Παρασκευή 31 Μαΐου 2019



Ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέει ὅτι ὁ καθένας εἶναι "ἐν σμικρῷ Ἐκκλησία". Γι’ αὐτὸ ἐὰν τυχὸν ἐμεῖς διαβάσωμε τὸν βίο, τὴν πολιτεία καὶ τὶς διδαχὲς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τὰ καταλαβαίνομε, ἐπειδὴ ἔχομε γεννηθῆ μέσα σ’ αὐτὴν τὴν παράδοσι. Ἐὰν τὰ διαβάση κάποιος ἄλλος, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς πλούσιους εὐρωπαίους, ποὺ τυχαίνει νὰ τὰ ἔχουν ὅλα καὶ συγχρόνως νὰ τοὺς λείπουν ὅλα, δὲν θὰ καταλάβη αὐτὴ τὴν λογική.
Γι’ αὐτό, νομίζω, ὅτι τὸ χρέος μας εἶναι νὰ τραφοῦμε μὲ αὐτὴ τὴν λογική, τὴν ὀρθόδοξη, καὶ νὰ χαροῦμε τὴν ζωή μας, νὰ χαροῦμε τὶς δυσκολίες μας, νὰ χαροῦμε - ἂν θέλετε - τὸν θάνατόν μας, δηλαδὴ νὰ γίνωμε σὰν τὴν χαρὰ ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο. Καὶ μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, νοιώθομε ὅτι πράγματι ὁ Θεός, "καλὰ λίαν ἐποίησε" τὰ πάντα. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωσι ἐξοφλοῦμε καὶ τὸ χρέος, ποὺ ἔχομε πρὸς ὅλους. Καὶ πρὸς τοὺς εὐρωπαίους καὶ πρὸς τοὺς ἀμερικάνους, καὶ πρὸς τοὺς πολιτισμένους καὶ πρὸς τοὺς ἀπολίτιστους, γιατί ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: "Ἕλλησι τε καὶ βαρβάροις ὀφειλέτης εἰμί".
Σὰν παράδειγμα σᾶς φέρνω πάλι τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ ν’ ἀπολαύση τὴν ζωή του, μόνο ἂν τυχὸν ἀποφασίση νὰ τὴν θυσιάση γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἄν τυχὸν αὐτὸ γίνη, τότε ἀπὸ τώρα μπαίνει στὴν αἰωνιότητα καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει ὅτι "ὁ Θεὸς εἶναι Τριαδικός, ὅτι εἶναι τρία πρόσωπα καὶ συγχρόνως εἶναι ἕνας Θεός". Καὶ μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι "ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότης ἡ Τριαδική, ἡ ὁποία ἱερουργεῖται μέσα ἐδῶ". Μπορεῖ νὰ καταλάβη τί σημαίνει, ὅτι "ὁ ἄλλος εἶναι ὁ ἑαυτός μου". Ἐνῶ ἀντίθετα, ἐὰν τυχὸν ἐγὼ φροντίζω μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό μου, τότε πνίγω τὸν ἑαυτό μου, γιατί τὸν χωρίζω ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Γι’ αὐτὸ λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης ὅτι "μπορεῖ νὰ εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ κάθε ἕνας ἄνθρωπος, ἀλλὰ ταυτόχρονα ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος εἶναι μία εἰκόνα τοῦ Θεοῦ". Καὶ γι’ αὐτό: "Εἷς ἄνθρωπος κατονομάσει τὸ πᾶν". Ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρο τὸ γένος, ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Κι ἂν τυχὸν κανεὶς ζῆ μὲ τὸ παράδειγμα τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τότε νοιώθει ὅτι, ὄντας ἐλάχιστος καὶ μὴ ὄντας ἄξιος νὰ φιλήση τὰ πόδια τοῦ ἄλλου, ταυτόχρονα εἶναι μεγάλος καὶ δυνατός, γιατί ὁ νεκρὸς ἑαυτὸς του μπορεῖ νὰ κηρύξη καὶ νὰ διδάξη ὅλον τὸν κόσμο. Ὁπότε, αὐτὸς ὁ συνδυασμὸς τῆς ἀδυναμίας καὶ τῆς δυνάμεως, τῆς ἡσυχίας, θὰ ἔλεγα, τὸ νὰ μείνω μόνος καὶ νὰ εἶμαι μαζὶ μὲ ὅλους τους ἄλλους, εἶναι ἕνα δῶρο ποὺ δίνει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Θυμᾶμαι μιά γριὰν ἑλληνίδα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι, στὴν Μασσαλία. Δούλευε σ’ ἕνα ἑστιατόριο. Ἐγέρασε καὶ πῆρε σύνταξι κι ἔμενε στὸ σπίτι της. Κάποτε μοῦ εἶπε: «Πολλοὶ μὲ λυποῦνται τώρα καὶ μοῦ λένε: "Κυρά-Κατίνα, τί κάνεις τώρα μόνη σου;" Ἀλλ’ ἐγὼ θέλω νὰ σᾶς πῶ ὅτι, τώρα ποὺ εἶμαι μόνη μου, περνῶ τὴν καλύτερη περίοδο τῆς ζωῆς μου, γιατί συνέχεια λέω τὴν εὐχή: "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με", καὶ ταυτόχρονα διαβάζω βίους ἁγίων».
Ἔτσι βλέπομε, ἀπὸ τὴν μιά μεριά, ἕναν ποὺ τὰ ἔχει ὅλα, (σπίτια τέλεια, αὐτοκίνητα τῆς τελευταίας τεχνολογίας, κτλ.), καὶ νὰ μὴν ἔχη ὄρεξι νὰ ζήσει. Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη, τὴν κυρά-Κατίνα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολι διωγμένη, νὰ ἔχη πεθάνει ὁ ἄντρας της, νὰ μένη μόνη σ’ ἕνα δωματιάκι καὶ νὰ νοιώθη ὅτι βρίσκεται μέσα στὸν παράδεισο. Αὐτὸ εἶναι ποὺ χαρίζει ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Δηλαδή, ὄχι μόνο μπορεῖ κανεὶς νὰ χαρῆ εὐαίσθητα καὶ σωστὰ τὶς εὐλογίες τῆς ζωῆς, ἀλλ’ εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχη μέσα του αὐτὴν τὴν εὐαισθησία καὶ τὴν χαρά, ἡ ὁποία περιγελᾶ τὸν θάνατο καὶ ἡ ὁποία κάνει τὶς δυσκολίες, τὰ γεράματα καὶ τὸν θάνατο, μεγάλη εὐλογία…
Ἀρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης

Τετάρτη 29 Μαΐου 2019


Σὲ εἴκοσι λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ
Τὸ 1990 ἢ 1991 ἕνας καθολικὸς φαρμακοποιὸς ἀπὸ τὸν Βόλο εἶχε κατηχηθεῖ καὶ ἤθελε νὰ βαπτισθεῖ Ὀρθόδοξος στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ ἀπὸ τὸν Γέροντα Ἰάκωβο τὴν Πεντηκοστή.
Ὅλα ἦταν ἕτοιμα καὶ ἀπὸ τὸ Σάββατο εἶχαν ἔλθει ὁ ἀνάδοχος καὶ ὁ ὑποψήφιος πρὸς βάπτιση.Τὴν Κυριακὴ καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, μπαίνει ὁ ἀνάδοχος στὸ Ἱερὸ τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος καὶ τοῦ λέει ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὴ βάπτιση, ὁ ὁποῖος παρακαλοῦσε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ βαπτισθεῖ, πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ βαπτισθεῖ καὶ ἔφυγε, φεύγει γιὰ τὸν Βόλο.
-Μὴ στενοχωρεῖσαι, παιδί μου, τοῦ λέει ὁ Γέροντας, σὲ 20 λεπτὰ θὰ εἶναι ἐδῶ.
Ὁ ἄνθρωπος εἶχε φτάσει στὸν Ἁγιόκαμπο καὶ εἶχε βγάλει εἰσιτήριο γιὰ νὰ περάσει ἀπέναντι καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ μπεῖ στὸ καράβι, κάτω ἀπὸ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς τοῦ Γέροντα καὶ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, πράγματι, γύρισε πίσω σὲ 20 λεπτὰ μὲ σφοδρὴ τὴν ἐπιθυμία νὰ βαπτισθεῖ.
Ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸν Ἁγιόκαμπο στὸ Μοναστήρι εἶναι τουλάχιστον πενήντα λεπτὰ ἀλλὰ αὐτὸς χωρὶς νὰ τρέχει (καὶ μὲ 200 νὰ πηγαίνεις εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσεις σὲ 20 λεπτά) ἔφτασε σὲ 20 λεπτὰ στὸ Μοναστήρι.
Ἔγινε ἡ βάπτιση καὶ ἔλαμπε ὁλόκληρος, καὶ τὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπη -γιατί ἐκεῖ ἔγινε ἡ βάπτιση-, εὐωδίαζε ἐπὶ μία ἑβδομάδα.
Γέρων Γαβριὴλ, Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Δαβὶδ

Τρίτη 28 Μαΐου 2019


Γιὰ ὅλα νὰ λέτε: «Δόξα σοι, Κύριε!»
Τὰ βάσανά σας εἶναι πολλά.
Τὰ χτυπήματα πέφτουν ἐπάνω σας ἀδυσώπητα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές. Ἀλλὰ μὴν ἀπελπίζεστε.
Δοκιμασίες εἶναι, ποὺ σᾶς βρίσκουν μὲ παραχώρηση τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, γιὰ νὰ καθαριστεῖτε ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὶς ἀδυναμίες σας.
Παραδῶστε, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σας στὰ χέρια Του μὲ ἐμπιστοσύνη, εὐψυχία, χαρὰ καὶ εὐγνωμοσύνη.
Μὴ θυμώνετε, μὴ δυσφορεῖτε, μὴν τὰ βάζετε μὲ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους νὰ ἐπιτελοῦν ἐπάνω σας καὶ μέσα σας τὸ ἔργο τῆς πρόνοιας τοῦ Κυρίου, πού, ἀποβλέποντας στὴ σωτηρία σας, πασχίζει νὰ βγάλει ἀπὸ τὴν καρδιά σας κάθε ἀκαθαρσία...
Ὅπως ἡ πλύστρα τσαλακώνει, τρίβει καὶ χτυπάει τὰ ροῦχα μέσα στὴ σκάφη, γιὰ νὰ τὰ λευκάνει, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς τσαλακώνει, τρίβει καὶ χτυπάει ἐσᾶς, γιὰ νὰ λευκάνει τὴν ψυχή σας καὶ νὰ τὴν ἑτοιμάσει γιὰ τὴν οὐράνια βασιλεία Του, ὅπου κανένας ἀκάθαρτος δὲν θὰ μπεῖ.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Προσευχηθεῖτε νὰ σᾶς φωτίσει τὸν νοῦ ὁ Κύριος, γιὰ νὰ τὴν ἀντιληφθεῖτε. Τότε μὲ χαρὰ θὰ δέχεστε καθετὶ τὸ δυσάρεστο σὰν φάρμακο ποὺ σᾶς δίνει ὁ ἐπουράνιος Γιατρός. Τότε θὰ θεωρεῖτε ὅσους σᾶς βλάπτουν σὰν εὐεργετικὰ ὄργανα Ἐκείνου. Καὶ πίσω τους θὰ βλέπετε πάντα τὸ χέρι τοῦ μεγάλου Εὐεργέτη σας.
Γιὰ ὅλα νὰ λέτε: «Δόξα σοι, Κύριε!».
Νὰ τὸ λέτε, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνεστε.
Σᾶς συμβουλεύω νὰ ἐφαρμόσετε τοὺς παρακάτω κανόνες:
1). Κάθε στιγμὴ νὰ περιμένετε κάποια δοκιμασία. Καὶ ὅταν ἔρχεται, νὰ τὴν ὑποδέχεστε σὰν εὐπρόσδεκτο ἐπισκέπτη.
2). Ὅταν συμβαίνει κάτι ἀντίθετο στὸ θέλημά σας, κάτι ποὺ σᾶς προκαλεῖ πίκρα καὶ ταραχή, νὰ συγκεντρώνετε γρήγορα τὴν προσοχή σας στὴν καρδιὰ καὶ ν’ ἀγωνίζεστε μ’ ὅλη σας τὴ δύναμη, μὲ βία καὶ προσευχή, ὥστε νὰ μὴ γεννηθεῖ ὁποιοδήποτε δυσάρεστο καὶ ἐμπαθὲς αἴσθημα μέσα σας. Ἂν δὲν ἐπιτρέψετε τὴ γέννηση τέτοιου αἰσθήματος, τότε ὅλα τελειώνουν καλά. Γιατὶ κάθε κακὴ ἀντίδραση ἢ ἐνέργεια, μὲ λόγια ἢ μὲ ἔργα, εἶναι συνέπεια καὶ ἐπακόλουθο αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος.
Ἄν, πάλι, γεννηθεῖ στὴν καρδιά σας ἕνα ἀσθενικὸ ἐμπαθὲς αἴσθημα, τότε τουλάχιστον ἂς ἀποφασίσετε σταθερὰ νὰ μὴν πεῖτε καὶ νὰ μὴν κάνετε τίποτα, ὥσπου νὰ φύγει αὐτὸ τὸ αἴσθημα. Ἄν, τέλος, εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴ μιλήσετε ἢ νὰ μὴν ἐνεργήσετε μὲ κάποιον τρόπο, τότε ὑπακοῦστε ὄχι στὰ αἰσθήματά σας, ἀλλὰ στὸν θεῖο νόμο. Φερθεῖτε μὲ πραότητα, ἠρεμία καὶ φόβο Θεοῦ.
3). Μὴν περιμένετε καὶ μὴν ἐπιδιώκετε νὰ σταματήσουν οἱ δοκιμασίες. Ἀπεναντίας, προετοιμάστε τὸν ἑαυτό σας νὰ τὶς σηκώνει ὡς τὸν θάνατο. Μὴν τὸ ξεχνᾶτε αὐτό! Εἶναι πολὺ σημαντικό. Ἂν δὲν τοποθετηθεῖτε ἔτσι ἀπέναντι στὶς δοκιμασίες, ἡ ὑπομονὴ δὲν θὰ στερεωθεῖ στὴν καρδιά σας.
4). Ἐκείνους ποὺ σᾶς χτυποῦν, νὰ τοὺς «ἐκδικεῖστε» μὲ τὴν ἀγάπη σας καὶ τὴν ἀμνησικακία σας. Μὲ τὰ λόγια σας, μὲ τὴ συμπεριφορά σας, ἀκόμα καὶ μὲ τὸ βλέμμα σας νὰ τοὺς δείχνετε ὅτι, παρ’ ὅλα ὅσα σᾶς κάνουν, ἐξακολουθεῖτε νὰ τοὺς ἀγαπᾶτε. Καὶ βέβαια, ποτὲ μὴν τοὺς θυμίσετε πόσο σᾶς ἀδίκησαν.
Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Δευτέρα 27 Μαΐου 2019



Χριστιανὸς σημαίνει ταξιδιώτης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς φημισμένους Πατέρες τῆς Ἐρήμου στὴν Αἴγυπτο τοῦ 4ου αἰώνα, ὁ ἅγιος Σεραπίων ὁ Σινδωνίτης, ταξίδευε μιὰ φορὰ γιὰ προσκύνημα στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ τοῦ εἶπαν γιὰ μία περίφημη ἔγκλειστη, μία γυναίκα ποὺ ζοῦσε πάντα σ’ ἕνα μικρὸ δωμάτιο, χωρὶς ποτὲ νὰ βγαίνει ἔξω. Δυσπιστώντας γιὰ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς της –γιατὶ ὁ ἴδιος ἦταν ἕνας μεγάλος περιπλανώμενος- ὁ Σεραπίων τὴν ἐπισκέφθηκε καὶ τὴ ρώτησε:
«Γιατί κάθεσαι ἐδῶ;» κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε:
«Δὲν κάθομαι. Ταξιδεύω».
Δὲν κάθομαι. Ταξιδεύω. Ὁ κάθε Χριστιανὸς θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμοποιήσει αὐτὰ τὰ λόγια γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ νὰ εἶσαι Χριστιανὸς σημαίνει νὰ εἶσαι ταξιδιώτης. Ἡ κατάστασή μας, λένε οἱ Ἕλληνες Πατέρες, εἶναι σὰν κι’ αὐτὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μέσα στὴν ἔρημο τοῦ Σινᾶ. Ζοῦμε σὲ σκηνές, ὄχι σὲ σπίτια γιατὶ πνευματικὰ εἴμαστε πάντα σὲ κίνηση.
Ταξιδεύουμε μέσω τοῦ ἐσωτερικοῦ χώρου τῆς καρδιᾶς, σ’ ἕνα ταξίδι ποὺ δὲν μετριέται μὲ τὶς ὧρες τοῦ ρολογιοῦ μας ἢ μὲ τὶς μέρες τοῦ ἡμερολογίου, γιατὶ εἶναι ἕνα ταξίδι ἔξω ἀπ’ τὸν χρόνο καὶ μέσα στὴν αἰωνιότητα.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα ὀνόματα γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ ἦταν ἁπλῶς «ἡ ὁδός». «Ἐγένετο δὲ κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον», λέγεται στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, «τάραχος οὐκ ὀλίγος περὶ τῆς ὁδοῦ». Ὁ Φῆλιξ, ὁ Ρωμαῖος κυβερνήτης τῆς Καισάρειας, ἀναφέρεται «ἀκριβέστερον εἰδὼς τὰ περὶ τῆς ὁδοῦ». Εἶναι μία ὀνομασία ποὺ δίνει ἔμφαση στὸν πρακτικὸ χαρακτήρα τῆς Χριστιανικῆς πίστης.
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι κάτι περισσότερο ἀπὸ μία θεωρία γιὰ τὸ σύμπαν, κάτι περισσότερο ἀπὸ διδασκαλίες γραμμένες στὰ χαρτιά• εἶναι ἕνα μονοπάτι ποὺ παίρνουμε ταξιδεύοντας -μὲ τὴ βαθύτερη καὶ οὐσιαστικώτερη ἔννοια, ἡ ὁδὸς τῆς ζωῆς.
Ὑπάρχει μόνο ἕνα μέσο γιὰ ν’ ἀνακαλύψουμε τὴν ἀληθινὴ φύση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Πρέπει ν’ ἀνοίξουμε τὸ βῆμα σ’ αὐτὸ τὸ μονοπάτι, νὰ συντονιστοῦμε σ’ αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς καὶ μετὰ θ’ ἀρχίσουμε ν’ ἀντιλαμβανόμαστε μόνοι μας. Ὅσο παραμένουμε ἔξω, δὲν μποροῦμε νὰ κατανοήσουμε σωστά. Βέβαια εἶναι ἀνάγκη νὰ μᾶς δοθοῦν ὁδηγίες πρὶν ξεκινήσουμε, εἶναι ἀνάγκη, νὰ μᾶς ποῦν ποιοὺς δεῖκτες ν’ ἀναζητήσουμε, καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε καὶ συντρόφους.
Πράγματι, χωρὶς καθοδήγηση ἀπὸ ἄλλους εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο ν’ ἀρχίσουμε τὸ ταξίδι. Ἀλλὰ ὁδηγίες ποὺ ἔδωσαν ἄλλοι ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ εἶναι ὑποκατάστατο γιὰ τὴν ἄμεση, τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία.
Ὁ καθένας καλεῖται νὰ ἐπαληθεύσει γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅ,τι ἔχει διδαχθεῖ, ὁ καθένας χρειάζεται νὰ ξαναζήσει τὴν Παράδοση ποὺ ἔχει λάβει.
«Τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως», εἶπε ὁ Μητροπολίτης Φιλάρετος τῆς Μόσχας, «δὲν σοῦ ἀνήκει, ἂν δὲν τὸ ἔχεις ζήσει». Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ταξιδεύει μ’ ὅλη του τὴν ἄνεση σ’ αὐτὸ τὸ ταξίδι ποὺ εἶναι τὸ πιὸ σημαντικὸ ἀπ’ ὅλα. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι Χριστιανὸς ἀπὸ δεύτερο χέρι. Ὁ Θεὸς ἔχει παιδιά, ἀλλὰ δὲν ἔχει ἐγγόνια.
Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware

Σάββατο 25 Μαΐου 2019


Λίγο χῶμα
Ἡ γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει νὰ γείρει τὸ κεφάλι της στὰ στήθια τοῦ παπποῦ, ποὺ ἔχει καρφωμένα πίσω τὰ μάτια του μπᾶς καὶ ξεχωρίσει τίποτα ἀπὸ τὴ στεριά, τίποτα ἀπ’ τὰ Κιμιντένια. Μὰ πιὰ δὲ φαίνεται τίποτα. Ἡ νύχτα ρούφηξε μέσα της τὰ σχήματα καὶ τοὺς ὄγκους.
Ἡ γιαγιὰ γέρνει τὸ κεφάλι της νὰ τὸ ἀκουμπήσει στὰ στήθια ποὺ τὴν προστατέψανε ὅλες τὶς μέρες τῆς ζωῆς της. Κάτι τὴν μποδίζει καὶ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τὸ κεφάλι ἡσυχία. Σὰν ἕνας βόλος νὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ πουκάμισο τοῦ γέροντα.
– Τί εἶναι αὐτὸ ἐδῶ; ρωτᾶ σχεδὸν ἀδιάφορα.
Ὁ παπποὺς φέρνει τὸ χέρι του. Τὸ χώνει κάτω ἀπ’ τὸ ροῦχο, βρίσκει τὸ μικρὸ ξένο σῶμα ποὺ ἀκουμπᾶ στὸ κορμί του καὶ ποὺ ἀκούει τοὺς χτύπους τῆς καρδιᾶς του.
– Τί εἶναι;
– Δὲν εἶναι τίποτα, λέει δειλὰ ὁ παππούς, σὰν παιδὶ ποὺ ἔφταιξε. Δὲν εἶναι τίποτα. Λίγο χῶμα εἶναι.
– Χῶμα!
Ναί, λίγο χῶμα ἀπ’ τὴ γῆ τους. Γιὰ νὰ φυτέψουν ἕνα βασιλικό, τῆς λέει, στὸν ξένο τόπο ποὺ πᾶνε. Γιὰ νὰ θυμοῦνται.
Ἀργὰ τὰ δάχτυλα τοῦ γέροντα ἀνοίγουν τὸ μαντίλι ὅπου εἶναι φυλαγμένο τὸ χῶμα. Ψάχνουν κεῖ μέσα, ψάχνουν καὶ τὰ δάχτυλα τῆς γιαγιᾶς, σὰν νὰ τὸ χαϊδεύουν. Τὰ μάτια τους, δακρυσμένα, στέκουν ἐκεῖ.
– Δὲν εἶναι τίποτα λέω. Λίγο χῶμα. Γῆ, Αἰολικὴ Γῆ, Γῆ τοῦ τόπου μου.
Ἠλίας Βενέζης

Παρασκευή 24 Μαΐου 2019


Νὰ τοὺς μιλᾶς συνέχεια
Νὰ μιλᾶς αὐθόρμητα στὸν Χριστό, στὴν Παναγία, στοὺς Ἀγγέλους, στοὺς Ἁγίους, ὅπου κι ἄν βρίσκεσαι, καὶ νὰ τοὺς λὲς ὅ,τι θέλεις. «Χριστέ μου, νὰ λές, Παναγία μου, τὴν διάθεσή μου τὴν ξέρεις. Βοήθησέ με!».
Ἔτσι ἁπλά καὶ ταπεινὰ νὰ τοὺς μιλᾶς συνέχεια γιὰ ὅ,τι σὲ ἀπασχολεῖ καὶ ὕστερα νὰ λὲς τὴν εὐχή:«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με».
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019


Ἡ Ξανθούλα
Τὴν εἶδα τὴν Ξανθούλα,
τὴν εἶδα ψὲς ἀργά,
ποὺ μπῆκε στὴ βαρκούλα,
νὰ πάει στὴν ξενητιά.
Ἐφούσκωνε τ᾿ ἀέρι
λευκότατα πανιά,
ὡσὰν τὸ περιστέρι
ποὺ ἁπλώνει τὰ φτερά.
Ἐστέκονταν οἱ φίλοι
μὲ λύπη, μὲ χαρά,
καὶ αὐτὴ μὲ τὸ μαντήλι
τοὺς ἀποχαιρετᾶ.
Καὶ τὸ χαιρετισμό της
ἐστάθηκα νὰ ἰδῶ,
ὥσπου ἡ πολλὴ μακρότης
μοῦ τὄκρυψε κι αὐτό.
Σ᾿ ὀλίγο σ᾿ ὀλιγάκι
δὲν ἤξερα νὰ πῶ,
ἂν ἔβλεπα πανάκι,
ἢ τοῦ πελάγου ἀφρό.
Καὶ ἀφοῦ πανί, μαντήλι,
ἐχάθη στὸ νερό,
ἐδάκρυσαν οἱ φίλοι,
ἐδάκρυσα κι ἐγώ.
Διονύσιος Σολωμὸς

Τετάρτη 22 Μαΐου 2019



Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δικαιώνει τῇ μοναδικότητα καὶ ἀποκλειστικότητά του ὡς Σωτῆρα, ἱκανοῦ νὰ ζωοποιήσει ἀληθινά, νὰ μεταγγίσει τὴν καταλύτρια τοῦ θανάτου ζωή του στὴ φθαρτὴ ζωή μας. Ἕνας ὁ Χριστός, μία ἡ Ἀνάσταση, μία –καὶ μοναδικὴ– καὶ ἡ δυνατότητα σωτηρίας - θεώσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ προσανατολίζεται στὸν Χριστὸ ἡ προσδοκία γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀδιεξόδων, ποὺ συμπνίγουν τῇ ζωή μας. Στὸν ἕναν ὅμως Χριστό, τὸν Χριστὸ τῶν Ἁγίων, τὸν Χριστὸ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ ἀλλοιωμένος «Χριστὸς» τῶν αἱρέσεων, ἢ ὁ σχετικοποιημένος «Χριστὸς» τοῦ θρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ τῆς νεοεποχικῆς πανθρησκείας, συνιστᾶ ἀπόρριψη τοῦ ἀληθινοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς προσφερόμενης ἀπὸ Αὐτὸν δυνατότητας σωτηρίας. Ὁ Χριστὸς τῆς Πίστεως τῶν Ἁγίων μας εἶναι ὁ Χριστὸς τῆς Ἱστορίας καὶ ἀποκλείει κάθε σύγχυσή του μὲ ὁποιαδήποτε λυτρωτικὰ ὑποκατάστατα, ποὺ ἐπινοοῦνται γιὰ τὴν παραπλάνηση τοῦ κόσμου. Διότι μόνο ἔτσι μπορεῖ ἡ πλάνη νὰ συντηρεῖ τὴν ἀπάτη, διευκολύνοντας τὴν κυριαρχία ἀντιχρίστων δυνάμεων, ποὺ μολονότι σκορπίζουν τὸν θάνατο ἐμφανίζονται ὡς «ἄγγελοι φωτὸς» καὶ «διάκονοι Δικαιοσύνης». Δὲν ξέρω γιατί στὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Ἀπ. Παύλου τρέχει ἡ σκέψη μου, ὅταν γίνεται λόγος γιὰ «ἀνθρωπιστικὴ βοήθεια» ἢ «εἰρηνευτικὴ δύναμη» στοὺς καιρούς μας...
Μέσα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων μας συνειδητοποιοῦμε πῶς δὲν ὑπάρχουν τραγικότερες ὑπάρξεις ἀπὸ τοὺς «μὴ ἔχοντας ἐλπίδα» – ἐλπίδα δηλαδὴ ἀναστάσεως. Διότι βλέπουν τὸν βιολογικὸ θάνατο ὡς τέλος καὶ καταστροφή τους. Σ᾿ αὐτὴ τὴν τραγικότητα ὑποκύπτει, δυστυχῶς, καὶ ἡ ἐπιστήμη, ἀναζητώντας ἀπεγνωσμένα μεθόδους γιὰ παράταση τῆς ζωῆς, μεταγγίζοντας τὴν ψευδαίσθηση ὑπερνίκησης κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τοῦ φυσικοῦ θανάτου. Ἐξίσου ὅμως τραγικοὶ εἶναι καὶ ὅσοι –ἀκόμη καὶ χριστιανοὶ– παγιδεύονται στὰ στεγανὰ χιλιαστικῶν ὁραμάτων καθολικῆς εὐημερίας καὶ ἐνδοκοσμικῆς ἐσχατολογίας, χάνοντας τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς Ἀναστάσεως καὶ θυσιάζοντας τὸ ὑπερκόσμιο στὸ ἐνδοκοσμικὸ καὶ τὸ αἰώνιο στὸ καιρικό.
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ὡς ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνόλης τῆς κτίσεως ἀποκτᾶ νόημα μόνο στὸ πλαίσιο τῆς ἁγιοπατερικῆς σωτηριολογίας. Στὴ συσταύρωση, δηλαδή, καὶ συνανάσταση μὲ τὸν Χριστό. Ἔτσι ζεῖ τὴν Ἀνάσταση καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς στὴν ἱστορική του πορεία. Πιστὴ στὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει χαρακτηριστεῖ, ὅπως ἐλέχθη, «Ἐκκλησία τῆς Ἀναστάσεως», διότι στὴν Ἀνάσταση οἰκοδομεῖ ὅλη τὴν ἱστορική της παρουσία, ἐμβολιάζοντας στὴ συνείδηση τῶν λαῶν τῆς τὴν ἀναστάσιμη ἐλπίδα, κάτι ποὺ φαίνεται στὴν πολιτισμική τους συνέχεια. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὀρθοδόξους λαοὺς καὶ ὁ ἑλληνικὸς ἔμαθε νὰ διαλύει στὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως τὰ σκοτάδια τῆς δουλείας του, ὅπως στὴν Τουρκοκρατία, ποὺ στὸ «Χριστὸς ἀνέστη» δὲν κουραζόταν νὰ προσθέτει: «Καὶ ἡ Ἑλλὰς ἀνέστη»!
Σ᾿ αὐτὸ τὸ νοηματικὸ πλαίσιο κινεῖται ἡ ἐλπιδοφόρα ἐκείνη πρόσκληση: «Δεῦτε λάβετε φῶς»! Εἶναι πρόσκληση στὸ ἀναστάσιμο ἄκτιστο φῶς τῆς θεότητος, ποὺ τὸ δέχονται μόνο ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν καθαρίσει τὴν καρδιά τους. «Ἀθαρθῶμεν τὰς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτὶ τῆς ἀναστάσεως Χριστὸν ἐξαστράπτοντα...». Χωρὶς μετάνοια δὲν μπορεῖ νὰ κοινωνήσει κανεὶς τὸ ἀναστάσιμο φῶς. Μετάνοια εἶναι ὑπέρβαση τῆς ἁμαρτίας, τῆς αἰτίας κάθε θανάτου. Ἡ Ὀρθοδοξία διασώζει στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τὸν τρόπο τῆς ἀληθινῆς μετάνοιας, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν θάνατο τοῦ «παλαιοῦ ἀνθρώπου» καὶ στὴν προσωπικὴ ἀνάστασή μας. Αὐτὸ μας ὑπενθυμίζει διαρκῶς ὁ περίεργος στὰ ὦτα τῶν ἀμυήτων μοναστηριακὸς ἐκεῖνος λόγος: «Ἐὰν πεθάνεις, πρὶν πεθάνεις, δὲν θὰ πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις»! Χριστὸς Ἀνέστη!
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Τρίτη 21 Μαΐου 2019


Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας
Σὲ μιὰ ἀπέλπιδα στιγμὴ τῆς προσπαθείας μου γιὰ αὐτοπερισυλλογή, τὸ 1945, μονάχος ἕν᾿ ἀπόγευμα, μπῆκα στὴν Ἐκκλησία τοῦ συνοικισμοῦ Νέας Ἰωνίας Ἀθηνῶν. Ἀργότερα, πολλὲς φορὲς συσχέτισα τὴν εἴσοδό μου ἐκείνη, ἐντὸς τοῦ ἱδρύματος, τῆς ἐκ θείας ἀποκαλύψεως θρησκευτικῆς παραδόσεως, μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Κολοκοτρώνη, ὅταν ἔμεινε ἔρημος, πρὶν βγεῖ στὰ βουνὰ καὶ κράξει τοὺς σκόρπιους ἀπὸ τὸ φόβο τῶν Τούρκων Ἕλληνες, στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χρυσοβιτσιοῦ, ἐνισχυόμενος ἀπὸ τὸ μεγάλο τοῦ ἥρωος παράδειγμα. Μέσα ὁ ναὸς ἦταν ἀκόμη ἀσυμπλήρωτος καὶ ὡς μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι᾿ ἄκουγαν, τὸν κρυμμένο μέσα στὸ ἱερὸ παπά, μιὰ μαυροφορεμένη γρηά, ἕνας τρελλὸς καὶ ἐγώ. Τότε λοιπόν, παρὰ τὶς ἐλλιπεῖς μου γνώσεις στὰ θρησκευτικὰ καὶ θεολογικά, καθὼς προσπαθοῦσα νὰ βάλω τοὺς σκόρπιους λογισμούς μου σὲ κάποια τάξη, ἀντιλήφθηκα ὅτι πολὺ σωστὰ θὰ μποροῦσαν νὰ διακοσμηθοῦν οἱ τοῖχοι τοῦ ἄδειου ναοῦ, μὲ τὴν ἁπλὴ καταγραφή, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, ὅπως στὰ χαρτάκια ποὺ δίνουμε στὸν παπὰ γιὰ νὰ τὰ διαβάσει, τῶν ὀνομάτων ὅλων τῶν προσφιλῶν μας νεκρῶν.
Ἡ ἀνωτέρω ἀντίληψη μοῦ κατέστησε σαφὲς (ἐφ᾿ ὅσον διὰ τὴν ἀναγραφὴ τῶν ὀνομάτων τῶν νεκρῶν ἐνεργεῖ ἄλλη χεὶρ ἀπὸ τὴν δική τους), ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς ἑνότητος τῶν λογισμῶν μας δὲν ἐπιτυγχάνεται διὰ μόνου τοῦ ἑαυτοῦ μας. Χωρεῖ λοιπὸν ἕνα εἶδος παραιτήσεως καὶ ἐπιβάλλεται νὰ πεῖς, τὸ ἐγώ μου εἶν᾿ ἕνας ἄλλος.
Ἄλλος ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἁγία αὐτοῦ Ἐκκλησία, ὅπου συνεχίζει ὑπάρχων. Ἄλλος ὁ πλησίον μας ἄνθρωπος ποὺ ἐν Χριστῷ, μέσα στὴν Ἐκκλησία, παντρευόμαστε. Ἄλλος! Ἐκείνη γυναίκα καὶ αὐτὸς ἄνδρας. Καὶ ὅμως τὸν ἀγαπῶ ὡς ἑαυτόν μου. Ἄλλος ὑπῆρξε ὁ ἀνάδοχός μου ποὺ μ᾿ ἔντυσε τὴ στολὴ τῆς πίστεως, ὅταν βαπτίστηκα ἐν Χριστῷ μωρὸ παιδὶ καὶ δὲν καταλάβαινα. Τόσοι ἄλλοι εἶμαι ἐγώ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ σῶμα μου. Τὸ αἰσθάνθηκα στὴν Καβάλα προσφάτως καὶ τὸ διακηρύσσω. Ἀγαπῶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἐντὸς αὐτῆς, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ νεκρώσιμα εὐλογητάρια καὶ τὰ ἰδιόμελα τοῦ μοναχοῦ Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, κατανοῶ πὼς ὀ χορὸς τῶν Ἁγίων εὗρε πηγὴν ζωῆς καὶ θύραν παραδείσου, ἐν τῷ Φωτὶ τοῦ προσώπου καὶ τῷ γλυκασμῷ τῆς ὡραιότητος τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἀῤῥήτου δόξης τοῦ ὁποίου εἴμαστε εἰκών, παρὰ τὰ στίγματα τῶν πταισμάτων ποὺ σηκώνουμε. Μέσα στὸν κοινὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκὼν λαμβάνει ζωή. Τὰ ἄνευ οὐδενὸς περιεχομένου γεγυμνωμένα ὀστᾶ τοῦ πατέρα μου, ποὺ ξεθάψαμε κατὰ τὴν ἀνακομιδή, ἐν Χριστῷ ἐνδύονται φῶς ζωῆς. Ζοῦν οἱ προσφιλεῖς ὑπάρξεις, ποὺ καμιὰ λογικὴ ἀνάλυση καὶ ψυχολογία δὲ μπορεῖ νὰ τὶς ἀναστήσει. «Ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μὴ λυπῆσθε καθὼς καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα».
Νῖκος Γαβριὴλ Πεντζίκης



Ἀπόγονοι
Ὅταν κάποτε ἕνας ἐξέχων ξένος συνομιλητὴς τοῦ Γιώργου Σεφέρη τὸν ρώτησε «Μὰ εἴσαστε πραγματικὰ ἀπόγονοι τοῦ Λεωνίδα καὶ τοῦ Θεμιστοκλῆ;» 
ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ὄχι, εἴμαστε ἀπόγονοι μονάχα τῆς μάνας μας ποὺ μᾶς μίλησε ἑλληνικά, ποὺ προσευχήθηκε ἑλληνικά, ποὺ μᾶς νανούρισε μὲ παραμύθια γιὰ τὸν Παπαφλέσσα καὶ τὶς Σουλιώτισσες, κι ἔνιωσε τὴν ψυχή της νὰ βουρκώνει τὴ Μεγάλη Παρασκευή, μπροστὰ στὸ ξόδι τοῦ νεκροῦ Θεανθρώπου».

Δευτέρα 20 Μαΐου 2019



Ὅσοι ἁγίασαν
Ὅσοι ἁγίασαν δὲν εἶχαν ὅλοι ἁγίους Γεροντάδες, ἀλλὰ εἶχαν ἁγίους λογισμούς.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 19 Μαΐου 2019



Τί λένε τώρα τὰ πουλάκια;
Ἦταν ἄνοιξη, ὁ Γέροντας Παΐσιος ἄκουγε τὰ πουλιὰ ἔξω νὰ κελαηδᾶνε καὶ μὲ ρωτάει :
-Τί λένε τώρα τὰ πουλάκια;
-Ποῦ νὰ ξέρω, Γέροντα; τοῦ λέω .
-Εὐλογημένε, λένε τὸ Χριστὸς Ἀνέστη!

Σάββατο 18 Μαΐου 2019



Πέντε φορὲς δὲν μπορεῖς;
Τί θὰ κάνομε; Τὸ ξέρετε ὅλοι σας, τὸ ξέρω καὶ ἐγώ, πόσο ἡ ζωή μας εἶναι κουραστικὴ καὶ φορτωμένη μὲ χίλια δυὸ θέματα ποὺ μᾶς ἀπασχολοῦν. Ἐμεῖς, ἀφοῦ εἴδαμε τί κάνουν οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, ἂς κάνομε τὸ ἐλάχιστο ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ χέρι μας.
Ὁ Χριστὸς δέχεται τὰ ἑκατό, δέχεται καὶ τὰ τριάντα, δέχεται καὶ τὰ πέντε ποὺ θὰ τοῦ δώσεις. Ἂν δὲν μπορεῖς νὰ τὸν θυμηθεῖς χίλιες φορές, ἑκατὸ φορές, πενήντα φορὲς τὴν ἡμέρα, θυμήσου τον δέκα φορὲς καὶ πές του μὲ ἀγάπη: Χριστέ μου!
Ὄχι νὰ τὸν παρακαλέσεις γιὰ τὴν φτώχειά σου, γιὰ τὴ μάνα σου, γιὰ τὴν ἀρρώστια σου, γιὰ τὴν ἐπιτυχία σου. Ὄχι. Νὰ τὸν παρακαλέσεις νὰ μπεῖ στὴν καρδιά σου. Δὲν μπορεῖς δέκα φορὲς τὴν ἡμέρα; Πέντε φορὲς δὲν μπορεῖς; Ἂν τὸ νιώσεις καὶ τὸν καλεῖς ἔστω δύο φορὲς τὴν ἡμέρα, ὕστερα ἀπὸ ἕναν μήνα θὰ γλυκαθεῖς καὶ θὰ τὸν ζητᾶς δέκα φορές, ὕστερα εἴκοσι φορές, ὕστερα θὰ ἀρχίσεις νὰ τὸν νιώθεις μέσα στὴν καρδιά σου!
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019



Ἄνοιγμα σ’ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας
Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δὲν πείθει λογικὰ ἀλλὰ προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο κάθε ἐποχῆς καὶ τὸν προσκαλεῖ νὰ λάβει θέση ἀπέναντί της. Ἡ οὐδετερότητα εἶναι ἀδιανόητη. Ἡ ἀρνητικὴ καὶ ἐχθρικὴ στάση ἀπέναντί της σημαίνει τὴν ὑποδούλωση τοῦ ἀνθρώπου στὰ στενὰ ὅρια μιᾶς ἐνδοκοσμικῆς ὑπάρξεως στὴν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ τρόμος τοῦ θανάτου καὶ ἡ ἀγωνία τοῦ μηδενός· ἐνῶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ θετικὴ τοποθέτηση, ἡ ἐν πίστει ἀποδοχὴ τῆς Ἀναστάσεως, σημαίνει τὸ ἄνοιγμα τοῦ ἀνθρώπου σ’ ἕνα νέο κόσμο ἐλπίδας, ὅπου τὸ φράγμα τοῦ θανάτου διασπᾶται ἀπὸ τὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατί ὁ ἀναστὰς ἐκ νεκρῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἔχει ἀναστηθεῖ, κάνοντας τὴν ἀρχὴ γιὰ τὴν ἀνάσταση ὅλων τῶν νεκρῶν».
Ἰωάννης Καραβιδόπουλος

Σάββατο 11 Μαΐου 2019



Αἱ ἐξοχαὶ τῶν Ἀθηνῶν
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων ἀρέσκει εἰς τοὺς ἐπισκεπτομένους τὸ ἄστυ ἡμῶν ξένους εἶναι ὅτι δὲν ἔχει προάστια. Πρὶν εἰσέλθη τις εἰς πᾶσαν ἄλλην πρωτεύουσαν ἢ ἐξέλθη αὐτῆς ἀναγκάζεται νὰ διαβῇ τόπους οἵτινες οὔτε πόλις εἶναι οὔτε ἐξοχή, ἀλλ᾿ εἶδος προθαλάμου χρησιμεύοντος εἰς τοποθέτησιν πάντων ὅσα θὰ ἀσχήμιζον τὴν πόλιν ἢ θὰ ἦσαν ὀχληρὰ εἰς τῶν πολιτῶν τὴν ὅρασιν, τὴν ὄσφρησιν ἢ τὴν ἀκοήν. Ἐκεῖ εὑρίσκονται αἱ ἀποθῆκαι, τὰ σιδηρουργεῖα, τὰ ἀτμοκίνητα ἐργοστάσια, τὰ σφαγεῖα, τὰ ζωοστάσια καὶ ὅσ᾿ ἄλλα ἀναγκάζονται παρ᾿ ἡμῖν οἱ δυστυχεῖς κάτοικοι τῆς ὁδοῦ Ἡφαίστου, τῆς Πλάκας, τῆς Βάθειας καὶ τοῦ Ψυρρῆ ν᾿ ἀνέχωνται περὶ αὐτούς. Χάρις εἰς τὴν ἀνοχὴν ταύτην τῶν πτωχῶν, ἔχουσιν ἐν Ἀθήναις αἱ ἀριστοκρατικαὶ συνοικίαι τὸ μοναδικὸν πλεονέκτημα τῆς ἀμέσου συγκοινωνίας πρὸς τοὺς ἀγρούς. Τὰ τελευταῖα μέγαρα τῶν λεωφόρων Ἀμαλίας, Πατησίων καὶ Κηφισσίας εἶναι σχεδὸν ἐξοχικά, οὐδ᾿ ἀπαιτοῦνται περισσότερα τῶν δέκα λεπτῶν διὰ νὰ ἐκπηδήσῃ τις ἀπὸ τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος εἰς τοὺς θάμνους τοῦ Λυκαβηττοῦ ἢ τοὺς περὶ τὴν Ἀκρόπολιν ἀγρούς. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὐδ᾿ ἐκεῖ εὑρίσκει δένδρα καὶ νερά, ἀλλὰ τουλάχιστον αἶγας, φασκόμηλα, θυμάρια, χαμόμηλα καὶ ἀνεμώνας.
Ταῦτα δύναται νὰ θεωρήση ἀνεπαρκῆ μόνον ὁ μὴ λησμονήσας τὰ σχολικά του ἀναγνώσματα, τὰ παριλίσσια ἄλση, τὰ παρέχοντα σκιὰν καὶ δρόσον εἰς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους τοὺς μαθητάς, τὰς περιγραφὰς τοῦ Φαίδρου, «τὰς ἀΰπνους κρήνας», τὰς «χλωρὰς βάσσας», τὸν «καλλίβοτρυν νάρκισσον», καὶ ὅσα ἄλλα εὔμορφα καὶ δροσερὰ πράγματα ὕμνησε δι᾿ ἀθανάτων στροφῶν ὁ Σοφοκλῆς.
Πάντα ταῦτα οὐδαμοῦ πλέον δύναται σήμερον ν᾿ ἀνευρεθῶσι παρὰ εἰς μόνα τὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων. Μάτην ἐζήτησα παρὰ τῶν ἡμετέρων ἀρχαιολόγων νὰ μοὶ ὑποδείξωσι ποῦ ἔρρεε τὸ προσφιλὲς εἰς τὰς Ἀθηναίας παρθένους «πολὺ καὶ καλὸν ὕδωρ τοῦ Ἠριδανοῦ»· ἡ Ἐννεάκρουνος Καλλιρρόη σπανίως παρέχει ὕδωρ ἐπαρκὲς διὰ νὰ πλύνωσι τ᾿ ἀσπρόρρουχά των εἰς τὰς οἰκοκυρὰς τοῦ Βατραχονησίου, οὐδὲ θὰ ἠδύνατο σήμερον ὁ Σωκράτης νὰ δροσίσῃ τοὺς πόδας του εἰς τὸ ῥεῖθρον τοῦ Ἰλισσοῦ, ἀλλὰ τὸν μὲν χειμῶνα θὰ ἐβύθιζεν αὐτοὺς εἰς κίτρινον πηλόν, τὸ δὲ θέρος θὰ ἔκαιον τὰς πτέρνας του χάλικες πυρακτωμένοι.
Ἡ τοιαύτη γειτνίασις εἰς τὴν πόλιν εἴδους τινὸς ἐξοχῆς καὶ ἡ μικρὰ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῶν ἀπωτέρων διαφορὰ δύναται νὰ ἐξηγήση πῶς συμβαίνει νὰ εἶναι ὀλιγώτερον παντὸς ἄλλου λαοῦ φιλάγραυλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τὴν ἀπαραίτητον εἰς τοὺς Φράγκους καὶ τοὺς Γερμανοὺς δίμηνον ἀναπνοὴν ἐξοχικοῦ ἀέρος καὶ ἀνάπαυσιν τῆς ὁράσεως εἰς πρασινάδα ἀναπληρώνει παρ᾿ ἡμῖν τὸ ταξείδιον εἰς τὴν Εὐρώπην τῶν πλουσίων καὶ τὸ λούσιμον εἰς τὸ Φάληρον τῶν πολλῶν. Εἰς δὲ τὰς περὶ τὴν πόλιν ἐξοχὰς μεταβαίνουσιν ἐνίοτε μόνοι ὅσοι ἔτυχε νὰ κληρονομήσωσι περιβόλιον ἢ νὰ κτίσωσιν οἰκίαν, βοσκώμενοι ὑπὸ τῆς ἐλπίδος προσεχοῦς συνοικισμοῦ. Αἱ ἐλπίδες ὅμως αὐτῶν ἀπέβησαν κεναί. Ἂν τῳόντι ἐξαιρέσωμεν τὸ Νέον Φάληρον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἐξοχή, καὶ τὴν Κηφισσιάν, ἥτις μένει στάσιμος, παρήκμασαν πᾶσαι αἱ λοιπαί. Ἐνῷ εἰς διάστημα τεσσαρακονταετίας ἐπενταπλασιάθησαν οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν, ἠλαττώθη κατὰ πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν κατὰ τὸ θέρος εἰς τὰς ἀγροικίας κατοικούντων. Τὸ δὲ δυστύχημα εἶναι ὅτι συνηλαττώθη σχεδὸν πανταχοῦ τοῦ ὕδατος καὶ τῶν δένδρων τὸ ποσόν.
Τὸ ὕδωρ ἀγοράζεται ἢ ἁρπάζεται ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων, τὰ δὲ δάση κατατρώγουσιν οἱ αἶγες ἢ ἐρημοῦσιν αἱ ἀνὰ πᾶν ἔτος ἀναπτόμεναι πρὸς αὔξησιν τῆς βοσκησίμου ἐκτάσεως πυρκαϊαί, τῶν ὁποίων ἀδύνατον εἶναι νὰ εὑρεθῶσι καὶ νὰ τιμωρηθῶσιν οἱ πασίγνωστοι αὐτουργοί, διὰ τὸν λόγον ὅτι δὲν ἔχουν ψήφους τὰ δένδρα καὶ ἔχουν ψήφους οἱ αἰγοβοσκοί. Τὰ ἀνοσιουργήματα ταῦτα προκαλοῦσι μὲν παροδικὴν ἐξέγερσιν τοῦ τύπου, ἀλλὰ μετ᾿ ὀλίγον λησμονοῦνται, ὅπως καὶ τὰ κατὰ καιροὺς ἀνακύψαντα ἐκ τῆς λήθης σχέδια τῆς ἀειμνήστου βασιλίσσης Ἀμαλίας περὶ ἀναδασώσεως τοῦ Ὑμηττοῦ. Τὸ ἀληθὲς εἶναι ὅτι ὁ Ἕλλην δὲν συμπαθεῖ πρὸς τὰ φυτά, ἑξαιρουμένων τῶν προσοδοφόρων. Πολλοὶ τεχνοκρῖται κατηγόρησαν τοὺς ἀρχαίους ὡς ἀνικάνους νὰ αἰσθανθῶσι καὶ νὰ ὑμνήσωσι τὰ θέλγητρα τῆς φύσεως, ὅπως οἱ σήμερον ρομαντικοί. Τὴν μομφὴν ταύτην δύναται νὰ εὕρῃ ἄδικον ὁ ἀναγινώσκων τὸν Οἰδίποδα ἐπὶ Κολωνῷ ἢ τὸν Ἱππόλυτον Στεφανηφόρον, ὄχι ὅμως καὶ ὁ ἀποβλέπων εἰς τὴν παρὰ τῶν ἀπογόνων αὐτῶν ἀνοχὴν τῆς καταστροφῆς τῶν δασῶν καὶ τῆς μεταποιήσεως εἰς ἄσβεστον γραφικωτάτων λόφων τῶν Ἀθηνῶν. 
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Πέμπτη 9 Μαΐου 2019



Ἡ δοκιμασία τοῦ λογικοῦ
Ἡ πίστη τοῦ χριστιανοῦ δοκιμάζεται μὲ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸ χρυσάφι στὸ χωνευτήρι. Ἀπ᾿ ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι τὸ πλέον ἀπίστευτο πράγμα, ὁλότελα ἀπαράδεκτο ἀπὸ τὸ λογικό μας, ἀληθινὸ μαρτύριο γιὰ δαῦτο. Μὰ ἴσια-ἴσια, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα πράγμα ὁλότελα ἀπίστευτο, γιὰ τοῦτο χρειάζεται ὁλόκληρη ἡ πίστη μας γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι λέμε συχνὰ πὼς ἔχουμε πίστη, ἀλλὰ τὴν ἔχουμε μονάχα γιὰ ὅσα εἶναι πιστευτὰ ἀπ᾿ τὸ μυαλό μας. Ἀλλὰ τότε, δὲν χρειάζεται ἡ πίστη, ἀφοῦ φτάνει ἡ λογική. Ἡ πίστη χρειάζεται γιὰ τὰ ἀπίστευτα.
Οἱ πολλοὶ ἄνθρωποι εἶναι ἄπιστοι. Οἱ ἴδιοι οἱ μαθητάδες τοῦ Χριστοῦ δὲν δίνανε πίστη στὰ λόγια τοῦ δασκάλου τους ὅποτε τοὺς ἔλεγε πὼς θ᾿ ἀναστηθῆ, μ᾿ ὅλο τὸ σεβασμὸ καὶ τὴν ἀφοσίωση ποὺ εἶχαν σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ λόγια του. Καὶ σὰν πήγανε οἱ Μυροφόρες τὴν αὐγὴ στὸ μνῆμα τοῦ Χριστοῦ, κ᾿ εἴδανε τοὺς δυὸ ἀγγέλους ποὺ τὶς μιλήσανε, λέγοντας σ᾿ αὐτὲς πὼς ἀναστήθηκε, τρέξανε νὰ ποῦμε τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση στοὺς μαθητές, ἐκεῖνοι δὲν πιστέψανε τὰ λόγια τους, ἔχοντας τὴν ἰδέα πὼς ἤτανε φαντασίες: «Καὶ ἐφάνησαν ἐνώπιον αὐτῶν ὡσεὶ λῆρος (τρέλα) τὰ ῥήματα αὐτῶν, καὶ ἠπίστουν αὐταῖς»...
 Βλέπεις καταπάνω σὲ πόση ἀπιστία ἀγωνίσθηκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός; Καὶ στοὺς ἴδιους τοὺς μαθητάδες του. Εἶδες μὲ πόση μακροθυμία τὰ ὑπόμεινε ὅλα; ...Καὶ μ᾿ ὅλα αὐτὰ, ἴσαμε σήμερα οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς εἴμαστε χωρισμένοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ μ᾿ ἕνα τοῖχο παγωμένον, τὸν τοῖχο τῆς ἀπιστίας. Ἐκεῖνος ἀνοίγει τὴν ἀγκάλη του καὶ μᾶς καλεῖ κ᾿ ἐμεῖς τὸν ἀρνιόμαστε. Μᾶς δείχνει τὰ τρυπημένα χέρια του καὶ τὰ πόδια του, κ᾿ ἐμεῖς λέμε πὼς δὲν τὰ βλέπουμε. Ἐμεῖς ψάχνουμε νὰ βροῦμε στηρίγματα στὴν ἀπιστία μας γιὰ νὰ ἱκανοποιήσουμε τὸν ἐγωϊσμό μας, ποὺ τὸν λέμε Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη. Ἡ λέξη Ἀνάσταση δὲν χωρᾶ μέσα στὰ βιβλία τῆς γνώσης μας... Γιατὶ «ἡ γνώση τούτου τοῦ κόσμου, δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίσει ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα πλῆθος λογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Ναί, ἐκείνους ποὺ ἔχουνε αὐτὴ τὴν εὐλογημένη ἁπλότητα τῆς διάνοιας, τοὺς μακάρισε ὁ Κύριος, λέγοντας: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Καὶ στὸν Θωμᾶ, ποὺ γύρευε νὰ τὸν ψηλαφήσῃ γιὰ νὰ πιστέψῃ, εἶπε: «Γιατὶ μὲ εἶδες Θωμᾶ, γιὰ τοῦτο πίστεψες; Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἴδανε καὶ πιστέψανε».
Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο νὰ μᾶς δώσει αὐτὴ τὴν πλούσια φτώχεια, καὶ τὴν καθαρὴ καρδιά, ὥστε νὰ τὸν δοῦμε ν᾿ ἀναστήνεται γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς μαζί του.
Αὐτὴ ἡ ἀνηξεριὰ (ἡ ἄγνοια) εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴ γνώση: «Αὕτη ἐστὶν ἡ ἄγνοια ἡ ὑπερτέρα τῆς γνώσεως». Καλότυχοι καὶ τρισκαλότυχοι ἐκεῖνοι ποὺ τὴν ἔχουνε.
Χριστὸς ἀνέστη!
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 8 Μαΐου 2019



Παιδικὴ Πασχαλιὰ
Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:
Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;
Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,
κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·
ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,
τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.
Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.
Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»
Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!
Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!
Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…
Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.
Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.
Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.
Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.
―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.
―Ὄχι, ἡ δική μου.
―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.
―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.
― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;
―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!
― Τέτοια παλιολαμπάδα!
― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…
― Νά κ᾽ ἐσύ!
― Νά κι ἄλλη μιά!
Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.
Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.
Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 7 Μαΐου 2019


Χριστὸς Ἀνέστη!
Ἐάν ὁ Κύριος δέν εἶχεν ἀναστῆ καί ὡς Ἀναστάς δέν εἶχε γεμίσει τούς μαθητάς Του μέ τήν ζωοποιόν δύναμιν καί τήν θαυματουργικήν σοφίαν, ποῖος θά ἠδύνατο αὐτούς τούς φοβισμένους καί δραπέτας νά τούς συγκεντρώσῃ καί νά τούς δώσῃ τό θάρρος καί τήν δύναμιν καί τήν σοφίαν διά νά ἠμπορέσουν τόσον ἄφοβα καί μέ τόσην δύναμιν καί σοφίαν νά κηρύττουν καί νά ὁμολογοῦν τόν Ἀναστάντα Κύριον καί νά πηγαίνουν μέ τόσην χαράν εἰς τόν θάνατον δι᾽ Αὐτόν; Καί ἄν ὁ Ἀναστάς Σωτήρ δέν τούς εἶχε γεμίσει μέ τήν θείαν δύναμίν Του καί σοφίαν, πῶς θά ἠμποροῦσαν νά ἀνάψουν μέσα εἰς τόν κόσμον τήν ἄσβεστον πυρκαϊάν τῆς Καινοδιαθηκικῆς πίστεως αὐτοί οἱ ἁπλοϊκοί ἀγράμματοι, ἀμαθεῖς καί πτωχοί ἄνθρωποι; 
Ἐάν ἡ Χριστιανική πίστις δέν ἦτο ἡ πίστις τοῦ Ἀναστάντος καί κατά συνέπειαν τοῦ αἰωνίως ζῶντος καί ζωοποιοῦντος Κυρίου, ποῖος θά ἠδύνατο νά ἐμπνεύσῃ τούς Μάρτυρας εἰς τόν ἆθλον τοῦ μαρτυρίου, καί τούς Ὁμολογητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ὁμολογίας, καί τούς Ἀσκητάς εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀσκήσεως, καί τούς Ἀναργύρους εἰς τόν ἆθλον τῆς ἀναργυρίας, καί τούς Νηστευτάς εἰς τόν ἆθλον τῆς νηστείας καί ἐγκρατείας, καί ὁποιονδήποτε Χριστιανόν εἰς ὁποιονδήποτε Εὐαγγελικόν ἆθλον; 
Ὅλα αὐτά εἶναι λοιπόν ἀληθινά καί πραγματικά καί δι᾽ ἐμέ καί διά σέ καί διά κάθε ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν. Διότι ὁ θαυμαστός καί γλυκύτατος Κύριος Ἰησοῦς, ὁ Ἀναστάς Θεάνθρωπος, εἶναι ἡ μόνη Ὕπαρξις ὑπό τόν οὐρανόν μέ τήν ὁποίαν δύναται ὁ ἄνθρωπος ἐδῶ εἰς τήν γῆν νά νικήσῃ καί τόν θάνατον καί τήν ἁμαρτίαν καί τόν διάβολον, καί νά καταστῇ μακάριος καί ἀθάνατος, συμμέτοχος εἰς τήν Αἰωνίαν Βασιλείαν τῆς Ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ... Διά τοῦτο, διά τήν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν ὁ Ἀναστάς Κύριος εἶναι τά πάντα ἐν πᾶσιν εἰς ὅλους τούς κόσμους: ὅ,τι τό Ὡραῖον, τό Καλόν, τό Ἀληθές, τό Προσφιλές, τό Χαρμόσυνον, τό Θεῖον, τό Σοφόν, τό Αἰώνιον. Αὐτός εἶναι ὅλη ἡ Ἀγάπη μας, ὅλη ἡ Ἀλήθειά μας ὅλη ἡ Χαρά μας, ὅλον τό Ἀγαθόν μας ὅλη ἡ Ζωή μας, ἡ Αἰωνία Ζωή εἰς ὅλας τάς θείας αἰωνιότητας καί ἀπεραντοσύνας. 
Διά τοῦτο καί πάλιν, καί πολλάκις, καί ἀναρίθμητες φορές: Χριστός Ἀνέστη! 
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Δευτέρα 6 Μαΐου 2019


Περὶ τῶν αἰτίων τοῦ Σχίσματος
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένων τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπᾳ Ῥώμης, οὐδ᾿ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεραρχίαν καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ πνευματικὴν ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων, οἵτινες δὲν ἀπεστάλησαν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐπίσκοποι καθεδρῶν, ἀλλ᾿ ἀπόστολοι τοῦ ἱεροῦ Αὐτοῦ Εὐαγγελίου, φέροντες τὴν δύναμιν τοῦ ἱδρύειν ἐκκλησίας.
Οἱ ἀπόστολοι ἦσαν ὅ,τι ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, ὅστις ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον καὶ κατεσκεύασε τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ διέταξε τὰ τῆς λατρείας καὶ πάσας τὰς ἱερὰς τελετάς· καὶ συγχρόνως ἀρχιθύται ὡς ὁ Ἀαρών· καὶ τοιοῦτοι ἔδει νὰ ὦσιν, ἀφοῦ ἡ παλαιὰ λατρεία τύπος καὶ σκιὰ ἦν τῆς νέας λατρείας, τῆς γνωσθείσης τοῖς ἔθνεσι διὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· ἐν τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις ὑπῆρχε τὸ πλήρωμα τῶν χαρισμάτων, οὐδὲ ἦν δυνατὸν ἄλλως νὰ ἔχῃ, ἀφοῦ πάντες ἐξ ἴσου ἀπεστέλλοντο· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα, ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν».
Πῶς ἦν δυνατὸν νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τοῦ Πέτρου, ὅστις ἐξ ἴσου πρὸς τοὺς ἄλλους ἀπεστέλλετο εἰς τὸ κήρυγμα, ὅπως ἱδρύσωσι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διδάξωσι τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀφοῦ ἕκαστος ἔμελλε νὰ ἐνεργῇ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῶν λοιπῶν; Ἀλλὰ τὶς ἡ χρεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀφοῦ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάρχωσι δευτερεῖα, διὰ τὴν διασπορὰν τῶν ἀποστόλων; Τὶς ἡ χρεία τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ἕκαστος ἀπόστολος ἰδίαν εἶχεν ἀποστολήν; Τὶς ἡ χρεία ἱεραρχικῆς βαθμολογίας μεταξὺ τῶν ἀποστόλων, ἀφοῦ ἐν τῇ διασπορᾷ ἔμελλον νὰ ἀποθάνωσι μακρὰν ὁ εἰς τοῦ ἄλλου; Τὶς ἡ χρεία τῆς δυνάμεως τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ὑπεσχέθη εἰς τοὺς ἀποστόλους, ὅτι ἔσεται μετ᾿ αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; Βεβαίως οὐδεμία χρεία ὅλων τούτων τῶν φανταστικῶν προσόντων τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅστις ἐξ ἅπαντος θὰ διαμαρτύρηται κατὰ τῆς τοιαύτης ὑπεροχῆς. Ἐὰν τὰ προσόντα τοῦ Πέτρου, οἷα ἀξιοῖ ἡ ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἦσαν ἀληθῆ, τὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ καθίστατο λίαν προβληματικὸν καὶ ἀδιανόητον, διότι θὰ παρουσίαζε σύγχυσιν ἐννοιῶν καὶ σύγκρουσιν ἀρχῶν· θὰ ἦτο ἀκατανόητος ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος, καὶ ἰσότητος μέχρι ταπεινώσεως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνισότητος, μέχρι ἡγεμονίας καὶ ὑπεροψίας. Ἐὰν διετάσσετο τοιαύτη ὑπεροχὴ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πῶς θὰ ἠδυνάμεθᾳ νὰ νοήσωμεν τὸ ἑξῆς χωρίον τοῦ Εὐαγγελίου; «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐχ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»· καὶ ἵνα ἀφήσωμεν τὰ πολλὰ χωρία, διότι δὲν θὰ ἐπαρκέση ὁ χρόνος, ἐρωτῶμεν. Πῶς θὰ ἐπληροῦτο ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τῶν ἀποστόλων μὴ ἐχόντων κοινωνίαν μετὰ τοῦ ἀνωτάτου ἀποστόλου, παρ᾿ οὗ θὰ ἐλάμβανε κῦρος τὸ ἀποστολικὸν αὐτῶν κήρυγμα; Ἀλλ᾿ ἀφοῦ συνέστησεν ἱεραρχίαν μεταξὺ τῶν ἀποστόλων καὶ ἀνέδειξε τὸν Πέτρον ἀνώτατον ἀπόστολον καὶ ἡγεμόνα, διατὶ ὁ Κύριος νὰ μὴ γνωστοποιήσῃ τοῦτο καὶ τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, λέγων αὐτοῖς· «ἰδοὺ καθίστημι Πέτρον τουτονὶ ποιμένα ὑμῶν καὶ ἄρχοντα καὶ ἡγεμόνα· αὐτὸς ποιμανεῖ ὑμᾶς αὐτοῦ ἀκοῦσασθαι· καὶ πᾷς ὅστις παρακούσει αὐτοῦ ἐξολοθρευθήσεται»; Τοῦτο ἔπρεπε νὰ ποιήση τε γνωστὸν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Σωτήρ, ἐὰν ὄντως καθίστα αὐτὸν ποιμένα ποιμένων καὶ ἄρχοντα τῶν ἀποστόλων· ἀλλὰ δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς οὐδὲν τοιοῦτον εἴρηκε, καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἱεραρχίαν ἀποστολικὴν συνέστησε, διὸ οὐδ᾿ ὑπάρχει τις φόβος ἀπωλείας τῷ μῇ πειθομένῳ τῷ διαδόχῳ τοῦ Πέτρου, εἶπερ ἔστι τοιοῦτος ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης.
Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔστιν ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἑνὶ πνεύματι, ἐν τῇ μιᾷ πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ. Ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία οὕτως ἐννόησε τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα καὶ ταύτην ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε· μαρτύρια τρανὰ οἱ πρῶτοι δέκα αἰῶνες. Ἐκ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας μόνη ἡ ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητος καὶ δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. Ἡ διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προκάλεσε τὸ σχίσμα, ὅπερ λαβὸν τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σὺν τῷ χρόνῳ καὶ προέβαινε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, μέχρις οὖ ἀφήκετο εἰς τὴν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν Παπῶν τῆς ὑποταγῆς τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῇ ἐπισκοπῇ τῆς Ῥώμης. Ἐν τούτῳ δὲ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότατος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποὶ δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόῤῥοια τοῦ πρώτου τούτου λόγου.
Ἅγιος Νεκτάριος

Κυριακή 5 Μαΐου 2019


Ἐξοχικὴ Λαμπρὴ
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεια-Κρατήρας, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες, καὶ ζηλεύῃ ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθώ, δεκαπεντοῦτις κόρη ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε λέγουσα· «Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾽ ἐπὶ κάλλει οὔτε ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾽ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾽ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπαρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνῃ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι᾽ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπαρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἑπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς·
―  Χριστὸς Ἀνέστη! ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον, εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν·
―  Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Παπά μ᾽, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾽! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπά σ᾽ καὶ τὰ παιδάκια σ᾽! Ξάδερφε Θοδωρή! νὰ ζήσῃς, νὰ τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾽ νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Νὰ χαίρεσαι, μ᾽ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνιψιὲ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε. Κουμπάρα Κυπαρισσού! μὲ μιὰ καλὴ νύφη, νὰ ζήσῃς, νὰ χαρῇς! ἐβίβα ὅλοι! Τέ-περ-τε! Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! καλὴ λευθεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα μὲ τὸ καλό!
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξεν ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ, κατ᾽ ἄλλον ὅμως στενώτερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναῖκά του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν·
―  Μπρόμ!
―  Πιὲ κὶ δό μ᾽!
―  Μὲ κρασί!
―  Καλῶς τ᾽ν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ!
Καὶ πιὼν αὐτός, μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθήν, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ᾄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾽ ὁ ἰδιορρυθμότερος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπαρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς ταχτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῷα, πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτῶνα μὲ ἀνοικτὰς χειρῖδας, βραχεῖαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπαρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς» ἢ «χαλκοδέρες». Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτο ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπαρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε, ― νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!…
Ὁ μπαρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη κατ᾽ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς·
Κ᾽στὸ - μπρὲ - Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς - ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης