Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2021

 


Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου λόγοι

-Τὰ πουλιὰ ἔχουν φτερὰ γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τὶς παγίδες καὶ οἱ ἄνθρωποι τὸ λογικὸ γιὰ νὰ ἀποφεύγουν τὰ ἁμαρτήματα.

-Δὲν θὰ χρειάζονταν λόγια, ἂν ἔλαμπε ἡ ζωή μας. Δὲν θὰ χρειάζονταν δάσκαλοι, ἂν ἐπιδεικνύαμε ἔργα. Κανεὶς δὲν θὰ παρέμενε ἄπιστος, ἂν ἐμεῖς ἤμασταν πραγματικοὶ Χριστιανοί.

-Νὰ σεβόμαστε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, γιὰ νὰ μάθουμε νὰ σεβόμαστε καὶ τὸν Θεό. Ἐκεῖνος ποὺ εἶναι θρασὺς στοὺς ἀνθρώπους, εἶναι θρασὺς καὶ στὸν Θεό.

-Πραγματικὰ πλούσιος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἀναπαύεται στὰ λίγα.

-Τὸ πίπτειν ἀνθρώπινον, τὸ ἐμμένειν ἑωσφορικόν, τὸ μετανοεῖν θεῖον.

-Ὅταν διαθρέψης τὸν πένητα, σαυτὸν νόμιζε διατρέφειν.

-Ἄν σοῦ παρουσιαστεῖ καμιὰ λύπη, σκύψε στὴν Καινὴ Διαθήκη, σὰν σὲ ἀποθήκη φαρμάκων.

-Οὔτε ἡ δικαιοσύνη σου νὰ εἶναι ἄκαμπτη, οὔτε ἡ φρόνησή σου περίπλοκη. Παντοῦ τὸ μέτρο εἶναι τὸ ἄριστο.

-Κάθε ἐπιεικὴς καὶ πράος εὔκολα ὁδηγεῖται στὴ φιλανθρωπία, γιατί τὴ φτώχεια τῶν ἄλλων τὴ θεωρεῖ σὰν δική του δυστυχία.

-Τίποτε δὲν μᾶς ἀνακουφίζει τόσο πολύ, ὅσο ἡ θλίψη ποὺ μᾶς ἀπομακρύνει ἀπὸ ὅλα τὰ κοσμικὰ πράγματα.

-Ἕνας ἀπὸ τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο μὲ σῶμα καὶ ψυχή, δηλαδὴ μὲ ἕνα στοιχεῖο ὑλικὸ καὶ μὲ ἕνα πνευματικό, εἶναι καὶ τοῦτος: ὅταν κυριεύεται ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία, νὰ ταπεινώνεται ἀπὸ τὴν εὐτέλεια τοῦ φθαρτοῦ σώματος, καὶ ὅταν τοῦ ἔρχεται λογισμὸς ἐξευτελιστικὸς γιὰ τὴ θεόπλαστη φύση του, νὰ ἐνθαρρύνεται ἀπὸ τὴν εὐγένεια τῆς ἀθάνατης ψυχῆς του.

-Ὅταν δεῖς τὸ μέγεθος τῆς περιουσίας τῆς Ἐκκλησίας, σκέψου καὶ τὰ πλήθη τῶν ἐγγεγραμμένων φτωχῶν, τὰ πλήθη τῶν ἀρρώστων, τοὺς σκοποὺς τῶν χιλιάδων δαπανῶν, ὑπολόγισε, μέτρα, κανεὶς δὲν θὰ σὲ ἐμποδίσει, ἀλλὰ ἕτοιμοι εἴμαστε νὰ δώσουμε λογαριασμὸ γιὰ ὅλα.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

 


Μήτηρ Θεοῦ

Εἶναι καὶ λέγεται ἡ ἁγιωτάτη Παρθένος Μήτηρ κατὰ δυὸ τρόπους. Πρῶτον Μήτηρ Θεοῦ, καὶ δεύτερον Μήτηρ πάντων τῶν χριστιανῶν. Καὶ τοῦ Θεοῦ μὲν εἶναι Μήτηρ φυσική, τῶν δὲ Χριστιανῶν εἶναι Μήτηρ θετή. Εἶναι Μήτηρ Θεοῦ φυσική, ἀληθῶς Θεοτόκος, διότι ἀληθῶς ἐγέννησε αὐτὸν τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν ἀδιάφθορον αὐτῆς μήτραν, ὅπου ὁ θεῖος Λόγος ἐνυμφεύσατο τὴν σάρκαν καὶ ἥνωσεν εἰς ἀδιαίρετον ὑπόστασιν τὴν θείαν του μὲ τὴν ἀνθρωπίνην φύσιν. Ὑπὲρ φύσιν καὶ λόγον καὶ ἔννοιαν εἶναι Μήτηρ θετὴ πάντων τῶν Χριστιανῶν, διότι ἂν ἐμεῖς διὰ τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας, εἴμεθα ἀδελφοὶ θετοὶ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ἐγέννησε ἡ Παρθένος, καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς καθὼς λέγει ὁ Ἀπ. Παῦλος, εἶναι ἀνάμεσά μας ὡς πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς, ἕπεται ὅτι ἐμεῖς εἴμεθα υἱοὶ θετοὶ τῆς Θεομήτορος.

Τώρα ὡς Μήτηρ Θεοῦ, διὰ τὸ μητρικὸ ἀξίωμα πρέπει νὰ ἔχει ἀπὸ τὸν Θεὸ τόση χάρη, ὅση πρέπει νὰ ἔχει ἡ Μήτηρ ἀπὸ τὸν Υἱόν, καὶ πάλιν ὡς Μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, διὰ τὴν μητρικὴν ἀγάπη πρέπει νὰ δίδει τόση χάρη εἰς τοὺς Χριστιανούς, ὅση πρέπει νὰ δίδει ἡ μητέρα πρὸς τὰ παιδιά. Ἀλλ᾿ ἡ χάρη τὴν ὁποία ἔχει ἡ Παναγία Παρθένος ἀπὸ τὸν Θεό, πρέπει νὰ συμμετρῆται μὲ τὸ ἀξίωμα τῆς Μητρὸς τοῦ Θεοῦ, τοῦτο δὲ τὸ ἀξίωμα εἶναι ἄπειρον, λοιπὸν καὶ ἡ χάρη τὴν ὁποία λαμβάνει, εἶναι ἄπειρος, ὁμοίως καὶ ἡ χάρη ποὺ δίδει εἰς τοὺς χριστιανούς, πρέπει νὰ συμμετρῆται μὲ τὴν ἀγάπη τῆς Μητρὸς πρὸς τὰ τέκνα, τούτη δὲ ἡ ἀγάπη εἶναι ἄπειρος, λοιπὸν καὶ ἡ χάρη τὴν ὁποία δίδει εἶναι ἄπειρος.

Καὶ συμμετρῶντες πάλι τὴν ἄπειρον χάρη, τὴν ὁποία λαμβάνει ἀπὸ τὸν Θεό, ὡς Μήτηρ Θεοῦ, καὶ τὴν ἄπειρον χάρη τὴν ὁποία δίδει εἰς τοὺς Χριστιανοὺς ὡς Μήτηρ τῶν Χριστιανῶν, ἡ Παρθένος εἶναι πέλαγος χαρίτων. Ὡς Μήτηρ Θεοῦ, ἔχει περισσότερη ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ Ἀγγέλους τὴν παῤῥησία ἔμπροσθεν εἰς τὸν Θεὸν τὸν Υἱόν της, καὶ ὡς Μήτηρ τῶν Χριστιανῶν περισσότερες ἀπὸ ὅλους τοὺς ἁγίους καὶ Ἀγγέλους, χαρίζει τὰς εὐεργεσίας πρὸς ἡμᾶς τὰ παιδιά της.

Οἱ ἄλλοι ἅγιοι παρακαλοῦν ὡς δοῦλοι Θεοῦ, ἡ Παναγία Παρθένος παρακαλεῖ ὡς μήτηρ Θεοῦ. Ποίον παρακαλεῖ; Ἕναν Υἱὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον συνέλαβε, ἐγέννησε, ἔθρεψε, τὸν ὁποῖο ἀγάπησε μὲ ὅση ἀγάπη ὅλοι μαζὶ οἱ μακάριοι ἀγαποῦν τὸν Θεό, καὶ ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἠγαπήθη μὲ ὅση ἀγάπη ἔχει ὁ Θεὸς πρὸς ὅλους μαζὶ τοὺς μακαρίους. Ὅλοι οἱ ἅγιοι παρακαλοῦν τὸν Θεὸ ὡς αὐθέντη, ἡ Παναγία Παρθένος τὸν παρακαλεῖ ὡς Υἱόν. Διὰ ποιὸν παρακαλεῖ; Διὰ τοὺς χριστιανοὺς οἱ ὁποῖοι εἶναι παιδιά της κατὰ φύσιν ἀπόγονοι τοῦ αὐτοῦ γένους, τοῦ αὐτοῦ αἵματος, ἐξ οὗ καὶ αὐτὴ ἐγεννήθη καὶ κατὰ χάρη ἀδελφοὶ ἐκείνου τοῦ Υἱοῦ τὸν ὁποῖον ἐγέννησε. Οἱ ἄλλοι ἅγιοι παρακαλοῦν δι᾿ ἡμᾶς ὡς ἀδελφούς, ἡ Παναγία Παρθένος παρακαλεῖ δι᾿ ἡμᾶς ὡς διὰ παιδία.

Ὅποιος δὲν τιμᾷ καὶ δὲν εὐλαβεῖται τὴν μητέρα του, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται ἄνθρωπος, ὅποιος δὲν τιμᾷ καὶ δὲν εὐλαβεῖται τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζεται χριστιανός. Τίς δύναται νὰ καυχηθεῖ ὅτι εἶναι πιστὸς δοῦλος τοῦ Ἰησοῦ, ἂν δὲν εἶναι πιστὸς δοῦλος καὶ τῆς Μητρός Του; ἢ ὅτι εἶναι εὐλαβὴς τοῦ Υἱοῦ, χωρὶς νὰ εἶναι καὶ τῆς Μητρός; Χριστιανοί, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅσοι λατρεύετε καὶ προσκυνεῖτε τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τιμᾶτε καὶ εὐλαβεῖσθε καὶ τὸ ὄνομα τῆς Παρθένου Μαρίας, τῆς Μητρὸς τοῦ Ἰησοῦ καὶ μητρὸς ἡμῶν.

Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2021

 


Νὰ δεῖ τὸν ἑαυτόν του

Ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ δεῖ τὸν ἑαυτόν του, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἀγγέλους.

Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

 


Ἕνα τηλεφώνημα ἀπὸ τὸν Ἅγιο Πορφύριο

...Ἤμουν θλιμμένος μετὰ ἀπὸ πρόσφατο θάνατο προσφιλοῦς μου προσώπου. Σκεπτόμουν γιὰ μέρες τὸ θέαμα τοῦ ἐνταφιασμοῦ, τὴν κάλυψη τοῦ νεκροῦ μὲ τὸ χῶμα καὶ τὴν ἐπακόλουθη σήψη τοῦ σώματος. Πῶς θὰ ἦταν ὁ ἄνθρωπος ἐὰν δὲν ὑπῆρχε ἡ πτώση τῶν πρωτοπλάστων; Διαρκὴς χαρά, κανένα ἐρώτημα γιὰ τὴν αἰώνια μακαριότητά μας. Τώρα, «σκωλήκων βρῶμα καὶ δυσωδία». Ἐπάνω σ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις μὲ πέτυχε ὁ παππούλης μ᾿ ἕνα τηλεφώνημά του.

-Γιωργάκη, κάνεις ἰατρεῖο αὐτὴ τὴν ὥρα;

-Ὄχι, γέροντα, τελείωσα.

-Ἄνοιξε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον στὸ Ε΄ κεφάλαιο, στίχος 24, εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ διαβάζουμε στὶς κηδεῖες, καὶ διάβασέ το ἀργά ἀργά.

Ἄρχισα νὰ διαβάζω: «Ἀμήν, ἀμήν, λέγω ὑμῖν ὅτι ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με ἔχει ζωὴν αἰώνιον καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν».

Μὲ διέκοψε ἀπότομα.

-Τὸ κατάλαβες; Δὲν ὑπάρχει θάνατος! Δὲν θὰ δοκιμάσουμε τὴν «πεθαμενίλα»! «Μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν». Πόσο μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός... Καὶ αὐτὸ τὸ φρόντισε. Τὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος τῆς Νεκρώσιμης Ἀκολουθίας: «Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεὸς τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ». Τὸ σκέφθηκες ποτὲ αὐτὸ τὸ «ἄξει σὺν αὐτῷ;» Ὁ Θεὸς δὲν θὰ συγκεντρώσει ἐκεῖ πτώματα. Ζωντανοὺς θὰ μαζέψει κοντά Του. Στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἀναστήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση. Καλά σοῦ τὸ εἶπα: δὲν θὰ δοκιμάσουμε «πεθαμενίλα». Τὸ κατάλαβες;

Καὶ ἔκανε μιὰ θαυμάσια περιγραφὴ τῆς ζωῆς κοντὰ στὸν ἀναστάντα Χριστό.

-Ἐκεῖ θὰ ὑμνοῦμε τὴν Ἁγία Τριάδα, μὲ τὰ Σεραφεὶμ καὶ τὰ Χερουβείμ, ἀενάως. Ναί, ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀνάξιοι, γιατὶ τόσο πολὺ μᾶς ἀγάπησε ὁ Θεός...

Ἡ φωνή του ἔσβηνε σιγὰ σιγὰ ἀπὸ τὴ συγκίνηση.

-Κλαίω, βρὲ Γιωργάκη, ἀπὸ χαρά. Τί οὐράνια πράγματα εἶναι ἐτοῦτα ποὺ μᾶς δωρίζει ὁ Θεός!

Γεώργιος Παπαζάχος

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2021

 


Ἡ ἐλευθερία

Ἡ ἐλευθερία κατὰ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία δὲν ἔγκειται στὴν ἀπεριόριστη δυνατότητα ἱκανοποήσεως τῶν ἀτομικῶν ἐπιθυμιῶν. Ἡ ἐλευθερία αὐτὴ εἶναι ἐμπαθὴς ὑποδούλωση στὴ φιλαυτία. Καὶ αὐτὸ σημαίνει ὅτι εἶναι ριζικῶς ἀντίθετη πρὸς τὴν χριστιανικὴ ἔννοια τῆς ἐλευθερίας. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία συνυφαίνεται μὲ τὴν ὑπέρβαση τῆς φιλαυτίας. Ἄλλωστε ἔτσι μόνο ἡ ἐλευθερία τοῦ ἑνὸς δὲν προσβάλλει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου. Ἡ πραγματικὴ ἐλευθερία πηγάζει ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ βιώνεται ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους.

Ἡ ἀπόκτηση τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς προϋποθέτει τὴν πλήρη αὐταπάρνηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴν ἐλεύθερη καὶ πλήρη αὐτοπροσφορά του στὸ θεῖο θέλημα καὶ μὲ τὴν μετοχή του στὴν θεία ζωὴ κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τὴν πραγματικὴ ἐλευθερία του, ἀλλὰ καὶ κάνει πάντοτε τὸ κατὰ φύση θέλημά του. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει ὁ Ἀββὰς Δωρόθεος, μὴ ἔχοντας δικό του θέλημα, κάνει πάντοτε τὸ δικό του θέλημα, γιατί ὅ,τι καὶ ἂν γίνεται τὸν ἀναπαύει, ἀφοῦ δὲν γίνεται ὅπως τὸ θέλει, ἀλλὰ τὸ θέλει ὅπως γίνεται.

Ἐφόσον ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι αἴτιος τοῦ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ καὶ ἀκόμα περισσότερο ἐφόσον εἶναι δοῦλος τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι πραγματικὰ ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία ποὺ περιορίζεται στὸν φθαρτὸ κόσμο καὶ ἀπειλεῖται ἀπὸ τὸν θάνατο δὲν εἶναι ἀληθινή. Ἡ καθήλωση στὴν ἐγκοσμιότητα δὲν περιορίζει μόνο, ἀλλὰ καὶ ἀφανίζει τελικὰ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία ἔχει ἀπεριόριστους ὁρίζοντες. Ἔρχεται ὡς καρπὸς νίκης ἐναντίον τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου καὶ μετοχῆς στὴν ἄφθαρτη καὶ αἰώνια ζωή. Μὲ τὴν ἐλευθερία αὐτὴ διασκελίζει ὁ ἄνθρωπος ὅλους τοὺς περιορισμοὺς τοῦ κόσμου καὶ ἐπεκτείνεται στὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ἀπειρότητα.

Ἀπὸ τὴν στιγμὴ τῆς εἰσόδου του στὴν Ἐκκλησία ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται σὲ μία παράδοξη προοπτική. Καλεῖται νὰ γνωρίσει τὴν ἀληθινὴ ἀγάπη μισώντας καὶ τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του. Καλεῖται νὰ βρεῖ τὴν ἐλευθερία περνώντας μέσα ἀπὸ μία τέλεια δουλεία. Καλεῖται τέλος νὰ κατακτήσει τὴν ζωὴ παραδιδόμενος στὸν θάνατο.

Στὸ Γεροντικὸ διαβάζουμε: «Ἀδελφὸς ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶ Μωυσέα λέγων· ὁρῶ ἐνώπιόν μου πρᾶγμα, καὶ οὐ δύναμαι αὐτὸ κατασχεῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ γέρων· ἐὰν μὴ γίνῃ νεκρὸς ὡς οἱ ταφέντες, οὐ δύνασαι αὐτὸ κατασχεῖν».

Ἡ νέκρωση αὐτὴ γίνεται πηγὴ ἀκατάλυτης ζωῆς. Μὲ τὴν ἀποδοχὴ τῆς νεκρώσεως, στὴν ὁποία κορυφώνεται ἡ παραδοξότητα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, δὲν φαλκιδεύεται ἡ ἀνθρώπινη φύση, ἀλλὰ ἀντιθέτως ὁδηγεῖται στὴν τελείωσή της. Πεθαίνει σὰν τὸ σιτάρι, γιὰ νὰ φέρει «πολὺν καρπὸν».

Γεώργιος Μαντζαρίδης

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2021

 


Ἕνας χριστιανισμὸς στὰ μέτρα μας

Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τῆς βρεφικῆς ἡλικίας σιγά σιγά παύει νά μεγαλώνει μέ τόν Θεό. Ἀλλιῶς διαπαιδαγωγοῦνται τά παιδιά σήμερα. Δέν παιδαγωγοῦνται ἐν Θεῶ. Δέν ὡριμάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς θεανθρώπινη προσωπικότητα. Ἀκόμα καί αὐτοί οἱ χριστιανοί συχνά φτιάχνουν ἕναν χριστιανισμό στά μέτρα τους.

Ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν κόσμο καί παραδέχεται τήν Ἐκκλησία. Παραδέχεται τήν Ἐκκλησία καί ζεῖ τόν κόσμο. Ἔχει κοινή ζωή καί ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ζεῖ κοινή ζωή. Αὐτός εἶναι ὁ πεπτωκός ἄνθρωπος! Γι’ αὐτό καί ἡ Θ.Λειτουργία, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἁπλῶς καλλωπίζει τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν… τήν γεμίζει. Δέν εἶναι ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ διασπάθιση τοῦ χρόνου καί οἱ μέριμνες ἐπιφέρουν τόν ἐξοβελισμό τῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας.

Ποιός πηγαίνει στόν Ἑσπερινό, στόν Ὄρθρο; Πόσοι κάνουν Ἀπόδειπνο; Ποιοί γνωρίζουν τίς ἀκολουθίες μας; Ποιοί ἀκούουν κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ πλοῦτος τῶν ἀκολουθιῶν παραχωρεῖται, σπρώχνεται σέ κάποια γωνία. Θεωρεῖται ἀρκετό μόνο ἡ Θεία Λειτουργία – μάλιστα ὄχι καί ὁλόκληρη ἡ ἀκρόασή της – ὡς ἕνα ἑβδομαδιαῖο ἱερό θέαμα καί ἀκρόαμα.

Οἱ πιστοί μας ἀναπαύονται μέ τήν παρουσία τους στήν Ἐκκλησία, μερικοί δέ προσθέτοντες καί τήν Θεία Κοινωνία νομίζουν ὅτι εἶναι καλύτεροι ἀπό ὅσους μόνο παρίστανται. Ἔτσι ὅμως ἡ Λειτουργία δέν μᾶς τρέφει, δέν μᾶς ἀλλοιώνει, δέν μᾶς ἀνεβάζει σέ θεία βιώματα.

Πιστεύομε στήν ἁγιότητα καί τήν Θεία ἐπιφάνεια, ἀλλά δέν ἐννοοῦμε τήν ἁγιότητα ὡς προσωπική μας μέθεξη καί ἰδιότητα καί ἐνώπιον τῆς θείας ἐπιφανείας δέν διατιθέμεθα «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας», γιά νά γίνουμε ἐμεῖς ἅγιοι.

Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2021

 


Σὰν νὰ πετᾶς πέτρες

Τὸ νὰ κηρύττης εἶναι τόσο εὔκολο, σὰν νὰ πετᾶς πέτρες ἀπὸ ἕνα ψηλὸ καμπαναριὸ κάτω, ἐνῶ τὸ νὰ πράττης τὰ κηρυττόμενα εἶναι τόσο δύσκολο, σὰν νὰ τὶς κουβαλᾶς ἐκεῖ πάνω.

Ὁσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2021

 


Ὁ κόσμος δὲν χρειάζεται πολιτικὴ Ἐκκλησία

Ὅσο βαθειὰ καὶ ἂν εἶναι ἡ ταραχή μας γιὰ τὶς ἀδικίες κάποιου συστήματος, ἡ ἀλλαγή του πρέπει νὰ συνδέεται μὲ μακρὰ διαδικασία ἀνυψώσεως τοῦ ἠθικοῦ ἐπιπέδου τῶν ἀνθρώπων ἐν γένει. Δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ πραγματοποιήσουμε ἐκβιαστικὲς πράξεις -ἀκόμη καὶ ἐπάνω στοὺς ἐκβιαστές- στὸ Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μποροῦμε ὅμως νὰ ἐλέγξουμε τὴν ἀδικία, ζώντας μὲ ἔνταση, γιὰ νὰ φυλάξουμε τὴ δικαιοσύνη πρὸς ὅλους, καὶ τὸ κάνουμε ὅταν βλέπουμε ὄφελος ἀπὸ τὸν λόγο μας.

Ἡ τέλεση τῆς ἴδιας της θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία εἶναι θυσία γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων, εἶναι ἡ ὑψηλότερη ἀπὸ ὅλες τὶς συμμετοχὲς στὴ δύσκολη διακονία πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα.

Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ παρεκκλίνουμε ἀπὸ τὸν σκοπὸ νὰ παραμείνουμε στὸ φῶς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου. Ἂν γίνουμε μία ἀπὸ τὶς σκοτεινὲς δυνάμεις ποὺ πολεμοῦν γιὰ τὴν ἐπικράτηση ἐπάνω στοὺς ἀδελφούς, θὰ ἐπισκιάσουμε τὸ φῶς ποὺ ἔφερε στὴ γῆ ὁ Θεός. Αὐτὸ ἀσφαλῶς τὸ ἔγκλημα εἶναι περισσότερο ἐπιζήμιο γιὰ μᾶς ἀπὸ κάθε ἄλλο. Ὁ κόσμος δὲν χρειάζεται «πολιτικὴ Ἐκκλησία». Ὁ ὑποβαθμισμένος χαρακτήρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες ὁδήγησε στὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ αὐτὴν μεγάλου πλήθους πιστῶν. Μποροῦμε νὰ ἀποκαταστήσουμε τὴ μεγάλη λάμψη τῆς Ἐκκλησίας μόνο μὲ τὴν ἀκραία προσπάθεια νὰ ζήσουμε χριστιανικά, εὐαγγελικά, χωρὶς νὰ στρέφουμε τὴν προσοχή μας στὸ πῶς θὰ μᾶς συμπεριφερθοῦν οἱ σύγχρονοί μας.

Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε τὴν πρόσκαιρη ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἐγκαταλείφθηκε ἐντελῶς μόνος κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ Γολγοθᾶ Του, ἂς μᾶς ἐνισχύει νὰ βαδίσουμε στὰ ἴχνη Του.

Δὲν ἀποκλείεται ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς, γιὰ νὰ σταθεῖ στὴν πίστη, νὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀντισταθεῖ σὲ ὅλο τὸν ὑπόλοιπο κόσμο. Ἂς εἶναι αὐτοὶ δισεκατομμύρια· ἂς μᾶς θεωροῦν μωροὺς ὅλοι οἱ διανοούμενοι καὶ οἱ ἀμαθεῖς. Ἡ ἀπάντησή μας θὰ εἶναι μία: «Ὅσο μικρὸς καὶ ἀσήμαντος καὶ ἂν εἶμαι, ὡστόσο, ἐν Χριστῷ, ἐγὼ εἶμαι σωστὸς καὶ ὄχι ἐσεῖς ποὺ εἶστε μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό».

Οἱ οἰκουμενικὲς κινήσεις δὲν θὰ σώσουν τὴν κατάσταση τῶν πραγμάτων, ἐφόσον ἡ ἕνωση τῶν Χριστιανῶν ἐπιδιώκεται σὲ κατώτερο ἐπίπεδο καὶ ἀπορρίπτεται ἡ ἀναζήτηση τῆς πληρότητος, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «μαξιμαλισμός».

Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

 


Φώτης Κόντογλου, ὁ μυστικὸς κῆπος τῆς πονεμένης Ῥωμιοσύνης (Α)

«Σὲ βεβαιώνω πὼς αἰσθάνομαι στεναχώρια καὶ θλίψη ὅποτε δημοσιευθεῖ τίποτα γιὰ μένα. Ἀνέκαθεν ἀπέφευγα τὰ δοξάρια. Πολὺ φτηνὸ πράγμα. Ἀφοῦ εἶπα πολλὲς φορὲς νὰ μὴ γράψω πιὰ νὰ μὲ ξεχάσουν. Τί ὄμορφο πράγμα νὰ ζεῖς ξεχασμένος!». Ναί· ξεχασμένος ἀλλὰ καὶ χαρούμενος, γιατὶ ὅπως λὲς «ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς ποὺ τὶς ἀξιώνονται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός».

Θὰ σὲ ὑπακούσουμε εὐγνωμόνως. Θὰ μᾶς ἐπιτρέψεις ὅμως νὰ καταθέσουμε ἐρανίσματα ἀπὸ τὸ ἔργο σου καὶ τὴν κριτικὴ αὐτῶν, ποὺ σὲ γνώρισαν. Γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ μόνον, ποὺ ἦταν τὸ κέντρο τῆς ζωῆς σου καὶ σὲ ἀνέδειξε σὲ μία νευραλγικὴ γιὰ τὴν οἰκουμένη ἐποχή, ὅταν ἄρχιζε ἡ κρίση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ, καὶ σὲ ἔθεσε «εἰς κεφαλὴν γωνίας» τῆς ἱστορίας τοῦ νεοελληνικοῦ πολιτισμοῦ.

ΜΥΣΤΗΡΙΟ: «Τὸ κάθε τι εἶνε τυλιγμένο μέσα σὲ μυστήριο. Αὐτὸ τὸ μυστήριο θέλουνε νὰ βγάλουνε οἱ σημερινοὶ ἄνθρωποι. Μὰ ξεγυμνώνουνε τὸν ἑαυτό τους ἀπὸ κάθε βαθὺ αἴσθημα. Ἀφοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ τῆς σήμερον θέλουνε νὰ κάνουνε τὸν Χριστιανισμὸ χωρὶς μυστήρια, δηλαδὴ χωρὶς Χριστό. Ἂν δὲν νοιώθεις μυστήριο σὲ ὅ,τι βλέπεις, σὲ ὅ,τι ἀκοῦς, σὲ ὅ,τι πιάνεις, εἶσαι στ᾿ ἀλήθεια πεθαμένος ἄνθρωπος. Θυμᾶμαι τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα πιὸ φυσικὴ ζωή, πὼς ὅλα μὲ κάνανε νὰ βουτῶ βαθειὰ μέσα μου καὶ νὰ βρίσκω κάποια ἀλλόκοτα πετράδια, καὶ κάποια μαργαριτάρια μιᾶς ξωτικῆς θάλασσας».

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ: «Ὅπως τὰ βλέφαρα ἀγγίζουνε τόνα τ᾿ ἄλλο, ἔτσι κι οἱ πειρασμοὶ εἶνε κοντὰ στοὺς ἀνθρώπους. Καὶ τὰ οἰκονόμησε ὁ Θεὸς μὲ σοφία, γιὰ τὴ δική σου ὠφέλεια, γιὰ νὰ χτυπᾶς μὲ ὑπομονὴ τὴν πόρτα Του, καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῶν λυπηρῶν νὰ Τὸν θυμᾶται ὁ λογισμός σου, καὶ νὰ Τὸν σιμώσεις μὲ τὴν προσευχή, καὶ ν᾿ ἁγιαστεῖ ἡ καρδιά σου μὲ τὸ νὰ Τὸν συλλογίζεσαι. Καὶ σὰν τὸν ἐπικαλεστεῖς θὰ σ᾿ ἀκούσει, καὶ θὰ μάθεις πῶς ὁ Θεὸς εἶνε Κεῖνος ποὺ θὰ σὲ γλυτώσει. Καὶ θὰ νοιώσεις Κεῖνον ποὺ σ᾿ ἔπλασε καὶ ποὺ νοιάζεται γιὰ σένα καὶ ποὺ σὲ φυλάγει καὶ πώπλασε διπλὸ τὸν κόσμο γιὰ σένα, τὸν ἕνα σὰν δάσκαλο καὶ πρόσκαιρο παιδευτή, τὸν ἄλλο σὰν πατρογονικὸ σπίτι σου καὶ αἰώνια κληρονομιά σου. Δὲν σ᾿ ἔκανε ὁ Θεὸς ἀπαλλαγμένο ἀπ᾿ τὰ λυπηρά, μήπως θαρρευόμενος στὴν Θεότητα, κληρονομήσεις ὅ,τι κληρονόμησε κεῖνος, ποὺ πρῶτα λεγότανε Ἑωσφόρος, κι ὕστερα γίνηκε Σατανᾶς καὶ πάλι δὲν σ᾿ ἔκανε ἀλύγιστον καὶ ἀσάλευτον, γιὰ νὰ μὴ γίνεις σὰν τ᾿ ἄψυχα τὰ κτίσματα καὶ σοῦ δοθοῦνε τὰ ἀγαθὰ δίχως κέρδος καὶ δίχως μισθό, ὅπως στὰ ἄλογα εἶνε τὰ φυσικὰ χαρίσματα τὰ χτηνώδικα. Γιατὶ εἶνε εὔκολο σ᾿ ὅλους νὰ καταλάβουνε πόση ὠφέλεια καὶ πόση φχαρίστηση καὶ ταπείνωση κερδίζει ὁ ἄνθρωπος περνώντας τοῦτα τὰ μπόδια».

ΠΡΟΣΕΥΧΗ: Ἦταν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, ὄχι μόνο γιατὶ προσευχόταν ἢ ἔψελνε συνεχῶς τὴν ὥρα, ποὺ ζωγράφιζε, ἀλλὰ γιατὶ ποτὲ δὲν τὸν ἄφησε ἡ μνήμη τοῦ Θεοῦ, καὶ εἴτε μιλοῦσε, εἴτε ζωγράφιζε, εἴτε ἔγραφε, τὸ ἔκανε γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ νὰ δοῦν φῶς τὰ ἀδέλφια του, ποὺ πασπάτευαν ἀπελπιστικὰ στὸ σκοτάδι. «Εἶναι μεγάλο πράγμα νὰ μπορεῖς νὰ μιλᾶς στὸν Θεὸ τὴν ὥρα ποὺ δουλεύεις! Ἂς εἶσαι εὐλογημένος, Κύριε». Ἡ εὐγνωμοσύνη του ξεχείλιζε σ᾿ ὅλα τὰ γραψίματά του, γιὰ ὅλα ὅσα τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, εὐχάριστα καὶ δυσάρεστα. Τὸν γέμιζε ἡ ἐπικοινωνία του μὲ τὸν Θεό. «Μὴ σκέπτεσαι τόσο πολύ», ἔγραψε στὸν Α.Κ.. «Προσεύχου καὶ συγκέντρωσε τὸν ἑαυτό σου... Πόσο ἁπλὰ εἶναι τὰ πράγματα γιὰ ὅποιον ἔχει πίστη καὶ μπερδεμένα γιὰ ὅποιον δὲν ἔχει... Ἐν τῇ "διανοήσει" οὐκ ἔστι μετάνοια... Οἱ τέτοιοι θὰ ἀπομείνουν γιὰ πάντα ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τῶν ἁπλῶν προβάτων. Αὐτοὶ ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ "προβλήματα" κι ὄχι ἀπὸ σωτηρία. Πίστις τίποτα».

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2021

 


Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργῆ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ πατριάρχης δέν εἶναι πάπας· ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό —κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!— ὁ πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.

Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνη ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕναν ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλον γιά τό ἄλλο. Βλέπεις, καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἔτσι καί ἐδῶ λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχη ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνῆ, ἄν δέν ζητήση νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ.

Ἄν δέν συμφωνῆ καί ὑπογράψη, χωρίς νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πῆ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργῆ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά Μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέη καί νά καταχωρίζη ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάη, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύη, γιά νά τά ἔχη καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2021

 


Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος

Στό Γεροντικό ἀναφέρεται γιά μία κοπέλα ἐλευθέρων ἠθῶν, ἡ ὁποία παλαιότερα ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού βοηθοῦσε τούς μοναχούς. Ὅταν ἔπεσε σέ αὐτά τά δίκτυα τῆς πορνείας, πῆγε ἕνας γέροντας μεγάλος νά τή συναντήσει καί νά τή βγάλει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅταν πῆγε, ἡ ὑπηρέτρια δέν τόν ἄφηνε νά μπεῖ μέσα καί αὐτός ἐπέμενε. Ἡ κοπέλα ὑπολόγισε πώς ἴσως νά ἔχει κάτι πολύτιμο νά τῆς δώσει, ἴσως κανένα μαργαριτάρι πού βρῆκε στόν δρόμο του. Τότε τοῦ ἐπέτρεψε νά μπεῖ μέσα καί αὐτή εὐπρέπισε τόν ἑαυτό της, ὅπως κάθε ἄλλη φορά καί τόν περίμενε. Μπῆκε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης καί ἄρχισε νά κλαίει. Αὐτή τόν ρώτησε, γιατί κλαίει καί αὐτός τῆς εἶπε: «τί ἔχεις κατά τοῦ Ἰησοῦ καί ἔφτασες σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Ἀμέσως διερράγηκε αὐτό τό πέπλο τῆς ἁμαρτίας, καί τόν ρώτησε ἄν ὑπάρχει μετάνοια. Τῆς ἀπάντησε πώς ὑπάρχει. Αὐτή τότε ἄφησε τή ζωή πού ἔκανε καί ἔφυγε μαζί του. Στόν δρόμο ὅμως πέθανε καί σώθηκε.

Ἄν εἴχαμε καί ἐμεῖς σήμερα τήν καρδιά καί τήν ψυχή τῶν ἁγίων καί βλέπαμε ὅλη αὐτή τή σαρκική διαφήμιση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὅλες τίς διαφημίσεις καί τά ἔργα, θά εἴμαστε πολύ θλιμμένοι, γιατί θά βλέπαμε αὐτό τό σῶμα πού ὁ Χριστός τό κάλεσε εἰς δόξαν νά ἐκτίθεται κατά τέτοιον ἐξευτελιστικό καί ἁμαρτωλό τρόπο. Κάποτε εἶπε ἕνας Γέροντας σέ ἕνα παιδί πού τοῦ εἶπε ὅτι πῆγε σέ νυχτερινό κέντρο καί ἔβλεπε γυμνές γυναῖκες νά χορεύουν, πῶς ἄντεξε καί δέν ἔκλαιγε βλέποντας αὐτές τίς γυναῖκες, ἀφοῦ γι᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί εἶναι «κλητός» νά γίνει Θεός. Καί ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τή δυνατότητα νά φτάσουν τόν Θεό, τότε πῶς μπορεῖς ἐσύ νά φτάσεις σέ χαρά καί εὐχαρίστηση, ὅταν βλέπεις πόσο ἔχει πέσει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐάν εἴμαστε ἄνθρωποι πού ἔστω λίγο ξέρουμε τί σημαίνει ἀνθρώπινο σῶμα καί πῶς ὁ Θεός δόξασε καί θά δοξάσει τόν ἄνθρωπο, τότε θά κλάψουμε καί θά πενθήσουμε γιά τό κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι πρέπει ὅλοι νά βιώσουμε τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐκάλεσε εἰς αἰώνια δόξα καί θά μᾶς καθίσει ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ πατρός, ὅπως αὐτός ἀναλήφθηκε καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός.

Μητρ. Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

 


Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική

Χθὲς μιλήσανε στὸν «Παρνασσό». Καὶ τί ὡραῖα πράγματα εἶπαν! Τὰ εἶχε πάρει τὸ ραδιόφωνο. Προσπαθοῦν τώρα νὰ ἐπαναφέρουν τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἐγὼ λέω, δὲν μπορεῖ, θὰ τὴ φέρουνε τὴ γλῶσσα πάλι. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, τὰ παιδιὰ στὴν ἐκκλησία ἀρχίζουν νὰ μὴν καταλαβαίνουν τὸ Εὐαγγέλιο. Πολὺ ἄσχημο πράγμα.

Ἔμενα κλωτσάει ἡ καρδιά μου. Πρέπει νὰ φωνάξομε τώρα καὶ νὰ τονίσομε ὅτι δὲν πρέπει νὰ ξεχάσομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα. Νὰ βλέπατε τί ἔγινε χθὲς τὸ ἀπόγευμα στὸν «Παρνασσό»! Τί ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ὡραῖα πράγματα! Πολὺ ἐξαρτᾶται τὸ τί θὰ γίνει ἀπὸ τοὺς καθηγητές. Χωρὶς νὰ δημιουργεῖτε πεῖσμα στοὺς ὑπεναντίους, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη Χριστοῦ θὰ λέτε στοὺς μαθητές σας γιὰ τὰ ἑλληνικά. Δὲν πρέπει τὰ παιδιὰ νὰ τὰ γνωρίζουν; Θὰ σοῦ ποῦν οἱ συνάδελφοι: «Δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο». «Ἔ, δὲν τὰ γράφει τὸ βιβλίο, ἀλλὰ παρεμπιπτόντως μὲ ρώτησαν τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς μίλησα». Καταλάβατε; Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι;

Νὰ πᾶτε σήμερα ν’ ἀγοράσετε ἕνα βιβλίο ποὺ ἔγραψε ἕνας καθηγητής. Εἶναι σχολικὸ μὲ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Νὰ μοῦ διαβάζετε κι ἐμένα. Μεγάλα συγχαρητήρια ἀνήκουν στὸν καθηγητὴ γιὰ τὴν προσπάθεια ποὺ ἔκανε νὰ διατηρήσει τὴ γλῶσσα τῶν Εὐαγγελίων καὶ τῶν Πατέρων, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴ σοφία ποὺ μεταχειρίστηκε. Δηλαδὴ δὲν ἔκανε κανένα συλλαλητήριο, γιὰ νὰ διεγείρει τοὺς ὁμοϊδεάτες του ποὺ ἀγαποῦν τὴ γλῶσσα. Δὲν τοὺς παρακίνησε νὰ βγοῦν στὸ πεζοδρόμιο καὶ νὰ φωνάζουν: «Θέλομε τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα!». Δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Ἀλλὰ ἀναίμακτα, ἁπλά, ἁπαλά, σιωπηλὰ ἀγωνίζεται νὰ κάνει τὰ ἑλληνόπουλα νὰ ἀγαπήσουν τὴ γλῶσσα τῶν προγόνων τους.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι μουσική. Καὶ αὐτοὶ ποὺ παλαιὰ ξέρανε καλὰ τὴ γλῶσσα, ὅπως τὰ ἔψαλλαν, ὅπως τὰ ὁμιλοῦσαν, ὅλα τὰ νοήματά τους τῆς ψυχῆς, ὅπως τὰ αἰσθανόντουσαν, τὰ μετέδιδαν ἀκριβῶς μὲ τοὺς τόνους, τὴ βαρεία, τὴν ὀξεία, τὴν περισπωμένη, τὴ δασεία καὶ ξέρω κι ἐγὼ πῶς τὰ λένε… Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει πολύτιμους θησαυρούς, εἶναι ἡ γλῶσσα ποὺ τὴν πλούτισαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τόσο ὡραία καὶ τὴν τόρνευσαν ἔκαναν τὸ κτίσιμό της τόσο τέλεια, σὰν νὰ εἶναι —μία λέξη νὰ πῶ— «ἰσοδομική».

Τί θὰ πεῖ «ἰσοδομική»; Νὰ σᾶς πῶ ἐγώ. Δὲν τὸ ἔχω διαβάσει σὲ λεξικό, ἀλλὰ μόνος μου νὰ σᾶς πῶ πῶς τὸ καταλαβαίνω. Ξέρετε, ἔχομε στὸ μοναστήρι κάτι τσιμεντόλιθους, οἱ ὁποῖοι ὅλοι ἔχουνε βγεῖ ἀπὸ ἕνα καλούπι. Αὐτοὶ οἱ τσιμεντόλιθοι εἶναι ὅλοι ἰσοδομικοί, ταιριάζουνε ὅπου νὰ τοὺς βάλεις. Λοιπόν, παλαιὰ δὲν εἴχανε τσιμέντο νὰ κάνουνε καλούπια, ἀλλὰ παίρνανε τὰ μάρμαρα καὶ τὰ μετρούσανε τὰ ἴδια καὶ τὶς γωνίες τους, τὸ ὕψος, τὸ βάθος, μὲ τὸ χιλιοστό. Τὴν Ἀκρόπολη καὶ πολλὰ μνημεῖα ποὺ εἴχανε κτίσει, ἔτσι τὰ εἴχανε μετρήσει. Δηλαδὴ ταιριάζανε. Ἔτσι, λοιπόν, καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, οἱ Πατέρες τοῦ Ἔθνους — μποροῦμε κι ἐκείνους νὰ τοὺς ποῦμε Πατέρες— ξέρανε τόσο καλὰ τὴ γλῶσσα, ὥστε, ὅταν μιλοῦσαν, δὲν μποροῦσαν νὰ ποῦνε μία λέξη ποὺ δὲν ταιρίαζε μὲ τὸ θέμα ποὺ λέγανε. Ἡ λέξη «ἰσοδομικὴ» εἶναι δική μου λέξη, δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει. Κοιτάξτε τώρα στὸ λεξικό. Μὲ συγχωρεῖτε, ἐγὼ αὐτὰ τὰ λέγω ἀπὸ μόνος μου, δὲν τὰ ξέρω, δὲν τὰ ’χω διαβάσει. Ρωτάω ἐσᾶς ποὺ ξέρετε γράμματα.

«Ἰσόδομος»: ὁ ἐκτισμένος κατὰ σειρὰς ἰσομεγεθῶν λίθων ἢ τεχνοτροπία τοῦ κατ` ἴσους δόμους κτισίματος.

— Ἐγὼ αὐτὸ δὲν τὸ ξέρω, ἀλλὰ φαίνεται φώτισις Θεοῦ. Εἶναι ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπ’ εὐθείας! Στὸ λόγο, ὅμως, καταλαβαίνεις ὅτι ὁ λόγιος ἔχει ταιριαστὲς λέξεις ποὺ λέγει σὲ κάθε ὑπόθεση. Ὅταν δὲν εἶναι ταιριαστὲς οἱ λέξεις, τὶς λέμε «σόλοικες». Τὸ γράψιμό σου, λέμε, εἶναι σόλοικο.

Ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἰσοδομική. Τὸ ἰσοδομικόν, ὅπως ἐγὼ τὸ καταλαβαίνω, ἔχει σειρά, ὁμαλότητα, γραμμή. Ὅλοι οἱ λίθοι εἶναι βαλμένοι, ὅπως πρέπει. Κανεὶς δὲν ἐξέχει πιὸ ἔξω ἢ πιὸ μέσα ἢ ἔχει κενό. Ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ἰσοδομικὴ γλῶσσα. Πῶ, πῶ, τί ὡραῖα πράγματα!

Θυμάστε τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, στὴν ἀρχαία γλῶσσα; Μοιάζουνε μὲ τοῦ Δημοσθένη καὶ μὲ ὅλων τῶν ρητόρων. Αὐτοὺς τοὺς εἴχανε μελετήσει, τοὺς εἴχανε φάει, τρόπον τινα, οἱ Πατέρες. Ναί, ἀλλὰ ζοῦσαν μὲ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι στὰ ἔργα τους εἶχαν τέλειο περιεχόμενο καὶ τὸ ἐξέφραζαν μὲ τὴν τέλεια γλῶσσα τους. Τοὺς ἀρχαίους τοὺς εἶχαν ξεπεράσει στὴ δομή.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

 


Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει

Μοῦ τὸ διηγήθηκε μιὰ γυναίκα μὲ πανεπιστημιακὴ μόρφωση:

Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μία γριούλα. Καὶ ζητοῦσε παπᾶ, νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο.

Ὁ παπᾶς ἑτοιμάστηκε καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σὲ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ἡ γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σὲ ἕνα δωμάτιο.

Καὶ νὰ, ξαφνικὰ, ὁ παπᾶς εὑρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ μόνο τὸν ἄρρωστο.

Ὁ ἄρρωστος τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίες τὴν πόρτα καὶ σκούζει.

- Φύγε ἀπὸ ἐδῶ! Ποιὸς σὲ ἐκάλεσε; Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω.

Ὁ παπᾶς τὰ ἔχασε.

- Μὰ δὲν ἦλθα ἀπὸ μόνος μου! Μὲ ἔκαλεσε ἡ γριά!

- Ποιὰ γριά; Ἐγὼ δὲν ξέρω καμμιὰ γριά! 

Ὀ παπᾶς, καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου, μία φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν ἐκάλεσε.

Τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὸ πορτραῖτο.

- Νὰ αὐτή!

- Ποιὰ αὐτή, Ξέρεις, τί λές, παπᾶ; Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!

Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος. Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῆ. Καὶ μετά, ἐκοινώνησε.

Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

Πρωτ. Δημήτριος Ντοῦτκο

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

 


Ἐμεῖς ὅμως ἔχομε Αὐτὸν ποὺ κατοικεῖ στὸν ναὸ

[...] Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ διατηροῦν τὴν ἴδια νοοτροπία οἱ Ἰουδαῖοι, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι δικός τους καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀνήκει στοὺς ἐθνικούς. Ἦταν τότε ποὺ ἔφτασαν νὰ καταδικάσουν τὸν Στέφανον, καὶ ποὺ σήμερα ἐπιθυμοῦν νὰ κτίσουν τὸν ναὸν των, γιὰ νὰ αἰσθανθοῦν ὅτι πάλι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί τους, κατὰ μία σύγχρονη διακήρυξή τους, ποὺ σᾶς διάβασα τὴν περασμένη Δευτέρα. Ἐκεῖνο ποὺ ἐδημοσιεύθη στοὺς Τάιμς τῆς Ν. Ὑόρκης, καὶ ἐκεῖ λέγει, ὁ Θεὸς ἔφυγε ἀπὸ μᾶς.

Γιατί ἔφυγε ἀπὸ σᾶς; Γιατὶ δὲν ἔχομε ναό. Πρέπει λοιπὸν νὰ ξαναχτίσομε ναὸ γιὰ νὰ ἔρθει ὁ Θεός. Νὰ περιμένει τώρα 20 αἰῶνες ὁ Θεὸς πότε νὰ ξαναχτίσουν οἱ Ἑβραῖοι τὸν ναό τους, γιὰ νὰ πάει νὰ ἐγκαθιδρυθεῖ μέσα στὸν ναόν!

Αὐτὸ χτυπάει ὁ Στέφανος, καὶ δὲν τὰ ‘χει βεβαίως κατὰ τοῦ ναοῦ. Αὐτὸ μποροῦμε νὰ ποῦμε καὶ γι΄ αὐτὸν ἐδῶ τὸν ναό, καὶ γιὰ ὁποιονδήποτε ναό, ἀγαπητοί μου. Αὔριο καταστρέφουν αὐτὸν τὸν ναό, τὸν μεταβάλλουν σὲ μουσεῖο, σὲ στάβλο, ἢ σὲ χειρότερη ἔκδοση ἂν θέλετε, χορευτικὸν κέντρον, αἴθουσα συναυλιῶν καὶ δὲν ξέρω, ὅ μὴ γένοιτο, ἀλλὰ αὐτὰ τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεός. Μήπως ὁ ἴδιος ὁ ναὸς τοῦ Σολομῶντος δὲν μετετράπη σὲ ὅ,τι μετετράπη, ποὺ νὰ χαρακτηρίζεται βδέλυγμα ; Τὸ βδέλυγμα ἦτο τὸ ἄγαλμα τοῦ αὐτοκράτορα, κλπ, κλπ. Αὐτὸ ἦταν τὸ βδέλυγμα, ποὺ στήθηκε ἐν τόπω Ἁγίω….

Τί νομίζετε, ἐμεῖς τότε τί θὰ κάνομε; Βέβαια θὰ λυπούμεθα, βέβαια θὰ ὀδυρόμεθα, ὄχι ὅμως κατὰ τρόπον φοβερόν, ὅπως οἱ Ἑβραῖοι, ἀλλὰ τί; Ὅπως συνέβη στὴν Κωνσταντινούπολη κάποτε, ὅταν οἱ αἱρετικοὶ κατέλαβαν ὅλους τους ναούς, ἦταν Ἀρειανοί, καὶ δὲν εἶχε μείνει παρὰ ἕνας ναΐσκος , τῆς Ἄγ. Ἀναστασίας… Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ποὺ ἐξεφώνει ἐκείνους τοὺς περίφημους θεολογικοὺς λόγους περὶ θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶπε τὴν περίφημη ἐκείνη φράση, ἂς μείνουν οἱ οἶκοι στοὺς αἱρετικούς, καὶ ἂς ἔχουμε ἐμεῖς τὸν Οἰκοῦντα. Εἴδατε ; Εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ Στεφάνου, εἶναι τὸ πνεῦμα τοῦ Παύλου, εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, καὶ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Πῆραν τὸν ναό, αὐτὰ ὅλα εἶναι σχήματα τοῦ παρόντος αἰῶνος, πῆραν τὸν ναὸ οἱ αἱρετικοί, ἐμεῖς ὅμως ἔχομε Αὐτὸν ποὺ κατοικεῖ στὸν ναό, καὶ κατοικεῖ σὲ μᾶς. Αὐτοὶ πήρανε…πήρανε… τὰ ντουβάρια. Τίποτε ἄλλο. Βλέπετε, λοιπόν; Ἄν, ἀγαπητοί μου, τότε οἱ Ἐβραῖοι ἐπείθοντο εἰς τὸν Στέφανον, μὲ ὅλην αὐτὴν τὴν θεολογικὴν κατοχύρωσιν ποὺ τοὺς κάνει, δὲν θὰ ἔφταναν οἱ καημένοι νὰ ὑποδεχθοῦν – ἀναμένοντες, ἐννοεῖται- τὸν ἀντίχριστον, ποὺ θὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐπιθυμίαν τους γιὰ νὰ ξαναχτιστεῖ ὁ ναός.

Εἶναι ἐπίσης ἀξιοπρόσεκτον ὅτι τὸ φόντο ὅλων αὐτῶν τῶν γεγονότων εἶναι αἰῶνες ὁλόκληροι. Πότε ὁ ναὸς κατεστράφη; τὸ 70. Δέκα περίπου χρόνια μετὰ τὴν ὁλοκλήρωσή του. Ἔμεινε τόσο λίγο ὁ ναὸς αὐτός, ἐθεωρήθη μεγάλη συμφορά.

Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες θεωρήσαμε μεγάλη συμφορὰ ὅταν χάσαμε τὴν Ἁγία Σοφία. Ἰδού. Ὧδε ἡ Ἁγία Σοφία. Δὲν ἔχομε βέβαια ἐκεῖνον τὸν ναόν. Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἔχει! Τί θὰ λέγαμε ὅμως, ὅτι θὰ στερηθοῦμε τὴν Θεία Λειτουργία ἐπειδὴ χάσαμε τὸν ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη; Ποιός δὲν θὰ ἤθελε νὰ τὸν ἐπανακτήσομε!

Κι ἂν δὲν εἶναι ὁ ναὸς αὐτός, μία παράγκα, κι ἂν δὲν εἶναι μία παράγκα, μία κατακόμβη, ἕνα δωμάτιο. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτό, τὸ δάσος. Ἡ νύχτα, ποὺ θὰ σκεπάζει μὲ τὰ πέπλα της γιὰ νὰ μὴ φαίνονται ἐκεῖνοι ποὺ λατρεύουν τὸν Θεό. Δὲν μᾶς ἐμποδίζει τίποτα νὰ λατρεύομε τὸν Θεό. Ἐπιμένω πάρα πολὺ στὸ σημεῖο αὐτό. Δὲν ξέρω τί μέρες ἔρχονται. Ἐπιμένω πάρα πολύ. Μὴ νομίσετε ὅτι θὰ διακοπεῖ ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Μὴ νομίσετε ὅτι θὰ διακοπεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἢ θὰ διακοπεῖ – ὁ ἐμφανὴς θὰ διακοπεῖ, ἀναμφισβήτητα – ἀλλὰ ὁ κρυφὸς δὲν θὰ διακοπεῖ ποτέ. Μὴ νομίσετε πὼς θὰ διακοπεῖ ἡ θρησκευτικότητα τοῦ λαοῦ μας, μὴν τὸ νομίσετε ποτὲ αὐτό. Ποτέ, ποτέ. Γιατὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ριζωμένος μέσα στὶς ἀνθρώπινες καρδιές, κι ὅ,τι κι ἂν ἐπικρατεῖ, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ πάντοτε καρποφορεῖ.

π. Ἀθανάσιος Μυτιληναῖος

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

 


Ὁ Ἀμερικάνος (ε)

Τὸ μικρὸν καπηλεῖον, ἐξ οὗ ἤρχισεν ἡ παροῦσα διήγησις, ἦτο ἀνοικτὸν ἀκόμη. Ὁ Δημήτρης ὁ Μπέρδες δὲν περιεφρόνει καὶ τὰ μικρὰ κέρδη, δὲν ἀπηξίου καμμίαν πεντάραν οὐδὲ δίλεπτον. Ὠνόμαζε τὰ τοιαῦτα «μικρὰ δολώματα». Τὰ ἄλλα, τὰ ἀφ᾽ ἑσπέρας, τὰ ὠνόμαζε «παραγαδίσια». Ὅ,τι βγάλῃ κανείς, ἔλεγεν, ἢ μὲ συρτή, ἢ μὲ πεζόβολο, καλὸ εἶναι. Ἐπεριποιεῖτο τὸν κλήτορα καὶ τοὺς χωροφύλακας, ἐκέρνα νερωμένο κρασὶ εἰς τὴν περίπολον ἢ πολιτοφυλακὴν τῆς νυκτός, καὶ τοῦ ἐπέτρεπαν νὰ ἔχῃ ἀνοικτὰ καὶ ὣς τὰς ἕνδεκα, εὑρίσκοντες μάλιστα μεγαλυτέραν ζέστην νὰ κάθηνται ἐκεῖ, παρὰ νὰ περιέρχωνται τὴν πολίχνην καὶ νὰ κρυώνωσι.

Τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ κάπηλος ἵστατο εἰς τὸ λογιστήριόν του, κ᾽ ἐμέτρει δεκάρας, εἰκοσιπενταράκια τοῦ Ὄθωνος καὶ σφάντζικα. Τὸ παιδὶ ὁ Χρῆστος, μὲ τὴν ποδιὰν σχεδὸν ὑπὸ τὰς μασχάλας περιδεδεμένην, ἐκοιμᾶτο ὄρθιον, νευστάζον τὴν κεφαλήν, ὡς μικρὰ δίκωπος φελούκα, σαλευομένη ὑπὸ ἐλαφροῦ νότου εἰς τὴν πλευρὰν τῆς ἠγκυροβολημένης βρατσέρας. Ἐνίοτε τὸν ἐξύπνα ἀποτόμως ἡ κροῦσις τοῦ ποδὸς τοῦ καπήλου, ἐπαναλαμβάνοντος ἠχηροτέρᾳ τῇ φωνῇ τὰς διαταγὰς τῶν θαμώνων διὰ κεράσματα. Καὶ τότε, ὡς ἐν ὑπνοβασίᾳ, ἐκινεῖτο, ἐκέρνα, ἐλάμβανε τὰς δεκάρας, τὰς ἔρριπτε μηχανικῶς εἰς τὸ λογιστήριον, κ᾽ ἐπιστρέφων ἐξηκολούθει τὴν συνέχειαν τοῦ ὕπνου.

Ἐν ὀρχηστικῷ θορύβῳ, ἐν φωναῖς καὶ ἀλαλαγμῷ, εἰσήλασεν εἰς τὸ καπηλεῖον ἡ εὔθυμος συντεχνία τῶν τριῶν ἀχθοφόρων τῆς πόλεως, μετὰ τὴν ἐκ τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη ἀποπομπήν της. Ὁ εἷς τῶν τριῶν, ὁ Στογιάννης ὁ Ντόμπρος, σερβομακεδὼν τὴν καταγωγήν, ὑπεκρίνετο τὴν ἀρκούδαν, κ᾽ ἐχόρευεν, ὁ δεύτερος ἐκεῖνος ὅστις πρὶν ἔλεγε τὰ τραγούδια, ὁ Παῦλος ὁ Χαλκιᾶς, εἶχε μουντζουρωθῆ κ᾽ ἔκαμνε τὸν ἀρκουδιάρην. Ἀπόκρεως, ναὶ μέν, δὲν ἦτο ἀκόμη, ἀλλ᾽ ἀφοῦ αὔριον ἐξημέρωναν Χριστούγεννα, μετὰ τὰ Χριστούγεννα «Ἅις Βασίλης ἔρχεται», μετὰ τὸν Ἅι Βασίλη Φῶτα, καὶ μετὰ τὰ Φῶτα ἐμβαίνει τὸ Τριῴδι. Ὁ τρίτος, ὁ καὶ πρόεδρος τῆς συντεχνίας, ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης, λασιόστηθος, γυμνόπους, μὲ τὸ παντελόνι συνήθως ἀνασηκωμένον μικρὸν κάτω τοῦ γόνατος ἴσως ἐκ τῆς μακρᾶς ἕξεως τοῦ νὰ θαλασσώνῃ* πρὸς ἐκφόρτωσιν τῶν πλοιαρίων, δὲν ἔπαυε τοῦ νὰ συλλογίζεται τὸν Ἀμερικάνον. «Μὲς στὸ νοῦ μ᾽ γυρίζει», ἔλεγε.

Ἀλλ᾽ ἰδοὺ εἰσῆλθε μετ᾽ ὀλίγον κ᾽ ἐκεῖνος ὅστις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τοῦ διαλογισμοῦ του. Διηυθύνθη εἰς τὸ λογιστήριον, διέταξε ρούμι, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνιον ἐπὶ τοῦ κασσιτέρου τοῦ λογιστηρίου. Ὁ Μπέρδες τὸ ἔλαβε.

― Πόσα πάει αὐτό;

Ὁ Ἀμερικάνος ἔκαμε χειρονομίαν ἀδιαφορίας καὶ εἶπε:

― Δὲν γνωρίζω τοῦ τόπου μονέδα ἐγώ.

― Αὐτὸ δὲν εἶναι σύμφωνο μὲ τὴν μονέδα μας καὶ δὲν περνάει, εἶπεν ὁ κάπηλος· ἂν θέλετε νὰ σᾶς τὸ πάρω γιὰ δραχμή.

― Ἄι ντόν᾽τ κέαρ, ἐμορμύρισεν ὁ Ἀμερικάνος. Καὶ εἶτα ἑλληνιστὶ εἶπε:

― Δὲ μὲ μέλει ἐμένα αὐτό.

Ὁ Μπέρδες τοῦ ἐπέστρεψεν ἐνενῆντα πέντε λεπτά.

Ἐν τούτοις ὁ Βαγγέλης ὁ Παχούμης δὲν ἔπαυσε νὰ κοιτάζῃ τὸν ἄγνωστον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐστράφη πρὸς τοὺς ἐν τῷ καπηλείῳ καὶ εἶπε μεγαλοφώνως:

― Βρὲ παιδιά, θυμᾶστε, κανένας ἀπὸ σᾶς, τὸ Γιάννη τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ, ποὺ λείπει στὴν Ἀμέρικα ἐδῶ κ᾽ εἴκοσι χρόνια;

* * *

Ἀκούσας τὸ ὄνομα τοῦτο ὁ ξένος ἀνεσκίρτησε κ᾽ ἐστράφη ἄκων πρὸς τὸν λαλοῦντα. Ἐν τούτοις ἐκρατήθη, προσεπάθησε νὰ δείξῃ ἀδιαφορίαν, κ᾽ ἐλθὼν ἐκάθισε παρά τινα γωνίαν τοῦ καπηλείου. Ἤναψε ποῦρον κ᾽ ἐκάπνιζεν.

Οὐδεὶς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐρώτησιν τοῦ ἀχθοφόρου, ἧς ἡ ὑποκεκρυμμένη ἔννοια ἐλάνθανε πάντας. Ὁ Βαγγέλης ἐξηκολούθησε:

― Ποῦ νὰ θυμᾶστε σεῖς! Εἶσθε ὅλοι μικρότεροί μου, ἐξὸν ἀπ᾽ τὸν μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, ποὺ δὲν εἶναι ντόπιος, κ᾽ ἐγὼ κοντεύω τώρα νὰ σαραντίσω. Ἤμουν ὣς δεκαοχτὼ χρονῶν ὅταν ἐξενιτεύθηκε ὁ γυιὸς τοῦ Μοθωνιοῦ, κ᾽ ἐκεῖνος τότε θὰ ἦτον ὣς εἰκοσιπέντε. Μὰ μοῦ φαίνεται, νὰ τὸν ἔβλεπα τώρα-δά, θὰ τὸν ἐγνώριζα. Ἀπέθαναν μὲ τὸν καημὸ τοῦ Γιάννη τους, κι ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Στάθης, κ᾽ ἡ γυναίκα του, Θεὸς σχωρέσ᾽ τους! Καὶ τὸ σπιτάκι τους ἀπόμεινε ρείπιο καὶ χάλασμα μὲ δυὸ μισοὺς τοίχους ἐδῶ παραπάνου, στῆς ἐκκλησιᾶς τὸ μαχαλά, καὶ μ᾽ ἕνα μαῦρο βαθούλωμα στὴ γωνιὰ ποὺ ἦτον ἕναν καιρὸ ἡ παραστιά τους. Καὶ ὁ γυιός τους ἔρριξε πέτρα πίσω του. Μὰ ὣς πόσος κόσμος χάνεται, ὣς τόσο, καὶ στὴν Ἀμέρικα! Ξέρετε ποὺ ἦταν καὶ ἀρραβωνιασμένος;

― Καὶ ποιὰ εἶχε; ἠρώτησε μετ᾽ ἀδιαφορίας ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας, ἀρχηγὸς τῆς πολιτοφυλακῆς τῆς νυκτός.

Ὁ ξένος ἤκουε μετὰ βαθυτάτης προσοχῆς, ἀλλ᾽ ἐφυλάττετο νὰ στρέψῃ βλέμμα πρὸς τὸν λαλοῦντα.

― Εἶχε τὸ Μελαχρὼ τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας. Καὶ σὰν ἔφυγε καὶ ἀπέρασαν δυὸ-τρία χρόνια, τὴν ἐγύρεψαν πολλοί, γιατὶ τὸ κορίτσι εἶχε χάρες κ᾽ ἐμορφιές, καὶ τιμημένη ἦτον, καὶ μορφοδούλα*, ἡ μόνη κεντήστρα τοῦ χωριοῦ μας, καὶ προικιὰ εἶχε καλά. Μὰ τὸ Μελαχρὼ δὲ θέλησε κανέναν, ὅσο ποὺ ἀπέρασαν τὰ χρόνια κ᾽ ἔγινε κι αὐτὴ γεροντοκόριτσο. Καὶ μὲ τὸ ἂχ καὶ μὲ τὸ βάχ, ἀδυνάτισε τώρα κ᾽ ἐχλώμιανε, μὰ ὣς τόσο, ὅταν ἡ γυναίκα ἔχῃ καλὸ σκαρί, δύσκολα γεράζει. Ἀκόμα τὸ λέει, βρὲ παιδιά, θὰ εἶναι παραπάν᾽ ἀπὸ τριανταπέντε, καὶ φαίνεται νὰ εἶναι ὣς εἰκοσιπέντε· ἔτυχε μιὰ μέρα νὰ τὴν ἰδῶ, ποὺ τοὺς κουβάλησα ἕνα σακκὶ ἀλεύρι· ὅσο τὴν κοιτάζῃς, τόσο νοστιμίζει!

―Ἔλα, ἄφ᾽σέ τα αὐτά, Βαγγέλη, εἶπεν αὐστηρῶς ὁ κλήτωρ τῆς δημαρχίας· δὲν πάει στὰ μαγαζιὰ μέσα νὰ λέμε γιὰ φαμίλιες καὶ γιὰ κορίτσα.

―Ἔχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος· μὰ δὲν τὸ εἶπα γιὰ κακό.

Ἡ ὄψις τοῦ Ἀμερικάνου ἐφαιδρύνθη, καὶ ἀκτὶς εὐτυχίας, διαπεράσασα τὸ ἐπίχρισμα ἐκεῖνο καὶ τὴν οἱονεὶ προσωπίδα, περὶ ἧς εἴπομεν ἐν ἀρχῇ, ἠγλάισε τὸ πρόσωπόν του.

Ὁ μπαρμπα-Τριαντάφυλλος μὲ τὸν χωροφύλακα καὶ τοὺς δύο πολίτας φρουρούς, μὲ τὰ τουφέκιά των, ἠγέρθη καὶ εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν κάπηλον:

―Ἔλα κάμε γλήγορα, Δημήτρη, κάμετε φρόνιμα, ἀφῆστε τοὺς χοροὺς καὶ τὰ τραγούδια, παιδιά, δὲν εἶναι ἀπόκριες. Τί μέρα ξημερώνει αὔριο; Κλεῖσε γλήγορα, Δημήτρη, νὰ κοιμηθοῦν ὁ κόσμος, θὰ σηκωθοῦν τὶς δυὸ ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα νὰ πᾶν στὴν ἐκκλησιά. Καὶ ὁ κύριος ἔχει μέρος νὰ κοιμηθῇ τάχα; ἠρώτησε δείξας τὸν Ἀμερικάνον.

―Ἔννοια σ᾽, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, εἶπεν ὁ Βαγγέλης· τοῦ εἶπε ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ὁ καφετζὴς νὰ πάῃ στὸν καφενέ του νὰ πλαγιάσῃ. Μὰ μὴ σὲ μέλῃ ὣς τόσο γιὰ τὸν κύριο, προσέθηκε παίξας τὴν ματιὰ εἰς τὸν κλήτορα· ἂν θέλῃ μέρος νὰ κοιμηθῇ, ἔχει καὶ παραέχει.

― Τί τρέχει; ἠρώτησε μυστηριωδῶς ὁ κλήτωρ.

― Εἶναι ἀπὸ δῶ, ντόπιος, τοῦ εἶπεν εἰς τὸ οὖς ὁ Παχούμης.

― Καὶ πῶς τὸ ξέρεις;

― Εἶχα δὲν εἶχα, τὸν γνώρισα.

― Καὶ ποιὸς εἶναι;

―Ἐκεῖνος ποὺ σᾶς ἔλεγα πρίν, ὁ Γιάννης τ᾽ μπαρμπα-Στάθη τ᾽ Μοθωνιοῦ. Ὅταν ἦρθες κι ἀποκαταστάθηκες ἐδῶ τουλόγου σου, ἦτον φευγᾶτος, καὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν τὸν θυμᾶσαι. Μὰ τὸν πατέρα του, τὸ μπαρμπα-Στάθη, τὸν ἔφτασες, θαρρῶ.

― Τὸν ἔφτασα. Κάμε γλήγορα, Δημήτρη, ἐπανέλαβε μεγαλοφώνως ὁ κλήτωρ, κ᾽ ἐξῆλθεν.

Οἱ δύο συναχθοφόροι τοῦ Βαγγέλη εἶχαν παύσει τὸ ᾆσμα καὶ τὴν ὄρχησιν, καὶ ἡτοιμάζοντο ν᾽ ἀπέλθωσιν. Ἀλλ᾽ αἴφνης ὁ Βαγγέλης, ἐλθὼν πλησίον τοῦ Ἀμερικάνου, τοῦ λέγει ταπεινῇ τῇ φωνῇ:

― Τί μ᾽ δίνεις, ἀφεντικό, νὰ πάω νὰ πάρω τὰ σ᾽χαρίκια;

Ὁ ξένος δὲν ἔβαλε τὴν χεῖρα εἰς τὴν τσέπην. Ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος, τοῦ λιχανοῦ καὶ τοῦ μέσου τῆς δεξιᾶς εὑρέθη κρατῶν μίαν ἀγγλικὴν λίραν. Τὴν ἔρριψε πάραυτα εἰς τὴν παλάμην τοῦ Βαγγέλη μὲ τόσην προθυμίαν καὶ χαράν, ὡς νὰ ἦτο ὁ λαμβάνων καὶ ὄχι ὁ δίδων.

* * *

Ὅταν οἱ γείτονες τῆς θεια-Κυρατσῶς τῆς Μιχάλαινας ἐξύπνησαν μετὰ τὰ μεσάνυκτα διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας οἱ κώδωνες ἐκλάγγαζον θορυβωδῶς, πόσον ἐξεπλάγησαν ἰδόντες τὴν οἰκίαν τῆς πτωχῆς χήρας, ἐκεῖ ὅπου δὲν ἐδέχοντο τὰ παιδία νὰ τραγουδήσουν τὰ Χριστούγεννα ἀλλὰ τὰ ἀπέπεμπον μὲ τὰς φράσεις, «δὲν ἔχουμε κανένα», καὶ «τί θὰ τραγουδῆστε ἀπὸ μᾶς;», κατάφωτον, μὲ ὅλα τὰ παραθυρόφυλλα ἀνοικτά, μὲ τὰς ὑέλους ἀστραπτούσας, μὲ τὴν θύραν συχνὰ ἀνοιγοκλειομένην, μὲ δύο φανάρια ἀνηρτημένα εἰς τὸν ἐξώστην, μὲ ἐλαφρῶς διερχομένας σκιάς, μὲ χαρμοσύνους φωνὰς καὶ θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δὲν ἤργησαν νὰ πληροφορηθῶσιν. Ὅσοι δὲν τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν γειτονιάν, τὸ ἔμαθαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ὅσοι δὲν ὑπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, τὸ ἔμαθαν ἀπὸ τοὺς ἐπανελθόντας οἴκαδε τὴν αὐγήν, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τῆς θείας λειτουργίας.

Ὁ ξενιτευμένος γαμβρός, ὁ ἀπὸ εἰκοσαετίας ἀπών, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἐπιστείλας, ὁ ἀπὸ δεκαετίας μὴ ἀφήσας που ἴχνη, ὁ μὴ συναντήσας που πατριώτην, ὁ μὴ ὁμιλήσας ἀπὸ δεκαπενταετίας ἑλληνιστί, εἶχε γυρίσει πολλὰ μέρη εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἶχεν ἐργασθῆ ὡς ὑπεργολάβος εἰς μεταλλεῖα καὶ ὡς ἐπιστάτης εἰς φυτείας, κ᾽ ἐπανῆλθε μὲ χιλιάδας τινὰς ταλλήρων εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του, ὅπου ἐπανεῦρεν ἡλικιωθεῖσαν, ἀλλ᾽ ἀκμαίαν ἀκόμη, τὴν πιστήν του μνηστήν.

Ἓν μόνον εἶχε μάθει, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, τὸν θάνατον τῶν γονέων του. Περὶ τῆς μνηστῆς του εἶχε σχεδὸν πεποίθησιν ὅτι θὰ εἶχεν ὑπανδρευθῆ πρὸ πολλοῦ· ἐν τούτοις διετήρει ἀμυδράν τινα ἐλπίδα. Ἐκ δεισιδαίμονος φόβου, ὅσον ἐπλησίαζεν εἰς τὴν πατρίδα του, τόσον ἐδίσταζε νὰ ἐρωτήσῃ ἀπ᾽ εὐθείας περὶ τῆς μνηστῆς του, μὴ δίδων ἄλλως γνωριμίαν εἰς κανένα τῶν πατριωτῶν του, ὅσους τυχὸν συνήντησεν ἅμα φθάσας εἰς τὴν Ἑλλάδα. Ἐπροτίμα ν᾽ ἀγνοῇ τί ἔγινεν ἡ μνηστή του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς, καθ᾽ ἣν θ᾽ ἀπεβιβάζετο εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του καὶ θὰ προσήρχετο εἰς εὐλαβῆ ἐπίσκεψιν εἰς τὸ ἐρείπιον, ὅπου ἦτο ἄλλοτε ἡ πατρῴα οἰκία του.

* * *

Μετὰ τρεῖς ἡμέρας, τῇ Κυριακῇ μετὰ τὴν Χριστοῦ Γέννησιν, ἐτελοῦντο, ἐν πάσῃ χαρᾷ καὶ σεμνότητι, οἱ γάμοι τοῦ Ἰωάννου Εὐσταθίου Μοθωνιοῦ μετὰ τῆς Μελαχροινῆς Μιχαὴλ Κουμπουρτζῆ.

Ἡ θεια-Κυρατσώ, μετὰ τόσα ἔτη, ἐφόρεσεν, ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, χρωματιστὴν «πολίτικην» μανδήλαν, διὰ ν᾽ ἀσπασθῇ τὰ στέφανα. Καὶ τὴν παραμονὴν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ἑσπέρας, ἱσταμένη εἰς τὸν ἐξώστην, ἠκούσθη φωνοῦσα πρὸς τοὺς διερχομένους ὁμίλους τῶν παίδων:

―Ἐλᾶτε, παιδιά, νὰ τραγ᾽δῆστε!

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

 


Ὁ Ἀμερικάνος (δ)

Μετὰ ταῦτα ὁ Ἀμερικάνος ἀπεμακρύνθη, κατῆλθε εἰς τὴν παραθαλασσίαν ἀγοράν, ὅπου δύο ἢ τρία καφενεῖα εἶχαν φῶς, ἐκοίταξεν εἰς ποῖον τούτων ἦσαν ὀλιγώτεροι θαμῶνες, καὶ εἰσῆλθεν εἰς ἕν, ὅπου ἕνα μόνον ἄνθρωπον εἶδε, τὸν καφετζήν. Ὁ γέρων, ἀρτίως ξυραφισθείς, μὲ τὸν μύστακα στριμμένον, μὲ τὴν βράκαν κοντήν, μὲ ὑψηλὰ ὑποδήματα, μὲ τὴν ποδιὰν καθάριον, ἡτοιμάζετο, φαίνεται, νὰ κλείσῃ, ἀλλ᾽ ἅμα εἶδεν εἰσελθόντα τὸν Ἀμερικάνον, τὸν ἐκοίταξε μετὰ περιεργείας. Οὗτος παρήγγειλε νὰ τοῦ δώσῃ ρούμι, ρίψας δεκάραν ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου. Ἰδὼν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὴν δεκάραν, ἠθέλησε νὰ τοῦ ἐπιστρέψῃ τὴν πεντάραν, ἀλλ᾽ ὁ ἄνθρωπος εἶπε: «Νόου! νόου!» καὶ τότε ὁ καφετζὴς τοῦ ἔβαλε κι ἄλλο ρούμι, διὰ νὰ κλείσῃ τὴν πεντάραν, ὡς ἐνόμιζεν· ἀλλ᾽ ὁ ξένος ἔρριψεν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἄλλην δεκάραν. «Δὲ θὰ ξέρῃ ρωμέικα, ὡς φαίνεται», ἐσυλλογίσθη ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης, καὶ διὰ νὰ δοκιμάσῃ τοῦ ἀπέτεινεν τὸν λόγον:

― Τώρα, νεοφερμένος εἶστε;

―Ἐγὼ σήμερα ἔφθασα, μὲ καπετὰν Γιάννη γολέτα.

― Τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Ἰμβριώτη;

― Ναί, ἠμπορεῖς ἐλόγου σου νὰ κάμῃς πόντς;

― Μετὰ χαρᾶς, εἶπεν ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης.

Καὶ προσπαθήσας ν᾽ ἀνακαλέσῃ εἰς τὴν μνήμην τὰς ἀρχαίας γνώσεις του, ἐδοκίμασε νὰ κατασκευάσῃ πόντσι, ἀλλὰ τὸ ρούμι δὲν ἤναπτε, καὶ οὕτω τὸ προσέφερεν ὅπως-ὅπως εἰς τὸν ξένον. Οὗτος δὲν ἔκαμε παρατήρησιν, κ᾽ ἔρριψεν ἀργυροῦν σελλίνι ἐπὶ τῆς τραπέζης.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης τὸ ἔλαβε.

― Πόσα πάει αὐτό;

― Δὲν ξέρω ἐγὼ μονέδα τοῦ τόπου, εἶπεν ὁ ἄγνωστος.

Ὁ γέρων ἤνοιξε τὸ συρτάρι του, κ᾽ ἐζήτει ἂν θὰ εἶχεν ἀρκετὰ κέρματα διὰ νὰ δώσῃ τὰ ρέστα, ἀλλὰ δὲν εὕρισκε πλείονα τῶν ὀγδοήκοντα λεπτῶν εἰς δεκάρες, πεντάρες καὶ δίλεπτα. Ἐν τούτοις δὲν τοῦ ἐσυγχώρει ἡ συνείδησις νὰ δολιευθῇ τὸν πελάτην, καὶ εἶπε:

― Σφάντζικο δὲν σᾶς βρίσκεται, κύριε;

― Δὲν ἔχω ἐγὼ μονέδα ἄλλη ἀπὸ Ἀγγλία καὶ Ἀμέρικα, εἶπεν ὁ ξένος.

― Δὲν βγαίνουν τὰ ρέστα, κύριε. Πάρτε τὸ ἀσημένιο σας. Αὐτὸ θὰ πάῃ, πιστεύω, ὣς μιὰ καὶ τριανταπέντε, μιὰ καὶ σαράντα. Αὔριον μοῦ δίνετε εἴκοσι λεπτά.

― Κράτησε τὸ σίλλιν, δὲ θέλω ρέστα.

Ὁ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἔμεινε χάσκων, θεωρῶν ἀπλήστως τὸν ξένον. Ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσῆλθεν ὅμιλος ἐκ τριῶν ἀνθρώπων, καὶ σταθέντες ἔμπροσθεν τοῦ λογιστηρίου, διέταξαν νὰ τοὺς δώσῃ ἀπὸ ἕνα ποτόν. Ὁ εἷς τῶν τριῶν τούτων ἀνθρώπων, οἰνόφλυξ, ἐτραγουδοῦσεν ἀτάκτως:

Ντελμπεντέρισσα Βασίλω,
στρῶσ᾽ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω

Ὁ δεύτερος, γυμνὸς τὸ στῆθος καὶ ἀνυπόδητος, μὲ τοιοῦτον ψῦχος, ἤρχισε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ξένον.

― Κάπου τὸν εἶδα ἐγὼ αὐτόν, ἐμορμύρισε μασημένα.

Οὗτοι ἦσαν οἱ ἀχθοφόροι τῆς πόλεως, οἱ ἴδιοι καὶ διαλαληταί, τριμελὴς φαιδρὰ συντεχνία, περνῶντες τὸν καιρόν των νὰ πίνωσι τὸ βράδυ πᾶν ὅ,τι ἐκέρδιζαν τὴν ἡμέραν. Ὁ τραγουδιστής, ἀλλάξας αἴφνης ρυθμὸν καὶ ἦχον, ἐπανέλαβεν:

Ἔβγα νὰ ἰδῇς, ἔβγα νὰ ἰδῇς,
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνεῖς
.

―Ἐβίβα, παιδιά! καὶ συνέκρουσαν θορυβωδῶς τὰ ποτήρια. Καὶ ὁ ἄλλος, ὁ γυμνόστερνος καὶ γυμνόπους, δὲν ἔπαυε νὰ κοιτάζῃ ἐπιμόνως τὸν ἄγνωστον. Καὶ ὁ πρῶτος ἐξηκολούθησε νὰ τραγουδῇ:

Βασίλω μ᾽, τὰ κουμπούρια σου
μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα;
βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη βαρὺ βῆμα ἔνδοθεν τῆς ἀγούσης ἄνω εἰς τὴν οἰκίαν ξυλίνης κλίμακος, ἥτις φρακτὴ μὲ σανίδωμα ἔκοπτε μίαν τῶν γωνιῶν τοῦ καφενείου. Καὶ εἰς τὰ ἄνω τοῦ σανιδώματος ὑπὸ τὸ πάτωμα ἠνοίχθη θυρίς, καὶ μία κεφαλὴ μὲ ἄσπρον σκοῦφον, μὲ λευκὸν μύστακα καὶ μὲ χονδροὺς χαρακτῆρας ἐπρόβαλεν ἐκ τῆς θυρίδος.

― Μὰ πόσες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα, Ἀναγνώστη, ἐξῆλθε διὰ τῆς θυρίδος ἐκ τῆς κεφαλῆς τῆς ἐπιφανείσης χονδρὴ φωνὴ συμπληροῦσα τοὺς χονδροὺς χαρακτῆρας· δὲ θὰ βάλῃς γνώσῃ; Χαλνᾷς τὴν ἡσυχίαν τῶν νοικοκυραίων! Τί μέρα ξημερώνει αὔριο, κ᾽ ἔχουμε τραγούδια καὶ φωνὲς πάλι; Καὶ τί ὥρα εἶναι τώρα;

Ἦτο δὲ ὀγδόη καὶ ἡμίσεια. Ὁ τραγουδιστὴς τῆς ἀχθοφορικῆς τριανδρίας, λαβὼν τὸν λόγον, μετὰ κωμικῆς σοβαρότητος, εἶπε:

― Τώρα θὰ φύγουμε, καπετὰν Ἀναστάση· δὲν τὸ καταδεχόμαστε μεῖς νὰ σᾶς χαλάσουμε τὴν ἡσυχία σας.

― Σιώπα ἐσύ, ζῶ! ἔκραξεν ὁ Ἀναστάσης.

― Τώρα ἀμέσως, καπετὰν Ἀναστάση, θὰ κλείσω. Δὲν μπορῶ, βλέπεις, νὰ διώξω τοὺς ἀνθρώπους, ἐφώνησεν ὁ καφετζής.

― Τέτοια τίμια μοῦτρα! ἀνεκάγχασεν ἀπὸ τῆς θυρίδος ὁ καπετὰν Ἀναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσεριμόνιες μαζί τους.

― Ἄ! ἐμεῖς δὲν σᾶς προσβάλαμε, καπετὰν Ἀναστάση· ἡ ἀφεντιά σου, βλέπω, μᾶς προσβάλλεις, εἶπεν ὁ ἀχθοφόρος.

Καὶ ταπεινῇ τῇ φωνῇ ἐμορμύρισε:

― Τὸ νοίκι τὸ θέλεις σωστό, καὶ ξέρεις νὰ τὸ γυρεύῃς καὶ μπροστά· μὰ σὰ δὲ βγάλῃ κι αὐτὸς ὁ φτωχὸς μιὰ πεντάρα, πῶς θὰ σ᾽ τὸ πληρώσῃ;

― Σιωπᾶτε, τώρα ἔχει δίκιο, γιατὶ ξημερώνει Χριστούγεννα, εἶπεν ὁ εὐσυνείδητος καφετζής· ἄλλες φορὲς φαίνεται σκληρός, ὁ βλοημένος.

Ἡ κεφαλὴ μὲ τὸν ἄσπρον σκοῦφον ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε γίνει ἄφαντος ἀπὸ τὴν θυρίδα, ὁ δὲ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστης ἡτοιμάσθη νὰ κλείσῃ. Οἱ τρεῖς ἀχθοφόροι ἐξῆλθον κρατούμενοι ἐκ τῶν χειρῶν καὶ ᾄδοντες. Ὁ ξένος ἔκαμε νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ διὰ τῆς κεφαλῆς καὶ εἶχεν ἐξέλθει πρὸ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ὁ καφετζὴς τὸν ἀνεκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:

― Καὶ ποῦ θὰ κοιμηθῆτε ἀπόψε; Ἔχετε μέρος νὰ μείνετε; Ποῦ εἶστε, κύριε; ἐγὼ ἐδῶ θὰ πλαγιάσω. Ἂν θὰ πᾶτε μὲς στὴ σκούνα, καλά, εἰδεμή, ἂν ἀγαπᾶτε, μείνατε ἐδῶ, ἔχει ζέστη.

― Δὲν ἔχω ὕπνο, εἶπεν ὁ ξένος· ἐγὼ θὰ φέρω γῦρο, καὶ ὕστερα, βλέπουμε.

―Ὅποτε ἀγαπᾶτε, χτυπῆστέ μου τὴν πόρτα, νὰ σηκωθῶ νὰ σᾶς ἀνοίξω. Ἔχω καὶ ροῦχα νὰ σᾶς δώσω.

Τὴν φορὰν ταύτην ὁ Ἀμερικάνος, διευθυνθεὶς εἰς τὴν συνοικίαν ἐκείνην δι᾽ ἄλλου μικροτέρου δρομίσκου, ἔβλεπε τὴν οἰκίαν ἐκείνην, ἥτις ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς μερίμνης του, ἐκ τῆς ἑτέρας πλευρᾶς, τῆς νοτιοδυτικῆς. Ἀντικρὺ τοῦ μικροῦ οἰκίσκου, παρά τινα γωνίαν γειτονικῆς οἰκίας, ὑπῆρχε σωρός τις ξύλων καὶ πετρῶν, ἀποκείμενος ἐκεῖ τίς οἶδε πρὸ πόσων χρόνων ὡς ἐκ κατεδαφισθείσης οἰκίας ἢ ἐρειπίου καταρρεύσαντος. Ἐπὶ τῆς πρὸς τὰ ἐκεῖ προσόψεως τοῦ οἰκίσκου ἔφεγγε μικρὸν παράθυρον, μὲ τὸ ἓν φύλλον κλειστόν, μὲ τὸ ἄλλο ἀνοικτόν, καὶ διὰ τῆς ὑέλου ἠδύνατό τις νὰ ἴδῃ τὸ ἐσωτερικόν, ἀνερχόμενος ἐπί τινος ὑψώματος. Ἰδὼν ὁ ξένος ὅτι ὁ δρόμος ἦτο ἔρημος, καὶ οὐδὲ σκιὰ διαβάτου ἐφαίνετο, ἀνέβη εἰς τὸ ὕψος τοῦ σωροῦ ἐκείνου, καὶ μὲ παλμὸν καρδίας κατεσκόπευσε τὰ ἔσω τοῦ οἰκίσκου. Ἀντικρὺ τῆς ὑέλου τοῦ μικροῦ παραθύρου, τοῦ ἔχοντος τὸ ἓν παραθυρόφυλλον ἀνοικτόν, ἦτο ἡ ἑστία, μὲ ἀσθενὲς πῦρ καῖον, μὲ ἕνα δαυλὸν σπινθηρίζοντα, μὲ τὸ κανδήλι ἀνημμένον πρὸ τῶν ἱερῶν εἰκόνων ἐκεῖ ὑψηλά. Παρὰ τὴν ἑστίαν ἐκάθητο γυνή τις, νέα ἀκόμη, ὡς ἐφαίνετο, στηρίζουσα τὴν κεφαλήν της ἐπὶ τῆς χειρός, συλλογισμένη, θλιμμένη. Ἐκίνει δὲ τὰ χείλη, καὶ ἡ φωνή της ἐψιθύριζε κάτι, καὶ ὁ ψίθυρος ἀπετέλει ἐλαφρὸν μινύρισμα ᾄσματος, μὲ ἀσθενῆ φωνήν, καθαρὰν μὲν καὶ παρθενικήν, ἀλλὰ μαραμμένην· καὶ εἰς τὰ ὦτα τοῦ ξένου ἔφθασαν εὐκρινῶς οἱ δύο οὗτοι στίχοι:

Ἀλλοίμονον κι ἀλλοὶ-καημός!
τοῦ γεμιτζῆ ξενιτεμός…

Ὁ ξένος ᾐσθάνθη πόνον εἰς τὴν καρδίαν καὶ δάκρυ εἰς τὸ βλέφαρον. Τοῦ ἦρθε τότε ἀποτόμως νὰ καταβῇ ἀπὸ τὸν σωρόν, νὰ τρέξῃ καὶ ἀνέλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν· διὰ νὰ κάμῃ, τί; Κι αὐτὸς καλὰ δὲν ἐγνώριζεν. Ἐν τοσούτῳ ἐκρατήθη. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἠκούσθη ἐλαφρὸς κρότος εἰς τὸ πάτωμα, τριγμός, ὡς ν᾽ ἀνέβαινέ τις ἐσωτερικὴν κλίμακα, ὡς νὰ ἐκλείετο κλαβανή τις. Δευτέρα γυνή, κυρτή, μὲ μαύρην μανδήλαν, γερόντισσα, ἦλθε πλησίον τῆς ἑστίας, καὶ γονατίσασα πρὸ αὐτῆς, ἔρριπτε ξυλάρια εἰς τὸ πῦρ. Ἦτο αὐτὴ ἐκείνη, ἥτις εἶχε δώσει τὴν πεντάραν εἰς τὰ δύο παιδία καὶ τὰ ἀπέπεμψεν.

― Δὲ μαζώνεις τὸ νοῦ σ᾽, θὰ πῶ, δυχατέρα; Οὗλο θὰ κλαῖς, πλιό;… Τά! τί λογᾶτε;… Σὰ σ᾽ ἀκούω, δυχατέρα!… ξεχωρίσαμε ἀπ᾽ τὸν κόσμο, πλιό… Τί, μοναχή σ᾽ εἶσι;… Ὅντις σ᾽ ἐγυρεύανε, τότες ποὺ ἤτανε σ᾽νέχ᾽, ποὺ πῆε σ᾽ν Ἀμέρικα οὑ προκομμένους, γιατί δὲ θέλησες κανένανε; Δὲ σ᾽ τά ᾽λεγα ἐγώ; Γιατί δὲν ἀκοῦς τ᾽ μάννα; Σ᾽ τά ᾽λεγα, ἕνα κιριμέ. Τώρα, σὰ μεγάλωσες, ποιὸς φταίει; Κὶ μοναχή σ᾽ τάχα εἶσι; Εἶν᾽ ἄλλες μεγαλύτερις. Τοὺ Μυγδαλιὼ τς Μάχους, κὶ τοὺ Κρουσταλλιὼ τς Γιώργινας, τί σ᾽νέριο τς ἔχεις ἐσύ;

Ὁ ξένος ἦτο ὅλος ὦτα, κ᾽ ἐφαίνετο παραδόξως ἐννοῶν τί ἔλεγεν ἡ γραῖα, μᾶλλον ἐξ ἐπιπνοίας καὶ συνειδήσεως, ἢ ἀπὸ τὰ ὀλίγα ἑλληνικὰ ὅσα ἐφαίνετο νὰ ἠξεύρῃ.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθησαν βήματα καὶ ὁμιλίαι εἰς τὸ ἄκρον τῆς ὁδοῦ. Δύο ἄνθρωποι ἤρχοντο πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὁ ὠτακουστὴς ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἀπὸ τὴν σκοπιάν του καὶ ν᾽ ἀπομακρυνθῇ. Ἔφθασεν εἰς τὸ πέρας τοῦ δρομίσκου, καὶ στραφεὶς δεξιά, εὑρέθη πάλιν εἰς τὴν μικρὰν πλατεῖαν πρὸ τοῦ ναοῦ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

 Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης