Τετάρτη 29 Απριλίου 2020


Μάθετε τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται
Πόσο εὔκολο εἶναι νὰ ἐμπνεύσει κανεὶς στὸ παιδάκι τὴν ἀγάπη καὶ τὴν εὐλάβεια στὶς ἱερὲς ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας! Φτάνει μόνο νὰ τοῦ δώσουμε νὰ καταλάβει, ὅτι στὸ ναὸ βρίσκεται πιὸ αἰσθητὰ ὁ «πανταχοῦ παρὼν» Κύριος, ὁ Θεὸς ποὺ τόσο ἀγαπάει τὰ παιδιά, καὶ ποὺ καλεῖ κι αὐτὸ κοντά Του. Ἑπομένως μέσα στὸ ναὸ πρέπει νὰ στεκόμαστε ἥσυχα, νὰ κάνουμε μὲ προσοχὴ τὸ σταυρό μας καὶ νὰ προσευχόμαστε εὐλαβικά.
Ναί, γονεῖς! Ἂν ἡ καρδιὰ σας εἶναι πλημμυρισμένη ἀπὸ πίστη καὶ ἀγάπη στὸ Θεό, θὰ βρεῖτε χίλιους δυὸ τρόπους νὰ μεταδώσετε τὰ αἰσθήματα αὐτὰ στὸ παιδί σας. Τὴ μεγαλύτερη ἀδικία κάνουμε στὰ παιδιά μας, ἂν τοὺς στερήσουμε τὸ θησαυρὸ τῆς πίστεως, τὸ θησαυρὸ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Εἶναι ἀπόλυτα σωστὸ αὐτὸ ποὺ λένε, ὅτι «ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου -ἑπομένως καὶ τοῦ παιδιοῦ- εἶναι ἀπὸ τὴ φύση της χριστιανική». Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς περιμένει χριστιανικὲς ἐκδηλώσεις ἀπὸ τὴν παιδικὴ ψυχή. Σωστὰ γράφει καὶ ὁ ψαλμωδός: «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον».
Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἀκριβῶς, γιὰ νὰ ριζώσει καὶ ν’ ἀναπτυχθεῖ τὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ βίωμα στὶς ψυχὲς τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὰ μαθαίνουν ἀπὸ μικρὰ νὰ ἐπικοινωνοῦν μὲ τὸ Θεό, νὰ προσεύχονται. Ὅσο μικρὸ κι ἂν εἶναι τὸ παιδί, μπορεῖ νὰ προσεύχεται. Ἀφοῦ ζητάει ἀπὸ τοὺς γονεῖς κάτι ποὺ θέλει, γιατί ἄραγε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ζητήσει ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα;
Μάθετε λοιπὸν τὸ παιδί σας νὰ προσεύχεται. Ἂν ἀρχίσετε ὅταν ἀκόμα εἶναι μικρό, ἡ προσευχὴ σιγὰ-σιγὰ θὰ τοῦ γίνει συνήθεια καὶ ἀνάγκη! Νὰ κάνετε συστηματικὰ μαζὶ μὲ τὰ παιδιὰ σας πρωινὴ καὶ βραδινὴ προσευχή, καθὼς καὶ πρὶν καὶ μετὰ τὸ φαγητό. Νὰ μὴν πλησιάζουν στὸ τραπέζι ὅπως τ’ ἄλογα ζῶα στὸ παχνί, ἀλλὰ νὰ μάθουν ὅτι, ὅποιος θέλει ν’ ἀπολαμβάνει τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ τὰ ζητάει, ἀλλὰ καὶ νὰ εὐχαριστεῖ ὅταν τὰ παίρνει. Τὸ «Πάτερ ἡμῶν», τὸ «Θεοτόκε Παρθένε» καὶ ἄλλες σύντομες προσευχὲς πρέπει νὰ τὶς γνωρίζει κάθε παιδάκι.
Εἶναι πολὺ θλιβερὸ φαινόμενο τὸ ὅτι, στὴν ἐποχή μας, ἡ κοινή, οἰκογενειακὴ προσευχὴ χάθηκε σχεδὸν ἀπὸ παντοῦ. Πράγματι, γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο βλέπουμε τόσες δυστυχισμένες οἰκογένειες καὶ τόσες ἀποτυχίες στὴν ἀγωγή: Ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι, οἱ οἰκογένειες, ἔπαψαν νὰ προσεύχονται. Αἰώνιο κύρος ἔχουν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν».
Ἐπίσκοπος Αἰκατερίνμπουργκ Εἰρηναῖος

Δευτέρα 27 Απριλίου 2020


Περὶ ἀγάπης
Ὁ ὑποτακτικὸς κάποιου Γέροντα ἔμενε σὲ μία καλύβα δέκα μίλια μακριὰ ἀπὸ τὴ σκήτη. Μία μέρα θέλησε νὰ τὸν εἰδοποιήσῃ ὁ Γέροντας νὰ ἔλθῃ νὰ πάρῃ τὸ ψωμί του. Ὕστερα ὅμως σκέφθηκε: Γιὰ λίγα ψωμιὰ νὰ κάνω τὸν Ἀδελφὸ νὰ περπατήσει δέκα μίλια; Ἂς τοῦ τὰ πάω μόνος. Ἔβαλε τὸ ταγάρι στὸν ὦμο καὶ ξεκίνησε. Πηγαίνοντας, σκόνταψε σὲ μία πέτρα κι ἔκανε τέτοια πληγὴ στὸ πόδι, ποὺ ἦταν ἀδύνατον νὰ σταματήσει τὸ αἷμα. Ἀπὸ τὸν ὑπερβολικὸ πόνο ποὺ ἔνιωσε, ἄρχισε νὰ κλαίει.
- Γιατί κλαῖς, Ἀββᾶ; ἄκουσε πίσω του μία γλυκειὰ φωνὴ νὰ τὸν ρωτᾷ.
Ἔστρεψε τὸ κεφάλι καὶ εἶδε ἕναν ὡραῖο Ἄγγελο. Δὲν φοβήθηκε ὅμως, ἀλλὰ τοῦ ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὴν πληγή.
- Πάψε νὰ κλαῖς γι᾿ αὐτὸ τὸ τιποτένιο πρᾶγμα, τὸν πρόσταξε ὁ Ἄγγελος. Τὰ βήματα ποὺ κάνεις γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδελφοῦ τὰ ἔχω μετρημένα καὶ θὰ πάρεις τὴν ἀμοιβή σου ἀπὸ τὸν Θεό.
Ὁ Γέροντας πῆρε θάῤῥος καὶ χαρούμενος συνέχισε τὸ δρόμο του. Ἀπὸ τότε προθυμοποιήθηκε νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Ἀδελφούς.
Μία μέρα πῆρε πάλι ψωμιὰ νὰ τὰ πάει σ᾿ ἄλλον Ἐρημίτη ποὺ ἔμενε πολὺ πιὸ μακριά. Συνέβηκε ὅμως νὰ ἔρχεται κι ἐκεῖνος μὲ τὸν ἴδιο σκοπὸ καὶ συναντήθηκαν στὸ δρόμο.
- Ἀδελφέ μου, εἶπε πρῶτος ὁ Γέροντας, μὲ κόπο ἀπέκτησα ἕνα μικρὸ θησαυρὸ καὶ πρόλαβες ἐσὺ νὰ μοῦ τὸν πάρεις.
- Μήπως ἡ στενὴ πύλη χωράει μόνο ἐσένα, Ἀββᾶ; Κάνε λίγο τόπο νὰ περάσουμε κι ἐμεῖς, τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ Ἀδελφός.
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτά, ἦλθε πάλι ὁ Ἄγγελος καὶ τοὺς εἶπε:

- Αὐτὴ ἡ φιλονικία σὰν εὐωδία στὸ λιβάνι ἀνεβαίνει στὸν οὐρανό.

Παρασκευή 24 Απριλίου 2020



Καλημερούδια
Μὲ τὶ καμάρι περπατεῖ
τὴν κούκλα της κρατώντας,
καὶ μ᾿ ἕνα σπάγκο τὸ γατὶ
ξοπίσω της τραβώντας.
Κοντὰ στὴν πόρτα σταματᾶ
πρὶν πάει πιὸ παραπέρα,
καὶ τὰ πουλιά της χαιρετᾶ
μὲ μία καλημέρα.
«Καλημερούδια σας, πουλιά,
καλημερούδια χήνα...
τὴν κούκλα λὲν Τριανταφυλλιά,
καὶ τὸ γατὶ ψιψίνα.
Κι ἂν μὲ ρωτᾶτε καὶ γιὰ ποῦ,
νωρὶς τὶ τάχα βγῆκα,
πάω νὰ προφτάσω τὸν παπποὺ
ποὺ μὲ φιλεύει σῦκα.»
Ἀλέξανδρος Πάλλης

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020


Παιδικὸ πνεῦμα
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωισμὸ δὲν ἑλκύει κανένα. Καὶ ἂν κάποιον ἑλκύσει, γρήγορα θ᾿ ἀπομακρυνθεῖ. Ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος γίνεται ἀδιάλυτος ὅταν συναντήσει παιδικὸ πνεῦμα, ἀθωότητα καὶ ἁγιασμό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει Χριστὸ τὰ βλέπει ὅλα δύσκολα καὶ σκοτεινά.
Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020



Ἁγιότητα
Ἡμερολόγιο ἥσυχο στὸν τοῖχο,

μιὰ ἡμερομηνία κι οἱ ἅγιοι σιωπηλοί,

χλωμοὶ κι ἀναμάρτητοι,

σημειωμένοι μόνο μὲ τὸ μικρό τους ὄνομα,

ὅπως τοὺς φώναζε ἡ μητέρα τους.

Κύριε, κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ μεγαλώσει.
Τάσος Λειβαδίτης

Κυριακή 19 Απριλίου 2020



Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία
Τὴν πρωίαν τοῦ Μ. Σαββάτου ἐσήμανεν ὁ κώδων τὴν λειτουργίαν. Μεταξὺ τοῦ ἱερέως, τοῦ φιλοτίμου χωρικοῦ κὺρ Γιάννη, καὶ τοῦ φιλοξενουμένου ὑπ᾿ αὐτοῦ, εἶχε συμφωνηθῆ, ὅτι ἡ λειτουργία θὰ ἐγίνετο βραδύτερον, κατὰ τὴν ὀγδόην ὥραν, ἀλλ᾿ ἐναντίον τῆς συμφωνίας ἔγινε ταχύτερον μάλιστα καὶ τῆς ἑβδόμης. Ἐπωφελούμενος ὁ ἀγαθὸς χωρικὸς κὺρ Γιάννης τὸ φίλυπνον καὶ ὀκνηρὸν τοῦ ξένου του, ἐσκέφθη νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ κοιμηθῇ μέχρι τῆς ὀγδόης, καὶ ἀπελθὼν εἰς τὸν ναὸν ἀνέγνω μὲν αὐτὸς τὰς Προφητείας, συνέψαλε δὲ μετὰ τοῦ ἱερέως καὶ τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», καὶ ὁ ξένος του ἔμεινε κοιμώμενος νήδυμον.
Ἡ νυκτερινὴ ἀκολουθία διὰ τὴν Ἀνάστασιν ἔμελλε νὰ σημάνῃ ἐνωρίς, τὴν δεκάτην ὥραν, τοῦτο δὲ διὰ νὰ λάβωσιν εἴδησιν καὶ οἱ πόρρω κατοικοῦντες ποιμένες καὶ βοσκοί, νὰ προλάβωσι τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ Εὐλογητὸς δὲν θὰ ἐλέγετο ἀμέσως, ἀλλὰ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, ἡ δὲ πρώτη κροῦσις τοῦ κώδωνος ἦτο ἁπλῶς μήνυμα πρὸς τοὺς «τηλοῦ τῶν ἀγρῶν οἰκοῦντας», βοσκοὺς καὶ κολλήγους. Ἀλλ᾿ ὁ εὐλαβὴς ἱερεύς, ὅστις, δὲν ἐνόει νὰ παραλίπῃ ἐκ τοῦ Τυπικοῦ οὐδὲ κεραίαν, εἰσελθὼν μόνος εἰς τὸν ναὸν ἀπὸ τῆς ὀγδόης καὶ ἡμισείας, ἔμεινεν ἀναγινώσκων τὰς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Μόλις ὅμως ἀντήχησεν ἡ πρώτη τοῦ κώδωνος δόνησις, καὶ ὁ φιλόξενος ἀγρονόμος κὺρ Γιάννης, λαβὼν τὴν ὑπερμεγέθη λαμπάδα του, ἣν εἶχε παραγγείλει ἐξ Ἀθηνῶν, ὅλην ἐκ καθαροῦ κηροῦ, λησμονήσας τὰς ἑσπερινὰς συνθήκας, καθ᾿ ἃς ὁ πρῶτος κώδων θὰ ἦτο διὰ τοὺς ἀπωτέρω οἰκοῦντας ἀγροδιαίτους πιστούς, ἔσπευσε νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Τὸ παράδειγμά του ἐμιμήθησαν καὶ ἄλλοι τῶν συγχωρικῶν, καὶ τότε ὁ ἀγαθὸς ἐφημέριος ἠναγκάσθη νὰ βάλῃ Εὐλογητὸν πρὸ τῆς ὥρας. Ἐψάλησαν ὅμως ἀργὰ τὰ τροπάρια τοῦ Κανόνος «Κύματι θαλάσσης», ἐψάλησαν τριπλᾶ καὶ τετραπλᾶ, καὶ οὕτω τὴν δωδεκάτην ὥραν τοῦ μεσονυκτίου ἀκριβῶς ἐτελέσθη ἡ Ἀνάστασις.
Ἀλλ᾿ ὅσον καὶ ἂν φεύγῃ τις τὰς Ἀθήνας καὶ τὴν τύρβην των, ὅσον ἀμιγῶς καὶ ἂν ἐπιθυμῇ νὰ ἑορτάσῃ τὰς ἡμέρας ταύτας, τὸ φάσμα τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ τὸν ἀκολουθεῖ παντοῦ βῆμα πρὸς βῆμα, τὰ προϊόντα τῶν νεωτέρων ἐφευρέσεων τὸν καταδιώκουσιν, ἀδύνατον δὲ νὰ μείνῃ τις ἥσυχος οὐδὲ στιγμήν. Βεγγαλικὰ φῶτα καὶ ἄλλα βέβηλα πράγματα ἐκάησαν προκλητικῶς ἔξω τοῦ ναοῦ, εὐθὺς ὡς ἐξήλθομεν νὰ κάμωμεν Ἀνάστασιν, ὁ δὲ ἀνεκτικώτατος ἱερεὺς δὲν ἐνόμισεν φρόνιμον νὰ τὰ ἀπαγορεύσῃ. Ὁ καπνὸς αὐτῶν συνεφύρθη ἀνευλαβῶς μὲ τὴν ἱερὰν εὐωδίαν τοῦ θυμιάματος, ὁ κρότος τῶν πυραύλων ἀνεμίγη μὲ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος. Τέλος ἐπανήλθομεν εἰς τὸν ναόν, καὶ ἤρξατο ψαλλόμενον τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα, λαμπρυνθῶμεν λαοί». Οἱ καλοὶ χωρικοὶ μετὰ μεγίστης εὐλαβείας ἠκροῶντο τὰ ἱερὰ ᾄσματα, ὁ δὲ ἀξιόλογος ποιμὴν Ν. Σκοῦφος, προσενεγκὼν εὐσεβῶς ἀνήρτησεν ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ μανουαλίου, ἐνώπιον τῆς εἰκόνος τοῦ δεσπότου Χριστοῦ, τσαντίλαν νωποῦ τυροῦ, ἄλλο πασχάλιον ἔθιμον τῶν ἀγροτῶν τῆς Ἑλλάδος.
Μεγίστη τάξις καὶ θρησκευτικὴ προσήλωσις ἐπεκράτει καθ᾿ ὅλην τὴν ἀκολουθίαν. Μόνον δύο ἢ τρεῖς κύριοι καὶ ἄλλαι τόσαι κυρίαι εὑρίσκοντο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἐν τῷ ναῷ, ἀλλὰ μετὰ τὴν Ἀνάστασιν ἀπῆλθον νὰ κοιμηθῶσι, καλῶς πράξαντες, διότι τὸ παρεκκλήσιον ἦτο στενόχωρον, καὶ ἀποχωρήσαντες ἀφῆκαν τόπον διὰ τοὺς λοιπούς. Μεταξὺ τῶν ἄλλων ἐκκλησιαζομένων διέπρεπεν ὁ ἀξιοσέβαστος μπαρμπα - Τσάμης, ἀπόστρατος ἐνωμοτάρχης τῆς χωροφυλακῆς, διακριθεὶς εἰς τὴν καταδίωξιν τῆς λῃστείας, καὶ δυνάμενος νὰ διηγηθῇ ἐν εἴδει ἐποποιίας ὅλην τὴν μακρὰν ἱστορίαν τῶν κατορθωμάτων της. Ὁμοίως ὁ Νικόλας, ὅστις διέπρεψεν εἰς ὅλας τὰς ἐπαναστάσεις τῆς Θεσσαλίας καὶ τῆς Κρήτης, καὶ ἠξεύρει ἐκ στήθους ὅλην τὴν ἱστορίαν τούτων, καὶ ὁ Ἀντώνης, ὁ ἐπιλεγόμενος βουλγαρομάστιξ, ὅστις εἶναι ἱστορία μόνος του.
Γενομένου τοῦ ἀσπασμοῦ, ἤρξατο ἡ λειτουργία μέχρι τῆς 2ας ὥρας πρὸς ὄρθρον. Ὅτε ἐλάβομεν τὸ ἀντίδωρον καὶ ἐξηρχόμεθα ἐκ τοῦ ναοῦ, ἄλλο γνήσιον ἑλληνικὸν ἔθιμον ἐφείλκυσε τὴν προσοχήν μου περὶ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας. Εἷς τῶν χωρικῶν, ὅστις ἐκτελεῖ χρέη ἐπιτρόπου ἐν τῷ παρεκκλησίῳ, διένειμεν εἰς τοὺς ἐξερχομένους ᾠὰ κόκκινα, προσφωνῶν ἑνὶ ἑκάστῳ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη. Ἔλαβον τὸ δοθέν μοι ᾠόν, καὶ ἐγκαρδίως ηὐχήθην εἰς τὸν ἀγαθὸν χωρικὸν πᾶν καταθύμιον.
Τότε ἕκαστος τῶν χωρικῶν, φέρων ἀνημμένην τὴν λαμπάδα, ἀπῆλθεν οἴκαδε. Τὸ κατ᾿ ἐμέ, ἀφοῦ ἐπεσκέφθην διὰ βραχέων τὸν φιλόξενον χωρικὸν κὺρ Γιάννην, μετέβην εἰς τὸ μικρὸν μαγαζίον τοῦ χωρίου, καὶ ἐκεῖ ἀπήλαυσα ἐπὶ μακρὸν χρόνον τὴν ἡδονὴν τῆς συνδιαλέξεως μετὰ τῶν χωρικῶν, ἀνθρώπων μὲ ἀνοικτὴν καρδίαν. Εἷς αὐτῶν εἶχε φέρει ἐκ τῆς οἰκίας του σούπαν καὶ βραστόν, τυρὸν καὶ αὐγὰ κόκκινα, καὶ ἐγεύθημεν ὁμοῦ τὸ πασχάλιον. Ἐν τῷ μεταξὺ εἶχεν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζῃ, καὶ ἐπειδὴ δὲν ἐνύσταζον, ἐσκέφθην, ὅτι τὸ καλύτερον ἦτο νὰ περιμείνω τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, καὶ τὴν διάβασιν τῆς ἁμαξοστοιχίας τοῦ σιδηροδρόμου Λαυρίου. Παρῆλθον δὲ ἀνεπαισθήτως αἱ ὧραι ἐν τῷ μέσῳ τῆς φαιδρᾶς συνδιαλέξεως, τοῦ Χριστὸς Ἀνέστη, τῆς συγκρούσεως τῶν ποτηρίων, τῆς μαρμαρυγῆς τοῦ ρητινίτου, καὶ τοῦ ἐαρινοῦ τῶν στρουθίων κελαδήματος.
Μεταβαίνων εἰς τὸν σταθμόν, μίαν ὥραν μετὰ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, συνήντησα δύο ἢ τρεῖς ὁμίλους ἑορταζόντων, καὶ οἱ ὀβελοὶ τῶν ἀμνῶν περιεστρέφοντο ἤδη ἐπὶ τοῦ πυρός. Ἀλλὰ μοὶ ἔκαμαν ἐντύπωσιν δύο ὡραῖοι νέοι Λιδωρικιῶται, οἵτινες ἔψηνον τὸ ἀρνίον κατὰ τὸν τελειότερον ἐκ τῶν γνωστῶν καὶ παραδεδεγμένων τρόπων. Οἱ πρόσθιοι πόδες τοῦ ἀμνοῦ δὲν ἐφαίνοντο, χωμένοι ἐντὸς τῆς σαρκός, τὸ ἔντερον περιέβαλλεν ἑπτάκις ἢ ὀκτάκις ὡς ζώνη ἔξωθεν τὸν ἀμνόν, οἱ νεφροί, χωρὶς ν᾿ ἀποσπασθῶσιν ἐκ τῶν σπλάγχνων, εὑρίσκοντο ἑκατέρωθεν προσκεκολλημένοι ἔξωθεν, ὁμοίως καὶ τὰ δίδυμα, μετὰ τῶν ριζῶν τανυσμένων, εὑρίσκοντο ἐπὶ τοῦ ἰσχίου. Τὴν πυρὰν δὲν εἶχον ἀνάψει μὲ κλήματα, ἀλλὰ μὲ κορμὸν ἀγρίου δένδρου. Μοὶ εἶπον, ὅτι τὰ κλήματα εἶναι ὁ εὐκολώτερος τρόπος, ἀλλὰ «διὰ τοὺς ἀτζαμῆδες».
Τοὺς ἠρώτησα ἂν ἀληθεύῃ, ὅτι οἱ παλαιοὶ κλέπται ἤξευρον μίαν ἄλλην τέχνην, νὰ ψήνωσι τὸ ἀρνίον χωρὶς νὰ φαίνεται οὐδαμόθεν καπνός. Μοὶ ἀπήντησαν μειδιῶντες, ὅτι τοῦτο δὲν ἀληθεύει, ἢ τοὐλάχιστον δὲν ἐφαρμόζεται σήμερον, διότι δὲν εἶναι ἀνάγκη, ὑποθέτω, ἀλλὰ τὸ μόνον σωστὸν εἶναι, ὅτι ἔσκαπτον λάκκον, ἔθετον ἐντὸς τὸ ἀρνίον «μὲς στὸ ἴδιο τὸ ἀρνιακό», τὸ ἔχωνον, ἤναπτον πῦρ ἄνωθεν «ὅσο νὰ τυφλοκαίγῃ» καὶ οὕτω τὸ ἀρνίον ἀντὶ νὰ ψηθῇ ἔβραζεν, ἤρκει νὰ μὴ εἰσήρχετο ἀὴρ μηδαμόθεν. Τοὺς εὐχαρίστησα διὰ τὰς πληροφορίας ταύτας, ὡς καὶ διὰ τὸ σπληνάντερον καὶ τὴν πλόσκαν, δι᾿ ὧν μ᾿ ἐτίμησαν, ἐσύριξεν ἡ ἀτμάμαξα, ἔφθασε τὸ τραῖνον καὶ ἐπεβιβάσθην διὰ τὸ Ἄστυ.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020



Ἡ ἐλευθερία εἶναι μεγάλο δῶρο
Δύο μοναχοί συνομιλοῦσαν γιά τή σωτηρία.
Ὁ ἕνας ἔλεγε:
‐ Ἡ ψυχή μου δέν μπορεῖ νά συμβιβαστεῖ μέ τή σκέψη ὅτι κάποιος θά χαθεῖ αἰώνια. Νομίζω πώς ὁ Κύριος θά βρεῖ τρόπο νά τούς σώσει ὅλους.
Ὁ ἄλλος ἀπάντησε:
‐ Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὁ Θεός μποροῦσε νά δημιουργήσει τόν ἄνθρωπο χωρίς τή συνέργεια του, ἀλλά νά τόν σώσει χωρίς τή συμφωνία καί τή συνέργεια τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀδύνατον. Ἡ σωτηρία καί ἡ ἀπώλεια βρίσκονται στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ πρῶτος:
‐ Νομίζω ὅτι ὁ Θεός μέ τό πλῆθος τῆς ἀγάπης Του θά ὑπερβεῖ τήν ἀντίσταση τοῦ κτίσματος, χωρίς νά καταλύσει τήν ἐλευθερία του.
Ὁ δεύτερος:
‐ Μοῦ φαίνεται πώς δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι δυνητικά τόσο μεγάλη, πού και στο ἐπίπεδο τοῦ αἰωνίου Εἶναι μπορεῖ νά προσδιοριστεῖ ἀρνητικά ἀπέναντι στόν Θεό. Ὅσοι δεν τό γνωρίζουν αὐτό ἤ τό λησμονοῦν, τρέφονται με «ὡριγενικό» γάλα.
‐ Ἀλλά πραγματικά, αὐτό εἶναι μωρία!
‐ Ναί, μωρία.
‐ Τί λοιπόν νά κάνουμε;
‐ Ὁ Θεός θέλει να σωθοῦν ὅλοι, και ἐμεῖς πρέπει νά σκεφτόμαστε τή σωτηρία ὅλων καί νά προσευχόμαστε γιά ὅλους. Ἀλλά οὔτε ἡ ἀποκάλυψη οὔτε ἡ πείρα μας μᾶς δίνουν βάση νά ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὅλοι θά σωθοῦν. Ἡ ἐλευθερία εἶναι μεγάλο δῶρο, ἀλλά φρικτό.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020


Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα
– Γέροντα, εἶναι διαπίστωσις πολλῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων, ὅτι ὁ κόσμος συνεχῶς χειροτερεύει. Αὐτό τό ἀπότομο κατρακύλισμα κάπου μᾶς φοβίζει. Ἐμεῖς τί μποροῦμε νά κάνουμε;
– Νά παραμένουμε κοντά στόν Θεό. Ὅσο εἴμεθα κοντά Του, ἰσχύει τό: «Παρεμβαλεῖ ἄγγελος Κυρίου κύκλῳ τῶν φοβούμενων αὐτόν καί ρύσεται αὐτούς».
Ὅταν ὁ βασιλιᾶς τῆς Συρίας εἶχε στείλει στρατό νά συλλάβουν τόν προφήτη Ἐλισσαῖο, ὁ προφήτης βρισκόταν μέ τόν ὑποτακτικό του. Μόλις ὁ ὑποτακτικός του εἶδε νά ἀνεβαίνουν οἱ στρατιῶτες γιά νά τούς συλλάβουν, τρομοκρατήθηκε, τόν ἔπιασε πανικός. Καί στράφηκε στόν Ἐλισσαῖο καί τοῦ λέγει: «Γιά κοίτα κύριε, τί γίνεται. Πόσοι ἔρχονται νά μᾶς συλλάβουν, πῶς θά γλιτώσουμε;». Ὁ προφήτης τοῦ ἀπάντησε νά μήν φοβᾶται, διότι «πλείους οἱ μεθ` ἡμῶν ὑπέρ τούς μετ’ αὐτῶν». Εἶναι πολύ περισσότεροι ἐκεῖνοι πού εἶναι μαζί μας, παρά οἱ ἐχθροί μας πού ἔρχονται νά μᾶς συλλάβουν. Καί προσευχήθηκε ὁ προφήτης Ἐλισσαῖος στό Θεό καί εἶπε:
«Κύριε, ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ παιδιοῦ γιά νά δεῖ πῶς Ἐσύ μέ ὑπερασπίζεις». Καί πράγματι ὁ Θεός ἄνοιξε τούς ὀφθαλμούς τοῦ ὑποτακτικοῦ καί εἶδε γύρω ἀπό τόν προφήτη νά εἶναι μιὰ στρατιά ὁλόκληρη ἀγγέλων, πού κρατοῦσαν πύρινα σπαθιά στά χέρια τους. Ἀμέσως ἡ ψυχή του γέμισε ἀπό ἱκανοποίηση, ἀπό ἀγαλλίαση, καί τοῦ ἔφυγε ὁ φόβος. Καί φυσικά δέν κατώρθωσαν νά συλλάβουν καί νά θανατώσουν τόν προφήτη Ἐλισσαῖο. Πύρινα τάγματα ἀγγέλων, στρατιές ἀγγέλων εἶχαν σταλῆ ἀπό τόν Θεό γιά νά ὑπερασπιστοῦν τόν προφήτη Του.
Αὐτά δέν ἐγίνοντο μόνο τότε. Γίνονται στή ζωή κάθε ἀνθρώπου, ὅταν εἴμεθα ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἡ πίστις μας εἶναι στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Δέν ἦταν μόνο γιά ἐκείνη τήν ἐποχή. Οὔτε γιά τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά εἴμεθα σάν αὐτούς. Ὁ Θεός εἶναι ὁ ἴδιος «Χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰώνας». Ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξίς μας στά χέρια Του. Μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη ὄχι μόνον νά ἀναφωνοῦμε, ἀλλά καί νά ζοῦμε τό, «Ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῶ παραθώμεθα».
Γέρων Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Τετάρτη 15 Απριλίου 2020



Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
Θέλω νὰ χτίσω ἕνα σπιτάκι
στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπή.
Ξέρω μιὰ πράσινη ραχούλα...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ξέρω στὴ χώρα τὴ μεγάλη
τὸν πλούσιο δρόμο τὸν πλατύ,
μὲ τὰ παλάτια καὶ τοὺς κήπους...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ξέρω τὸ πρόσχαρο ἀκρογιάλι,
ὅλο τὸ κῦμα τὸ φιλεῖ,
κρινόσπαρτη εἶναι ἡ ἀμμουδιά του...
Δὲ θὰ τὸ χτίσω ἐκεῖ.
Ἀτέλειωτη τραβάει μιὰ στράτα,
σκίζει μιὰ χέρσα ἁπλοχωριά,
σκληρὰ τὴ δέρνει τὸ ἀγριοκαίρι
κι ὁ λίβας τὴ χτυπᾶ.
Μιὰ στράτα χιλιοπατημένη,
τὸν καβαλλάρη νηστικό,
τὸν πεζοδρόμο διψασμένο
θάφτει στὸν κουρνιαχτό.
Ἐκεῖ τὸ σπίτι μου θὰ χτίσω
μὲ μιὰ βρυσούλα στὴν αὐλή,
πάντα ἡ γωνιά του θὰ καπνίζει
κι ἡ θύρα του θἆναι ἀνοιχτή.
Κωστὴς Παλαμᾶς

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020



Κατὰ τὸ πρέπον ζῆν ἡ ἀληθὴς ὑγιεία
Δὲν εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν μόνον τὸ νὰ χορτοφαγῇ τις (ὅπως δὲν εἶναι τὸ νὰ κάμνῃ «ἀερόλουτρα» καὶ «ἡλιόλουτρα» καὶ νὰ καθιστᾷ ὑποχρεωτικὸν τὸν γάμον)· ἀλλ᾿ εἶναι κατὰ φύσιν ζῆν καὶ νὰ σαρκοφαγῇ καὶ ὠμοφαγῇ, καὶ τὸ νὰ διαρπάζῃ καὶ καταδυναστεύῃ, δυνάμει τῆς σωματικῆς ρώμης καὶ πρὸς κορεσμὸν τῶν σαρκικῶν ὀρέξεων, καὶ τὸ ν᾿ ἀπάγῃ καὶ βιάζῃ τὴν ἑκάστοτε ἀρέσκουσαν αὑτῷ γυναῖκα, καὶ νὰ γίνεται «πόσις», ἤτοι αὐθέντης καὶ νὰ ποιῇ αὐτὴν «δάμαρτα» αὐτοῦ, ἤτοι δαμασμένην καὶ ὑποτεταγμένην δούλην. Ὡσαύτως κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ ὑπείκῃ τις καὶ νὰ θητεύῃ καὶ δουλεύῃ, δι᾿ ἔλλειψιν σωματικῆς ρώμης ἀρκούσης πρὸς κορεσμὸν ὅλων τῶν ὀρέξεων. Ἀλλὰ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι καὶ τὸ νὰ φονεύῃ τις μὲ γυμνὴν χεῖρα, ἢ διὰ ξύλων καὶ λίθων, πᾶν τὸ ἀντιπῖπτον, ζῷον ἢ ἄνθρωπον. Ἑνὶ λόγῳ κατὰ φύσιν ζῆν εἶναι ἡ ἐπάνοδος εἰς τὴν ἀγρίαν κατάστασιν.
Ἀλλὰ κατὰ τὸ πρέπον ζῆν εἶναι τὸ ζῆν, ὄχι μόνον κατὰ φύσιν, ἀλλὰ κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον καὶ πρὸ πάντων κατὰ τὸν θεῖον νόμον, δι᾿ οὗ εὐλογεῖται μὲν ἡ φύσις, κυροῦται δὲ ὁ ὀρθὸς λόγος. «Καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινήν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Καὶ ἀφελῶ ὑμῶν τὰς καρδίας τὰς λιθίνας καὶ δώσω ὑμῖν καρδίας σαρκίνας! Καὶ τὸν νόμον Μου ἐγγράψω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν».
Λοιπόν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς φυσιολογίας, ὅτι εἷς κριὸς ἢ τράγος ἀρκεῖ νὰ γονιμοποιήσῃ δεκάδας ἀμνάδων ἢ αἰγῶν. Ἄρα τὰ ἄρρενα πλεονάζουσιν, εἰς τὰ θρέμματα ταῦτα, καὶ διὰ τοῦτο, ἐξ ἀνάγκης πρέπει νὰ θύωνται. Δὲν ὑπάρχει καμμία σκληρότης εἰς τοῦτο, ὁποίαν φαντάζονται, ἐκ νοσηροῦ ἢ ὑποκριτικοῦ αἰσθήματος, οἱ ἔκφυλοι τοῦ νεωτέρου πολιτισμοῦ, οἱ λατρεύοντες τὸ κυνάριόν των, καὶ περιφρονοῦντες ὅλην τὴν ἀνθρωπότητα. Σκληρότης εἶναι τὸ νὰ βασανίζωνται τὰ ζῷα, ἄνευ ἀνάγκης, καὶ δημοσίᾳ μάλιστα, ἀδιαφορούσης τῆς ἐξουσίας, ἀπὸ ἀγωγιάτες, καροτσέρηδες,  ζῳεμπόρους καὶ ἄλλους. Ἡ δὲ σφαγὴ πρέπει νὰ ἐκτελῆται μὲ πᾶσαν τὴν πρέπουσαν εὐσπλαγχνίαν, τὴν ἠπιότητα καὶ λογικότητα.
Πάλιν, ὁ ὀρθὸς λόγος διδάσκει, μετὰ τῆς πολιτικῆς οἰκονομίας, ὅτι, ἐὰν ἐχορτοφάγει ὅλη ἡ ἀνθρωπότης, ὅπως χορτοφαγοῦσι τὰ θρέμματα αὐτά, καὶ ἔμενον ταῦτα αὐξανόμενα ἐπὶ χρόνους καὶ χρόνους, χωρὶς νὰ θύωνται, ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐξέλειπε πᾶσα βλάστησις καὶ φυτεία καὶ πᾶς καρπός, καὶ δὲν θὰ ἔμενε πλέον χόρτον, ὅσον θὰ ἤρκει διὰ νὰ φάγωσιν ὅλοι οἱ ἀνισόρροποι καὶ οἱ ξενομανεῖς καὶ οἱ ἔκφυλοι, καὶ οἱ ἀγυρτεύοντες καὶ ἀερολουόμενοι καὶ ἀερολογοῦντες, ἄτομα ἢ σύλλογοι, καὶ εἶτα ὁ λοιπὸς ἀνεύθυνος κόσμος· καὶ τότε ὡς εἰκὸς αἱ μυριοπληθεῖς ἐκεῖναι ἀγέλαι τῶν προβάτων καὶ ἐρίφων θὰ ἐμαίνοντο ἐκ πείνης καὶ ὀργασμοῦ, καὶ θὰ ἐλύσσων, καὶ θὰ ἔτρωγον πρῶτον τὸν κ. Δρακούλην, εἶτα τὸν κ. Γ. Φιλάρετον, καὶ κατόπιν τὴν λοιπὴν ἀνθρωπότητα. Καὶ τότε, εὐτύχημα θὰ ἦτον ἂν θὰ εὑρίσκοντο ἀρκετοὶ ἄνθρωποι, διὰ νὰ ἱδρύσωσι συλλόγους «πρὸς καταπολέμησιν τῆς χορτοφαγίας»!
Κύκλῳ οἱ ἀσεβεῖς περιπατοῦσιν. Ὅλα τὰ παλαιά, τὰ ἀπὸ 15 αἰώνων λελυμένα δογματικῶς καὶ ἠθικῶς ζητήματα, εὑρίσκονται ἑκάστοτε ἄνθρωποι, νοσοῦντες ἐξ ἐλαφρότητος καὶ ρεκλαμομανίας, διὰ νὰ τ᾿ ἀνακαινίζουν καὶ τ᾿ ἀνακατώνουν. Ἡ κρεοφαγία εἶναι φυσική, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι μετρία, αὐτὸ λέγει ἡ θρησκεία μας. Ὅσον ὀλιγώτερον κρέας φάγῃ τις εἰς τὴν ζωήν του, τόσον καλύτερα. Ἐκτὸς ἂν ἔχῃ εὐχήν, τουτέστιν ἔχῃ γίνει κοινοβιάτης ἢ ἀσκητὴς εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ θέλει νὰ ἐγκρατεύεται ὅλην τὴν ζωήν του ἀπὸ κρέατα, ὅπως ἀπὸ οἶνον καὶ ἀπὸ γυναῖκα. Ἀλλὰ τοῦτο πρέπει νὰ πράττῃ ἄνευ βδελυγμίας, ὅπως λέγει ὁ κανὼν τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλως ὑπόκειται εἰς τὸ ἀνάθεμα. «Εἴτις ἀπέχεται οἴνου καὶ κρεῶν καὶ γυναικός, μὴ δι᾿ ἐγκράτειαν, ἀλλὰ διὰ βδελυγμίαν, ἀνάθεμα ἔστω».
Αὐτὴν τὴν βδελυγμίαν εἰσάγουν τώρα οἱ νεωτερίζοντες, καὶ πρέπει νὰ προσέξουν, διότι θὰ λάβουν ἀφορμὴν νὰ μετανοήσουν. Τὰ Τετραδοπαράσκευα καὶ αἱ Τεσσαρακοσταὶ ἀρκοῦν διὰ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τοῦ κρέατος καὶ τῶν ἄλλων λιπαρῶν βρωμάτων, καὶ εἶναι ὑποχρεωτικαὶ δι᾿ ὅλους τοὺς χριστιανούς. Μὴ πλανᾶσθε.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 12 Απριλίου 2020


Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργῆ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ πατριάρχης δέν εἶναι πάπας· ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό —κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!— ὁ πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.
Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνη ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕναν ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλον γιά τό ἄλλο. Βλέπεις, καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἔτσι καί ἐδῶ λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχη ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνῆ, ἄν δέν ζητήση νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ.
Ἄν δέν συμφωνῆ καί ὑπογράψη, χωρίς νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πῆ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργῆ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά Μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέη καί νά καταχωρίζη ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάη, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύη, γιά νά τά ἔχη καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020



Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα!
Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.
Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.
Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.
Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.
Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.
Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.
Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!
Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο… Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον… Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα…».
Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.
Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.
«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020



Τί θὰ ἔλεγε σήμερα ὁ Ἅγιος Πορφύριος;
(Συνομιλία Ἁγίου Πορφυρίου μὲ τὸν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Σιμωνοπετρίτη)
- Πατέρα Ἀθανάσιε (μὲ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι ἔτσι σφικτά), ἐγὼ εἶμαι τυφλὸς τώρα, τὰ μάτια μου τὰ σωματικὰ δὲν λειτουργοῦν, γιατὶ ἔχω καρκίνο στὴν ὑπόφυση, ἔχω ὅμως τὰ πνευματικὰ μάτια καὶ βλέπω. Πρὶν φύγεις, θέλω νὰ μοῦ πεῖς, τί εἶπε ὁ Γέροντας Αἰμιλιανὸς γιὰ τὸ 666 καὶ τὸν ἀντίχριστο;
Ἦταν ἐκεῖνες τὶς μέρες μετὰ τὸ Τσερνομπίλ. Ὁ κόσμος ἦταν ἀναστατωμένος καὶ πήγαινε κατὰ δεκάδες κάθε μέρα, ἰδιαιτέρως στὸν πατέρα Πορφύριο ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν Ἀθήνα, καὶ ἀναστατωμένοι τὸν ρωτοῦσαν: «Τί θὰ γίνει; Θὰ ἔρθει ὁ ἀντίχριστος νὰ μᾶς σφραγίσει μὲ τὸ 666;»
- Γέροντα, μᾶς εἶπε σὲ μία σύναξη προχθὲς νὰ μὴν ἀνησυχοῦμε. Ἐμεῖς νὰ ἐνδιαφερόμαστε νὰ ἔχουμε μία ζωντανὴ σχέση μὲ τὸν Χριστὸ καὶ τοῦ ἀντιχρίστου νὰ μὴν τοῦ δίνουμε πολλὴ σημασία, γιατί θὰ γίνει ἐκεῖνος τὸ κέντρο τῆς ζωῆς μας καὶ ὄχι ὁ Χριστός.
Ἀμέσως χτύπησε τὰ χεράκια του στὸ κρεβάτι.
-Τί λὲς παιδί μου, τί λὲς παιδί μου, δόξα Σοι ὁ Θεὸς ποὺ βρῆκα κι ἕναν πνευματικὸ νὰ συμφωνεῖ μαζί μου. Γιὰ μᾶς τοὺς χριστιανούς, γιὰ μᾶς ὅταν βιώνουμε τὸν Χριστὸ δὲν ὑπάρχει ἀντίχριστος. Δὲν μοῦ λές; Ἐδῶ ποὺ κάθομαι στὸ κρεβάτι μπορεῖς νὰ καθίσεις ἐσύ;
- Ὄχι, Γέροντα.
- Γιατί;
- Διότι, ἐὰν καθίσω πάνω σας, θὰ σᾶς πλακώσω.
- Πότε μπορεῖς νὰ καθίσεις;
- Ὅταν φύγετε ἐσεῖς, Γέροντα, μπορῶ νὰ καθίσω ἐγώ.
- Ἀκριβῶς, παιδί μου, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ τὴν ψυχή μας. Ὅταν ἔχουμε μέσα μας τὸν Χριστό μας, μπορεῖ νὰ ἔρθει ὁ ἀντίχριστος; Μπορεῖ νὰ μπεῖ καμιὰ ἄλλη ἀντίθετη ὕπαρξη μέσα στὴν ψυχή μας;
Γι’ αὐτὸ σήμερα, παιδί μου, δὲν ἔχουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας καὶ γι’ αὐτὸ ἀνησυχοῦμε γιὰ τὸν ἀντίχριστο.
Ὅταν βάλουμε τὸν Χριστὸ μέσα μας, τὰ πάντα γίνονται Παράδεισος.
Ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν κι ἔτσι πάντοτε, παιδί μου, νὰ λὲς στοὺς ἀνθρώπους, καὶ τὸν ἀντίθετο δὲν τὸν φοβόμαστε...

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020


Δὲν μελέτησαν, δὲν ἄκουσαν
Ἐνόμισαν οἱ μάταιοι σαρκικοὶ ἄνθρωποι ὅτι μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὰ καλὰ ἤθη καὶ τὶς ἀρετές, μόνο μὲ τὶς ἐξωτερικὲς ἐπιδείξεις, μὲ τὶς ἀνωφελεῖς τελετὲς στὶς ὁποῖες γίνεται κακὴ σπατάλη ἑκατομμυρίων, καὶ μὲ κούφια λόγια, πὼς θὰ ἀνώρθωναν τὸ ἔθνος, ἀλλὰ πλανήθηκαν.
Δὲν μελέτησαν, δὲν ἄκουσαν ὅτι·οἱ μακρύνοντες ἑαυτοὺς ἀπὸ τὸν Θεὸ ἀπολοῦνται. Ξεριζώθηκαν διότι δὲν ἦταν φυτεία τοῦ Θεοῦ.
Τὸ Ἔθνος γιὰ νὰ ἀνορθωθεῖ πρέπει νὰ ἀναγεννηθεῖ ἠθικά, νὰ παύση ἡ διαφθορὰ καὶ ἡ παραλυσία τῶν ἠθῶν, νὰ παύση ἡ κακοήθεια καὶ ἡ ἁμαρτία, νὰ παύση ἡ ἀδικία, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀσέβεια καὶ ἡ βλασφημία.
Ἀνοίξατε τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἱστορίες καὶ θὰ ἰδεῖτε ὅτι, ἀφ' ὅτου ἔγινε ὁ κόσμος, ἀληθῶς πάσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβε τὴν δικαία τιμωρία...
Γέρων Φιλόθεος Ζερβᾶκος

Κυριακή 5 Απριλίου 2020


Ἄς μὴν φοβόμαστε
Σὲ καιροὺς διωγμῶν οἱ χριστιανοὶ πρέπει νὰ συνάζονται γύρω ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς... Ἡ Θεία Λειτουργία καὶ τὰ Τίμια Δῶρα θὰ δίνουν στοὺς χριστιανοὺς τὴν δύναμη γιὰ νὰ ὑπομείνουν τὴν πείνα καὶ θὰ τοὺς διαφυλάσσουν ἀπὸ κάθε κακό, κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη καὶ τὴν προστασία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου.
Ἐπίσης, εἶναι ἀνάγκη νὰ λένε τὴν Εὐχὴ στὸν Ἰησοῦ καὶ νὰ προσεύχονται στὴν Παναγία, λέγοντας: Ὑπεραγία Θεοτόκε,σῶσον ἡμᾶς! ἢ Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ... Οἱ σύντομες αὐτὲς προσευχὲς μᾶς ἕνωσαν μέσα στὴν φυλακὴ καὶ ἔτσι μπορέσαμε νὰ ἀντέξουμε τὸν διωγμὸ τοῦ κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος,χωρὶς νὰ ὑποταχθοῦμε στὸ κόκκινο θηρίο.
Ὅμως αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς χλιαροὺς χριστιανούς, διότι οἱ ἔνθερμοι εἶναι πάντοτε ἕτοιμοι -δὲν περιμένουν τὸν καιρὸ τοῦ διωγμοῦ ἢ τοῦ πολέμου γιὰ νὰ ἐπιμεληθοῦν τὰ τῆς ψυχῆς τους! Γιὰ τὸν ἀληθινὸ χριστιανὸ δὲν ἔχει σημασία πότε θὰ ἔλθει ἕνας πόλεμος ἢ ἕνας διωγμός. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς εἶναι πάντα ἕτοιμος, προετοιμασμένος μὲ ἀναμμένη τὴν λαμπάδα τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Οὐράνιο Νυμφίο. Ὁ γνήσιος χριστιανὸς δὲν ζεῖ μὲ φόβο καὶ ἀγωνία γιὰ τὸ πότε θὰ ξεσπάσει ἕνας πόλεμος ἢ πότε θὰ πέσει μία βόμβα στὸ κεφάλι του. Ἀναζητεῖ τρόπους νὰ θυσιάζεται περισσότερο γιὰ τὸν πλησίον του καὶ γιὰ τὸν Θεό. Ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς ἀναζητεῖ μέσα του τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καὶ δὲν φοβᾶται τίποτε στὴν ἐφήμερη τούτη ζωή. Γι αὐτὸν ἡ λύπη εἶναι χαρὰ καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι Ἀνάσταση.
Οὕτως ἢ ἄλλως, ἡ ζωὴ μας εἶναι στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ καὶ μόνον Ἐκεῖνος γνωρίζει τὸ τέλος τοῦ ἀνθρώπου. Ἑπομένως, ἂς μὴν φοβόμαστε ὅταν ἀκοῦμε γιὰ πολέμους καὶ ἄλλα φοβερὰ γεγονότα, διότι ὅλα αὐτὰ πρέπει νὰ συμβοῦν, ὅπως εἶπε ὁ Σωτήρας μας. Φόβο θὰ ἔπρεπε νὰ ἔχουμε γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ ψυχές μας δὲν εἶναι ἕτοιμες νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό.
Γέροντας Ἰουστῖνος Πίρβου

Πέμπτη 2 Απριλίου 2020



Τὸ δύσκολο
Ὁ Ρουμάνος πρώην Ἑβραῖος ἀντικαθεστωτικὸς καὶ μετέπειτα μοναχὸς Νικόλαος Στάινχαρντ γράφει πῶς ἀνακάλυψε στὶς κομμουνιστικὲς φυλακὲς τὴν ἀληθινὴ ἐν Χριστῷ ἀγάπη:
Εἶναι εὔκολο νὰ μιλᾶς γιὰ τὸ δίκαιο τῆς ἐργατικῆς τάξης! Τὸ δύσκολο εἶναι νὰ μεταφέρεις τὸν παράλυτο συγκρατούμενό σου, νὰ δώσεις στὸν ἰδιότροπο ἄρρωστο συγκρατούμενό σου αὐτὸ ποὺ ζητᾶ ἤ νὰ ἀκοῦς ὑπομονετικὰ τὸν ἀνυπόφορο ποὺ δὲν σταματάει νὰ διηγεῖται τὶς δυστυχίες του.

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020



Τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου
Κάποτε ἦρθε στὴν μονή μας ἕνας ὑπουργὸς μὲ πολὺ ὕφος, ἀλλὰ γρήγορα εἶδε ὅτι ἡ μοναστηριακὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἕνας ἄλλος κόσμος, καὶ ἄρχισε νὰ συναναστρέφεται ἁπλούστερα μὲ τοὺς μοναχούς.
Τὸν προσκάλεσα στὸ ἡγουμενεῖο μόνο του καί, ὅταν μπῆκε, δὲν κατάφερε νὰ πεῖ λέξι, διότι τὸν κατέλαβαν λυγμοί. Προσπάθησα νὰ τὸν διασκεδάσω καὶ μοῦ λέει: «Σήμερα θυμήθηκα ὅτι ὁ παππούς μου κάθε Δευτέρα ἔφευγε ἀπ' τὸ σπίτι καὶ πήγαινε στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ. Ἐπίσης, πολλὲς φορὲς ἔβλεπα τὸν πατέρα μου, ποὺ ἦταν ἀπ' τὴ Μικρὰ Ἀσία, νὰ μὴ περπατᾶ στὸ χῶμα. Πηγαίνοντας σ' ἕνα μοναστήρι τὸ χειμώνα μὲ πολλὰ χιόνια καὶ πάγους, τὸν ἔβλεπα νὰ ὑψώνεται πάνω ἀπ' τοὺς πάγους καί, ὅταν φθάναμε στὸ μοναστήρι, ἀντιλαμβανόμουν ὅτι σὲ κάτι διαφέρει ἀπ' τοὺς ἄλλους ποὺ ἦταν τριγύρω μας. Σήμερα κατάλαβα τὸ μυστικὸ τοῦ πατέρα μου. Μοῦ ἔδωσε μία πίστη, τὴν ὁποία ξαναποκτῶ σήμερα».
Αὐτὴ εἶναι ἡ φυσικὴ ἢ κληρονομικὴ πίστη.
Ἀρχιμ. Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης