνη καὶ κάθε ἄλλη ἀρετή. Αὐτὰ εἶναι ποὺ ἀναπαύουν τὸν Θεό καὶ προσελκύουν στὴν ψυχή μας τὴν δική Του χάρη, ἡ ὁποία μᾶς κάνει ἱκανοὺς νὰ ξεπερνᾶμε καὶ τὶς πλέον ἀνυπέρβλητες δυσκολίες τῆς ζωῆς.
Ἄν ζεῖτε μὲ ἄλλους, διακονεῖστε τους πρόθυμα σὰν νὰ ὑπηρετεῖτε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Καὶ μὴν ἀπαιτεῖτε ἀγάπη γιὰ τὴν ἀγάπη σας, μήτε τὴν εὐγνωμοσύνη γιὰ τὶς θυσίες ποὺ κάνετε, μήτε τὸν ἔπαινο γιὰ τὴν ταπείνωσή σας.
Γεροντικὸ Πατέρων τῆς Ὄπτινα

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019



Τὰ τρία ἐρωτήματα
…Ὅλες οἱ ἀπαντήσεις ἦταν διαφορετικὲς καὶ ὁ βασιλιὰς δὲ συμφώνησε σὲ καμιὰ ἀπ᾿ αὐτὲς καὶ σὲ καμιὰ δὲν ἔδωσε σημασία. Ἀλλὰ θέλοντας ἀκόμη νὰ βρεῖ τὶς σωστὲς ἀπαντήσεις, ἀποφάσισε νὰ συμβουλευτεῖ ἕναν ἐρημίτη πολὺ γνωστὸ γιὰ τὴν σοφία του.
Ὁ ἐρημίτης ζοῦσε σ᾿ ἕνα δάσος ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο δὲν ἀπομακρυνόταν ποτὲ καὶ δὲ δεχόταν παρὰ τοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς ντύθηκε ἁπλὰ ροῦχα καὶ πρὶν φτάσει στὸ κελὶ τοῦ ἐρημίτη, κατέβηκε ἀπ᾿ τ᾿ ἄλογό του, ἄφησε πίσω τὴ φρουρά του καὶ πῆγε μόνος του.
Ὅταν πλησίασε ὁ βασιλιάς, ὁ ἐρημίτης ἔσκαβε τὴ γῆ μπροστὰ στὴν καλύβα του. Ὅταν εἶδε τὸ βασιλιά, τὸν χαιρέτησε καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἄνθρωπος ἀσθενικὸς καὶ ἀδύνατος καὶ κάθε φορὰ ποὺ σφήνωνε τὴν ἀξίνα του στὴν γῆ γιὰ νὰ σηκώσει λίγο χῶμα, ἀνάπνεε βαριά.
Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἐρημίτη γιὰ νὰ σὲ ρωτήσω τρία πράγματα: Πῶς θὰ μάθω νὰ κάνω τὸ κατάλληλο πράγμα στὴν κατάλληλη στιγμή, ποιοὶ εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ χρειάζομαι περισσότερο καὶ ἑπομένως ποιοὺς θὰ πρέπει νὰ προσέχω περισσότερο ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ ποιὲς ὑποθέσεις εἶναι πιὸ σπουδαῖες καὶ χρειάζονται περισσότερο προσοχή»;
Ὁ ἐρημίτης ἄκουσε τὸ βασιλιά, ἀλλὰ δὲν ἔδωσε καμιὰ ἀπάντηση. Μόνο ἔφτυσε στὶς παλάμες του καὶ ξανάρχισε τὸ σκάψιμο.
«Εἶσαι κουρασμένος», εἶπε ὁ βασιλιάς, «ἄσε μὲ νὰ πάρω τὴν ἀξίνα καὶ νὰ δουλέψω ἐγὼ λίγο γιὰ σένα».
«Εὐχαριστῶ», εἶπε ὁ ἐρημίτης καὶ δίνοντας τὴν ἀξίνα στὸ βασιλιὰ κάθησε κάτω στὸ χῶμα.
Ὅταν ἔσκαψε ὁ βασιλιὰς δύο αὐλάκια, σταμάτησε καὶ ἐπανέλαβε τὰ ἐρωτήματά του. Ὁ ἐρημίτης καὶ πάλι δὲν ἀπάντησε, ἀλλὰ σηκώθηκε, ἅπλωσε τὸ χέρι του νὰ πάρει τὴν ἀξίνα καὶ εἶπε: «Ξεκουράσου τώρα λίγο καὶ ἄσε μένα νὰ δουλέψω λιγάκι».
Ὁ βασιλιὰς ὅμως δὲν τοῦ ἔδωσε τὴν ἀξίνα καὶ συνέχισε νὰ σκάβει. Πέρασε μία ὥρα καὶ ἄλλη μία. Ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει πίσω ἀπ᾿ τὰ δέντρα καὶ ὁ βασιλιὰς στὸ τέλος σφήνωσε τὴν ἀξίνα στὸ χῶμα καὶ ἔιπε: «Ἦρθα σὲ σένα σοφὲ ἄνθρωπε γιὰ μία ἀπάντηση στὰ ἐρωτήματά μου. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ μοῦ δώσεις καμιά, πές το μου νὰ γυρίσω στὸ σπίτι μου».
«Νά, κάποιος ἔρχεται τρέχοντας», εἶπε ὁ ἐρημίτης. «Ἂς δοῦμε ποιὸς εἶναι».
Ὁ βασιλιὰς γύρισε καὶ εἶδε ἕνα γενειοφόρο ἄνδρα νὰ ἔρχεται τρέχοντας ἀπὸ τὸ δάσος, σφίγγοντας μὲ τὰ χέρια του τὸ στομάχι του, ἀπ᾿ τὸ ὁποῖο ἔτρεχε ποτάμι τὸ αἷμα. Ὅταν πλησίασε τὸ βασιλιά, ἔπεσε λιπόθυμος στὸ χῶμα βγάζοντας ἕναν ἐλαφρὺ ἀναστεναγμό. Ὁ βασιλιὰς καὶ ὁ ἐρημίτης ξεκούμπωσαν τὰ ροῦχα του. Ὑπῆρξε ἕνα μεγάλο τραῦμα στὸ στομάχι του. Ὁ βασιλιὰς τὸ ἔπλυνε ὅσο καλλίτερα μποροῦσε καὶ τὸ ἔδεσε μὲ τὸ μαντήλι του καὶ μὲ μία πετσέτα ποὺ τοὔδωσε ὁ ἐρημίτης. Ἀλλὰ τὸ αἷμα δὲ σταματοῦσε νὰ τρέχει καὶ ὁ βασιλιὰς ξανὰ καὶ ξανὰ ἄλλαζε τὸν ἐπίδεσμο, μουσκεμένο ἀπὸ καυτὸ αἷμα, τὸν ἔπλενε καὶ ξανάδενε τὸ τραῦμα. Ὅταν σταμάτησε νὰ τρέχει τὸ αἷμα, ὁ πληγωμένος συνῆλθε καὶ ζήτησε κάτι νὰ πιεῖ. Ὁ βασιλιὰς ἔφερε φρέσκο νερὸ καὶ τοῦ τὸ ἔδωσε. Στὸ μεταξὺ ὁ ἥλιος ἔδυσε καὶ ἄρχισε νὰ κρυώνουν. Ἔτσι ὁ βασιλιὰς μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἐρημίτη μετέφερε τὸν πληγωμένο στὴν καλύβα καὶ τὸν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι. Ὅταν ξάπλωσε στὸ κρεβάτι ὁ πληγωμένος, ἔκλεισε τὰ μάτια του καὶ ἡσύχασε, ἀλλὰ ὁ βασιλιὰς ἦταν τόσο κουρασμένος ἀπ᾿ τὸ περπάτημα καὶ τὴ δουλειὰ ποὺ εἶχε κάνει, ποὺ κάθησε στὸ κατώφλι καὶ τὸν πῆρε καὶ αὐτὸν ὁ ὕπνος τόσο βαθιά, ὥστε κοιμήθηκε συνέχεια ὅλη τὴν καλοκαιριάτικη νύχτα. Ὅταν ξύπνησε τὸ πρωί, πέρασε πολλὴ ὥρα πρὶν μπορέσει νὰ θυμηθεῖ ποῦ ἦταν, ἢ ποιὸς ἦταν ὁ ἄγνωστος γενειαφόρος ἄνδρας ποὺ ἦταν ξαπλωμένος στὸ κρεβάτι καὶ τὸν κοίταζε ἔντονα καὶ μὲ φλογισμένα μάτια.
«Συγχώρεσέ με», εἶπε ὁ γενειαφόρος ἄνδρας μὲ μία ἀσθενικὴ φωνή, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ βασιλιὰς εἶχε ξυπνήσει καὶ τὸν κοίταζε.
«Δὲ σὲ ξέρω καὶ δὲν ἔχω τίποτε νὰ σοῦ συγχωρήσω», εἶπε ὁ βασιλιάς.
«Ἐσὺ δὲ μὲ ξέρεις, ἀλλὰ ἐγὼ σὲ ξέρω. Εἶμαι αὐτὸς ὁ ἐχθρός σου ποὺ ὁρκίστηκε νὰ πάρει ἐκδίκηση ἀπὸ σένα, γιατὶ ἐκτέλεσες τὸν ἀδελφό του καὶ κατάσχεσες τὴν περιουσία του. Ἤξερα πὼς εἶχες πάει μόνος σου νὰ δεῖς τὸν ἐρημίτη καὶ ἀποφάσισα νὰ σὲ σκοτώσω στὴν ἐπιστροφή. Ἀλλὰ πέρασε ἡ ἡμέρα καὶ δὲν γύρισες. Ἔτσι βγῆκα ἀπ᾿ τὴν ἐνέδρα μου καὶ ἔπεσα στοὺς φρουρούς σου καὶ αὐτοὶ μὲ ἀναγνώρισαν καὶ μὲ τραυμάτισαν. Τοὺς ξέφυγα, ἀλλὰ θὰ εἶχα πεθάνει ἀπ᾿ τὴν αἱμορραγία, ἂν ἐσὺ δὲν εἶχες φροντίσει τὸ τραῦμα μου. Ἐγὼ ἤθελα νὰ σὲ σκοτώσω κι ἐσὺ μοῦ ἔσωσες τὴν ζωή. Τώρα, ἂν ζήσω, κι ἂν τὸ θέλεις κι ἐσύ, θὰ σὲ ὑπηρετήσω σὰν ὁ πιὸ πιστός σου σκλάβος καὶ θὰ ζητήσω ἀπ᾿ τοὺς γιούς μου νὰ κάνουν τὸ ἴδιο. Συγχώρεσέ με».
Ὁ βασιλιὰς ἦταν πολὺ εὐχαριστημένος ποὺ εἶχε συμφιλιωθεῖ τόσο εὔκολα μὲ τὸν ἐχθρό του καὶ ποὺ εἶχε κάνει ἕνα φίλο καὶ ὄχι μόνο τὸν συγχώρεσε, ἀλλὰ εἶπε ὅτι θὰ ἔστελνε τοὺς ὑπηρέτες του καὶ τὸ προσωπικό του γιατρὸ νὰ τὸν φροντίσουν καὶ ὑποσχέθηκε νὰ τοῦ ξαναδώσει τὴν περιουσία του.
Ἀφοῦ ἔφυγε ἀπ᾿ τὸν πληγωμένο ὁ βασιλιάς, πῆγε ἔξω στὸν ἐξώστη καὶ κοίταξε τριγύρω νὰ βρεῖ τὸν ἐρημίτη. Ἤθελε πρὶν φύγει, νὰ τὸν παρακαλέσει ἀκόμη μία φορὰ νὰ ἀπαντήσει στὰ ἐρωτήματα ποὺ τοῦ εἶχε κάνει. Ὁ ἐρημίτης ἦταν ἔξω γονατισμένος καὶ φύτευε σπόρους στ᾿ αὐλάκια πού ῾χαν σκαφτεῖ τὴν προηγούμενη μέρα.
Ὁ βασιλιὰς τὸν πλησίασε καὶ τοῦ εἶπε: «Γιὰ τελευταία φορὰ σὲ παρακαλῶ ἀπάντησε στὰ ἐρωτήματά μου, σοφὲ ἄνθρωπε». «Μὰ ἔχουν ἤδη ἀπαντηθεῖ», εἶπε ὁ ἐρημίτης, σκύβοντας ἀκόμα στ᾿ ἀδύνατα πόδια του καὶ κοιτάζοντας πρὸς τὸ βασιλιὰ ποὺ στεκόταν μπροστά του.
«Πῶς ἀπαντήθηκαν; Τί ἐννοεῖς;», εἶπε ὁ βασιλιάς.
«Δὲ βλέπεις;», ἀπάντησε ὁ ἐρημίτης. «Ἂν δὲν εἶχες λυπηθεῖ χθὲς τὴν ἀδυναμία μου καὶ δὲν εἶχες σκάψει γιὰ μένα τ᾿ αὐλάκια, ἀλλὰ εἶχες φύγει, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ σοῦ εἶχε ἐπιτεθεῖ καὶ θὰ εἶχες μετανοιώσει ποὺ δὲν ἔμεινες μαζί μου. Ἔτσι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν ἔσκαβες τ᾿ αὐλάκια, κι ἐγὼ ἤμουν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ τὸ νὰ μοῦ κάνεις καλὸ ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Ὕστερα, ὅταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦρθε σὲ μᾶς, ἡ πιὸ σπουδαία στιγμὴ ἦταν ὅταν τὸν φρόντιζες, γιατὶ ἂν δὲν εἶχες δέσει τὸ τραῦμα του, θὰ πέθαινε χωρὶς νὰ συμφιλιωθεῖ μαζί σου. Ἔτσι αὐτὸς ἦταν ὁ πιὸ σπουδαῖος ἄνθρωπος καὶ αὐτὸ ποὺ ἔκανες γι᾿ αὐτὸν ἦταν ἡ πιὸ σπουδαία δουλειά. Νὰ θυμᾶσαι λοιπόν: Ὑπάρχει μόνο μία στιγμὴ ποὺ εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία, τὸ παρόν. Εἶναι ἡ πιὸ σπουδαία στιγμή, γιατὶ εἶναι ἡ μόνη πάνω στὴν ὁποία ἔχεις κάποια δύναμη. Ὁ πιὸ ἀναγκαῖος ἄνθρωπος εἶναι αὐτὸς μαζὶ μὲ τὸν ὁποῖο βρίσκεσαι, γιατὶ κανένας ἄνθρωπος δὲν ξέρει ἂν θὰ ἔχει ποτὲ πάρε-δῶσε μὲ κάποιον ἄλλο. Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο πράγμα εἶναι νὰ τοῦ κάνεις καλό, γιατὶ μόνο γι᾿ αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἔχεις ἔλθει σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο!».
Λέων Τολστόη

Τρίτη 5 Μαρτίου 2019



Οἱ Χαλασοχώρηδες
Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, Τρίτην τῆς ἑβδομάδος, πέντε ἡμέρας πρὸ τῆς ἐκλογῆς, περὶ τὴν ὀγδόην ὥραν, ὁ Λάμπρος Βατούλας ἤναψε μετὰ τὸ δεῖπνον τὸ φαναράκι του, καὶ συνοδευόμενος ἀπὸ τρεῖς ἢ τέσσαρας φίλους ἐξῆλθεν εἰς ἐπισκέψεις κατ᾽ οἴκους πρὸς ψηφοθηρίαν. Διῆλθον διὰ τῆς ἀγορᾶς, καὶ εἶτα, δι᾽ ἀνωφεροῦς δρομίσκου, ἐβάδισαν ἀνερχόμενοι εἰς τὴν ἄνω λαϊκὴν συνοικίαν. Μόλις ἐπροχώρησαν ὀλίγα βήματα, καὶ δευτέρα συνοδία, μετὰ φανοῦ καὶ αὐτή, προέβαλε κατόπιν των ἀνερχομένη. Ἦτο ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος μὲ τὴν παρέα του, ἀπὸ τὸ ἄλλο κόμμα.
Ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας εἶχε «τὰ μάτια τέσσερα», ἀλλ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο αὐτὸς καὶ ἀπησχόλει καὶ τοὺς φίλους του, ἐνῷ ἐβάδιζαν, διηγούμενος διαφέρουσαν πρὸς αὐτοὺς ἱστορίαν. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος, ἀφοῦ εἶχε κάμει λεπτὰ εἰς τὸ Κάιρον, ἐμπορευόμενος ἐπὶ δώδεκα ἔτη ὡς ἀλευράς, κατ᾽ ἄλλους ὡς φουρνάρης, ἔφθασε μὲ τὸ καλὸν εἰς τὴν πατρίδα του, πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, καὶ τὸ εἶχεν ἀπόφασιν, νὰ πολιτευθῇ. Ἐφαίνετο μορφωμένος, εἶχεν ἰδεῖ κόσμον, τὸν ἐγνώριζεν αὐτὸς παιδιόθεν, καὶ πρὸ ἡμερῶν, ὅτε μετέβη εἰς τὴν πρωτεύουσαν τῆς ἐπαρχίας, ἀνενέωσε τὴν γνωριμίαν. Ὁ νεοφερμένος ἀπὸ τὴν ξενιτείαν εἶχεν αἰσθήματα, ἐξέφερε γενικὰς σκέψεις περὶ τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, «ξύλα κούτσουρα, δαυλιὰ καμένα». Δὲν ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀλικιάδην, ὅστις ἐπολιτεύετο χάριν τῶν δημοσίων ἔργων, οὔτε μὲ τὸν Γεροντιάδην, ὅστις ἐξελέγετο βουλευτὴς διὰ τὸ καλὸν τῆς πατρίδος. Ἦτον ἀφελὴς τοὺς τρόπους, καὶ ἔτι ἀφελέστερος τὰς ἰδέας. Ἤθελε νὰ πολιτευθῇ «γιὰ δόξα».
Εὐκαιρία λαμπρά. Ὁ Ἀλικιάδης ἦτο παμπόνηρος, καὶ τὰ χέρια του ὡμοίαζαν μὲ γάντζους. Δὲν ἠμποροῦσες νὰ τοῦ βγάλῃς λεπτὰ οὔτε μὲ τὸ δόλωμα οὔτε με τὸ «παρασούβλι». Δὲν ἔδιδε πέντε χωρὶς νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι θὰ λάβῃ δέκα. Ἑβραῖος σωστός. Ὁ Γιαννάκος ὁ Χαρτουλάριος ἦτο ἀγαθός, «ψυχαράκι, ὁ καημένος». Πῶς ἐφαίνετο ὅτι ἤρχετο ἀπὸ μακριά! Σωστὸς Κελεπούρης! Εἶχε παραδάκια καλά, παιδιὰ-σκυλιὰ τίποτε. «Ἐφυσοῦσε». (Καὶ ὁ Λάμπρος ὁ Βατούλας συνώδευε δι᾽ ἐλαφροῦ φυσήματος ὡς καὶ διὰ προστριβῆς τοῦ ἀντίχειρος ἐπὶ τοῦ δείκτου, ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ φαναρίου τὴν λέξιν: «Φυσάει, φυσάει!») Ποῦ θὰ τὴν εὕρισκαν ἄλλην φορὰν τοιαύτην εὐκαιρίαν;
Τὸν παλαιὸν καιρόν, οἱ ὑποψήφιοι βουλευταὶ κατήρχοντο σύνδυο εἰς τὸν ἀγῶνα, ἔκαμναν κολληγιές. Ἐπειδὴ ὅμως ἑκάστοτε ὁ ἕτερος τῶν συνδυαζομένων ἢ οἱ στενώτεροι τῶν περὶ αὐτόν, ἑκόντος ἢ ἄκοντος αὐτοῦ, παρεσπόνδουν κ᾽ ἔκρινον καλὸν νὰ μαυρίσουν τὸν σύντροφον, δίδοντες ἀποκλειστικὴν εἰς τὸν ἰδικόν των, ἐξέλιπεν ἡ ἐμπιστοσύνη, καὶ οἱ συνδυασμοὶ ἐξέπεσαν κατὰ μικρὸν εἰς τὴν ἐπαρχίαν, ἑωσότου ὁλοσχερῶς κατηργήθησαν. Τώρα ὁ καημένος ὁ Γιαννάκος, ἐπειδή, καθὼς σᾶς εἶπα, ἔρχεται ἀπὸ μακριά, ἐζήτησεν ἐν τῇ ἀθωότητί του νὰ συνδυασθῇ μὲ τὸν Ἀλικιάδην, καὶ ὁ τσιφούτης προθύμως τὸν ἐδέχετο. Ἄλλοι ὅμως πονηρότεροί του τοῦ ἄνοιξαν τὰ μάτια, κ᾽ ἔτσι ὁ συνδυασμὸς ἐναυάγησε.
«Τόσο τὸ καλύτερο γιὰ μᾶς, παιδιά». Ἂν ὁ συνδυασμὸς κατηρτίζετο, ὁ Ἀλικιάδης θὰ διεύθυνε τὸ οἰκονομικὸν μέρος, καὶ θὰ τοῦ ἔτρωγε τὰ λεπτὰ χωρὶς νὰ τοῦ δώσῃ ψήφους. Τώρα ὅμως ὁ Χαρτουλάριος θὰ διεπραγματεύετο ἀπ᾽ εὐθείας πρὸς αὐτούς (ἐκτὸς ἂν τὸν ἥρπαζε τὸ σκυλί, ὁ Μανώλης ὁ Πολύχρονος, μὲ τοὺς ἰδικούς του, ἀλλ᾽ ὁ Λάμπρος θὰ εἶχε τὸν νοῦν του), κ᾽ εὔκολα, ἤλπιζε, θὰ τὸν ἔβαζαν στὸ χέρι. Ἂν ἠμποροῦσαν νὰ τοῦ δώσουν καμμιὰ ἑκατοστὴ ψήφους (ἐκεῖνος βουλευτὴς δὲν θὰ ἔβγαινε, κι ἂς τὸ εἶχε σίγουρο, μόνον γιὰ τὸ ὀνόρε) ἀπὸ κείνους τοὺς σμιγούς, τοὺς φθηνούς, ποὺ θὰ τοὺς ἀγόραζαν πρὸς 4-5 δραχμὰς τὸ κομμάτι, καὶ θὰ τοῦ τοὺς ἐπουλοῦσαν πρὸς 15, ἂς εἶναι καὶ πρὸς δέκα δραχμάς, χαρὰ στὴν τύχην τους! Ἀφοῦ εἶπε τοιαῦτά τινα ὁ Λάμπρος εὐθὺς προσέθηκε: «Τάχα ὁ λόγος τὸ λέει, ἡμεῖς δὲν εἴμαστε ἀπὸ κεινούς… Ἄ! ὁ Μανώλης, ναί, ἐκεῖνος εἶναι γι᾽ αὐτὲς τὲς δουλειές».
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 3 Μαρτίου 2019



Ἑσπερινός
Στὸ ρημαγμένο παρεκκλήσι
τῆς Ἄνοιξης τὸ θεῖο κοντύλι
εἰκόνες ἔχει ζωγραφίσει
μὲ τ᾿ ἀγριολούλουδα τ᾿ Ἀπρίλη.
Ὁ ἥλιος, γέρνοντας στὴ δύση,
μπροστὰ στοῦ ἱεροῦ τὴν πύλη
μπαίνει δειλὰ νὰ προσκυνήσῃ
κι ἀνάφτει ὑπέρλαμπρο καντήλι.
Σκορπάει γλυκειὰ μοσκοβολιὰ
δάφνη στὸν τοῖχο ριζωμένη -
θυμίαμα ποὺ καίει ἡ Πίστις -
καὶ μία χελιδονοφωλιά,
ψηλὰ στὸ νάρθηκα χτισμένη,
ψάλλει τὸ Δόξα ἐν Ὑψίστοις...
Γεώργιος Δροσίνης