Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018



Τηρητὲς τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροατὲς
Συνεπῶς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφοῦ ὁ Θεὸς μᾶς ἀναγέννησε μὲ τὸ λόγο τῆς ἀλήθειας, ἂς εἶναι ὁ καθένας γρήγορος καὶ πρόθυμος νὰ ἀκούσει τὸν σωτηριώδη αὐτὸ λόγο σὲ κάθε εὐκαιρία ποὺ τοῦ παρουσιάζεται. Ἀντίθετα νὰ εἶναι ἀργὸς καὶ ἀπρόθυμος νὰ μιλᾶ, γιὰ νὰ μὴ λέει τίποτε βλάσφημο ἢ ἀνάρμοστο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἂς εἶναι καὶ δυσκίνητος καὶ ἀπρόθυμος νὰ ὀργίζεται, ὅταν οἱ ἄλλοι ἔχουν διαφορετικὴ γνώμη ἀπ᾿ αὐτὸν ἢ φαίνονται ἀδιάφοροι στὴ διδασκαλία του καὶ τὶς συμβουλές του.
Πρέπει ὁ καθένας μας νὰ εἶναι δυσκίνητος στὴν ὀργή, διότι ἡ ὀργὴ παρασύρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἐξάψεις καὶ ἀδικήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅποιος ὀργίζεται δὲν ἀποκτᾶ τὴν ἀρετὴ τῆς δικαιοσύνης ποὺ ζητᾶ ὁ Θεός.
Ἡ ὀργὴ λοιπὸν δὲν ὁδηγεῖ στὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ κι ἐσεῖς πετάξτε μακριὰ ἀπὸ τὶς ψυχές σας ὡς ἀκάθαρτο ἔνδυμα κάθε ἠθικὴ ρυπαρότητα καὶ ἀκαθαρσία καὶ κάθε περιττὸ στὶς σκέψεις, τοὺς λόγους καὶ τὶς πράξεις σας, τὸ ὁποῖο ὡς περιττὸ ποὺ εἶναι προέρχεται ἀπ᾿ τὴν κακία· καὶ δεχθεῖτε μὲ πραότητα τὸν εὐαγγελικὸ λόγο ποὺ φυτεύτηκε μέσα σας μὲ τὴν ἐν Χριστῷ ἀναγέννησή σας καὶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ σώσει τὶς ψυχές σας.
Νὰ γίνεστε τηρητὲς τοῦ λόγου καὶ ὄχι μόνον ἀκροατές. Καὶ μὴν ἐξαπατᾶτε τὸν ἑαυτό σας νομίζοντας ὅτι ἀρκεῖ μόνο νὰ ἀκούει κανεὶς τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι πλάνη. Διότι ἂν κανεὶς εἶναι μόνον ἀκροατὴς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τηρητής του, αὐτὸς μοιάζει μ᾿ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ παρατήρησε καλὰ στὸν καθρέπτη τὸ φυσικό του πρόσωπο, ποὺ ἔχει ἀπὸ τὴ γέννησή του· ἀφοῦ λοιπὸν παρατήρησε καλὰ τὸν ἑαυτό του στὸν καθρέφτη, μετὰ ἀπομακρύνθηκε, κι ἀμέσως ξέχασε πῶς ἦταν. Ἔτσι κι ἐκεῖνος ποὺ μὲ τὸν πνευματικὸ καθρέφτη τοῦ θείου λόγου γνώρισε τὶς ἐλλείψεις τῆς ψυχῆς του· ἂν δὲν διορθωθεῖ μὲ βάση τὴ γνώση αὐτὴ ποὺ ἀπέκτησε καὶ δὲν γίνει τηρητὴς αὐτῶν ποὺ ἔμαθε ἀπὸ τὴν ἀκρόαση τοῦ λόγου, ξεχνάει σὲ λίγο τα πάντα.
Ὅποιος ὅμως πρόσεξε, μελέτησε καλὰ καὶ ἐμβάθυνε στὸν τέλειο νόμο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἐλευθερώνει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, καὶ ἔμεινε σταθερὸς στὸν νόμο αὐτὸ καθιστώντας τὸν μόνιμο φρόνημά του καὶ ὁδηγό του, αὐτὸς δὲν ἔγινε ἀκροατὴς ποὺ ξεχνᾶ γρήγορα ὅσα ἄκουσε, ἀλλὰ τηρητὴς ποὺ κάνει ἔργα καὶ δὲν λέει μόνο λόγια.
Λένε μερικοὶ μὲ εὐκολία: Ἐμεῖς εἴμαστε πιστοὶ τηρητὲς τῶν θρησκευτικῶν διατάξεων. Ἂς μάθουν αὐτοὶ αὐτὸ ποὺ θὰ πῶ: Ἐὰν κάποιος ἀπὸ σᾶς νομίζει ὅτι εἶναι θρῆσκος καὶ εὐσεβής, δὲν ἔχει ὅμως χαλινάρι καὶ μέτρο στὴ γλώσσα του, ἀλλὰ ἐξαπατᾶ τὴ συνείδησή του μὲ τὸ ψεύτικο αὐτὸ φρόνημά του, ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ εἶναι ἀνώφελη καὶ ἄχρηστη.
Ἕνα ἀπὸ τὰ οὐσιαστικότερα γνωρίσματα τῆς θρησκείας τῆς καθαρῆς καὶ ἀμόλυντης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς εἶναι αὐτό: νὰ ἐπισκέπτεται ὁ ἄνθρωπος τὰ ὀρφανὰ καὶ τὶς χῆρες, γιὰ νὰ τὰ παρηγορεῖ καὶ νὰ τὰ προστατεύει στὴ θλίψη τους, καὶ συγχρόνως νὰ διατηρεῖ τὸν ἑαυτό του ἐλεύθερο ἀπὸ κάθε μολυσμὸ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ζεῖ μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό.
Καθολικὴ Ἐπιστολὴ Ἰακώβου

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2018


Οἱ πέντε δρόμοι
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος πρακτικὰ μᾶς δείχνει πέντε δρόμους τῆς μετανοίας. Μᾶς λέγει:
Πρῶτος δρόμος μετανοίας εἶναι ν’ αὐτοκαταδικάζεσαι γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου. Ὁ Κύριος ἐκτιμᾶ ἰδιαίτερα αὐτή σου τὴν πράξη. Αὐτὸς ποὺ μόνος του καταδίκασε τ’ ἁμαρτήματά του πολὺ δύσκολα θὰ τὰ ἐπαναλάβει. Ἡ ἔγκαιρη ἐξέγερση τῆς συνειδήσεώς σου διὰ τῆς αὐτοκατηγορίας δὲν θὰ ἔχει κατήγορο στὸ οὐράνιο κριτήριο.
Δεύτερος ἀξιόλογος δρόμος μετανοίας εἶναι νὰ μὴ βαστᾶς κακία γιὰ κανένα, ἀκόμα καὶ γι’ αὐτοὺς τοὺς ἐχθρούς σου. Νὰ συγκρατεῖς πάντοτε τὴν ὀργή σου, νὰ συγχωρεῖς τ’ ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων, γιατί ἔτσι θὰ ἐξαλείψει καὶ τὰ δικά σου ὁ Κύριος. Εἶναι αὐτὸ ἕνα ἀποτελεσματικὸ καθαρτικό, ἀφοῦ μᾶς τὸ ὑπέδειξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος λέγοντας: Ἂν συγχωρέσετε τοὺς χρεῶστες σας, τότε θὰ σᾶς συγχωρήσει σίγουρα καὶ ὁ οὐράνιος πατέρας μας.
Τρίτος ἀσφαλὴς δρόμος μετανοίας εἶναι ἡ ὀρθή, θερμὴ καὶ ἐκ βαθέων καρδιακὴ προσευχή. Μὴ λησμονᾶμε τὴν εὐαγγελικὴ χήρα ποὺ ἐπέμενε στὸ αἴτημά της στὸν δύστροπο δικαστὴ καὶ τελικὰ ἔλαβε τὸ ποθούμενο (Λουκ. 18, 1-8). Ἂν ἐκείνη ἔλαβε γιὰ τὴν ἐπιμονή της ἀπὸ τὸν ἀδιάντροπο δικαστή, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ποὺ ἔχουμε οὐράνιο πατέρα ἥμερο, φιλικὸ καὶ φιλάνθρωπο καὶ ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς δωρίσει τὰ πρὸς τὴ σωτηρία μας αἰτήματα.
Τέταρτος σίγουρος δρόμος μετανοίας εἶναι τῆς ἐλεημοσύνης, ποὺ ἡ δύναμή της εἶναι ἀνέκφραστα μεγάλη. Ὁ προφήτης Δανιὴλ εἶπε στὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορα νὰ ξεπλύνει τὶς πολλὲς ἁμαρτίες του μ’ ἐλεημοσύνη καὶ τ’ ἀνομήματά του μὲ τὸ νὰ εὐσπλαγχνισθεῖ τοὺς φτωχούς. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανὴ νὰ ἐξαλείψει ἁμαρτήματα. Ὁ μετανοημένος παραβάτης μὲ τὴ φιλανθρωπία ἐπανορθώνει τὰ πάντα μὲ τὸν ἀγώνα του καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πέμπτος δρόμος σταθερὸς ὁ συνδυασμὸς πηγαίας μετριοφροσύνης κι ἐγκάρδιας ταπεινοφροσύνης. Μάρτυρας πρὸς τοῦτο ὁ τελώνης τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς. Ἡ γνήσια ταπεινοφροσύνη του ἀποτίναξε ὅλο τὸ βαρὺ φορτίο τῶν ἁμαρτημάτων του.
Καταλήγει λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Νὰ καταδικάζουμε τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ συγχωροῦμε τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀδελφῶν μας, νὰ ‘χοῦμε κερδοφόρα προσευχή, καρποὺς ἐλεημοσύνης καὶ ταπεινοφροσύνης, δίχως νὰ καθυστεροῦμε, δίχως νὰ χάνουμε οὔτε μία μέρα καὶ ὥρα βαδίζοντας τοὺς πέντε αὐτοὺς σωτήριους δρόμους καθημερινά.
Μοναχὸς Μωυσῆς Ἁγιορείτης

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018



Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
Τέλλος Ἄγρας

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018



Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως
Ὅτι ἀκατάληπτον τὸ θεῖον καὶ ὅτι οὐ δεῖ ζητεῖν καὶ περιεργάζεσθαι τὰ μὴ παραδεδομένα ἡμῖν ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν.
«Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε. Ὁ μονογενὴς υἱὸς ὁ ὢν ἐν τοῖς κόλποις τοῦ πατρός, αὐτὸς ἐξηγήσατο». Ἄρρητον οὖν τὸ θεῖον καὶ ἀκατάληπτον. «Οὐδεὶς γὰρ ἐπιγινώσκει τὸν πατέρα εἰ μὴ ὁ υἱός, οὐδὲ τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ». Καὶ τὸ πνεῦμα δὲ τὸ ἅγιον οὕτως οἶδε τὰ τοῦ θεοῦ, ὡς τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου οἶδε τὰ ἐν αὐτῷ. Μετὰ δὲ τὴν πρώτην καὶ μακαρίαν φύσιν οὐδεὶς ἔγνω ποτὲ τὸν Θεόν, εἰ μὴ ᾧ αὐτὸς ἀπεκάλυψεν, οὐκ ἀνθρώπων μόνον ἀλλ᾿ οὐδὲ τῶν ὑπερκοσμίων δυνάμεων καὶ αὐτῶν, φημί, τῶν Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ.
Οὐκ ἀφῆκε μέντοι ἡμᾶς ὁ Θεὸς ἐν παντελεῖ ἀγνωσίᾳ· πᾶσι γὰρ ἡ γνῶσις τοῦ εἶναι Θεὸν ὑπ᾿ αὐτοῦ φυσικῶς ἐγκατέσπαρται. Καὶ αὐτὴ δὲ ἡ κτίσις καὶ ἡ ταύτης συνοχή τε καὶ κυβέρνησις, τὸ μεγαλεῖον τῆς θείας ἀνακηρύττει φύσεως. Καὶ διὰ νόμου μέν καὶ προφητῶν πρότερον, ἔπειτα δὲ καὶ διὰ τοῦ μονογενοῦς αὐτοῦ Υἱοῦ, Κυρίου δὲ καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὸ ἐφικτὸν ἡμῖν τὴν ἑαυτοῦ ἐφανέρωσε γνῶσιν.
Πάντα τοίνυν τὰ παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καὶ προφητῶν καὶ ἀποστόλων καὶ εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καὶ γινώσκομεν καὶ σέβομεν οὐδὲν περαιτέρῳ τούτων ἐπιζητοῦντες· ἀγαθὸς γὰρ ὢν ὁ Θεὸς παντὸς ἀγαθοῦ παρεκτικός ἐστιν οὐ φθόνῳ οὐδὲ πάθει τινὶ ὑποκείμενος· «μακρὰν γὰρ τῆς θείας φύσεως φθόνος τῆς γε ἀπαθοῦς καὶ μόνης ἀγαθῆς». Ὡς οὖν πάντα εἰδὼς καὶ τὸ συμφέρον ἑκάστῳ προμηθούμενος, ὅπερ συνέφερεν ἡμῖν γνῶναι ἀπεκάλυψεν, ὅπερ δὲ οὐκ ἐδυνάμεθα φέρειν, ἀπεσιώπησε.
Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν καὶ ἐν αὐτοῖς μείνωμεν μὴ μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδὲ ὑπερβαίνοντες τὴν θείαν παράδοσιν.
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018



Ἥλιος ὁ πρῶτος
 IV

Πίνοντας ἥλιο κορινθιακὸ
Διαβάζοντας τὰ μάρμαρα
Δρασκελίζοντας ἀμπέλια θάλασσες
Σημαδεύοντας μὲ τὸ καμάκι
Ἕνα τάμα ψάρι ποὺ γλιστρᾶ

Βρῆκα τὰ φύλλα ποὺ ὁ ψαλμὸς τοῦ ἥλιου ἀποστηθίζει
Τὴ ζωντανὴ στεριὰ ποὺ ὁ πόθος χαίρεται
Ν' ἀνοίγει.

Πίνω νερὸ κόβω καρπὸ
Χώνω τὸ χέρι μου στὶς φυλλωσιὲς τοῦ ἀνέμου
Οἱ λεμονιὲς ἀρδεύουνε τὴ γύρη τῆς καλοκαιριᾶς
Τὰ πράσινα πουλιὰ σκίζουν τὰ ὄνειρά μου
Φεύγω μὲ μιὰ ματιὰ

Ματιὰ πλατιὰ ὅπου ὁ κόσμος ξαναγίνεται
Ὄμορφος ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὰ μέτρα τῆς καρδιᾶς.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018


Διχασμένοι αὐτοκέφαλοι ἤ ἑνωμένοι ἀδελφοί;
Σχόλιο γιὰ τὴν κρίση στὴν Οὐκρανία
Τοὺς τελευταίους μῆνες γινόμαστε μάρτυρες μιᾶς πολὺ ἐπικίνδυνης καὶ κατὰ τὰ φαινόμενα ἀδικαιολόγητης κρίσης ποὺ ξέσπασε στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀφορμὴ ἡ ἐπικείμενη ἐκχώρηση αὐτοκεφαλίας στὴν Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ἢ μᾶλλον ἡ δημιουργία αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία. Φαίνεται πὼς οἱ διορθόδοξες σχέσεις ἀποτελοῦν μεῖζον πρόβλημα στὶς μέρες μας καὶ ἐνῶ ἐπιδιώκεται ἡ ἑνότητα μὲ τοὺς ἑτεροδόξους, οἱ Ὀρθοδόξοι ὁμολογοῦν μὲν τὴν μεταξύ τους ἀγάπη, ἀλλὰ τὴν ἀποδομοῦν στὴ ζωή τους· διακηρύσσουν τὸν σύνδεσμο τῆς μεταξύ τους κοινωνίας, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνουν τὸ ἀντίθετο. Καὶ ὁ πιστὸς λαὸς ἀντικρύζει τὶς κορυφές του νὰ διαπληκτίζονται μὲ νομικίστικες ἐπιχειρηματολογίες καὶ ἀντὶ νὰ ἑνώνουν τοὺς πιστοὺς νὰ δημιουργοῦν στρατόπεδα ὀπαδῶν καὶ ὁμάδες ἀντιμαχoμένων ὑποστηρικτῶν. Τί κρῖμα! Σὲ ὅλη αὐτὴ τὴ διαμάχη ὑπάρχει μία πρόφαση καὶ μία αἰτία. Πρόφαση εἶναι ἡ ἀνάγκη γιὰ αὐτοκεφαλία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας. Καὶ αἰτία τὸ δικαίωμα τῆς ἐκχώρησής της. Σὲ ποιὸν ἀνήκει, ποιὸς τὸ ἔχει.
Οἱ λέξεις ποὺ ἀκοῦμε νὰ ἐπικαλοῦνται οἱ ἐμπλεκόμενες Ἐκκλησίες εἶναι ἱστορικὰ προνόμια, δικαιώματα καὶ κανόνες. Δυστυχῶς, αὐτὸ ποὺ δὲν ἀκοῦμε εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι· εἶναι ἆραγε τόσο ἀναγκαία πνευματικὰ ἡ αὐτοκεφαλία; Καὶ ἂν ναί, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ περιμένει λίγο ἀκόμη; Ὑπάρχει καὶ ἕνα δεύτερο· εἶναι τόσο σημαντικὰ τὰ δικαιώματά μας ποὺ πρέπει νὰ τὰ ὑπερασπιζόμαστε ἀγνοῶντας ἢ καὶ πολεμῶντας τοὺς ἀδελφούς μας ἢ καὶ διακόπτοντας τὴν χιλιόχρονη κοινωνία μας μαζί τους; Καὶ τρίτον· ἡ ἐπίκληση τῶν ἱστορικῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κανόνων εἶναι πιὸ σημαντικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου;
Ἡ Κωνσταντινούπολη πλέον ἀποκαλεῖ τοὺς ὡς τώρα ἀδελφοὺς τῆς Ρωσίας «φίλους», αὐτοὶ δὲ ἀρνοῦνται νὰ ὁμολογήσουν τὴν οἰκουμενικότητα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ἔτσι γκρεμίζονται τὰ πιὸ βασικὰ θεμέλια τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας· ἡ ἀδελφοσύνη, ἐκφραστὴς τῆς ὁποίας εἶναι ἡ πανορθόδοξη κοινωνία, καὶ ἡ οἰκουμενικότητα, ἐγγυητὴς τῆς ὁποίας εἶναι, κατὰ τοὺς κανόνες καὶ τὴν ἱστορικὴ παράδοση, ἡ Κωνσταντινούπολη.
Α. Στὴν πραγματικότητα, ἡ αὐτοκεφαλία τῆς Οὐκρανίας δὲν ἀποτελεῖ τόσο ἐπείγουσα ἀνάγκη ὅσο δικαίωμα καὶ πείσμονα πολιτικὴ ἀπαίτηση. Ἀντίθετα, ἡ ἑνότητα τῶν Ἐκκλησιῶν ἀποτελεῖ ἀδήριτη ἀνάγκη καὶ ἀδιαπραγμάτευτη εὐαγγελικὴ ἐπιταγή. Τί ἔχει ἆραγε μεγαλύτερη σημασία, τὸ αὐτοκέφαλο μιᾶς τοπικῆς ἐκκλησίας ἢ ἡ ἑνότητα ὅλων «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικὴν καὶ Ἀποστολικὴν Ἐκκλησίαν»;
Αὐτοὶ δὲ ποὺ ζητοῦν τὴν αὐτοκεφαλία ποιοί εἶναι; Εἶναι δυνατὸν ἕνας ἀμφιβόλου πνευματικοῦ ὑποβάθρου κοσμικὸς Πρόεδρος καὶ ἕνας προβληματικῆς ἐκκλησιολογικῆς εὐαισθησίας, μέχρι τώρα ἀπορριπτέος ὡς σχισματικός, αὐτοανακηρυχθεὶς «Πατριάρχης», νὰ εἶναι τὰ κατάλληλα πρόσωπα προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἀνάγκη, τὴ βούληση τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν ἀναστεναγμὸ τῆς Ἐκκλησίας στὴν Οὐκρανία;
Καὶ ἂν δὲν θέλουμε νὰ ἀκούσουμε τὴ φωνὴ αὐτῶν ποὺ ἀντιστέκονται στὴν αὐτοκεφαλία, πῶς μποροῦμε νὰ στηρίζουμε τὶς ἐλπίδες μας γιὰ ἑνότητα σὲ αὐτοὺς ποὺ ἤδη ἔχουν προκαλέσει μακροχρόνιο σχίσμα καὶ γιὰ χρόνια φιλοξενοῦν ὅλους τοὺς ἀδέσποτους καθηρημένους παλαιοημερολογίτες τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου καὶ ὄχι μόνον;
Ἂν ὁ Φιλάρετος εἶχε ἐκλεγεῖ Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1990, ποὺ τόσο τὸ ἐπιδίωξε, ἀλλὰ δὲν τοῦ βγῆκε, θὰ ζητοῦσε σήμερα νὰ γίνει Μητροπολίτης τῆς αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Οὐκρανίας; Καὶ ἂν ναί, ἀπὸ ποιόν; Ἀπὸ τὴ Σύνοδο τῆς Μόσχας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος θὰ προήδρευε ἢ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη ποὺ σήμερα ψευτοσέβεται καὶ στὴν ὁποία δῆθεν ὑποκλίνεται;
Β. Στὴ χριστιανικὴ λογικὴ δὲν ἔχει δίκιο αὐτὸς ποὺ βλέπει μόνο τὰ δικά του δικαιώματα. Δίκιο ἔχει αὐτὸς ποὺ τὰ προστατεύει μὲν διατηρῶντας ὅμως καὶ τὴν ἰσορροπία τῆς ἀγάπης, τῆς εἰρήνης, τῆς ὑπομονῆς, τῆς συγχώρησης, τῆς συμφιλίωσης, διότι μόνον ἔτσι προστατεύονται τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἄλλου ἡ σωτηρία μας βασίζεται στὴ μεγαλύτερη ἀδικία: «κατάρα λέλυται καταδίκης δικαίας ἀδίκῳ δίκῃ τοῦ δικαίου κατακριθέντος». Εὐτυχῶς ποὺ ὁ Κύριος δὲν ἐπικαλέσθηκε τὸ δίκαιο καὶ τὰ δικαιώματά Του!
Στὴν παροῦσα φάση, ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος τῆς αὐτοκεφαλίας τῆς Οὐκρανίας γίνεται στὴ βάση τῶν δικαιωμάτων αὐτῶν ποὺ τὴν ἐκχωροῦν, δηλαδή τοῦ Φαναρίου καὶ τῆς Μόσχας, τῆς ἱστορικῆς ἢ πολιτικοοικονομικῆς δυνάμεως καὶ ὄχι τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου ἢ ἔστω τῆς ὑφισταμένης ἐκκλησιαστικῆς ἀνάγκης στὴν Οὐκρανία. Ἐκτὸς τούτου, στὸν ὁρίζοντα διακρίνεται τὸ περίγραμμα ἰσχυρῶν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων, ὁδηγιῶν καὶ πιέσεων. Καὶ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἔχει μείνει μόνο τὸ… ἐξώφυλλο.
Γ. Ἀλήθεια, τί σχέση μπορεῖ νὰ ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὴ λογική τοῦ Ἐσταυρωμένου Θεοῦ, μὲ τὸ ἦθος τῶν Μακαρισμῶν καὶ τῆς ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλίας, μὲ τὸ λέντιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, μὲ τὶς ὑποθῆκες τοῦ Κυρίου περὶ τῆς διακονίας καὶ τῆς τιμημένης θέσης τοῦ ἐσχάτου, μὲ τὴν Ἀρχιερατικὴ Προσευχὴ τοῦ Κυρίου «ἵνα πάντες ἓν ὦσι», μὲ τὴ διδαχὴ καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ θείου Παύλου, μὲ τὰ κηρύγματα ποὺ ἀκοῦμε κάθε Κυριακὴ καὶ τὶς ἐγκυκλίους ποὺ ἐξαπολύονται στὶς μεγάλες γιορτές; Εἶναι δυνατὸν ἡ ἐφαρμογὴ τῶν κανόνων νὰ καταργεῖ τὸ Εὐαγγέλιο;
Ποιός μπορεῖ νὰ καταλάβει πῶς εἶναι δυνατόν χιλιόχρονες ἀδελφὲς ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπιχαίρονται ἀνακαλύπτοντας ἡ μία τὶς ἐκτροπὲς καὶ τὰ λάθη τῆς ἄλλης; Μήπως ἡ ἔνταση ποὺ ζοῦμε τώρα σημαίνει πὼς δὲν ἀγαπηθήκαμε σωστὰ στὸ παρελθόν; Πῶς δικαιολογεῖται τὰ στόματα τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν μας στεντορίᾳ τῇ φωνῇ νὰ ὑποστηρίζουν τὸν διαχριστιανικὸ καὶ διαθρησκειακὸ διάλογο καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὴν μεταξύ τους ἐπικοινωνία; Γιατί ἀδυνατοῦν νὰ παραδεχθοῦν οἱ μὲν ὅτι μπορεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ νὰ φωτίζει λίγο διαφορετικὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρά; Εἶναι δυνατὸν ὅλος ὁ φωτισμὸς νὰ εἶναι μαζί μας καὶ καμία ἀκτῖνα νὰ μὴν φωτίζει καὶ τοὺς ἄλλους μέχρι τώρα ἀδελφούς μας; Ποιά σὲ τελικὴ ἀνάλυση ἡ σημασία τῆς λέξης κοινωνία, ἂν δὲν συμπεριλαμβάνει καὶ τὴν ἀμοιβαία κατανόηση;
Ἢ πῶς συμβαίνει νὰ μὴν ὑπολογίζουν τὶς ὀλέθριες συνέπειες ἑνὸς ἐπαπειλούμενου σχίσματος; Τί φταῖνε ἆραγε οἱ ἁπλοὶ πιστοὶ καὶ ἀποκλείονται ἀπὸ τὴ χάρι τῶν προσκυνημάτων τῶν ἄλλων; Γιατί οἱ Ρῶσοι πιστοὶ νὰ στερηθοῦν τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὴν Πάτμο καὶ οἱ Ἑλληνόφωνες τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, τὰ Σπήλαια τοῦ Κιέβου, τὸ Βάλαμο καὶ τὴ χάρι τῶν Ρώσων νεομαρτύρων; Δὲν εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ παγκόσμια γιὰ νὰ τὴν μοιράζονται ὅλοι; Ὅταν μᾶς ἑνώνει ἡ κοινὴ πίστη καὶ τὸ δόγμα, πῶς νὰ δικαιολογηθεῖ ἡ διαίρεση στὴ βάση μιᾶς διοικητικῆς ἀσυμφωνίας;
Τελικά, τὸ εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, τῆς συγχώρησης, τῆς ἑνότητος γιὰ ποιούς γράφηκε καὶ γιατί; Ἐμᾶς ἆραγε καὶ τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας δὲν μᾶς ἀφορᾶ;
Δ. Ἐπιπλέον, ἡ Ὀρθόδοξη ὁμολογία μας στὴ Διασπορὰ ἢ στὶς χῶρες τῆς ἱεραποστολῆς ποιά θὰ εἶναι; Ποιόν Χριστὸ θὰ κηρύξουμε καὶ θὰ ὁμολογήσουμε; Αὐτὸν ποὺ «εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσε», ἀλλὰ καταργοῦμε τὸν λόγο Του μὲ τὴ ζωή μας, ἢ Αὐτὸν ποὺ δὲν κατάφερε νὰ ἑνώσει δυὸ χιλιάδες τώρα χρόνια οὔτε τοὺς πιστούς Του; Ἡ ἱκανοποίηση τοῦ κατορθώματος τῆς αὐτοκεφαλίας εἶναι σύντομη καὶ τῶν ὀλίγων. Ὁ σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν καὶ τοῦ κόσμου εἶναι ἀπροσμέτρητος καὶ γενικευμένος. Ἡ ἁμαρτία τοῦ σχίσματος ἀθεράπευτη καὶ ἀσυγχώρητη.
Ε. Ἀλλὰ καὶ ἡ Μόσχα εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτιμᾶ τοὺς κληρικοὺς καὶ πιστούς της ποὺ κοινωνοῦν στὸ Ἅγιον Ὄρος ἢ στὴν Πάτμο ἢ ἐνδεχομένως ἀργότερα στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὴν Ἑλλάδα; Εἶναι δυνατὸν ἡ θεία κοινωνία νὰ γίνεται μοχλὸς πολιτικῆς πίεσης καὶ ἐκβιασμοῦ; Δηλαδὴ χίλια χρόνια μυστηρίου αὐτὸ καταλάβαμε; Θὰ μπορούσαμε νὰ κατανοήσουμε τὴν προσωρινὴ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου στὸ ἐπίπεδο τῶν Πατριαρχῶν, ἐνδεχομένως ὡς ἔνδειξη ἔντονης διαμαρτυρίας, ἀλλὰ ὄχι καὶ τὴ διακοπὴ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν. Δὲν μπορεῖ ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία, ἀντὶ νὰ ὁδηγεῖ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ στὰ ἁγιάσματα, νὰ τὸν ἀποξενώνει ἀπὸ τὴ χάρι. Ἀντὶ νὰ ἀποδυναμωθεῖ ἡ πίστη τοῦ λαοῦ, δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐνισχυθεῖ μήπως καὶ συνετίσει τοὺς ἡγέτες του;
Ἐλπίζουμε ὁ Πατριάρχης μας νὰ ἀνοίξει τόσο τὴν οἰκουμενική του ἀγκαλιά, ὥστε νὰ χωρέσει καὶ τοὺς Ρώσους. Ἀλλὰ καὶ δὲν θὰ μπορέσουν νὰ ἑνωθοῦν ἐκκλησιαστικὰ μεταξύ τους οἱ Οὐκρανοί, ἂν δὲν μάθουν μέσα στὴν Ἐκκλησία νὰ συγχωρήσουνε τοὺς Ρώσους καὶ νὰ ἑνωθοῦν μαζί τους. Ἡ Ἐκκλησία τότε εἶναι Ἐκκλησία ὅταν καταργεῖ τοὺς ἐχθρούς. Ὁ λόγος τοῦ προσφάτως ἀνακηρυχθέντος ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο ἁγίου, τοῦ Ὁσίου Ἀμφιλοχίου τοῦ νέου τοῦ ἐν Πάτμῳ, εἶναι τόσο ἐπίκαιρος ὅσο ποτέ: «Θέλετε νὰ ἐκδικηθεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς πειράζουν; Ἡ καλύτερη ἐκδίκηση εἶναι ἡ ἀγάπη. Μεταποιεῖ καὶ τὰ θηρία ἀκόμη ἡ ἀγάπη».
Περιμένουμε ὅμως νὰ καταλαβαίνουν καὶ οἱ ἅγιοι πατέρες μας στὴ Ρωσία, ποὺ ἐπικαλεῖται ὁ λαὸς τὶς εὐχές τους στὸ τέλος κάθε ἀκολουθίας, ὅτι ἂν ἐνεργήσουν ταπεινὰ καὶ ὄχι κατακτητικὰ θὰ ἑνώσουν τὴν Ἐκκλησία καὶ μαζὶ μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ θὰ κερδίσουν καὶ τὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων. Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ γίνουν κοσμικὰ ἡ «Τρίτη Ρώμη», ἀλλὰ πνευματικὰ ἡ «Πρώτη καὶ Ἁγία Μόσχα». Νὰ γίνουν πρῶτοι στὶς καρδιές μας. Μαζί μὲ τὸ ἄρωμα τῆς ἐμπειρίας τοῦ πρόσφατου σκληροῦ διωγμοῦ τους καὶ τὴ χάρι τοῦ νέφους τῶν νεομαρτύρων τους, περιμένουμε νὰ προσφέρουν στὴν Ἐκκλησία μας καὶ τὴν εὐώδη μαρτυρία τῆς ἑνότητος. Ὅσο κακὸ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ ἀδύνατου, τόσο μεγάλο εἶναι ἡ ταπεινὴ σοφία τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τοῦ μεγάλου. Αὐτὸ ἔχουμε ἀνάγκη ὅλοι μας, διότι σὲ τελικὴ ἀνάλυση, δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ποιὸς ἔχει τὴ δύναμη ἢ τὸ δίκιο μὲ τὸ μέρος του, ἀλλὰ ποιὸς ἐνεργεῖ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ μεταφέρει τὴ χάρι Του.
Ἡ θεόπνευστη προτροπὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου «Εἰ δὲ ἀλλήλους δάκνετε καὶ κατεσθίετε, βλέπετε μὴ ὑπ᾿ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. ε΄ 15) ἴσως δείχνει τὸν δρόμο ὅλων μας. Στὶς ἐκκλησιαστικὲς συγκρούσεις μεταξὺ ἀδελφῶν δὲν ὑπάρχουν κερδισμένοι. Ὅλοι εἶναι ἡττημένοι. Ἀντίθετα, ὅταν συμφιλιωνόμαστε, δὲν ὑπάρχουνε χαμένοι. Ὅλοι εἶναι εὐλογημένοι.
Ἐδῶ τὰ βρῆκε ἡ Βόρεια Κορέα μὲ τὴ Νότια καὶ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ βροῦμε ἐμεῖς ποὺ καθημερινὰ προσευχόμαστε μὲ τὸ «Πάτερ ἡμῶν» στὴν καρδιὰ καὶ τὰ χείλη μας;
Διάπυρη προσευχή μας εἶναι νὰ δώσει ὁ Κύριος «σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβασιν» καὶ νὰ μᾶς «ἐξαγάγῃ» σύντομα εἰς μετάνοιαν καὶ «εἰς ἀναψυχήν». Ἀμήν.
Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018



Δὲν γνωρίζω
Ἐπισκέφθηκαν κάποτε Γέροντες τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο, μαζί τους ἦταν καὶ ὁ ἀββᾶς Ἰωσήφ.
Θέλοντας ὁ Γέροντας νὰ τοὺς δοκιμάσει, τοὺς εἶπε ἕνα ρητὸ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ καὶ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς νεώτερους νὰ τοὺς ρωτάει ποιὸ εἶναι τὸ νόημά του.
Ὁ καθένας ἔλεγε ὅπως τὸ καταλάβαινε, καὶ ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντοῦσε:
«Δὲν τὸ βρῆκες».
Τελευταῖο ἀπ᾿ ὅλους ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ἰωσήφ:
«Ἐσὺ τί νομίζεις ὅτι σημαίνει ὁ λόγος αὐτός;»
«Δὲν γνωρίζω» ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Λέει τότε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος:
«Ὁπωσδήποτε ὁ ἀββᾶς Ἰωσὴφ βρῆκε τὸν δρόμο, γιατὶ εἶπε: δὲν γνωρίζω».

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2018


Γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες
Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Μολονότι ἔφτασε ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ, δὲ βαστοῦσε ἀπὸ τζάκι. Ἤτανε παιδὶ μιᾶς φτωχῆς οἰκογένειας τσομπάνηδων καὶ γεωργῶν τῆς Ρούμελης. Νὰ πῶς μᾶς μεταδίνει ὁ ἴδιος τὴ γέννησή του:
«Ἡ πατρὶς τῆς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι· χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοί, καὶ ἡ φτώχεια αὐτήνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανιτῶν τοῦ Ἀλήπασα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοί, καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε γιὰ ξύλα στὸ λόγγο. Φορτώνοντας τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη στὸ δρόμο, στὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα. Μόνη της ἡ καημένη κι ἀποσταμένη, ἐκιντύνεψε κι αὐτήνη τότε κι ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου στὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε στὸ χωριό».
Δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ πάει σὲ δάσκαλο, μᾶς λέει. Ἤξερε λίγο γράψιμο, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν μπόρεσε ποτὲ του νὰ διαβάσει ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ γραφτά.
Ὁ γενναῖος Μακρυγιάννης πώποτε μὴ ἀναγνώσας θὰ τραγουδήσει ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος στὶς μέρες τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Γιατὶ τὸ γράψιμό του εἶναι, σχεδὸν ὁλότελα, μία δική του ἐφεύρεση. «Γράψιμο ἀπελέκητο» τὸ ὀνομάζει. Δεκαεφτὰ μῆνες ἔβαλε ὁ Βλαχογιάννης γιὰ νὰ τὸ ξεδιαλύνει, νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει θά ‘πρεπε νὰ ποῦμε, καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψει. Ὅταν ἀντικρίσει κανεὶς μία σελίδα τοῦ πυκνοῦ χειρογράφου καταλαβαίνει ἀμέσως τὸ γιατί. Φωνητικὴ ἀποτύπωση τῆς ρουμελιώτικης προφορᾶς μὲ ἰδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, ποὺ μοιάζουν ἕνα ἀτέλειωτο ἀραβούργημα. Πουθενὰ διακοπή, παράγραφος ἢ στίξη. Κάποτε μόνο μία κάθετη γραμμὴ δείχνει ἕνα σταμάτημα. Τὸ κατεβατὸ μοιάζει σὰν κάτι παλιοὺς τοίχους πού, κοιτάζοντάς τους, θαρρεῖς πὼς συλλαβίζεις τὴν κάθε κίνηση τοῦ χτίστη, ποὺ συναρμολόγησε τὴν ἀμέσως ἑπόμενη πέτρα μὲ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη προσπάθεια μὲ τὴν προηγούμενη, ἀποτυπώνοντας πάνω στὴν τελειωμένη οἰκοδομὴ τὶς περιπέτειες μιᾶς ἀδιάσπαστης ἀνθρώπινης ἐνέργειας -αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ λέγεται ὕφος ἢ ρυθμός. Στὸ γράψιμο τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι ἀδιάβαστο γιὰ τὸν ἀπροειδοποίητο ἀναγνώστη, συλλαβίζεις, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς λέξεις, τὴν ἐπίμονη βούληση τοῦ συγγραφέα νὰ ζωγραφίσει στὸ χαρτὶ τὸν ἑαυτό του.
Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς τῆς κοινωνίας...» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα...» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατί «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι». Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει».
Ἀλλὰ ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ᾿ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία», θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικοὺς -βασανίζεται ὁ Μακρυγιάννης- καὶ εἶναι «πατρίδα γενική, τοῦ καθενοῦ». Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ προκομμένος νὰ φωνάζει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἁπλός. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα του αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ φιλόλογος ποὺ θὰ ἤθελε νὰ κάνει κάποτε τὴν κριτικὴ τῆς δύσκολης μεταγραφῆς τοῦ κειμένου τοῦ Μακρυγιάννη, θὰ ἔπρεπε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, νὰ στηρίξει τὴν ἐργασία του στὴν ἀκουστικὴ ἀντίληψή του.
Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018


Ποιὰ ἡ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν
Ἐξ ἐπόψεως τῆς Παραδόσεως δὲν εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα ἡ μοντέρνα Ὀρθοδοξία μὲ τὴν παραδοσιακὴ Ὀρθοδοξία. Ὑπάρχει βέβαια κάτι τὸ κοινό, ἡ Ἁγία Γραφή· αὐτὴ ὅμως εἶναι μέρος τῆς Παραδόσεως. Τὸ πρόβλημα ὅμως εἶναι ποιὰ εἶναι ἡ οὐσία τῆς Παραδόσεως· ποιὸς εἶναι ὁ πυρήνας τῆς Παραδόσεως. Αὐτὸν θὰ τὸν βρῆ κανείς, ἂν προσεγγίση τὸ θέμα ὅπως θὰ ἔκανε σὲ μιὰ ὁποιαδήποτε θετικὴ ἐπιστήμη.
Στὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσι ἔχομε ἐκτὸς τῆς προφορικῆς Παραδόσεως καὶ γραπτὰ κείμενα. Ἔχομε τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἔχομε τὴν Καινὴ Διαθήκη, ἔχομε τὶς ἀποφάσεις καὶ τὰ πρακτικὰ τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων, ἔχομε τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας κλπ. Τέτοια ὅμως γραπτὰ κείμενα ἔχουν σὲ ποσότητα καὶ οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες. Ὁπότε τίθεται τὸ θέμα, ποιὰ εἶναι ἡ βασικὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν πιστῶν τῶν ἄλλων Χριστιανικῶν δογμάτων. Γιατί οἱ μὲν νὰ εἶναι Ὀρθόδοξοι καὶ οἱ ἄλλοι αἱρετικοί; Ποιά εἶναι ἡ οὐσιαστικὴ διαφορὰ μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ αἱρετικῶν;
Νομίζω τὴν βασικὴ διαφορὰ μποροῦμε νὰ τὴν κατανοήσωμε, ἂν πάρωμε γιὰ παράδειγμα τὴν Ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Ἐκεῖ ἔχομε τοὺς γιατροὺς ποὺ ἀνήκουν στὸν Ἰατρικὸ Σύλλογο. Ἂν δὲν εἶναι κάποιος γιατρὸς μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξασκήση τὸ ἐπάγγελμα τοῦ γιατροῦ. Γιὰ νὰ εἶναι ἕνας γιατρὸς νόμιμος, πρέπει ὄχι μόνο νὰ εἶναι ἀπόφοιτος μιᾶς ἀνεγνωρισμένης Ἰατρικῆς Σχολῆς, ἀλλὰ καὶ μέλος τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου. Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ γιὰ τοὺς δικηγόρους. Στὶς ἐπιστῆμες αὐτὲς ὑπάρχει μία συνεχὴς δοκιμασία· διότι, ἂν παρεκτραπῆ κάποιος, ὡς πρὸς τὴν ὀρθὴ ἐξάσκησι τοῦ ἐπαγγέλματός του, τότε δικάζεται ἀπὸ τὸ ἁρμόδιο ὄργανο τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Συλλόγου στὸν ὁποῖο ἀνήκει καὶ ἀποβάλλεται τοῦ ἐπαγγελματικοῦ Σώματος.
Τὸ ἴδιο ὅμως συμβαίνει καὶ στὴ Ἐκκλησία. Ἡ ἀντίστοιχη διαδικασία μέσα στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἀποβολὴ δηλαδὴ ἢ ἡ ἀποκοπὴ κάποιου μέλους Της, ὀνομάζεται ἀφορισμός· προκειμένου δὲ περὶ ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος, καθαίρεσις. Ἔτσι οἱ αἱρετικοὶ ἀφορίζονται ἀπὸ τὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅπως στὸν ἰατρικὸ χῶρο σὲ ἕναν κομπογιαννίτη (ψευτογιατρὸ) δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοῦ ἐπιτραπῆ νὰ θεραπεύη, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτραπῆ σὲ ἕναν αἱρετικὸ νὰ θεραπεύη τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Διότι, ἐπειδὴ εἶναι αἱρετικός, δὲν γνωρίζει, δὲν μπορεῖ νὰ θεραπεύη.
Ὁπότε, ὅπως δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη ποτὲ ἕνωσις μεταξὺ κάποιου Συλλόγου κομπογιαννιτῶν γιατρῶν καὶ τοῦ Ἰατρικοῦ Συλλόγου, ἔτσι δὲν εἶναι ποτὲ δυνατὸν νὰ γίνη ἕνωσις μεταξὺ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν αἱρετικῶν. Ἕνας πραγματικὸς γιατρὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἁπλῶς διαβάζει πολλὰ ἰατρικὰ βιβλία, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μὲν ἀποφοιτήσει ἀπὸ τὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ ἑνὸς Πανεπιστημίου, συγχρόνως ὅμως ἔχει μαθητεύσει γιὰ ἕνα σημαντικὸ διάστημα κοντὰ σὲ ἕναν πεπειραμένο καθηγητὴ ἀποδεδειγμένης ἱκανότητας νὰ θεραπεύη ἀρρώστους.
Πρωτ. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018


Τά ροσόλι­α τῆς «ἀ­γά­πης»
Με­γά­λο, πο­λύ µε­γά­λο καί σπου­δαῖ­ο εἶ­ναι ἕ­να ζή­τη­µα πού δέν τοῦ δώ­σα­νε σχε­δόν κα­θόλου προ­σο­χή οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ῞Ελ­λη­νες. Κι αὐ­τό εἶ­ναι τό ὅ­τι ἀ­πό και­ρό ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι δι­κοί µας κλη­ρι­κοί νά θέ­λουν καί νά ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά δέσουν στε­νές σχέ­σεις µέ τούς πα­πι­κούς, πού ἐ­πί τό­σους αἰ­ῶ­νες µᾶς ρη­µά­ξα­νε. Γι­α­τί, στ᾿ ἀ­λη­θι­νά, δέν ὑ­πάρ­χει πι­ό µε­γά­λος ἀ­ντί­µα­χος τῆς φυ­λῆς µας, κι ἐ­πί­µο­νος ἀ­ντί­µα­χος, πού, σώ­νει καί κα­λά, θέ­λει νά σβή­σει τήν ᾿Ορθοδοξία.
Οἱ δε­σπο­τά­δες πού εἶ­πα πώς τούς ἔ­πι­α­σε, ἄ­ξα­φνα κι ἀ­να­πά­ντε­χα, ὁ ἔ­ρω­τας µέ τούς Λα­τί­νους, λέ­νε πώς τό κά­νου­νε ἀ­πό «ἀ­γά­πη». Μά αὐ­τό εἶ­ναι χον­δρο­ει­δε­στά­τη δι­και­ο­λο­γί­α καί κα­λά θά κά­νου­νε νά πα­ρα­τή­σου­νε αὐ­τά τά ροσόλι­α τῆς «ἀ­γά­πης», πού τήν κά­να­νε ρε­ζί­λι. ῾Ο δι­ά­βο­λος, ἅ­µα θε­λή­σει νά κά­νει τό πι­ό πο­νη­ρό παι­γνί­δι του, µι­λᾶ, ὁ ἀλι­τή­ρι­ος γι­ά ἀ­γά­πη. ῞Ο,τι εἶ­πε ὁ Χρι­στός, τό λέ­γει κι αὐ­τός κάλ­πι­κα, γι­ά νά ξε­γε­λά­σει. Τώ­ρα, στά κα­λά καθούµε­να, τούς ρα­σο­φό­ρους µας στήν Πό­λη, τούς ἔ­πι­α­σε πα­ρο­ξυ­σµός τῆς ἀ­γά­πης γι­ά τούς ᾿Ι­τα­λι­ά­νους, πού στέκου­νται, ὅ­πως πά­ντα, κρύ­οι καί πε­ρή­φα­νοι καί δέν γυ­ρί­ζου­νε νά τούς δοῦ­νε αὐ­τούς τούς «ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φούς», πού ὅ­σα τούς κά­να­νε ἀ­πό τόν και­ρό τῶν…. Σταυ­ρο­φό­ρων ἴ­σα­µε τώ­ρα, δέν τούς τά ‘κα­νε µή­τε Τοῦρ­κος, µή­τε Τάταρος, µή­τε Μω­µα­χε­τᾶ­νος. ῎Ι­σως κι οἱ δι­κοί µας νά κά­νουν ἀ­πό πα­ρε­ξη­γη­µέ­νη κα­λω­σύ­νη.
῞Ο­πως εἶ­πα, οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι δι­κοί µας δέν δώ­σα­νε καµ­µι­ά ση­µα­σία σ᾿ αὐ­τές τίς φι­λο­πα­πι­κές κι­νή­σεις, πού εἶ­ναι θάνα­τος γι­ά τό γέ­νος µας καί πού τίς κι­νή­σα­νε οἱ κα­τα­χθό­νι­ες δυ­νά­µεις πού πο­λε­µᾶ­νε τόν Χρι­στό καί πού µέ τά λεπτά τούς ἀ­γο­ρά­ζου­νε ὅ­λους, δέν δώ­σα­νε λοι­πόν καµ­µι­ά ση­µα­σί­α, γι­α­τί τά θε­ω­ροῦ­νε τι­πο­τέ­νι­α πρά­γµα­τα, ἄν δέν εἶ­ναι κι οἱ ἴ­δι­οι ἀ­γο­ρα­σµέ­νοι, ἄ­ξι­α µο­να­χά γι­ά κά­ποι­ους στε­νο­κέ­φα­λους πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες καί φα­να­τι­κούς ἀποπετρω­µέ­νους χρι­στι­α­νούς. Τώ­ρα τά µυ­α­λά γι­νή­κα­νε φαρ­δει­ά, καί κα­τα­γί­νο­νται µέ ἄλ­λα, κο­σµοϊ­στο­ρι­κά προβλήµα­τα! «Θά κα­θό­µα­στε νά κυτ­τά­ζου­µε τώ­ρα πα­πά­δες κι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­ες»; Μά αὐ­τούς δέν τούς µέ­λει κι ἄν ἐξαφα­νι­σθεῖ ἀ­πό τόν κό­σµο κά­θε ἑλ­λη­νι­κό πρᾶ­γµα. Καί θά ἐ­ξα­φα­νι­σθεῖ ὄ­χι τό­σο εὔ­κο­λα µέ τόν ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµό πού πά­θα­µε, ὅ­σο ἄν γί­νου­µε στή θρη­σκεί­α πα­πι­κοί. Γι­α­τί γι᾿ αὐ­τοῦ πᾶ­µε. Πα­πι­κή ῾Ελ­λά­δα θά πεῖ ἐ­ξα­φά­νι­ση τῆς ῾Ελ­λά­δας. Νά γι­α­τί εἶ­πα πώς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ο ζή­τη­µα αὐ­τές οἱ ἐ­ρω­το­τρο­πί­ες πού ἀρ­χί­σα­νε κά­ποι­οι κλη­ρι­κοί δι­κοί µας µέ τούς πα­πι­κούς, κι ἡ αἰ­τί­α εἶ­ναι τό ὅ­τι δέν νοι­ώ­σα­νε τί εἶ­ναι ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α ὁ­λό­τε­λα, µ᾿ ὅ­λο πού εἶ­ναι δεσπο­τά­δες.
Τό κα­κό εἶ­ναι πώς ὁ λα­ός δέν πῆ­ρε, κα­λά-κα­λά, εἴ­δη­ση γι­ά τή συ­νω­µο­σί­α. Ποι­ός νά τόν πλη­ρο­φο­ρή­σει ἀ­φοῦ οἱ γραµ­µα­τι­σµέ­νοι τά θε­ω­ροῦ­νε αὐ­τά τά πρά­γµα­τα ἀ­νά­ξι­α γι­ά τή µο­ντέρ­να σο­φί­α τους, καί τρέ­χουν ση­µαι­ο­φό­ροι σέ κά­θε νε­ω­τε­ρι­σµό;
᾿Α­πό τό­τε πού ἀρ­χί­σα­νε οἱ λυ­κο­φι­λί­ες ἀ­νά­µε­σα στούς δι­κούς µας καί στούς πα­πι­κούς (καί ση­µεί­ω­σε πώς οἱ δι­κοί µας φα­γω­θή­κα­νε πρῶ­τοι νά πι­ά­σου­νε σχέ­ση µέ τούς Λα­τί­νους σάν νά πή­ρα­νε ἀ­πό κά­που δι­α­τα­γή, κι ὁ­λο­έ­να µι­λᾶ­νε γι­ά «τόν δι­ά­λο­γον» µα­ζί τους, δί­χως νά ξέ­ρου­νε κα­λά-κα­λά τί λέ­νε), ἀ­πό τό­τε λοι­πόν, ἀ­κοῦ­µε, κά­θε τό­σο, κά­τι πρά­γµα­τα θε­α­τρι­κά, ἄ­νο­στα, ἀ­νό­η­τα, δί­χως καµ­µι­ά σο­βα­ρό­τη­τα, ὅ­πως εἶ­ναι ἡ λε­γό­µε­νη «Δι­ά­σκε­ψις τῆς Ρό­δου», τά νέ­α παρεκκ­λή­σι­α τοῦ Βα­τι­κα­νοῦ, κ.τ.λ. Στή Ρό­δο πή­γα­νε οἱ δι­κοί µας µέ σκο­πό νά που­λή­σουν τήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, γι­α­τί γι᾿ αὐτούς εἶ­ναι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νη µορ­φή τοῦ Χρι­στι­α­νι­σµοῦ, δη­λα­δή ἕ­νας βλά­χι­κος χρι­στι­α­νι­σµός, καί ν᾿ ἀρχίσουν τόν «δι­ά­λο­γον», πού νά τόν πά­ρει ἡ εὐ­χή αὐ­τόν τόν «δι­ά­λο­γον». Καί τί κά­να­νε; Τί­πο­τα! Λό­γι­α πολ­λά καί χα­µέ­να, πού νά ντρέ­πε­ται κι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ῞Ελ­λη­νας ᾿Ορ­θό­δο­ξος.
Προ­χθές πά­λι µά­θα­µε πώς ὁ Πά­πας ἐ­γκαι­νί­α­σε ἕ­να νέ­ο πα­ρεκ­κ­λή­σι­ο στό Βα­τι­κα­νό καί ἔ­βα­λε γι­ά εἰ­κό­νες (µή χει­ρό­τε­ρα!) τίς φω­το­γρα­φί­ες τοῦ Πά­πα καί τοῦ ᾿Α­θη­να­γό­ρα, «ὁ ὁ­ποῖ­ος ἵ­στα­ται ὄ­πι­σθεν τοῦ Πο­ντί­φη­κος»! Φα­ντα­σθεῖ­τε παρεκ­κ­λή­σι­ο µέ φω­το­γρα­φί­ες (τί ἀ­κα­λαί­σθη­τα πρά­γµα­τα!). ῾Ο Πά­πας λοι­πόν θά προ­σεύ­χε­ται µπρο­στά στίς δι­κές του φω­το­γρα­φί­ες! Δη­λα­δή τρελ­λά­θη­καν οἱ ἄν­θρω­ποι! Αὐ­τά δέν τά κά­να­νε µή­τε οἱ ἀ­ρα­πά­δες τῆς ᾿Α­φρι­κῆς. Συλλογίζο­µαι πό­ση σο­βα­ρό­τη­τα ἔ­χουν οἱ Μου­σουλ­µᾶ­νοι στή θρη­σκεί­α τους, καί ποῦ κα­τα­ντή­σα­νε τή θρη­σκεί­α τοῦ Χρι­στοῦ αὐ­τοί οἱ ἀ­θε­ό­φο­βοι ᾿Ι­τα­λι­ά­νοι, πού προ­σκυ­νᾶ­νε ἀ­γάλ­µα­τα τῆς Πα­να­γι­ᾶς µέ κοκ­κι­νά­δι­α, µέ σκου­λα­ρί­κι­α καί µέ δαχτυ­λί­δι­α. Κι ἐ­µεῖς οἱ ᾿Ορ­θό­δο­ξοι, πού φυ­λά­ξα­µε τό βα­θύ µυ­στή­ρι­ο τῆς εὐ­σέ­βει­ας, τώ­ρα, στά κα­λά καθούµε­να, πᾶµε νά γί­νου­µε ἕ­να µ᾿ αὐ­τούς πού γε­λοι­ο­ποι­ή­σα­νε τόν Χρι­στό ὅ­σο κα­νέ­νας ἄ­θε­ος.
᾿Αλ­λά, ἀ­πό ποῦ νά πι­ά­σει κα­νέ­νας καί ποῦ νά τε­λει­ώ­σει; ῞Ο­σοι ἤ­τα­νε ἕ­ως τώ­ρα ἀ­δι­ά­φο­ροι γι­ά τή θρη­σκεί­α καί γι­ά τήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α, καί πού πολ­λοί ἀπ᾿ αὐ­τούς τίς πε­ρι­παί­ζα­νε µά­λι­στα, ὅ­λοι αὐ­τοί γι­νή­κα­νε ἔ­ξα­φνα παπόφιλοι, καί µασᾶ­νε σάν µα­στί­χι τήν ψεύ­τι­κη λέ­ξη «ἀ­γά­πη»Με­γα­λύ­τε­ρο ρε­ζι­λί­κι δέν ἔ­γι­νε. ᾿Ε­µεῖς οἱ ἄλ­λοι πού εἴ­µα­στε κολ­λη­µέ­νοι ἀ­πό νε­ό­τη­τος στήν ᾿Εκ­κ­λη­σί­α µας, εἴ­µα­στε στε­νο­κέ­φα­λοι, µο­χθη­ροί, γυ­µνοί ἀ­πό ἀγά­πη κι ἀπό ἀ­λη­θι­νή εὐ­σέ­βει­α. ῾Η µό­δα εἶ­ναι τώ­ρα νά φαί­νε­σαι ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς µας, πού ἔ­νοι­ω­σε τά «αἰ­τή­µα­τά» της.
Πί­στη ἀ­σά­λευ­τη στήν ᾿Ορ­θο­δο­ξί­α, πού ἐ­µεῖς οἱ προ­κοµ­µέ­νοι τήν πή­ρα­µε κλη­ρο­νο­µι­ά καί τήν που­λᾶ­µε «ἀ­ντί πι­να­κί­ου φα­κῆς» καί ἀ­σπα­σµοῦ τῆς πα­ντό­φλας τοῦ Πά­πα! Μά σέ τέ­τοι­ο ση­µεῖ­ο ἐκ­φυ­λι­σθή­κα­µε; Αἰ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἔµφυ­τη µαταιο­δο­ξί­α µας, πού µᾶς κά­νει νά θέ­λου­µε νά φαι­νό­µα­στε ἔ­ξυ­πνοι, συγ­χρο­νι­σµέ­νοι, προ­ο­δευ­τι­κοί, κι ὄ­χι κα­θυ­στε­ρη­µέ­νοι. Μέ τή συ­ναί­σθη­ση τῆς κα­τω­τε­ρό­τη­τας πού ἀ­πο­χτή­σα­µε, φο­βό­µα­στε σάν τόν δι­ά­βο­λο µή­πως µᾶς ποῦ­νε «πα­λι­ά µυ­α­λά, πα­λι­οη­µε­ρο­λο­γί­τες, κα­θυ­στε­ρη­µέ­νους». Καί τρέ­χου­µε νά πᾶ­µε πρῶ­τοι σέ κά­θε κί­νη­ση πού περνᾶ γι­ά «µο­ντέρ­να», θέ­λεις µί­µη­ση τῆς «ἀ­φη­ρη­µέ­νης ζω­γρα­φι­κῆς», θέ­λεις ἀ­κα­τα­λα­βί­στι­κες «λο­γο­τε­χνί­ες» (κα­η­µέ­νη λο­γο­τε­χνί­α, ποῦ κα­τά­ντη­σες!), θές φι­λο­πα­πι­σµός, θές ἀ­µε­ρι­κα­νι­σµός, στά πά­ντα, στά ντυ­σί­µα­τά µας (πρό πά­ντων τῆς νε­ο­λαί­ας), στόν τρό­πο πού µι­λᾶ­µε καί σκε­πτό­µα­στε, ἀ­κό­µα καί στίς χει­ρο­νο­µί­ες. Δη­λα­δή, κα­τα­ντή­σα­µε µαϊµοῦδες τοῦ ἀν­θρω­πί­νου γέ­νους «ἐν ὀ­νό­µα­τι τῆς προ­ό­δου καί τῆς θαυ­µά­σι­ας ἐ­πο­χῆς µας».
Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018


Τί λοιπόν;
Τί λοιπόν; Τῆς ζωῆς μας τὸ σύνορο
Θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;
Κι ἀπὸ ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε
Τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;
Ὅ,τι  ἀγγίζουμε,  ἀκοῦμε   καὶ βλέπουμε
Τοῦτο μόνο ζωή μας τὸ λέμε;
Κι αὐτὸ τρέμουμε μήπως τὸ χάσουμε
Καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;
Σ’ ὅ,τι ἀγγίζουμε,  ἀκοῦμε   καὶ βλέπουμε
Τῆς ζωῆς μας ὁ κόσμος τελειώνει;
Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμα
Τὸ κορμὶ ποὺ σκορπιέται καὶ λιώνει;
Κάτι ἀνέγγιχτο ἀνήκουστο ἀθώρητο
Μήπως κάτω ἀπ’ τοὺς τάφους ἀνθίζει;
Κι ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
Μήπως πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο ἀρχίζει;
Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
Γλυκοχάραμα αὐγῆς εἶναι πέρα
Κι ἀντὶ νὰ ‘ρθει μιὰ νύχτ’ ἀξημέρωτη
Ξημερώνει μιὰ ἀβράδιαστη μέρα;
Μήπως εἶναι ἡ ἀλήθεια στὸ θάνατο
Κι ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;
Ὅ,τι λέμε πὼς ζεῖ μήπως πέθανε
Κι εἶναι ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνει;
Γεώργιος Δροσίνης

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα
Ζοῦμε στὴ γῆ καὶ δὲν βλέπουμε τὸν Θεό, δὲν μποροῦμε νὰ Τὸν δοῦμε. Ἀλλὰ σὰν ἔρθει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὴν ψυχή, τότε θὰ δοῦμε τὸν Θεό, ὅπως Τὸν εἶδε ὁ ἅγιος Στέφανος. Ἡ ψυχὴ καὶ ὁ νοῦς ἀναγνωρίζουν ἀμέσως μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅτι Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος. 
Ἔτσι ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Θεοδόχος, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀναγνώρισε στὸ μικρὸ βρέφος τὸν Κύριο. Ἔτσι καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπίσης, ἀναγνώρισε τὸν Κύριο καὶ Τὸν ὑπέδειξε στοὺς ἀνθρώπους. 
Καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὄχι μὲ τὴν ἐπιστήμη. Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ δὲν σπούδασαν καθόλου, γνωρίζουν τὸν Κύριο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Χωρὶς τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίσει τὸν Θεὸ καὶ πόσο πολὺ μᾶς ἀγαπάει. 
Ἀκόμα κι ἂν διαβάζουμε ὅτι μᾶς ἀγάπησε καὶ ἔπαθε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς, σκεφτόμαστε γι’ αὐτὰ μόνο μὲ τὸν νοῦ, ἀλλὰ δὲν καταλαβαίνουμε ὅπως πρέπει, μὲ τὴν ψυχή, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὅμως μᾶς διδάξει, τότε γνωρίζουμε μὲ ἐνάργεια καὶ αἰσθητὰ τὴν ἀγάπη· τότε γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Κύριο. 
Καθένας μας μπορεῖ νὰ κρίνει γιὰ τὸν Θεὸ κατὰ τὸ μέτρο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ γνώρισε. Γιατὶ πῶς εἶναι δυνατὸ νὰ σκεφτόμαστε καὶ νὰ κρίνουμε γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἴδαμε ἢ δὲν ἀκούσαμε καὶ δὲν ξέρουμε; Οἱ ἅγιοι λένε πὼς εἶδαν τὸν Θεό. Ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ λένε ὅτι δὲν ὑπάρχει Θεός. Εἶναι φανερὸ πὼς μιλοῦν ἔτσι, γιατὶ δὲν Τὸν γνώρισαν· αὐτὸ ὅμως δὲν σημαίνει καθόλου πὼς ὁ Θεὸς δὲν ὑπάρχει. 
Οἱ ἅγιοι μιλοῦν γιὰ πράγματα ποὺ πραγματικὰ εἶδαν καὶ γνωρίζουν. Δὲν λένε, γιὰ παράδειγμα, πὼς εἶδαν ἕνα ἄλογο μήκους ἑνὸς χιλιομέτρου ἢ ἕνα πλοῖο δέκα χιλιομέτρων, ποὺ δὲν ὑπάρχουν. Κι ἐγὼ νομίζω, πώς, ἂν δὲν ὑπῆρχε Θεός, δὲν θὰ μιλοῦσαν κἄν γι’ Αὐτὸν στὴ γῆ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως θέλουν νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὸ δικό τους θέλημα καὶ γι’ αὐτὸ λένε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, βεβαιώνοντας ἔτσι μᾶλλον πὼς ὑπάρχει. 
Ὅποιος δὲν γνωρίζει τὴ χάρη, δὲν τὴν ἐπιζητεῖ. Οἱ ἄνθρωποι προσκολλήθηκαν στὴ γῆ, γι’ αὐτὸ οἱ πιὸ πολλοὶ δὲν ξέρουν πὼς τίποτα τὸ γήινο δὲν μπορεῖ νὰ συγκριθεῖ μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Τὰ ἐπίγεια μαθαίνονται μὲ τὴν ἐπίγεια διάνοια, ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ ὅλα τὰ ἐπουράνια γνωρίζονται μόνο μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Γι’ αὐτὸ παραμένουν ἀπρόσιτα στὸν νοῦ ποὺ δὲν ἀναγεννήθηκε. Ἡ ἀπιστία προέρχεται ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. 
Ὁ ὑπερήφανος ἰσχυρίζεται πὼς θὰ γνωρίσει τὰ πάντα μὲ τὸν νοῦ του καὶ τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ παραμένει ἀνέφικτη γι’ αὐτόν, γιατὶ ὁ Θεὸς γνωρίζεται μόνο μὲ ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.Ὁ Κύριος ἀποκαλύπτεται στὶς ταπεινὲς ψυχές. Σ’ αὐτὲς δείχνει τὰ ἔργα Του, ποὺ εἶναι ἀκατάληπτα γιὰ τὸν νοῦ μας. Μὲ τὸν φυσικό μας νοῦ μποροῦμε νὰ γνωρίσουμε μόνο τὰ γήινα πράγματα, κι αὐτὰ μερικῶς, ἐνῶ ὁ Θεὸς καὶ ὅλα τὰ οὐράνια γνωρίζονται μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. 
Πολλοὶ ἄνθρωποι λένε σήμερα πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Μιλοῦν ἔτσι γιατὶ στὴν καρδιά τους ζεῖ ὑπερήφανο πνεῦμα, ποὺ τοὺς ὑποβάλλει ψέματα ἐναντίον τῆς Ἀλήθειας καὶ τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Νομίζουν πὼς εἶναι σοφοί, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα δὲν ἀντιλαμβάνονται κἄν ὅτι τέτοιοι λογισμοὶ δὲν εἶναι δικοί τους, ἀλλὰ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό. Ἂν ὅμως κανεὶς τοὺς δεχθεῖ στὴν καρδιά του καὶ τοὺς ἀγαπήσει, τότε γίνεται συγγενὴς μὲ τὸ πονηρὸ πνεῦμα. Καὶ εἴθε νὰ μὴ δώσει ὁ Θεὸς σὲ κανένα νὰ πεθάνει σὲ τέτοια κατάσταση. 
Ἡ ὑπερηφάνεια ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ νὰ μπεῖ στὸν δρόμο τῆς πίστεως. Στὸν ἄπιστο δίνω μία συμβουλή. Ἂς πεῖ: “Κύριε, ἂν ὑπάρχεις, φώτισέ με, καὶ θὰ Σὲ ὑπηρετήσω μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ καὶ μ’ ὅλη μου τὴν ψυχή”. Καὶ ὁ Κύριος θὰ φωτίσει ὁπωσδήποτε μία τέτοια ταπεινὴ σκέψη… 
Γιὰ νὰ σωθεῖς, εἶναι ἀνάγκη νὰ ταπεινωθεῖς. Γιατὶ τὸν ὑπερήφανο, καὶ μὲ τὴ βία νὰ τὸν βάλεις στὸν παράδεισο, κι ἐκεῖ δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση. Κι ἐκεῖ δὲν θὰ εἶναι ἱκανοποιημένος καὶ θὰ λέει: “Γιατί δὲν εἶμαι ἐγὼ στὴν πρώτη θέση;”. Ἀντίθετα, ἡ ταπεινὴ ψυχὴ εἶναι γεμάτη ἀγάπη καὶ δὲν ἐπιδιώκει πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐπιθυμεῖ γιὰ ὅλους τὸ καλὸ καὶ εὐχαριστιέται μὲ ὅλα.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018


Ἡ Παραβολὴ τοῦ Σπορέως
Τί συμβαίνει μέ μᾶς, δεχόμαστε τὸ μήνυμα καὶ αὐτὸ καρποφορεῖ μέσα μας;
Πῶς μπορεῖ τὸ μήνυμα νὰ μᾶς ἀγγίξει; Θυμᾶμαι ἕναν Ρῶσο ἱερέα νὰ μοῦ λέει· «μελετῶ καθημερινὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πολὺ σπάνια ἡ ζωή μου ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτό. Ἀλλὰ τὸ μελετάω καθημερινὰ γιατί δὲν γνωρίζω ποτὲ κατὰ πόσο σήμερα, αὔριο ἢ κάποια ἄλλη ἡμέρα θὰ εἶμαι ἡ ἄγονη πλευρὰ τοῦ δρόμου ἢ τὰ ἀγριόχορτα, κατὰ πόσο τοῦτος ὁ λόγος θὰ πέσει σὲ ἕνα μικρὸ κομμάτι γῆς μέσα μου, ἱκανὸ νὰ τὸν δεχτεῖ καὶ νὰ φέρει καρπούς».
Δὲν εἶναι τόσο ἁπλό, τόσο ἐνθαρρυντικό; Ὅλοι μας βρισκόμαστε καὶ στὶς τρεῖς περιπτώσεις ποὺ περιγράφονται στὴν παραβολὴ τοῦ Εὐαγγελίου· ἀλλὰ ἐὰν δώσουμε μιὰ εὐκαιρία στὸν Κύριο ποὺ μιλάει, στὸν Κύριο ποὺ διαβαίνει ἀπὸ τὴν ζωή μας, ποὺ κρούει τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας - ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ θὰ δεχτοῦμε τὸ μήνυμα μὲ χαρά· μὲ τὸν καιρό, θὰ φθάσει στὸ βάθος τῆς καρδιά μας, στὸν πυρήνα τῆς ζωῆς μας καὶ θὰ εἶναι ἡ ἀπάντηση ποὺ θὰ τὴν ἀλλάξει.
Ἑπομένως, ἂς ἀκοῦμε μέρα μὲ τὴ μέρα τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου· ἂς ἀκοῦμε τὴ φωνὴ τῆς συνείδησής μας, ἂς ἀκοῦμε τί μᾶς λέει ὁ βαθύτερος ἐαυτός μας γιὰ τὴν ζωή, τὴν ἀλήθεια, τὴν πραγματικότητα· καὶ ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρό, θὰ ἔχουμε τὸ γόνιμο ἔδαφος ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ φέρει καρπούς.
Αὐτὴ ἡ παραβολή, ἡ τόσο ἁπλή, ἡ τόσο ξεκάθαρη, ἂν μοναχὰ τὴν ἐφαρμόσουμε, μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ξεκίνημα μιᾶς νέας ζωῆς. Ἀμήν.
Μητροπολίτης Σουρὸζ Ἀντώνιος

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2018



Τί νὰ σᾶς κάνω;
Πῆγαν κάποιοι στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο καὶ τοῦ εἶπαν:
«Πές μας κάποιο λόγο πῶς νὰ σωθοῦμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς λέει: «Ἀκούσατε τί λέει ἡ Γραφή; Σᾶς ἀρκεῖ αὐτή».
Ἀλλὰ αὐτοὶ εἶπαν: «Θέλουμε καὶ ἀπὸ σένα, πάτερ, νὰ ἀκούσουμε».
Καὶ ὁ Γέροντας τοὺς εἶπε: «Τὸ Εὐαγγέλιο λέει: Ἂν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξὶ μάγουλο, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο».
«Δεν μποροῦμε -τοῦ λένε- νὰ τὸ κάνουμε αὐτό».
«Ἐὰν δὲν μπορεῖτε νὰ στρέψετε καὶ τὸ ἄλλο -λέει ὁ Γέροντας- ὑπομείνετε τουλάχιστον τὸ ράπισμα στὸ ἕνα».
«Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε», τοῦ ἀπαντοῦν.
Ξαναμιλάει ὁ Γέροντας:
«Ἐὰν οὔτε αὐτὸ μπορεῖτε, μὴν ἀνταποδίδετε τὰ ἴσα».
Λένε πάλι: «Οὔτε αὐτὸ μποροῦμε».
Τότε ὁ Γέροντας γυρνάει καὶ λέει στὸν μαθητή του:
«Κάνε τους λίγο κουρκούτι, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι. Ἐὰν τὸ ἕνα δὲν μπορεῖτε καὶ τὸ ἄλλο δὲν θέλετε, τί νὰ σᾶς κάνω;»

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018



Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μιὰ φορὰ
Δυὸ Γέροντες ζοῦσαν ὡς μοναχοὶ πολλὰ χρόνια μαζὶ καὶ ποτὲ δὲν μάλωσαν. Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον:
«Ἂς φιλονικήσουμε κι ἐμεῖς μία φορὰ ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι».
Ὁ ἄλλος ἀποκρίθηκε:
«Δὲν ξέρω πῶς γίνεται ἡ φιλονικία».
Καὶ τοῦ λέει ὁ ἀδελφός:
«Νά, θὰ βάλω στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Ἐγὼ θὰ λέω ὅτι εἶναι δικό μου κι ἐσὺ νὰ λές, ὄχι, δικό μου εἶναι, καὶ ἀπὸ δῶ γίνεται ἡ ἀρχή».
Ἔβαλαν πράγματι στὴ μέση ἕνα τοῦβλο. Λέει ὁ ἕνας:
«Αὐτὸ εἶναι δικό μου».
Ὁ ἄλλος εἶπε: «Ὄχι, εἶναι δικό μου».
Εἶπε ὁ πρῶτος:
«Ἔ, ἂν εἶναι δικό σου, πάρ᾿ το καὶ πήγαινε».
Καὶ ἔφυγαν, χωρὶς νὰ βροῦν αἰτία γιὰ φιλονικία.

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018




Τὸ φτάσιμο
Θὰ βραδιάζει ἡ μέρα, ὅταν θὰ φτάνομε
στοῦ χωριοῦ τ᾿ ἀποσκιωμένα ἁλώνια
θὰ φανοῦν λευκὰ τὰ χωριοτόσπιτα
πίσω ἀπὸ τῶν πεύκων τ᾿ ἀκροκλώνια.
Μακριὰ θ᾿ ἀκούονται ἀρνιῶν βελάσματα
βραδινὴ καμπάνα θὰ σημαίνει
στὴ βρυσούλα βόδια θὰ ποτίζονται,
θὰ καπνίζουν φοῦρνοι φλογισμένοι.
Θὰ βαθιανασαίνουμε στὸ διάβα μας
μυρωδιὰ ἀπὸ στάχυα θερισμένα.
Θὰ μᾶς εὐχηθοῦν τὸ «καλῶς ἤρθατε»
χέρια ἀπὸ τὸν κάματο ἀργασμένα.
Ἀπὸ τὸ κατώφλι ἀναμερίζοντας
τοῦ καιροῦ τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὰ χόρτα,
τοῦ κλειστοῦ παλιόπυργου θ᾿ ἀνοίξομε
τὴ βαριὰ τὴ σιδερένια πόρτα.
Γεώργιος Δροσίνης