Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

 


Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο

Ὁ ναὸς τῆς Χριστοῦ Γεννήσεως ἦτο ἡ παλαιὰ μητρόπολις τοῦ φρουρίου. Ὁ ναΐσκος, πρὸ ἑκατονταετηρίδων κτισθείς, ἵστατο ἀκόμη εὐπρεπὴς καὶ ὅχι πολὺ ἐφθαρμένος. Ὁ παπα-Φραγκούλης καὶ ἡ συνοδία του φθάσαντες εἰσῆλθον τέλος εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ καρδία των ᾐσθάνθη θάλπος καὶ γλυκύτητα ἄφατον. Ὁ ἱερεὺς ἐψιθύρισε μετ᾽ ἐνδομύχου συγκινήσεως τό, «Εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν σου», κ᾽ ἡ θειὰ τὸ Μαλαμώ, ἀφοῦ ἤλλαξε τὴν φ᾽στάνα της τὴν βρεγμένην κ᾽ ἐφόρεσεν ἄλλην στεγνὴν καὶ τὸ γ᾽νάκι της τὸ καλό, τὰ ὁποῖα εὐτυχῶς εἶχεν εἰς ἀβασταγὴν καλῶς φυλαγμένα ὑπὸ τὴν πρῷραν τῆς βάρκας, ἔδεσε μέγα σάρωθρον ἐκ στοιβῶν καὶ χαμοκλάδων καὶ ἤρχισε νὰ σαρώνῃ τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἐνῷ αἱ γυναῖκες αἱ ἄλλαι ἤναπταν ἐπιμελῶς τὰ κανδήλια, καὶ ἤναψαν μέγα πλῆθος κηρίων εἰς δύο μανουάλια, καὶ παρεσκεύασαν μεγάλην πυρὰν μὲ ξηρὰ ξύλα καὶ κλάδους εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναοῦ, ὅπου ἐσχηματίζετο μακρὸν στένωμα παράλληλον τοῦ μεσημβρινοῦ τοίχου, κλειόμενον ὑπὸ σωζομένου ὀρθοῦ τοιχίου γείτονος οἰκοδομῆς, κ᾽ ἐγέμισαν ἄνθρακας τὸ μέγα πύραυνον, τὸ σωζόμενον ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ βήματος, κ᾽ ἔθεσαν τὸ πύραυνον ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ, ρίψασαι ἄφθονον λίβανον εἰς τοὺς ἄνθρακας. Καὶ ὠσφράνθη Κύριος ὁ Θεὸς ὀσμὴν εὐωδίας.

Ἔλαμψε δὲ τότε ὁ ναὸς ὅλος, καὶ ἤστραψεν ἐπάνω εἰς τὸν θόλον ὁ Παντοκράτωρ μὲ τὴν μεγάλην κ᾽ ἐπιβλητικὴν μορφήν, καὶ ἠκτινοβόλησε τὸ ἐπίχρυσον καὶ λεπτουργημένον μὲ μυρίας γλυφὰς τέμπλον, μὲ τὰς περικαλλεῖς τῆς ἀρίστης βυζαντινῆς τέχνης εἰκόνας του, μὲ τὴν μεγάλην εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, ὅπου «Παρθένος καθέζεται τὰ Χερουβεὶμ μιμουμένη», ὅπου θεσπεσίως μαρμαίρουσιν αἱ μορφαὶ τοῦ θείου Βρέφους καὶ τῆς ἀμώμου Λεχοῦς, ὅπου ζωνταναὶ παρίστανται αἱ ὄψεις τῶν ἀγγέλων, τῶν μάγων καὶ τῶν ποιμένων, ὅπου νομίζει τις ὅτι στίλβει ὁ χρυσός, εὐωδιάζει ὁ λίβανος καὶ βαλσαμώνει ἡ σμύρνα, καὶ ὅπου, ὡς ἐὰν ἡ γραφικὴ ἐλάλει, φαντάζεταί τις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὅτι ἀκούει τό, Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ!

Ἐν τῷ μέσῳ δὲ κρέμαται ὁ μέγας ὀρειχάλκινος καὶ πολύκλαδος πολυέλεος, καὶ ὁλόγυρα ὁ κρεμαστὸς χορός, μὲ τὰς εἰκόνας τῶν Προφητῶν καὶ Ἀποστόλων, ὑφ᾽ ὃν ἐτελοῦντο τὸ πάλαι οἱ σεμνοὶ γάμοι τῶν χριστιανικῶν ἀνδρογύνων. Καὶ ὁλόγυρα αἱ μορφαὶ τῶν Μαρτύρων, Ὁσίων καὶ Ὁμολογητῶν. Ἵστανται ἐπὶ τῶν τοίχων ἠρεμοῦντες, ἀπαθεῖς, ὁποῖοι ἐν τῷ Παραδείσῳ, εὐθὺ καὶ κατὰ πρόσωπον βλέποντες, ὡς βλέπουσι καθαρῶς τὴν Ἁγίαν Τριάδα. Μόνος ὁ Ἅγιος Μερκούριος, μὲ τὴν βαρεῖαν περικεφαλαίαν του, μὲ τὸν θώρακα, τὰς περικνημῖδας καὶ τὴν ἀσπίδα, φαίνεται ὀλίγον τι ἐγκαρσίως βλέπων καὶ κινούμενος καὶ δρῶν, εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ ναοῦ, ἐκεῖ ὅπου διατρυπᾷ μὲ τὸ δόρυ του τὸν ἐπὶ θρόνου καθήμενον ὠχρὸν Παραβάτην. Πελιδνὸς ὁ παράφρων τύραννος, μὲ τὸ βλέμμα σβῆνον, μὲ τὸ στῆθος αἱμάσσον, μάτην προσπαθεῖ ν᾽ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ στέρνον του τὸν ὀξὺν σίδηρον, καὶ ἐξεμεῖ μετὰ τῆς τελευταίας βλασφημίας καὶ τὴν μιαρὰν ψυχήν του. Γείτων τῆς τρομακτικῆς ταύτης σκηνῆς παρίσταται γλυκεῖα καὶ συμπαθεστάτη εἰκών, ὁ Ἅγιος Κήρυκος, τριετίζον παιδίον, κρατούμενον ἐκ τῆς χειρὸς ὑπὸ τῆς μητρός του, τῆς Ἁγίας Ἰουλίττης. Διὰ δώρων καὶ θωπειῶν ἐζήτει ὁ διώκτης Ἀλέξανδρος νὰ ἑλκύσῃ τὸ παιδίον, καὶ διὰ τοῦ παιδίου τὴν μητέρα. Ἀλλ᾽ ὁ παῖς καλῶν τὴν μητέρα του καὶ ὑποψελλίζων τοῦ Χριστοῦ τὸ ὄνομα, ἔπτυσε τὸν τύραννον κατὰ πρόσωπον, κ᾽ ἐκεῖνος ἐξαγριωθεὶς ἐκρήμνισε τὸ παιδίον ἀπὸ τῆς μαρμαρίνης κλίμακος, ὅπου συνέτριψε τὸ τρυφερὸν καὶ διὰ στεφάνους πλασθὲν κρανίον.

Καὶ εἰς τὴν χιβάδα τοῦ ἱεροῦ βήματος, ὑψηλά, ἐφαίνετο στεφανουμένη ὑπὸ ἀγγέλων ἡ τῶν Οὐρανῶν Πλατυτέρα. Καὶ κατωτέρω περὶ τὸ θυσιαστήριον ἵσταντο ἄρρητον σεμνότητα ἀποπνέουσαι αἱ μορφαὶ τῶν μεγάλων Πατέρων, τοῦ Ἀδελφοθέου, τοῦ Βασιλείου, τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Θεολόγου, κ᾽ ἐφαίνοντο ὡς νὰ ἔχαιρον διότι ἔμελλον ν᾽ ἀκούσωσι καὶ πάλιν τὰς εὐχὰς καὶ τοὺς ὕμνους τῆς Εὐχαριστίας, οὓς αὐτοὶ ἐν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δὲ καὶ ἐντὸς καὶ ἐκτός, εἰκονίζετο περιτέχνως ὅλον τὸ Δωδεκάορτον, καὶ τὰ τάγματα τῶν Ἀγγέλων, καὶ ἡ Βρεφοκτονία, καὶ οἱ κόλποι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὁ Λῃστὴς ὁ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ὁμολογήσας.

Ὅταν ἔφθασαν εἰς τὸ Κάστρον καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν ναὸν τοῦ Χριστοῦ, τόσον θάλπος ἐθώπευσε τὴν ψυχήν των, ὥστε ἂν καὶ ἦσαν κατάκοποι, καὶ ἂν ἐνύσταζόν τινες αὐτῶν, ᾐσθάνθησαν τόσον τὴν χαρὰν τοῦ νὰ ζῶσι καὶ τοῦ νὰ ἔχωσι φθάσει αἰσίως εἰς τὸ τέρμα τῆς πορείας των, εἰς τὸν ναὸν τοῦ Κυρίου, ὥστε τοὺς ἔφυγε πᾶσα νύστα καὶ πᾶσα κόπωσις. Οἱ αἰπόλοι, εὑρόντες ἐνασχόλησιν καὶ πρόφασιν ὅπως καπνίζωσι καθήμενοι καὶ ἐνίοτε ὅπως ἐξαπλώνωνται καὶ κλέπτωσιν ἀπὸ κανένα ὕπνον τυλιγμένοι μὲ τὲς κάπες των παρὰ τὸ πῦρ, εἶχον ἀνάψει ἔξω δύο πυρσούς, τὸν ἕνα ἔμπροσθεν τοῦ ἱεροῦ βήματος, τὸν ἄλλον πρὸς τὸ βόρειον μέρος. Ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἡ θερμότης ἦτο λίαν εὐάρεστος, τῇ βοηθείᾳ τῶν ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν πυρῶν. Καὶ εἶχον σωρεύσει παμπόλλας δέσμας ξηρῶν ξύλων καὶ κλάδων, οἱ ἐκεῖ καταφυγόντες αἰπόλοι, μὲ τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ τὰ ἐρίφιά των, ὅσα δὲν εἶχον ψοφήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν βαρὺν χειμῶνα τοῦ ἔτους ἐκείνου, οἱ τραχεῖς αἰπόλοι, οἵτινες εἶχον σώσει καὶ τοὺς δύο ὑλοτόμους ἐκ τοῦ ἀποκλεισμοῦ τῆς χιόνος. Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἔβαλεν εὐλογητὸν καὶ ἐψάλη ἡ λιτὴ τῆς μεγαλοπρεποῦς ἑορτῆς, μεθ᾽ ὃ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἤρχισε τὰς ἀναγνώσεις, καὶ ὅσοι ἦσαν νυστασμένοι ἀπεκοιμήθησαν σιγὰ εἰς τὰ στασίδιά των (Ἄ! ἔμελλον ἄρα τοῦ Προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπὸ ψαλμῶν νὰ καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική, καὶ ὡς ἀνάγνωσις νὰ παραλείπωνται ὅλως ὡς φορτικόν τι καὶ παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι ἀπὸ τὴν ἔρρινον καὶ μονότονον ἀπαγγελίαν τοῦ κὺρ Ἀλεξανδρῆ. Ὁ ἀγαθὸς γέρων ἦτο ἐκ τοῦ ἀμιμήτου ἐκείνου τύπου τῶν ψαλτῶν, ὧν τὸ γένος ἐξέλιπε δυστυχῶς σήμερον. Ἔψαλλε κακῶς μέν, ἀλλ᾽ εὐλαβῶς καὶ μετ᾽ αἰσθήματος. Κανὲν σχεδὸν κῶλον δὲν ἔλεγεν ὀρθῶς, οὔτε μουσικῶς οὔτε γραμματικῶς. Πότε ἓν καὶ ἥμισυ κῶλον τὰ ἥνου εἰς ἓν, πότε δύο καὶ ἥμισυ τὰ διῄρει εἰς τέσσαρα. Ἀλλὰ προκριτωτέρα ἡ ἀμάθεια τῆς δοκησισοφίας…

Ἀλλ᾽ ὅτε ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν ἔψαλε τὸ «Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός», τότε αἱ μορφαὶ τῶν Ἁγίων ἐφάνησαν ὡς νὰ ἐφαιδρύνθησαν εἰς τοὺς τοίχους· «Ἀκολουθήσωμεν λοιπὸν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ», καὶ ὁ κὺρ Ἀλεξανδρὴς ἐνθουσιῶν ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν καλάμην καὶ ἔσεισε τὸν πολυέλεον μὲ τὰς λαμπάδας ὅλας ἀνημμένας. «Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ», κ᾽ ἐσείσθη ὁ ναὸς ὅλος ἀπὸ τὴν βροντώδη φωνὴν τοῦ παπα-Φραγκούλη μετὰ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι», καὶ οἱ ἄγγελοι οἱ ζωγραφιστοί, οἱ περικυκλοῦντες τὸν Παντοκράτορα ἄνω εἰς τὸν θόλον, ἔτειναν τὸ οὖς, ἀναγνωρίσαντες οἰκεῖον αὐτοῖς τὸν ὕμνον.

Καὶ εἶτα ὁ ἱερεὺς ἐπῆρε καιρόν, καὶ ἤρχισε νὰ προσφέρῃ τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2021

 


Μητροπολίτης Άντώνιος τοῦ Σουρόζ (β)

Πέρασαν μῆνες καὶ τίποτε στὸν ὁρίζοντα, νόημα δὲν φάνηκε πουθενά! Μία μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στὸ Παρίσι- ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους τῆς ὀργάνωσης μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήσει. Ἔλα καὶ σὺ στὴ συγκέντρωση». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ τὸν ἀκούσω. Δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετὰ ἔξυπνα τὸ θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο ἄν οὔτε ἕνας δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του.

«Μὴν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιὰ μιὰ τυπικὴ παρουσία». Ἔ! μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴ νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στὴν ὁμιλία καὶ ἔμεινα μέχρι τὸ τέλος. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις ποὺ μὲ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικὰ ἀπ’ ὅ,τι ἐγὼ πίστευα, ποὺ ἤθελα βαθύτατα νὰ τὰ ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐλέγξω ἂν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴ μητέρα μου ἂν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δώσει. Ἤθελα πολὺ νὰ διαπιστώσω ἂν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὴν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δὲν περίμενα τίποτα καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομότερο. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω ἄδικα τὸ χρόνο μου. Ἄρχισα λοιπόν νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῷ διάβαζα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου καὶ πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά συνειδητοποίησα ὅτι, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτὲ ἕως τώρα δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει.

Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν Παρουσία του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι καθετὶ ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καὶ αὐτό, γιατὶ τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Τὴν ἱστορία πρέπει νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔμαθα ἀπὸ προσωπικὸ γεγονός.

Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σὰν μία ἱστορία τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ μένα, ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέρισε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατὶ ἦταν μία ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.

-Αὐτὴ ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία πού εἴχατε, παρέμεινε σὲ ὅλη σας τὴ ζωή; Δὲν ὑπῆρξε κάποια ἐποχὴ πού νὰ ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν πίστη σας;

-Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι μερικὰ πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικὰ δὲν πῆρα σὲ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλὰ ἔχοντας ζήσει αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιὰ βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει γιὰ μένα πίστη. Ἀπὸ τὴ μία, δηλαδή, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ἔτσι ποὺ νὰ ἔχει μέσα του σύγχυση καὶ περιπλοκές, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως νὰ διερωτᾶται μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Νὰ ἔχεις, δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀμφιβολίας ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ ρωτᾷς, νὰ ἀνακαλύπτεις ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ θέλεις διαρκῶς νὰ ἐρευνᾷς.

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021

 


Μητροπολίτης Άντώνιος τοῦ Σουρόζ (α)

-Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ σας κάποια συγκεκριμένη στιγμὴ μεταστροφῆς;

-Αὐτὸ ἔγινε σὲ διάφορα στάδια. Μέχρι τὰ μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἄπιστος καὶ ἐπιθετικὰ ἀντιεκκλησιαστικός. Δὲν γνώριζα τὸν Θεό, δὲν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτὸν καὶ μισοῦσα καθετὶ σχετικὸ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

-Καὶ ὅλα αὐτά, παρὰ τὰ «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

-Ναί, γιατὶ μέχρι τὰ δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωή μας ἦταν πολὺ δύσκολη. Δὲν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ἐγὼ ἤμουνα ἐσωτερικὸς σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρό, βίαιο θὰ ἔλεγα. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη καὶ αὐτὸ ἦταν μία πραγματικὴ εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι, σὲ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νὰ βρεῖ μιά τέλεια εὐτυχία, καὶ ὅμως αὐτὸ συνέβαινε. Τότε γιὰ πρώτη φορά, μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νὰ πῶ πώς, πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι ποὺ μὲ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μὲ ἔστειλαν σὲ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα ποὺ θὰ ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη ποὺ τὴν σκορποῦσε στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγάπη του δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ ἂν εἴμαστε καλοί, καὶ δὲν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νὰ μᾶς ἀγαπάει χωρὶς προϋποθέσεις. Ποτὲ πρὶν στὴ ζωή μου δὲν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους ποὺ μ’ ἀγαποῦσαν στὸ σπίτι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δὲν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν προσπάθησα νὰ δώσω καμιὰ ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλὰ βρῆκα σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ μὲ προβλημάτιζε καὶ ταυτόχρονα μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πιὰ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μὲ μία ἀγάπη ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Δηλαδὴ μοιραζόταν μαζί μας τὴ θεία ἀγάπη. Ἤ, ἂν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ πλατιά, μὲ τέτοια ἀνοίγματα, ὥστε μποροῦσε νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπὸ τὸν πόνο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ πάντα μέσα στὴν ἴδια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχα.

-Τί ἔγινε μετὰ ἀπὸ αὐτό;

-Τίποτε. Γύρισα στὸ σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικὸς καὶ ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ζώντας μὲ τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τὴν πλήρη εὐτυχία, ἀλλὰ τότε συνέβηκε κάτι τὸ τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικὰ ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἂν δὲν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δὲν μποροῦσα, λοιπόν, νὰ δεχτῶ μία ἄσκοπη εὐτυχία. Γιὰ νὰ ξεπεράσεις τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ὑποφέρεις τὰ βάσανα ἀποβλέπεις σὲ κάτι ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σὲ κάτι, γι’ αὐτὸ ἡ εὐτυχία μοῦ φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πὼς ἔπρεπε νὰ δώσω στὸν ἑαυτό μου μία προθεσμία -ἕνα χρόνο τουλάχιστον– νὰ ἀνακαλύψει ἂν ἡ ζωὴ εἶχε ἡ ὄχι κάποιο νόημα. Ἂν στὸ διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νὰ μὴ συνεχίσω νὰ ζῶ, νὰ αὐτοκτονήσω.

-Καὶ πῶς βγήκατε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

-Ἄρχισα νὰ ψάχνω γιὰ κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς, πέρα ἀπὸ κεῖνο ποὺ μποροῦσα νὰ βρῶ μέσα στὶς σκοπιμότητες. Τὸ νὰ σπουδάζει κανεὶς νὰ γίνει χρήσιμος στὴ ζωὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σὲ ἄμεσους σκοποὺς καὶ ξαφνικὰ ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν ἄδεια, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τὸ δραματικὸ καὶ καθετὶ γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρὸ καὶ ἀνόητο.

Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

 


Ἡ ἀπολογία μας στὰ παιδιά μας

Ὁ Θεὸς ποὺ ἐχάρισε σὲ ἀνθρώπους καὶ ζῶα τὸ χάρισμα νὰ γίνονται γονεῖς, ἔβαλε τὴ λειτουργία αὐτὴ κάτω ἀπὸ τὴ ρύθμιση τοῦ βιολογικοῦ ἐνστίκτου. Σὲ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους ἔδωσε ἐπὶ πλέον καὶ τὸ χάρισμα τοῦ ἤθους γιὰ τὴν καλὴ ἀνατροφὴ τῶν παιδιῶν πέρα ἀπὸ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἐπιβίωσή τους.

Κι ὅμως μὲ τὸ ἀσύλληπτο προσὸν τῆς ἐλευθερίας μας ὄχι μόνο παραμελοῦμε καὶ διαστρέφομε τὸ ἦθος τῆς ἀνατροφῆς τῶν παιδιῶν μας, ἀλλὰ καὶ στὸ ἔνστικτο ἐπεμβαίνομε καὶ διαστρέφομε τὴ λειτουργία του, κάτι ποὺ δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν τὰ ζῶα.

Ἐμποδίζομε τὴν ἀναπαραγωγικὴ λειτουργία τοῦ ἔρωτα καὶ δημιουργοῦμε κάτι, ποὺ δὲν δημιούργησε ὁ Θεός, ἕναν ἔρωτα σκόπιμα ἄκαρπον. Κι ὅταν ὁ ἔρωτας φέρει καρπό, τὸν σκοτώνομε μέσα στὰ σπλάχνα τῆς μητέρας του.

Ὅλη αὐτὴ ἡ καταστρατήγηση τῆς δημιουργίας τοῦ Θεοῦ προκαλεῖ μιὰ δαιμονικὴ ἀτμόσφαιρα μέσα στὴν οἰκογένεια καὶ στὴν κοινωνία καὶ ἔτσι προκύπτει ἡ κατάθλιψη, ποὺ εἶναι τὸ χαρακτηριστικότερο γνώρισμα τοῦ πολιτισμοῦ μας.

Κάτω ἀπὸ τὴν πίεση τῶν ἀσιγήτων τύψεων τῶν καρδιῶν μας οἱ σύγχρονοι γονεῖς γίνονται συμπλεγματικοὶ καὶ ἡ συμπεριφορά τους στὰ παιδιά τους εἶναι ἀρρωστημένη. Σὰν χαλασμένο μηχάνημα κινεῖται ἀπὸ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο, ἀπὸ τὴν παραμέληση καὶ τὴν ἐγκατάλειψη στὴν ὑπερπροστατευτικότητα.

Καὶ ἔρχονται οἱ ἀποτυχίες μας, τὰ οἰκογενεικά μας δράματα, τὰ διαζύγια, ἡ ἐπανάσταση τῶν παιδιῶν, ἡ διαστροφὴ τῶν παιδιῶν, ναρκωτικά, ὁμοφυλοφιλία, ἀναρχισμὸς καὶ πολλὰ ἄλλα τέτοια, γιὰ νὰ μᾶς εἰδοποιήσουν ὅτι χαλάσαμε μέσα μας καὶ γύρω μας τὴ δημιουργία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ καρδιά μας ποὺ δὲν εἶναι φτιαγμένη νὰ διανοεῖται ἀλλὰ βλέπει μόνο πρόσωπα, βλέπει λοιπὸν ἡ καρδιά μας τὰ πρόσωπα τῶν παιδιῶν μας ποὺ τοὺς στερήσαμε τὴ ζωὴ καὶ τῶν παιδιῶν μας ποὺ τὰ ἀδικήσαμε, μὲ τὸ νὰ τὰ καταδικάσομε νὰ ζήσουν μέσα σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα καταθλιπτικὴ γεμάτη ἐνοχὲς καὶ ἄγχος.

Μὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις τὰ παιδιά μας, ποὺ τὰ ἀφήσαμε νὰ γεννηθοῦν, μεγαλώνουν μὲ μιὰ τρομακτικὴ εἰκόνα ἑνὸς τιμωροῦ Θεοῦ, μὲ μιὰ ἐχθρικὴ αἴσθηση τοῦ ἄλλου ἄνθρωπου, μὲ μιὰ ὑποψία πρὸς ὅλους καὶ πρὸς ὅλα.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχομε νὰ δώσομε λόγο στὰ παιδιά μας καὶ ἂν τὸ κάνομε μὲ τὴ μετάνοιά μας, ὅταν ἔρχονται οἱ ὀδυνηρὲς εἰδοποιήσεις, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ σωτηρία μας καὶ ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου. Ἀλλιῶς τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως θάρθομε μπροστὰ στὰ ἀδικημένα παιδιά μας καὶ αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ κόλασή μας.

Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ ἀποτολμήσουμε μιὰ ἀπολογία μετανοίας μπροστὰ στὰ παιδιά μας, γιὰ νὰ σωθοῦμε κι ἐμεῖς κι αὐτά. Ἀμήν.

Κωνσταντῖνος Γανωτὴς

Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021



Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός

Σήμερα ἔχουμε ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε μία ἄλλη Εἰκονομαχία, τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία στὴν Ἐκκλησία νὰ προσαρμοστεῖ στὰ ἰδικά της μέτρα καὶ ἰδεώδη, ὥστε καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκκοσμικευθεῖ. 

Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι μεγάλος. Ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθεῖ τὸν κόσμο νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταβάλλει σὲ κόσμο. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατεῖ τὰ τυπικά της, ἀλλὰ θὰ χάσει τὴν πίστη της. Θὰ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Παπισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε:

«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».

Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Ἀντιθέτως, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεανθρωποκεντρισμός. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία χάσει ἢ ἐλαττώσει τὸ θεανθρωποκεντρικό της χαρακτῆρα, ἐκπίπτει σὲ ἕνα θρησκευτικὸ ἵδρυμα ἢ σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου.

Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέχεται τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ὡς τὴ μόνη Ἀλήθεια ποὺ σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὁδηγεῖ πρὸς μία πανθρησκεία διὰ τῆς συνεργασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν. Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια ποὺ σῴζει, ἀλλὰ ἡ ἐνδοκόσμια εἰρήνη. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη συμφέρει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, ποὺ θέλουν τοὺς λαοὺς ὑποταγμένους στὴν κυριαρχία τους καὶ διὰ τῆς συνεργασίας τῶν θρησκειῶν εἰρηνικοὺς (κατεσταλμένους).

Χάριν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς διαθρησκευτικὲς συναντήσεις δὲν ὁμολογοῦν τὸν Χριστό. Ἀνέχονται, ἔτσι, νὰ κατατάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸν Μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι εἶναι ἄθεος ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεὸν Τρισυπόστατον καὶ εἰς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ. «Ὁ μὴ τιμῶν τὸν υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν». «Ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ᾿ αὐτόν». Κατὰ δὲ τὸν Μέγα Βασίλειο: «οὐ πιστεύει δὲ εἰς Πατέρα ὁ μὴ πιστεύσας τῷ Υἱῷ».

Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης


Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

 


Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα!

Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.

Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.

Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.

Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!

Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο… Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον… Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα…».

Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.

Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».

Φώτης Κόντογλου