Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

 


Δευτέρα 28 Ὀκτωβρίου 1940

Κοιμήθηκα δυὸ τὸ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε: «ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν ἄλλη αὐγή: ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησα. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει, ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι ἔφυγα ἀμέσως.

Στὸ Ὑπουργεῖο Τύπου δυό-τρεῖς ὑπάλληλοι. Ὁ Γκράτσι εἶχε δεῖ τὸν Μεταξᾶ στὶς τρεῖς. Τοῦ ἔδωσε μία νότα καὶ τοῦ εἶπε πὼς στὶς 6 τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα θὰ προχωρήσουν. Ὁ πρόεδρος τοῦ ἀποκρίθηκε πὼς αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ κήρυξη πολέμου, καὶ ὅταν ἔφυγε κάλεσε τὸν πρέσβη τῆς Ἀγγλίας. Ἀμέσως μετὰ τὸν Νικολούδη στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν. Ὁ πρόεδρος ἦταν μέσα μὲ τὸν πρέσβη τῆς Τουρκίας.

Στὸ γραφεῖο τοῦ Μαυρουδῆ, ὁ Μελᾶς ἔγραφε σπασμωδικὰ ἕνα τηλεγράφημα. Ὁ Μαυρουδῆς μέσα στὸ παλτό του σὰν ἕνα μικρὸ σακούλι. Διάβασα τὴ νότα τοῦ Γκράτσι. Ὁ Γάφος κι ὁ Παπαδάκης τηλεφωνοῦσαν. Καθὼς ἑτοίμαζα τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πρακτορείου, μπῆκε ὁ Τοῦρκος πρέσβης γιὰ νὰ ἰδεῖ τὴ νότα καὶ σὲ λίγο ὁ πρόεδρος μὲ ὄψη πολὺ ζωντανή.

Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ φτάνουν οἱ ὑπουργοί, χλωμοὶ περισσότερο ἢ λιγότερο, καθένας κατὰ τὴν κράση του. Τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο κράτησε λίγο. Ὁ Μεταξᾶς πῆγε ἀμέσως στὸ γραφεῖο του κι ἔγραψε τὸ διάγγελμα στὸ λαό. Τὸ πήραμε καὶ γυρίσαμε στὸ ὑπουργεῖο τύπου. Μέσα ἀπὸ τὰ τζάμια τοῦ αὐτοκινήτου, ἡ αὐγὴ μ᾿ ἕνα παράξενο μυστήριο χυμένο στὸ πρόσωπό της.

Ἔγραψα μαζὶ μὲ τὸ Νικολούδη τὸ διάγγελμα τοῦ βασιλιᾶ. Καμιὰ δακτυλογράφος ἀκόμη. Πῆγα σπίτι μιὰ στιγμὴ καὶ τὸ χτύπησα στὴ γραφομηχανή μου. Ἡ Μάρω μοῦ εἶχε ἑτοιμάσει καφέ. Γύρισα στὸ Ὑπουργεῖο καθὼς σφύριζαν οἱ σειρῆνες. Στὴ γωνία Κυδαθηναίων μιὰ φτωχὴ γυναίκα μὲ μιὰ ὑστερικὴ σύσπαση στὸ πρόσωπο. Τώρα ὅλοι μαζεμένοι στὰ ὑπόγεια τῆς «Μεγάλης Βρετανίας».

Ὁ βασιλιὰς μὲ ὕφος νέου ἀξιωματικοῦ. Ὑπόγραψε τὸ διάγγελμά του καὶ φύγαμε. Τηλεφώνησα στὸ τηλεγραφεῖο νὰ σταματήσουν τὰ τηλεγραφήματα καὶ τῶν Γερμανῶν ἀνταποκριτῶν. Οἱ ὑπάλληλοι ἐκεῖ εἶναι ἀκόμη οὐδέτεροι. Δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν τὴ φωνή μου: -εἶστε βέβαιος; καὶ τῶν Γερμανῶν; -Καὶ τῶν Γερμανῶν εἶπα. -Τί δικαιολογία νὰ δώσουμε; Δὲν ἔχω καιρὸ γιὰ συζητήσεις: -Πέστε τους πὼς τώρα εἶναι χαλασμένα τὰ σύρματα μὲ τὸ Βερολίνο, κι ἂν φωνάζουν πολὺ στεῖλτε τους σ᾿ ἐμένα. Πῆρα καὶ ἔδωσα τὸ πρῶτο πολεμικὸ ἀνακοινωθέν μας καὶ κατέβηκα στοὺς δρόμους γιὰ νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπα. Τὸ πλῆθος ἔσπαζε τὰ τζάμια τῶν γραφείων τῆς «Ἄλα Λιτόρια».

Γιῶργος Σεφέρης

Ἡμερολόγιο

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Θεία Λειτουργία (δ)

Θεία Κοινωνία

Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ κοινωνήσει ὁ ἴδιος καὶ θὰ προσκαλέσει καὶ τοὺς πιστοὺς στὰ θεῖα Μυστήρια. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν ἐπιτρέπεται σὲ ὅλους ἀνεξαίρετα ἡ θεία Μετάληψη, ὁ ἱερέας, ὑψώνοντας τὸν ζωοποιὸ Ἄρτο καὶ δείχνοντάς Τον, ἐκφωνεῖ: «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις». Εἶναι σὰν νὰ λέει: «Νὰ ὁ Ἄρτος τῆς ζωῆς! Τὸν βλέπετε. Λοιπόν, τρέξτε νὰ τὸν μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλὰ ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατὶ τὰ ἅγια ἐπιτρέπονται μόνο στοὺς ἁγίους».

Ἁγίους ἐδῶ ἐννοεῖ ὄχι μόνο ἐκείνους ποὺ ἔφτασαν στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ κι ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ φτάσουν σ᾿ αὐτήν, ἔστω κι ἂν ἀκόμα ὑστεροῦν. Γιὰ αὐτὸ οἱ χριστιανοί, ἂν δὲν πέφτουν σὲ θανάσιμα ἁμαρτήματα ποὺ τοὺς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς νεκρώνουν πνευματικά, δὲν ἔχουν κανένα ἐμπόδιο νὰ κοινωνοῦν [Ἄλλωστε ἡ θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοί. Ὅπως λέει ὁ Μέγας Βασίλειος, «τὸ νὰ κοινωνεῖ κανεὶς καὶ νὰ μεταλαμβάνει κάθε μέρα τὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καλὸ καὶ ὠφέλιμο». Ἡ συχνὴ θεία Κοινωνία, ὅμως, προϋποθέτει τὸν συνεχῆ πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ τὴν κατάλληλη προετοιμασία (νήψη-προσευχή, μετάνοια-ἐξομολόγηση κ.λπ.)].

Στὴν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέα, «Τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοὶ ἀποκρίνονται δυνατά: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Γιατὶ κανεὶς δὲν ἔχει τὴν ἁγιότητα ἀπὸ μόνος του, οὔτε εἶναι καὶ κατόρθωμα τῆς ἀνθρώπινης ἀρετῆς, ἀλλά, ὅλοι ἀπὸ τὸν Χριστὸ τὴν ἀντλοῦν. Καὶ ὅπως, ἂν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοποθετηθοῦν πολλοὶ καθρέφτες, ὅλοι ἀκτινοβολοῦν, καὶ νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλοὺς ἥλιους, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος ποὺ ἀστράφτει σὲ ὅλους τοὺς καθρέφτες, ἔτσι καὶ ὁ μόνος Ἅγιος, ὁ Χριστός, καθὼς διαχέεται μὲ τὴ μετάληψη μέσα στοὺς πιστούς, φαίνεται σὲ πολλὲς ψυχὲς καὶ παρουσιάζει πολλοὺς ὡς ἁγίους. Αὐτὸς ὅμως εἶναι ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Ἅγιος.

Ἀφοῦ λοιπὸν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο συγκαλέσει ὁ λειτουργὸς τοὺς πιστοὺς στὸ ἱερὸ δεῖπνο, μεταλαμβάνει πρῶτα ὁ ἴδιος καὶ οἱ ἄλλοι κληρικοὶ ποὺ βρίσκονται στὸ ἅγιο Βῆμα. Προηγουμένως ὅμως χύνει θερμὸ νερὸ μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο, πρᾶγμα ποὺ ὑποδηλώνει τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία. Γιατὶ αὐτὸ τὸ ζεστὸ νερό, ἐπειδὴ καὶ νερὸ εἶναι ἀλλὰ καὶ φωτιὰ ἔχει μέσα του λόγω τοῦ βρασμοῦ, φανερώνει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ ὁποῖο μὲ «ὕδωρ ζῶν» τὸ παρομοίασε ὁ Κύριος, καὶ μὲ τὴ μορφὴ τῆς φωτιᾶς κατέβηκε στοὺς Ἀποστόλους τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Στὴ συνέχεια ὁ ἱερέας στρέφεται πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα καί, δείχνοντας τὰ Ἅγια, προσκαλεῖ ὅσους θέλουν νὰ κοινωνήσουν, νὰ προσέλθουν «μετὰ φόβου Θεοῦ καὶ πίστεως». Νὰ μὴν καταφρονήσουν δηλαδὴ τὴν ταπεινὴ ἐμφάνιση ποὺ ἔχουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ νὰ πλησιάσουν ἔχοντας ἐπίγνωση τῆς ἀξίας τῶν μυστηρίων καὶ πιστεύοντας ὅτι αὐτὰ προξενοῦν τὴν αἰώνια ζωὴ σ᾿ ἐκείνους ποὺ μεταλαμβάνουν.

Τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀληθινὴ τροφὴ καὶ ἀληθινὸ ποτό. Καὶ ὅταν τὰ μεταλαμβάνει κανείς, δὲν μετατρέπονται αὐτὰ σὲ ἀνθρώπινο σῶμα, ὅπως γίνεται μὲ τὶς συνηθισμένες τροφές, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο σῶμα μεταβάλλεται σὲ ἐκεῖνα. Ὅπως καὶ τὸ σίδερο, ὅταν ἔρθει σὲ ἐπαφὴ μὲ τὴ φωτιά, γίνεται κι αὐτὸ φωτιά· δὲν κάνει τὴ φωτιὰ σίδερο.

Τὴ θεία Κοινωνία τὴ δεχόμαστε βέβαια μὲ τὸ στόμα, ἀλλὰ αὐτὴ εἰσέρχεται πρῶτα στὴν ψυχὴ κι ἐκεῖ πραγματοποιεῖται ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, ὅπως λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «Ἐκεῖνος ποὺ ἑνώνεται μὲ τὸν Κύριο, γίνεται ἕνα πνεῦμα μὲ Αὐτόν». Χωρὶς τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ μόνος του, εἶναι ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸν Θεό.

Ποιὰ ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ζητάει ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ μᾶς ἁγιάσει μὲ τὰ θεῖα μυστήρια; Εἶναι ἡ κάθαρση τῆς ψυχῆς, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη στὸν Θεό, ὁ διακαὴς πόθος καὶ ἡ λαχτάρα μας γιὰ τὴ θεία Κοινωνία. Αὐτὰ ἑλκύουν τὸν ἁγιασμό, κι ἔτσι πρέπει νὰ κοινωνοῦμε. Γιατὶ πολλοὶ εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ προσέρχονται στὰ μυστήρια, καὶ ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦνται καθόλου, ἀλλὰ φεύγουν χρεωμένοι μὲ ἀμέτρητες ἁμαρτίες.

Ἀπόλυση

Ἀφοῦ κοινωνήσουν οἱ πιστοί, εὔχονται νὰ παραμείνει μέσα τους ὁ ἁγιασμὸς ποὺ ἔλαβαν, καὶ νὰ μὴν προδώσουν τὴ χάρη οὔτε νὰ χάσουν τὴ δωρεά.

Ὁ ἱερέας τοὺς καλεῖ τώρα νὰ εὐχαριστήσουν μὲ ζῆλο τὸν Θεὸ γιὰ τὴ θεία Μετάληψη. Γι᾿ αὐτὸ λέει: «Ὀρθοί... ἀξίως εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ». Ὄχι δηλαδὴ ξαπλωμένοι οὔτε καθισμένοι, ἀλλὰ ὑψώνοντας τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα πρὸς Αὐτόν. Καὶ οἱ πιστοὶ μὲ λόγια τῆς Γραφῆς δοξολογοῦν τὸν Θεό, ποὺ εἶναι αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων τῶν ἀγαθῶν: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος». Ἀφοῦ ψάλλουν τρεῖς φορὲς αὐτὸν τὸν ὕμνο, ὁ ἱερέας βγαίνει ἀπὸ τὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὸ πλῆθος καὶ ἀπευθύνει τὴν τελευταία εὐχή: «Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν...». Ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ μᾶς σώσει μὲ τὸ ἔλεός Του, γιατὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας δὲν ἔχουμε νὰ ἐπιδείξουμε τίποτε ἄξιο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὡς πρεσβευτὲς μνημονεύει πολλοὺς ἁγίους καὶ ἰδιαίτερα τὴν Παναγία Του Μητέρα.

Τέλος, ὁ λειτουργὸς μοιράζει τὸ ἀντίδωρο. Αὐτὸ ἔχει ἁγιαστεῖ, καθὼς προέρχεται ἀπὸ τὸν ἀρχικὸ ἄρτο, ποὺ προσφέραμε στὸν Θεὸ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας Εὐχαριστίας. Οἱ πιστοὶ παίρνουν μὲ εὐλάβεια τὸ ἀντίδωρο, φιλώντας τὸ δεξὶ χέρι τοῦ ἱερέα. Γιατὶ αὐτὸ τὸ χέρι, μόλις πρίν, ἄγγιξε τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δέχτηκε ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν ἁγιασμὸ καὶ τὸν μεταδίδει τώρα σὲ ὅσους τὸ ἀσπάζονται.

Ἐδῶ ἡ θεία Λειτουργία φτάνει στὸ τέλος της καὶ τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας ὁλοκληρώνεται. Γιατὶ καὶ τὰ δῶρα, ποὺ προσφέραμε στὸν Θεό, ἁγιάστηκαν καὶ τὸν ἱερέα ἁγίασαν καὶ στὸ ὑπόλοιπο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μετέδωσαν τὸν ἁγιασμό.

Γιὰ ὅλα αὐτά, λοιπόν, στὸν Χριστό, στὸν ἀληθινὸ Θεό μας, πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ πανάγιο Πνεῦμα Του, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στὴν ἀτέλειωτη αἰωνιότητα. Ἀμήν.

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Θεία Λειτουργία (γ)

Ἁγία Ἀναφορὰ

«Στῶμεν καλῶς· στῶμεν μετὰ φόβου. Πρόσχωμεν τὴν ἁγίαν ἀναφορὰν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν», προτρέπει πάλι ὁ ἱερέας. Δηλαδή: «Ἂς σταθοῦμε γερὰ σὲ ὅσα ὁμολογήσαμε μὲ τὸ «Πιστεύω…», χωρὶς νὰ κλονιζόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἂς σταθοῦμε μὲ φόβο, γιατὶ εἶναι μεγάλος ὁ κίνδυνος νὰ πλανηθοῦμε. Ὅταν ἔτσι σταθεροὶ παραμένουμε στὴν πίστη, τότε ἂς προσφέρουμε τὰ δῶρα μας στὸ Θεὸ μὲ εἰρήνη».

Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἔχουν στὸ νοῦ τους καὶ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἂν προσφέρεις τὸ δῶρο σου στὸ θυσιαστήριο καὶ θυμηθεῖς ὅτι κάποιος κάτι ἔχει ἐναντίον σου, συμφιλιώσου πρῶτα μαζί του, καὶ μετὰ ἔλα νὰ προσφέρεις τὸ δῶρο σου».

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας ἀνυψώσει τὶς ψυχὲς καὶ τὰ φρονήματα τῶν πιστῶν ἀπὸ τὰ ἐπίγεια πρὸς τὰ οὐράνια, ἀρχίζει τὴν εὐχαριστήρια προσευχή. Μιμεῖται ἔτσι τὸν πρῶτο Ἱερέα, τὸν Χριστό, ποὺ εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ Πατέρα προτοῦ παραδώσει τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας.

Τὸν δοξολογεῖ τώρα κι αὐτὸς καὶ Τὸν ὑμνεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους. Τὸν εὐγνωμονεῖ γιὰ ὅλες τὶς εὐχαριστίες ποὺ μᾶς ἔκανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς δημιουργίας. Τὸν εὐχαριστεῖ ἰδιαίτερα γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μονογενοῦς Του Υἱοῦ στὸν κόσμο καὶ γιὰ τὴν παράδοση τοῦ μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διηγεῖται μάλιστα καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, ἐπαναλαμβάνοντας τὰ ἴδια τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Λάβετε, φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…».

Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ πεῖ, «Ἔχοντας λοιπὸν στὸ νοῦ μας αὐτὴ τὴ σωτήρια ἐντολὴ καὶ ὅλα ὅσα ἔχουν γίνει γιὰ μᾶς, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὴν ταφή, τὴν τριήμερη ἀνάσταση, τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανούς, τὴν ἐνθρόνιση στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, τὴ δεύτερη καὶ ἔνδοξη πάλι παρουσία», καταλήγει μὲ τὴν ἐκφώνηση: «Τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν σοὶ προσφέροντες κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, σὲ ὑμνοῦμεν, σὲ εὐλογοῦμεν, σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν». Μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι σὰν νὰ λέει στὸν οὐράνιο Πατέρα: «Σοῦ προσφέρουμε τὴν ἴδια ἐκείνη προσφορὰ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Μονογενής Σου Υἱὸς πρόσφερε σ᾿ Ἐσένα, τὸ Θεὸ καὶ Πατέρα. Καὶ προσφέροντάς την, Σ᾿ εὐχαριστοῦμε, γιατὶ κι Ἐκεῖνος προσφέροντάς την Σ᾿ εὐχαριστοῦσε. Τίποτα δικό μας δὲν προσθέτουμε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσφορὰ τῶν δώρων. Γιατὶ δὲν εἶναι δικά μας ἔργα τοῦτα τὰ δῶρα, ἀλλὰ δικά Σου δημιουργήματα. Οὔτε καὶ δική μας ἐπινόηση εἶναι αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς λατρείας, ἀλλὰ Ἐσὺ μᾶς τὸν δίδαξες κι Ἐσὺ μᾶς παρακίνησες νὰ Σὲ λατρεύουμε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο. Γι᾿ αὐτό, ὅσα Σοῦ προσφέρουμε, εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου δικά Σου...».

Τὴν ἴδια στιγμὴ ὁ ἱερέας προσπίπτει καὶ ἱκετεύει θερμὰ τὸν Θεό. Παρακαλεῖ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ ἔχει μπροστά του, ὥστε νὰ δεχθοῦν τὸ πανάγιο καὶ παντοδύναμο Πνεῦμα Του καὶ νὰ μεταβληθοῦν ὁ μὲν ἄρτος στὸ ἴδιο τὸ ἅγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ οἶνος στὸ ἴδιο τὸ ἄχραντο αἷμα Του.

Μετὰ ἀπ᾿ αὐτὲς τὶς εὐχές, ἡ θεία ἱερουργία ὁλοκληρώθηκε! Τὰ δῶρα ἁγιάστηκαν! Ἡ θυσία πραγματοποιήθηκε! Τὸ μεγάλο θῦμα καὶ σφάγιο, ποὺ θυσιάστηκε γιὰ χάρη τοῦ κόσμου, βρίσκεται μπροστὰ στὰ μάτια μας, πάνω στὴν ἁγία Τράπεζα! Γιατὶ ὁ ἄρτος δὲν εἶναι πλέον τύπος τοῦ Δεσποτικοῦ σώματος. Εἶναι τὸ ἴδιο τὸ πανάγιο σῶμα τοῦ Κυρίου ποὺ δέχτηκε ὅλες ἐκεῖνες τὶς προσβολές, τὰ ῥαπίσματα, τὰ φτυσίματα, τὶς πληγές, τὴ χολή, τὴ σταύρωση. Καὶ ὁ οἶνος εἶναι τὸ ἴδιο τὸ αἷμα ποὺ ξεπήδησε ὅταν σφαζόταν τὸ σῶμα. Αὐτὸ εἶναι τὸ σῶμα, αὐτὸ εἶναι τὸ αἷμα ποὺ ἔλαβε σύσταση ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία, ποὺ θάφτηκε, ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα, ἀνέβηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθησε στὰ δεξιά του Πατέρα.

Καὶ πιστεύουμε πὼς ἔτσι εἶναι, γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε: «Τοῦτο ἐστὶ τὸ σῶμα μου… τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα μου». Καὶ γιατὶ ὁ Ἴδιος παρήγγειλε στοὺς Ἀποστόλους καὶ σ᾿ ὅλη τὴν Ἐκκλησία: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν». Δὲν θὰ πρόσταζε νὰ ἐπαναλαμβάνουν αὐτὸ τὸ μυστήριο, ἂν δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ τοὺς δώσει δύναμη νὰ τὸ ἐπιτελοῦν. Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ δύναμη; Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτὸ εἶναι ποὺ μὲ τὸ χέρι καὶ τὴ γλῶσσα τῶν ἱερέων τελεσιουργεῖ τὰ μυστήρια. Ὁ λειτουργὸς εἶναι ὑπηρέτης τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, χωρὶς νὰ προσφέρει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ δὲν ἔχει σημασία ἂν τύχει νὰ εἶναι ὁ ἴδιος γεμάτος ἁμαρτίες. Κάτι τέτοιο δὲν νοθεύει τὴν προσφορὰ τῶν δώρων, τὰ ὁποῖα εἶναι πάντοτε εὐάρεστα στὸν Θεό. Ὅπως κι ἕνα φάρμακο ποὺ κατασκευάστηκε ἀπὸ ἄνθρωπο ἄσχετο μὲ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη, δὲν χάνει τὴ θεραπευτική του δράση, ἀρκεῖ μόνο νὰ κατασκευάστηκε σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ γιατροῦ.

Ἀφοῦ λοιπὸν συμπληρωθεῖ ἡ θυσία, ὁ ἱερέας, βλέποντας μπροστά του τὸ ἐνέχυρο τῆς θείας φιλανθρωπίας, τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, εὐχαριστεῖ καὶ ἱκετεύει. Εὐχαριστεῖ τὸν Θεὸ γιὰ ὅλους τοὺς ἁγίους, γιατὶ στὸ πρόσωπό τους ἡ Ἐκκλησία βρῆκε ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἰδιαίτερα -«ἐξαιρέτως»- εὐχαριστεῖ γιὰ τὴν ὑπερευλογημένη Θεοτόκο καὶ ἀειπάρθενο Μαρία, γιατὶ αὐτὴ ὑπερβαίνει κάθε ἁγιοσύνη. Καὶ ἱκετεύει ὁ ἱερέας γιὰ ὅλους τοὺς πιστούς -τοὺς κεκοιμημένους καὶ τοὺς ζῶντες- γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἔφτασαν στὴν τελειότητα ἀκόμα κι ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή.

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Θεία Λειτουργία (β)

Ἀναγνώσματα

Ἀμέσως μετὰ ὁ ἱερέας παραγγέλλει σὲ ὅλους νὰ μὴ στέκονται μὲ ὀκνηρία, ἀλλὰ νὰ ἔχουν προσηλωμένο τὸ νοῦ τους σὲ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἀκολουθήσουν. Αὐτὸ σημαίνει τὸ «Πρόσχωμεν». Καὶ μὲ τὸ «Σοφία» ὑπενθυμίζει στοὺς πιστοὺς τὴ σοφία μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ συμμετέχουν στὴ Λειτουργία. Αὐτὴ εἶναι οἱ καλοὶ λογισμοὶ ποὺ ἔχουν ὅσοι εἶναι πλούσιοι σὲ πίστη καὶ ξένοι ἀπὸ καθετὶ ἀνθρώπινο. Εἶναι πράγματι ἀνάγκη νὰ παρακολουθοῦμε τὴ Λειτουργία μὲ τοὺς πρέποντες λογισμούς, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ μὴν χάνουμε ἄδικα τὸν καιρό μας. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι τέτοιο δὲν εἶναι εὔκολο, χρειάζεται καὶ ἡ δική μας προσοχὴ καὶ ἡ ἐξωτερικὴ ὑπενθύμιση, ὥστε νὰ ξανασυγκεντρώνουμε τὸ νοῦ μας, ποὺ συνεχῶς ξεχνιέται καὶ παρασύρεται σὲ μάταιες φροντίδες.

Ἐπίσης καὶ ἡ ἐκφώνηση «Ὀρθοί» περιέχει παραίνεση. Θέλει μπροστὰ στὸ Θεὸ νὰ στεκόμαστε πρόθυμοι, μὲ εὐλάβεια καὶ ζῆλο πολύ. Καὶ πρῶτο σημάδι αὐτοῦ τοῦ ζήλου εἶναι ἡ ὄρθια στάση τοῦ σώματός μας. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἐκφωνήσεις, διαβάζονται τὸ Ἀποστολικὸ καὶ τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα. Αὐτὰ δηλώνουν τὴ φανέρωση τοῦ Κυρίου, ὅπως γινόταν σιγὰ-σιγὰ μετὰ τὴν πρώτη Του ἐμφάνιση στοὺς ἀνθρώπους. Στὴ μικρὴ Εἴσοδο τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν κλειστὸ καὶ συμβόλιζε τὸ διάστημα τῶν τριάντα πρώτων ἐτῶν τοῦ Κυρίου, τότε ποὺ ὁ Ἴδιος ἀκόμα σιωποῦσε. Τώρα ὅμως ποὺ διαβάζονται τὰ ἀναγνώσματα, ἔχουμε τὴν πληρέστερη ἀποκάλυψή Του, μὲ ὅσα ὁ Ἴδιος δίδασκε δημόσια καὶ μὲ ὅσα πρόσταζε τοὺς Ἀποστόλους νὰ κηρύσσουν.

Μεγάλη Εἴσοδος

Σὲ λίγο ὁ λειτουργὸς θὰ προχωρήσει πλέον στὴ θυσία, καὶ πρέπει τὰ δῶρα ποὺ πρόκειται νὰ θυσιαστοῦν, νὰ τοποθετηθοῦν στὴν ἁγία Τράπεζα. Γιὰ αὐτὸ ἔρχεται τώρα στὴν Πρόθεση, παίρνει τὰ τίμια δῶρα, τὰ κρατάει στὸ ὕψος τοῦ κεφαλιοῦ του καὶ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἱερό. Προχωρώντας μὲ πολλὴ κοσμιότητα καὶ μὲ βῆμα ἀργό, τὰ περιφέρει στὸ ναό, ἀνάμεσα στὸ πλῆθος, συνοδευόμενος ἀπὸ λαμπάδες καὶ θυμιάματα. Τελικὰ εἰσέρχεται στὸ θυσιαστήριο καὶ τὰ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.

Στὸ πέρασμα τοῦ ἱερέα οἱ πιστοὶ ψάλλουν καὶ προσκυνοῦν μὲ κάθε σεβασμὸ παρακαλώντας νὰ τοὺς μνημονεύει τὴν ὥρα ποὺ θὰ προσφέρει στὸ Θεὸ τὰ τίμια δῶρα. Γιατὶ ξέρουν πὼς δὲν ὑπάρχει ἀποτελεσματικότερη ἱκεσία ἀπὸ τούτη τὴ φρικτὴ θυσία, ποὺ καθάρισε δωρεὰν ὅλες τὶς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου (Χαρακτηριστικὸ λειτουργικὸ στοιχεῖο τῆς Μεγάλης Εἰσόδου εἶναι ὁ Χερουβικὸς Ὕμνος, ποὺ ψάλλεται σὲ ἀργὸ μέλος ἀπὸ τὸ χορό: «Οἱ τὰ Χερουβὶμ μυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν τρισάγιον ὕμνον προσᾴδοντες, πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν, ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόμενοι, ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφορούμενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Δηλαδή: «Ἐμεῖς ποὺ μυστικὰ εἰκονίζουμε τὰ Χερουβεὶμ καὶ ψάλλουμε στὴ ζωοποιὸ Τριάδα τὸν τρισάγιο ὕμνο, ἂς ἀφήσουμε κάθε βιοτικὴ μέριμνα, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦμε τὸν Βασιλιὰ τῶν ὅλων, ποὺ ἀόρατα συνοδεύεται ἀπὸ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἀλληλούϊα»).

Ἡ μεγάλη Εἴσοδος συμβολίζει τὴν πορεία τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὅπου ἔπρεπε νὰ θυσιαστεῖ. Καθισμένος τότε πάνω σὲ ζῷο, ἔμπαινε στὴν Ἁγία Πόλη, συνοδευόμενος καὶ ὑμνούμενος ἀπὸ τὰ πλήθη.

Σύμβολο τῆς πίστεως

Ὁ ἱερέας καλεῖ τώρα τοὺς πιστοὺς νὰ προσευχηθοῦν «ὑπὲρ τῶν προτεθέντων τιμίων δώρων»: «Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ ἁγιαστοῦν τὰ τίμια δῶρα ποὺ εἶναι μπροστά μας, ὥστε νὰ ἐκπληρωθεῖ ἔτσι ὁ ἀρχικός μας σκοπός».

Ὕστερα, ἀφοῦ προσθέσει καὶ ἄλλες αἰτήσεις, παρακινεῖ ὅλους νὰ ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη («Εἰρήνη πᾶσι») καὶ ἀγάπη («Ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους…»). Κι ἐπειδὴ τὴ μεταξύ μας ἀγάπη ἀκολουθεῖ ἡ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἡ τέλεια καὶ ζωντανή μας πίστη σ᾿ Αὐτόν, γι᾿ αὐτό, ἀμέσως μετὰ ὁμολογοῦμε τὸν ἀληθινὸ Θεό: «Πατέρα, Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καὶ ἀχώριστον».

«Τὰς θύρας, τὰς θύρας· ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν», συμπληρώνει ὁ λειτουργός. Μ᾿ αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ: «Ἀνοῖξτε διάπλατα ὅλες τὶς πόρτες, δηλαδὴ τὰ στόματα καὶ τὰ αὐτιά σας, στὴν ἀληθινὴ σοφία, δηλαδὴ σὲ ὅσα ὑψηλὰ μάθατε καὶ πιστεύετε γιὰ τὸ Θεό. Αὐτὰ συνεχῶς νὰ λέτε καὶ νὰ ἀκοῦτε, καὶ μάλιστα μὲ ζῆλο καὶ προσοχή».

Τότε οἱ πιστοὶ ἀπαγγέλλουν δυνατὰ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως («Πιστεύω εἰς ἕναν Θεόν…») .

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Θεία Λειτουργία (α)

Δοξολογία

«Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος…». Μ᾿ αὐτὴ τὴ δοξολογία ἀρχίζει ὁ ἱερέας τὴ Λειτουργία. Γιατὶ καὶ οἱ εὐγνώμονες δοῦλοι τὸ ἴδιο κάνουν ὅταν παρουσιάζονται στὸν κύριό τους. Πρῶτα-πρῶτα δηλαδὴ τὸν ἐγκωμιάζουν, κι ἔπειτα τὸν παρακαλοῦν γιὰ τὶς δικές τους ὑποθέσεις.

Εἰρηνικά

Καὶ ποιὰ εἶναι ἡ πρώτη αἴτηση τοῦ ἱερέα; «Ὑπὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Λέγοντας εἰρήνη, δὲν ἐννοεῖ μόνο τὴ μεταξύ μας εἰρήνη, ὅταν δηλαδὴ δὲν μνησικακοῦμε ἐναντίον κανενός, ἀλλὰ καὶ τὴν εἰρήνη πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας, ὅταν δηλαδὴ ἡ καρδιά μας δὲν μᾶς κατηγορεῖ γιὰ τίποτα. Τὴν ἀρετὴ τῆς εἰρήνης, βέβαια, τὴν ἔχουμε πάντοτε ἀνάγκη, μὰ ἰδιαίτερα τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, γιατὶ χωρὶς αὐτὴν κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ προσευχηθεῖ σωστὰ καὶ νὰ ἀπολαύσει κάποιο καλὸ ἀπὸ τὴν προσευχή του.

Στὴ συνέχεια παρακαλοῦμε γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὸ κράτος καὶ τοὺς ἄρχοντες, γιὰ ὅσους βρίσκονται σὲ κινδύνους, γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ δὲν προσευχόμαστε μόνο γιὰ ὅ,τι ἐνδιαφέρει τὴν ψυχή, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὰ ἀναγκαῖα ὑλικὰ ἀγαθὰ – «ὑπὲρ εὐκρασίας ἀέρων, εὐφορίας τῶν καρπῶν τῆς γῆς…». Γιατὶ ὁ Θεὸς εἶναι ὁ αἴτιος καὶ χορηγὸς ὅλων, καὶ σ᾿ Αὐτὸν μόνο πρέπει νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ βλέμματά μας.

Σὲ ὅλες τὶς αἰτήσεις οἱ πιστοὶ ἐπαναλαμβάνουν μία μόνο φράση, τὸ «Κύριε, ἐλέησον». Τὸ νὰ ζητᾶμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ ζητᾶμε τὴ βασιλεία Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ ἀρκοῦνται σ᾿ αὐτὴ τὴ δέηση, γιατὶ αὐτὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα.

Ἀντίφωνα

Ἔπειτα ἀρχίζουν οἱ ψαλμῳδίες ποὺ περιέχουν θεόπνευστα λόγια ἀπὸ τοὺς Προφῆτες. Τὰ ἀντίφωνα -ἔτσι λέγονται- μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὸ μυστήριο. Ταυτόχρονα ὅμως μᾶς θυμίζουν τὰ πρῶτα χρόνια της παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στὴ γῆ, τότε ποὺ Ἐκεῖνος δὲν φαινόταν ἀκόμα στὸν πολὺ κόσμο, καὶ γιὰ αὐτὸ ἦταν ἀπαραίτητα τὰ προφητικὰ λόγια. Ὅταν ἀργότερα ἐμφανίστηκε ὁ Ἴδιος, δὲν ὑπῆρχε πλέον ἀνάγκη τῶν προφητῶν, ἀφοῦ Τὸν ἔδειχνε παρόντα ὁ Βαπτιστὴς Ἰωάννης.

Μικρὴ εἴσοδος

Τὴν ὥρα ποὺ ψάλλεται τὸ τρίτο ἀντίφωνο, γίνεται ἡ εἴσοδος τοῦ Εὐαγγελίου μὲ τὴ συνοδεία λαμπάδων. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ κρατάει ὁ διάκονος ἤ, ἂν δὲν ὑπάρχει διάκονος, ὁ ἱερέας. Ἐνῷ λοιπὸν αὐτὸς πρόκειται νὰ εἰσέλθει στὸ Ἱερό, στέκεται σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ νὰ τὸν συνοδεύσουν ἅγιοι ἄγγελοι, γιὰ νὰ γίνουν συμμέτοχοί του στὴν ἱερουργία καὶ τὴ δοξολογία. Στὴ συνέχεια σηκώνει ψηλὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τὸ δείχνει στοὺς πιστοὺς καί, ἀφοῦ εἰσέλθει στὸ Θυσιαστήριο, τὸ ἀποθέτει στὴν ἁγία Τράπεζα.

Ἡ ὕψωση τοῦ Εὐαγγελίου συμβολίζει τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κυρίου ὅταν ἄρχισε νὰ ἐμφανίζεται στὰ πλήθη. Γιατὶ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο δηλώνεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τώρα λοιπὸν ποὺ φανερώνεται ὁ Χριστός, κανεὶς δὲν προσέχει τὰ λόγια τῶν Προφητῶν, γι᾿ αὐτό, μετὰ τὴ μικρὴ Εἴσοδο, ψάλλουμε ὅ,τι ἔχει σχέση μὲ τὴν καινούργια ζωὴ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Ὑμνοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ γιὰ ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς. Ἐγκωμιάζουμε ἐπίσης τὴν Παναγία ἢ ἄλλους Ἁγίους, ἀνάλογα μὲ τὴν ἑορτὴ ἢ τὸν Ἅγιο ποὺ τιμᾷ ἡ Ἐκκλησία κάθε φορά.

Τρισάγιος ὕμνος

Ἀνυμνοῦμε τέλος τὸν ἴδιο τὸν Τριαδικὸ Θεό, ψάλλοντας: «Ἅγιος ὁ Θεός, ἅγιος ἰσχυρός, ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς». Τὸ «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος…» ἀποτελεῖ τὸν ὕμνο τῶν ἀγγέλων. Καὶ τὰ «Θεός», «ἰσχυρός» καὶ «ἀθάνατος» εἶναι λόγια τοῦ προφήτη Δαβίδ: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα».

Ψάλλουμε τὸν Τρισάγιο Ὕμνο μετὰ τὴν εἴσοδο τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ διακηρύξουμε πὼς μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι ἑνώθηκαν καὶ ἀποτελοῦν πλέον μία Ἐκκλησία.

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2021

 


Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας

Ἔργο τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν δώρων ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοί – τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου – σὲ σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. Καὶ σκοπός της εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ τὴ θεία μετάληψη ἀποκομίζουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους, τὴν κληρονομία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν καὶ κάθε πνευματικὸ ἀγαθό.

Σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ τὸ σκοπὸ συμβάλλουν οἱ προσευχές, οἱ ψαλμῳδίες, τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα καὶ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται καὶ λέγονται στὴ διάρκεια τῆς Λειτουργίας. Μέσα σε αὐτὰ εἶναι σὰν νὰ βλέπουμε σὲ ἕνα πίνακα ζωγραφισμένη ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος της. Γιατὶ ὁ καθαγιασμὸς τῶν δώρων, ἡ ἴδια δηλαδὴ ἡ θυσία, διακηρύσσει τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του, καθὼς τὰ δῶρα αὐτὰ μεταβάλλονται στὸ ἴδιο τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ τὴν ἔλευσή Του στὸν κόσμο, τὴ δημόσια ἐμφάνισή Του, τὰ θαύματα καὶ τὴ διδασκαλία Του. Κι ἐκεῖνα ποὺ ἕπονται τῆς θυσίας, συμβολίζουν τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἀνθρώπων στὸν Θεὸ καὶ τὴν κοινωνία τους μαζί Του.

Οἱ πιστοὶ ποὺ ἐκκλησιάζονται καὶ συμμετέχουν σὲ ὅλα αὐτὰ μὲ προσηλωμένο τὸ νοῦ, γίνονται πιὸ σταθεροὶ στὴν πίστη, πιὸ θερμοὶ στὴν εὐλάβεια καὶ τὴν ἀγάπη τους πρὸς τὸν Θεό. Μὲ τέτοιες λοιπὸν διαθέσεις ἀξιώνονται νὰ πλησιάσουν καὶ τὴ φωτιὰ τῶν μυστηρίων καὶ νὰ μεταλάβουν μὲ κάθε ἀσφάλεια καὶ οἰκειότητα.

Αὐτὸ εἶναι συνοπτικὰ τὸ νόημα τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἂς τὴν ἐξετάσουμε τώρα ὅσο μποροῦμε λεπτομερέστερα, ἀρχίζοντας μὲ ἐκεῖνα ποὺ τελοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση [εἰδικὸς χῶρος ποὺ βρίσκεται ἀριστερὰ ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, ὅπου τοποθετοῦνται (προτίθενται-πρόθεση) τὰ δῶρα ποὺ προσφέρουν (προσκομίζουν-προσκομιδή) οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ θεία Εὐχαριστία. Ἐδῶ γίνεται ἡ ἀναγκαία προετοιμασία τους ἀπὸ τὸν λειτουργὸ ἱερέα].

Ἡ Προσκομιδὴ - Τὰ τίμια δῶρα

Τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ προσφέρουν οἱ πιστοὶ γιὰ τὴ λειτουργία, καὶ τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου, δὲν τοποθετοῦνται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὸ Θυσιαστήριο γιὰ τὴ θυσία, ἀλλὰ πρῶτα τοποθετοῦνται στὴν ἁγία Πρόθεση καὶ ἀφιερώνονται στὸ Θεὸ σὰν δῶρα τίμια – αὐτὴ εἶναι πλέον καὶ ἡ ὀνομασία τους.

Προσφέρουμε στὸ Θεὸ ψωμὶ καὶ κρασί, γιατὶ αὐτὰ ἀποτελοῦν τροφὴ ἀποκλειστικὰ ἀνθρώπινη, μὲ τὴν ὁποία συντηρεῖται καὶ ἐκδηλώνεται ἡ ζωή μας. Γιὰ αὐτὸ καὶ πιστεύεται πώς, ὅταν προσφέρει κανεὶς τροφή, εἶναι σὰν νὰ προσφέρει τὴν ἴδια τὴ ζωή. Ἐπειδὴ λοιπὸν μὲ τὰ μυστήρια ὁ Θεὸς μᾶς χαρίζει τὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἦταν φυσικὸ καὶ τὸ δικό μας δῶρο νὰ εἶναι κατὰ κάποιο τρόπο ζωή, γιὰ νὰ μὴν εἶναι ἀταίριαστη ἡ προσφορά μας μὲ τὴν ἀνταπόδοση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει κάτι συγγενικό. Ἄλλωστε ὁ Κύριος παρήγγειλε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ψωμὶ καὶ κρασί, κι Αὐτὸς πάλι μᾶς ἀνταποδίδει «ἄρτον οὐράνιον» καὶ «ποτήριον ζωῆς». Θέλησε νὰ Τοῦ προσφέρουμε ἐμεῖς ἐφόδια τῆς πρόσκαιρης ζωῆς, κι Ἐκεῖνος νὰ μᾶς ἀντιπροσφέρει τὴν αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ φανοῦν ἔτσι ἡ χάρη Του σὰν ἀμοιβὴ καὶ τὸ ἀμέτρητο ἔλεός Του σὰν πράξη δικαιοσύνης.

Ἀνάμνηση τῆς σταυρικῆς θυσίας

Ὁ ἱερέας ἀφοῦ πάρει στὰ χέρια του τὸν ἄρτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο θὰ κόψει τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ θὰ μεταβληθεῖ σὲ σῶμα Χριστοῦ, λέει: «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ». Τὰ λόγια αὐτὰ ἀναφέρονται σὲ ὅλη τη λειτουργία καὶ ἀνταποκρίνονται στὴν παραγγελία ποὺ ἄφησε ὁ Χριστὸς ὅταν παρέδωσε τὸ μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας: «Τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν».

Ἀλλὰ ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀνάμνηση; Πῶς θὰ θυμηθοῦμε τὸν Κύριο στὴ Λειτουργία καὶ τί θὰ διηγηθοῦμε γιὰ Αὐτόν; Μήπως ἐκεῖνα ποὺ Τὸν ἀπέδειξαν Θεὸ παντοδύναμο; Ὅτι δηλαδὴ ἀνέστησε νεκρούς, χάρισε τὸ φῶς σὲ τυφλούς, πρόσταξε τοὺς ἀνέμους νὰ κοπάσουν, χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους μὲ λίγα ψωμιά; Ὄχι, ὁ Χριστὸς δὲν ζήτησε νὰ θυμόμαστε αὐτά, ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνα ποὺ φανερώνουν ἀδυναμία, δηλαδὴ τὴ σταύρωση, τὸ πάθος, τὸ θάνατο. Γιατὶ τὰ πάθη ἦταν πιὸ ἀναγκαῖα ἀπὸ τὰ θαύματα. Τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ μᾶς προξενοῦν τὴ σωτηρία καὶ τὴν ἀνάσταση, ἐνῷ τὰ θαύματά Του ἀποδεικνύουν μόνο ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Σωτήρας.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ ἱερέας πεῖ, «Εἰς ἀνάμνησιν τοῦ Κυρίου…», προσθέτει ἐκεῖνα ποὺ δηλώνουν τὴ σταύρωση καὶ τὸ θάνατο. Τεμαχίζει δηλαδὴ μὲ τὸ μαχαίρι τὸν ἄρτο, λέγοντας τὴν προφητεία: «Σὰν πρόβατο ὁδηγήθηκε στὴν σφαγή. Καὶ σὰν ἀρνὶ ἀμώμητο, ποὺ παραμένει ἄφωνο μπροστὰ σ᾿ αὐτὸν ποὺ τὸ κουρεύει, ἔτσι κι Αὐτὸς δὲν ἀνοίγει τὸ στόμα Του. Καταδικάστηκε σὲ ταπεινωτικὸ θάνατο καὶ Τοῦ ἀρνήθηκαν δίκαιη κρίση. Καὶ ποιὸς μπορεῖ νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὴν καταγωγή του; Γιατὶ ἐξαλείφθηκε ἡ ζωή Του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς». Κι ἀφοῦ ἐναποθέσει στὸ ἅγιο Δισκάριο τὸ ἱερὸ τμῆμα ποὺ ἔκοψε (Ἀμνό), προσθέτει τὰ λόγια: «Θυσιάζεται ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ παίρνει ἐπάνω Του τὴν ἁμαρτία τῶν ἀνθρώπων». Μετὰ χαράζει πάνω στὸν Ἀμνὸ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, δείχνοντας ἔτσι τὸν τρόπο ποὺ ἔγινε ἡ θυσία: μὲ τὸ σταυρό. Ὕστερα, μὲ τὸ μαχαίρι ποὺ ἔχει σχῆμα λόγχης, κεντάει τὸν Ἀμνὸ στὸ δεξὶ μέρος καὶ λέει: «Ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες Τοῦ τρύπησε τὴν πλευρὰ μὲ τὴ λόγχη». Καὶ χύνοντας μέσα στὸ ἅγιο Ποτήριο κρασὶ καὶ νερό, συμπληρώνει: «κι ἀμέσως βγῆκε αἷμα καὶ νερό».

Μνημονεύσεις τῶν ὀνομάτων

Ὁ ἱερέας συνεχίζει τὴν Προσκομιδή. Ἀφαιρεῖ τώρα μικρὰ κομματάκια (μερίδες) ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους ἄρτους, καὶ σὰν δῶρα ἱερὰ τὰ τοποθετεῖ στὸ ἅγιο Δισκάριο, λέγοντας γιὰ τὸ καθένα: «Εἰς δόξαν τῆς Παναγίας τοῦ Θεοῦ Μητρός», ἢ «Εἰς πρεσβείαν τοῦ τάδε ἢ τοῦ τάδε Ἁγίου» ἢ «Εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν τῶν τάδε ζώντων ἢ τῶν τάδε τεθνεώτων».

Τί σημαίνουν αὐτά; Εὐχαριστία στὸ Θεὸ καὶ ἱκεσία. Γιατὶ μὲ τὰ δῶρα μας εἴτε ἀνταποδίδουμε στὸν εὐεργέτη τὴν εὐεργεσία ποὺ μᾶς ἔκανε εἴτε καλοπιάνουμε κάποιον γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετήσει. Ἔτσι καὶ ἐδῶ ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὰ δῶρα ποὺ προσφέρει στὸ Θεό, Τὸν εὐχαριστεῖ γιατὶ στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της τῆς δόθηκαν ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καὶ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Καὶ Τὸν ἱκετεύει νὰ δοθοῦν αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ καὶ στὰ παιδιά της ποὺ ἀκόμα ζοῦν καὶ τὸ τέλος τους εἶναι ἀβέβαιο, καθὼς ἐπίσης καὶ σὲ ἐκεῖνα ποὺ ἔχουν πεθάνει, ἀλλὰ μὲ ἐλπίδες ὄχι τόσο καλὲς καὶ σίγουρες. Γιὰ αὐτὸ λοιπὸν μνημονεύει ὀνομαστικὰ πρῶτα τοὺς Ἁγίους, ἔπειτα τοὺς ζῶντες καὶ τέλος τοὺς κεκοιμημένους. Καὶ γιὰ τοὺς Ἁγίους εὐχαριστεῖ, ἐνῷ γιὰ τοὺς ἄλλους ἱκετεύει.

Κάλυψη τῶν τιμίων δώρων

Τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ ἔγιναν πάνω στὸν Ἀμνό, γιὰ νὰ συμβολίσουν τὸ θάνατο τοῦ Κυρίου, εἶναι ἁπλὲς περιγραφὲς καὶ σύμβολα. Ὁ Ἀμνὸς παρέμεινε ἄρτος, μόνο ποὺ τώρα ἔγινε δῶρο ἀφιερωμένο στὸ Θεό, καὶ συμβολίζει τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ στὴν πρώτη Του ἡλικία. Γιὰ αὐτὸ ὁ ἱερέας ἀναπαριστᾷ τὰ θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸν νεογέννητο Κύριο στὴ φάτνη. Βάζει πάνω στὸν ἄρτο τὸν λεγόμενο Ἀστερίσκο καὶ λέει: «Καὶ νά, τὸ ἀστέρι ἦρθε καὶ στάθηκε πάνω ἀπὸ τὸν τόπο, ὅπου ἦταν τὸ Παιδί». Ὕστερα σκεπάζει τὸ Δισκάριο καὶ τὸ Ποτήριο μὲ πολυτελῆ καλύμματα καὶ θυμιάζει. Γιατὶ ἀρχικὰ ἦταν συγκαλυμμένη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, μέχρι τὸν καιρὸ ποὺ Αὐτὸς ἄρχισε νὰ θαυματουργεῖ, καὶ ὁ Θεὸς Πατέρας ἔδινε τὴ μαρτυρία Του ἀπὸ τὸν οὐρανό.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὁλοκληρωθεῖ ἡ Προσκομιδή, ὁ λειτουργὸς ἔρχεται στὸ Θυσιαστήριο, στέκεται μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα καὶ ἀρχίζει τὴ Λειτουργία.

Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Φύση καὶ τὰ Ἔμορφα Τραγούδια της (β)

Σὲ ἀπορία βρίσκεται κανένας, τί νὰ πρωτοπεῖ γι᾿ αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, πῶς νὰ τὰ παινέψει καὶ πῶς νὰ τὰ περιεργαστεῖ γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄλλο νὰ τὰ νοιώσει. Μὰ ὅποιος τὰ νιώθει τὰ νιώθει, δὲν φελὰ κανένας ξηγάτορας. Εἶναι σὰν τὸν ἥλιο, σὰν τὸ φεγγάρι, σὰν τ᾿ ἀστέρια, σὰν τὴ χαρὰ τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἥλιο στὸ τόπο του, σὰν τὰ νιώθει αὐτὰ τὰ τραγούδια θὰ δεῖ τὸν ἥλιο καὶ θὰ ζεσταθεῖ, ὅποιος δὲν ἔχει ἐλπίδα, μ᾿ αὐτὰ θὰ παρηγορηθεῖ, ὅποιος δὲν βρίσκει μπάλσαμο στὸ πόνο του, θὰ γλυκαθεῖ, ὅποιος δὲν δροσίστηκε μὲ τὰ μεγάλα ποτάμια ποὺ σηκώνουνε ἀντάρες, θὰ δροσιστεῖ ἀπὸ τὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει καὶ τραγουδᾶ κρυμμένη στὴ πλαγιά, ὅποιος δὲν ἐρωτεύτηκε θὰ ἐρωτευτεῖ.

Μὰ πρωτύτερα πρέπει νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω τοῦ τὴ κακὴ συνήθεια νὰ θέλει νὰ βρεῖ συννεφιασμένες φιλοσοφίες καὶ νὰ χωθεῖ στὸ σκοτάδι τους, στὸ λαβύρινθο ποὺ θαρρεῖ πὼς θὰ τὸν βγάλει στὸ φῶς. Τὸ φῶς εἶναι μπροστά του, ἁπλό, ἀληθινό. Ἐδῶ δὲν ἔχει πολλὰ λόγια, λίγα καὶ καλά. Μὲ πέντε δέκα λιθάρια χτίζεις ἕνα πύργο, μὲ δυὸ τρία πουρνάρια κάνεις ἕνα δάσος, μὲ τρία λουλούδια μοσκοβολᾶ ὁ τόπος. Πέντε ἕξη ἄνθρωποι ποὺ κουβεντιάζουνε, ἕνα λημέρι ταμπουρωμένο μὲ ξερολιθιά, δυὸ πουλιὰ ποὺ πετᾶνε ἀπὸ πάνω, ἕνα μνημούρι ποὺ ‘ναὶ κοντὰ σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι καὶ κάτι γίδια ποὺ βοσκᾶνε, αὐτὰ φτάνουνε γιὰ νὰ νιώσεις ὅλη τη πλάση, γιατὶ ὁ οὐρανὸς κ᾿ ἡ γῆ εἶναι παρών.

Δὲν μιλᾶνε μόνο οἱ ἄνθρωποι, μιλᾶνε καὶ τ᾿ ἅρματά τους, τὰ τσαπράζα, τὰ βουνά, οἱ πέρδικες, τὰ ἔλατα, ὁ πεθαμένος στὸ κυβούρι του, ὅλος ὁ κάτω κόσμος, οἱ ἅγιοι, τὰ νέφελα. Ἀκόμα κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ δὲν μιλᾶνε καταλαβαίνεις πὼς εἶναι παρών. Καὶ τὰ τωρινὰ καὶ τὰ περασμένα, καὶ τὰ μακρινὰ καὶ τὰ κοντινά. Ἕνα πράγμα θαυμαστό, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ ψάξεις καὶ νὰ τὸ βρεῖς ἀπὸ ποὺ γίνεται. Ἄκου τοῦτα τὰ πέντε λόγια:

Τοῦ ἀντρειωμένου τ᾿ ἄρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιοῦνται
μόν᾿ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
κι᾿ ἐκεῖ νὰ λειτουργοῦνται.

Πρέπει νὰ κρέμουνται ψηλὰ
σὲ πύργο ἀραχνιασμένο
ἡ σκουργιὰ νὰ τρώγει τ᾿ ἄρματα
κ᾿ ἡ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.

Εἶδες τί λιγολογία καὶ τί κάστρο ἀκατάλυτο. Καὶ τέτοιο μυστήριο.

Κοιμᾶται ὁ γήλιος κ᾿ ἡ αὐγή, κοιμᾶται τὸ φεγγάρι
κοιμᾶται τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ μαργαριτάρι………….

Ἐγὼ μάνα μ᾿ κολάστηκα καὶ πάω κολασμένος
γιατὶ ἔκανα τὸν πόλεμο ἀντάμα μὲ τοὺς κλέφτες
κι᾿ οὖλοι τὰ δέναν τ᾿ ἄλογά σε ριζιμιὸ λιθάρι
κ᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τ᾿ ἔδεσα σὲ μαυρομάτας μνῆμα.

Μπορεῖ νὰ πιστέψει ἄνθρωπος πὼς ἡ φυλή μας ποὺ τραγουδοῦσε μὲ τέτοια λόγια, κατάντησε σὲ τόση ξεπεσούρα, ποὺ νὰ τραγουδᾶ αὐτὰ τὰ σαρακοστιανὰ κρυόμπλαστρα ποὺ τραγουδᾶ σήμερα; Πᾶνε, χάνονται ὅλα τὰ καλά μας. Ἀκόμα καὶ τὰ γλυκὰ τὰ ναναρίσματα ποὺ λέγανε οἱ μανάδες στὰ μωρὰ καὶ κεῖνα σβύνουνε. «Ἀπέσβετο λᾶλον ὕδωρ».

Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Φύση καὶ τὰ Ἔμορφα Τραγούδια της (α)

Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἕνα γένος ποὺ ὅτι κι ἂν φτιάξουμε ἔχει μέσα του αἷμα καὶ βάθος, ἔχει πόνο. Σὰν τὸ ρημοδέντρι ποὺ τὸ δέρνουνε ὅλοι οἱ ἀνέμοι καὶ κεῖνο ἀγαντάρει καὶ θρέφει ἡ ρίζα του καὶ παγαίνει βαθειὰ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς γῆς σκίζοντας τὸ βράχο, ἔτσι μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ κ᾿ ἡ φυλὴ ἡ δική μας. Κ᾿ ἡ φτώχειά μας ἔκανε νὰ ζοῦμε ἁπλὴ ζωή, μὲ λίγα πράγματα, καὶ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ξεμακρύνουμε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ βυζαίνουμε ὁλοένα ἀπὸ τὴ καθαρὴ βρυσούλα, ποὺ θρέφει τὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὸ συντέλεσε καὶ τὸ καλὸ ἀγέρι πούχει ἡ πατρίδα μας κ᾿ ἡ ἡμεράδα πούχουνε τὰ βουνά της, ὥστε νὰ μᾶς φαίνεται σὰν μάνα πονετικιᾶ, ποὺ μᾶς βαστᾶ ὁλοένα στὴν ἀγκαλιά της.

Στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀγράμματοι καὶ ζούσανε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀφοῦ πολλοὶ εἴχανε γιὰ σπίτια τὰ σπήλαια καὶ τὰ στρουγγολίθια. Πολιτεῖες δὲν εἴχανε ὁλότελα, εἴχανε μονάχα κάτι μικρὰ χωριά, τὰ πιὸ πολλά με πέντε δέκα σπίτια. Καὶ μὴ πεῖ κανένας πὼς δὲν τὸ παραδέχεται, γιατὶ στοὺς τέτοιους ἁπλοὺς καὶ φυσικοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἁπλὸς σὰν τὸ μωρό, ἂς ἔχει καὶ γινάτι καὶ σκληρότητα, ἂς εἶναι καὶ φονιὰς ἀκόμα.

Αὐτοὶ ὅλοι οἱ βουνίσιοι, οἱ τσοπαναρέοι, κάνανε τὰ πιὸ καλὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες καὶ ζωγράφισαν ρημοκκλήσια κι᾿ ὅλα ὅσα κάνανε εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινὰ καὶ τὰ πιὸ ἁγνά. Καὶ τὰ ἀξιωθήκανε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἴχανε, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ βλέπουνε θολὰ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν στομώσανε τὰ μέσα τοὺς μὲ ἀφύσικα καὶ πολύπλοκα πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε αὐτοὶ οἱ βουνίσιοι, βλέπουμε κάποια ἀλήθεια καὶ μία ἐντέλεια ποὺ δὲν φτάνουνε ποτὲ οἱ σπουδασμένοι ποιητάδες μὲ τὰ πολύπλοκα ἐργαλεῖα τους. Γιατὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι εἶναι τὰ ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς φύσης.

Θαρρεῖς πὼς καὶ τὰ πρόβατα κι᾿ οἱ πέρδικες καὶ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἄλλα φυσικὰ πλάσματα, πὼς καὶ κεῖνα θὰ ταιριάζανε τέτοια τραγούδια, σὰν κι᾿ αὐτὰ ποὺ κάνανε τοῦτοι οἱ ἀνθρῶποι, ἂν εἴχανε λαλιά. Μηδὲ πέννα πιάσανε στὰ χέρια τους, μηδὲ χαρτί, μηδὲ μελάνι. Ἀπὸ τὴ καρδιὰ τοὺς ἀνέβηκε στὸ στόμα κι᾿ ἀπὸ τὸ στόμα βγῆκε ὅπως λαλεῖ τὸ πουλὶ κι᾿ ὕστερα μαθεύτηκε καὶ τόπανε οἱ κοῦκοι στὰ βουνά, κ᾿ οἱ πέρδικες στὰ πλάγια. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀπόμεινε καὶ τραγουδιέται γενεὲς γενεῶν. Τί ὄμορφο καὶ θαυμαστὸ πράγμα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν πλασμάτων.

Σὰν ἐκφυλίστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν φυσικό του δρόμο καὶ γίνηκε γραφιάς, σὰν κι᾿ ἐμᾶς κι᾿ ἄρχισε νὰ κάνει πράγματα φτιασιδωμένα, χωρὶς ἐκείνη τὴ δροσιὰ καὶ τὴν ἁγνὴ εὐωδία.

Πρὶν ἑκατὸ διακόσια χρόνια, ἡ οἰκουμένη εἶχε πολλὰ σχολειὰ σὲ κάθε χώρα καὶ σπουδάζανε οἱ ἄνθρωποι. Μονάχα ἡ Ἑλλάδα ἀπόμεινε ἀγράμματη, περιζωσμένη ἀπὸ ἔθνη ποὺ εἴχανε χάσει τὴν παρθενική τους ἁπλότητα. Θάρειε κανένας πὼς ἤτανε μαντρωμένη μ᾿ ἕνα φράχτη, γιὰ νὰ μὴ μποῦνε μέσα στὸν παράδεισο τῆς τὰ πονηρὰ δαιμόνια. Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ ζούσανε σὰν νάτανε χίλια χρόνια πίσω, στὸ καιρὸ τοῦ Μεγαλέξαντρου καὶ στοῦ Χριστοῦ τὰ χρόνια. Καὶ μολαταύτα, ἐδῶ πέρα, στὰ βουνὰ καὶ στὶς κλεισοῦρες ποὺ ζούσανε ἄνθρωποι μισοάγριοι, ἄνθιζε ἀκατάλυτο τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα καὶ λαλοῦσε ὁλοένα ἡ βρύση ποῦχε πιεῖ ὁ Ὅμηρος κι᾿ ὁ Ἡσίοδος καὶ τόσοι ἄλλοι. Δίχως χαρτὶ καὶ δίχως μελάνι τραγουδιόντανε ὅσα τραγουδιοῦνται, τὸ πῶς ἔρχεται στὸ κόσμο ὁ ἄνθρωπος, τὸ πῶς ἀγαπᾶ, τὸ πῶς πεθαίνει.

Φώτης Κόντογλου

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2021

 


Ὁμιλία πρὸς τοὺς Γυμνασιόπαιδες στὴν Πνύκα (α)

Παιδιά μου!

Εἰς τὸν τόπο τοῦτο, ὁποὺ ἐγὼ πατῶ σήμερα, ἐπατοῦσαν καὶ ἐδημηγοροῦσαν τὸν παλαιὸ καιρὸ ἄνδρες σοφοί, καὶ ἄνδρες μὲ τοὺς ὁποίους δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ συγκριθῶ καὶ οὔτε νὰ φθάσω τὰ ἴχνη των. Ἐγὼ ἐπιθυμοῦσα νὰ σᾶς ἰδῶ, παιδιά μου, εἰς τὴν μεγάλη δόξα τῶν προπατόρων μας, καὶ ἔρχομαι νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅσα εἰς τὸν καιρὸ τοῦ ἀγῶνος καὶ πρὸ αὐτοῦ καὶ ὕστερα ἀπ᾿ αὐτὸν ὁ ἴδιος ἐπαρατήρησα, καὶ ἀπ᾿ αὐτὰ νὰ κάμωμε συμπερασμοὺς καὶ διὰ τὴν μέλλουσαν εὐτυχίαν σας, μολονότι ὁ Θεὸς μόνος ἠξεύρει τὰ μέλλοντα. Καὶ διὰ τοὺς παλαιοὺς Ἕλληνας, ὁποίας γνώσεις εἶχαν καὶ ποία δόξα καὶ τιμὴν ἔχαιραν κοντὰ εἰς τὰ ἄλλα ἔθνη τοῦ καιροῦ των, ὁποίους ἥρωας, στρατηγούς, πολιτικοὺς εἶχαν, διὰ ταῦτα σᾶς λέγουν καθ᾿ ἡμέραν οἱ διδάσκαλοί σας καὶ οἱ πεπαιδευμένοι μας. Ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀρκετός. Σᾶς λέγω μόνον πὼς ἦταν σοφοί, καὶ ἀπὸ ἐδῶ ἐπῆραν καὶ ἐδανείσθησαν τὰ ἄλλα ἔθνη τὴν σοφίαν των.

Εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον κατοικοῦμε, ἐκατοικοῦσαν οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, ἀπὸ τοὺς ὁποίους καὶ ἡμεῖς καταγόμεθα καὶ ἐλάβαμε τὸ ὄνομα τοῦτο. Αὐτοὶ διέφεραν ἀπὸ ἡμᾶς εἰς τὴν θρησκείαν, διότι ἐπροσκυνοῦσαν τὲς πέτρες καὶ τὰ ξύλα. Ἀφοῦ ὕστερα ἦλθε στὸν κόσμο ὁ Χριστός, οἱ λαοὶ ὅλοι ἐπίστευσαν εἰς τὸ Εὐαγγέλιό του, καὶ ἔπαυσαν νὰ λατρεύουν τὰ εἴδωλα. Δὲν ἐπῆρε μαζί του οὔτε σοφοὺς οὔτε προκομμένους, ἀλλ᾿ ἁπλοὺς ἀνθρώπους, χωρικοὺς καὶ ψαράδες, καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔμαθαν ὅλες τὲς γλῶσσες τοῦ κόσμου, οἱ ὁποῖοι, μολονότι ὅπου καὶ ἂν ἔβρισκαν ἐναντιότητες καὶ οἱ βασιλεῖς καὶ οἱ τύραννοι τοὺς κατέτρεχαν, δὲν ἠμπόρεσε κανένας νὰ τοὺς κάμῃ τίποτα. Αὐτοὶ ἐστερέωσαν τὴν πίστιν.

Οἱ παλαιοὶ Ἕλληνες, οἱ πρόγονοί μας, ἔπεσαν εἰς τὴν διχόνοια καὶ ἐτρώγονταν μεταξύ τους, καὶ ἔτσι ἔλαβαν καιρὸ πρῶτα οἱ Ῥωμαῖοι, ἔπειτα ἄλλοι βάρβαροι καὶ τοὺς ὑπόταξαν. Ὕστερα ἦλθαν οἱ Μουσουλμάνοι καὶ ἔκαμαν ὅ,τι ἠμποροῦσαν, διὰ νὰ ἀλλάξῃ ὁ λαὸς τὴν πίστιν του. Ἔκοψαν γλῶσσες εἰς πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλ᾿ ἐστάθη ἀδύνατο νὰ τὸ κατορθώσουν. Τὸν ἕνα ἔκοπταν, ὁ ἄλλος τὸ σταυρό του ἔκαμε. Σὰν εἶδε τοῦτο ὁ σουλτάνος, διόρισε ἕνα βιτσερὲ [ἀντιβασιλέα], ἕναν πατριάρχη, καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν ἐξουσία τῆς ἐκκλησίας. Αὐτὸς καὶ ὁ λοιπὸς κλῆρος ἔκαμαν ὅ,τι τοὺς ἔλεγε ὁ σουλτάνος. Ὕστερον ἔγιναν οἱ κοτζαμπάσηδες [προεστοὶ] εἰς ὅλα τὰ μέρη. Ἡ τρίτη τάξη, οἱ ἔμποροι καὶ οἱ προκομμένοι, τὸ καλύτερο μέρος τῶν πολιτῶν, μὴν ὑποφέρνοντες τὸν ζυγὸν ἔφευγαν, καὶ οἱ γραμματισμένοι ἐπῆραν καὶ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, τὴν πατρίδα των, καὶ ἔτσι ὁ λαός, ὅστις στερημένος ἀπὸ τὰ μέσα τῆς προκοπῆς, ἐκατήντησεν εἰς ἀθλίαν κατάσταση, καὶ αὐτὴ αὔξαινε κάθε ἡμέρα χειρότερα· διότι, ἂν εὑρίσκετο μεταξὺ τοῦ λαοῦ κανεὶς μὲ ὀλίγην μάθηση, τὸν ἐλάμβανε ὁ κλῆρος, ὅστις ἔχαιρε προνόμια, ἢ ἐσύρετο ἀπὸ τὸν ἔμπορο τῆς Εὐρώπης ὡς βοηθός του, ἐγίνετο γραμματικὸς τοῦ προεστοῦ. Καὶ μερικοὶ μὴν ὑποφέροντες τὴν τυραννίαν τοῦ Τούρκου καὶ βλέποντας τὲς δόξες καὶ τὲς ἡδονὲς ὁποὺ ἀνελάμβαναν αὐτοί, ἄφηναν τὴν πίστη τους καὶ ἐγίνοντο Μουσουλμάνοι. Καὶ τοιουτοτρόπως κάθε ἡμέρα ὁ λαὸς ἐλίγνευε καὶ ἐπτώχαινε.

Εἰς αὐτὴν τὴν δυστυχισμένη κατάσταση μερικοὶ ἀπὸ τοὺς φυγάδες γραμματισμένους ἐμετάφραζαν καὶ ἔστελναν εἰς τὴν Ἑλλάδα βιβλία, καὶ εἰς αὐτοὺς πρέπει νὰ χρωστοῦμε εὐγνωμοσύνη, διότι εὐθὺς ὁποὺ κανένας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ λαὸ ἐμάνθανε τὰ κοινὰ γράμματα, ἐδιάβαζεν αὐτὰ τὰ βιβλία καὶ ἔβλεπε ποίους εἴχαμε προγόνους, τί ἔκαμεν ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Ἀριστείδης καὶ ἄλλοι πολλοὶ παλαιοί μας, καὶ ἐβλέπαμε καὶ εἰς ποίαν κατάσταση εὑρισκόμεθα τότε. Ὅθεν μᾶς ἦλθεν εἰς τὸ νοῦ νὰ τοὺς μιμηθοῦμε καὶ νὰ γίνουμε εὐτυχέστεροι. Καὶ ἔτσι ἔγινε καὶ ἐπροόδευσεν ἡ Ἑταιρεία.

Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν Ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε οὔτε πόσοι εἴμεθα, οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε «ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ σιταροκάραβα βατσέλα», ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρος μας καὶ οἱ προεστοὶ καὶ οἱ καπεταναῖοι καὶ οἱ πεπαιδευμένοι καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ ἐκάμαμε τὴν Ἐπανάσταση.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2021

 


Νὰ δώσει ὁ Θεὸς

* Ζωὴ ἁγία, καθαρή, ἀγγελικὴ γιὰ τὸν Οὐρανὸ καὶ τὴν αἰωνιότητα. Νὰ τὸ σκεπτόταν αὐτὸ ὁ ἄνθρωπος! Χίλια χρόνια κι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ χίλια χρόνια καὶ πάλι ἀπ’ τὴν ἀρχή. Μία ἀρρώστια, μία δοκιμασία, μία κακουχία κάποτε περνάει. Ἡ Αἰωνιότητα ὅμως..! Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξει καὶ τὸν πλέον ἀδύνατον... Αἰωνιότης ἀτέρμονη. Νὰ μᾶς διακατέχει τὸ πνεῦμα τῆς αἰωνιότητος.

* Νὰ δώσει ὁ Θεὸς νὰ βρεθοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου. Ὄχι ἀπ’ ἔξω. Καὶ πολλὲς φορὲς ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ Παραδείσου θὰ ἀηδιάζουμε ὅποιο γήινο ἐλάττωμα καὶ ἀδυναμία μᾶς παρέσυρε. Θὰ λέμε πόσο ἀνόητος ἤμουνα.

* Θέλουμε δὲ θέλουμε, σπέρνουμε στὸν ἑαυτό μας. Θέλουμε δὲ θέλουμε, θὰ παρουσιάσουμε τὴ σπορὰ ἐκεῖ ἐπάνω. Μὲ ἀμέλεια, μὲ πεῖσμα, μὲ λογισμούς, μὲ προσπάθεια προσφέρουμε τὸν ἑαυτό μας; Κινηματογραφικὴ ταινία θὰ εἶναι ἡ ζωή μας στὴ μέλλουσα κρίση. Νὰ μᾶς φωτίσει ὁ Θεὸς νὰ σπέρνουμε ἐν Πνεύματι. Λοιπόν, θέλει δὲ θέλει ὁ ἄνθρωπος, σπέρνει. Πῶς θὰ ὑπακούσει, πῶς θὰ κοιτάξει, πῶς θὰ ἀπαντήσει, πῶς θὰ ἐκφραστεῖ... Τί ὡραῖο πράγμα νὰ καταλήξει ὁ ἄνθρωπος μὲ καθαρὴ σπορά, καθαρὸ χωράφι καὶ καθαρὴ οἰκοδομὴ γιὰ τὴν αἰωνιότητα! Πόση θὰ εἶναι ἡ χαρά!

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2021

 


Οἱ λογισμοὶ

– Γιατί, Γέροντα, μοῦ περνοῦν στὸ μοναστήρι διάφοροι κακοὶ λογισμοί, ἐνῶ στὸν κόσμο δὲν γινόταν αὐτό; Ἐγώ τοὺς ἐπιτρέπω;

– Ὄχι, εὐλογημένη! Ἄστους νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ φεύγουν. Μήπως τὰ ἀεροπλάνα ποὺ περνοῦν πάνω ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ σοῦ χαλοῦν τὴν ἡσυχία σὲ ρωτοῦν; Ἔτσι καὶ αὐτοὶ οἱ λογισμοί. Μὴν ἀπελπίζεσαι. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ εἶναι κανοναρχίσματα τοῦ διαβόλου. Εἶναι σὰν τὰ διαβατάρικα πουλιὰ πού, ὅταν πετοῦν στὸν οὐρανό, εἶναι πολὺ ὄμορφα νὰ τὰ χαζεύης. Ἂν ὅμως κατεβοῦν καὶ κάνουν φωλιὰ στὸ σπίτι σου, μετὰ κάνουν πουλάκια, καὶ τὰ πουλάκια λερώνουν.

– Γιατί ὅμως, Γέροντα, νὰ μοῦ ἔρχονται τέτοιοι λογισμοί;

– Αὐτὴν τὴν δουλειὰ τὴν κάνει ὁ πειρασμός. Ἀλλὰ ὑπάρχει μέσα σου καὶ κατακάθι· δὲν ἔγινε ἀκόμη ἡ κάθαρση. Ἐφόσον ὅμως ἐσὺ δὲν τοὺς δέχεσαι, δὲν ἔχεις εὐθύνη. Ἄφησε τὰ σκυλιὰ νὰ γαυγίζουν. Μὴν τοὺς ρίχνης πολλὲς πέτρες. Γιατί, ὅσο τοὺς ρίχνεις πέτρες, συνεχίζουν νὰ γαυγίζουν, καὶ ἀπὸ τὶς πολλὲς πέτρες θὰ χτίσουν μοναστήρι ἢ σπίτι, ἀνάλογα…, καὶ ὕστερα δύσκολα νὰ τὸ γκρεμίσης.

– Δηλαδή, Γέροντα, πότε γίνεται συγκατάθεση στοὺς λογισμούς;

– Ὅταν τοὺς πιπιλίζης σὰν καραμέλα. Νὰ προσπαθήσης νὰ μὴν πιπιλίζης τοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀπ’ ἔξω ζαχαρωμένοι καὶ μέσα φαρμάκι, καὶ ὕστερα ἀπελπίζεσαι. Τὸ νὰ περνοῦν λογισμοὶ κακοὶ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο δὲν εἶναι ἀνησυχητικό, γιατὶ μόνο στοὺς Ἀγγέλους καὶ στοὺς τελείους δὲν περνοῦν λογισμοὶ κακοί. Ἀνησυχητικὸ εἶναι ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἰσοπεδώση ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του καὶ δέχεται τὰ λυκόφτερα – τὰ ταγκαλάκια. Ἐὰν καμμιὰ φορὰ συμβῆ καὶ αὐτό, ἀμέσως ἐξομολόγηση, καλλιέργεια τοῦ ἀεροδρομίου καὶ φύτεμα καρποφόρων δένδρων, γιὰ νὰ γίνη ἡ καρδιὰ πάλι Παράδεισος.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021

 


Ἡ Χριστιανικὴ ἀγάπη.

Ἂς ἴδωμεν καὶ τὴν χριστιανικὴν ἀγάπην. Ὁ νόμος οὗτος τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν τοῦ Κυρίου δύναται νὰ διαιρεθῇ εἰς 3 μέρη. 1) Εἰς τὴν ἐντολήν, 2) Εἰς τὸν τρόπον τῆς ἐφαρμογῆς καὶ 3) εἰς τὴν ἀμοιβήν.

1) Ἡ ἐντολή. «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν». Ἐν πρώτοις. Περὶ ποίων ἐχθρῶν πρόκειται; Συμπεριλαμβάνονται καὶ οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως καὶ τῆς πατρίδος; Ὁ Κύριος, ὅπως καταργῶν τὸν φόνον ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτου τὴν ὀργήν, ὅπως καταργῶν τὴν σαρκικὴν ἁμαρτίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν ταύτης, τὸν πονηρὸν ὀφθαλμόν, ὅπως καταργῶν τὴν ἐπιορκίαν καὶ τὴν ψευδορκίαν ἐκτύπησε τὴν ῥίζαν τούτων τὸν ὅρκον, κατὰ παρόμοιον τρόπον κτυπᾷ καὶ ἐνταῦθα τὴν ῥίζαν πάσης ἐχθρότητος, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ἄλλη παρὰ ἡ προσωπικὴ ἔχθρα. Ἑπομένως ἐχθροὶ ἐνταῦθα εἶναι οἱ προσωπικοί μας ἐχθροί, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἔβλαψαν διὰ λόγου καὶ δι’ ἔργου οἱοιδήποτε καὶ ἂν εἶναι οὗτοι. Ἂς κανονίσωμεν ἡμεῖς τὴν προσωπικήν μας ἔχθραν συγχωροῦντες τοὺς ἐχθρούς μας καὶ ἂς ἀφίσωμεν τὸ αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης, τὸ ὁποῖον ἐξεγείρεται μέσα μας ἐναντίον των καὶ τὸ ὁποῖον πολλάκις συγχέεται μὲ τὸν ἐγωϊσμόν μας νὰ τὸ κανονίσῃ ὁ Θεὸς ἤ ἡ πολιτεία.

Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα. Διατὶ πρέπει νὰ συγχωρήσω τοὺς ἐχθρούς μου; Εἶναι τοῦτο λογικόν; Ἀπαντῶ: Ὁ μὴ συγχωρῶν τοὺς ἐχθρούς του ἔχει τρία μεγάλα κακά. Πρῶτον εἶναι παράλογος, δεύτερον εἶναι δυστυχὴς καὶ τρίτον εἶναι ὁ πλέον ἄσπλαγχνος. Μάλιστα !

Πρῶτον. Εἶναι παράλογος, διότι μὲ ποῖον δικαίωμα μισεῖ τὶς τὸν ἐχθρόν του, ἀφ’ οὗ πίπτει εἰς τὸ ἴδιον σφάλμα, διὰ τὸ ὁποῖον μισεῖ τὸν ἐχθρόν του δηλαδὴ εἰς τὸ μῖσος; Ἔπειτα μὲ ποῖον δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας διὰ τινα ἁμαρτίαν του, ἀφ’ οὗ καὶ ἡμεῖς εἴμεθα ἁμαρτωλοί; Μήπως μισοῦμεν, ἐπειδὴ δὲν εἴμεθα εἰς αὐτὴν τὴν ἁμαρτίαν, εἰς τὴν ὁποίαν εἶναι ἐκεῖνος; Εἴμεθα ὅμως εἰς ἄλλην. Μήπως δύναται ὁ χωλὸς κατὰ τὸν δεξιὸν πόδα νὰ ὑβρίσῃ ὡς χωλὸν ἕτερον χωλὸν κατὰ τὸν ἀριστερὸν πόδα; Ἀσφαλῶς ὄχι! Μὲ ποῖον λοιπὸν δικαίωμα μισοῦμεν τὸν ἐχθρόν μας, ὅταν σχεδὸν πάντοτε εἴμεθα ὑπεύθυνοι τοῦ μίσους του μὲ τὴν τερατώδη ἀγάπην, τὴν ὁποίαν ἔχομεν εἰς τὸν ἑαυτόν μας;

Δεύτερον. Ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής. Καὶ πράγματι! ὁ μισῶν εἶναι ὁ πρῶτος, ὁ ὁποῖος ὑποφέρει, διότι τὸ μῖσος εἶναι ἡ χειροτέρα πληγή. Ἐκτὸς τούτου ὁ μισῶν εἶναι δυστυχής, διότι παραγνωρίζει τὴν ὠφέλειαν, τήν ὁποίαν τοῦ προσφέρει ὁ ἐχθρός του. Ὁ ἐχθρὸς εἶναι σωτήρ μας. Αὐτὸς μόνον βλέπει καὶ λέγει τὰς ἐλλείψεις μας χωρὶς προσποίησιν καὶ ὑποκρισίαν. Δυνατὸν νὰ βλέπῃ περισσοτέρας ἐλλείψεις, τῶν ὅσων ἔχομεν. Κακὸν ὅμως θὰ ἦτο, ἐὰν ἔβλεπε καὶ ἔλεγεν ὀλιγωτέρας. Ὁ φίλος οὔτε βλέπει πάντοτε οὔτε λέγει μετὰ τόσης ἐλευθεροστομίας τὰς ἐλλείψεις μας. Ἑπομένως ὁ ἐχθρός μας διὰ τῆς ὠμότητός του λέγει εἰς ἡμᾶς τὴν πραγματικήν μας κατάστασιν καὶ ξυπνᾷ τὴν συνείδησιν τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας. Μᾶς ὠφελεῖ οὗτος, διότι δὶ’ αὐτοῦ θὰ δοκιμασθῶσιν αἱ ἀρεταί τῆς ὑπομονῆς, ἀνεξικακίας, πραότητος ἀγάπης κλπ., τὸ δὲ ξύπνημα τῆς συνειδήσεως τῆς ἠθικῆς μας πτωχείας, ὡς ἔχον ὑλικὸν τὴν ταπείνωσιν εἶναι ἡ ἀπαραίτητος προϋπόθεσις τῆς καινούργιας μας ζωῆς. Ὅλων αὐτῶν αἰτία εἶναι ὁ ἐχθρός μας μὲ τὴν ὠμήν του γλῶσσαν.

Ἐνώπιον ὅλων αὐτῶν τῶν εὐεργεσιῶν, τὰς ὁποίας μᾶς δίδει ὁ ἐχθρός μας καὶ τοῦ παραλογισμοῦ τοῦ μίσους μας πρὸς αὐτόν, θὰ ὠφείλομεν νὰ ἐκφράσωμεν τὴν εὐγνωμοσυνην μας πρὸς αὐτόν. Ἀλλὰ διὰ τίνος τρόπου; Διά τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ μόνος τρόπος διὰ νὰ θεραπεύσῃς τὴν πληγὴν τοῦ μίσους του καὶ νὰ ἐκφράσῃς πρὸς τὸν ἐχθρόν σου τὴν εὐγνωμοσυνήν σου. Καὶ πράγματι! Ὁ ἐχθρός μας ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης καὶ μάλιστα τῆς ἰδικῆς μᾶς ἀγάπης. Ὁ φίλος μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀγαπᾷ, δὲν ἔχει ἀνάγκην τῆς ἀγάπης μας, διότι δὲν ἔχει οὐδεμίαν πληγὴν μίσους. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος μᾶς μισεῖ, ἀναδίδει ἐκ τῆς ψυχῆς του τὴν πικρίαν τοῦ πόνου του. Μισεῖ, διότι ὑποφέρει καὶ κατὰ τι εἴμεθα καὶ ἡμεῖς ὑπεύθυνοι τῆς συμφορᾶς του ταύτης. Ἀλλὰ καὶ ἂν μέσα εἰς τὴν ἀλαζονικήν σου πεποίθησιν, ὅτι εἶσαι ἀθῶος, τὸν ἀποστρέφεσαι, ἔχε ὑπ’ ὄψιν σου, ὅτι καθῆκον σου εἶναι νὰ γλυκάνῃς τὸν πόνον τοῦ ἐχθροῦ σου μὲ τὴν ἀγάπην σου, νὰ τοῦ ἐλαφρύνῃς τὸ κακόν του, νὰ ἠρεμήσῃς τὸν ἴδιον, νὰ τὸν κάμῃς καλλίτερον, νὰ τὸν φέρῃς εἰς τὴν μακαριότητα τῆς ἀγάπης. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου θὰ τὸν γνωρίσῃς καλλίτερα καὶ γνωρίζων αὐτὸν καλλίτερα, θὰ τὸν ἀγαπήσῃς περισσότερον. Ἀγαπῶν τὸν ἐχθρόν σου καθαρίζεις τὸ πνεῦμα σου, ὑψώνεις καὶ τὸ πνεῦμα ἐκείνου. Ἑπομένως ἐκ τοῦ μίσους τοῦ ἐχθροῦ σου πρὸς σέ, τὸ ὁποῖον διαιρεῖ, δύναται νὰ γεννηθῇ μεγάλο φῶς !

2) Τρόπος ἐφαρμογῆς ἐντολῆς. Ὁ τρόπος οὗτος εἶναι τριπλοῦς, α΄ «Εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς» λέγει ὁ Κύριος ἤτοι πρέπει νὰ λέγωμεν λόγια καλὰ δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι μᾶς ὑβρίζουν. Αὐτὸ δὲν θέλει νὰ εἴπῃ, ὅτι πρέπει νὰ δεχώμεθα ὡς ἀληθεῖς τὰς ψευδεῖς αὐτῶν ὕβρεις, ἀλλὰ νὰ εὑρίσκωμεν ἄλλας πλευράς τοῦ ὑβρίζοντος ἡμᾶς, αἱ ὁποῖαι εἶναι ἀξιέπαινοι. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ φαντασθῶμεν, ὅτι ἕνας, ἐπειδὴ εἶναι ἐχθρός μας, στερεῖται παντελῶς χαρισμάτων. Δυνάμεθα λοιπὸν νὰ ἐπαινέσωμεν τὴν εὐφυΐαν του, τὴν ἠθικήν του ἤ ἄλλην τινὰ ἀρετήν, τὴν ὁποίαν ἔχει. β΄) «Καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς». Ἤτοι δὲν πρέπει μόνον διὰ λόγων νὰ ἐπαινῶμεν τοὺς ἐχθρούς μας, ἀλλὰ καὶ δι’ ἔργων. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέγει ῥητῶς τὸ ἑξῆς: «Ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ πότιζε αὐτόν˙ ταῦτα ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ». Οἱ ἄνθρακες πυρὸς εἶναι οἱ ἔλεγχοι τῆς συνειδήσεως καὶ ἡ ἐντροπή, τὰ ὁποῖα θὰ γεννηθῶσιν εἰς τὴν ψυχὴν τοῦ ἀγαπωμένου ἐχθροῦ σου. Ἑπομένως, ὅταν ὁ ἐχθρός σου πέσῃ εἰς τὰ χέρια σου, φρόντισε νὰ τὸν περιποιηθῇς μὲ τὴν ἀγάπην σου.

Ἀλλὰ ἐὰν δὲν δύνασαι οὔτε διὰ λόγων, οὔτε δὶ’ ἔργων νὰ ἐκδήλωσῃς τὴν ἀγάπην σου πρὸς τὸν ἐχθρόν σου, δύνασαι νὰ καταφεύγῃς εἰς τὴν προσευχήν. Διά τοῦτο ὁ Κύριος προσθέτει˙ «Προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς, καὶ διωκόντων ὑμᾶς». Οἱ «ἐπηρεάζοντες» εἶναι οἱ ἐκ συμπτώσεως καὶ ἐκτάκτως ἐνεργοῦντες ἐχθρικῶς, ἐν ᾧ οἱ «διώκοντες» εἶναι οἱ τακτικῶς καὶ συστηματικῶς ἐχθρευόμενοι ἡμᾶς. Ἑπομένως ἰδοὺ ὁ τριπλοῦς τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν μας, διὰ λόγου, δι’ ἔργου, καὶ διὰ προσευχῆς.

3) Ἀμοιβή. Ποία ἡ ἀμοιβή; Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἀνακράζει. Ἀμοιβὴ εἶναι «ὁ πάντων φρικωδέστερον, τὸ γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ». Μάλιστα. Διά τοὺς ἐλεήμονας ὁ Κύριος ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «ἐλεηθήσονται», διὰ τοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν ὅτι «τὸν Θεὸν ὄψονται», διὰ τοὺς πενθοῦντας ὅτι «παρακληθήσονται», διὰ τοὺς διωκόμενους ἀδίκως, ὅτι ὁ μισθὸς αὐτῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς», διὰ τοὺς ἀγαπῶντας ὅμως τοὺς ἐχθροὺς των ὑπεσχέθη ὡς ἀμοιβὴν τὸ «γενέσθαι ὁμοίους τῷ Θεῷ» ! Ἐκεῖνο δηλαδὴ τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευσεν ὡς δέλεαρ εἰς τοὺς πρωτοπλάστους, ὅτι θὰ γίνωσιν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν, ἐὰν παραβῶσι τὴν ἐντολήν του, δίδεται ἐνταῦθα ὡς ἀμοιβὴ διὰ τοὺς ἀγαπῶντας τοὺς ἐχθροὺς των. Πρὸς περισσότερον τονισμὸν τῆς ἀμοιβῆς ταύτης ὁ Κύριος φέρει ὡς παράδειγμα τὸν Πατέρα Του, ὁ ὁποῖος «τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους» ἤτοι ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθούς. Ἀλλὰ ἡμεῖς δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν τονίζοντες τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ πρὸς ἡμᾶς τὸ «οὕτω γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν υἱὸν Αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον». Καὶ τὸ «συνίστησι τὴν ἑαυτοῦ ἀγάπην ὁ Θεός, ὅτι ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν Χριστὸς ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανεν».

Θαυμάσια παραδείγματα ἐφαρμογῆς τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν εἶναι αἱ προσευχαὶ μαρτύρων τῆς πίστεως ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἕν ἐκ τῶν πολλῶν ἀναφέρει ὁ Σατωμβριάν εἰς τοὺς μάρτυράς του, τὸ ἑξῆς: Κατὰ τοὺς καιροὺς τῶν διωγμῶν εἰς Λακεδαίμονα συνελήφθησαν ὑπὸ τοῦ ἐκεῖ ἀπίστου ἄρχοντος κληρικοὶ καὶ λαϊκοὶ καὶ ἐφυλακίσθησαν, ἵνα τὴν ἑπομένην ἡμέραν φονευθῶσιν. Οἱ φυλακισμένοι μάρτυρες πρὶν ἐκτελεσθῶσιν ἐπιθυμοῦσι νὰ κοινωνήσωσι τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, καὶ νὰ προσευχηθῶσιν ὑπὲρ τῶν διωκτῶν των. Ἁγία Τράπεζα ὅμως δὲν ὑπῆρχεν. Ἐξαπλώνεται κατὰ γῆς ὁ γέρων φυλακισμένος Ἐπίσκοπος καὶ ἐπ’ αὐτοῦ τελοῦσι τὴν λειτουργίαν οἱ παριστάμενοι ἱερεῖς καὶ διάκονοι. Κατὰ τὴν στιγμήν, καθ’ ἥν ἐτελεῖτο ἡ κατανυκτικὴ ἐκείνη λειτουργία, πρὶν κοινωνήσουν, ὁ ἐν φυλακῇ κλῆρος καὶ λαὸς προσεύχονται ὑπὲρ τῶν ἀρχόντων καὶ διωκτῶν των. Κατόπιν ἐκοινώνησαν καὶ τὴν ἑπομένην ἐμαρτύρησαν. Πόσον συγκινητικὴ ἡ ἀγάπη αὕτη τῶν ἐχθρῶν!

Συμπεράσματα.

Ἰδοὺ ἡ ἐντολὴ τῆς ἀγάπης τῶν ἐχθρῶν, τὸ βάθος τῆς ἐντολῆς ταύτης, ὁ τρόπος τῆς ἐφαρμογῆς της καὶ ἡ ὑψίστη ἀμοιβή της. Ἀγαπῶμεν καὶ ἡμεῖς τοὺς ἐχθρούς μας; Ἀλλοίμονον! Ὄχι μόνον τοὺς ἐχθρούς μας δὲν ἀγαπῶμεν, ἀλλ’ οὐδὲ τοὺς φίλους μας, οὐδὲ τοὺς γονεῖς μας. Μία παρατήρησις, μία σοβαρὰ στάσις ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μᾶς εὐηργέτησαν οὐδόλως εἶναι ἀνεκτή. Εἴμεθα ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει χειρότεροι τῶν τελωνῶν, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Κυρίου, «ἀγαπῶσι τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς καὶ ἀσπάζονται» χαιρετίζουν «τοὺς ἀσπαζομένους» τοὺς χαιρετίζοντας «αὐτούς». Ἀλλὰ τότε ἡ ἀγάπη αὕτη δὲν εἶναι χριστιανικὴ καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχει. Ἂς ἀγαπήσωμεν λοιπὸν τοὺς ἐχθρούς μας, ἵνα γίνωμεν ὅμοιοι μὲ τὸν Θεόν μας. Γένοιτο!

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος