Πέμπτη 30 Νοεμβρίου 2023


Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν προσκυνάη
Θυμᾶμαι, καὶ στὸ Κοινόβιο εἴχαμε ἕναν μοναχὸ ποὺ ὡς λαϊκὸς ἦταν νωματάρχης. Τὸν εἶχαν βάλει διαβαστή, γιατὶ ἦταν μορφωμένος. Τόσα χρόνια ἦταν στὸ μοναστήρι καὶ σιχαινόταν. Ποῦ νὰ ἀγγίξη πόμολο! Μὲ τὸ πόδι ἄνοιγε τὴν πόρτα ἢ σκουντοῦσε τὸ μάνταλο μὲ τὸν ἀγκώνα καὶ μετὰ καθάριζε μὲ οἰνόπνευμα τὸ μανίκι ποὺ τὸ ἀκούμπησε! Ἀκόμη καὶ τὴν πόρτα τῆς ἐκκλησίας μὲ τὸ πόδι τὴν ἄνοιγε. Καὶ ἐπέτρεψε ὁ Θεός, ὅταν γέρασε, νὰ σκουληκιάσουν τὰ πόδια του, ἰδίως τὸ ἕνα μὲ τὸ ὁποῖο ἄνοιγε τὶς πόρτες. Ἤμουν παρανοσοκόμος, ὅταν ἦρθε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ νοσοκομεῖο τῆς Μονῆς μὲ δεμένο τὸ πόδι. Μοῦ εἶπε ὁ νοσοκόμος νὰ τὸ λύσω καὶ ἐκεῖνος πῆγε νὰ φέρη κάτι γάζες. Ὅταν τὸ ἄνοιξα, τί νὰ δῶ! Πώ, πώ, ἦταν γεμάτο σκουλήκια! Πήγαινε στὴν θάλασσα, τοῦ λέω, πλύν’ το, νὰ φύγουν τὰ σκουλήκια, καὶ ἔλα νὰ κάνουμε ἀλλαγή. Ποῦ εἶχε φθάσει! Τί τιμωρία! Ἐγὼ τὰ ἔχασα. Μοῦ λέει ὁ νοσοκόμος: Κατάλαβες ἀπὸ τί εἶναι αὐτό; Κατάλαβα, τοῦ λέω, ἐπειδὴ ἀνοίγει τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι!
– Καὶ σ’ αὐτὴν τὴν κατάσταση, Γέροντα, συνέχιζε νὰ ἀνοίγη τὴν πόρτα μὲ τὸ πόδι;
– Ναί, μὲ τὸ πόδι! Καὶ εἶχε γεράσει καλόγερος!
– Δὲν τὸ κατάλαβε;
– Δὲν ξέρω. Μετὰ πῆγα στὴν Μονὴ Στομίου στὴν Κόνιτσα. Τί θάνατο εἶχε ποιὸς ξέρει! Καὶ ἔβλεπες, ἐκεῖ στὸ Κοινόβιο μερικοὶ νέοι μοναχοὶ πήγαιναν καὶ ἔτρωγαν ἀπὸ τὸ περίσσευμα πού ἄφηναν στὰ πιάτα τους τὰ γεροντάκια, γιὰ νὰ πάρουν εὐλογία! Μάζευαν τὰ περισσεύματα τῶν κλασμάτων. Ἢ ἄλλοι ἀσπάζονταν τὸ πόμολο, γιατὶ τὸ ἀκούμπησαν οἱ Πατέρες, καὶ αὐτός, ὅταν προσκυνοῦσε τὶς εἰκόνες, μόλις ποὺ ...ἀκουμποῦσε τὸ μουστάκι του στὴν εἰκόνα. Καὶ τὸ μουστάκι τί θὰ τραβοῦσε μετὰ μὲ τὸ οἰνόπνευμα!
– Ὅταν, Γέροντα, κάτι τέτοιο γίνεται σὲ ἱερὰ πράγματα, δὲν εἶναι ἀνευλάβεια;
– Μὰ ἀπὸ ‘κεῖ ξεκινάει κανεὶς καὶ φθάνει πιὸ πέρα. Ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ μὴν προσκυνάη, γιατὶ φοβόταν μήπως ἐκεῖνος ποὺ προσκύνησε πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὴν εἰκόνα εἶχε καμμιὰ ἀρρώστια!
– Δηλαδή, γιὰ νὰ μὴ σιχαίνεται κανείς, δὲν πρέπει νὰ δίνη σημασία;
-Τὶς σαβοῦρες πού τρῶνε οἱ ἄνθρωποι δὲν τὶς βλέπουν! Ἅμα κάνη κανεὶς τὸν σταυρό του, εἴτε φοβία ἔχει εἴτε νοσοφοβία, βοηθάει μετὰ ὁ Χριστὸς. Ἐκεῖ στὸ Καλύβι πόσοι περνᾶνε ποὺ ἔχουν διάφορες ἀρρώστιες! Καὶ μερικοὶ ἁπλοὶ κάνουν τὸν σταυρό τους, οἱ καημένοι, παίρνουν τὸ κύπελλο ποὺ ἔχω ἐκεῖ καὶ πίνουν νερό. Οἱ ἄλλοι ποὺ φοβοῦνται δὲν τὸ ἀγγίζουν.
Ἦρθε πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες κάποιος ποὺ εἶχε πολὺ μεγάλη θέση σὲ κάποια ὑπηρεσία. Τόσο φοβᾶται ὁ καημένος τὰ μικρόβια, ποὺ ἔχει ἀσπρίσει τὰ χέρια του, γιὰ νὰ τὰ καθαρίζη μὲ τὸ οἰνόπνευμα. Ἀκόμη καὶ τὸ αὐτοκίνητό του τὸ τρίβει μὲ οἰνόπνευμα! Τὸν λυπήθηκα! Ξέρεις τί εἶναι νὰ ἔχη τέτοια θέση καὶ νὰ κινῆται ἔτσι; Τοῦ ἔδωσα λουκούμι, καὶ δὲν τὸ πῆρε, ἐπειδὴ τὸ ἔπιασα. Ἀλλὰ καὶ στὸ κουτὶ νὰ ἦταν, πάλι δὲν θὰ τὸ ἔπαιρνε, γιατὶ θὰ σκεφτόταν ὅτι καὶ στὸ κουτὶ θὰ τὸ ἔβαλε κάποιος ἄλλος μὲ τὰ χέρια του. Παίρνω τὸ λουκούμι, τὸ τρίβω στὰ παπούτσια του καὶ τὸ τρώω. Τοῦ ἔκανα κάμποσα τέτοια καὶ τρόμαξα νὰ τὸν κάνω νὰ ἐλευθερωθῆ λίγο ἀπὸ αὐτό. Νά, καὶ σήμερα ἦρθε ἐδῶ μιὰ κοπέλα πού εἶχε νοσοφοβία. Καὶ ὅταν μπῆκε μέσα δὲν πῆρε εὐχή, γιατὶ φοβόταν μὴν κολλήση μικρόβια, καὶ ὅταν ἔφυγε, ἔπειτα ἀπὸ τόσα ποὺ τῆς εἶπα, γιὰ νὰ τὴν βοηθήσω, πάλι δὲν πῆρε εὐχή. Δὲν σοῦ φιλῶ τὸ χέρι, μοῦ λέει, γιατὶ φοβᾶμαι μὴν κολλήσω μικρόβια! Τί νὰ πῆς; Κάνουν ἔτσι μαύρη τὴν ζωή τους.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2023



Κατὰ τὴν πίστη καὶ τὰ θαύματα
Δι­η­γή­θη­κε ἕ­νας Μι­κρα­σιά­της ὅ­τι στό χω­ριό τους, στήν Μ. Ἀ­σί­α, εἶ­χαν ἕ­να ἁγίασμα. Κά­πο­τε πού ἀρ­ρώ­στη­σε ἕ­να ζῶ­ο τους, ὁ πα­τέ­ρας ἔ­στει­λε ἕ­να τουρ­κά­κι πού τό εἶ­χε ὑ­πη­ρέ­τη, νά φέ­ρη μέ τό «μπα­κρά­τσι» (σκεῦ­ος, σάν μικρός κου­βᾶς) νερό ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα. Τό τουρ­κά­κι βα­ρέ­θη­κε νά πάη μέ­χρι τό ἁ­γί­α­σμα καί πῆ­ρε νε­ρό ἀ­πό ἕ­να πλη­σι­έ­στε­ρο ρέ­μα. Ὅ­ταν ἔ­φε­ρε τό νε­ρό καί ράντι­σε τό ζῶο ὁ πατέρας, ἐ­κεῖ­νο ἀ­μέ­σως ση­κώ­θη­κε. Τό­τε τό τουρ­κά­κι συγ­κλο­νί­σθη­κε καί ὡ­μολόγη­σε: «Ἀ­φέντη, ἡ πί­στη ἐ­σᾶς τῶν χρι­στια­νῶν εἶ­ναι με­γά­λη. Τό νε­ρό δέν εἶναι ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα». Ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος τό δέ­χθη­κε ὡς ἁ­γί­α­σμα καί κα­τά τήν πί­στη του ἔ­γι­νε καί ἡ θε­ρα­πεί­α τοῦ ζώ­ου.
*
Κά­ποι­ος χρι­στια­νός πῆ­γε νά προ­σκυ­νή­ση στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, νά γί­νη Χατ­ζῆς. Μί­α εὐ­λα­βής χρι­στια­νή τοῦ πα­ρήγ­γει­λε νά τῆς φέ­ρη ἕ­να μι­κρό τε­μά­χιο Τί­μιο Ξύ­λο γιά φυ­λα­χτό. Ἐ­κεῖ­νος εἴ­τε για­τί ξέ­χα­σε εἴ­τε δι­ό­τι δέν μπό­ρε­σε νά οἰ­κο­νο­μή­ση, πῆ­ρε ἀ­πό τό κα­ρά­βι ἕ­να κομ­μα­τά­κι ξύ­λου. Ἐ­κεί­νη τό ἀ­σπά­σθη­κε μέ εὐ­λά­βεια, σέ πε­ρι­πτώ­σεις δέ ἀ­σθε­νεί­ας σταύ­ρω­νε ἀρ­ρώ­στους καί γί­νονταν κα­λά. Τε­λι­κά αὐτός πού τῆς τό ἔ­δω­σε ἀ­πό­ρη­σε καί ἀ­ναγ­κά­στη­κε νά ὁ­μο­λο­γή­ση τήν ἀ­λή­θεια. Ἐκεί­νη ἡ εὐ­λο­γη­μέ­νη ἀ­πό τήν με­γά­λη της πί­στη καί εὐ­λά­βεια πρός τό Τί­μιο Ξύλο, θε­ρά­πευ­ε ἀ­σθε­νεῖς ἀ­κό­μη καί μέ κεῖ­νο τό ξύ­λο τοῦ πλοί­ου.
*
«Μία ἀπό τίς πολλές φορές πού πηγαίναμε μέ τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ μου τόν παπα–Ἀλέκο νά ἐξυ­πη­ρε­τή­σουμε τόν συνοικισμό τῆς Ἀμφιπόλεως (*)», διηγήθηκε ὁ Γέροντας Γρηγόρι­ος τῆς Ἱ. Μ. Τιμίου Προ­δρό­μου Μεταμορφώσεως, «συ­να­ντή­σα­με κά­ποιον ἡλι­κι­ω­μέ­νο πού τότε βο­η­θοῦ­σε στήν Ἐκκλησία τῆς Ἀμφιπόλεως. Συζητώντας μαζί του μᾶς διη­γή­θη­κε ἕνα γεγονός πού συνέβη ἐπί τουρ­κο­κρα­τίας, ὅταν αὐτός ἦταν παι­δί δώ­δε­κα ἐτῶν:
»Εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει βα­ριά ὁ Ἀγᾶς, ἔ­τρε­χε σέ για­τρούς στά κον­τι­νά μέ­ρη, ἔφ­θα­σε μέ­χρι τήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, ἀλ­λά δέν μπο­ροῦ­σε νά τόν κά­νη κα­νείς κα­λά καί ἡ ὑγεία του πή­γαι­νε πρός τό χει­ρό­τε­ρο. Κα­θη­λώ­θη­κε στό κρεβ­βά­τι. Κά­ποι­α μέ­ρα ἀπελπι­σμέ­νος θυ­μή­θη­κε τήν ἁ­γί­α Φωτίδα, τό Ἐ­ξωκ­κλή­σι τῆς Ἁγί­ας πού ἦταν κατά σάρκα ἀ­δελ­φή τῆς ἁγί­ας Φω­τει­νῆς, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­πέ­χει πε­ρί­που ἕ­να χι­λι­ό­με­τρο ἀ­πό τόν συ­νοι­κι­σμό καί στό ὁ­ποῖ­ο μέ­χρι σή­με­ρα ἀ­να­βλύ­ζει ἁ­γί­α­σμα, τό “ἁγία­σμα τῆς ἁ­γί­ας Φω­τί­δος”. “Ἡ ἁ­γί­α Φω­τί­δα θά μέ κά­νει κα­λά”, εἶ­πε ὁ Ἀγᾶς. Δι­έ­τα­ξε λοι­πόν τόν τό­τε ἐ­πί­τρο­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀμ­φι­πό­λε­ως νά πά­η νά τοῦ φέ­ρη ἁ­γί­α­σμα ἀ­πό τήν ἁ­γί­α Φω­τί­δα.
»Ὁ ἐ­πί­τρο­πος δέν μπο­ροῦ­σε νά κά­νη δι­α­φο­ρε­τι­κά. Βγαί­νον­τας ὅ­μως ἀ­πό τό σπί­τι τοῦ Ἀγᾶ ψι­θύ­ρι­σε: “Γου­ρού­νι, θά σοῦ φέ­ρω, νο­μί­ζεις, ἁ­γί­α­σμα ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α μας νά τό μα­γα­ρί­σης;”. Ἔ­φυ­γε, ὑπο­λό­γι­σε τήν ὥ­ρα πού θά ἔ­κα­νε νά πά­η καί νά ἐπιστρέ­ψη ἀ­πό τό Ἐ­ξωκ­κλή­σι γιά νά μήν ἀν­τι­λη­φθῆ τήν ἀ­πά­τη ὁ Ἀγᾶς καί τόν τι­μω­ρή­ση, πῆ­ρε κοι­νό νε­ρό καί τό πῆ­γε ἀν­τί γιά ἁ­γί­α­σμα στόν Ἀγᾶ.
»Ὁ Ἀγᾶς, ὅταν ἔφθα­σε τό δῆ­θεν ἁγί­α­σμα τῆς ἁγί­ας Φω­τί­δος, διέ­τα­ξε τούς παριστα­μέ­νους νά τόν ἀνα­ση­κώ­σουν στό κρεβ­βά­τι του, ἔκλα­ψε καί μέ εὐ­λά­βεια καί ­μέ δά­κρυ­α στά μά­τια εἶ­πε δύο φο­ρές: “Ἁγία Φω­τί­δα, βο­ή­θη­σέ με˙ ἁγία Φωτίδα, βο­ή­θη­σέ με”. Πῆ­ρε τό “ἁγί­α­σμα­”, ὅπως τό θεω­ροῦ­σε, τό ἦ­πι­ε καί τήν ἄλλη μέ­ρα ἦ­ταν κα­λά. Ὅλοι ἔ­μει­ναν κα­τά­πλη­κτοι, εἰ­δι­κά ὁ ἐ­πί­τρο­πος πού ἤξε­ρε τί ἔκα­νε. Ἡ πί­στη, ὁ πό­θος καί ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη τοῦ Ἀγᾶ στήν ἁγία Φω­τί­δα κα­θώς καί οἱ πρε­σβεῖ­ες τῆς Ἁγίας τόν ἔκα­ναν κα­λά».
(*) Ἡ Ἀμ­φί­πο­λις εἶ­ναι συ­νοι­κι­σμός λί­γων σπι­τι­ῶν χτι­σμέ­νη στόν τό­πο τῆς ἀρ­χαί­ας καί πε­ρι­καλ­λοῦς Ἀμ­φι­πό­λε­ως, στό δυ­τι­κό ἄ­κρο τῆς Ἀ­να­το­λι­κῆς Μακεδονίας πα­ρά τόν πο­τα­μό Στρυ­μό­να. Ὁ π. Γρη­γό­ριος πού ἀ­φη­γή­θη τό περιστα­τι­κό κα­τά­γε­ται ἀ­πό χω­ριό τῆς πε­ρι­ο­χῆς.

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023


Ἄς κεραστοῦμε μὲ οἶνο ρωμαίικο
«Τὴν 20ὴν Ἰουλίου 1821 συνέτρωγαν ὁ Δημήτριος Ὑψηλάντης καὶ ὁ Κολοκοτρώνης στοὺς ἴσκιους τῶν δέντρων τοῦ Ἄστρους. Γίδα ψητὴ στρωμένη σὲ φύλλα, ἀσκὶ μὲ ρετσινόκρασο, μισὸ φλασκὶ γιὰ ποτήρι καὶ μαῦρο ψωμὶ ἦταν ἡ ἑτοιμασία τοῦ γεύματος. Ὅταν ἐκάθησαν, κόβοντας ὁ Κολοκοτρώνης τὸ ψητὸ μὲ τὰ χέρια του, εἶπε στὸν Ὑψηλάντη: “Αὐτὰ εἶναι τὰ χρυσὰ πιρούνια καὶ τὰ χρυσὰ μαχαίρια τῆς Ἑλλάδας, καὶ αὐτὸ τὸ ρετσινάτο εἶναι τὰ πολύτιμα κρασιά της”. Ἄρεσε στὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντην τὸ γεῦμα τοῦ Κολοκοτρώνη, ἐπειδὴ ἐννόησε τὸ πνεῦμα του. Ἤθελε νὰ τὸν προλάβει ὁ Κολοκοτρώνης μὲ μάθημα, αὐτὸν ἀναθρεμμένον μὲ ὅλην τὴν πολυτέλειαν τῆς εὐζωΐας, καὶ νὰ τοῦ εἰκονίσει τὰς δεινοπαθείας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀγῶνος».
Ὡραία εἰκόνα! Κερνᾶ ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ τὸν φιλόπατριν Ὑψηλάντη τὰ πολύτιμα κρασιὰ τῆς Ἑλλάδος, ποὺ εἶναι ἡ ἁπλότητα καὶ ἡ ὀλιγόδεια. Ἂς κεράσουμε, τοῦτες τὶς ἡμέρες, κι ἐμεῖς ἀπὸ αὐτὸν τὸν ρωμαίικο οἶνο, τὸ ρετσινάτο του Κολοκοτρώνη.
Καὶ ἂς γιορτάσουμε διότι «βίος ἀνεόρταστος μακρὰ ὁδὸς ἀπανδόκευτος», ἔλεγαν οἱ ἀρχαῖοι. Οἱ γιορτὲς εἶναι σὰν τὰ πανδοχεῖα ποὺ ἀναπαύουν τοὺς κουρασμένους ταξιδιῶτες. Τὰ Χριστούγεννα, ποὺ αὐτὲς τὶς μέρες γιορτάζουμε, «χαίρει ἡ φύσις ὅλη», χαίρονται καὶ οἱ ἄνθρωποι. Μία κατ’ ἐξοχὴν οἰκογενειακὴ γιορτή. Τὰ τελευταῖα μόνο χρόνια, ἀντὶ γιὰ οἰκογενειακὲς συνάξεις, ἔχουμε ἀποδράσεις σὲ εἰδυλλιακὰ θέρετρα. Ἀντὶ οἱ οἰκογένειες νὰ ἑνώνονται, διαλύονται. Θὰ στηθεῖ, λοιπόν, τὸ μεγαλοπρεπὲς χριστουγεννιάτικο τραπέζι, μὲ τὰ χοιρινὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἐκλεκτὰ κρεατικά, θὰ λησμονηθεῖ πάραυτα ὁ κόπος τῆς νηστείας. Ἐξέχουσα θέση στὸ τραπέζι ἔχει ὅμως ὁ οἶνος, γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ κάνουμε μερικὲς ἐτυμολογικές… περιπολίες.
Μία ἀναδρομὴ σ’ ἕνα συμπόσιο (συν+πόσις), μία γιορτὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, θὰ μᾶς πείσει ὅτι πράγματι εἴμαστε ἀπόγονοί τους.

Κατ’ ἀρχὴν τὸ συμπόσιο περιλάμβανε δύο αὐτοτελῆ μέρη: τὸ δεῖπνον καὶ τὸν πότον. Τὸ πρῶτο, κατὰ τὸ ὁποῖο οἱ συνδαιτημόνες ἱκανοποιοῦσαν τὴν πείνα τους, διαρκοῦσε λίγο καὶ ἀποτελοῦσε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὴν προετοιμασία γιὰ τὸν πότο, ποὺ ἀκολουθοῦσε. Τὸ συμπόσιο δὲν γινόταν μόνο γιὰ φαγοπότι, ἀλλὰ κυρίως γιὰ νὰ συζητηθοῦν σοβαρὰ θέματα. Γιὰ τοὺς ἀρχαίους ἴσχυε τὸ ρητό: «ἡ ἄνευ λόγων τράπεζα οὐδὲν φάτνης διαφέρει», δηλαδή, τὸ νὰ τρώει κανεὶς χωρὶς νὰ συζητᾶ, δὲν ἔχει καμία διαφορὰ ἀπὸ τὸ φαγητὸ τῶν ζώων. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔρχεται βέβαια σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὴν σημερινὴ προτροπὴ τῶν μανάδων στὰ παιδιά τους, «ὅταν τρῶμε δὲν μιλᾶμε καὶ τὸ φαγητὸ κοιτᾶμε». Ἂς γνωρίζουν οἱ μητέρες ὅτι ἔτσι πηγαίνουν κόντρα στήν… φύση τοῦ Ἕλληνα. Γιὰ νὰ διαρκέσει ὅμως τὸ συμπόσιο καὶ γιὰ νὰ ἀποφευχθοῦν, λόγω μέθης, φιλονικίες καὶ ἀσυναρτησίες ἀπὸ τοὺς συμποσιαστές, οἱ ἀρχαῖοι ἔπιναν τὸν οἶνο «κεκραμένον δι’ ὕδατος». Ἀνακάτευαν, δηλαδή, τὸν οἶνο μὲ ζεστὸ νερὸ τὸν χειμώνα ἢ παγωμένο τὸ καλοκαίρι. Ἡ κράσις τοῦ οἴνου γινόταν μέσα σὲ εἰδικὰ ἀγγεῖα, τοὺς κρατῆρες. Οὐδέποτε λοιπὸν ἔπιναν τὸν οἶνο ἄκρατον. Τὸ ἀκρατοποτεῖν ἐθεωρεῖτο γενικῶς ἀξιόμεμπτη κατάχρηση.
Μάλιστα ὁ μεγάλος Ἀθηναῖος σοφὸς καὶ νομοθέτης Σόλων ὅρισε: «ἐν τοῖς συμποσίοις μὴ πίνειν ἄκρατον τὸν οἶνον». Ἀπὸ τὸ ρῆμα «κεράννυμι» προέρχεται καὶ ἡ νεοελληνικὴ λέξη κρασί, ποὺ ἀντικατέστησε στὰ χρόνια της αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως τὴν ἀρχικὴ λέξη οἶνος. Ἡ διαδικασία τῆς ἀλλαγῆς δὲν μᾶς εἶναι σαφής. Μερικοὶ ὑποθέτουν ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὴν καθημερινὴ ἐντολὴ ποὺ ἀκουγόταν στὰ καπηλειά: «δός μοι κράσιν οἴνου», ποὺ συγκόπηκε σὲ «δός μοι κράσιν» καὶ τελικὰ «δός μοι κρασί». Ἄλλοι θεωροῦν πιθανότερη τὴν ὑποκατάσταση τῆς λέξης οἶνος ἀπὸ τὴ λέξη κρασί, μὲ παρότρυνση τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ οἶνος χρησιμοποιεῖται στὴ Θεία Εὐχαριστία, τὸ κρασί –ὡς λέξη- γιὰ τὰ ὑπόλοιπα τοῦ βίου. Ἄλλωστε κάτι ἀνάλογο θὰ πρέπει νὰ συνέβη καὶ μὲ τὴ λέξη ὕδωρ ποὺ ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴ λέξη νερό. Ἀρχικὰ ἔλεγαν «δός μοι νεαρὸν ὕδωρ», ἔπειτα «δός μοι νεαρόν», καὶ τελικὰ δῶσε μου νερόν (μὲ συγκοπή). Ἡ λέξη νεαρὸς σημαίνει δροσερός, φρέσκος. Ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα κέρ- τοῦ ρήματος κεράνυμμι, προέρχεται καὶ τὸ νεοελληνικὸ ρῆμα κερνάω-ῶ, ποὺ ἐνῶ ἀρχικὰ εἶχε τὴ σημασία τοῦ προσφέρω κρασί, κατόπιν ἡ ἔννοιά του διευρύνθηκε γιὰ κάθε εἴδους προσφορά.
Ὁ οἶνος, λοιπόν, τὸ κρασί, ποὺ εὐφραίνει καρδιές, ὁ παυσίπονος καὶ παυσίλυπος οἶνος, ὁ ἐλευθερωτὴς τοῦ πνεύματος, ἡ πηγὴ ἔμπνευσης τῶν τεχνῶν, τοῦ θεάτρου καὶ τῆς φιλοσοφίας, ἔχει αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυρίαρχη θέση. Προσοχὴ ὅμως στὶς ἀκρατοποσίες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἀκράτητο καὶ ἀσυγκράτητο. «Οἶνος καὶ γυναῖκες ἀποστήσουσιν συνετούς», τὸ κρασὶ καὶ οἱ γυναῖκες καταστρέφουν τοὺς συνετούς, λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους τους συνδαιτημόνες καί… «παῖδες θραύσατε τὰς κύλικας», παιδιὰ σπάστε τὰ ποτήρια. (Καὶ τὸ ἔθιμο τοῦ σπασίματος πάνω στὸ γλέντι, λαμπρὸ ἐλάττωμα, ἀρχαία κληρονομιὰ εἶναι).
Καὶ ἂς γιορτάσουμε ρωμαίικα, ὅπως μᾶς συμβουλεύει ὁ Φώτης Κόντογλου: «Ἀδέλφια μου. Φυλάξτε τὰ ἑλληνικὰ συνήθειά μας, γιορτάστε ὅπως γιορτάζανε οἱ πατεράδες σας, καὶ μὴ ξεγελιώσαστε μὲ ξένα κι ἄνοστα πυροτεχνήματα. Οἱ δικές μας οἱ γιορτὲς ἀδελφώνουν τοὺς ἀνθρώπους, τοὺς ἐνώνει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Μὴν κάνετε ἐπιδείξεις. “Εὐφράνθητε ἐορτάζοντες”. Ἀκοῦστε τί λένε τὰ παιδάκια ποὺ λένε τὰ κάλαντα: “Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθῆτε, στὴν ἐκκλησίαν τρέξετε, μὲ προθυμίαν μπῆτε, ν’ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν, καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν. Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας, εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας. Καὶ τὸν σταυρόν σας κάνετε, γευθῆτε, εὐφρανθῆτε. Δῶστε καὶ κανενὸς φτωχοῦ ὅστις νὰ ὑστερῆται”. Ἀθάνατη ἑλληνικὴ φυλή! Φτωχὴ μὰ ἀρχοντομαθημένη, βασανισμένη, μὰ χαρούμενη καὶ καλόκαρδη περισσότερο ἀπὸ τοὺς εὐτυχισμένους τῆς γῆς, ποὺ τοὺς μαράζωσε ἡ καλοπέραση. Ναί, ἀδερφοί μου Ἕλληνες, χαίρετε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ χαίρουνται καὶ κλαῖτε μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κλαῖνε. Αὐτὴ εἶναι ἡ παραγγελία τοῦ Χριστοῦ, καὶ σ’ αὐτὴ μονάχα θὰ βρῆτε ἀνακούφιση. Δίνετε στοὺς ἄλλους ἀπ’ ὅ,τι ἔχετε. Τὸ παραπάνω ἀπ’ ὅ,τι ἔχει κανένας ἀνάγκη, τὸ κλέβει ἀπὸ τὸν ἄλλον. “Μακάριον τὸ διδόναι μᾶλλον, ἢ λαμβάνειν».
Καλὰ κι εὐλογημένα Χριστούγεννα, ἀδελφοί!
Δημήτρης Νατσιὸς

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023


Τὸ νόημα τῆς ἀγάπης
Τὸ νόημα τῆς ἀγάπης εἶναι τὸ νόημα τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἀγάπη, παρότι πολὺ συχνὰ πιστεύουμε ἤ φανταζόμαστε, δὲν εἶναι ἕνα ἁπλὸ συναίσθημα. Ὅταν μιλᾶμε γιὰ τὸν Θεὸ, καὶ λέμε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι Αὐτὸς εἶναι ἕνα συναίσθημα δίχως τέλος. Ἐννοοῦμε κάτι βαθύτερο ἀπ’ αὐτὸ: ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι πλοῦτος ζωῆς και ὕπαρξης. Καὶ αὐτὸ βρίσκει ἐφαρμογὴ στὴν δική μας ἀνθρώπινη ἀγάπη.
Κάποιος ποὺ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει μέσα του πλοῦτο ζωῆς, στὸν ὁποῖο ἡ αἴσθηση τῆς ζωῆς, ἡ δύναμη τῆς ζωῆς εἶναι τόσο πλήρης, τόσο σπουδαία, ὥστε αὐτὴ ἡ ἀγάπη εἶναι σίγουρη γιὰ τὸν ἑαυτό της. Καὶ αὐτὸ γεννάει χαρά, κουράγιο, ἐνθουσιασμό, καὶ πηγαίνει τόσο βαθιὰ ὥστε φτάνει πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.
Ἡ Ἁγία Γραφὴ λέει ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο. Πράγματι εἶναι πιὸ δυνατὴ ἐπειδὴ ἔχει τοποθετήσει τὸν ἑαυτό της μέσα ἀπὸ τὴν πληρότητα της, τὴν δύναμή της, τὴν ἔνταση της στὸ βασίλειο τῆς ἀνάστασης, στὸ βασίλειο τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἡ ἀγάπη εἶναι ἱκανὴ γιὰ μιὰ ἔσχατη θυσία, ὄχι μόνο ὅταν προσφέρουμε καὶ δεχόμαστε, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ θυσιάζει κάποιος τὴν ἴδια του τὴ ζωή, γιατὶ αὐτὴ ἡ ζωή, ἐὰν προσφέρεται, σημαίνει ὅτι τὴν κατέχει κάποιος στὴν πληρότητα της. Εἶναι πλοῦτος ζωῆς ποὺ ἐκφράζεται μέσα ἀπὸ τὴν ἔσχατη θυσία. Ἴσως νὰ θυμόσαστε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: « Κανεὶς δὲν μοῦ ἀφαιρεῖ τὴν ζωή, τὴν προσφέρω ὁ ἴδιος ἐλεύθερα ».
Ἡ ἀγάπη, ἡ πληρότητα τῆς ζωῆς ποὺ αὐτὴ ἐκφράζει, εἶναι ἄτρωτη. Οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νὰ μᾶς πάρουν τὴ ζωή, μποροῦν νὰ μᾶς ὑποβάλλουν σὲ ὁποιαδήποτε δοκιμασία, καὶ ὅμως ἕνας ἄνθρωπος παραμένει ἀλώβητος ἐπειδὴ κανένας στὴ πραγματικότητα δὲν τοῦ ἀφαιρεῑ τὴν ζωή· τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάει προσφέρει.
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα. Στὴ διάρκεια τῆς Ρωσικῆς Ἐπανάστασης μία μητέρα μὲ δύο παιδιὰ κρυβόταν σὲ μιὰ μικρὴ πόλη. Ἕνα βράδυ ἦλθε μιὰ γυναίκα, τόσο νέα, στὰ εἴκοσι της χρόνια, καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ συλληφθεῖ τὴ νύχτα γιὰ νὰ ἐκτελεστεῖ. Ἡ μητέρα κοίταξε τὰ παιδιά, καὶ ἡ καινούργια της φίλη τῆς εἶπε, « Μὴν ἀνησυχεῖς, πήγαινε καὶ κρύψου.» Καὶ ἡ μητέρα εἶπε, « Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ φύγω μὲ αὐτὰ τὰ παιδιά. Θὰ μὲ εὕρισκαν σὲ δυὸ ὧρες.» «Ὄχι », εἶπε ἡ ἄγνωστη φίλη της, «Θὰ μείνω πίσω, θὰ δώσω τὸ δικό σου ὄνομα καὶ ἴσως νὰ ἐκτελεστῶ, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ δραπετεύσεις.» Καὶ ἔτσι ἔκανε.
Αὐτὴ ἦταν μιὰ πράξη ἀγάπης, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ μιὰ τέτοια πληρότητα ζωῆς, ἀπὸ μιὰ τέτοια βεβαιότητα ὅτι ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει, καὶ ὅτι μονάχα μὲ τὴν ὁλοκλήρωση ποὺ θὰ εὕρισκε στὸ θάνατο της θὰ μποροῦσε νὰ κάνει αὐτὴν τὴν πράξη.
Κανένας δὲν ἔχει μεγαλύτερη ἀγάπη ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θυσιάζει τὴν ζωὴ του γιὰ τοὺς φίλους του. Αὐτὸς ποὺ τὸ κάνει μόνος του ἐλεύθερα, προσεγγίζει τὴν ἐκπλήρωση τοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ ἀξίζει μόνο γι’ αὐτὸ ποὺ κάποιος ζεῖ, καὶ ἡ ζωὴ φτάνει τούτη τὴν πληρότητα ὅταν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ μποροῦν ἀνθρώπινα νὰ γίνουν, γίνονται πέρα ἀπὸ τὸ φόβο, μὲ χαρά, μὲ βεβαιότητα.
Αὐτὸ εἶναι γιὰ μένα τὸ νόημα τῆς ἀγάπης. Τέτοια πληρότητα ζωῆς, ποὺ θὰ μοῦ ἐπιτρέψει νὰ δεχτῶ νὰ γίνω ἀπόλυτα εὐάλωτος, ποτὲ νὰ μὴν κάνω πίσω, ποτὲ νὰ μὴν ἀντιστέκομαι, νὰ προσφέρω τὸν ἑαυτό μου μέχρι τὴν τελευταία στιγμή, δίχως διάκριση σὲ κανέναν μὲ μιὰ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀγάπη ποτὲ δὲν θὰ νικηθεῖ, ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι πιὸ δυνατὴ ἀπὸ τὸν θάνατο· γιατὶ ἀγαπᾶμε σημαίνει ὅτι ἔχουμε ἤδη ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό μας καὶ γινόμαστε κοινωνία, αὐτὴ εἶναι ἡ κοινωνία ζωῆς μὲ τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ἀγάπη. Ἀμήν.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2023

Ἕνας πατριώτης δάσκαλος, ὁ Εὐριπίδης
Ὁ Εὐριπίδης ἔγραψε τὶς περισσότερες τραγωδίες του κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου. Σ’ αὐτὸν τὸν ἐμφύλιο πόλεμο οἱ Ἀθηναῖοι συμπεριφέρθηκαν πολὺ σκληρὰ στοὺς ἄλλους Ἕλληνες καὶ πολεμοῦσαν μόνο γιὰ τὸ συμφέρον τῆς πόλης τους, ὅπως τὸ ἔλεγαν καὶ οἱ ἴδιοι.
Ὁ Εὐριπίδης ὅμως ὀνειρεύεται μία Ἀθήνα φιλάνθρωπη καὶ ἔνδοξη γιὰ καλὰ ἔργα. Αὐτὸ δείχνει μὲ τὸ δράμα του «Ἱκέτιδες». Ἡ ἱστορία τοῦ δράματος αὐτοῦ ξεκινάει ἀπὸ ἕνα πόλεμο ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀργεῖοι μὲ ἑφτὰ στρατηγούς, ποὺ πολιόρκησαν τὴ Θήβα. Στὸν πόλεμο αὐτὸ νικήθηκαν οἱ Ἀργεῖοι καὶ σκοτώθηκαν καὶ οἱ ἑφτὰ στρατηγοί τους. Ἕνας ἀπ’ αὐτούς, ὁ Καπανέας, χτυπήθηκε ἀπὸ κεραυνὸ τοῦ Δία καὶ σκοτώθηκε.
Ὁ βασιλιὰς τῶν Ἀργείων Ἄδραστος ζητάει τὰ πτώματα τῶν νεκρῶν Ἀργείων, γιὰ νὰ τὰ θάψει. Ἦταν πολὺ μεγάλη ἁμαρτία νὰ μείνουν ἄταφοι οἱ νεκροί. Οἱ Θηβαῖοι ἀρνοῦνται νὰ δώσουν τοὺς νέους. Ὁ Ἄδραστος ἔστειλε ἱκέτιδες τὶς μητέρες τῶν ἑπτὰ στρατηγῶν στὸ κράτος τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὶς συνοδεύει καὶ ὁ ἴδιος. Ἐλπίζουν στὴ μεσολάβηση τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἀθήνας, τοῦ Θησέα.
Φτάνοντας οἱ ἱκέτιδες στὴν Ἐλευσίνα συναντοῦν τὴν Αἴθρα, μητέρα τοῦ Θησέα, στὸ ἱερό τῆς Δήμητρας. Ἡ Αἴθρα μαθαίνει τὸ σκοπὸ τοῦ ἐρχομοῦ τῶν μαννάδων καὶ συγκινεῖται. Στέλνει καὶ προσκαλεῖ ἐκεῖ τὸ γιό της, τὸν Θησέα, καὶ προσπαθεῖ νὰ τὸν πείσει νὰ βοηθήσει τοὺς νικημένους Ἀργείους, ὥστε νὰ πάρουν τὰ σώματα τῶν νεκρῶν τους. Ὁ Θησέας διστάζει, γιατί προκαλεῖ μ’ αὐτὸ τὸν κίνδυνο τῆς Ἀθήνας, ἡ μητέρα του ὅμως δηλώνει ὅτι τὸ θέμα τὸ θεωρεῖ δικό της. Γίνεται ἕνας ρήτορας ἡ Αἴθρα καὶ θυμίζει στὸ Θησέα ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει παράδοση εὐγενικῶν ἀγώνων καὶ ὅτι ἡ πόλη αὐτὴ μὲ τοὺς ἀγῶνες μεγαλώνει καὶ δοξάζεται. Οἱ ἀδικούμενοι ἔχουν ἀσφαλῶς καὶ τὴν βοήθεια τῶν θεῶν. 
Ἡ θερμὴ συνηγορία τῆς Αἴθρας λυγίζει τὸ Θησέα κι ὁ Θησέας ζητάει ἀπὸ τοὺς Θηβαίους νὰ δώσουν τοὺς νεκρούς. Οἱ Θηβαῖοι ἀρνοῦνται καὶ ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸ Θησέα νὰ διώξει τὶς ἱκέτιδες ἀπ’τὴ γῆ του. Ἀγανακτισμένος ὁ Θησέας κινεῖ πόλεμο κατὰ τῶν Θηβαίων, τοὺς νικᾶ, παίρνει τὰ πτώματα τῶν Ἀργείων καὶ τὰ φέρνει στὴν Ἐλευσίνα. Ἐκεῖ, ἀνάβουν μία νεκρικὴ πυρὰ καὶ καῖνε τὰ σώματα.
Τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ Καπανέα καίγεται χωριστά, γιατί σκοτώθηκε ἀπὸ κεραυνὸ τοῦ Δία. Ἡ πυρά του ἑτοιμάζεται στὴ ρίζα ἑνὸς βράχου. Ξαφνικὰ στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου ἐμφανίζεται ἡ Εὐάδνη, ἡ γυναίκα τοῦ Καπανέα, καὶ δηλώνει ὅτι θὰ πέσει στὴν πυρὰ τοῦ ἄντρα της νὰ καοῦνε μαζί. Μάταια ὁ πατέρας της τὴν παρακαλεῖ νὰ μὴ τὸ κάνει. Αὐτὴ πέφτει καὶ καίγεται ἀγκαλιασμένη μὲ τὸν ἄντρα της.
Στὸ τέλος τὸν δράματος ἐμφανίζεται ἡ Ἀθηνᾶ καὶ συμβουλεύει τὸν Θησέα νὰ ζητήσει ὅρκο ἀπὸ τὸν Ἄδραστο ὅτι ποτὲ οἱ Ἀργεῖοι δὲν θὰ εἰσβάλουν στὴν Ἀθήνα καὶ προλέγει ὅτι κάποτε τὰ παιδιὰ τῶν στρατηγῶν αὐτῶν θὰ κατακτήσουν τὴ Θήβα.
Μὲ τὸ δράμα αὐτὸ ὁ Εὐριπίδης θέλει νὰ διδάξει στοὺς Ἀθηναίους ὅτι μόνο γιὰ εὐγενικοὺς καὶ ἱεροὺς σκοποὺς πρέπει νὰ πολεμοῦν.

Κωνσταντῖνος Γανωτῆς

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023


Ἆσμα γιὰ τὸν Συμεών
Κύριε, στὰ κύπελλα ἀνθίζουν οἱ ὑάκινθοι τῆς Ρώμης κι
Ὁ ἥλιος τοῦ χειμώνα ἕρπει πλάι στοὺς λόφους τοῦ χιονιοῦ·
Ἀνθίσταται σκληρὰ ἡ πείσμων ἐποχή.
Εἶν᾿ ἡ ζωή μου ἐλαφριά, προσμένοντας τ᾿ ἀγέρι τοῦ θανάτου,
Σὰν πούπουλο στὴ ράχη τοῦ χεριοῦ.
Σκόνη στὸ ἡλιόφως καὶ μνήμη στὶς γωνιὲς
Τὸν ἄνεμο προσμένουν, ποὺ παγερὸς φυσᾶ στὴν πεθαμένη γῆ.
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Ἐβάδισα χρόνους πολλοὺς σ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη,
Ἐτήρησα νηστεία καὶ προσευχή, ἐλέησα τοὺς φτωχούς,
Ἔλαβα καὶ παρεῖχα τιμὴ κι ἀναψυχή.
Ποτὲ κανεὶς δὲ διώχτηκε ἀπ᾿ τὴν πόρτα μου.
Τὸν οἶκο μου ποιὸς θὰ θυμᾶται,
ποὺ θὲ νὰ ζήσουν τῶν παιδιῶν μου τὰ παιδιά
Ὅταν θὰ ἔρθει τῆς ὀδύνης ὁ καιρός;
Θὰ καταφύγουν σὲ τράγου μονοπάτι καὶ σ᾿ ἀλεποῦς φωλιά,
Φεύγοντας ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια πρόσωπα καὶ ἀπὸ τ᾿ ἀλλότρια ξίφη.
Πρὶν τὸν καιρὸ τῶν μαστιγίων, τῶν ὀδυρμῶν καὶ τῶν δεσμῶν
Τὴν Σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν.
Πρὶν τοὺς ἀναβαθμοὺς τοῦ ὄρους τῆς ἐρήμωσης,
Πρὶν ἀπ᾿ τὴ βέβαιη ὥρα τοῦ μητρικοῦ κλαυθμοῦ,
Τώρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ θάνατος γεννᾶται,
Ἄσε τὸ Βρέφος, τὸν Λόγο τὸν ἀμίλητο καὶ ἀνείπωτο ὡς τώρα,
Νὰ δώσει τὴν παραμυθία τοῦ Ἰσραὴλ
Σὲ κάποιον ποὺ ἔχει ὀγδόντα χρόνους καὶ ὄχι αὔριο.
Κατὰ τὸ ρῆμα σου,
Θὰ σὲ ὑμνοῦν καὶ θὰ ὑποφέρουν σὲ κάθε γενεά,
Μὲ δόξα καὶ μὲ χλευασμό,
Φῶς ἐπὶ φωτός, τὴν κλίμακα καθὼς θὰ ἀνεβαίνουν τῶν ἁγίων.
Ὄχι γιὰ μένα τὸ μαρτύριο, ἡ ἔκσταση προσευχῆς καὶ στοχασμῶν,
Ὄχι γιὰ μένα τὸ ὕστατο ὅραμα.
Τὴν σὴν εἰρήνην δός μοι.
(Καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν
διελεύσεται ρομφαία).
Ἀπόκαμα ἀπὸ τὴ ζωή μου καὶ τὶς ζωὲς αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα,
Πεθαίνω μὲ τὸ θάνατό μου καὶ τοὺς θανάτους αὐτῶν μετὰ ἀπὸ μένα.
Ἄσε τὸν δοῦλο Σου νὰ ἀναχωρήσει,
ἀφοῦ θὰ ἔχει δεῖ τὸ σωτήριόν Σου.
Thomas Stearns Eliot

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023



Γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα
Ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν δώσω στὸν ἀδελφό μου λίγο ψωμὶ ἢ κάτι ἄλλο, οἱ δαίμονες μολύνουν τὴν πράξη αὐτὴ σὰν νὰ γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια».
Ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας:
«Κι ἂν ἀκόμη γίνεται ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια, ἐμεῖς θὰ δώσουμε στὸν ἀδελφὸ ὅ,τι χρειάζεται».
Καὶ τοῦ εἶπε τὴν ἑξῆς παραβολή:
«Δυὸ ἄνθρωποι ἦσαν γεωργοὶ καὶ κατοικοῦσαν στὴν ἴδια πόλη. Ὁ ἕνας ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔσπειρε καὶ εἶχε λίγη σοδειὰ καὶ ἀκάθαρτη. Ὁ ἄλλος ἀμέλησε καὶ δὲν ἔσπειρε, γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶχε καθόλου σοδειά. Ἂν ἔπεφτε πεῖνα, ποιὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ θὰ εἶχε νὰ ζήσει;»
«Αὐτὸς ποὺ ἔβγαλε τὴ λίγη καὶ ἀκάθαρτη σοδειὰ» ἀποκρίθηκε ὁ ἀδελφός.
«Ἔτσι λοιπὸν κι ἐμεῖς -λέει ὁ Γέροντας- ἂς σπέρνουμε λίγα, ἔστω καὶ ἀκάθαρτα, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουμε ἀπὸ τὴν πείνα».

Πέμπτη 23 Νοεμβρίου 2023



Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς;
Στενοχωρεῖσαι. Βαρέθηκες τὴν δουλειά σου. Ὅλες οἱ ἄλλες ἐργασίες σοῦ φαίνονται καλύτερες. Εἶσαι πικραμένος καὶ ἀνήσυχος, γιατί δὲν μπορεῖς νὰ βρῆς ἄλλο ἐπάγγελμα!
Πολὺ σκέφθηκα πρὶν πάρω τὸ μολύβι μου νὰ σοῦ ἀπαντήσω. Προσπάθησα μὲ τὴν φαντασία μου νὰ ἔρθω στὴν θέση σου. Προσπάθησα νὰ μπῶ στὴν μαυρίλα καὶ στὸν θόρυβο τῆς μηχανῆς. Φαντάσθηκα τὸν ἑαυτό μου κατάμαυρο καὶ ἱδρωμένο νὰ κοιτάζω μὲ προσοχή, μὲ προσοχὴ πάντα μπροστά, ἐνῷ πίσω μου ἔρχεται ἕνας μικρὸς λαός: γέροι, γονεῖς, παιδιά, ἡγεμόνες, διπλωμάτες, ὑπάλληλοι, χωρικοί, ἐργάτες, μεροροκαματιάρηδες. Ὅλοι γνωστοί μου, καὶ ὅλοι αὐτὴ τὴν στιγμὴ ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Εἴτε τὸ κουβεντιάζουν μεταξύ τους, εἴτε ἁπλῶς τὸ σκέπτονται μέσα τους. Ὅλοι τρέχουν μὲ λαχτάρα γιὰ τὸν προορισμό τους. Καὶ ἐγὼ ἐξαρτῶμαι ἀπὸ τὸν Θεό.
Οἱ ἐπιβάτες δὲν τὸ καταλαβαίνουν πόσο ἐξαρτῶνται ἀπὸ μένα! Χωρὶς νὰ μὲ γνωρίζουν. Χωρὶς νὰ μὲ ξέρουν! Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστεύονται. Καὶ αὐτὸ ἀκριβῶς μοῦ δίνει χαρά! Ὅταν ἀνέβηκαν στὸ ὄχημα καὶ ξεκινήσαμε, κανεὶς δὲν ἦρθε νὰ μὲ ἰδῆ καὶ νὰ μὲ γνωρίση! Κανεὶς δὲν ἀναρωτήθηκε: Μήπως εἶναι τρελλὸς ἤ τυφλὸς ἤ μεθυσμένος; Ὅλοι μοῦ ἐμπιστεύθηκαν τὴν ζωή τους! Χωρὶς νὰ εἶναι σίγουροι ὅτι εἶμαι ὁ πιὸ ἱκανὸς ἄνθρωπος σ' αὐτὴν τὴν θορυβώδη κίνηση τῆς πόλης, ποὺ οἱ ἐπιβάτες μένουν στὸ ὄχημά μου γιὰ λίγο καὶ συνεχῶς ἀλλάζουν! Κανενὸς δὲν πέρασε τέτοια σκέψη. Καὶ αὐτὸ μὲ χαροποιεῖ ἀκόμη περισσότερο. Χαίρω, γιατὶ τόσος λαὸς ἐμπιστεύεται τὴν ζωή του στὰ χέρια μου.
Καὶ τότε, παρ' ὅλο τὸν κόπο μου, αἰσθάνθηκα μιά βαθειὰ εὐχαρίστηση καὶ ἄρχισα νὰ δοξολογῶ τὸν Θεὸ μὲ τὰ λόγια:
- Ὢ Θεέ μου, μεγάλε καὶ θαυμαστέ! Δόξα σὲ Σένα καὶ εὐχαριστία. Γιατὶ μοῦ ἔδωσες μιά τέτοια σπουδαία ἐργασία ποὺ μοιάζει μὲ τὴν δική Σου! Γιατί, Κύριε, καὶ Σὺ εἶσαι κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος μέσα στὴν μηχανὴ ποὺ ὀνομάζεται πλάση. Τὸ δικό Σου ὄχημα εἶναι τεράστιο. Καὶ οἱ ἐπιβάτες του ἀναρίθμητοι. Ἐσὺ εἶσαι ὁ ὁδηγὸς τοῦ σύμπαντος! Καὶ ὅμως πολλοί, πάρα πολλοί, δὲν Σὲ σκέπτονται καθόλου. Οὔτε Σὲ ἀναζητοῦν. Καὶ ὅμως Σὺ τοὺς ὁδηγεῖς καλά. Σὺ τοὺς ξέρεις. Σὺ τοὺς δίνεις τροφὴ καὶ ἀνάπαυση καὶ χαρά. Καὶ τοὺς θυμίζεις πότε πρέπει νὰ φάγουν, καὶ ποῦ νὰ κατεβοῦν!
Ὅλοι μας ἐλάχιστα πράγματα ξέρουμε γιὰ τὸ ὄχημα αὐτό. Γιὰ τὸ ξεκίνημά του. Καὶ γιὰ τὸ τέρμα του. Καὶ ὅμως μὲ ἐμπιστοσύνη ἀνεβαίνουμε καὶ κατεβαίνουμε σὲ αὐτό. Καὶ ἂς εἶσαι Σύ, Κύριε, κρυμμένος, ἄγνωστος καὶ ἀόρατος! Χίλιες χιλιάδες φορὲς Σὲ δοξολογῶ. Καὶ Σὲ εὐχαριστῶ. Καὶ σὲ παρακαλῶ, τὸν Τεχνίτη καὶ Δημιουργό τοῦ Παντός, τὸν Παντεπόπτη καὶ Παντοδύναμο. Σὲ Σένα ἐμπιστεύομαι σὲ ὅλα. Καὶ γιὰ ὅλα, ὅσα θὰ μοῦ συμβοῦν. Ἐσὺ εἶσαι ὁ μοναδικός μου βοηθός. Σὺ θὰ μὲ πᾷς στὸ τέρμα.
Νεαρέ μου φίλε! Τί καλύτερη δουλειὰ θὰ μποροῦσες νὰ κάμῃς; Νομίζεις ἦταν καλύτερη ἡ ἐργασία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ποὺ ἦταν ψαράς, ἤ τοῦ ἀποστόλου Παύλου ποὺ ἦταν σκηνοποιός; Τὸ δικό σου ἐπάγγελμα εἶναι πολὺ πιὸ καλό! Πρέπει νὰ εὐχαριστῇς τὴν Θεία Πρόνοια ποὺ σοῦ ἐμπιστεύθηκε μιὰ τέτοια ἐργασία.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2023



Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου ζώντας στὸν τόπο σου
Κάθε δίλημμα σήμερα τοῦ τύπου «Ὀρθοδοξία ἢ Ἑλληνισμὸς» εἶναι ὄχι μόνο πλαστό, ἀλλὰ καὶ ἐθνοκτόνο. Γιατὶ σημαίνει τάση ἐπιστροφῆς στὴν ἀτέλειά μας, στὴν παλαιὰ ἀγωνιώδη ἀναζήτησή μας. Ἐνῶ γιὰ τὸν Ἑλληνισμό, ποὺ διασώζει τὴν αὐτοσυνειδησία του, τὸ ζητούμενο εὑρέθη. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία.
«Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν ...εὕρομεν πίστη ἀληθῆ! Εὕρομεν τὴν ἀλήθειαν».
Κάθε ἀποδέσμευση τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν συνιστᾶ μόνο τραγικὸ διαμελισμὸ τῆς ὑπάρξεώς μας, ἀλλὰ καὶ καθαρὸ παραλογισμό... Ὅπου χάνεται ἡ Ὀρθοδοξία, χάνεται καὶ ὁ Ἑλληνισμός! Ἰδοὺ γιατὶ κάθε παρόμοια ἐπιδίωξη συνιστᾶ ὀπισθοδρόμηση καὶ ὄχι πρόοδο. Γιατὶ μετέχει στὸν «συντηρητισμὸ» τῶν αἱρέσεων, τῶν «ἑλληνιστικῶν λήρων» κατὰ τὸν Μέγα Φώτιο. (λῆρος=λόγος ἐντυπωσιακὸς ἀλλὰ χωρὶς οὐσιαστικὸ περιεχόμενο, παραλήρημα, φλυαρία, ἀνοησία).
Τὸ τραγικότερο ὅμως, συνιστᾶ, ἰδιαίτερα σήμερα, ἀπώλεια κάθε δυνάμεως αὐτοπροστασίας, μὲ ἀπόληξη τὸν ραγιαδισμὸ καὶ τὴν ὑποδούλωση. Τὸ μόνο ποὺ ἔχει νὰ προσφέρει ὁ σημερινὸς Ἑλληνισμὸς στὸν κόσμο εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη παράδοσή του. Ὁ Ἑλληνισμὸς σώζεται ἐκεῖ κυριολεκτικὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἐκεῖ σώζεται ἡ γλώσσα καὶ ἐθνική μας συνείδηση. Γι' αὐτὸ πολεμεῖται ἡ Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ ἀποσυνδεθεῖ τελείως ὁ Ἑλληνισμὸς ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία σὲ ὅλες τὶς δομὲς τοῦ ἐθνικοῦ μας βίου. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος καὶ γι' αὐτὸ θὰ ἀντιστεκόμαστε μέχρι θανάτου.
Τὸ «Κρυφὸ Σχολειὸ» ἦταν ἡ ἀνεπίσημη φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας νὰ διδάσκει τὴ γλώσσα καὶ τὴν ἱστορία μας στὰ σκλαβόπουλα. Καὶ ἔτσι σωθήκαμε μὲ ὅλη τὴν Ἱστορική μας ὕπαρξη. Ἂν στὴν πολυώνυμη δουλεία μας δὲν εἴχαμε τὴν κιβωτὸ τῆς Ἐκκλησίας, θὰ καταντούσαμε ὅλοι «χανουμάκια» τῶν Τούρκων ἢ τῶν Φράγκων. Ἡ Ἐκκλησία ἔσωσε τὸν τρόπο ὑπάρξεώς μας, τὸν πολιτισμὸ καὶ τὸ φρόνημά μας.
Ἡ Θεία Λειτουργία εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ πολιτισμοῦ μας. «Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας» καὶ «ἀγαπήσωμεν ἀλλήλους». Αὐτὸς ὁ «σταυρὸς» εἶναι ὁ πολιτισμός μας. Χωρὶς «καθαρὴ καρδιὰ» δὲν μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεό. Αὐτὰ ζοῦμε στὴν Λειτουργία μας, αὐτὸ τὸ ἦθος παράγει ἡ ζωή μας στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν κιβωτό, λοιπόν, θὰ σώσουμε τὴν ἑλληνορθόδοξη ταυτότητά μας.
Τόσο λίγο ὅμως γίνεται αὐτὸ συνείδηση σὲ πολλούς, ὥστε σὲ στιγμὲς αὐτοκριτικῆς νὰ ἀνακαλεῖς στὴ μνήμη σου ἕνα λόγο τοῦ μικρασιάτη ποιητῆ μας Γιώργου Σεφέρη, ποὺ γράφηκε μὲν στὰ 1936, ἀλλὰ παραμένει ἐπίκαιρος καὶ σήμερα:
«Ὅσο προχωρεῖ ὁ καιρὸς καὶ τὰ γεγονότα, ζῶ ὁλοένα μὲ τὸ ἐντονότερο συναίσθημα πὼς δὲν εἴμαστε στὴν Ἑλλάδα, πὼς αὐτὸ τὸ κατασκεύασμα, ποὺ τόσοι σπουδαῖοι καὶ ποικίλοι ἀπεικονίζουν καθημερινά, δὲν εἶναι ὁ τόπος μας, ἀλλὰ ἕνας ἐφιάλτης, μὲ ἐλάχιστα φωτεινὰ διαλείμματα, γεμάτα μία πολὺ βαριὰ νοσταλγία. Νὰ νοσταλγεῖς τὸν τόπο σου ζώντας στὸν τόπο σου, τίποτα δὲν εἶναι πιὸ πικρό».
Ἡ ἐπανεύρεση συνεπῶς στὴν δύστροπη ἐποχή μας τοῦ ὀρθοδόξου πατερικοῦ προτύπου, ὅπως ἐνσάρκωσαν καὶ διέσωσαν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες, εἶναι ἡ μοναδική μας ἐλπίδα...
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Τρίτη 21 Νοεμβρίου 2023



Τὰ ὅρια τῆς ζωῆς μας
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ὡς νεαρὸς φοιτητὴς τῆς θεολογικῆς σχολῆς, ἤθελα νὰ ζωγραφίσω εἰκόνες. Δὲν γνώριζα τίποτε γιὰ τὶς εἰκόνες, παρὰ μόνο ὅτι μοῦ ἄρεσαν καὶ ὅτι ἦταν ἅγιες. Γιὰ μένα ἦταν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρχε ἡ πλούσια βιβλιογραφία γιὰ τὰ ὑλικὰ καὶ τὸ νόημά τους καθὼς καὶ γιὰ τὴν τεχνική τῆς εἰκονογραφίας. Τὸ ἴδιο μηδαμινὴ ἦταν καὶ ἡ γνώση μου τῆς ζωγραφικῆς. Ἀλλὰ ἔσπευσα σὰν τρελὸς νὰ ἀγοράσω ὑλικὰ (τὰ ὁποῖα ἦταν λανθασμένα ἔτσι κι ἀλλιῶς) καὶ ἔστησα ἕνα τεράστιο καμβὰ στὴν εἴσοδο τοῦ διαμερίσματός μου. Καὶ ἐκεῖ ἄρχισα νὰ ζωγραφίζω μία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Παντοκράτορα. Δὲν εἶχα ἐκπαιδευτεῖ καθόλου καὶ δὲν χρησιμοποίησα κανένα μοντέλο. Ἁπλῶς ζωγράφιζα. Ἡ προσπάθειά μου διήρκεσε σχεδὸν ἕνα μήνα. Ὅταν τελικὰ ἔφτασα τὸ σημεῖο ποὺ λογικὰ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι «τελείωσα», ρώτησα ἕνα φίλο μου, συμφοιτητή, ποὺ ἦταν καὶ ζωγράφος νὰ ἀξιολογήσει τὸ ἔργο μου.
Καὶ ἦρθε. Καὶ γέλασε.
«Ξέρεις σὲ ποιὸν μοιάζει;»
«Τὸν Χριστό;» ἀντέτεινα δειλά.
«Ὄχι, σὲ σένα μοιάζει!» Καὶ μοῦ ἐξήγησε κάτι ποὺ γνωρίζουν ὅλοι οἱ ζωγράφοι. Ἂν ζωγραφίζεις χωρὶς μοντέλο ὑπάρχει μεγάλη πιθανότητα νὰ ζωγραφίσεις ἀσυναίσθητα τὸν ἑαυτό σου. Ἡ εἰκόνα ἦταν «ὁ ἑαυτούλης μου».
Σκέφτομαι ἀρκετὰ συχνὰ αὐτὸ τὸ συμβὰν (καὶ ἔχω γράψει κιόλας γι’ αὐτό). Ὑπάρχει ἕνα πνευματικὸ μάθημα σ’ αὐτό. Τὸ νὰ ζωγραφίζει κάποιος χωρὶς μοντέλο, κατ’ εὐθείαν ἀπὸ τὴ φαντασία, σημαίνει νὰ ζωγραφίζει χωρὶς ὅρια. Τὸ μόνο πράγμα ποὺ ὑπάρχει χωρὶς ὅρια εἶναι τὸ ἐγώ μου, ὁ φανταστικὸς ἑαυτός μου. Ἡ «εἰκόνα» ποὺ ζωγράφισα τοῦ Χριστοῦ ἀποτέλεσε τὴν ἰδανικὴ ἀναπαράσταση τῆς ἁμαρτίας: τὸ ἐγὼ ὡς Θεός.
Πῶς διαφοροποιοῦμαι τὸ ἐγώ μας ἀπὸ τὸν Ἄλλο; Ὁ μόνος τρόπος εἶναι νὰ ἀναγνωρίσουμε τὰ ὅρια, ὅτι ὑπάρχει μία γραμμή, ἕνας χῶρος, ἕνας φράκτης ποὺ μὲ χωρίζει ἀπὸ τὸν Ἄλλο. Ἡ ἀγάπη δὲν προσπαθεῖ νὰ διαπεράσει τὸ ὅριο, οὔτε νὰ τὸ θολώσει. Ἡ ἀγάπη προϋποθέτει ἕνα περιορισμὸ τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ προβαλλόμενου ἐγώ. Ἡ ζωή σου δὲν ἔχει νὰ κάνει μὲ μένα.
Τὰ ὅρια παίρνουν πολλὲς μορφές. Μπορεῖ νὰ εἶναι ἀνησυχίες, ἀπόψεις, ἀνάγκες, φόβοι γιὰ κάποιο ἄλλο πρόσωπο. Αὐτὰ τὰ ψυχολογικὰ χαρακτηριστικὰ δὲν χρειάζεται νὰ εἶναι ἀπόλυτα γιὰ νὰ εἶναι ὅρια. Ὡς ὅρια κάποιας ἄλλης ὕπαρξης δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός μου. Σταματῶ ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζεις ἐσύ.
Τὸ ἐγώ μας, τὸ ὁποῖο ξεχωρίζω ἀπὸ τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό, βρίσκει μεγάλη δυσκολία μὲ τὰ ὅρια. Τὸ ἐγὼ εἶναι μία ἀφήγηση τῆς ζωῆς μας ποὺ δημιουργήσαμε ἐμεῖς. Εἶναι ἡ ἱστορία ποὺ λέμε γιά μᾶς. Εἶναι συχνὰ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα καὶ τὰ ξεκαθαρίζουμε. Αὐτὴ εἶναι μία συνεχὴς διαδικασία ποὺ ἀναθεωρεῖται συνέχεια. Μᾶς προκαλεῖ νὰ κρίνουμε καὶ νὰ κριτικάρουμε, νὰ ζυγίσουμε καὶ νὰ συγκρίνουμε. 
Ὁ Ἀρχιμ. Μελέτιος Γουέμπερ περιγράφει αὐτὴν τὴ διαδικασία ὡς τὴν ἐργασία τοῦ μυαλοῦ (σὲ ἀντίθεση μὲ τὴ διαδικασία τῆς καρδιᾶς):
«Γιὰ νὰ εἴμαστε σωστοὶ γιὰ ὁτιδήποτε, τὸ μυαλὸ μας ἔχει ἀνάγκη νὰ βρεῖ κάποιον ἢ κάτι ποὺ εἶναι λανθασμένο. Ὑπὸ κάποια ἔννοια, τὸ μυαλὸ ψάχνει πάντοτε γιὰ ἕναν ἐχθρὸ (τὸ ἄτομο ποὺ εἶναι «λανθασμένο») γιατί χωρὶς τὸν ἐχθρό, τὸ μυαλὸ δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι σίγουρο γιὰ τὴν ταυτότητά του. Ὅταν ὑπάρχει ἐχθρός, τότε μπορεῖ νὰ νιώσει περισσότερη σιγουριὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ τὸ μυαλὸ συνέχεια ψάχνει τὴ βεβαιότητα, ἡ ὁποία εἶναι παράγωγο τῆς ἐπιθυμίας νὰ εἶναι κάποιος ὀρθός, ἡ διαδικασία μὲ τὴν ὁποία ψάχνουμε καὶ βρίσκουμε ἐχθροὺς εἶναι ἕνας συνεχὴς ἀγώνας ἐπιβίωσης. Τὸ νὰ ἀναγνωρίζει τοὺς ἐχθροὺς εἶναι γιὰ τὸ μυαλὸ ὄχι ἕνα ἀτυχὲς ἐλάττωμα τοῦ χαρακτήρα, ἀλλὰ ἕνα οὐσιαστικὸ καὶ ἀναγκαῖο ἔργο… Δυστυχῶς τὸ νὰ εἶναι κάποιος σωστὸς δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ χρειάζονται οἱ ἄνθρωποι ἔστω καὶ ἂν δαπανοῦν μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς τους προσπαθώντας νὰ τὸ ἐπιτύχουν. Ἡ ὑπεράσπιση τοῦ ἐγὼ εἶναι σχεδὸν πάντοτε θέμα νὰ εἴμαστε ὀρθοί».
Κατὰ παράδοξο τρόπο, αὐτὴ ἡ διαδικασία δημιουργεῖ λανθασμένα ὅρια, τὰ ὅρια ποὺ στοιχειοθετοῦν τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Καὶ ἔτσι εἶναι οὐσιαστικὰ μία ναρκισσιστικὴ ἄποψη γιὰ τὸν κόσμο, ἕναν κόσμο σύμφωνα μὲ μένα. Ὅταν συναντοῦμε τὰ ἀληθινὰ ὅρια, τότε βρίσκουμε τὰ ὅρια τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ ἑπομένως ἀρχίζουμε νὰ βρίσκουμε τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό μας. Ἡ φύση τῆς καρδιᾶς (καὶ τοῦ ἀληθινοῦ ἑαυτοῦ) δὲν ὁρίζει τὸν ἑαυτό της ἀπὸ τὰ ὅριά της ἢ ἀπὸ τὸν ὁρισμὸ τοῦ ἄλλου ὡς λανθασμένου. Ἀποδέχεται μᾶλλον παρὰ κρίνει. Εἶναι σιωπηλὴ ἀντὶ θορυβώδης. Ἡ συνάντηση μὲ τὰ ὅρια δὲν προάγει τὴν ἀνάγκη τῆς ἐξέτασης, τοῦ προσδιορισμοῦ καὶ τῆς συζήτησης.
Ὅταν τὸ ἐγὼ ἀναζητᾶ τὸ Θεό, ἀπογοητεύεται βαθειὰ ἀπὸ τὴ σιωπή Του. Τὰ ὅρια τῆς σιωπῆς, τοῦ σκότους καὶ τῆς ἀπόκρυψης μὲ τὰ ὁποῖα συνήθως ὁ Θεὸς περιβάλλει τὸν Ἑαυτό Του, ἀντιμετωπίζονται μὲ ἀπογοήτευση, ἐπιχειρήματα, θυμὸ, ἀκόμα καὶ ἀπόρριψη. Τὸ ἐγὼ συχνὰ ἀντικαθιστᾶ τὰ προϊόντα τοῦ μυαλοῦ μὲ τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς ὡς ἰδέα εἶναι ἕνας Θεὸς ποὺ ταιριάζει ἀπόλυτα στὶς ἀνάγκες τοῦ ἐγώ. Τέτοιος Θεὸς θὰ καταλήξει νὰ εἶναι μία εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἐγώ. Ἀναπόφευκτα γινόμαστε αὐτὸ τὸ ὁποῖο λατρεύουμε.
Τὰ χρόνια κατὰ τὰ ὁποῖα ἔψαχνα σοβαρὰ γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ ἕλκυε ἕνας Θεὸς τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦσα νὰ ἀποκτήσω. Ἀντιλαμβανόμουν τὴν εὐχαριστιακὴ πειθαρχία τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὅτι ὑπῆρχαν πράγματα ποὺ δὲν μποροῦσα νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ χώρους στοὺς ὁποίους δὲν μποροῦσα νὰ ἐπισκεφτῶ, ἐνῶ τὸ πνευματικό μου ταξίδι ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθοδοξία δὲν εἶχε ὅρια. Μποροῦσα νὰ πάω ὅπου ἤθελα, νὰ πῶ ὁτιδήποτε, νὰ φάω ἢ νὰ πιῶ καὶ νὰ ταξιδέψω ὅπου ἤθελα. Καὶ ἔτσι κάθε προσπάθεια ποὺ κατέβαλλε τὸ ἐγώ μου, μὲ ἔφερνε ἀντιμέτωπο μὲ τὸ ἴδιο τὸ ἐγώ μου. Οἱ ἀκολουθίες τῆς Κυριακῆς ποὺ ἐπιτελοῦσα ὡς Ἀγγλικανὸς ἱερέας ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μεγάλων διαπραγματεύσεων, μεταξύ τοῦ δικοῦ μου ἐγὼ ἐνάντια στὰ ἐγὼ τῶν ἄλλων ποὺ ἤθελαν κάτι ἄλλο. Ἡ λατρεία ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀνήσυχης εἰρήνης, μιὰ ἐκπαίδευση σ’ ἕναν ἀνταρτοπόλεμο. Στὴν τελευταία μου ἐνορία, εἴχαμε τρεῖς λειτουργίες κάθε Κυριακή, γιὰ τρεῖς διαφορετικὲς ὁμάδες, οἱ ὁποῖες συχνὰ δὲν συμπαθοῦσαν ἡ μία τὴν ἄλλη.
Ἡ σύγχρονη συνήθεια τοῦ νὰ ψάχνουμε μία φιλικὴ Ἐκκλησία εἶναι τὸ λογικὸ παράγωγο μιᾶς ζωῆς ποὺ περιστρέφεται γύρω ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς ἀγορᾶς. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ θεραπεύσει τὴν ἀσθένεια ποὺ μᾶς ταλαιπωρεῖ ὅλους. Ὁ Ἰησοῦς δὲν πέθανε γιὰ νὰ σώσει τὸ ἐγώ. Πέθανε γιὰ νὰ τὸ νεκρώσει. Ὅταν μεταστράφηκα στὴν Ὀρθοδοξία, ἕνας φίλος, ὁ ὁποῖος ἀσπαζόταν τὸ σύγχρονο φιλελευθερισμό, εἶπε: «Ὁ Στέφανος ἔγινε Ὀρθόδοξος γιατί φοβᾶται τὴν ἀλλαγή».
Γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἔγινα Ὀρθόδοξος γιατί φοβόμουν ὅτι δὲν θὰ ὑπῆρχε ἀλλαγή, ἀλλὰ ὅτι οἱ ἴδιες κουβέντες θὰ ἐπαναλαμβάνονταν διαρκῶς.
Τὸ ἐγὼ κατασκευάζει μία χαρούμενη πόλη, γεμάτη μὲ κτίρια, ποὺ εἶναι προϊόντα διαπραγμάτευσης καὶ διαρκῶς μεταβαλλόμενους δρόμους. Δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν ἀξίες γιατί δὲν ὑπάρχει πραγματικότητα. Μόνο τὰ ὅρια ποὺ βάζουμε στὴ ζωὴ μας φανερώνουν τὸ ποιοὶ εἴμαστε. Ἐγὼ δὲν εἶμαι Θεός.
Π. Στέφανος Freeman

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023


Ἡ Παναγία, Μητέρα καὶ δούλη Κυρίου
Αὐτὴ τὴν περίοδο τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς λέμε πολὺ συχνὰ στὶς Ἀκολουθίες τὴν εὐχὴ τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου: «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μὴ μοὶ δῷς». Μὴ μοῦ δώσεις τέτοιο πνεῦμα ἀργολογίας, φιλαρχίας καὶ περιεργείας, κι ἀμέσως κάνουμε μία μετάνοια.
«Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ». Κάνουμε ἀμέσως ἄλλη μία μετάνοια.
«Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν». Κάνουμε πάλι μία μετάνοια.
Καὶ μετὰ κάνουμε 12 μὲ σταυρὸ μικρὲς μετάνοιες λέγοντας «Ὁ Θεὸς ἰλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» καὶ μετὰ μία μεγάλη μετάνοια λέγοντας: «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Αὐτὴ εἶναι πολὺ ὡραία προσευχή. Καλὰ θὰ εἶναι νὰ τὴν μάθετε ἀπέξω καὶ νὰ τὴν λέτε καὶ στὸ σπίτι σας, διότι ἔχει ὅλες τὶς χριστιανικὲς ἀρετές. Τὶς ἀρετὲς ποὺ πρέπει νὰ ἔχει ἕνας Χριστιανός, αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς ἀναφέρει μέσα.
Κι ἂν παρατηρήσουμε, θὰ δοῦμε ὅτι ἡ Παναγία μας αὐτὲς τὶς ἀρετὲς τὶς εἶχε ὅλες. Καὶ δὲν θὰ πῶ γιὰ ὅλες τὶς ἀρετές, ὅπως εἶναι ἡ ἀγάπη, ἡ ταπείνωση, ἀλλὰ θὰ πῶ μόνο γιὰ μία ἀρετή, ἐπειδὴ ὅλοι τὴν παθαίνουμε ἐδῶ, ὅτι η Παναγία μας δὲν ἔλεγε πολλὰ λόγια. Ἔκανε μεγάλα ἔργα, ὅσο κανένας ἄνθρωπος. Αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἡ Παναγία μας, κανένας ἄνθρωπος δὲν τὸ ἔκανε, ὅσο σοφός, ὅσο μεγάλος, ὅσο ἅγιος καὶ νὰ ἦταν, νὰ γεννήσει τὸν Θεό. Μόνο ἡ Παναγία μας. Ἀλλὰ ἦταν πολὺ ταπεινὴ καὶ ἔλεγε λίγα λόγια.
Στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιο, ἂν θυμᾶμαι καλά, σὲ τέσσερεις περιπτώσεις ἀναφέρεται ὅτι ἡ Παναγία μας μίλησε. Ἐνῶ ἦταν δίπλα στὸν Χριστό, τὸν βοηθοῦσε καὶ ὡς Μητέρα Του καὶ ὡς Μαθήτριά Του, ἐντούτοις ἀπὸ λόγια σχεδὸν τίποτε.
Πρώτη φορὰ ποὺ μίλησε ἡ Παναγία ἦταν στὸν Εὐαγγελισμό της, ὅταν τῆς εἶπε ὁ ἀρχάγγελος Γαβριὴλ ὅτι θὰ γεννήσει τὸν Χριστὸ καὶ Θεό, τὸν ἐρώτησε: «Πῶς ἔσται μοι τοῦτο, ἐπεὶ ἄνδρα οὐ γινώσκω». Πῶς θὰ γίνει ἀφοῦ δὲν ἔχω ἄνδρα; Καὶ τῆς εἶπε ὁ Ἄγγελος: «Ἐκ Πνεύματος ἁγίου» καὶ ἡ Παναγία τοῦ ἀπάντησε: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου. Γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμα σου».
Δὲν εἶχε ἀντιρρήσεις καὶ ἀμφιβολίες. «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου…» δείχνει τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ὑπακοὴ ποὺ εἶχε ἡ Παναγία. Ἐκεῖνο τό: «Ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου», διόρθωσε τὴν ἀνυπακοὴ τῆς Εὔας. Καὶ ἡ Παναγία μας εἶναι πλέον ἡ Δευτέρα Εὔα.
Μία ἄλλη φορὰ ποὺ μίλησε ἡ Παναγία μας εἶναι ὅταν πῆγε στὴν πόλη Ὀρεινή, ἐκεῖ ποὺ ζοῦσε ἡ συγγενής της, ἡ Ἐλισάβετ, ἡ μητέρα τοῦ ἁγίου Προδρόμου. Μόλις τὴν εἶδε ἡ Ἐλισάβετ, τὴν ἐρώτησε καὶ τῆς εἶπε: «Πῶς ἦταν δυνατὸν νὰ ἔλθει σὲ μένα ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου μου;» καὶ σκίρτησε τὸ βρέφος στὴν κοιλιά της.
Χάρηκε μέσα στὴν κοιλιά της ὁ Πρόδρομος. Ἀπὸ τότε ἔδειξε ὅτι ἦταν προφήτης. Χοροπήδησε ἀπὸ τὴ χαρά του. Κατάλαβε ὅτι ἀπέναντί του εἶναι ἡ Παναγία, ἡ ὁποία ἔχει στὴν κοιλιά της τὸν Θεό. Καὶ τρόπον τινὰ μὲ ἐκεῖνο τὸ σκίρτημα ἔδειξε σὰν νὰ προσκύνησε τὸν Θεό, τὸν Χριστό.
Καὶ τότε ἡ Παναγία μας εἶπε ἐκεῖνον τὸν ὡραῖο ὕμνο: «Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμα μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ Σωτήρι μου. Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ» κλπ., τὸν ὁποῖο ψάλλουμε κάθε πρωὶ στὸν ὄρθρο στὴν ἐνάτη Ὠδή, ὅταν λέγει ὁ ἱερεύς: «Τὴν Θεοτόκον καὶ Μητέρα τοῦ φωτὸς ἐν ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν». Καὶ ἀρχίζει ὁ ψάλτης λέγοντας τοὺς στίχους αὐτούς, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ Παναγία μας δόξαζε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ μεγαλεῖα Του καὶ ὅτι ἀξίωσε Αὐτήν, μία ταπεινὴ καὶ ἄσημη χωριατοπούλα, νὰ γεννήσει τὸν Θεό.
Ἦταν λοιπὸν ἡ δεύτερη φορὰ ποὺ μίλησε ἡ Παναγία καὶ ἦταν ὕμνος καὶ δοξολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Τρίτη φορὰ ποὺ μίλησε ἡ Παναγία ἦταν, ὅταν ἔχασε τὸν Χριστὸ δωδεκαετή. Θυμάστε ποὺ πῆγαν στὸν ναὸ νὰ προσκυνήσουν καὶ ὁ Χριστὸς ἔμεινε πίσω καὶ τὸν ἔχασε. Μετὰ τὸν βρῆκαν καὶ τὸν μάλωσε λίγο, μὲ πολλὴ βέβαια ἀγάπη καὶ διάκριση, καὶ ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε: «Δὲν ἤξερες ὅτι πρέπει νὰ εἶμαι στὸ σπίτι τοῦ Πατέρα μου;» Ξεκαθάρισε τὰ πράγματα ὅτι Πατέρας Του εἶναι ὁ Θεὸς καὶ ὅτι ἐκεῖ εἶναι ἡ θέση Του.
Καὶ ἡ τέταρτη φορὰ ποὺ μίλησε ἡ Παναγία μας ἦταν στὸν ἐν Κανᾷ γάμο. Εἶχαν πάει μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ τότε, ὅταν τελείωσε τὸ κρασί, εἶπε στὸν Κύριο: «Τὸ κρασὶ τοὺς τελείωσε» καὶ ὁ Κύριος τὴν ἀποπῆρε ἐπίτηδες, γιὰ νὰ δείξει ὅτι δὲν ἔχει σαρκικὴ σχέση μαζί της, ἀλλὰ μόνο πνευματική, καὶ ὅτι Αὐτὸς εἶναι Θεός.
Τῆς εἶπε: «Τί ἐμοὶ καὶ σύ, γύναι;» Τί σχέση ἔχω ἐγὼ μὲ σένα, γυναίκα; Ἐγὼ εἶμαι Θεός, καὶ ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος. Ἀλλὰ μετὰ ὅμως τῆς ἔκανε ὑπακοή. Καὶ τότε εἶπε ἡ Παναγία: «Ὅ,τι σᾶς λέγει κάνετε». Ἡ Παναγία δὲν ἀπογοητεύθηκε. Ἤξερε ὅτι θὰ κάνει θαῦμα ὁ Χριστὸς καὶ ἂς τῆς εἶπε ἔτσι. Καὶ τότε εὐλόγησε ὁ Κύριος καὶ τὸ νερὸ ἔγινε κρασί. Καὶ συνεχίσθηκε ἡ χαρὰ τοῦ γάμου.
Αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πολὺ ὡραία. Νομίζω ὅτι τὴν εἶπε ἡ Παναγία μας γιὰ ὅλο τὸν κόσμο: «Ὅ,τι καὶ νὰ σᾶς λέγει, νὰ τὸ κάνετε». Ὡραῖο δὲν εἶναι αὐτό; Ὅ,τι σᾶς λέγει ὁ Υἱός μου νὰ τὸ κάνετε. Αὐτὸ τὸ λέγει τώρα καὶ σ’ ἐμᾶς: «Ὅ,τι σᾶς λέγει νὰ τὸ κάνετε». Τέσσερεις λεξοῦλες, ἀλλὰ τί μεγάλη σημασία ἔχουν! Καὶ νὰ τὰ ἔχουμε αὐτὰ τὰ λόγια βαθιὰ στὴν καρδιά μας. Μᾶς λέγει λοιπὸν ἡ Παναγία: «Κάνετε τὸ θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου καὶ ἔτσι θὰ ἔχετε σωτηρία».
Ἔτσι λοιπόν, ἂς προσπαθήσουμε αὐτὴ τὴν περίοδο νὰ μιμηθοῦμε τὴν Παναγία μας, ἰδιαίτερα σ’ αὐτὴν τὴν ἀρετή, τὴν ὁποία ὅλοι μας πολλὲς φορὲς τὴν ἀθετοῦμε. Λέμε πολλὰ λόγια καὶ μερικὰ ἀπ’ αὐτὰ εἶναι κατάκριση. Πολὺ μεγάλη ἁμαρτία ἡ κατάκριση. Ἤ ἀργολογία… Καὶ δὲν βγαίνει ὠφέλεια ἀπὸ τὰ πολλὰ λόγια. Ὅταν λέγει κανεὶς πολλὰ λόγια, θὰ γλιστρήσει σίγουρα καὶ σὲ κάποια ἁμαρτία.
Ὅσο λιγότερα λέμε, τόσο καλύτερα. Τώρα λοιπὸν στὴν περίοδο αὐτὴ ἂς προσέχουμε νὰ περιορίσουμε τὴν ἀργολογία, τὴν πολυλογία καὶ νὰ λέμε κι ἐμεῖς λόγια πνευματικὰ καὶ ἅγια, ὅπως ἔλεγε ἡ Παναγία μας.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2023


Θύματα καὶ ὕποπτοι
Ἡ ἐποχή μας διαπνέεται ἀπὸ κοινωνικὴ εὐαισθησία. Ἡ εὐαισθησία αὐτὴ φαίνεται ὅτι δὲν ἀναγνωρίζει πρόσωπα ἀλλὰ κοινωνικὲς ὁμάδες. Οἱ ὁποῖες θεωροῦνται a priori καλὲς ἢ κακές, χρήζουν ὑπερασπίσεως ἢ καταδίκης. Μάλιστα, μὲ περισσὴ εὐκολία τὰ πρόσωπα κατατάσσονται στὶς ἀντίστοιχες ὁμάδες, δεχόμενα τὴν ὑπεράσπιση ἢ τὴν καταδίκη ἀδιακρίτως.
Μέσα σὲ τοῦτο τὸν μανιχαϊσμὸ καλοῦ καὶ κακοῦ ἀξιοποιεῖται καὶ ἡ ἰδιότητα τοῦ «ἀδικημένου». Τὰ χαρακτηριστικὰ ποὺ πρέπει νὰ ἔχει μία ὁμάδα ὥστε νὰ λάβει τὴν ταυτότητα τοῦ ἀδικημένου – καὶ ἑπομένως τοῦ καλοῦ – εἶναι τὰ ἀκόλουθα:
Νὰ ἀποτελεῖ μειονότητα.
Νὰ εἶναι παραβατική.
Γιὰ παράδειγμα, μὲ ὅσο μεγαλύτερη μανία θρυμματίζει κάποιος τὴ βιτρίνα ἑνὸς καταστήματος, τόσο περισσότερο ἀξίζει τὴ δικαίωση καὶ τὴν ἐνθάρρυνση, διότι ἡ ἀπεγνωσμένη αὐτὴ πράξη εἶναι ἐπανάσταση ἐνάντια στὴ φασιστικὴ κοινωνία. Καὶ τοῦτο ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ποιός εἶναι ὁ συγκεκριμένος δράστης, καὶ ποιά ἦταν τὰ πραγματικὰ καὶ βαθύτερα κίνητρά του. Ἀντίστοιχα, ὅσο μεγαλύτερη χυδαιότητα καὶ προκλητικὴ συμπεριφορὰ ἐκδηλώνει ὁ παρελαύνων στὸ gay parade, τόσο ἐντονότερα καταγγέλλει τὴν ὁμοφοβικὴ ὑποκρισία τῆς κοινωνίας, κερδίζοντας τὴ συμπαράσταση τῆς μεταμοντέρνας διανόησης.
Ἀντιθέτως, ὁ ἄτυχος ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ μειονότητα καὶ δὲν ἀσκεῖ παραβατικὴ συμπεριφορὰ τυγχάνει ἐκ προοιμίου ὕποπτος ὅτι ἀνήκει στήν (ἢ συμβιβάζεται μὲ τήν) καταπιεστική, πατριαρχικὴ καὶ ρατσιστικὴ κοινωνία ποὺ συντηρεῖ τὶς δομὲς τῆς κοινωνικῆς ἀδικίας.
Μπορεῖ νὰ δεῖ κάποιος στὴ σύγχρονη λογοτεχνία τὸν τύπο τοῦ ἀντι-ἥρωα. Στίχοι καὶ τραγούδια μὲ ἀνθρωπιστικὲς ἐξάρσεις ὑπερυψώνουν τὸν νέο ποὺ χάνεται στὸ χάος τῆς πόλης, κρατώντας ἕνα τσιγάρο καὶ τὸ φεγγάρι (στὰ μάτια τοῦ ποιητῆ), βυθισμένος στὴν ἀνωνυμία. Βέβαια, οἱ λόγιοι ποὺ ἀπαθανατίζουν αὐτὸν τὸν νέο συνήθως δὲν ἀσχολοῦνται στὴν πράξη μὲ κανένα συγκεκριμένο νέο. Αὐτὸ ποὺ ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ ὑπερέξαρση τῆς κοινωνικῆς ὁμάδας. Ἡ ὁμάδα θυματοποιεῖται καὶ μάλιστα ἡρωοποιεῖται. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀνήκει σ’ αὐτὴν θεωρεῖται ἐκ τῶν προτέρων θύμα μιᾶς κοινωνίας, καὶ γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς γίνεται ὁ ἥρωας τῶν ποιημάτων καὶ ἀφηγημάτων.
Αὐτὸ δὲν εἶναι μόνο λογοτεχνικὸ μοτίβο. Ἀποτελεῖ ἰδεολόγημα ποὺ γνωρίζει μόνο μία διάκριση: σὲ θύτες καὶ θύματα. Ἀγνοεῖ ὅτι ὑπάρχουν καὶ ἄνθρωποι ποὺ εἶναι θύτες καὶ θύματα τοῦ ἑαυτοῦ τους. Παραβλέπει τὸ ὅτι ἡ θυματοποίηση εἶναι συχνὰ «μία κάποια λύσις», ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο τοῦ νωθροῦ, τοῦ ἀνεύθυνου ἢ τοῦ νάρκισσου, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει μόνο δικαιώματα καὶ γι’ αὐτὸ ἀδικεῖται συνεχῶς καὶ ἐξοργιστικὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία.
Κανεὶς δὲν πρόκειται νὰ τραγουδήσει ἢ νὰ προβάλει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο τὸν ἄλλον ἥρωα. Ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ ἀναγνωρισμένη μειονότητα καὶ δὲν εἶναι παραβατικός. Ὅπως ἕνα παιδὶ ποὺ τὴ δεκαετία τοῦ ‘80 μελετοῦσε τὰ βράδια τοῦ χειμώνα μὲ ἕνα κερί, καὶ τὴν ἡμέρα μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔμπαινε ἀπὸ τὸ σπασμένο παράθυρο. Ἡ μητέρα του στὸ ψυχιατρεῖο, καὶ ὁ πατέρας του στὸν τζόγο. Ὅσο κι ἂν θυμίζει μελόδραμα, ἡ περίπτωση εἶναι πραγματική. Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἔτσι μεγάλωσε, σπούδασε καὶ ἀγωνίζεται στὴν σκληρὴ καθημερινότητα.
Ἢ οἱ δύο φοιτητὲς ποὺ προσφάτως ἔπαιζαν βιολὶ στοὺς δρόμους τῆς ἐπαρχιακῆς πανεπιστημιούπολης, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσουν τὸ φαγητό τους καὶ νὰ συνεχίσουν τὶς σπουδές τους. Αὐτοὶ εἶναι οἱ ἀόρατοι ἥρωες. Δὲν θορυβοῦν, δὲν κλαίγονται, δὲν ἀρνοῦνται τὴ ζωή τους. Ἀπαιτοῦν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους καὶ ἀναμετρῶνται δημιουργικὰ μὲ τὶς προκλήσεις. Δὲν χάνονται ἀπὸ τὴν κοινωνία, ἀλλὰ τὴ βοηθοῦν νὰ βρεῖ ἡ ἴδια τὸν ἑαυτό της. Κανεὶς δὲν θὰ τοὺς τραγουδήσει, κανεὶς δὲν θὰ τοὺς ὑπερασπισθεῖ. Περιέρχονται αὐτομάτως στὴν κατηγορία τῶν ὑπόπτων. Ὁ λόγος εἶναι ἁπλός: δὲν ἀνήκουν σὲ μειονότητα καὶ δὲν κάνουν θόρυβο.
Ὅσο παράξενο κι ἂν φαίνεται, ἡ στάση αὐτὴ τῆς νέας ἐποχῆς μεταφέρεται καὶ στὸν τρόπο ποὺ πολλοὶ κοσμικοὶ χριστιανοὶ βλέπουν τὴν μοναστικὴ κοινωνία. Καὶ ἐδῶ ὁ παραβατικός, ὁ παρήκοος, ὁ «ἐπαναστάτης» μοναχὸς ποὺ καταγγέλλει καὶ ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν «ἐξουσία» (τὴν ὁποίαν ἐκπροσωποῦν ὅλοι οἱ ἄλλοι) θεωρεῖται αὐτομάτως ὡς ὁ φέρων καὶ ὁμολογῶν τὴν ἀλήθεια. Διότι αὐτὸς μόνος ξεχώρισε ἀπὸ τὴ μάζα τῶν κοιμωμένων ὑποτακτικῶν. Ὅσο περισσότερο καταργεῖ τοὺς μοναχικοὺς κανόνες (πάντοτε στὸ ὄνομα τῆς ὀρθῆς πίστεως) τόσο περισσότερο ἀγωνιστὴς θεωρεῖται, τόσο περισσότερο κερδίζει τὶς ἐντυπώσεις. Καὶ οἱ ἐντυπώσεις ὁρίζουν πλέον στὴ συνείδηση πολλῶν τὴν ἀλήθεια.
Εὐτυχῶς καὶ ἐδῶ καὶ παντοῦ ὑπάρχουν οἱ ἀόρατοι ἀγωνιστές, ποὺ δίνουν ψυχὴ στὸ σῶμα τοῦ κόσμου, χωρὶς ὁ κόσμος νὰ τὸ καταλαβαίνει…
Ἱερομόναχος Χρυσόστομος Κουτλουμουσιανὸς

Σάββατο 18 Νοεμβρίου 2023



Ἕνα σκάνδαλο, πολλὲς ἁμαρτίες καὶ ἕνας ἅγιος!
Μία ἀπὸ τὶς ὡραιότερες ἱστορίες τοῦ Λαυσαϊκοῦ περιγράφει τὸ βίο ἑνὸς μοναχοῦ, ποὺ ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τὸ μοναστήρι, δούλευε σὰν φορτοεκφορτωτὴς στὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξάνδρειας. Καὶ ὅπως ἀπὸ κάθε λιμάνι, οὔτε ἀπ’ αὐτὸ ἔλειπαν οἱ πόρνες. Ὁ «μοναχὸς» δούλευε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ξόδευε ὅλα ὅσα κέρδιζε, «ἀγοράζοντας» τὴν συντροφιὰ μιᾶς πόρνης γιὰ ὅλη τὴ νύχτα.
Ἦταν ἡ ντροπὴ τῶν χριστιανῶν τῆς πόλης, ἦταν τὸ σκάνδαλο τῆς Ἐκκλησίας. Τὰ χρόνια περναγαν καὶ παρὰ τὶς ἐκκλήσεις καὶ τὶς συστάσεις, αὐτὸς συνέχιζε τὴν ἁμαρτωλή του ζωή. Κάποτε, ὅπως σὲ ὅλους μας, ὁ θάνατος ἦρθε σὰν λύτρωση, σὰν φάρμακο ποὺ θὰ τὸν ἔσωζε ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες ποὺ δὲν σταμάτησε νὰ κάνει ἀκόμη καὶ λίγο πρὶν πεθάνει. Καὶ πῶς νὰ τὸν ἀφήσουν χωρὶς ταφὴ γιὰ χριστιανό; Οἱ παπάδες τῆς πόλης τὸν πῆραν νὰ τὸν κηδέψουν καὶ μαζί του νὰ θάψουν τὸ σκάνδαλο. Τὸ νέο μαθεύτηκε: Ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς πέθανε. Ποιὸς ἄραγε θὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία νὰ τὸν ἀποχαιρετήσει;
Ἡ ἐκκλησία στὴν κηδεία του γέμισε ἀπὸ γυναῖκες τῆς Ἀλεξάνδρειας, τίμιες γυναῖκες, χριστιανές, ποὺ ἦρθαν νὰ τὸν ἀποχαιρετήσουν, μὰ ὄχι σὰν ἕναν ὁποιοδήποτε νεκρό, σὰν ἅγιο! Κάποιος γνώρισε σὲ κάποια ἀπὸ αὐτὲς τὸ πρόσωπο μιᾶς πόρνης, ποὺ εἶχε καιρὸ νὰ δεῖ στὸ λιμάνι… δὲν ἦταν ὅμως, ὅπως τὴν θυμόταν. Κάποιες ἄλλες, ἁπλά τοὺς θυμίζαν κάτι ἀπόμακρο.
Τότε ἡ πόλη ἔμαθε πὼς ὁ «γεροπόρνος» μοναχὸς ἦταν ἕνας ἅγιος, ποὺ μὲ τὰ λεφτὰ ποὺ κέρδιζε, ἐξαγόραζε μία νύχτα χωρὶς ἁμαρτία, ἀγόραζε τὸ «δικαίωμα» στὸ σῶμα τους γιὰ νὰ κερδίσει τὴν ψυχή τους. Τότε ἡ πόλη ἔμαθε, ὅτι αὐτὸς ποὺ νομίζαν ὅτι εἶναι τὸ «σκάνδαλο» ἦταν ἡ ἁγνότητα, ἡ ἄδολη ἀγάπη, ἡ αὐταπάρνηση, ὁ ἄνθρωπος, ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ προσευχὴ καὶ ἡ θέωση. Γιατί ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ δὲν κρίνεται στὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, ἀλλὰ στὸ τέλος της. Γιατί ἀκόμη κι ὅταν ὁ ἴδιος ζεῖ «καθὼς πρέπει», πρέπει νὰ μαρτυρήσει, πρέπει νὰ ζήσει τὴν μαρτυρία καὶ τὸ μαρτύριο. Τελικὰ ποιὸς εἶναι τὸ σκάνδαλο, ὁ ἄλλος ἢ ἐμεῖς; Μήπως ἐγὼ εἶμαι αὐτὸς ποὺ θέτω στὸν ἄλλο τὸ προσωπεῖο ποὺ μοῦ ταιριάζει νὰ τὸν βλέπω; Μήπως γιατί φοβᾶμαι μὴν ἀποκαλυφθεῖ τὸ δικό μου προσωπεῖο;
Καὶ τελικὰ τί κάνουμε μὲ τὸ σκάνδαλο, ποιὸς τὸ κουβαλᾶ, ποιὸς θὰ «σώσει» τὸ σκάνδαλο; Τὸ ἐρώτημα εἶναι οὐσιαστικό, γιατί τὸ σκάνδαλο τοῦ ἄλλου ἔχει μιὰ θεμελιακὴ λειτουργία: Γεμίζει τὰ δικά μας κενά, τὰ κενά τοῦ ἐγωισμοῦ μας. Εἶναι εὔκολο νὰ κατηγορήσουμε, εἶναι εὔκολο νὰ γκρεμίσουμε, ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ποῦμε τὸν καλὸ λόγο, νὰ δουλέψουμε γιὰ τὸ κοινὸ καλό! Υἱοθετοῦμε ἐπιλογὲς ἀπάνθρωπες καταρχὴν γιὰ τὸν ἑαυτό μας, ποὺ ὁδηγοῦν στὴν κάθε μορφῆς κρίση, ἡ ὁποία δὲν εἶναι ὑπόθεση ἰδεολογίας, θεωρίας ἢ δομῶν, εἶναι πρωτίστως τὸ ἀποτέλεσμα τῆς λειτουργίας χωρὶς πραγματικὸ σκοπό, ἡ εἴσοδος σὲ ἕναν μηχανισμὸ κατάρρευσης καὶ φθορᾶς. Σήμερα ζοῦμε μὲ μοναδικὴ ἔνταση τὴν ποιοτικὴ ἀπώλεια τῶν ἐσωτερικῶν κριτήριων μιᾶς κοινωνίας ποὺ δὲν «κοινωνεῖ», ἀλλὰ μόνο «ἐπικοινωνεῖ» τὰ ἀδιάλειπτα κενά της. Ἡ «πραγματικὴ ζωὴ» δὲν εἶναι ἡ δική μας, ἀλλὰ τοῦ ἀλλοῦ. Ἐντούτοις ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὴν δική μας ζωή, γιατί στὴν τελικὴ Κρίση τὸ δικό μας βιβλίο, τῆς ζωῆς μας, θὰ εἶναι ἀδειανό.
Ἰωάννης Παναγιωτόπουλος

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023



Ἡ Ἀθήνα ὑπὸ τὸ σεληνόφως!
Ἡ πανσέληνος εἶχε ἀρχίσει πιὰ νὰ ἀνεβαίνει ψηλά. Προχωρήσαμε ἀπρόσεκτα καὶ χωρὶς δεύτερη σκέψη μέχρι τὶς αἰωρούμενες στὸ κενὸ ἐπάλξεις τῆς Ἀκρόπολης καὶ κοιτάξαμε κάτω – τί θέαμα! Τί ὑπέροχο θέαμα! Ἡ Ἀθήνα ὑπὸ τὸ σεληνόφως! Ὁ προφήτης ποὺ νόμισε ὅτι τοῦ ἀποκαλύφθηκε τὸ μεγαλεῖο της Ἱερουσαλὴμ εἶναι σίγουρο πὼς στὴν πραγματικότητα εἶδε τὴν Ἀθήνα! Ἁπλωνόταν σὲ μία ἐπίπεδη πεδιάδα κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας –σὰν ἕνας τεράστιος πίνακας– κι ἐμεῖς τὴν κοιτούσαμε σὰν νὰ βρισκόμαστε σὲ ἀερόστατο.
Δὲν εἴδαμε κάτι ποὺ νὰ θυμίζει δρόμο, ἀλλὰ κάθε σπίτι, κάθε παράθυρο, κάθε στριφογυριστὸ ἀμπέλι, κάθε προεξοχὴ διακρινόταν τόσο καθαρά, λὲς καὶ ἦταν καταμεσήμερο, ἐνῶ ταυτόχρονα δὲν ὑπῆρχε καμία ἀντανάκλαση, καμία λάμψη, τίποτα τραχὺ ἢ ἀπωθητικό – ἡ σιωπηλὴ πόλη κολυμποῦσε στὸ πιὸ γλυκὸ φῶς ποὺ ἔριξε ποτὲ ἡ σελήνη κι ἔμοιαζε μὲ ζωντανὸ πλάσμα ποὺ ἔχει βυθιστεῖ στὸν πιὸ γαλήνιο ὕπνο.
Στὴν πιὸ μακρινὴ ἄκρη τῆς πόλης ὑπῆρχε ἕνας μικρὸς ναός, τοῦ ὁποίου οἱ ντελικάτοι κίονες καὶ ἡ διακοσμημένη πρόσοψη αἰχμαλώτιζε τὸ μάτι σὰν νὰ τὸ μάγευε μὲ τὴ στιλπνότητά της, καὶ ἐκεῖ κοντὰ οἱ κρεμώδεις τοῖχοι τοῦ παλατιοῦ τοῦ βασιλιὰ συνόρευαν μὲ τὴ ζούγκλα ἑνὸς μεγαλοπρεποῦς κήπου ποὺ λαμπύριζε κάτω ἀπὸ μία βροχὴ ἀπὸ σκόρπια κεχριμπαρένια φῶτα – μία βροχὴ ἀπὸ χρυσὲς σπίθες ποὺ ἔχαναν τὴ φωτεινότητά τους μπροστὰ στὴ λάμψη τῆς σελήνης καὶ ἀστραποβολοῦσαν πάνω σὲ μία θάλασσα σκουρόχρωμου φυλλώματος, ὅπως τὰ χλωμὰ ἀστέρια πάνω στὸ γαλαξία.
Ἀπὸ πάνω μας οἱ ἐπιβλητικοὶ κίονες, μεγαλοπρεπεῖς ἀκόμα μέσα στὴ φθορά τους –κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας ἡ ὀνειρεμένη πόλη, στὸ βάθος ἡ ἀσημένια θάλασσα–, σὲ ὁλόκληρη τὴ γῆ δὲν ὑπάρχει πουθενὰ πιὸ ὄμορφη εἰκόνα! 
Σήμερα ἀποπλεύσαμε γιὰ Κωνσταντινούπολη, ἀλλὰ μερικοὶ ἀπὸ ἐμᾶς δὲν ἐνδιαφέρονταν καθόλου πιά. Εἴχαμε δεῖ ὅλα ὅσα ἦταν νὰ δοῦμε στὴν ἀρχαία πόλη ποὺ χτίστηκε πρὶν χιλιάδες χρόνια καὶ ἦταν ἤδη παλιὰ πρὶν κἄν χτιστοῦν τὰ θεμέλια τῆς Τροίας – καὶ εἴχαμε δεῖ τὴν πιὸ γοητευτικὴ εἰκόνα της. Ὅποτε, γιατί νὰ ἐνδιαφερόμαστε;
Μὰρκ Τουέιν  (1867)