Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017


Ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν
Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια. Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».
Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.
Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.
Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.
Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.
Ἀλλά, τοῦτοι οἱ καταργητές, αὐτοὶ ποὺ μισοῦν τὴν ἱερὴ παράδοση, (ποὺ ὁ θρίαμβός της εἶναι ἡ γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας), θέλουν νὰ διδάξουν τί ἐστὶ Ὀρθοδοξία στὰ τέκνα τὰ γνήσια τῆς Ὀρθοδοξίας. Καὶ τοῦτοι οἱ πονηροὶ καθηγηταὶ εἶναι χειροτονημένοι ἀπὸ τοὺς ὀρθοδοξώτατους Προτεστάντες δασκάλους τους! Ἀπ᾿ αὐτοὺς διδαχθήκανε ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ὀρθοδοξία, κι ὄχι ἡ πεπαλαιωμένη κείνη Ὀρθοδοξία ποὺ διδάξανε οἱ Πατέρες ποὺ μᾶς τὴν παραδώσανε, καὶ ποὺ βεβαιώσανε τὴ διδασκαλία τους μὲ τὴν ἁγιωσύνη τῆς ζωῆς τους.
Ἀπὸ τέτοιους καθηγητὲς περιμένει νὰ φωτισθεῖ ἡ Ἑλλάδα, ποὺ πήγανε νὰ μάθουνε τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, κι ἀπὸ κείνους ποὺ καταξεράνανε μὲ τὴν ἄπιστη σοφία τους τὸ δροσόφυλλο δέντρο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πήγανε στὸ ἔρεβος τοῦ Μέλανος θεολογικοῦ Δρυμοῦ, γιὰ νὰ φέρουνε τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου στὸν λαὸ ποὺ τὸ κήρυξε στὰ ἔθνη, αὐτοὶ ποὺ ἀφήσανε τὰ ἡφαίστεια τῆς Ὀρθοδοξίας ποὺ πυρπολήσανε τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, καὶ πήγανε στὰ παγόβουνα τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἀπιστίας, γιὰ νὰ φέρουνε σ᾿ ἐμᾶς, ποὺ μᾶς ἔθρεψε ἐπὶ αἰῶνες τὸ μάνα τῆς παράδοσης, τὴν ψύχρα τῆς πονηρῆς γνώσης. Αὐτοὶ μιλοῦν γιὰ Ὀρθοδοξία ἐν ὀνόματι τῶν ἁγίων Πατέρων Χάρνακ, Στράους, Ρενὰν καὶ τῶν σὺν αὐτοῖς ἁγιασάντων!!
Τόσο ἀφιονισθήκανε, λοιπόν, οἱ Ἕλληνες ἀπὸ τὸ ἀφιόνι τῆς Δύσης, ὥστε νὰ γίνουνται μαθητὲς κι ἀκροατὲς σὲ τέτοιους δασκάλους, ποὺ διαφημίζουνε πὼς τοὺς φέρνουνε μιὰ Εὐρωπαϊκὴ Ὀρθοδοξία, μαζὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ σπίτια, μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ προϊόντα καὶ μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ πλυντήρια;

Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Τὸ τραγούδι τοῦ τρυγητοῦ
Τὸ λέει ὁ πετροκότσυφας στὸ δροσερὸ τ᾿ αὐλάκι,
τὸ λὲν στὰ πλάια οἱ πέρδικες, στὴν ποταμιὰ τ᾿ ἀηδόνια,
τὸ λὲν στ᾿ ἀμπέλια οἱ λυγερές, τὸ λὲν μὲ χίλια γέλια,
τὸ λέει κ᾿ ἡ Γκόλφω ἡ ὄμορφη, τὸ λέει μὲ τὸ τραγούδι:
- Ἀμπέλι μου, πλατύφυλλο καὶ καλοκλαδεμένο,
δέσε σταφύλια κόκκινα, νὰ μπῶ νὰ σὲ τρυγήσω,
νὰ κάμω ἀθάνατο κρασί, μοσκοβολιὰ γιομάτο.
Μὲς στὰ κατώγια τὰ βαθιὰ σὰν μόσχο νὰ τὸ κρύψω,
νὰ τὸ φυλάξω ὀλάκαιρες χρονιές, ἀκέριους μῆνες,
ὥσπου νὰ ῾ρθεῖ μίαν ἄνοιξη, νἄρθει ἕνα καλοκαίρι,
νὰ γύρει ἀπὸ τὴ μακρινὴ τὴν ξενιτιὰ ὁ καλός μου.
Νὰ κατεβῶ μὲς στὴν αὐλή, νὰ πιάκω τ᾿ ἄλογό του,
νὰ τὸν φιλήσω ἀγκαλιαστὰ στὰ μάτια καὶ στὸ στόμα,
νὰ τὸν κεράσω, ἀμπέλι μου, τ᾿ ἀθάνατο κρασί σου,
τῆς ξενιτιᾶς τὰ βάσανα νὰ πᾶν, νὰ τὰ ξεχάσει.

Κώστας Κρυστάλλης

Τρίτη 29 Αυγούστου 2017


Πατρίδα
Πάλε ξυπνάει τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀγέρι
στὴν πλάση μυστικῆς ἀγάπης γλύκα,
σὰν νύφ᾿ ἡ γῆ, πὄχει ἄμετρα ἄνθη προίκα,
λάμπει ἐνῶ σβηέται τῆς αὐγῆς τ᾿ ἀστέρι.
Πεταλοῦδες πετοῦν ταίρι μὲ ταίρι,
ἐδῶ βουίζει μέλισσα, ἐκεῖ σφήκα·
τὴ φύση στὴν καλή της ὥρα ἐβρῆκα,
λαχταρίζει ἡ ζωὴ σ᾿ ὅλα τὰ μέρη.
Κάθε μοσχοβολιὰ καὶ κάθε χρῶμα,
κάθε πουλιοῦ κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στὰ φυλλοκάρδια μου κι ἐλπίδα
νὰ σοῦ ξαναφιλήσω τ᾿ ἅγιο χῶμα,
νὰ ξαναϊδῶ καὶ τὸ δικό σου Μάη,
ὄμορφή μου, καλή, γλυκειὰ πατρίδα.

Λορέντζος Μαβίλης

Δευτέρα 28 Αυγούστου 2017


Ὑπάρχει ἕνα μυστικὸ
Ὅταν βλέπουμε τοὺς συνανθρώπους μας νὰ μὴν ἀγαποῦν τὸν Θεό, στενοχωρούμαστε. Μὲ τὴ στενοχώρια δὲν κάνουμε ἀπολύτως τίποτε. Οὔτε καὶ μὲ τὶς ὑποδείξεις. Οὔτε αὐτὸ εἶναι σωστό. Ὑπάρχει ἕνα μυστικό˙ ἂν τὸ καταλάβουμε, θὰ βοηθήσουμε. Τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ προσευχή μας, ἡ ἀφοσίωσή μας στὸν Θεό, ὥστε νὰ ἐνεργήσει ἡ χάρις Του.
Ἐμεῖς, μὲ τὴν ἀγάπη μας, μὲ τὴ λαχτάρα μας στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, θὰ προσελκύσουμε τὴν χάρι, ὥστε νὰ περιλούσει τοὺς ἄλλους, ποὺ εἶναι πλησίον μας, νὰ τοὺς ξυπνήσει, νὰ τοὺς διεγείρει πρὸς τὸν θεῖο ἔρωτα. Ἤ, μάλλον, ὁ Θεὸς θὰ στείλει τὴν ἀγάπη Του νὰ τοὺς ξυπνήσει ὅλους. Ὅ,τι ἐμεῖς δὲν μποροῦμε, θὰ τὸ κάνει ἡ χάρις Του. Μὲ τὶς προσευχές μας θὰ κάνουμε ὅλους ἄξιους τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Νὰ γνωρίζετε καὶ τὸ ἄλλο. Οἱ ψυχὲς οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τους, αὐτὲς κερδίζουν πολὺ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἄξιοι καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε. Θυμηθεῖτε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τί λέει: «Οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις». Ὅταν τὸ θυμᾶστε αὐτό, θὰ αἰσθάνεσθε ὅτι αὐτοὶ εἶναι πιὸ ἄξιοι κι ἀπὸ σᾶς κι ἀπὸ μένα.
Τοὺς βλέπουμε ἀδύνατους, ἀλλὰ ὅταν «ἀνοίξουνε» στὸν Θεό, γίνονται πλέον ὅλο ἀγάπη κι ὅλο θεῖο ἔρωτα. Ἐνῶ εἴχανε συνηθίσει ἀλλιῶς, τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς τους τὴ δίνουν μετὰ ὅλη στὸν Χριστὸ καὶ γίνονται φωτιὰ ἀπὸ ἀγάπη Χριστοῦ. Ἔτσι λειτουργεῖ τὸ θαῦμα τοῦ Θεοῦ μέσα σὲ τέτοιες ψυχές, ποὺ λέμε «πεταμένες».

Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνουμε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ κι ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἢ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ νὰ μπαίνετε στὸ βάθος, στὴν ψυχή της. 
Ἴσως εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἑλκύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπὸ ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα. Σκεφτεῖτε αὐτὴ νὰ γνωρίσει τὸν Χριστό. Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴν στρέψει στὸν Χριστό. Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.
Εἶναι ἕνα εἶδος προβολῆς τοῦ ἑαυτοῦ μας νὰ ἐπιμένουμε νὰ γίνουν οἱ ἄλλοι καλοί. Στὴν πραγματικότητα, θέλουμε ἐμεῖς νὰ γίνουμε καλοὶ κι ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε, τὸ ἀπαιτοῦμε ἀπ΄ τοὺς ἄλλους κι ἐπιμένουμε σ΄ αὐτό. Κι ἐνῶ ὅλα διορθώνονται μὲ τὴν προσευχή, ἐμεῖς πολλὲς φορὲς στενοχωρούμεθα κι ἀγανακτοῦμε καὶ κατακρίνουμε.
Πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ τοὺς φόβους μας καὶ τὴν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, κάνουμε κακὸ στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τὸ παιδί της.
Ἡ μάνα μεταδίδει στὸ παιδὶ ὅλο τὸ ἄγχος της γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν ὑγεία του, γιὰ τὴν πρόοδό του, ἔστω κι ἂν δὲν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἂν δὲν ἐκδηλώνει αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ φυσικὴ ἀγάπη δηλαδή, μπορεῖ κάποτε νὰ βλάψει. Δὲν συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ ἀγάπη νὰ εἶναι μόνο ἐν Χριστῷ. Γιὰ νὰ ὠφελήσεις τοὺς ἄλλους, πρέπει νὰ ζεῖς μέσα στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλιῶς δὲν μπορεῖς νὰ ὠφελήσεις τὸν συνάνθρωπό σου.
Δὲν πρέπει νὰ βιάζεις τὸν ἄλλο. Θὰ ἔλθει ἡ ὥρα του, θὰ ἔλθει ἡ στιγμή, ἀρκεῖ νὰ προσεύχεσαι γι΄ αὐτόν. Μὲ τὴ σιωπή, τὴν ἀνοχὴ καὶ κυρίως μὲ τὴν προσευχὴ ὠφελοῦμε τὸν ἄλλον μυστικά. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καθαρίζει τὸν ὁρίζοντα τοῦ νοῦ του καὶ τὸν βεβαιώνει γιὰ τὴν ἀγάπη Του.
Ἐδῶ εἶναι τὸ λεπτὸ σημεῖο. Ἅμα δεχτεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, τότε ἕνα ἄπλετο φῶς θὰ ἔλθει πάνω του, ποὺ δὲν τὸ ἔχει δεῖ ποτέ. Θὰ βρεῖ ἔτσι τὴ σωτηρία.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Σάββατο 26 Αυγούστου 2017


Ὁ ἄγγελος στὸν Μεγάλο Κανόνα
Σ’ ἕνα δρόμο τῆς συνοικίας «Ράχη» στὴν Πορταριὰ ἔχει δοθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη. Ἦταν τόσο μεγάλη ἡ προσωπικότητα τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς Λογοτεχνίας, ὥστε ἀρκοῦσε αὐτὸ καὶ μόνο νὰ ἐξηγήσει τὴν ὀνοματοδοσία αὐτή. Ἡ ἀφορμὴ ὅμως στὸ νὰ δοθεῖ τὸ ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη σ’ αὐτὸ τὸ δρόμο ἤτανε ἡ παρακάτω:
Ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης εἶχε ἕναν ἀδελφό, τὸ Γιώργη, ποὺ εἶχε παντρευτεῖ στὴν Πορταριὰ καὶ σ’ αὐτὴ ἐγκαταστάθηκε. Διετέλεσε ἐπὶ πολλὰ χρόνια γραμματέας τῆς Κοινότητας Πορταριᾶς, τότε Δήμου Ὀρμινίου. Τὸ σπίτι ποὺ καθότανε ἦταν στὴν μικρὴ πλατεία, ὅπου ἡ θολωτὴ βρύση καὶ ὁ μεγάλος πλάτανος τῆς «Ράχης», ἀπέναντι ἀπὸ τὸ ἀρχοντικὸ τοῦ Τσοποτοῦ, τώρα ξενοδοχεῖο «Δεσποτικό». Ἔτσι ὁ ἐκφραστὴς τοῦ ταπεινοῦ, τοῦ αὐθεντικοῦ καὶ ἀδιάφθορου ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ κοσμοκαλόγερος Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, εἶχε ἐπισκεφθεῖ πολλὲς φορὲς τὴν Πορταριά, γιὰ νὰ δεῖ τὸν ἀδελφὸ καὶ τὰ ἀνήψια του.
Μὲ τὴν εὐκαιρία αὐτὴ ἀξίζει νὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα ἀνέκδοτο γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη, ποὺ ὁ παππούς μου ὁ παπα- Ἀντώνης, παπὰς στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων Πορταριᾶς, ἀπὸ τὸ 1890 ἕως τὸ 1942, μᾶς εἶχε διηγηθεῖ.
Ποιά χρονιὰ ἀκριβῶς συνέβη, δὲν τὸ ξέρω. Τὸ παραθέτω ὅπως μᾶς τὸ διηγήθηκε ὁ παππούς μου.
Ἤτανε Μεγάλη Σαρακοστή, ἡμέρα Τετάρτη, ποὺ διαβάζεται στὴν Ἐκκλησία, στὸν Ἑσπερινό, ὁ Μεγάλος Κανόνας τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης. Βγῆκε στὴν Ὡραία Πύλη ὁ παππούς μου μὲ τὸ βιβλίο στὸ χέρι, ποὺ περιεῖχε τὸ Μεγάλο Κανόνα, καὶ μὲ τὸ φῶς τῆς λαμπάδας ἄρχισε νὰ διαβάζει τὰ τροπάρια. Ψάλτη δὲν εἶχε καὶ τὰ τροπάρια ἔπρεπε νὰ τὰ διαβάσει μόνος του. Καὶ ἤτανε πάρα πολλά.
Διάβασε τὸ πρῶτο καὶ πῆρε μία βαθειὰ ἀνάσα, ἕτοιμος ν’ ἀρχίσει τὸ δεύτερο, ὅταν κάποιος ποὺ στεκότανε ὄρθιος ἀπὸ τὸ δεξιὸ μέρος, μπροστὰ στὴν κολόνα τῆς ἐκκλησίας, ἄρχισε νὰ ψάλλει τὸ δεύτερο τροπάριο. Ὁ παππούς μου ξαφνιάστηκε λίγο καὶ προχώρησε στὸ τρίτο. Ὁ ἄγνωστος ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους τὸ τέταρτο. Ὁ παππούς μου, μὲ ἀγωνία ποὺ αὐξανόταν, διάβασε τὴν πέμπτη στροφὴ καὶ ὁ ἄγνωστος ἀπήγγειλε ἀπὸ στήθους τὴν ἕκτη, καὶ οὕτω καθεξῆς, μέχρι τὸ τέλος τοῦ μακροῦ Μεγάλου Κανόνα. Ὁ παππούς μου διαβάζοντας ἀπὸ τὸ βιβλίο καὶ ὁ ἄγνωστος ἀπ’ ἔξω, χωρὶς βιβλίο.
Κρύος ἱδρώτας περιέλουσε τὸν παππού μου. Αὐτὸς μετὰ δυσκολίας, κάτω ἀπὸ τὸ ἰσχνὸ φῶς τῆς λαμπάδας, κατόρθωνε νὰ ἀναγνώσει τὰ τροπάρια, ἐνῶ ὁ ἄγνωστος δὲν ἐκόμπιαζε καθόλου καὶ τὰ ἀπήγγελλε μεστὰ περιεχομένου. Ὁ φόβος τοῦ ἔβαλε τὴν ἰδέα ὅτι ὁ ξένος ἦταν ἄγγελος Κυρίου, σταλμένος ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ ἐλέγξει ἂν ἐπιτελεῖ σωστὰ τὸ ἔργο του. Καὶ πρόσθετε ὁ παππούς μου: «Ἤμουν καὶ νέος παπάς…».
Τελείωσε ὁ Μεγάλος Κανόνας, μπῆκε ὁ παππούς μου μέσα στὸ Ἱερὸ νὰ βγάλει τὸ πετραχήλι καί, ἕως ὅτου βγεῖ ἔξω, ὁ ἄγνωστος εἶχε ἐξαφανιστεῖ. Πράγμα ποὺ ἐμπέδωσε, στὴν ἀρχή, τὴν ὑποψία τοῦ ἁγνοῦ ἱερέα γιὰ τὴν ἐξ οὐρανῶν προέλευση τοῦ ἀγνώστου. Τὸ μόνο πού, μέσα στὴν ταραχή του, μπόρεσε νὰ κρατήσει ἤτανε τὸ φτωχικὸ ντύσιμο τοῦ ἀπόκοσμου ξένου.
Ρώτησε καὶ ἔμαθε στὴ συνέχεια ὅτι αὐτὸς ὁ ἄγνωστος, ποὺ τόσο συντάραξε τὸν παππού μου μὲ τὶς γνώσεις καὶ τὸ παρουσιαστικό του, ἦταν ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γιώργη, τοῦ γραμματέα τῆς Κοινότητας. Πῆγε τὴν ἄλλη μέρα στὸ σπίτι τοῦ ἀδελφοῦ του γιὰ νὰ τὸν γνωρίσει καὶ εἶχε νὰ τὸ λέει γιὰ τὴν ἁπλότητά του, τὴν ταπεινοφροσύνη του καὶ τὴ σοφία του.
Νὰ λοιπὸν ποὺ τὸ χωριὸ συνδέεται μὲ δεσμοὺς αἵματος μὲ τὸν μεγάλο Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ πολὺ σωστὰ δόθηκε τὸ ὄνομά του σὲ ἕνα δρόμο τῆς συνοικίας ποὺ ἔμενε ὁ ἀδελφός του Γιώργης.
Γιῶργος Δ. Τσιμπανούλης, Δικηγόρος
Φύλλο ἀρ. 4 τῆς ἔκδοσης ΠΟΡΤΑΡΙΑ, Ἰανουάριος 1999

 

Παρασκευή 25 Αυγούστου 2017


Ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες

Εἴμαστε πιὰ στὸν Ἀπρίλη τοῦ 1941. Ἡ ἄνοιξη ἀγνοοῦσε τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶχε φτάσει στὴν Ἀθήνα μὲ ὅλο τὸ φῶς της, μὲ τὰ δυνατά της χρώματα, μὲ τὸ ἐλαφρὸ ἀεράκι της, μὲ ὅλη τὴν ἐγκαρδιότητά της.
Ἔλαμπε ὁ κεντρικὸς ἀθηναϊκὸς δρόμος. Μόνο ποὺ ἐνῶ ἐβούιζε ἀπὸ κίνηση, ἔμοιαζε σὰν ἄδειος. Ἔλειπε ἡ μισή, γιὰ νὰ μὴν πῶ ἡ καλύτερη, Ἑλλάδα: ἔλειπε ἡ ἑλληνικὴ νεότητα. Μὰ νὰ ποὺ ὁ δρόμος γέμισε πάλι, καὶ ἡ μισὴ Ἑλλάδα ἔγινε πάλι ὁλόκληρη. Μέσα σὲ μιὰ στιγμή, μέσα σὲ μιὰν ἁπλὴ κίνηση, μέσα σὲ μιὰ αὐθόρμητη συνεργασία. Στὸ ἀντικρινὸ πεζοδρόμιο κατέβαινε ἕνας τραυματίας. Ἡ στολή του τσαλακωμένη, τὸ μελαχροινὸ πρόσωπό του σκοτεινὸ ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἀγωνία, ἀλλὰ τὸ πανὶ ποὺ κράταγε τὸ πονεμένο καὶ βαρὺ ἀπὸ δόξα δεξί του χέρι καθαρὸ καὶ κατάλευκο. Τὸ βῆμα του, σταθερὸ κι αἰσιόδοξο, μπερδεύτηκε μιὰ στιγμή. Ἔσκυψε, εἶδε καὶ τραβήχτηκε στὴν ἄκρη τοῦ πεζοδρομίου. Εἶχαν λυθεῖ τὰ κορδόνια τῆς μίας ἀρβύλας του. Πλησίασε σ’ ἕνα πεζούλι, ἔβαλε τὸ πόδι του ἀπάνω κι ἔσκυψε. Τότε ὅμως ἄρχισε μία προσπάθεια ποὺ παραμέρισε καὶ τὴν ἄνοιξη καὶ κάθε ψευδαίσθηση. Γιὰ νὰ δεθοῦν τὰ λυμένα του κορδόνια χρειάζονται δύο χέρια γερά. Προπάντων τὸ δεξί, μὲ τὰ ἐπιτήδεια δάχτυλά του. Μὰ αὐτὸ ἴσα-ἴσα τὸ χέρι κρεμόταν βαρὺ καὶ τιμημένο. Καὶ ἡ προσπάθεια ἔπρεπε νὰ γίνει μ’ ἕνα χέρι καὶ μάλιστα μὲ τ’ ἀριστερό. Ἄρχισε, λοιπόν, ἀλλὰ δὲν κράτησε πολύ.
Τὴν εἶδαν πολλοί, μὰ πιὸ κοντὰ της ἔτυχε ἕνας ψηλὸς γέροντας, μὲ πρόσωπο πλαισιωμένο ἀπὸ μικρὴ ἄσπρη γενειάδα, ὁλόισιος σὰν λαμπάδα κι ἀξιοπρεπὴς σὰν ἑλληνικὴ ὑπερηφάνεια, καλοντυμένος μὰ κι αὐστηρὸς στὴν ἐμφάνιση. Ἕνας γνωστὸς ἄρχοντας, παλιὸ ἀθηναϊκὸ σπίτι, μὲ πλούτη καὶ μὲ ὄνομα μεγάλο. Κι ὁ ψηλὸς γέροντας δὲν εἶδε μόνο πρῶτος, μὰ καὶ πρόφτασε νὰ τρέξη πρῶτος κοντὰ στὴν προσπάθεια ποὺ γινόταν ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἀρβύλα μὲ τὰ λυμένα κορδόνια. Μ’ ἕνα γρήγορο βῆμα, βρέθηκε πλάι στὸν σκυμμένο τραυματία, ἔβγαλε τὰ κίτρινα γάντια του, ἔσκυψε κι αὐτός, σχεδὸν γονάτισε, κι ἔκαμε ὅ,τι δὲν μποροῦσε νὰ κάμη τὸ πονεμένο χέρι.
Ὅταν ὁ γέροντας τελείωσε τὴ μικρὴ ἐξυπηρέτηση καὶ ὕψωσε τὸ ἀνάστημά του, ὁ νέος πολεμιστὴς τὸν κοίταξε στὰ μάτια καὶ δὲν ἤξερε τί νὰ τοῦ πῆ, πῶς νὰ τὸν εὐχαριστήση. Δὲν βρῆκε τὰ λόγια ποὺ ἤθελε, ὅπως δὲν τά ΄βρισκε κανένας ἐκείνη τὴ στιγμή, κι ἔκανε κάτι πιὸ εὔγλωττο: πῆρε τὸ δεξὶ χέρι τοῦ γέροντα, ἔσκυψε καὶ τὸ φίλησε.
Εἶχαν σταθεῖ καὶ μερικοὶ ἄλλοι μαζὶ μ’ ἐμένα κι ἔμεναν σαστισμένοι. Ἔβλεπαν καὶ δὲν πίστευαν. Ἔβλεπαν κι ἔνιωθαν νὰ δυναμώνη, νὰ κυριαρχῆ μέσα τους ὁ νέος ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε σὲ ὅλες τὶς ἑλληνικὲς συνειδήσεις τοὺς μῆνες ἐκείνους. Ὅλη ἡ Ἑλλάδα σὲ μιὰν ἁπλὴ σκηνή! Ἐκεῖ κι ὁ μεγάλος πατριωτισμός, ἐκεῖ κι ὁ βαθὺς σεβασμός, ἐκεῖ καὶ ἡ σιδερένια κοινωνικὴ ἀλληλεγγύη.
Ἔτσι ἐζήσαμε τὴ μεγάλη ἐκείνη ἐποχή, τὸ κρίσιμο ἐκεῖνο ὁρόσημο τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου: Ὅλοι μαζὶ οἱ Ἕλληνες. Ὁ ἕνας κοντά, πολὺ κοντὰ στὸν ἄλλο, τὸ ἕνα χέρι στ’ ἄλλο χέρι κι ἡ μία καρδιὰ πλάι στὴν ἄλλη καρδιά.
Πέτρος Χάρης

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017


Κι’ ὅμως, τὸ Πάσχα ἦταν ἐκεῖ
Μόνον ὅταν εἶναι κανεὶς φυλακισμένος γιὰ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις σ’ ἕνα Σοβιετικὸ στρατόπεδο μπορεῖ πράγματι νὰ καταλάβει τὸ μυστήριο τῆς πτώσης τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, τὸ μυστικὸ νόημα τῆς ἀπολύτρωσης ὅλης τῆς δημιουργίας καὶ τὴ μεγάλη νίκη τοῦ Χριστοῦ πάνω στὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ.
Μόνον ὅταν ὑποφέρουμε γιὰ τὰ ἰδανικὰ τοῦ Εὐαγγελίου μποροῦμε νὰ συνειδητοποιήσουμε τὴν ἁμαρτωλή μας ἀδυναμία καὶ τὴν ἀναξιότητά μας σὲ σύγκριση μὲ τοὺς μεγάλους μάρτυρες τῆς πρώτης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Μόνο τότε μποροῦμε νὰ συλλάβουμε τὴν ἀπόλυτη ἀναγκαιότητα τῆς βαθειᾶς ὑποταγῆς καὶ ταπείνωσης, χωρὶς τὰ ὁποῖα δὲν μποροῦμε νὰ σωθοῦμε· μόνο τότε μποροῦμε ν’ ἀρχίσουμε νὰ διακρίνουμε τὴν περαστικὴ εἰκόνα τοῦ ὁρατοῦ καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Ἀοράτου.
Τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, ὅλοι ἐμεῖς ποὺ εἴχαμε φυλακιστεῖ γιὰ τὶς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις, ἑνωθήκαμε μέσα στὴ μόνη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὅλοι συνεπαρθήκαμε ἀπὸ ἕνα συναίσθημα, ἀπὸ ἕνα πνευματικὸ θρίαμβο, δοξάζοντας τὸν ἕνα αἰώνιο Θεό. Δὲν ὑπῆρχε πανηγυρικὴ Πασχαλινὴ λειτουργία μὲ τὰ χτυπήματα τῆς καμπάνας, δὲν ὑπῆρχε δυνατότητα στὸ στρατόπεδό μας νὰ συγκεντρωθοῦμε γιὰ τὴ λατρεία, νὰ ντυθοῦμε διαφορετικὰ γιὰ τὴ γιορτή, νὰ ἑτοιμάσουμε τὰ Πασχαλινὰ φαγητά.
Ἀντίθετα ὑπῆρχε ἀκόμη πιὸ πολλὴ δουλειὰ καὶ περισσότερη παρέμβαση ἀπὸ τὴ συνηθισμένη. Ὅλοι οἱ φυλακισμένοι ἐδῶ γιὰ θρησκευτικὲς πεποιθήσεις, ὁποιουδήποτε δόγματος, ἦταν περικυκλωμένοι ἀπὸ περισσότερη κατασκοπεία, ἀπὸ περισσότερες ἀπειλὲς τῆς μυστικῆς ἀστυνομίας.
Κι’ ὅμως, τὸ Πάσχα ἦταν ἐκεῖ: μεγάλο, ἅγιο, πνευματικό, ἀξέχαστο. Ἦταν εὐλογημένο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ ἀναστημένου μας Χριστοῦ ἀνάμεσά μας – εὐλογημένο ἀπὸ τὰ ἥσυχα ἄστρα τῆς Σιβηρίας καὶ ἀπὸ τὶς θλίψεις μας. Πῶς χτυποῦσαν χαρούμενα οἱ καρδιὲς μας συμμετέχοντας στὴ μεγάλη Ἀνάσταση! Ὁ θάνατος νικήθηκε· δὲν ὑπάρχει πιὰ φόβος· μᾶς δόθηκε ἕνα αἰώνιο Πάσχα!
 Γεμᾶτοι ἀπαὐτὸ τὸ θαυμάσιο Πάσχα, σᾶς στέλνουμε ἀπὸ τὸ στρατόπεδο-φυλακή μας τὸ νικηφόρο καὶ χαρούμενο νέο: Χριστὸς ἀνέστη!
(Γράμμα ἀπὸ ἕνα Σοβιετικὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως)

Τετάρτη 23 Αυγούστου 2017


Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεὸ

Αὐτὰ παραγγέλνει ὁ Θεὸς στοὺς ἀνθρώπους: «κανεὶς ἀπὸ σᾶς ἂς μὴ διατηρεῖ στὴν καρδιά του κακία γιὰ τὸν ἀδελφό του» καὶ «κανεὶς ἂς μὴν συλλογίζεται τὴν κακία τοῦ ἄλλου». 
Δὲν λέει μόνο, συγχώρεσε τὸ κακὸ τοῦ ἄλλου, ἀλλὰ μὴν τὸ ἔχεις οὔτε στὴν σκέψη σου, μὴν τὸ συλλογίζεσαι, ἄφησε ὅλη τὴν ὀργή, ἐξαφάνισε τὴν πληγή.
Νομίζεις, βεβαίως, ὅτι μὲ τὴν ἐκδικητικότητα τιμωρεῖς ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἔβλαψε. Γιατὶ ἐσὺ ὁ ἴδιος σὰν ἄλλο δήμιο ἐγκατέστησες μέσα σου τὸν θυμὸ καὶ καταξεσκίζεις τὰ ἴδια σου τὰ σπλάχνα.
Ἔχεις ἀδικηθεῖ πολὺ καὶ στερήθηκες πολλὰ ἐξαιτίας κάποιου, κακολογήθηκες καὶ ζημιώθηκες σὲ πολὺ σοβαρὰ θέματά σου καὶ γι᾿ αὐτὸ θέλεις νὰ δεῖς νὰ τιμωρεῖται ὁ ἀδελφός σου; Καὶ ἐδῶ πάλι εἶναι χρήσιμο νὰ τὸν συγχωρήσεις.
Γιατὶ, ἐὰν θελήσεις ἐσὺ ὁ ἴδιος νὰ ἐκδικηθεῖς καὶ νὰ ἐπιτεθεῖς ἐναντίον του, εἴτε μὲ τὰ λόγια σου εἴτε μὲ κάποια ἐνέργειά σου ἢ μὲ τὴν κατάρα σου, ὁ Θεὸς ὄχι μόνο δὲν θὰ ἐπέμβει κατ᾿ αὐτοῦ -ἐφόσον ἐσὺ ἀνέλαβες τὴν τιμωρία του- ἀλλὰ ἐπιπλέον θὰ σὲ τιμωρήσει ὡς θεομάχο.
Ἄφησε τὰ πράγματα στὸν Θεό. Αὐτὸς θὰ τὰ τακτοποιήσει πολὺ καλύτερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἐσὺ θέλεις. Σὲ σένα ἔδωσε μόνο τὴν ἐντολὴ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ σὲ λύπησε.

Ἐμάλωσες μὲ κάποιον καὶ κρατᾶς μέσα σου κακία; Μὴν προσέλθεις στὴ Θεία Κοινωνία! Θέλεις νὰ προσέλθεις; Συμφιλιώσου πρῶτα καὶ τότε νὰ ἔλθεις νὰ ἐγγίσεις τὰ Ἄχραντα Μυστήρια! Αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἐγώ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. 
Αὐτός, γιὰ νὰ σὲ συμφιλιώσει μὲ τὸν Πατέρα, δὲν ἀρνήθηκε οὔτε νὰ σφαγιασθεῖ οὔτε τὸ αἷμα Του νὰ χύσει. Καὶ σύ, γιὰ νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν συνάνθρωπό σου, οὔτε μία λέξη δὲν καταδέχεσαι νὰ βγάλεις ἀπὸ τὸ στόμα σου; Καὶ διστάζεις νὰ τρέξεις πρῶτος; Ἄκουσε τί λέει γιὰ ὅσους κρατοῦν τὴν στάση αὐτή: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου, πήγαινε πρῶτα νὰ συμφιλιωθεῖς μὲ τὸν ἀδελφό σου».
Ἂν ἔβλεπες ἕνα μέλος τοῦ σώματός σου ἀποκομμένο, δὲν θὰ ἔκανες τὰ πάντα γιὰ νὰ τὸ ἑνώσεις μὲ τὸ σῶμα σου; Αὐτὸ κάνε καὶ γιὰ τοὺς ἀδελφούς σου. Ὅταν τοὺς δεῖς νὰ ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπὸ τὴν ἀγάπη σου, τρέξε γρήγορα καὶ περιμάζεψέ τους· μὴν περιμένεις ἐκείνους νὰ ἔλθουν, σπεῦσε ἐσὺ πρῶτος, γιὰ νὰ λάβεις τὰ βραβεῖα! Ἕνα μόνο ἐχθρὸ διαταχθήκαμε νὰ ἔχουμε, τὸν διάβολο. Μὲ αὐτὸν νὰ μὴν συμφιλιωθεῖς ποτέ· πρὸς τὸν ἀδελφό σου ὅμως ποτὲ νὰ μὴν ἔχεις βαριὰ καρδιά.
Κι ἂν ἀκόμη συμβεῖ κάποια μικροψυχία, ἂς εἶναι παροδική, ἂς μὴν ὑπερβαίνει τὸ διάστημα τῆς ἡμέρας. «Ἡ δύση τοῦ ἡλίου νὰ μὴ σᾶς προφθάνει ὀργισμένους», λέει ὁ Ἀπόστολος.
«Ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Βλέπεις; Ὁ Θεὸς ἐσένα τὸν ἴδιο ἔκανε κριτὴ τῆς συγχωρήσεως τῶν ἁμαρτημάτων σου. Ἂν συγχωρήσεις λίγα, λίγα θὰ σοῦ συγχωρεθοῦν. Ἂν συγχωρήσεις πολλά, θὰ σοῦ συγχωρηθοῦν πολλά.
Ἂν τὰ συγχωρήσεις μὲ εἰλικρίνεια καὶ μὲ ὅλη σου τὴν καρδιά, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο θὰ συγχωρήσει καὶ τὰ δικά σου ὁ Θεός. Ἂν μετὰ τὴν συγχώρηση, κάνεις φίλο σου τὸν ἐχθρό σου, ἔτσι θὰ διάκειται καὶ ὁ Θεὸς ἀπέναντί σου.
Ποιᾶς λοιπὸν τιμωρίας δὲν εἶναι ἄξιος ἐκεῖνος ποὺ ἐνῷ πρόκειται νὰ κερδίσει δέκα χιλιάδες τάλαντα, ἐὰν χάσει ἑκατὸ μόνο δηνάρια, οὔτε καὶ τὰ λίγα δὲν συγχωρεῖ, ἀλλὰ στρέφει ἐναντίον του τὰ ἴδια τὰ λόγια τῆς προσευχῆς;
Γιατί, ὅταν λὲς στὸν Θεὸ «συγχώρεσέ μας, ὅπως καὶ ἐμεῖς συγχωροῦμε τοὺς ἐχθρούς μας» καὶ κατόπιν ἐσὺ δὲν συγχωρεῖς, γιὰ τίποτε ἄλλο δὲν παρακαλεῖς τὸν Θεό, παρὰ νὰ σὲ στερήσει ἀπὸ κάθε ἀπολογία καὶ συγγνώμη…
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Τρίτη 22 Αυγούστου 2017


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος

Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ, καλημέρα,
Ἄργησα νὰ σοῦ γράψω. Ἀπουσίαζα. Σοῦ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τὰ φωτοτύπησα ἀπὸ τὸν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια της ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος. Ζοῦσε ἅγια. Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἔνιωθα. Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο ἤρεμο. Ἁπλὸς σ’ ὅλα του. Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ φοροῦσα στολὲς πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοῦ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου, ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη –ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα.
Ντράπηκα. Παπὰς ἐγώ. Δεσπότης αὐτός.
Τοῦ λέω, «Γέροντα, δὲν πάει ἄλλο. Θὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου».
Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι», μοῦ λέει, «ἐσὺ εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἔχεις παιδιὰ» καὶ ἄλλα τέτοια. Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάω, τί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια», τοῦ λέω. «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε κάποτε μὲ τοὺς δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος:
Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ εἶχε ἔλθει στὴ Μητρόπολη. Δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στὸ Βόιο. Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του - αὐτὸς ποὺ μοῦ τὰ διηγεῖται - καὶ τοῦ λέει: «Παπούλη, ποῦ πᾶς;» Λέει αὐτὸς: «Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης: «Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις;» Λέει: «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα ὁ Δεσπότης. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι. Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα.

Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος: «Ποιός εἶναι;»
«Ὁ Δεσπότης», τοῦ λένε.
Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικά, Στέλιο, πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου…
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, «Ἕνας Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος».
Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου. Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης Μπετσάκος
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
*****
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος γεννήθηκε τὸ 1920 στὸ Ἄργος Ἀργολίδος. Ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων.
Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-1974 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη στὶς 3.12.1967, πρεσβύτερος δὲ στὶς 4.12.1967. Τὴν 23η Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης.
Ἐξέδωσε ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Δημοσίευσε βιβλιοκρισίες καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ σὲ διάφορα περιοδικά.
Ὁ «πιὸ ταπεινὸς δεσπότης τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν πολλοί, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17.12.2005 στὸ «Μποδοσάκειο» Νοσοκομεῖο Πτολεμαΐδας, σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ τρίμηνη μάχη μὲ τὸν καρκίνο.

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017


Πάντοτε ἐνεργοῦν μυστικὰ στὴν ψυχὴ

Ὅσα σᾶς συμβαίνουν στό διάστημα τῆς προετοιμασίας σας γιά τή θεία Κοινωνία, φόβος, ταραχή κλπ, προέρχονται καθώς φαίνεται ἀπό τόν ἐχθρό. Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι αὐτός σᾶς τριγυρίζει.... Ἡ Ἐξομολόγηση καί ἡ θεία Κοινωνία τόν καῖνε καί τόν διώχνουν μακριά. Γιά νά σᾶς ἐμποδίσει λοιπόν ἀπ’ αὐτά, σᾶς προξενεῖ τόσους πειρασμούς. Ἀγωνισθεῖτε νά κρατήσετε τή μνήμη τοῦ Θεοῦ καί τή μνήμη τοῦ θανάτου. Αὐτές οἱ δυό μνῆμες, ὄχι μόνο ὅταν ἑτοιμάζεστε γιά τή θεία Μετάληψη, ἀλλά πάντοτε, ἐξουδετερώνουν τά τεχνάσματα τοῦ πονηροῦ.
Ξέρετε καί αἰσθάνεσθε πόσο ψυχοσωτήρια εἶναι τὰ πανάχραντα Μυστήρια. Νά κοινωνεῖτε λοιπόν συχνά.
Γιά νά προσερχόμαστε ἄξια στή θεία Κοινωνία, πρέπει πρῶτα-πρῶτα νά καθαριζόμαστε ἀπό τ’ ἁμαρτήματά μας μέ τήν Ἐξομολόγηση. Ὕστερα, ὅταν πλησιάζουμε στό ἅγιο Ποτήριο, νά ἔχουμε πίστη, φόβο Θεοῦ καί συντετριμμένη καρδιά· νά μή νιώθουμε ὑπεροχή ἀπέναντι στούς ἄλλους, πού δέν κοινωνοῦν, ἀλλά νά εἴμαστε πλημμυρισμένοι ἀπό αἰσθήματα αὐτοκατακρίσεως.
Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως, πρέπει νά ὑπάρχουν ἀκατάπαυστα μέσα μας ἡ ἐπιθυμία καί ὁ ζῆλος τῆς εὐαρεστήσεως τοῦ Θεοῦ, ὄχι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Γιατί εἶναι δυνατόν, ἀκόμα κι ὅταν κάνουμε τό καλό, νά ἱκανοποιοῦμε τόν ἑαυτό μας.
Λυπᾶστε, γιατί ἡ καλή πνευματική κατάσταση, πού ἀποκτήσατε μέ τήν Ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία, πολύ γρήγορα χάθηκε. Ἡ ἀπώλεια αὐτή εἶναι πολύ θλιβερή, καθώς μάλιστα θά μπορούσατε νά τὴν εἴχατε ἀποφύγει.
Πῶς; Μήν προσφέροντας τόν ἑαυτό σας θυσία στίς ἐξωτερικές ἐντυπώσεις, παραστάσεις καί εἰκόνες, πού δέχονται καί μεταβιβάζουν στήν ψυχή οἱ αἰσθήσεις. Αὐτές εἶναι πού ἀποσποῦν τόν νοῦ καί τήν καρδιά καί τόν κάνουν νά περιπλανιέται ἐδῶ κι ἐκεῖ, χάνοντας τή νήψη καί τήν κατάνυξη, χάνοντας τήν κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Ἔχουμε δυό λογιῶν γεύσεις, τήν πνευματική καί τή σωματική. Ἡ μία ἐναντιώνεται στήν ἄλλη, ἡ μία ἀποδιώχνει τήν ἄλλη. Ἄν γευθεῖ κανείς τά πνευματικά ἀγαθά, περιφρονεῖ τά ἄλλα. Ἄν πάλι, γευθεῖ πράγματα τοῦ κόσμου, τά πνευματικά χάνονται.
Καταλαβαίνετε τώρα τί πρέπει νά κάνετε, γιά νά διατηρήσετε ἐνεργή τήν πνευματική σας γεύση καί ν’ ἀπολαμβάνετε ἔτσι τά οὐράνια ἀγαθά, πού σᾶς προσφέρει ὁ Κύριος μέ τή μετάληψη τοῦ τιμίου Σώματος καί τοῦ παναχράντου Αἵματός Του.
Δόξα τῷ Θεῷ, πού κοινωνήσατε! Τό ὅτι δέν αἰσθανθήκατε τήν εὐεργετική ἐνέργεια τοῦ Μυστηρίου, ὀφείλεται μᾶλλον στήν ἀδιαθεσία σας καί ἐξαιτίας αὐτῆς, στήν ἀδυναμία σας ν’ ἀσκήσετε πνευματική βία στόν ἑαυτό σας.
Τά θεῖα Μυστήρια, ὅμως, πάντοτε ἐνεργοῦν μυστικά στήν ψυχή, ἁγιάζοντάς την, ὅπως φυσικά ἔγινε τώρα σ’ ἐσᾶς, ἔστω κι ἄν ἡ ἐνέργειά τους δέν γίνεται αἰσθητή.
Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Κυριακή 20 Αυγούστου 2017


Ἂν διορθώσης τὸν ἑαυτό σου

Ἐὰν θέλης νὰ βοηθήσης τὴν Ἐκκλησία, εἶναι καλύτερα νὰ κοιτάξης νὰ διορθώσης τὸν ἑαυτό σου, παρὰ νὰ κοιτᾶς νὰ διoρθώσης τοὺς ἄλλους.
Ἂν διορθώσης τὸν ἑαυτό σου, ἀµέσως διορθώνεται ἕνα κοµµατάκι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐὰν φυσικὰ αὐτὸ τὸ ἔκαναν ὅλοι, ἡ Ἐκκλησία θὰ ἦταν διορθωµένη.
Ἀλλὰ σήµερα οἱ ἄνθρωποι ἀσχολοῦνται µὲ ὅλα τὰ ἄλλα θέµατα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Γιατὶ τὸ νὰ ἀσχολῆσαι µὲ τὸν ἑαυτό σου ἔχει κόπο, ἐνῶ τὸ νὰ ἀσχολῆσαι µἐ τοὺς ἄλλους εἶναι εὔκολο.
Ἐὰν ἀσχοληθοῦµε µὲ τὴν διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ µας καὶ στραφοῦµε πιὸ πολὺ στὴν «ἐσωτερικὴ» δράση παρὰ στὴν ἐξωτερική, δίνοντας τὰ πρωτεῖα στὴν θεία βοήθεια, θὰ βοηθήσουµε τοὺς ἄλλους περισσότερο καὶ θετικώτερα.
Ἐπιπλέον θὰ ἔχουµε καὶ τὴν ἐσωτερική µας γαλήνη, ἡ ὁποία θὰ βοηθάη ἀθόρυβα τὶς ψυχὲς ποὺ θὰ συναντᾶµε, γιατὶ ἡ ἐσωτερικὴ πνευµατικὴ κατάσταση προδίδει τὴν ἀρετὴ τῆς ψυχῆς καὶ ἀλλοιώνει ψυχές.
Ὅταν ἐπιδίδεται κανεὶς στὴν ἐξωτερικὴ δράση, πρὶν φθάση στὴν λαµπικαρισµένη ἐσωτερικὴ πνευµατικὴ κατάσταση, µπορεῖ νὰ κάνη κάποιον πνευµατικὸ ἀγώνα, ἀλλὰ ἔχει στενοχώρια, ἄγχος, ἔλλειψη ἐµπιστοσύνης στὸν Θεό, καὶ συχνὰ χάνει τὴν ἠρεµία του.
Ἐὰν δὲν κάνη καλὸ τὸν ἑαυτό του, δέν µπορεῖ νὰ πῆ ὅτι τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ εἶναι καθαρό.
Ὅταν ἐλευθερωθῆ ἀπὸ τὸν παλαιό του ἄνθρωπο καὶ ἀπὸ καθετὶ κοσµικό, ἔχει πλέον τὴν θεία Χάρη, ὁπότε καὶ ὁ ἴδιος ἀναπαύεται, ἀλλὰ καὶ κάθε εἴδους ἄνθρωπο ἀναπαύει.
Ἂν ὅµως δὲν ἔχη Χάρη Θεοῦ, δέν µπορεῖ οὔτε στὸν ἑαυτό του νὰ ἐπιβληθῆ οὔτε τοὺς ἄλλους νὰ βοηθήση, γιὰ νὰ φέρη θεῖο ἀποτέλεσµα.
Πρέπει νὰ βουτηχθῆ στὴν Χάρη καὶ ὕστερα νὰ χρησιµοποιηθοῦν οἱ ἁγιασµένες πλέον δυνάµεις του γιὰ τὴν σωτηρία τῶν ἄλλων.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017


Πῶς ἔγραψα τὸ «Ἄξιον Ἐστὶ»

Ὅσο κι ἂν μπορεῖ νὰ φανεῖ παράξενο, τὴν ἀρχικὴ ἀφορμὴ νὰ γράψω τὸ ποίημα μοῦ τὴν ἔδωσε ἡ διαμονή μου στὴν Εὐρώπη τὰ χρόνια τοῦ '48 μὲ '51. Ἦταν τὰ φοβερὰ χρόνια ὅπου ὅλα τὰ δεινὰ μαζί - πόλεμος, κατοχή, κίνημα, ἐμφύλιος - δὲν εἴχανε ἀφήσει πέτρα πάνω στὴν πέτρα.
Θυμᾶμαι, τὴν μέρα ποὺ κατέβαινα νὰ μπῶ στὸ ἀεροπλάνο, ἕνα τσοῦρμο παιδιὰ ποὺ παίζανε σὲ ἕνα ἀνοιχτὸ οἰκόπεδο. Τὸ αὐτοκίνητό μας ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει γιὰ μία στιγμὴ καὶ βάλθηκα νὰ τὰ παρατηρῶ.
Ἤτανε κυριολεκτικὰ μὲς τὰ κουρέλια. Χλωμά, βρώμικα, σκελετωμένα, μὲ γόνατα παραμορφωμένα, μὲ ρουφηγμένα πρόσωπα. Τριγυρίζανε μέσα στὶς τσουκνίδες τοῦ οἰκοπέδου ἀνάμεσα σὲ τρύπιες λεκάνες καὶ σωροὺς σκουπιδιῶν.
Αὐτὴ ἦταν ἡ τελευταία εἰκόνα ποὺ ἔπαιρνα ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Καὶ αὐτή, σκεπτόμουνα, ἦταν ἡ μοίρα τοῦ Γένους ποὺ ἀκολούθησε τὸ δρόμο τῆς Ἀρετῆς καὶ πάλαιψε αἰῶνες γιὰ νὰ ὑπάρξει.
Πρὶν περάσουν 24 ὧρες περιδιάβαζα στὸ Οὐσὶ τῆς Λωζάννης, στὸ μικρὸ δάσος πλάι στὴ λίμνη. Καὶ ξαφνικὰ ἄκουσα καλπασμοὺς καὶ χαρούμενες φωνές.
Ἦταν τὰ Ἐλβετόπαιδα ποὺ ἔβγαιναν νὰ κάνουν τὴν καθημερινή τους ἱππασία. Αὐτὰ ποὺ ἀπὸ πέντε γενεὲς καὶ πλέον δὲν ἤξεραν τί θὰ πεῖ ἀγώνας, πείνα, θυσία.

Ροδοκόκκινα, γελαστά, ντυμένα σὰν πριγκηπόπουλα, μὲ συνοδοὺς ποὺ φοροῦσαν στολὲς μὲ χρυσὰ κουμπιά, περάσανε ἀπὸ μπροστά μου καὶ μ' ἄφησαν σὲ μία κατάσταση ποὺ ξεπερνοῦσε τὴν ἀγανάκτηση.
Ἤτανε δέος μπροστὰ στὴν τρομακτικὴ ἀντίθεση, συντριβὴ μπροστὰ στὴν τόση ἀδικία, μία διάθεση νὰ κλάψεις καὶ νὰ προσευχηθεῖς περισσότερο, παρὰ νὰ διαμαρτυρηθεῖς καὶ νὰ φωνάξεις.
Ἤτανε ἡ δεύτερη φορὰ στὴ ζωή μου - ἡ πρώτη ἤτανε στὴν Ἀλβανία - ποὺ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ἄτομό μου, καὶ αἰσθανόμουν ὄχι ἁπλὰ καὶ μόνο ἀλληλέγγυος, ἀλλὰ ταυτισμένος κυριολεκτικὰ μὲ τὴ φυλή μου.
Καὶ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας ποὺ ἔνιωθα μεγάλωσε φτάνοντας στὸ Παρίσι. Δὲν εἶχε περάσει πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ πολέμου καὶ τὰ πράγματα ἦταν ἀκόμη μουδιασμένα. Ὅμως τί πλοῦτος καὶ τί καλοπέραση μπροστὰ σὲ μᾶς! Καὶ τί μετρημένα δεινὰ ἐπιτέλους μπροστὰ στὰ ἀτελείωτα τὰ δικά μας!
Δυσαρεστημένοι ἀκόμα οἱ Γάλλοι ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ 'χουν κάθε μέρα τὸ μπιφτέκι καὶ τὸ φρέσκο τους βούτυρο, δυσανασχετούσανε. Ὑπάλληλοι, σωφέρ, γκαρσόνια, μὲ κοιτάζανε βλοσυρὰ καὶ μοῦ λέγανε: ἐμεῖς περάσαμε πόλεμο, κύριε! Κι ὅταν καμμιὰ φορὰ τολμοῦσα νὰ ψιθυρίσω ὅτι ἤμουν Ἕλληνας κι ὅτι περάσαμε κι ἐμεῖς πόλεμο, μὲ κοιτάζανε παράξενα: ἄ, κι ἐσεῖς, ἔ;
Καταλάβαινα ὅτι ἤμασταν ἀγνοημένοι ἀπὸ παντοῦ καὶ τοποθετημένοι στὴν ἄκρη-ἄκρη ἑνὸς χάρτη ἀπίθανου. Τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας καὶ ἡ δεητικὴ διάθεση μὲ κυρίευαν πάλι. Ξυπνημένες μέσα μου παλαιὲς ἐνστικτώδεις διαθέσεις ἄρχισαν νὰ ἀναδεύονται καὶ νὰ ξεκαθαρίζουν.
Ἡ παραμονή μου στὴν Εὐρώπη μὲ ἔκανε νὰ βλέπω πιὸ καθαρὰ τὸ δράμα τοῦ τόπου μας. Ἐκεῖ ἀναπηδοῦσε πιὸ ἀνάγλυφο τὸ ἄδικο ποὺ κατάτρεχε τὸν ποιητή. Σιγά-σιγὰ αὐτὰ τὰ δύο ταυτίστηκαν μέσα μου.
Τὸ ἐπαναλαμβάνω, μπορεῖ νὰ φαίνεται παράξενο, ἀλλὰ ἔβλεπα καθαρὰ ὅτι ἡ μοίρα τῆς Ἑλλάδας ἀνάμεσα στὰ ἄλλα ἔθνη ἦταν ὅ,τι καὶ ἡ μοίρα τοῦ ποιητῆ ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους - καὶ βέβαια ἐννοῶ τοὺς ἀνθρώπους τοῦ χρήματος καὶ τῆς ἐξουσίας.
Αὐτὸ ἦταν ὁ πρῶτος σπινθήρας, ἦταν τὸ πρῶτο εὕρημα. Καὶ ἡ ἀνάγκη ποὺ ἔνιωθα γιὰ μία δέηση, μοῦ 'δωσε ἕνα δεύτερο εὕρημα. Νὰ δώσω, δηλαδή, σ' αὐτὴ τὴ διαμαρτυρία μου γιὰ τὸ ἄδικο τὴ μορφὴ μίας ἐκκλησιαστικῆς λειτουργίας. Κι ἔτσι γεννήθηκε τὸ «Ἄξιον Ἐστί».
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2017


Ἡ περιοδεία τοῦ Καποδίστρια

Συνοδοὺς δὲ κατὰ τὴν παροῦσαν περιήγησιν ὁ Καποδίστριας εἶχε τὸν Γεν. Γραμματέα, τὸν Κολοκοτρώνην, τὸν Νικήταν, τὸν χαράξαντα τὸ σχέδιον τῆς πόλεως Πατρῶν μηχανικὸν Βούλγαρην, τοὺς δύο ἰδιαιτέρους αὐτοῦ γραμματεῖς καὶ τοὺς δύο νεωτέρους συντάκτας.
Προηγεῖτο δὲ ὁδηγὸς ὁ κύριος τῶν ταχυδρομικῶν ἵππων, φορῶν ἔνδυμα ἑλληνικὸν χρυσοπόρφυρον καὶ ἀναβαίνων ἵππον ὑψαύχενα. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ συρρέοντες εἰς προϋπάντησιν τοῦ Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εἰς τὰς πολυτελεῖς καὶ πομπικὰς παρατάξεις τῶν πασάδων καὶ τὰς χρυσοϋφάντους στολὰς τῶν τετυφωμένων καπιταναίων καὶ κοτζαμπασίδων, ἐκλαμβάνοντες τὸν κοκκινοφόρον καὶ κυδρούμενον ταχυδρόμον ἀντ’ ἐκείνου, προσεκύνουν αὐτὸν πίπτοντες εἰς ἔδαφος· δὲν ἐνόουν πῶς ἦτο δυνατὸν ἀρχηγὸς ἔθνους νὰ ἀναβαίνῃ ἵππον κυφαγωγόν, οὐχὶ ζωηρότερον τοῦ πώλου τοῦ Ἰησοῦ, καὶ νὰ φορῇ ἔνδυμα οἷον οἱ πολλοί.
Ἀλλ’ οὐδ’ ἁψίδες ἢ θριαμβικὰ τόξα ἀνηγείροντο, ὡς σήμερον, οὐδὲ μουσικαὶ ἐπαιάνιζον, οὐδὲ πυροτεχνήματα ἐξηκοντίζοντο εἰς οὐρανούς, καθ’ ὅσον αἱ ἐπιδείξεις αὖται, γινόμεναι ἐπιμελείᾳ καὶ ἀξιώσει τῶν ἀρχῶν, διαθρύπτουσι μὲν τὴν ματαιότητα, βλάπτουσιν ὅμως τοὺς ἡγέτας τῶν ἐθνῶν, ἀποκρύπτουσαι τὸ ἀληθὲς φρόνημα. Οἱ δὲ λαοί, ἀκούοντες ἀπροσδοκήτως ὅτι ἤρχετο ὁ Κυβερνήτης, ἔτρεχον αὐθόρμητοι εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, οὐχὶ κράζοντες γεγωνυίᾳ τῇ φωνῇ, Ζήτω! ἀλλὰ κλαίοντες καὶ σφραγιζόμενοι διὰ τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ, καὶ βάλλοντες μετανοίας καὶ καίοντες λιβανωτὸν καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν, τὸν σώσαντα αὐτοὺς ἀπὸ τῆς δουλείας καὶ τῆς ὀλεθριωτέρας ἀναρχίας.
Ἰδὼν δὲ ὁ Κολοκοτρώνης ὅτι ὁ λαὸς προσεκύνει τὸν ταχυδρόμον Καρδαρᾶν, πλησιάσας εἶπε:
-Τὸ πρᾶγμα, ὑπερεξοχώτατε, δὲν ‘πάγει καὶ πρέπει ὁ κόσμος νὰ γνωρίσῃ τὸν Κυβερνήτην του.
-Καὶ τί θέλεις νὰ κάμω;

-Νὰ βάλῃ ἡ ὑπερεξοχότης σου τὴν στολήν σου.
Καὶ πεζεύσας εἰς μικράν τινὰ καὶ σκιερὰν κοιλάδα, ἀνέλαβε τὴν στολὴν αὐτοῦ, πενιχροτέραν καὶ τῆς τῶν δασονόμων τῆς ἀντιβασιλείας.
Ὅτε δὲ ἐπλησιάσαμεν εἰς τὸν Ἅγιον Γεώργιον:
-Ποῦ θὰ καταλύσωμεν ἀπόψε; ἠρώτησε τὸν παρ΄ ἵππον στρατάρχην τῆς Πελοποννήσου.
-Εἰς τοῦ Δεσπότου.
-Πρέπει λοιπὸν νὰ φροντίσω, ἐπανέλαβε μετὰ βραχεῖαν σιωπήν, νὰ πληρωθῶσιν ὅλα τὰ ἔξοδα.
-Ποῖα ἔξοδα; ἠρώτησεν ὁ γέρων.
-Τῆς τροφῆς μας, τῆς τροφῆς τῶν ἀλόγων καὶ καθεξῆς.
-Καὶ ποῖος, ὑπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαῦτα ἔξοδα; …
-Δὲν τὰ πληρώνετε σεῖς, ἀνεφώνησεν ὀργίλως ὁ Κυβερνήτης, καὶ διὰ τοῦτο παραπονεῖται ἐξ αἰτίας σας ὁ λαός.
-Καὶ τί ἔχει νὰ κάμῃ, ὑπερεξοχώτατε, ὁ λαὸς μὲ τὸ φαγητὸν τοῦ Δεσπότου;
-Τί ἔχει νὰ κάμῃ! ἀνέκραξεν ἐντόνως ὁ Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρῶς τὸν ἐρωτήσαντα. Μόλις αὔριον θ’ ἀναχωρήσωμεν καὶ θὰ ρίψουν ἔρανον εἰς τοὺς χωρικοὺς διὰ τὰ ἔξοδα τοῦ Κυβερνήτου, καί, τὸ χειρότερον, θὰ τὰ συνάξουν διπλά. Οὕτω πως εἶσθε συνηθισμένοι σεῖς.
-Ἠξεύρεις πῶς τὸ πάγει ἡ ὑπερεξοχότης σου; εἶπε γελῶν ὁ Κολοκοτρώνης. Μίαν φορὰν ἔπεσ’ ἕνας ποντικὸς εἰς ἕνα πιθάρι λάδι κ’ ἐπνίγηκεν. Ὁ οἰκοκύρης τὸν ηὖρε μετὰ δύο ἡμέρας καί, ἐνῶ τὸν ἀνέσυρεν, ἐφώναζεν ἡ οἰκοκυρά: «Πρόσεξε μὴ στάξ’ ἡ οὐρά του καὶ βρωμίσῃ τὸ λάδι».
-Δὲν ἐννοῶ ποίαν σχέσιν ἔχει ὁ μύθος σου μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ Δεσπότου, εἶπεν ἀδημονῶν ὁ Κυβερνήτης.
-Μεγάλην, ὑπερεξοχώτατε, διότι, εἴτε πληρώσωμεν εἴτε μή, ὁ Δεσπότης θὰ συνάξη τὰ γρόσια. Τὰ ἐδικά μας τὰ ἔξοδα εἶναι τὸ λάδι τῆς οὐρᾶς τοῦ ποντικοῦ.
Καὶ ἐσιώπησε μὲν ὁ Κυβερνήτης, τὴν δ’ ἐπιοῦσαν ἀπέτισε μέχρι λεπτοῦ τὰ δαπανηθέντα.
Ἐκεῖθεν δὲ ἀπελθόντες εἰς Ἄργος, ἐξενίσθημεν ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ Τσώκρη. Ὅτε δ’ ἐζητήθη ὁ λογαριασμὸς τῆς δαπάνης, ὁ οἰκοδεσπότης, προσβληθείς, ἐγέλασεν ὑπεροπτικῶς. Μαθὼν ὅμως ὅτι τοιαύτη ἦν ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυβερνήτου, τοσοῦτον ὠργίσθη, ὥστε ἐσημείωσεν καὶ τοῦ ἅλατος τὴν ἀξίαν.
Νικόλαος Δραγούμης
Ἱστορικαὶ Ἀναμνήσεις

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2017


Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ

Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ρίζα κάθε καλοῦ ἔργου. Οὔτε ἕνα λεπτὸ νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν καρδιά σας. Σὰν τὸ κερὶ ν’ ἀνάβει καὶ νὰ φωτίζει ὅλους τοὺς λογισμούς, ὅλες τὶς ἐσωτερικὲς κινήσεις τῆς καρδιᾶς σας.
Αὐτὸς θὰ σᾶς διδάξει νὰ βαδίζετε σωστά, νὰ ἐργάζεσθε τὸ κάθε τί σὰν ἔργο Θεοῦ. Αὐτὸς θὰ σᾶς διδάξει νὰ στέκεστε, ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ βρίσκονται μπροστὰ στὸν βασιλέα. Αὐτὸς θὰ σᾶς διδάξει νὰ προχωρεῖτε, ὅπως προχωροῦν ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦν ἕνα ποτήρι γεμάτο νερό, ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν πρέπει νὰ στάξει οὔτε μία σταγόνα.
Ὁ Θεὸς βρίσκεται παντοῦ. Καὶ σὰν βρεῖ καρδιὰ ποὺ δὲν Τοῦ ἐναντιώνεται, καρδιὰ ταπεινή, μπαίνει μέσα της καὶ τὴ γεμίζει χαρά. Τόση εἶναι ἡ χαρὰ τῆς καρδιᾶς ποὺ ἔχει μέσα τῆς τὸ Θεό, ὥστε κολλάει πάνω Του καὶ δὲν θέλει ποτὲ νὰ Τὸν ἀποχωριστεῖ. Σὲ καρδιὰ φουσκωμένη ἀπὸ ἐγωισμὸ δὲν πλησιάζει ὁ Κύριος. Κι ἔτσι αὐτὴ καταθλίβεται, μαραζώνει καὶ σιγολιώνει, βυθισμένη στὴν ἄγνοια, τὴ λύπη καὶ τὸ σκοτάδι.
Ὅσο ἁμαρτωλοὶ κι ἂν εἴμαστε, μόλις στραφοῦμε μὲ μετάνοια καὶ πόθο πρὸς τὸν Κύριο, ἡ θύρα τῆς καρδιᾶς μᾶς ἀνοίγει σ’ Ἐκεῖνον. Ἡ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία ξεχύνεται ἔξω, γιὰ νὰ παραχωρήσει τὴ θέση της στὴν καθαρότητα, τὴν ἀρετή, τὸν ἴδιο τὸ Σωτήρα, τὸν μεγάλο Ἐπισκέπτη τῆς ψυχῆς, τὸν κομιστὴ τῆς χαρᾶς, τοῦ φωτός, τοῦ ἐλέους. Θεῖο δῶρο εἶναι αὐτὴ ἡ εὐλογημένη κατάσταση, ὄχι δικό μας κατόρθωμα. Καὶ ἀφοῦ εἶναι δῶρο, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ δωρητὴ μὲ ταπείνωση.
Ταπείνωση! Ἡ βάση κάθε αρετης καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς καρποφορίας! Ἔχετε ταπείνωση; Ἔχετε τὸ Θεό. Τὰ ἔχετε ὅλα! Δὲν ἔχετε ταπείνωση; Τὰ χάνετε ὅλα! Νὰ συντηρεῖτε, λοιπόν, στὴν καρδιὰ σᾶς τὸ αἴσθημα τῆς ταπεινοφροσύνης.
Ἡ φυσικὴ καὶ ὁμαλὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεὸ προϋποθέτει καρδιὰ ἔμπονη, συντριμμένη καὶ ὁλοκληρωτικὰ ἀφοσιωμένη σ’ Αὐτόν, καρδιὰ ποὺ μυστικὰ ἀναφωνεῖ κάθε στιγμή: “Κύριε, ἐσὺ τὰ γνωρίζεις ὅλα· σῶσε μέ!”.
Ἂν παραδοθοῦμε στὰ χέρια Του, ἡ σοφὴ καὶ ἅγια βουλή Του θὰ κάνει μ’ ἐμᾶς καὶ σ’ ἐμᾶς ὅ,τι εἶναι πρόσφορο γιὰ τὴ σωτηρία μας… Τὸ ἔργο τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς ἡσυχαστές, ἀλλὰ γιὰ ὅλους τους χριστιανούς, στοὺς ὁποίους ὁ Κύριος, μέσω τοῦ ἁγίου ἀποστόλου, παραγγέλλει: «Ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε».
Ὑπάρχουν διάφορες βαθμίδες προσευχῆς μέχρι τὴν ἀδιάλειπτη. Ὅλες εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ, ποὺ παρακολουθεῖ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ἐξίσου, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἰδιότητά τους ὡς μοναχῶν ἢ κοσμικῶν. Καὶ ὅταν μία καρδιά, ὅποια κι ἂν εἶναι, στρέφεται σ’ Αὐτόν, τὴν πλησιάζει μὲ ἀγάπη καὶ ἑνώνεται μαζί της.

Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης

Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι ποὺ σπρώχνουν τὸν Μακρυγιάννη νὰ ὀργανώσει τὴ συνωμοσία ποὺ καταλήγει στὸ Σύνταγμα τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Ὁρκίζει σ᾿ ὅλο τὸ κράτος. Ἰδοὺ πῶς ὁρκίζει. Ἡ σκηνὴ εἶναι στὸ σπίτι τοῦ Μακρυγιάννη ἕνα βράδυ· ἕνας ἀγωνιστὴς κάθεται μαζί του· καθὼς τσουγκρίζουν τὰ ποτήρια, ἡ κουβέντα τελειώνει ἔτσι:
»- Ποῦ τὸ τσάκισες αὐτὸ τὸ χέρι;
»- Στὸ Μεσολόγγι, μοῦ λέγει.
»- Ποῦ τὸ τσάκισα ἐγὼ αὐτό;
»- Στοὺς Μύλους τ᾿ Ἀναπλιοῦ.
»- Γιατί τὰ τσακίσαμε;
»- Γιὰ τὴ λευτεριὰ τῆς πατρίδος.
»- Ποῦ 'ναι ἡ λευτεριὰ κι ἡ δικαιοσύνη; Σήκω ἀπάνου!
»-Τὸν παίρνω καὶ πᾶμε καὶ τὸν ὁρκίζω.
Καὶ γίνεται τὸ Σύνταγμα καὶ πέφτει στὰ χέρια τῶν πολιτικῶν καὶ ἐξευτελίζεται, κι ὁ Μακρυγιάννης ὁλοένα ἀποτραβιέται ἀπὸ τὸν κόσμο.
«Ὅσοι ἔχουν τὴν τύχη μας σήμερο στὰ χέρια τους» γράφει κατὰ τὸ 1851 «ὅσοι μας κυβερνοῦν, μεγάλοι καὶ μικροί, καὶ ὑπουργοὶ καὶ βουλευταί, τό 'χουν σὲ δόξα, τό 'χουν σὲ τιμή, τό 'χουν σὲ ἰκανότη τὸ νὰ τοὺς εἰπεῖς ὅτι ἔκλεψαν, ὅτι πρόδωσαν, ὅτι ἤφεραν τόσα κακὰ στὴν πατρίδα. Εἶναι ἄξιοι ἄνθρωποι καὶ τιμῶνται καὶ βραβεύονται. Ὅσοι εἶναι τίμιοι κατατρέχονται ὡς ἀνάξιοι τῆς κοινωνίας καὶ τῆς πολιτείας».
Καὶ πάλι:

«Φανήκετε ὅλοι τί ἀξίζετε καὶ τί κάμετε στὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος. Σᾶς θεωροῦσαν οἱ μέσα καὶ οἱ ἔξω πὼς κάτι ἤσασταν. Κι εἶστε ὅ,τι εἶστε. Ἤσασταν ὅ,τι θεωροῦσαν οἱ Εὐρωπαῖοι τὸ Σουλτάνο καὶ δὲν τολμοῦσαν νὰ τοῦ ἀφαιρέσουν τὸν τίτλο τοῦ ‘Γκρανσινιόρη´. Ὅσο ἔβλεπαν τὸ τζαμὶ στὴ Βιένα σκιάζονταν κι ἔτρεμαν νὰ μὴν πάγει καὶ παραμέσα καὶ φκιάσει κι ἄλλα τζαμιά. Κι ἀπὸ αὐτὸ τὸ φόβο κάποτε τοῦ πλέρωναν καὶ φόρο. Κι ὅταν βγῆκαν μία χοῦφτα ἄνθρωποι καὶ τοὺς ἀπόδειξαν ὅτι δὲν ἔχει πλέον ὁ Γκρανσινιόρης μαστόρους νὰ χτίσει τζαμιά· ὅτι θὰ πέσουν κι αὐτὰ ποὺ ἔχει, ἀπὸ τότε τὸν λένε «ὁ Τοῦρκος». Καὶ γι᾿ αὐτὸ οἱ εὐεργέτες μας βάνουν τὰ φῶτα τους νὰ μᾶς προκόψουν. Ὅμως καὶ χωρὶς κανένας ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς πειράξει μ᾿ ἔργα, ἂς εἶστε καλὰ ἐσεῖς, ποὺ δὲν ἀφήσατε κανένα κουσοῦρι καὶ μᾶς καταντήσετε τέτοιους ποὺ εἴμαστε».
Μόνο οἱ παλιοί του σύντροφοι τὸν βλέπουν. Ὡστόσο ἡ Κυβέρνηση πάντα τὸν ὑποψιάζεται. Ὁ Ὄθων ποτὲ δὲν τοῦ συγχώρεσε τὴ συνωμοσία τοῦ '43. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι πάντα γι᾿ αὐτοὺς ἕνα ἄγριο θηρίο ποὺ πρέπει νὰ κλειστεῖ στὸ κλουβί. Ἔτσι κατὰ τὸ Σεπτέμβριο τοῦ '51 ἀρχίζουν καὶ κυκλοφοροῦν οἱ κατηγορίες -ἀνυπόστατες, ἀστήριχτες, ποὺ δὲν ἀποδείχτηκαν ποτέ: Ὁ Μακρυγιάννης θέλει νὰ σκοτώσει τὸ βασιλιά, θέλει νὰ κάνει δημοκρατία. Ὁ Μακρυγιάννης συνεννοεῖται μὲ κάτι πρόσφυγες Πολωνοὺς ποὺ κυκλοφοροῦν ἀνατρεπτικὲς προκηρύξεις. Ὁ Μακρυγιάννης εἶπε ὕποπτες κουβέντες σ᾿ ἕναν Ν. Στεφανίδη, διαβόητο βωμολόχο, ποὺ εἶναι καὶ ὁ μοναδικὸς μάρτυρας στὴ δίκη του. Ἔτσι τὸν περιορίζουν στὸ σπίτι του. Ὁ Μακρυγιάννης εἶναι σάπιος ἀπὸ τὶς ἑφτὰ πληγὲς ποὺ μάζεψε στὸν ἀγῶνα.
«Αἱ πληγαὶ συχνὰ ἠνοίγοντο αἱμορροοῦσαι» γράφει ὁ γιατρὸς Γούδας ποὺ μίλησε στὴ κηδεία του· «ὁ ἐξ αὐτῶν πυρετὸς κατεβίβρωσκεν αὐτόν. Βαρεῖαι νόσοι ἐπήρχοντο, ἡ δὲ ἀνάρρωσις ἐγένετο βραδυτάτη. Ταῦτα ἦσαν τὰ ἀγαθὰ ὧν ἔλαχεν ὁ Μακρυγιάννης ὡς ἀμοιβὴν τῶν ὑπὲρ πατρίδος ἐξόχων ὑπηρεσιῶν αὐτοῦ. Πληγαὶ καὶ ἀσθένειαι πολυώδυνοι καὶ μετ᾿ αὐτῶν πενία δυσθεράπευτος ὡς ἐκεῖναι».
Οἱ πληγὲς τοῦ κεφαλιοῦ, ποὺ πῆρε στὴ μάχη τοῦ Σερπετζέ, τὸν κάνουν κάποτε ἔξαλλο. Τρεῖς μέρες προτοῦ τὸν πᾶνε στὶς φυλακὲς τοῦ Μεντρεσέ, μὴ ἔχοντας ἄλλον κριτὴ νὰ τὸν δικαιώσει, ὅπως στὰ νιάτα του στὴν ἐκκλησιὰ τοῦ Ἁϊγιάννη, κάθεται καὶ γράφει στὸν ἴδιο τὸ Θεό:
«Καὶ δὲ μᾶς ἀκοῦς καὶ δὲ μᾶς βλέπεις [...]. Καὶ νὰ σκούζω νύχτα καὶ μέρα ἀπὸ τὶς πληγές μου. Καὶ νὰ βλέπω τὴ δυστυχισμένη μου φαμίλια καὶ τὰ παιδιά μου πνιγμένα στὰ κλάματα καὶ ξυπόλυτα. Καὶ ἕξι μῆνες φυλακωμένος σὲ δυὸ ἀδρασκελιὲς κάμαρη. Καὶ γιατρὸ νὰ μὴ βλέπομε, οὔτε ν᾿ ἀφήνουν κανένα νὰ πλησιάσει νὰ μᾶς ἰδεῖ. [...]. Ὅλοι θέλουν νὰ χαθοῦμε. Μᾶς κάνουν ἀνάκρισες ὁλωνῶν, κατ᾿ οἶκον ἔρευνα σπίτια, κατώγια, ταβάνια, κασέλες, εἰκόνες δικές σου [...]. Καὶ στὶς 13 τουτουνοῦ τοῦ μῆνα [...] ἦρθε ὁ μοίραρχος μὲ τὴ στολή του, ὅπου μᾶς φύλαγε, καὶ μοῦ λέγει νὰ πάγω στὴ φυλακὴ τοῦ Μεντρεσέ, ὅπου φυλακώνουν τοὺς κακούργους...».
Δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, ψάχνοντας στὸ Ἐθνολογικὸ Μουσεῖο νὰ βρῶ ἐνθύμια του Μακρυγιάννη, εἶδα τὸ γύψινο ἀποτύπωμα τοῦ νεκροῦ κεφαλιοῦ του. Ἦταν σὰν ἕνα μαραγκιασμένο μῆλο ἢ ἕνα πετράδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς, βαθιὰ γλυμμένο ἀπὸ τὸ ἀκαταπόνητο κῦμα, λίγο μεγαλύτερο ἀπὸ μία γροθιά. Αὐτὸ τὸ ταλαίπωρο πρᾶγμα ἦταν ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει, τὴν ὥρα τοῦ θανάτου, ἀπὸ τὴν ὡραία καὶ τὴν εὐγενικιὰ μορφὴ τοῦ μεγαλόψυχου ἄντρα.
Γιῶργος Σεφέρης