Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018


Τὰ λιμανάκια
Τέλος, ἀφοῦ ἔφερε πολλὲς βόλτες, ἐντὸς τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς τοῦ Βόλου, ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ― καὶ ποῦ νὰ θυμηθῇ ὅλας τὰς παραγγελίας ὅσας τοῦ εἶχον φορτώσει ἀπὸ τὸ νησὶ οἱ καλοὶ πατριῶταί του! Ἔπρεπε νὰ ἦτον ὁ νοῦς του κατάστιχον τοῦ Δελχαρόγιαννου τοῦ χασάπη, ἢ ἔπρεπε νὰ ἦτον ἀποθήκη παλαιῶν πραγμάτων τοῦ γερο-Πανᾶ, διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα, μὲ αὔξοντα ἀριθμόν, μὲ εἶδος καὶ ποσόν, καὶ μὲ ὄνομα. Ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει προκαταβολὴν πενῆντα λεπτὰ διὰ νὰ τοῦ ἀγοράσῃ ἕνα τρυγολόγον ἢ ἕνα κυρτὸν σουγιάν, «γκέκαν» καλούμενον, καὶ ἄλλος τοῦ εἶχε δώσει δύο δραχμὰς διὰ νὰ τοῦ φέρῃ μισὴ δουζίναν πιᾶτα. Ἄλλος τοῦ εἶχε παραγγείλει λαιμοδέτην, ἄλλος καπέλον, καὶ ἄλλος ἕνα κεφαλοτύρι. Ὁ Γιάννης ὁ Ἀντώναρος τοῦ εἶχε παραγγείλει μίαν σβάρναν διὰ τὸ ἰσοπέδωμα τῶν βώλων τοῦ χώματος μετὰ τὸ ὄργωμα, κ᾿ ἡ Μαργαρὼ τῆς Πασσίνας τοῦ εἶχε δώσει λεπτὰ διὰ νὰ τῆς ψωνίσῃ κουντοῦρες κόκκινες ἢ παντόφλες μυτερές.
Ἀφοῦ ἐψώνισεν ὅλας τὰς παραγγελίας, ὅπως ἐνθυμήθη, καὶ τὰς ἐπὶ πιστώσει καὶ τὰς ἐπὶ προκαταβολῇ, καὶ τοῦ ἔμειναν ἀκόμη 1,20 ἀπὸ τὰ ξένα λεπτά, ὅσα εἶχε βάλει χωριστὰ εἰς μίαν σακκούλαν, καὶ τὰς ἔβαλεν εἰς τὸ ἀριστερὸν θυλάκιον τοῦ γελέκου, διὰ νὰ ἐπιστρέψῃ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν εἰς πάντα ὅστις θὰ τὸ ἀπῄτει ―μὰ δὲν ἦτον τὸ μυαλό του ρολόι διὰ νὰ τὰ ἐνθυμῆται ὅλα· ἕνας νοῦς, κι αὐτὸς ρωμαίικος― ἐμβαρκάρισεν εἰς τὴν βρατσέραν, ὣς τρεῖς ὧρες νύκτα, μὲ σκοπὸν ν᾿ ἀποπλεύσῃ μετὰ τὰ μεσάνυκτα.
Ἐξημέρωνεν ἡ 30 Δεκεμβρίου.
Ὁ καιρὸς ἦτον γλυκὺς καὶ μαλακός. Εἶχε κάμει σφοδρὸν χειμῶνα πρὸ τῶν Χριστουγέννων.
Ὁ καπετὰν Ἠλίας ἐλογάριαζεν ὅτι θὰ εἶχε καιρὸν νὰ φθάσῃ, τὸ ἀργότερον, τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τοῦ Ἁγίου Βασιλείου, εἰς τὴν μικρὰν νῆσόν του, ἀπέχουσαν περὶ τὰ τριάντα ναυτικὰ μίλια ἀπὸ τὸν Βόλον.
Καὶ μὲ ὅλα τὰ ἐναντία καὶ τὰ ἐνδεχόμενα, καὶ ἂν τυχὸν θὰ ἠναγκάζετο, ἀπὸ παρακαιρόν, νὰ πλησιάσῃ εἰς κανὲν ἀπὸ τὰ προσφιλῆ λιμανάκια του, τὰ ἐντὸς τοῦ κόλπου ἢ τὰ ἔξω, εἰς τὸ πέλαγος ― ἐπειδὴ ἦτο πολὺ συντηρητικός, καὶ προβλεπτικός, ὡς κυβερνήτης πλοίου, καὶ δὲν τοῦ ἤρεσκε ν᾿ ἀρμενίζῃ τὴν νύκτα ἀφ᾿ ἑσπέρας, εἰμὴ μόνον μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ εἶχεν ἡμέραν ἐμπρός του. Τὰ λιμανάκια ταῦτα δὲν ἐχρειάζοντο κατάστιχον διὰ νὰ καταριθμηθῶσιν! ἦσαν ἡ Χονδρὴ Ἄμμος, τὸ Ἐλαφοκκλήσι, ὁ Ἁι-Σώστης, τὸ Ἀπάγκειο καὶ ὁ Χαμογιαλός. Καὶ δὲν θὰ ἦτο βεβαίως ἀνάγκη νὰ προσεγγίσῃ εἰς ὅλα, ὅπως ἄλλοτε τοῦ εἶχε συμβῆ. Ἀλλὰ τώρα ἔπρεπε νὰ εὑρίσκεται τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου εἰς τὴν νῆσόν του, διὰ νὰ ἀποβιβάσῃ ὅλα τὰ ἐμπορεύματα καὶ τὰς παραγγελίας, διὰ νὰ ἑορτάσουν οἱ ἄνθρωποι τὴν Πρωτοχρονιάν, μὲ χαρὰν καὶ ὑγείαν.
Ἀφοῦ ἔπλευσε πέντε μίλια ἐντὸς τοῦ κόλπου, εἰς τὰς τρεῖς μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἐσηκώθη ἄνεμος, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἄλλα μπογάζια, ἀπὸ τὰ στενὰ τὰ μεταξὺ Εὐβοίας καὶ τῆς Στερεᾶς. Ὁ ἄνεμος αὐτὸς δὲν ἦτον πολὺ σφοδρός, οὔτε κυρίως ἐναντίος, ἀλλ᾿ ἦτον ὀχληρός. Ἐπειδὴ ἦτον νύκτα ἀκόμη ―ἤθελε τρεῖς ὧρες νὰ χαράξῃ, τέσσερες ὣς ποὺ νὰ βγῇ ὁ ἥλιος― κ᾿ ἐπειδὴ ἦτον χειμώνας καιρός, ὁ καπετὰν Ἠλίας, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον, ἐγύρισε τὴν πλώρην πρὸς τὸν Γραῖον, κατὰ τὴν στεριάν, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἤραξεν εἰς τὴν Χονδρὴν Ἄμμον.
Μόλις ηὗρε τὸν βυθὸν ἡ ἄγκυρα, κι ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐκόπασεν ἐντὸς τοῦ κόλπου. Ἡ βοὴ ἔπαυσε νὰ ἔρχεται ἔξωθεν, ἀπὸ τὸ στόμιον τοῦ μικροῦ ὅρμου. Ὁ κυβερνήτης τῆς βρατσέρας, διὰ νὰ μὴ χασομερᾷ, ἐσαλπάρισε πάλιν, ἰσάρισε τὲς μποῦμες τῶν δύο καταρτιῶν, τὰς ὁποίας μόλις εἶχε μαϊνάρει, ἔβαλε πλώρην πρὸς ἀνατολὰς κ᾿ ἔπλευσε πρὸς τὸ Τρίκκερι, τὸ ὑψηλὸν ἀκρωτήριον, τὸ κλεῖον τὸν Παγασητικόν.
Ἀλλὰ πρὶν φθάσῃ ἀκόμη ἐκεῖ, καὶ πρὶν δυνηθῇ, εἰς τὰς πρώτας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ν᾿ ἀντικρύσῃ τὰς κοκκινωπὰς οἰκίας τοῦ γραφικοῦ χωρίου, εἰς τὸ ὕψος τοῦ λόφου, ὁ ἄνεμος ἐφάνη ὅτι ἐτράπη πρὸς ἀνατολάς, καὶ ἤρχετο ἀντίπρῳρα εἰς τὴν βρατσέραν. Ἀκόμη δὲν εἶχε χαράξει καλά! Ὁ καπετὰν Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἐστράφη ἀριστερά, κ᾿ ἐπῆγε κ᾿ ἔρριψε τὴν ἄγκυραν εἰς τὸ Ἐλαφοκκλήσι, τὸν μικρὸν ὡραῖον λιμενίσκον. Ἴσως ἐκεῖ ἦσαν οἱ Ἀφέται τῶν ἀρχαίων.
Ὁ ἄνεμος ἦτο πράγματι ἀπηλιώτης, καὶ ὅσο πήγαινεν ἐφρεσκάριζε. Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως εἶχε τόσα ἐμπορεύματα εἰς τὸ ἀμπάρι ―ὀρύζια, καπνά, πάστες, βαρέλια ρωμιοῦ καὶ ρακίου― τόσας παραγγελίας εἰς τὴν κάμεραν τῆς πρύμνης. Δὲν τὸν ἔμελεν ἂν αὐτὸς ἢ τὸ σκάφος ἐκινδύνευε, τὸν ἔμελεν ὅμως πολὺ διὰ τὰ πράγματα τὰ ξένα.
Ἡ βρατσέρα του ἦτο συγχρόνως ἡ Πάραλος καὶ ἡ Σαλαμινία τῆς μικρᾶς νήσου. Ὅπως λέγουν ὅτι εἰς περασμένους χρόνους, ἂν δὲν ἔστελλεν ὁ Ἰμάμης τῆς Προύσης μήνυμα ὅτι ἔκαμε φεγγάρι, δὲν ἠδύνατο ὁ Σουλτᾶνος νὰ κάμῃ μπαϊράμι, καὶ ἂς ἦτον εἰς ὅλον τὸν κόσμον ὁρατὸν ἀπὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν τὸ φεγγάρι ὀφθαλμοφανῶς, οὕτω, ἂν ἡ βρατσέρα τοῦ καπετὰν Ἠλία δὲν κατέπλεεν εἰς τὴν μικρὰν νῆσον νὰ φέρῃ τὰ τόσα ὀψώνια, σχεδὸν δὲν θὰ ἠδύναντο οἱ κάτοικοι νὰ κάμουν Χριστούγεννα ἢ Πρωτοχρονιὰν ἢ Λαμπρήν.
Ὁ Ἠλίας τῆς Μπαμπλένως ἦτο χρηστὸς καὶ εἰλικρινὴς ἄνθρωπος. Μίαν μόνην ἀπιστίαν εἶχε κάμει ὅταν ἦτο πάρα πολὺ νέος ― τὸ κρῖμά του τὸ εἶχεν ἐξομολογηθῆ τότε εἰς τὸν πνευματικόν, κ᾿ ἔκτοτε τὸ διηγεῖτο εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους. Μὲ τὸ δασκάλευμα ἑνὸς γεροντοτέρου, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶναι πεπειραμένος περὶ τὰ τοιαῦτα, εἶχον καταχρασθῆ δεκάδας τινὰς κεραμιδίων ἀπὸ τὰ πλινθοποιεῖα τῶν Ὠρεῶν. Ἀλλὰ μόλις εἶχε διαπραχθῆ ἡ κλοπή, ὅταν ἔκυψεν ὁ Ἠλίας νὰ λύσῃ τὴν μπαρούμαν τῆς φελούκας διὰ νὰ ἀνέλθῃ εἰς τὸ πλοῖον, τεραστία σμέρνα ἀναπηδήσασα ἀπὸ ἕνα χάραυλον ἢ θαλάμι ἐκεῖ πλησίον, τοῦ ἔφαγε τρομερὰ τὰ κρέατα τῆς ὠλένης τῆς δεξιᾶς, μὲ τοὺς θηριώδεις ὀδόντας της.
Αὐτὴ ἦτον ἡ πρώτη καὶ τελευταία φορὰ διὰ τὸν νεαρὸν τότε ναυτικόν. Ἡ σμέρνα εἶχεν ἀποσταλῆ θεόθεν ὡς τιμωρός. Καὶ μετὰ εἰκοσαετίαν ὕστερον ὁ Ἠλίας ἐδείκνυε τὰς οὐλὰς τοῦ φοβεροῦ δήγματος εἰς ὅλους πρὸς ὅσους διηγεῖτο τὸ γεγονός, τὸ ὁποῖον ἦτο ἀληθέστατον ὡς φαίνεται.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018


Θὰ σεβασθοῦν τὴν λευκὴ κεφαλή μου…
Τὸ τραγικὸ στὴν περίπτωση τοῦ Καποδίστρια εἶναι, ὅτι, βέβαιος γιὰ τὸν ἐθνωφελῆ χαρακτήρα τοῦ ἐπιτελουμένου ἔργου του, δὲν πίστευε ὅτι θὰ βρεθοῦν ἀδελφοί του Ἕλληνες, ποὺ θὰ θελήσουν νὰ τὸ καταστρέψουν: «Οἱ Ἕλληνες, γράφει, δὲν θὰ φθάσουν ποτὲ μέχρι τοῦ σημείου νὰ μὲ δολοφονήσουν. Θὰ σεβασθοῦν τὴν λευκὴ κεφαλή μου [...]. Ἄλλωστε εἶμαι ἀποφασισμένος νὰ θυσιάσω τὴν ζωήν μου διὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ θὰ τὴν θυσιάσω. Ἐὰν οἱ Μαυρομιχαλαῖοι θέλουν νὰ μὲ δολοφονήσουν, ἂς μὲ δολοφονήσουν. Τόσον τὸ χειρότερον δι' αὐτούς. Θὰ ἔλθη κάποτε ἡ ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποίαν οἱ Ἕλληνες θὰ ἐννοήσουν τὴν σημασίαν τῆς θυσίας μου».
Λόγια προφητικά, ἀλλὰ συνάμα καὶ ἐνδεικτικά τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως τοῦ ἐρημίτη πολιτικοῦ στὴ διακονία τῆς Πατρίδος καὶ τοῦ Γένους. Στὶς 27 Σεπτεμβρίου 1831 ἔφυγε ἀπὸ τὸ ταπεινὸ Κυβερνεῖο τοῦ Ναυπλίου, γιὰ νὰ λειτουργηθεῖ, ὅπως ἔκανε σ' ὅλη τὴ ζωή του, ὡς πιστὸς Ὀρθόδοξος. Τὸ γεγονός, ὅτι τὰ φονικὰ βόλια τὸν βρῆκαν λίγο μετὰ τὶς 6.30 τὸ πρωί, δὲν πρέπει νὰ μείνει ἀπαρατήρητο. Δὲν ἦταν ὁ πολιτικὸς τῶν δοξολογιῶν καὶ τῶν πανηγύρεων. Ἦταν ἕνας Ρωμηός, ὅπως ὅλος ὁ ἁπλὸς καὶ εὐσεβὴς λαός, γιὰ τὸ καλό τοῦ ὁποίου ἀνάλωνε τὴ ζωή του. Καὶ γι' αὐτὸ μαζὶ μὲ τὸ λαὸ ἀπὸ τὸν Ὄρθρο συμμετεῖχε στὴ σύναξη τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος. Ἡ δολοφονία του ἀνέκοψε τὴν πορεία τοῦ Ἔθνους γιὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του μέσα στὰ ὅρια τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς του. Ἐπηρέασε ὅμως δυσμενῶς τὴν πορεία καὶ ὅλης της Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, ἀνατρέποντας τὰ σχέδια γιὰ τὴν ρωμαίικη ἀποκατάστασή της.
Ὁ πιστὸς φίλος τοῦ Καποδίστρια Ἐϋνάρδος μπόρεσε νὰ συνειδητοποιήσει πολὺ ἐνωρὶς τὴ σημασία τῆς δολοφονίας τοῦ ἀληθινοῦ Πατέρα τῆς Ἑλληνικῆς Πατρίδος: «Ὁ θάνατος τοῦ Κυβερνήτου -ἔγραφε-εἶναι συμφορὰ διὰ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι δυστύχημα δι' ὅλην τὴν Εὐρώπην [...]. Τὸ λέγω μὲ διπλῆν θλίψιν: ὁ κακοῦργος, ὅστις ἐδολοφόνησε τὸν κόμητα Καποδίστρια, ἐδολοφόνησε τὴν πατρίδα του». Τὸ εἴπαμε ὅμως παραπάνω: Τὸ δολοφονικὸ χέρι κατευθυνόταν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ἐκεῖνες, ποὺ ἐνήργησαν στὴ δολοφονία, ὡς ἠθικοὶ αὐτουργοί, πραγματοποιώντας ἔτσι τὸν σκοπό τους: τὴν ἀνακοπὴ καὶ ἀνατροπὴ ἑνὸς μεγάλου πατριωτικοῦ ἔργου, ποὺ ἐρχόταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὰ συμφέροντά τους.
π. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018



Περὶ ἰσότητος
Πῶς μποροῦν δυὸ ἄνθρωποι νὰ λέγονται ἴσοι, ὅταν ὁ ἕνας εἶναι πάμπλουτος καὶ ὁ ἄλλος στενάζει ἀπὸ τὴν πεῖνα του καὶ ἀναγκάζεται νὰ κλέβει ἐξαιτίας τῆς φτώχειας του; Αὐτὲς οἱ διακηρύξεις εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπων πονηρῶν καὶ ἐπίβουλων, οἱ ὁποῖοι, θέλοντας νὰ ἱκανοποιήσουν τὰ πάθη τους καὶ νὰ ἐκπληρώσουν τὶς κακές τους ἐπιθυμίες, ἐμφύσησαν στὰ μυαλὰ τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων τοῦ λαοῦ αὐτὸν τὸν ἀσύστατο ἄνεμο τῆς ἰσότητας, γιὰ νὰ ἔχουν βοήθεια γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ τους.
Μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξει ἰσότητα σὲ κοινωνίες ποὺ κυριαρχεῖ ἡ πλεονεξία, ποὺ βασιλεύουν τὰ πάθη, ποὺ δὲν ἀκούγεται ἄλλη ἔκφραση συχνότερα ἀπὸ «τὸ δικό μου» καὶ «τὸ δικό σου»;
Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2018



Νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση
- Ὅταν, Γέροντα, λέω: «Τόσο μπορῶ νὰ δουλέψω, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀντοχή μου», ἀπὸ φιλαυτία τὸ λέω;
- Ὅσο κάθεται κανείς, τόσο χαλαρώνει· ὅσο δουλεύει, τόσο δυναμώνει. Ἐκτὸς ποὺ διώχνει τὴν μούχλα μὲ τὴν δουλειά, βοηθιέται καὶ πνευματικά.
Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ φθάση νὰ χαίρεται ὁ ἄνθρωπος περισσότερο ἀπὸ τὴν κακοπάθεια παρὰ ἀπὸ τὴν καλοπέραση. Ἂν ξέρατε πῶς ζοῦν μερικὰ γεροντάκια ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἀλλὰ καὶ τί χαρὰ νιώθουν!
Νά, ἕνα γεροντάκι, ποὺ ἔμενε μόνο του ἕνα χιλιόμετρο πιὸ πέρα ἀπὸ τὸ Καλύβι μου, τί αὐταπάρνηση εἶχε! Τὸ Καλύβι του ἦταν ψηλά, σὲ ἕνα πολὺ ἀπότομο μέρος, καὶ τὸ καημένο ἀρκουδώντας κατέβαινε ἀπὸ τὸ μονοπάτι γιὰ νὰ πάη σὲ ἕνα ἄλλο γεροντάκι πιὸ κάτω, ὅταν χρειαζόταν κάτι. Ἤθελαν νὰ τὸ πάρουν στὸ γηροκομεῖο, ἀλλὰ δὲν δεχόταν, καὶ ὅλοι μετὰ ἔλεγαν: «αὐτὸς εἶναι πλανεμένος», γιατί καθόταν μόνος του ἐκεῖ.
Μιὰ μέρα ποὺ ἦρθε στὸ Καλύβι, μοῦ εἶπε γιὰ ποιὸν λόγο δὲν ἤθελε νὰ φύγη: Ὅταν ζοῦσε ὁ Γέροντάς του, τὸ Καλύβι τους δὲν εἶχε ναὸ καὶ ἐκεῖνος παρακαλοῦσε τὸν Γέροντά του νὰ κάνουν ναό. «Ἂς κάνουμε ναό, τοῦ εἶπε τελικὰ ὁ Γέροντάς του, ἀλλὰ μετὰ δὲν πρέπει ποτὲ νὰ φύγης ἀπὸ ‘δῶ, γιατί θὰ μένη στὸ Ἱερὸ ὁ Φύλακας Ἄγγελος καὶ δὲν κάνει νὰ τὸν ἀφήσης μόνον». Τότε αὐτὸς τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μείνη γιὰ πάντα στὸ Καλύβι, καὶ ἔτσι ἔκαναν τὸν ναό. Τελευταία εἶχε γκρεμισθῆ καὶ τὸ Κελλί του καὶ ἔμενε μέσα στὴν ἐκκλησία· κοιμόταν σὲ ἕνα στασίδι. Τέτοια αὐταπάρνηση!
Εἶχα φροντίσει νὰ ἔχη μερικὰ ροῦχα, γιὰ νὰ ἀλλάζη τουλάχιστον, γιατί ὑπέφερε ἀπὸ τὰ ἔντερα καὶ εἶχε κοψίματα. Μία μέρα ἔστειλα ἕναν γνωστὸ γιατρὸ νὰ πάη νὰ τὸν δῆ. Πῆγε μὲ ἕναν ἄλλον, χτυποῦν, ξαναχτυποῦν, τίποτε. Ὅταν ἄνοιξαν, τὸν βρῆκαν πεθαμένο στὸ στασίδι ποὺ ἔμενε, σκεπασμένο μὲ μιὰ κουβέρτα. Ἐκεῖ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ!
Ἡ σκληρότητα στὴν ζωή μας γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ φέρνει στὴν καρδιὰ τὴν τρυφεράδα τοῦ Χριστοῦ. Οἱ θεῖες ἡδονὲς γεννιοῦνται ἀπὸ τὶς σωματικὲς ὀδύνες. Οἱ Πατέρες ἔδωσαν αἷμα καὶ ἔλαβαν πνεῦμα. Μὲ ἱδρώτα καὶ κόπο πῆραν τὴν Χάρη. Πέταξαν τὸν ἑαυτό τους καὶ τὸν βρῆκαν στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ.
Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ συναξάρι τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τοῦ Σινᾶ. Πέντε χιλιάδες ἀσκητὲς ἔζησαν στὸ Σινᾶ καὶ πόσοι ἄλλοι στὸ Ἅγιον Ὅρος! Χίλια χρόνια πόσοι Πατέρες ἁγίασαν! Ἀλλὰ καὶ οἱ Ὁμολογητὲς καὶ οἱ Μάρτυρες τί τράβηξαν! Καὶ ἐμεῖς γκρινιάζουμε γιὰ τὴν παραμικρὴ ταλαιπωρία. Ζητᾶμε νὰ ἀποκτήσουμε χωρὶς κόπο τὴν ἁγιότητα. Σπανίζει ἡ αὐταπάρνηση. Οὔτε ἐμεῖς οἱ μοναχοὶ δὲν καταλάβαμε ὅτι «τὰ καλὰ κόποις κτῶνται» καὶ ἔχουμε τὴν ἐπιείκεια στὸν ἑαυτό μας· δικαιολογοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ βρίσκουμε ἐλαφρυντικὰ γιὰ τὸ καθετί. Ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει τὸ κακό. Καὶ ὁ διάβολος βρίσκει δικαιολογίες γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὰ χρόνια περνᾶνε.
Γι’ αὐτὸ νὰ μὴν ξεχνιώμαστε· νὰ θυμώμαστε καὶ λίγο ὅτι ὑπάρχει καὶ θάνατος. Μιὰ ποὺ θὰ πεθάνουμε, νὰ μὴν προσέχουμε καὶ τόσο πολὺ τὸ σῶμα· ὄχι νὰ μὴν προσέχουμε καὶ νὰ παθαίνουμε ζημιές, ἀλλὰ νὰ μὴν προσκυνοῦμε τὴν ἀνάπαυση.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018


Δροσίσετε τὴν ψυχή σας
Τοῦτος ὁ κόσμος εἶναι ἀνάποδος. Ὅπως καὶ νὰ κάνεις, δὲν τὸν εὐχαριστᾶς. Οὔτε στὸν ἥλιο τὸν βρίσκεις, οὔτε στὸν ἴσκιο. Ὁ κάθε ἕνας λέγει τὸ κοντό του καὶ τὸ μακρύ τους. Γιὰ ὅ,τι ἐνθουσιάζεται ὁ ἕνας, γιὰ ἴδιο στενοχωριέται ὁ ἄλλος. Ἄλλη φορὰ μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νὰ μὴν ἤτανε ὅλοι σύμφωνοι, μὰ γιὰ τοὺς πιὸ πολλοὺς τὸ καλὸ ἤτανε καλὸ καὶ τὸ κακό, κακό. Τώρα ὁ καθένας ἔχει σηκώσει μιὰ παντιέρα καὶ κάνει τὸν καπετὰν Ἕναν.
Μὰ οἱ πιὸ πολλοὶ μποδίζονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα: ὁ ἕνας θέλει νὰ φαίνεται πιὸ «βαθυστόχαστος» ἀπὸ ὅ,τι εἶνε, ὁ ἄλλος θέλει νὰ φαίνεται μοντέρνος, νὰ μὴν τὸν πάρουνε γιὰ χωριάτη, ὁ ἄλλος φοβᾶται μὴν τὸν πάρουνε γιὰ «ἀφελῆ», γιὰ ὄχι «σοβαρόν» ἄνθρωπο, ὁ ἄλλος δὲν θέλει νὰ δυσαρεστήσει κάποιον, ἕτερος κολακεύει τὶς γυναῖκες καὶ κάνει τὸν «ἱππότη» μιλώντας μὲ ψεύτικη εὐγένεια κ.λ.π.
Ὅσοι εἶναι ἴσιοι καὶ ἁπλοί, δὲν ἔχουνε καμμιὰ σκοτούρα. Ζοῦνε μακρυὰ ἀπὸ λιβανίσματα, ἀπὸ πονηριὲς εἰδῶν – εἰδῶν, ἀπὸ δυσπιστίες ποὺ φαρμακώνουνε τὸν ἄνθρωπο, ἀπὸ σκηνοθεσίες, ἀπὸ ψευτιές. Χαίρονται γιὰ τὰ καλά, γιὰ τὰ ἁπλά, γιὰ τὰ ἁγνά, γιὰ τὰ σεμνά, γιὰ τὰ ταπεινά. Ἐνῶ οἱ ἄλλοι ὁλοένα ταράζονται, ὁλοένα ἐξιχνιάζουνε. Πολλοὶ κατατρίβουνται μὲ πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ σημασία. Ρωτᾶνε, νὰ ποῦμε, νὰ μάθουνε γιὰ μένα τί σόι ἄνθρωπος εἶμαι, πῶς εἶναι τὸ σχέδιό μου, ἂν εἶμαι θαλασσινὸς καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο.
Ἀδελφέ μου ἂν σοῦ ἀρέσει ἡ συντροφιά μου, ἔλα ἐκεῖ ποὺ πηγαίνω, ἔλα νὰ νοιώσεις μαζί μου τὰ ὡραῖα ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὸν θησαυρὸ ποὺ ἔχουνε μέσα τους κρυμμένον οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι... Παράτησε πίσω σου τὴν ὑποκρισία τῆς ζωῆς κι ἔλα νὰ δροσισθεῖς στὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει κρυμμένη στὴ ρίζα τοῦ βουνοῦ, κοντὰ στὸ παλιὸ ἐρημοκκλήσι. Τί κάθεσαι κι ἐξετάζεις τὰ ἀνεξέταστα; Τί σὲ μέλλει ἂν εἶμαι τὴν ὄψη ἔτσι ἢ ἀλλοιῶς, ἐγὼ καὶ κάθε ἄλλος; Τί ρωτᾶς ἂν εἶμαι ψηλὸς ἢ κοντός, μαῦρος ἢ ἄσπρος; Σ᾿ αὐτὰ ποὺ διαβάζεις βρίσκεται ὁ ἑαυτός μου, τὸ πῶς περπατῶ, τὸ πῶς μιλῶ, δηλαδὴ ὁ σαρκικὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι πνεῦμα ὅπως ὁ Θεός. Αὐτὸ τὸ πνεῦμα νὰ σὲ ἐνδιαφέρει, αὐτὸ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σύσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπάνω ἀπ᾿ ὅλα νὰ ἀγαπᾶμε τὴν καλωσύνη. Νὰ χαιρόμαστε νἄμαστε καλοὶ καὶ νἄχουμε κοντά μας καλοὺς ἀνθρώπους. Κανένα πρᾶγμα δὲν εἶνε σὰν τὴν καλωσύνη. Τὸ πρόσωπό της λαμποκοπᾶ σὰν τὸν ἥλιο ποὺ χρυσώνει τὴν πλάση τὸ πρωὶ τῆς ἔμορφης μέρας τοῦ καλοκαιριοῦ. Τί εὐλογημένοι ποὺ εἶναι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι, οἱ πρόσχαροι, οἱ γλυκομίλητοι, οἱ ἁπλοί, οἱ ἀπονήρευτοι, οἱ πονετικοί, οἱ ταπεινοί! Τί ἀληθινὸς πλοῦτος μέσα σὲ μιὰ τέτοια καρδιά! Καὶ τί φτώχεια, τί μιζέρια, τί ἀσχήμια μέσα στὶς κακὲς ψυχές, στὶς ἐγωιστικές, κι᾿ ἂς φουσκώνουνε ἀπ᾿ ἔξω κι᾿ ἂς παραστένουνε τὸν πλούσιο! Πόσο ξεκουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὴ δροσιὰ τῆς καλωσύνης καὶ πόσο κουράζεται ἡ ψυχή μας ἀπὸ τὸν λίβα τῆς κακίας.
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2018



Ἔτσι τὸ θέλει ὁ Θεὸς
– Νὰ ξέρεις, παιδί μου, τίποτε δὲν ἔγινε εἰκῇ (ἄσκοπα) καὶ ὡς ἔτυχε. Ὅλα ἔχουν τὸν σκοπό τους. Καὶ τίποτα δὲν γίνεται χωρὶς νὰ ὑπάρχει αἰτία. Οὔτε μιὰ πευκοβελόνα δὲν πέφτει ἀπὸ τὸ πεῦκο ἄν δὲν θέλει ὁ Θεός. Γι’ αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ μὴ στενοχωριέσαι γιὰ ὅ,τι σοῦ γίνεται. Ἔτσι ἁγιαζόμαστε.
Νά! Ἐσὺ στενοχωριέσαι μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ βασανίζεσαι πότε μὲ τὴ γυναίκα σου καὶ πότε μὲ τὰ παιδιά σου. Αὐτὰ εἶναι ὅμως ποὺ σὲ κάνουν καὶ ἀνεβαίνεις πνευματικὰ ψηλά… Ἄν δὲν ἦσαν αὐτοί, ἐσὺ δὲν θὰ προχωροῦσες καθόλου. Σοῦ τοὺς ἔχει δώσει ὁ Θεὸς γιὰ σένα.
Μὰ θὰ μοῦ πεῖς -συνέχισε ὁ Γέροντας- εἶναι καλὸ νὰ ὑποφέρουμε ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους μας;
Ἔ! Ἔτσι τὸ θέλει ὁ Θεός. Καὶ ἐσὺ εἶσαι εὐαίσθητος πολύ, καὶ ἀπὸ τὴ στενοχώρια σου, σοῦ πονάει τὸ στομάχι σου καὶ ἡ κοιλιά σου ἐκεῖ χαμηλά.
– Ναί, μὰ εἶναι κακό, Παππούλη, νὰ εἶναι κάποιος εὐαίσθητος;
– Ναί, εἶναι κακὸ νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ εὐαίσθητος σὰν ἐσένα, γιατὶ μὲ τὴ στενοχώρια δημιουργεῖς διάφορες σωματικὲς ἀρρώστιες. Δὲν ξέρεις ἀκόμα ὅτι καὶ ὅλες οἱ ψυχικὲς ἀρρώστιες εἶναι δαιμόνια;
– Ὄχι…
– Ἔ, μάθε το τώρα ἀπὸ μένα…
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018



Ὅλος ὁ κόσμος βράζει σὰν σὲ καζάνι
-Γέροντα θὰ γίνη πόλεμος;
-Ἐσεῖς κάνετε προσευχή; Ἐγὼ ἔχω ἀπὸ τὴν ἄνοιξη μέχρι τὸ φθινόπωρο ποὺ κάνω ἐπιστράτευση προσευχῆς -ἀθόρυβα-, γιὰ νὰ μᾶς λυπηθῆ ὁ Θεός, νὰ ἀποφύγουμε τὴν ἐπιστράτευση καὶ τὸν πόλεμο. Εἶχα πληροφορία: «Κάνετε πολλὴ προσευχή, γιὰ νὰ ἐμποδιστοῦν οἱ Τοῦρκοι, διότι τὴν Κυριακὴ 16 Ὀκτωβρίου, ἔχουν σκοπὸ νὰ μᾶς χτυπήσουν» (εἰπώθηκε τὸν Νοέμβριο τοῦ 1983. Ἡ πληροφορία δὲν ἦταν ἀνθρώπινη ἀλλὰ θεϊκή). Δόξα τῷ Θεῶ, μέχρι στιγμῆς μᾶς φύλαξε ἡ Παναγία, ἂς εὐχηθοῦμε νὰ μᾶς προστατεύσει καὶ στὴ συνέχεια.
-Γέροντα, τώρα ποὺ πέρασε ἀπὸ ἐδῶ ὁ κίνδυνος, θὰ συνεχίσουμε νὰ προσευχώμαστε γι’ αὐτὸ τὸ θέμα;
–Μήπως ὑπάρχει τόπος χωρὶς πόλεμο; Τί θὰ πῆ «ἐδῶ» καὶ «ἐκεῖ»; Καὶ ἐκεῖ ποὺ τώρα ἔχουν πόλεμο ἀδελφοί μας εἶναι. Ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὕα δὲν εἴμαστε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι; Μοιράστηκε ὅμως ἡ οἰκογένειά μας, ἄλλοι εἶναι ἐδῶ, ἄλλοι ἐκεῖ. Μὲ τοὺς Ὀρθοδόξους εἴμαστε ἀδελφοὶ καὶ κατὰ σάρκα καὶ κατὰ πνεῦμα, ἐνῶ μὲ τοὺς ἄλλους εἴμαστε ἀδελφοὶ μόνον κατὰ σάρκα. Ἑπομένως, γιὰ ἕναν λόγο παραπάνω, πρέπει νὰ προσευχόμαστε μὲ περισσότερο πόνο γι’ αὐτούς, γιατί αὐτοὶ εἶναι πιὸ ταλαίπωροι.
-Γέροντα, αὐτὸ τὸ διάστημα ποὺ τὰ πράγματα εἶναι δύσκολα γιὰ τὴν Ἑλλάδα, κάνω πολὺ κομποσχοίνι, ἀλλὰ σκέφτομαι καὶ ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας δὲν κρέμεται ἀπὸ τὸ κομποσχοίνι μου.
-Δὲν εἶναι ὅτι ἡ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας κρεμάστηκε ἀπὸ τὸ κομποσχοίνι σου, ἀλλὰ τὸ νὰ σκέφτεσαι συνέχεια τὴν δυσκολία ποὺ περνάει ἡ Ἑλλάδα σημαίνει ὅτι πονᾶς τὴν πατρίδα καὶ ζητᾶς τὴν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήση.
Νὰ προσεύχεσθε νὰ ἀναδείξη ὁ Θεὸς πνευματικοὺς ἀνθρώπους, Μακκαβαίους, γιατὶ ὑπάρχει μεγάλη ἀνάγκη. Ἦρθε ὁ καιρὸς νὰ πολεμήση τὸ καλὸ μὲ τὸ κακό, γιατὶ τὴν παρανομία τὴν ἔχουν κάνει νόμο καὶ τὴν ἁμαρτία μόδα. Ὅταν ὅμως δεῖτε συμφορὲς στὴν Ἑλλάδα, τὸ κράτος νὰ βγάζη παλαβοὺς νόμους καὶ νὰ ὑπάρχη γενικὴ ἀστάθεια, μὴ φοβηθῆτε, θὰ βοηθήση ὁ Θεός.
-Ἔτσι ὅπως τὰ λέτε, Γέροντα, πρέπει νὰ τὰ ἀφήσουμε ὅλα καὶ νὰ δώσουμε τὶς δυνάμεις μας στὴν προσευχή.
-Μά, χωράει συζήτηση γι’ αὐτὸ τὸ πράγμα; Ὅλος ὁ κόσμος βράζει σὰν σὲ καζάνι. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ πολιτεία, ὅλα τὰ ἔθνη εἶναι ἄνω-κάτω! Καὶ τί ἐξέλιξη θὰ ἔχουμε κανεὶς δὲν τὸ ξέρει. Ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του! Ὅσο μπορεῖτε, νὰ εὔχεσθε ταπεινὰ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἔδωσε πολλὰ δικαιώματα στὸν πονηρὸ καὶ ταλαιπωρεῖται.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018



Ἤξιζε διὰ δέκα ἐφημερίδας...
Ἐν Ἀθήναις τῇ 6 Φεβρουαρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Μὲ τὸ τελευταῖον ἀτμόπλοιον δὲν σᾶς ἔστειλα γράμμα, διότι δὲν εὗρον ἐπιβάτην τινὰ εἰς ὃν νὰ τὸ δώσω. Τὰ δὲ ταχυδρομεῖα τῆς ξηρᾶς ἦσαν πρὸ πολλοῦ διακεκομμένα, ἕνεκα τοῦ σφοδροῦ χειμῶνος, ὅστις ἐμάστισεν ἐφέτος τὴν Στερεάν· ὡς καὶ εἰς τὰς Ἀθήνας εἴχομεν δὶς ἢ τρὶς ἄφθονον χιόνα καὶ ψῦχος ὑπερβολικόν. Δὲν ἔλαβον δὲ καὶ ἐγὼ ἐπιστολήν σας διὰ τοῦ ἀτμοπλοίου. Ἀλλ᾿ εὐτυχῶς ἦλθεν ὁ θεῖος Μωραΐτης, ὅστις ἄξιζε διὰ δέκα ἐπιστολάς, καὶ τὸν ἀπηλαύσαμεν ἐπὶ μίαν ἑβδομάδα. Ἦλθε δὲ καὶ ἡ θειὰ Ἀλεξανδρὼ τοῦ Ἀλογάκη, ἥτις ἤξιζε διὰ δέκα ἐφημερίδας, διότι μᾶς εἶπε τὰ νέα ὅλα τῆς Σκιάθου, ἐπίσημα καὶ ἀνέκδοτα.
Ὁ θεῖός μου Μωραΐτης ὡμίλησεν εἰς τὸν Ἅγ(ιον) Χαλκίδος, καὶ πιστεύω ὅτι θὰ τελειώσῃ ἤδη καὶ αὐτὴ ἡ ὑπόθεσις. Πιστεύω δὲ λέγω ὄχι διότι ὑπεσχέθη νὰ ὑπογράψῃ τὸ ἔγγραφον, ἂν καὶ τὸ ὑπεσχέθη, ἀλλὰ διότι ἤλλαξεν ἡ πολιτική, καὶ διὰ τοῦτο θὰ φυλάξῃ τὴν ὑπόσχεσίν του αὐτὴν την φοράν.
Παρέλειψα δὲ νὰ σᾶς γράψω ὅτι ἔλαβα μὲ τὸν Δημ. Ἀποστόλου τὴν ἐπιστολήν σας καὶ μίαν φανέλλαν, καθὼς καὶ δύο ἄλλας ἐπιστολὰς (τὴν μίαν τοῦ ἀδελφοῦ Γεωργάκη), διὰ μέσου τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χαλκίδος.
Σᾶς ἀσπάζομαι τὴν χεῖρα. Μῆτέρ μου, σοῦ φιλῶ τὴν δεξιάν.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξ. Παπᾶ Ἀδαμαντίου
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018


Εὐκαιρία νὰ δώσετε ἐξετάσεις
Ὅταν ἤμουν στὴν μονὴ Στομίου, ἦταν κάτω στὴν Κόνιτσα ἕνας παπὰς ποὺ μὲ ἀγαποῦσε ἀπὸ λαϊκὸ ἀκόμη. Μιὰ Κυριακὴ εἶχα κατεβεῖ νὰ λειτουργηθῶ στὴν Κόνιτσα. Ἡ ἐκκλησία ἦταν γεμάτη κόσμο. Τὴν στιγμὴ ποὺ ἔμπαινα, ὅπως συνήθιζα, στὸ ἱερό, εἶπα μέσα μου: «Θεέ μου, βάλε ὅλους αὐτοὺς τοὺς πιστοὺς στὸν Παράδεισο κι ἐμένα, ἂν θέλεις, βάλε με σὲ μιὰ ἀκρούλα».
Ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τῆς Θείας Κοινωνίας, ἐνῶ αὐτὸς ὁ παπὰς πάντα μὲ κοινωνοῦσε μέσα στὸ Ἱερό, γύρισε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ φώναξε δυνατά:
«Βγὲς ἀπὸ τὸ Ἱερὸ νὰ κοινωνήσεις ἀπ’ ἔξω τελευταῖος, γιατὶ εἶσαι ἀνάξιος». Βγῆκα ἔξω, χωρὶς νὰ πῶ τίποτε. Πῆγα στὸ ἀναλόγιο καὶ ἄρχισα νὰ διαβάζω τὴν ἀκολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως. Ὕστερα, καθὼς πήγαινα τελευταῖος νὰ κοινωνήσω, εἶπα μέσα μου: «Ὁ παπὰς φωτίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ μοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς εἶμαι. Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ με, τὸ κτῆνος».
Μόλις κοινώνησα, αἰσθάνθηκα μέσα μου μεγάλη γλυκύτητα. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, μὲ πλησιάζει ὁ παπὰς συντετριμμένος:
«Συγχώρεσέ με! μοῦ λέει. Πῶς τὸ ἔκανα αὐτό! Ἐγὼ μπροστά σου δὲν ἔβαζα οὔτε τὰ παιδιά μου οὔτε τὴν παπαδιά, οὔτε τὸν ἑαυτό μου. Τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔπαθα!». Ἔπεφτε κάτω, μοῦ ἔβαζε μετάνοια. Μοῦ ζητοῦσε συγγνώμη, προσπαθοῦσε νὰ μοῦ φιλήσει τὰ χέρια.
«Παπά μου, τοῦ λέω, μὴ στενοχωριέσαι. Δὲν φταῖς ἐσύ, ἐγὼ φταίω. Σὲ χρησιμοποίησε ὁ Θεὸς ἐκείνη τὴν στιγμή, γιὰ νὰ δοκιμάση ἐμένα».
Ὁ παπὰς δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τοῦ ἔλεγα καὶ τελικά, νομίζω, δὲν τὸν ἔπεισα. Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν ἐξαιτίας τῆς προσευχῆς ποὺ εἶχα κάνει. Κι ἐσεῖς, ὅταν βλέπετε μία ἀδελφὴ νὰ παραφέρεται καὶ νὰ σᾶς μιλάει ἄσχημα, νὰ ξέρετε ὅτι τὶς περισσότερες φορὲς ἡ αἰτία εἶναι ἡ προσευχὴ ποὺ κάνετε.
Ἐπειδὴ δηλαδὴ ζητᾶτε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ σᾶς δώση ταπείνωση, ἀγάπη, κ.λπ., παίρνει ὁ Θεὸς γιὰ λίγο τὴν Χάρη Του ἀπὸ τὴν ἀδελφὴ καὶ σᾶς ταπεινώνει καὶ σᾶς στενοχωρεῖ. Ἔτσι σᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ δώσετε ἐξετάσεις στὴν ταπείνωση, στὴν ἀγάπη. Ἂν ταπεινωθεῖτε, θὰ ὠφεληθεῖτε. Ὅσο γιὰ τὴν ἀδελφή, θὰ λάβει διπλὴ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ: καὶ γιατὶ τῆς πῆρε ὁ Θεὸς τὴν Χάρη, γιὰ νὰ δοκιμάσει ἐσᾶς, καὶ γιατὶ ταπεινώθηκε μὲ τὸ σφάλμα της καὶ ζήτησε συγχώρεση ἀπὸ τὸν Θεό. Ὁπότε καὶ ἐσεῖς ἐργάζεσθε στὴν ταπείνωση καὶ ἐκείνη γίνεται καλύτερη.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018



Ἐμεῖς θ' ἀγωνιζόμαστε
-Γέροντα, κανεὶς προσπαθεῖ νὰ προετοιμάζεται ὅσο μπορεῖ γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ὅμως βλέπει ὅτι ὁ ἐχθρὸς δὲν κάθεται, δηλαδὴ φέρνει λογισμοὺς πολλὲς φορὲς αἰσχρούς, βλασφήμους, ρυπαρούς, Τότε τί κάνει, τί πρέπει, πῶς νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσει;
- Ἄκουσε νὰ δεῖς, ἄνθρωποι εἴμεθα. Ἔ, ἄνθρωποι εἴμεθα, δὲν εἴμεθα ἄγγελοι. Φέρνει καὶ λογισμοὺς αἰσχρούς, φέρνει καὶ λογισμοὺς ὑπερηφανείας, φέρνει καὶ λογισμοὺς κατακρίσεως, ὅλα. Ἐμεῖς θ' ἀγωνιζόμαστε.
Ἄλλη φορὰ ἦρθε κάποιος ἐδῶ πέρα καὶ μὲ τὴν ὁμιλία προβήκαμε σὲ κατάκριση. Ἔπειτα πάω νὰ λειτουργήσω καὶ δὲν μπορῶ νὰ πῶ τὶς εὐχές. Βρέ, τί ἔκανα; λέω. Μπρός! Ἦρθε ὁ τάδε γείτονας καὶ κατακρίναμε κάτι δεσποτάδες καὶ τὸ αὐτό. Ἀπάνω στὴ Λειτουργία, λειτουργώντας, λέω: «Θεέ μου, συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Θεέ μου. Ἔσφαλα, Θεέ μου. Γιὰ ποιὸν εἶναι τὸ "ἔσφαλα", Θεέ μου; Ὑπάρχει καὶ γιὰ μένα συγχωρητικὴ εὐχή», λέω. «Ἔ, καλά, Θεέ μου, εὐλόγησον». Καὶ στὸ τέλος εἰρήνευσα καὶ λέω: «Ἅμα θέλεις ἄλλη φορά, κατάκρινε!»
Μεγάλο πράγμα εἶναι, μεγάλο κακὸ εἶναι ἡ κατάκρισις. Ἔ, ὡς ἄνθρωποι θὰ σφάλλουμε, παιδί μου. Ἀλλὰ τί; Καὶ ἡ ἐξομολόγησις εἶναι μυστήριο, παιδί μου.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2018



Σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου
Τελείωσαν οἱ ἐκλογές. Βῆκε ὁ Κωλέτης. Ὅτ᾿ ἦταν καὶ ἡ προσπάθειά μας αὐτείνη. Βήκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα βουλευταὶ ὁ Μεταξᾶς, ὁ Καλλεφουρνᾶς κι ὁ Βλάχος. Εἶπε ὁ Πρωτοϋπουργὸς νὰ κάμη κ᾿ ἐμένα γερουσιαστὴ καὶ ῾πασπιστὴ τοῦ Βασιλέως. Τοῦ εἶπα· «Ἐγὼ φκαριστιῶμαι ὁποῦ μπήκετε εἰς τὰ πράματα καὶ λείψαμεν ἀπὸ τὰ κακά, καὶ δὲν θέλω τίποτας. Τὸ ἴδιο εἶναι καὶ νὰ εἶμαι καὶ νὰ μὴν εἶμαι. – Ὄχι, ἀγαπητέ μου, μοῦ λέγει, πρέπει νὰ μπῆς καθὼς μιλήσαμεν καὶ μὲ τὸν Γαρδικιώτη, νὰ τηράξωμεν κι᾿ ὅποτε βροῦμεν τὴν περίσταση συνφώνως καὶ τὰ ἔξω. Καὶ πρέπει νὰ εἶσαι εἰς τὴν Γερουσίαν καὶ ῾πασπιστής. Καὶ θὰ σοῦ δώσω καὶ τὸν Μεγαλόσταυρον. – Τοῦ λέγω, ἀπὸ αὐτὰ δὲν θέλω τίποτας, οὔτε ἡ ὑγεία μου μοῦ τὸ συχωρεῖ διὰ ῾πηρεσίες. Καὶ σταυροὺς ἔχω κολλημένους εἰς τὸ σῶμα μου, ὁποῦ μοῦ τοὺς ἔδωσαν τὰ ντουφέκια τῶν Τούρκων καὶ δὲν μοῦ τοὺς παίρνει κανένας κι᾿ οὔτε ξεκολλᾶνε ἀπὸ τὸ σῶμα μου ὅσο νὰ πάγω εἰς τὸν τάφο. Ὅμως ἕνα σὲ περικαλὼ· εἰς τὴν πρωτεύουσα ἐδῶ νὰ βάλης ἕναν τίμιο δοικητή, ἕναν ἀστυνόμον τοιοῦτον, ἕναν ἀγρονόμον διὰ νὰ φυλᾶν τὴν τάξη. Ὅτ᾿ εἶναι καὶ ξένοι ἄνθρωποι καὶ θὰ κατηγοριέσαι ἐσὺ καὶ οἱ συντρόφοι σου. Καὶ νὰ βάλης καὶ δυὸ ἀρχηγοὺς τῆς ἐθνοφυλακῆς εἰς τὰ Ντερβένια καὶ εἰς τὸν δρόμον τῆς Χαλκίδος ν᾿ ἀραδίζουν οἱ ἄνθρωποι ἐλεύτερα, νὰ μὴν τοὺς γυμνώνουν καὶ κατηγοριέται ἡ πατρίδα καὶ ἐσύ· καὶ θὰ μᾶς λένε θερία ὁ ξένος κόσμος. Ὅτι τώρα εἶναι οἱ Βουλὲς καὶ θ᾿ ἀραδίζουν πολὺς κόσμος. Βάλε ἀρχηγοὺς ἀξιωματικούς της μπιστοσύνης σου· βάλε ἀπὸ τὸν Ρωπὸ τὸν Σκουρτανιώτη ὁποῦ ῾ναι φίλος σου, κατὰ τῆς Φήβας τὸν δρόμον τὸν Κριεκούκη, ὁποῦ ῾ναι κι᾿ αὐτὸς φίλος σου καὶ ντόπιοι καὶ οἱ δυό. Τὸ ἴδιον κᾶμε καὶ σὲ ὅλον τὸ Κράτος νὰ σβέση ἡ διχόνοια καὶ νὰ ἑνωθῆ πίσου τὸ Ἔθνος, νὰ μὴν εἴμαστε εἰς αὐτείνη τὴν ἄχλια κατάστασιν καὶ νὰ σκοτώνωνται ἄνθρωποι κάθε ὀλίγον· εἴμαστε λίγοι καὶ νὰ μὴν χαθοῦμεν ἀδίκως. – Μοῦ λέγει, σὲ εὐκαριστῶ, ἀγαπητέ, διὰ τὴν πρότασίν σου· εἶναι πατριωτικὴ καὶ θὰ τὴν ἀκολουθήσω. Εἶναι χρέος μου».
Καὶ σύναξε σὲ ὀλίγον καιρὸν καὶ τρογύρισε τὴν πρωτεύουσα μὲ τοὺς πλέον μπερμπάντες. Κι᾿ ἀστυνόμο – ἔβγαλε ἕναν ἀπὸ τὴν φυλακή, Γιαννάκη Κυργιακὸ τὸν λένε. Κι᾿ ὁ δήμαρχος κι᾿ αὐτὸς ὁ καλὸς ἄνθρωπος ὁ Κυργιακὸς φίλοι στενοί του Καλλεφουρνά· καὶ τοιοῦτο καὶ τὸ Δημοτικὸν Συνβούλιον· ὅτι τραβηχτήκαμεν οἱ ἄλλοι ἀπὸ μέσα, ὅσ᾿ εἴχαμεν συνείδησιν. Δὲν κόταγε ἄνθρωπος νὰ περπατήσῃ τὴν νύχτα εἰς τοὺς δρόμους. Τοιοῦτοι ὅλοι αὐτεῖνοι καὶ οἱ κλήτορες. Καὶ γίνονταν οἱ μεγαλύτερες κλεψὲς κι᾿ ἀτιμίες· καὶ σκότωμα τὴν νύχτα τοὺς τίμιους ἀνθρώπους, ὅσοι δὲν ἦταν μ᾿ αὐτοὺς καὶ εἶχαν καὶ κατάστασιν. Ἀπὸ τὸν Περαία ὡς ἐδῶ γύμνωναν τοὺς ἐμπόρους καὶ δὲν μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμουν τὴν δουλειά τους μόνοι τους, νὰ πᾶνε ἀπάνου καὶ κάτου χωρὶς συντροφιά. Κι᾿ ὅποτε ἔρχονταν χρήματα τοῦ ταμείου ἔπρεπε νὰ τὰ συντροφέψουν μὲ δύναμη εἰς τὴν Οἰκονομία ἀπὸ τὸν Περαία. Καὶ σκότωσαν καὶ γύμνωσαν τόσους ἀνθρώπους.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018



Ἀρκεταὶς ἐντροπαὶς ἔφαγα ἕως τώρα...
Ἐν Πειραιεῖ τῇ αʹ. Ἰανουαρίου 1870.
Σεβαστέ μοι πάτερ!
Ἔλαβον τὴν ἀπὸ τῆς 20 τοῦ ἄρτι λήξαντος μηνὸς τοῦ ἔτους ἐπιστολὴν ὑμῶν, ὡς καὶ τὸ δεκάδραχμον καὶ τὰ ζητηθέντα βιβλία. Ἡ ἐπιστολή σας μ᾿ ἐβύθισεν εἰς λύπην, διότι ἴδον ἐναργέστερον τὰ καθ᾿ ἡμᾶς.
Βεβαίως γνωρίζω ὅτι εἶμαι ἄχθος σπουδαῖον διὰ τὰ ἡμέτερα, ἅτινα εἶναι μικρὰ καὶ ἀπαιτοῦσι ταχεῖαν ἐπικουρίαν. Ἀλλὰ δὲν δύναμαι νὰ πράξω ἄλλο ἢ νὰ περιμένω (ἐπὶ τοῦ παρόντος) παρ᾿ ὑμῶν τὰ πάντα. Ἐὰν ἡ οἰκονομικὴ ἡμῶν κατάστασις εἶναι ὑπέρποτε δυσάρεστος, δὲν δύναμαι καὶ πάλιν νὰ πράξω ἄλλο, ἢ νὰ... διακόψω τὰς σπουδάς μου καὶ εἰσέλθω εἰς τὸν πρακτικὸν βίον. Δὲν εἶναι οὔτε ἐπιεικὲς οὔτε συμβιβάζεται μὲ τὰς ἕξεις καὶ τὰ ἤθη καὶ τὴν δειλίαν μου τὸ νὰ ζητῶ χρήματα ἀπὸ τὸν τυχόντα πατριώτην. Ἀρκεταὶς ἐντροπαὶς ἔφαγα ἕως τώρα...
Ἀλλὰ καὶ τὸ ποσὸν αὐτὸ τῶν χρημάτων, ἅτινα μοὶ ἀπεστείλατε ἐσχάτως δεικνύει ὅτι δὲν εἶναι ἡ ἔλλειψις τῆς καταλλήλου εὐκαιρίας πρὸς ἀποστολὴν χρημάτων, ἀλλ᾿ ἡ ἔλλειψις αὐτῶν δὴ τῶν χρημάτων, ἥτις μᾶς ἐνδιαφέρει. Μὴ μοὶ τὸ κρύπτετε. Ὤ, ἐὰν εἶχον σήμερον, αὐτὴν τὴν στιγμὴν ἕως πεντήκοντα δραχμὰς ἤθελον κάμει τὸν σταυρόν μου, ἀλλὰ δὲν τὰς ἔχω.
Σᾶς ἀσπάζομαι, παρακαλῶ τὸν Ὕψιστον νὰ χαρίσῃ ὑμῖν τὸ νέον ἔτος εὐτυχές.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2018


Θὰ σᾶς ρωτήσουν
Μὴν μιλᾶτε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὸν Κύριο, ἄν δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν γι' Αὐτόν. 
Ζῆστε ὅπως ὁ Κύριος καὶ οἱ ἴδιοι θὰ σᾶς ρωτήσουν γιὰ νὰ μάθουν...
Πατριάρχης Σερβίας Παῦλος

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2018


Οἱ φόροι 
Βάλετε φόρους, βάλετε εἰς τὴν πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε μὲ τὸ αἷμα μας τὴν ἄρρωστη πατρίδα
σεῖς τὸ κρασὶ καὶ τὸν καπνὸ ποὺ πίνετε μονάχοι
κι ἐμεῖς νὰ σᾶς κοιτάζομε μὲ μάτι σὰν γαρίδα
Βαριὰ φορολογήσετε καὶ τὸ νερὸ ποὺ τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, ἡ πλάτη μας ἀντέχει.

Ὅ,τι καλὸ κι ἂν ἔχουμε ἐπάνω σας ἂς μείνει
στὰ πρόσωπά μας ἂς χυθεῖ τοῦ μαρασμοῦ τὸ χρῶμα
μ’ ἐμᾶς τὸ ἰσοζύγιο τοῦ ἔθνους μας ἂς γίνει
φορολογῆστε καὶ αὐτὴ τὴ σάρκα μας ἀκόμα
τοῦ σώματός μας κόβετε καμιὰ παχιὰ λωρίδα
καὶ τρώγετέ την λαίμαργα μαζὶ μὲ τὴν πατρίδα.

Ὅ,τι κι ἂν τρώγουν οἱ πτωχοὶ τὸ ἔθνος ἂς τὰ τρώγει
ὅ,τι κι ἂν πίνουν οἱ πτωχοὶ τὸ ἔθνος ἂς τὰ πίνει
χορταίνετε σὰν Λούκουλοι μ’ ἐμᾶς τὸ σκυλολόγι
κι ἐμεῖς θὰ σᾶς γνωρίζουμε γι’ αὐτὸ εὐγνωμοσύνη.
Τέτοιοι χωριάτες ποὺ ‘μαστε ἀντέχουμε εἰς ὅλα
καὶ οὔτε τόσον εὔκολα τινάζουμε τὰ κῶλα.

Πρέπει νὰ εἶναι οἱ πολλοὶ πτωχοὶ καὶ πεινασμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι πάντοτε νὰ βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει νὰ στέκουν οἱ πολλοὶ στὰ σπίτια των κλεισμένοι
καὶ οἱ ὀλίγοι νὰ πηδοῦν ἐπάνω στὸ παλάτι
Πρέπει ὁ κόσμος ὁ πολὺς νὰ δέχεται τὰ βάρη
κι ὁ λιγοστὸς ἐπάνω του κανένα νὰ μὴν πάρει.

Μ’ αὐτὸν τὸν νόμον ἔζησε ὁ κόσμος καὶ θὰ ζήσει
τὴ δύναμή του προσκυνᾶ ἡ κάθε κοινωνία
Δὲν ἠμπορεῖ καθένας μας βεβαίως νὰ πλουτίσει
γιατί τοῦ κόσμου ἔπειτα χαλᾶ ἡ ἁρμονία
Φτώχεια καὶ πλοῦτος – ζήτημα τοῦ καθενὸς αἰῶνος:
Ἰδοὺ τὸ τέλος κι ἡ ἀρχὴ τοῦ φοβεροῦ ἀγῶνος

Λοιπὸν κανένας πρόστυχος κεφάλι μὴ σηκώσει
γιὰ τόσα νομοσχέδια μὴ βγάλει τσιμουδιὰ
Εἰς τῆς πατρίδας τὸν βωμὸν τὸ αἷμα του ἂς δώσει
χωρὶς ν’ ἀφήσει στεναγμὸν ἡ μαύρη του καρδιὰ
Κι ἂν τώρα πάλι ἔπεσεν ἐπάνω του ὁ κλῆρος
Πρέπει καὶ πάλι νὰ φανεῖ γενναῖος – μάρτυς – ἥρως.

Γεώργιος Σουρῆς

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018



Ἡ ζωὴ εἶναι σύντομη
Πρόσεξε μὴν παραγίνεις αὐτοκράτορας, μὴ σὲ ποτίσει αὐτὸ τὸ πνεῦμα, γιατὶ αὐτὸ μπορεῖ νὰ συμβεῖ.
Κράτησε τὸν ἑαυτό σου ἁπλό, καλό, ἀκέραιο, ἀξιοπρεπή, ἀνεπιτήδευτο, μὲ ἀγάπη γιὰ τὴ δικαιοσύνη, μὲ σεβασμὸ ἀπέναντι στοὺς θεούς, μὲ ἀγαθὴ διάθεση ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, μὲ στοργὴ γιὰ τοὺς δικούς σου, ἀμετακίνητο στὴν ἐκτέλεση τοῦ καθήκοντος.
Πάλεψε γιὰ νὰ μείνεις πάντα ὅπως θέλησε νὰ σὲ φτιάξει ἡ φιλοσοφία. Νὰ φοβᾶσαι τοὺς θεούς, νὰ προστατεύεις τοὺς ἀνθρώπους.
Ἡ ζωὴ εἶναι σύντομη. Ἕνας εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ἐπίγειας ζωῆς: μιὰ αἴσθηση ἱερότητας καὶ ἔργα ἀγάπης.
Μάρκος Αὐρήλιος (121-180 μ.Χ.)
Τὰ εἰς ἑαυτὸν

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018


Ὁ μετανοῶν ἀγαπᾶ, φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη
Οἱ ἀγωνιζόμενοι χριστιανοί, δὲν εἶναι χαζοχαρούμενοι, καρπαζοεισπράκτορες, ἀφελεῖς, ἁπλοϊκοί, ἐπιπόλαιοι, ρηχοί, μουντοί, παράξενοι καὶ ἀφηρημένοι.
Ἂν εἶναι ἔτσι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ χριστιανοί. Ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανὸς εἶναι ἐλπιδοφόρος, χαρούμενος, εἰλικρινής, τίμιος, ἀτόφιος καὶ ταπεινός.
Τὸ ξεκίνημα γιὰ τὴ διόρθωση τοῦ ἑαυτοῦ μου δὲν εἶναι διόλου ἐγωιστικό. Ἡ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μου μὲ κάνει κατανυκτικὸ καὶ ὄχι φοβισμένο καὶ ταραγμένο.
Ἡ πίστη ὅτι θέλω καὶ μπορῶ ν' ἀλλάξω, ὅτι εἶμαι ἕνας μεγάλος ἁμαρτωλός, δὲν πρέπει νἆναι ἕνα εὐχολόγιο καὶ μιὰ ταπεινολογία, ἀλλὰ λόγος καὶ πράξη βέβαιη, ἀκριβής, ἀμετάθετη.
Ἡ διαπίστωση τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Πανάγαθου Θεοῦ καὶ ἡ δική μου ἀνταρσία, ἀποστασία καὶ ἀλλοτρίωση, νὰ μοῦ δώσει δάκρυα θερμὰ εἰλικρινοῦς μετανοίας.
Ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ νὰ μὲ συγκινήσει, κατανύξει, συνταράξει καὶ ἀνορθώσει γιὰ τὴν ἐκζήτηση τῆς ἀστάθειας. Ἡ ἀρχὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας μου.
Αὐτὴ ἡ τίμια ἀποδοχὴ θὰ φέρει ἀπὸ Θεοῦ τὴ μετάνοια, ποὺ θὰ κάνει τὴν ψυχὴ νὰ μισήσει ὅ,τι κακὸ εἶχε ἀγαπήσει καὶ ν' ἀγαπήσει ὅ,τι καλὸ εἶχε λησμονήσει.
Κάποτε ρώτησαν ἕναν Ἁγιορείτη Γέροντα, τί εἶναι τὸ Ἅγιον Ὄρος;
Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἐδῶ ἔχουμε πολλοὺς ποὺ μετανοοῦν. Ἢ μᾶλλον ὅλοι εἴμαστε μετανοοῦντες». Ἄλλος Γέροντας εἶπε: «Ὁ μοναχὸς ἐνδύεται τὴ μετάνοια. Καίεται ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ζεῖ ἐν μετανοίᾳ». Αὐτὸς ὁ τελευταῖος λόγος εἶναι πολὺ σημαντικός.
Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι μιὰ παθητικὴ στάση, ὅπου κλαῖμε τὴ μοίρα μας καὶ καταριόμαστε τὴν τύχη μας, ἀλλὰ καύση τῆς καρδίας, κατὰ τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ τὸν Σύρο, γιὰ τὸν Θεό, τοὺς ἀνθρώπους καὶ ὅλη τὴν κτίση. Ὁ μετανοῶν ἀγαπᾶ, φλέγεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀγάπη στὴν καρδιά του καὶ προσπαθεῖ ν' ἀναπληρώσει τὸν χρόνο ποὺ ἔχασε στὴν ἁμαρτία. Λυπᾶται γιὰ τὶς πτώσεις του.
Δὲν ἄγχεται οὔτε νευριάζει μὲ τὸν ἑαυτό του, μὲ τὸ πῶς τὴν πάτησε αὐτὸς ὁ «σπουδαῖος», γιατί αὐτὸ φυσικὰ κρύβει πολὺ ἐγωισμό. Ἀγάπη στὸν Θεό, δίχως ἀγάπη στὸ συνάνθρωπο δὲν ὑπάρχει ποτέ.

Γέρων Μωϋσῆς Ἁγιορείτης

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018


Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν
Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὀναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις, τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. Ὁποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνές της, γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδημένοι, εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτον ἐκείνη ἄνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου…
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε κ᾽ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς, κ᾽ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.
ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. Ἐφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὖς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνες, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθη». Μ᾽ ἔθελγε, μ᾽ ἐκήλει, μ᾽ ἐκάλει ἐγγύς της. Ἐπόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω· νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμόν της, ὅστις θὰ ἦτον ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν᾽ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἁδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν᾽ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της, ν᾽ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλῶνας, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας… Καὶ ἂν δὲν μ᾽ ἐδέχετο, καὶ ἂν μ᾽ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμά της καὶ μ᾽ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἔπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαυῒδ θεολήπτου.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Γιὰ τὴ Μακεδονία
Πρὸς
Τοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς
τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Πολ­λοὶ ρω­τοῦν γιὰ τὸ ἂν ὑ­πάρ­χει πρό­βλημα μὲ τὴ συμ­με­τοχή τους στὸ συλ­λα­λη­τή­ριο τῆς Κυ­ρι­α­κῆς 4 Φε­βρου­α­ρίου γιὰ τὴ Μακεδονία. Ἐ­πειδὴ διά­φο­ρες δη­λώ­σεις καὶ τοποθετή­σεις καὶ ἀπὸ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πλευ­ρᾶς ἔ­χουν προ­κα­λέ­σει σχε­τικὴ σύγ­χυση, θὰ ἤθελα νὰ πῶ στὴν ἀ­γάπη σας δυὸ λό­για.
Ἕνα ἁ­γνὸ πα­τρι­ω­τικὸ συλ­λα­λη­τή­ριο, ποὺ μά­λι­στα στη­ρί­ζει τὰ ὅσα ἔ­χει πεῖ ἡ Ἱ­ερὰ Σύ­νο­δος στὴ σχε­τικὴ Ἀ­να­κοί­νωσή της,  ἀ­πο­τε­λεῖ, ὅ­πως καὶ οἱ ἐ­κλο­γὲς ἢ ἕνα δη­μο­ψή­φι­σμα, ἔκφραση τῆς λα­ϊ­κῆς βού­λη­σης, ἀρ­κεῖ νὰ μὴν τὸ κα­κο­ποι­ή­σουν ἀ­κρό­τη­τες καὶ κρυ­φὲς ποτα­πὲς σκο­πι­μό­τη­τες. Τὸ συλ­λα­λη­τή­ριο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης, ἄ­σχετα μὲ τοὺς λό­γους ποὺ ἀ­κού­σθη­καν, ἦ­ταν μία συγ­κλο­νι­στικὴ λαϊκὴ κραυγή, μιὰ φωνὴ ἀ­να­στε­να­γμοῦ πα­νε­θνι­κοῦ δι­α­με­τρή­μα­τος, ὅ,τι κα­λύ­τερο εἶδε ἡ πα­τρίδα μας τὰ τε­λευ­ταῖα χρό­νια. Ὁ τρό­πος τῆς ἀντίδρα­σης καὶ τῆς πο­λε­μι­κῆς αὐ­τῶν ποὺ τὸ ἀ­πορ­ρί­πτουν, ἀπὸ μό­νος του φα­νε­ρώ­νει τὴ ση­μα­σία καὶ τὴν ἀ­ξία του.
Εὐ­και­ρία νὰ μα­ζευ­τοῦμε ὅ­λοι μαζὶ καὶ στὴν Ἀ­θήνα καὶ νὰ δι­α­τρα­νώ­σουμε τὴν ἀ­γάπη μας στὴν πα­τρίδα καὶ τὴν ἀ­νάγκη μας γιὰ ἐ­θνικὴ ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια καὶ ὑπερη­φά­νεια. Ἀρ­κετὰ ἔ­χουμε πλη­ρώ­σει τὰ λάθη μας. Και­ρὸς νὰ ὀρ­θώ­σουμε ὡς λαὸς ὅ­λοι μαζὶ τὸ ἀ­νά­στημά μας καὶ νὰ ἀ­να­στή­σουμε τὴν ἀ­ξι­ο­πρέ­πειά μας.
Ρω­τοῦν με­ρι­κοὶ γιὰ τὸν Ἀρ­χι­ε­πί­σκοπο καὶ τὶς δη­λώ­σεις του. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπός μας ἁ­πλὰ εἶπε ὅτι προ­τι­μάει αὐ­τὸς τὰ δύ­σκολα καὶ ὄχι τὰ εὔκολα. Δὲν εἶπε νὰ μὴν κά­νουμε ἐ­μεῖς τὰ εὔ­κολα. Ἐ­μεῖς λοι­πὸν θὰ κά­νουμε ὡς λαὸς τὸ εὐ­λο­γη­μένο καὶ τόσο ὡ­ραῖο εὔ­κολο, τὸ νὰ βρε­θοῦμε ὅ­λοι μαζὶ καὶ νὰ συμ­βά­λουμε στὴ δυ­νατὴ φωνὴ τοῦ λαοῦ. Αὐτὸ εἶ­ναι πρά­γματι εὔκολο, ἀλλὰ πολὺ οὐ­σι­α­στικό. Ὅ­σοι λοι­πὸν μπο­ρεῖτε καὶ τὸ θέ­λετε, μὴ διστά­σετε νὰ τὸ κά­νετε. Ἡ εὐ­λο­γία τοῦ Θεοῦ θὰ εἶ­ναι μαζί σας. Μὴν ἀμφιβάλ­λετε κα­θό­λου.
Ἐν­νο­εῖ­ται ὅτι κι ἐγώ, πρῶτα ὁ Θεός, θὰ εἶ­μαι πα­ρὼν στὸ Σύν­τα­γμα τὴν ἐρχό­μενη Κυ­ρι­ακή 4 Φε­βρου­α­ρίου στὶς 2:00 μ.μ. μαζί σας.
Μετὰ πολ­λῶν εὐ­χῶν,

Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Σάββατο 3 Φεβρουαρίου 2018


Τὸν ξεκουράζω
Παρέβαλόν τινες τῶν γερόντων πρὸς τὸν Ἀββᾶ Ποιμένα καὶ εἶπον αὐτῷ· θέλεις, ἐὰν ἴδωμεν τοὺς ἀδελφοὺς νυστάζοντας εἰς τὴν σύναξιν, ἵνα νύξωμεν αὐτούς, ἵνα γρηγορῶσιν εἰς τὴν ἀγρυπνίαν; Ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· ἐγὼ τέως ἐὰν ἴδω τὸν ἀδελφὸν νυστάζοντα, τιθῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὰ γόνατά μου καὶ ἀναπαύω αὐτόν.
***
Πῆγαν κάποιοι γέροντες στὸν Ἀββᾶ Ποιμένα καὶ τοῦ εἶπαν·  ἐπιτρέπεις, ἂν ἰδοῦμε τοὺς ἀδελφοὺς νὰ νυστάζουν τὴν ὥρα τῆς ἱερῆς συνάξεως, νὰ τοὺς σκουντήσουμε λιγάκι, γιὰ νὰ μὴ κοιμοῦνται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας;

Ὁ Ἀββᾶς τοὺς ἀποκρίθηκε· ἐγώ, ἂν ἰδῶ τὸν ἀδελφό μου νὰ νυστάζει, τοῦ βάζω τὸ κεφάλι στὰ γόνατά μου καὶ τὸν ξεκουράζω.

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018


Ἀπόκρηες
Οἱ ἐκδηλώσεις τῆς Ἀποκρηᾶς ἀπὸ τοῦ 1887 ἔλαβαν πιὸ συγκεκριμένη μορφὴ μὲ τὴν ἵδρυσι τοῦ Κομιτάτου. Σκοπός του ἦταν ἡ κατὰ τὰ εὐρωπαϊκὰ πρότυπα παρέλασις ἁρμάτων μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸ ἅρμα τοῦ καρναβάλου, τῆς κωμικῆς αὐτῆς θεότητος τῆς Ἀποκρηᾶς καὶ τοῦ βασιλέως τῆς εὐθυμίας. Ἡ Ἐπιτροπὴ αὐτὴ γιὰ νὰ κινήσῃ περισσότερον τὸ ἐνδιαφέρον, ὥριζε καὶ χρηματικὰ βραβεῖα γιὰ τὰ καλύτερα στολισμένα καὶ πιὸ πετυχημένα σὲ σατυρικὴ ἔκφρασι ἅρματα καὶ ἄτομα. Ἡ ἵδρυσις τοῦ Κομιτάτου τῆς Ἀποκρηᾶς συνέπεσε μὲ τὴν παράλληλη ἵδρυσι ἐθνικῶν Κομιτάτων τῶν Σλαύων γιὰ τὴν κατάκτησι τῆς Μακεδονίας.
Ὁ «Ρωμηὸς» τοῦ Σουρῆ στὸ φύλλο τῆς 31.1.1887 ἀναγγέλλει τὴν ἵδρυσι τοῦ Κομιτάτου.
Ἐν μέσω τῆς πολεμικῆς τοῦ κόσμου παραζάλης,
ἀγγέλομεν εἰς τὸ κοινὸν μετὰ χαρᾶς μεγάλης
πῶς Κομιτάτον ἔγινε κι’ ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα,
ὁποῦ βραβεῖα, λέγεται, σπουδαῖα θὰ χαρίσῃ
εἰς ὅποιον θὰ μασκαρευθῆ μὲ κάποιαν ἐξυπνάδα
καὶ μὲ τὴν μασκαράτα του ἐντύπωσι θ’ ἀφήσῃ.
Ἐκτὸς δὲ τούτου, Ἕλληνες, κι’ ὁ Δῆμος Ἀθηναίων,
ὁποῦ πᾶν ἔργον βοηθεῖ μεγάλον καὶ γενναῖον,
κι’ αὐτὸς τὸ κατὰ δύναμιν πρὸς τὸ παρὸν θὰ κάμῃ
κι’ ἕνα σκοπὸν μεγαλουργὸν γενναίως θὰ συνδράμῃ,
καὶ θὰ βραβεύσῃ πρόθυμος μὲ μπόλικο παρᾶ
τὸν μᾶλλον εὐφυέστερον τῶν ἄλλων μασκαρᾶ.
Στὴν οἰκονομικὴ ἐνίσχυσι τοῦ Κομιτάτου συνέβαλαν καὶ οἱ ἔμποροι τῶν Ἀθηνῶν.
Πολὺς ὀφείλετ’ ἔπαινος εἰς τοὺς καλοὺς ἐμπόρους,
διότι λησμονήσαντες τοὺς δυσβαστάκτους φόρους
μὲ προθυμίαν ἔτρεξαν μικροί τε καὶ μεγάλοι
νὰ συσκεφθοῦν ἀπὸ κοινοῦ διὰ τὸ Καρναβάλι
καὶ χάριν τῶν Ἀπόκρεω νὰ κάμουν Κομιτάτον,
καθόλου μὴ φειδόμενοι βραβείων καὶ χρημάτων.
Ἀπευθυνόμενος δὲ πρὸς τὸν ἀθηναϊκὸν λαὸν, ἐξακολουθεῖ ὡς ἑξῆς:
Ἐμπρός, λοιπόν, εὐδαίμονες τοῦ ἄστεος πολῖται
καὶ ὅσον ἠμπορέσετε καλὰ μασκαρευθῆτε,
διότι στῶν Ἀπόκρεω τὸν κρότον καὶ τὸν σάλον,
ἐκεῖνος ποὺ καλύτερα μασκαρευθῇ τῶν ἄλλων
κι’ εἰς ὅλας τιμηθήσεται τὰς ἄλλας πρωτευούσας
καὶ τ’ ὄνομά του ζήσεται εἰς γενεὰς μελλούσας.
…Κι’ οὐδὲ χρημάτων νὰ φεισθῇ καὶ πνεύματος καὶ κόπου,
διὰ νὰ γίνῃ μασκαρᾶς ἀντάξιος τοῦ τόπου.
…Κι’ ἀφοῦ εὐδοκιμήσαμεν εἰς κάθε ἄλλον κλάδον
καὶ εἰς ἡμᾶς ἡ δύναμις τοῦ πνεύματος ἀνήκει,
θὰ εἶναι κρῖμα κι’ ἄδικον ἡ γῆ τῶν μασκαράδων
νὰ μὴ πρωτεύῃ πάντοτε καὶ στὸ μασκαραλῆκι.
…Κι’ ἀφοῦ ὁ κόσμος ἄρχισε γιὰ πόλεμο ν’ ἀνάβῃ
καὶ Κομιτάτα ἔκαμαν κι’ οἱ Βούλγαροι κι’ οἱ Σλαῦοι,
πρὸς ἀσφαλῆ κατάκτησιν τῆς γῆς τῶν Μακεδόνων,
κι’ οὐδὲ χρημάτων φείδονται πρὸς τοῦτο καὶ ἀγώνων,
ἄς κάμῃ ἕνα κι’ ἡ Ἑλλὰς διὰ τοὺς μασκαράδες,
καὶ ἄς σκορπίζῃ δι’ αὐτοὺς βραβεῖα καὶ παράδες.
Γιάννης Γέροντας
Ἡ ζωὴ τῆς παληᾶς Ἀθήνας ἀπὸ τὴ σάτυρα τοῦ «Ρωμηοῦ»

Τὰ Ἀθηναϊκὰ τ. 53, 1972