Σάββατο 30 Ιουνίου 2018

Μονόλογος εὐαισθήτου ἀνδρός (1)
Μεγάλη δυστυχία εἶναι νὰ ἔχει κανεὶς πολὺ καλὴν καρδίαν. Τὸ ἠξεύρω ἐκ πείρας, διότι μ᾿ ἔκαμεν ὁ Θεὸς πάρα πολὺ εὐαίσθητον. Δὲν ἠμπορῶ νὰ δῶ ἄνθρωπον νὰ πάσχῃ καὶ νὰ κλαίει, χωρὶς νὰ γίνουν τὰ νεῦρα μου ἄνω κάτω, οὔτε νὰ ἐννοήσω πὼς κατορθώνουν ἄλλοι νὰ παρευρίσκωνται εἰς λυπηρὰ θεάματα. Ἂν τύχη ν᾿ ἀποθάνη γνώριμός των, τρέχουν εἰς τὴν κηδείαν, ἀκόμη καὶ ἂν χιονίζῃ. Ἀλλ᾿ ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ ἰδῶ ἀποθαμένον ἄνθρωπον ὅπου ἐγνώρισα ζωντανόν, χωρὶς νὰ μὲ ταράξη ἡ σκέψις ὅτι κι ἐγὼ θ᾿ ἀποθάνω. Ἔπειτα ἂν οἱ συγγενεῖς του ἐφαίνοντο φρόνιμοι καὶ παρηγορημένοι, τοῦτο θὰ μ᾿ ἐπείραζε, διότι δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἐγωιστάς. Ἂν πάλιν ἔκλαιαν καὶ ἐθρήνουν, τὸ θέαμα θὰ μοῦ ἔκοπτε τὴν ὄρεξιν ἢ θὰ χαλοῦσε τὴν χώνεψίν μου. Τὸ στομάχι μου εἶναι κι ἐκεῖνο εὐαίσθητο καὶ δυὸ πράγματα δὲν ἠμπορεῖ νὰ χωνέψη, τὸν ἀστακὸν καὶ τὰς συγκινήσεις. Τᾶς συγκινήσεις εὔκολον εἶναι νὰ τὰς ἀποφύγω, νὰ μὴν τρώγω ὅμως ἀστακὸν θὰ ἦτο θυσία τόσόν μεγάλη, ὥστε μου συμβαίνει πολλὲς φορὲς νὰ ξεχάσω πὼς εἶμαι βαρυστόμαχος καὶ νὰ θυμηθῶ ὅτι πρέπει κανεὶς νὰ συγχωρᾷ εἰς ὅσους ἀγαπᾷ τὰ ἐλαττώματά των.
Ἄλλο πρᾶγμα ὅπου δὲν ἠμπορῶ νὰ καταλάβω εἶναι νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι τόσον σκληρόκαρδοι, ὥστε νὰ δέχωνται νὰ παρασταθοῦν φίλοι τῶν εἰς μονομαχίαν. Ἀλλ᾿ ἐγὼ εἶμαι εὐαίσθητος, καὶ μόνη ἡ ἰδέα ὅτι ἠμπορεῖ ὁ φίλος μου ἢ ὁ ἀντίπαλός του νὰ πάθη, μὲ κάμει νὰ ἀνατριχιάζω. Πρὸ πάντων ὅταν συλλογίζομαι, ὅτι τὴν ἡμέραν τῆς μονομαχίας πρέπει νὰ σηκωθῶ εἰς τὰς ἑπτά, ἂς εἶναι καιρὸς ἄσχημος, νὰ χασομερέψω εἰς τρεχάματα, συνεντεύξεις καὶ συντάξεις πρωτοκόλλων, καὶ ἴσως νὰ πληρώσω καὶ ἁμαξιάτικα μὲ κίνδυνο νὰ τὰ χάσω, ἂν τύχῃ, Θεὸς φυλάξοι, ὁ φίλος μου νὰ σκοτωθῇ.
Μεγάλη πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀναισθησία καὶ ἐκείνων ὅπου δανείζουν εἰς τοὺς φίλους των χρήματα, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἐνδέχεται νὰ μὴ δυνηθῆ νὰ τὰ ἀποδώση εἰς τὴν προθεσμίαν, νὰ τοὺς ἐντρέπεται καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγῃ. Τοῦτο ἠμπορεῖ νὰ φανῇ μικρὸν κακὸν εἰς ὅσους δὲν ἔχουν καρδιάν, ἀλλ᾿ ἡ ἰδική μου θὰ ἐῤῥαγίζετο, ἂν παλαιός μου φίλος, μ᾿ ἀπαντοῦσεν εἰς τὸν δρόμον καὶ ἐκαμώνετο πὼς δὲν μὲ εἶδεν. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ μ᾿ ἔκανε νὰ πάρω τὴν ἀπόφασιν νὰ μὴ δανείσω ποτὲ εἰς φίλον μου ἑκατὸ δραχμᾶς, ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ σωθῆ μὲ αὐτὰς ἡ τιμὴ καὶ ἡ ζωή του. Παρὰ νὰ τῶν ἰδῶ ἀχάριστον, καλύτερα νὰ τὸν κλάψω ἀποθαμένον, ἀφοῦ μάλιστα θὰ μ᾿ ἐμπόδιζεν ἡ εὐαισθησία μου νὰ ὑπάγω εἰς τὴν κηδείαν του (...)
Ἄλλη σκληρότης καὶ κουταμάρα εἶναι ἐκείνων ὅπου δίδουν ἐλεημοσύνη εἰς τοὺς πτωχούς, χωρὶς νὰ συλλογισθοῦν ὅτι ἂν μὲν εἶναι ὁ ἐλεούμενος ἱκανὸς νὰ ἐργασθῆ, ἐνθαῤῥύνουν τὴν ὀκνηρίαν του, ἂν δὲ τύχη χωλός, στραβός, κουλοχέρης ἢ λωβιασμένος, τὸ ψωμὶ ποὺ τοῦ δίδουν προμακραίνει ζωὴν ἀθλίαν καὶ βσανισμένην. Τοῦτο δὲν τὸ λέγω ἐγώ, τὸ λέγουν οἱ μεγάλοι φιλόσοφοι, ὁ Σπένσερ καὶ ὁ Δαρβίνος, ποὺ ἀπέδειξαν πόσον ἀπάνθρωπα εἶναι τὰ λεγόμενα φιλανθρωπικὰ καταστήματα, τὰ ἄσυλα τῶν ἀνιάτων, τὰ γηροκομέια καὶ τὰ λεπροκομεῖα. Ἐσημάδεψα εἰς τὰ βιβλία τῶν τὰ μέρη ὅπου τὸ λέγουν, καὶ τὰ δείχνω εἰς ὅσους ἔχουν τὴν ἀδιακρισίαν νὰ μοῦ ζητοῦν χρήματα, διὰ νὰ ἐμποδίσουν ν ἀποθάνουν μὲ τὴν ἡσυχίαν τῶν δυστυχισμένα πλάσματα, ποὺ θὰ ἦτο δι᾿ αὐτὰ ὁ θάνατος εὐεργεσία.
Πρὸ μερικῶν μηνῶν μοῦ ἔστειλεν ὁ ἁγιοχώματος μητροπολίτης Γερμανὸς μίαν ἐπιτροπὴν νὰ μοῦ ζητήσῃ νὰ συνεισφέρω, ὡς μεγάλος κτηματίας, διὰ νὰ συστηθῇ εἰς κάθε τμῆμα τῶν Ἀθηνῶν ἕνα «λαϊκὸν μαγειρεῖον», ὅπου θὰ εὑρίσκαν οἱ πτωχοὶ ἄνθρωποι μὲ μόνον δεκαπέντε λεπτὰ ἕνα φλυτζάνι ζουμὶ κι ἕνα κομμάτι κρέας. Ἂν ἤμουν ἄκαρδος καθὼς καὶ οἱ ἄλλοι, θὰ ἔδιδα κι ἐγὼ τὰς εἴκοσι δραχμάς μου χωρὶς δυσκολίαν. Ἡ εὐαισθησία μου ὅμως δὲν μοῦ συγχωρεῖ οὔτε κἂν νὰ συλλογισθῶ ὅτι τρέφονται εἰς τὸ πλάγι μου δυστυχεῖς ἄνθρωποι μὲ νερόζουμο καὶ κοιλιές, ἐνῷ τρώγω ἐγὼ μπαρμπούνια καὶ φιλέτο.
Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης

Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018



Τριαντάφυλλα μιανῆς μέρας
Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας τ᾿ Ἅη Γιωργιοῦ,
στὰ κοριτσίστικα τὰ χέρια ἑνὸς παιδιοῦ,
τριαντάφυλλα δικά σου καὶ νὰ τὰ κρατεῖς,
σὰν ἀναπάντεχο καλὸ μεσοστρατίς!
Τὰ πολυδουλεμένα, τριπλοσκαλιστά,
πολύδιπλα, πολύφυλλα, ἀνοιχτά!
τ᾿ ἀγέρι τὰ συγκρούει, τ᾿ ἀγέρι τὸ ψιλό,
καὶ γιὰ ξεφύλλισμα τ᾿ ἀνοίγει ἀπατηλό...
Ἄνοιξη ἡ γειτονιὰ κι ἡ μέρα ζωγραφιά!
Πολὺ ἦταν ν᾿ ἀξιωθῶ παρόμοιαν ὀμορφιά,
-τριαντάφυλλο τὸ στόμα μου τριανταφυλλὶ
τ᾿ ἄνθια τ᾿ ἁμαρτωλὰ στὸ στόμα νὰ φιλεῖ.
(Γίνεται νὰ χωρεῖς τριαντάφυλλο, χωρὶς
τριαντάφυλλο καὶ σὺ στὸ στόμα νὰ φορεῖς;
Κι ἂν γεύτηκες ποτὲ πιοτὸ δροσιστικό,
γιὰ στόμα εἶχες κι ἐσὺ τριαντάφυλλο γλυκό).
Ποτὲς τὰ μάτια μου στὰ μάτια σου μπροστὰ
δὲ μὲ μαρτύρησαν ὅσο στὰ ρόδα αὐτά,
-γιατί ἤσουν ἕνα ἐσύ, μ᾿ αὐτά, κι ἐσὺ μαζί,
καὶ γιατί ἀπάνω τους μεγάλωνες κι ἐσύ.
Γιατὶ τὸ μάντεψα ποιὰν εἶχαν ἀφορμὴ
στὸ δρόμο οἱ πηγαιμοί, στὸ δρόμο κι οἱ ἐρχομοί,
τὰ εὔκαιρα γόνατα-γιὰ τρέξιμο γοργά-
τὰ εὔκαιρα ποὺ ἔπαιζαν τὰ γόνατα ζυγά,
στὸ δρόμο ἢ σ᾿ ἀψηλὸ μπαλκόνι ἀντικρυνό-
-ὢ ἀγάπη τῶν δεκάξι μου χρονῶ.
Τέλλος Ἄγρας

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018



Ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις.
Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία. Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει, δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία.
Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Κυριακή 24 Ιουνίου 2018



Νὰ σηκωθεῖς.
Ἕνας ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισώη:
- Τί νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;
Τοῦ λέει ὁ γέροντας:
- Νὰ σηκωθεῖς.
- Σηκώθηκα καὶ ξανάπεσα.
- Νὰ σηκωθεῖς πάλι καὶ πάλι.
- Μέχρι πότε;
- Μέχρι ποὺ νὰ σὲ βρεῖ ὁ θάνατος εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ τότε ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴ καὶ φεύγει.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018

Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω
Πρέπει νὰ ἦταν τὸ ἔτος 1929, δηλαδὴ ὅταν ὁ Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ἦταν σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν. Ἦταν καλοκαίρι, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βράνιε μὲ προορισμὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνὰ στὸ Μοναστήρι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἰδιαίτερο σύνδεσμο, γιατὶ εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὸν ἅγιο Πρόχορο. Ἦταν ἤδη καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Βελιγράδι.
Ὁ δρόμος μέχρι τὸ Μοναστήρι ἦταν δύσβατος καὶ γι’ αὐτὸ ἀρκετὰ κουραστικός. Ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ὑπερνικᾶ αὐτὲς τὶς δυσκολίες, χρησιμοποιοῦσε κάποιο ἁπλὸ αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ διασχίσει τὸν βουνήσιο δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μοναστήρι.
Σὲ μιὰ λοιπὸν τέτοια ἐπίσκεψή του συνάντησε στὸ δρόμο του μιὰ γερόντισσα, κι ἀμέσως κατάλαβε ὅτι κι αὐτὴ κατευθυνόταν μὲ τὰ πόδια πρὸς τὸ Μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε νόημα στὸν ὁδηγὸ νὰ σταματήσει καὶ προσκάλεσε τὴ γριούλα νὰ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο, γιατί, ὅπως τῆς ἐξήγησε, κι ἐκεῖνος πήγαινε ὅπου καὶ αὐτή.
–Σ’ εὐχαριστῶ, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι φτωχή.
Ὁ Ἅγιος τότε τῆς χαμογέλασε καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν θὰ πλήρωνε τίποτε, μιὰ καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἦταν νοικιασμένο ἀπὸ ἐκεῖνον.
Τότε ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε:
–Δὲν τό ’πα γι’ αὐτό, παιδί μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φτωχή, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω στὸν Ἅγιο πέρα ἀπὸ τὸν κόπο μου αὐτό.
Τότε ὁ Ἅγιος χτύπησε μεμιᾶς τὸ μέτωπό του ὡς ἔνδειξη κατάπληκτου θαυμασμοῦ καὶ μονολόγησε:
–Ἄχ, Ἰουστίνε, ἔγινες καθηγητὴς Θεολογίας, κι ὅμως! Τὴν εὐσέβεια αὐτῆς τῆς γερόντισσας ἀπέχεις πολὺ γιὰ νὰ τὴ φτάσεις.
Στράφηκε τότε καὶ πάλι στὸν ὁδηγό. Τὸν πλήρωσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ συνέχισε πεζὸς μαζὶ μὲ τὴ γριούλα τὸν ὑπόλοιπο δρόμο ἕως τὸ Μοναστήρι.
Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018


Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ Ὁσίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ
Μέγας διδάσκαλος καὶ φωτιστὴς τοῦ Γένους ὁ Ἅγιος Εὐγένιος. Τί σημαίνει ὅμως Διδάσκαλος τοῦ Γένους; Ἄς ῥίξουμε μιὰ ματιά. Καὶ ἄς δοῦμε πρῶτα τί σημαίνει Γένος. Ἡ λέξις Γένος γράφεται μὲ κεφαλαῖο Γ. Καὶ ἔτσι πρέπει. Γένος εἶναι τὸ Ἅγιον Ἔθνος, τὸ βασιλικὸ καὶ ἱερατικὸ γένος τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμιῶν. Εἶναι τὸ γένος ποὺ ὀμιλεῖ τὴν ὡραιότερη γλῶσσα τοῦ κόσμου, τὴν Ἑλληνική. Εἶναι τὸ Γένος ποὺ ἔδωσε στὸν κόσμο Ἁγίους, Πατέρες, Μάρτυρες, Ὁμολογητές. Εἶναι τὸ εὐλογημένο Γένος τῶν Ῥωμιῶν. Εἶναι τὸ γένος ποὺ ἄντεξε στὰ μαῦρα χρόνια τῆς σκλαβιᾶς. Εἶναι τὸ Γένος ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν Ἐκκλησία του, τὴν Μητέρα του. Εἶναι τὸ Γένος ποὺ διεφύλαξεν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ τὴν Ὀρθοδοξία. Εἶναι τὸ γένος τὸ μακάριον, οὗ Κύριος ὁ Θεὸς Αὐτοῦ.
Κι ὅταν ὁ ἥλιος σκοτείνιασε καὶ πλάκωσε ἡ μαύρη σκλαβιά, τὸ Γένος αὐτὸ δὲν ξέχασε τὴν εὐγένειάν του. Κάποιοι καλόγηροι ποὺ δὲν ἔφυγαν στὴν Δύση, ὅπως τόσοι γραμματιζούμενοι, ποὺ δὲν προσκύνησαν τὴν παντούφλα τοῦ Πάπα, ποὺ ἔμειναν γαντζωμένοι σὲ αὐτὰ τὰ ἄγρια βράχια, ὑπενθύμιζαν πάντα στοὺς σκλάβους τὴν εὐγένεια τῆς καταγωγῆς των, τοὺς μάθαιναν τὴν γλῶσσα τῶν προγόνων τους, τοὺς παρώτρυναν νὰ μὴν μιλοῦν Βλάχικα, Τούρκικα καὶ Ἀρβανίτικα ἤ Σλαβικά, διατηροῦσαν ἄγρυπνη τὴν συνείδησι, τοὺς μιλοῦσαν γιὰ κάποιο νεφύδριον τὸ ὁποῖον θᾶττον παρελεύσεται, τοὺς καθοδηγοῦσαν στὸ Μαρτύριο, τοὺς δίδασκαν ἐμμονή τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς Ἁγίοις πίστει.
Οἱ σκλάβοι τοὺς ἄκουσαν, τοὺς ἀπεδέχθησαν, ὑπήκουσαν στὶς πνευματικὲς συμβουλές τους, δὲν λύγισαν, δὲν ὑπετάγησαν, παρέμειναν ὄρθιοι, καὶ μέσα στὴν σκλαβιά τους παρέμειναν ἐλεύθεροι, διότι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ, δοῦλος ἀνθρώπου δὲν γίνεται. Ἕνας τέτοιος διδάσκαλος ἦταν καὶ ὁ Εὐγένιος.
Τὸ ἔργο του ὑπῆρξε μέγα, ὅπως καὶ ὅλων τῶν διδασκάλων τοῦ Γένους. Δὲν ἐξετιμήθη δεόντως ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους ἐλεύθερους Ἕλληνες. Ἡ πανούκλα τοῦ ἀθέου διαφωτισμοῦ, καὶ ὁ μασωνικὸς Κοραϊσμός, τὸν ἔῤῥιξαν στὴν ἠθελημένη λησμονιά. Λίγοι μόνο ἐρευνητὲς ἀσχολήθηκαν μὲ τὸ ἔργο του, καὶ κυρίως μὲ τὶς πολυπληθεῖς ἐπιστολές του.
Αὐτές, γραμμένες ἄλλες στὴν ἁπλὴ ῥωμέϊκη γλώσσα τῆς ἐποχῆς, καὶ ἄλλες στὴν ἀρχαΐζουσα ἑλληνική (ἀνάλογα σὲ ποιὸν ἀπευθύνονταν), εἶναι γεμάτες πάθος γιὰ τὴν παιδεία, γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τοῦ Γένους, γιὰ τὴν διόρθωσι τῶν κακῶν κειμένων. Ἔγραφε, ἔγραφε παντοῦ. Προέτρεπε κληρικοὺς νὰ φωτίσουν τὸν λαό, ἤλεγχε τοὺς ἀπρόσεχτους, ὅσους μὲ τὴν συμπεριφορά τους ἐσκανδάλιζαν τὸν λαό, ἔγραφε γιὰ βοήθεια σὲ ἀναξιοπαθοῦντες, γιὰ χτίσιμο ναῶν καί μοναστηριῶν.
ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἀρχιμ. Δοσιθέου Κανέλλου:
Οἱ Ἅγιοί μας. Ἐκδ. Ἱ. Μ. Τατάρνης Εὐρυτανίας

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018



Μικρή πράσινη θάλασσα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Πού θά 'θελα νά σέ υἱοθετήσω
Νά σέ στείλω σχολεῖο στήν Ἰωνία
Νά µάθεις µανταρίνι καί ἄψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Στό πυργάκι τοῦ φάρου τό καταµεσήµερο
Νά γυρίσεις τόν ἥλιο καί ν' ἀκούσεις
Πῶς ἡ µοίρα ξεγίνεται καί πῶς
Ἀπό λόφο σέ λόφο συνεννοοῦνται
Ἀκόµα οἱ µακρινοί µας συγγενεῖς
Πού κρατοῦν τόν ἀέρα σάν ἀγάλµατα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Μέ τόν ἄσπρο γιακά καί τήν κορδέλα
Νά µπεῖς ἀπ' τό παράθυρο στή Σµύρνη
Νά µοῦ ἀντιγράψεις τίς ἀντιφεγγιές στήν ὀροφή
Ἀπό τά Κυριελέησον καί τά ∆όξα Σοι
Καί µέ λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύµα τό κύµα νά γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριῶ χρονῶ
Γιά νά σέ κοιµηθῶ παράνοµα
Καί νά βρίσκω βαθιά στήν ἀγκαλιά σου
Κοµµάτια πέτρες τά λόγια τῶν Θεῶν
Κοµµάτια πέτρες τ' ἀποσπάσµατα τοῦ Ἡράκλειτου.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 19 Ιουνίου 2018


Ὁ ἄγγελός μου
Εἶχε ἔρθει στό Γενικό Κρατικό Νοσοκομεῖο Ἀθηνῶν γιά τά προβλήματα πού εἶχε μέ τήν καρδιά του. Μόλις ἔμαθα ὅτι ἦταν ἐκεῖ, πῆγα νά τόν δῶ. Ἦταν ἡ μέρα πού τόν εἶχαν μετακινήσει ἀπό τή Μονάδα Ἐντατικῆς Παρακολούθησης σ' ἕνα δωμάτιο μέ τρία κρεβάτια κι ἕνα ράντζο, πάνω στό ὁποῖο εἶχαν βάλει τόν Γέροντα Ἰάκωβο. Ἡ πρώτη ἐντύπωσή μου, μόλις τόν εἶδα, εἶναι κάτι πού δέν περιγράφεται. Ἄν σᾶς πῶ ὅτι ὅ ἄνθρωπος αὐτός ἀκτινοβολοῦσε, θά εἶναι λίγο. Ἡ μορφή του ἦταν τό κάτι ἄλλο, πράγματι ἀκτινοβολοῦσε.
Τήν ὥρα πού μπῆκα στό δωμάτιό του, ἦταν ἐκεῖ οἱ γιατροί, πού ἔκαναν τήν καθημερινή ἐπίσκεψή τους στούς θαλάμους τῶν ἀσθενῶν. Κατά σύμπτωση οἱ γιατροί ἐκεῖνοι ἦταν πρώην φοιτητές μου στό Πανεπιστήμιο. Ἔτσι, μόλις μέ εἶδαν, ἦρθαν κοντά μου καί μέ ἐνημέρωσαν γιά τήν κατάσταση τῆς ὑγείας τοῦ Γέροντα. Ὅταν τελείωσαν κι ἔφυγαν οἱ γιατροί, πῆγα καί κάθησα δίπλα στόν Γέροντα Ἰάκωβο, ὁ ὁποῖος, μόλις μέ εἶδε, μοῦ εἶπε τό ἑξῆς, τό ὁποῖο μ' ἔκανε πραγματικά ν' ἀνατριχιάσω, γιατί ἦταν κάτι πού δέν εἶχα σκεφτεῖ ποτέ.
-Δέν σέ ξέρω, πρώτη φορά σέ βλέπω. Ἀλλά βλέπω ὅτι πίσω σου στέκεται ὁ ἄγγελός σου.
Μέ συγκλόνισε κυριολεκτικά αὐτό πού μοῦ εἶπε. Δέν τό λέω γιά ὑπερηφάνεια. Καί πρόσθεσε:
-Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἄγγελο. Ἀλλά τόν δικό σου τόν εἶδα. Πρόσεξε νά μή τόν διώξεις ἀπό κοντά σου.
Ἀνατριχιάζω ὁλόκληρος κάθε φορά πού τό σκέφτομαι, τό ἴδιο ὅπως τήν ὥρα ἐκείνη. Καί ὁλοκλήρωσε ὁ Γέρων Ἰάκωβος:
-Αὐτός ὁ ἄγγελος ἔχει κατονομασθεῖ τήν ἡμέρα τῆς βαπτίσεώς σου. Ἀπό τότε σέ συνοδεύει καί δέν πρέπει νά φεύγει ἀπό κοντά σου. Εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος τελικά θά πάρει τήν ψυχή σου στά χέρια του καί θά τήν ὁδηγήσει τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως. Καί ὅταν θά ἔρχονται οἱ δαίμονες καί θά λένε «αὐτός ἔκανε ἐκεῖνο, ἔκανε τό ἄλλο, διέπραξε αὐτή τήν ἁμαρτία καί τήν ἄλλη», τότε ὁ ἄγγελός σου θά λέει «ναί, τά ἔκανε αὐτά, ἀλλά ταυτόχρονα ἔκανε κι αὐτό τό καλό, ἔκανε καί τό ἄλλο καλό». Αὐτός εἶναι ὁ δικηγόρος, πού θά σέ ὑποστηρίξει. Πρόσεξε, λοιπόν, νά μή τόν ἀπομακρύνεις. Τόν εἶδα νά εἶναι κοντά σου.
Ἀπό ἐκείνη τήν ὥρα, οὐδέποτε σταμάτησα νά ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι δίπλα μου ὑπάρχει ἕνας ἄγγελος, ὁ δικός μου, προσωπικός ἄγγελος. Αὐτό εἶναι ἕνα μέγα μήνυμα χαρᾶς πρός ὅλους ὅσους βαπτιστήκαμε Ὀρθόδοξοι χριστιανοί.
Ὅταν ἔβλεπες τόν Γέροντα Ἰάκωβο εἶχες τήν αἴσθηση ὅτι ἦταν ἄλλου κόσμου, ὅτι μιλοῦσε μέν γιά τά προβλήματά σου, ἀλλά μέ μία ἄλλη προοπτική. Καταλάβαινες ὅτι, ὄντας δίπλα σου, ζοῦσε κάπου ἀλλοῦ. Κι αὐτό σέ γέμιζε μ' ἕνα αἴσθημα πανηγύρεως. Καί σοῦ μετέδιδε ὅτι κι ἐσύ εἶσαι γιά ἀλλοῦ πλασμένος, ὅτι δέν εἶσαι γιά ἐδῶ.         
Γεώργιος Παπαζάχος

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018


Μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο
Ἡ χαρὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μιὰ χαρά, ποὺ σὲ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μιὰ πνευματικὴ τρέλα, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ. Σὲ μεθάει σὰν τὸ κρασὶ τὸ ἀνόθευτο, αὐτὸ τὸ κρασὶ τὸ πνευματικό. Ὅπως λέει ὁ Δαβίδ: “Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου καὶ τὸ ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεὶ κράτιστον”. Ὁ πνευματικὸς οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολὺ δυνατὸς κι ὅταν τὸν πίνεις, σὲ μεθάει. Αὐτὴ ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, ποὺ δίνεται στοὺς καθαροὺς τῇ καρδίᾳ.
Ὅσο μπορεῖτε νὰ νηστεύετε, ὅσες μετάνοιες μπορεῖτε νὰ κάνετε, ὅσες ἀγρυπνίες θέλετε ν’ ἀπολαμβάνετε, ἀλλὰ νὰ εἶστε χαρούμενοι. Νὰ ἔχετε τὴ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ χαρὰ ποὺ διαρκεῖ αἰώνια, ποὺ ἔχει αἰώνια εὐφροσύνη. Εἶναι ἡ χαρὰ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ δίνει τὴν ἀσφαλὴ γαλήνη, τὴν γαλήνια τερπνότητα καὶ τὴν πάντερπνη εὐδαιμονία. Ἡ χαρὰ ἡ πασίχαρη, ποὺ ξεπερνᾶ κάθε χαρά. Ὁ Χριστὸς θέλει κι εὐχαριστεῖται νὰ σκορπάει τὴ χαρά, νὰ πλουτίζει τοὺς πιστούς Του μὲ χαρά. Εὔχομαι “ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾗ πεπληρωμένη”.
Αὐτὴ εἶναι ἡ θρησκεία μας. Ἐκεῖ πρέπει νὰ πᾶμε. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Παράδεισος, παιδιά μου. Τί εἶναι Παράδεισος; Ὁ Χριστὸς εἶναι. Ἀπὸ δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τὸ ἴδιο. Ὅσοι ἐδῶ στὴ γῆ ζοῦν τὸν Χριστό, ζοῦν τὸν Παράδεισο. Ἔτσι εἶναι ποὺ σᾶς τὸ λέω. Εἶναι σωστό, ἀληθινὸ αὐτό, πιστέψτε με! Ἔργο μας εἶναι νὰ προσπαθοῦμε νὰ βροῦμε ἕναν τρόπο νὰ μποῦμε μέσα στὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δὲν εἶναι νὰ κάνει κανεὶς τὰ τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νὰ εἴμαστε μαζὶ μὲ τὸν Χριστό. Νὰ ξυπνήσει ἡ ψυχὴ καὶ ν’ ἀγαπήσει τὸν Χριστό, νὰ γίνει ἁγία. Νὰ ἐπιδοθεῖ στὸν θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θὰ μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θὰ εἶναι τότε ἡ χαρὰ μας ἀναφαίρετη.
Ἅμα ἀγαπάεις, ζεῖς στὴν Ὁμόνοια καὶ δὲν ξέρεις ὅτι βρίσκεσαι στὴν Ὁμόνοια. Οὔτε τὰ αὐτοκίνητα βλέπεις, οὔτε κόσμο βλέπεις, οὔτε τίποτε. Εἶσαι μέσα σου μὲ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπάεις. Τὸ ζεῖς, τὸ εὐχαριστεῖσαι, σὲ ἐμπνέει. Δὲν εἶναι ἀληθινὰ αὐτά; Σκεφτεῖτε αὐτὸ τὸ πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶτε νὰ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς στὸ νοῦ σου, ὁ Χριστὸς στὴν καρδιά σου, ὁ Χριστὸς σ’ ὅλο σου τὸ εἶναι, ὁ Χριστὸς παντοῦ.
Ὅποιος ἀγαπάει τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους, αὐτὸς ζεῖ τὴ ζωή. Ζωὴ χωρὶς Χριστὸ εἶναι θάνατος, εἶναι κόλαση, δὲν εἶναι ζωή. Αὐτὴ εἶναι ἡ κόλαση, ἡ μὴ ἀγάπη. Ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ. Ἢ θὰ εἶσαι στὴ ζωὴ ἢ στὸν θάνατο. Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται νὰ διαλέξεις.
Ἡ ἀγάπη στὸν Χριστὸ εἶναι κι ἀγάπη στὸν πλησίον, σ’ ὅλους, καὶ στοὺς ἐχθρούς. Ὁ Χριστιανὸς πονάει γιὰ ὅλους, θέλει ὅλοι νὰ σωθοῦν, ὅλοι νὰ γευτοῦν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ χριστιανισμός. Μέσῳ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἀδελφὸ θὰ κατορθώσουμε ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Θεό. Ἐνῶ τὸ ἐπιθυμοῦμε, ἐνῶ τὸ θέλουμε, ἐνῶ εἴμαστε ἄξιοι, ἡ θεία χάρις ἔρχεται μέσῳ τοῦ ἀδελφοῦ. Ὅταν ἀγαπᾶμε τὸν ἀδελφό, ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ἄρα τὸν Χριστό.
Ὅσιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018


Ὁ ξεπεσμένος δερβίσης
Ὁ Δερβίσης μὲ τὸ σαρίκι του, μὲ τὸν τσουμπέν του, μὲ τὸν δουλαμάν του, ἐπῆρε τὸ τσιμπούκι του, τὸ νάϊ του, κ' ἔφυγε. Ποῦ νὰ ὑπάγῃ; Ἔκαμεν ὀλίγα βήματα ἀσκόπως, πέριξ τοῦ καφενείου. Παρέκει ἦτο σῆραγξ. Ἐσκάπτετο, ἦτο σκαμμένη. Ἔκαμνε ψύχραν, νυκτερινὸν ἀπόγειον. Μία μετὰ τὰ μεσάνυκτα. κλήτωρ σκοπὸς περιεφέρετο ὑποκάτω εἰς τὸ κιόσκι, τὸ τσιγκοσκεπές, τῶν ἐκεῖ μαγαζείων.
Ὁ Δερβίσης ὁ πλάνης κατῆλθεν εἰς τὸ βάθος τῆς σήραγγος. Ἴσως ἤλπιζε νὰ εὕρῃ περισσότερον ἀπάγκειο ἐκεῖ. Ἐκάθισεν, ἀκούμβησεν. Ἐσκέπτετο τὸ ἄστατον τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων. Ἄσκ ὀλσοὺν τσιβιρινέκ. Χαρὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ ξέρει νὰ τὸν γυρίζῃ, τὸν κόσμον αὐτόν.
Παρῆλθεν ὥρα. Ὁ κλήτωρ, ὅστις ἐπεριπάτει ἐκεῖ τριγύρω, ἐσκέπτετο τί νὰ εἶχε γίνει ὁ Δερβίσης, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ νὰ καταβαίνῃ εἰς τὴν σήραγγα. Ποῦ νὰ εἶναι;
Εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτὴν τὴν ἄφωνον ἀπήντησε φωνή, ἦχος, μέλος γλυκύ.
Ὁ ξένος μουσουλμάνος εἶχε παγώσει ἐκεῖ ὅπου ἐκάθητο κ' ἐνύσταζε. Διὰ νὰ ζεσταθῇ, ἔβγαλε τὸ νάϊ του καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ τὸν τυχόντα ἦχον, ὅστις τοῦ ἦλθε κατ' ἐπιφορὰν εἰς τὴν μνήμην.
Νάϊ, νάϊ, γλυκύ. Νάζι − κατὰ ἓν ζῆτα ἐλαττοῦται. Αὔρα, οὐρανός, ᾆσμα γλυκερόν, μελιχρόν, ἁβρόν, μεθυστικόν.
Νάϊ, νάϊ. Κατὰ δύο κοκκίδας, διαφέρει διὰ νὰ εἶναι τὸ Ναί, ὁποὺ εἶπεν ὁ Χριστός. Τὸ Ναὶ τὸ ἥμερον, τὸ ταπεινόν, τὸ πρᾷον, τὸ Ναὶ τὸ φιλάνθρωπον.
Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέως ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2018


Αἱ τρεῖς κατηγορίαι
Ὡς οἱ Ἰνδοὶ εἰς φυλάς, οὕτω καὶ οἱ Ἕλληνες διαιροῦνται εἰς τρεῖς κατηγορίας:
α) Εἰς συμπολιτευομένους, ἤτοι ἔχοντας κοχλιάριον νὰ βυθίζωσιν εἰς τὴν
χύτραν τοῦ προϋπολογισμοῦ.
β) Εἰς ἀντιπολιτευομένους, ἤτοι μὴ ἔχοντας κοχλιάριον καὶ ζητοῦντας ἐν
παντὶ τρόπῳ νὰ λάβωσιν τοιοῦτον.
γ) Εἰς ἐργαζομένους, ἤτοι οὔτε ἔχοντας κοχλιάριον οὔτε ζητοῦντας, ἀλλ'
ἐπιφορισμένους νὰ γεμίζωσι τὴν χύτραν διὰ τοῦ ἱδρῶτος των.
Ἐμμανουήλ Ροΐδης

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

Γιὰ τὴν θεωρία τῆς ἐξέλιξης
Ζητᾶς νὰ σοῦ ἀπαντήσω στὸ ἐρώτημα, ἂν μπορεῖ ἡ ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη περὶ τῆς ἐξελίξεως τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου νὰ συνυπάρξει μὲ τὴν παραδοσιακὴ ὀρθόδοξη αἴσθηση καὶ γνώση. Ἀκόμη, ρωτᾶς ποιὰ εἶναι στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ στάση τῶν Πατέρων καὶ γιὰ τὸ ἂν ὑπάρχει γενικῶς ἡ ἀνάγκη γιὰ μία τέτοια συνύπαρξη. Μὲ πολλὴ συντομία λοιπὸν γράφω τὰ ἑξῆς:
Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης στήκει καὶ πίπτει ἐπάνω στὴν ἀνθρωπολογία τῆς Παλαιᾶς. Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: ὁ ἄνθρωπος, εἰκόνα τοῦ Θεοῦ! Ὅλο τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Καινῆς Διαθήκης: ὁ Θεάνθρωπος, εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι οὐράνιο, θεῖο, αἰώνιο, ἀθάνατο καὶ ἀμετάβλητο στὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ μέσα του τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸ θεοειδὲς τοῦ ἀνθρώπου.
Αὐτὸ τὸ θεοειδὲς στὸν ἄνθρωπο κακοποιήθηκε μὲ τὴν ἐθελούσια ἁμαρτία του, μὲ τὴν σύμπραξη μὲ τὸν διάβολο, μέσω τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου ὡς ἀπόρροιας τῆς παραβάσεως. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, γιὰ νὰ ἀνακαινίσει τὴν ἐφθαρμένη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία εἰκόνα Του. Γι' αὐτὸ ἐνηνθρώπησε καὶ ἔμεινε στὸν κόσμο τῶν ἀνθρώπων ὡς Θεάνθρωπος, ὡς Ἐκκλησία, γιὰ νὰ προσφέρει στὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ -τὸν ἄνθρωπο- ὅλα τὰ ἀπαραίτητα μέσα ὥστε αὐτὸς ὁ παραμορφωμένος θεόμορφος ἄνθρωπος νὰ μπορέσει μέσα στὸ Θεανθρώπινο σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὴν βοήθεια τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἀρετῶν, νὰ ὡριμάσει: «εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ». Αὐτὴ εἶναι ἡ θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπου, αὐτὴ καὶ ἡ θεανθρώπινη ἀνθρωπολογία. Ὁ σκοπὸς τοῦ θεοειδοῦς ὄντος ποὺ λέγεται ἄνθρωπος εἶναι ἕνας: νὰ γίνει σταδιακὰ τέλειος ὅπως ὁ Θεὸς Πατήρ, νὰ γίνει θεὸς κατὰ χάριν, νὰ ἐπιτύχει τὴν θέωση, τὴν θεοποίηση, τὴν Χριστοποίηση, τὴν Τριαδοποίηση. Κατὰ τοὺς Ἁγίους Πατέρες, «Θεὸς ἐνηνθρώπησε, ἵνα ὁ ἄνθρωπος Θεὸς γένηται» (Μέγας Ἀθανάσιος).
 Όμως, οἱ ἀποκαλούμενες «ἐπιστημονικὲς» ἀνθρωπολογίες διόλου δὲν ἀναγνωρίζουν τὸ θεοειδὲς τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Μὲ αὐτό, ἀρνοῦνται προκαταβολικὰ τὴν Θεανθρώπινη ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρωπίνου ὄντος.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀποτελεῖ τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὁ Θεάνθρωπος καὶ τὸ Εὐαγγέλιό Του ἀποτελοῦν κάτι τὸ ἀφύσικο γιὰ ἕναν τέτοιον ἄνθρωπο, κάτι τὸ μηχανικὸ καὶ ἀπραγματοποίητο. Τότε ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνα ρομπὸτ ποὺ κατασκευάζει ἄλλα ρομπότ. Ὁ Θεάνθρωπος γίνεται ἕνας δυνάστης, ἀφοῦ θέλει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, διὰ τῆς βίας, νὰ πλάσει ἕνα ὅν τέλειο ὅπως ὁ Θεός. Στὴν οὐσία μιλᾶμε γιὰ μία δικανικὴ οὐτοπία, μία αὐταπάτη καὶ ἕνα ἀπραγματοποίητο «ἰδανικό». Στὸ τέλος-τέλος, πρόκειται γιὰ ἕνα μύθο, γιὰ μία ἀφήγηση.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος λοιπόν, δὲν εἶναι μία θεοειδὴς ὕπαρξη, τότε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος εἶναι περιττός, ἀφοῦ οἱ ἐπιστημονικὲς θεωρίες περὶ ἐξέλιξης δὲν δέχονται οὔτε τὴν ἁμαρτία ἀλλὰ οὔτε καὶ τὸν Σωτήρα τῆς ἁμαρτίας. Στὸν ἐπίγειο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» τὰ πάντα εἶναι φυσικὰ καὶ χῶρος γιὰ ἁμαρτία δὲν ὑπάρχει. Γι' αὐτὸ καὶ εἶναι κωμικὸ νὰ γίνεται λόγος περὶ Σωτῆρος καὶ σωτηρίας ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση τὰ πάντα εἶναι φυσικά: ἡ ἁμαρτία, τὸ κακὸ καὶ ὁ θάνατος. Γιατί, ἂν ὅλα στὸν ἄνθρωπο συμβαίνουν καὶ δίδονται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέλιξης, τότε δὲν ὑπάρχει κάτι τὸ ὁποῖο χρειάζεται νὰ σωθεῖ σὲ αὐτόν, ἀφοῦ τίποτε ἀθάνατο καὶ ἀμετάβλητο δὲν ἔχει μέσα του, παρὰ ὅλα του εἶναι γήινα καὶ χοϊκὰ καὶ σὰν τέτοια εἶναι παροδικά, φθαρτὰ καὶ θνητά.
Μέσα σὲ ἕναν τέτοιο κόσμο τῆς «ἐξέλιξης» δὲν ἔχει θέση οὔτε ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ θεολογία, πάλι, ἡ ὁποία θεμελιώνει τὴν ἀνθρωπολογία της ἐπάνω στὴν «ἐπιστημονικὴ» θεωρία τῆς ἐξέλιξης δὲν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπὸ μία αὐτοαναίρεση. Πρόκειται στὴν οὐσία γιὰ θεολογία δίχως Θεὸ καὶ ἀνθρωπολογία δίχως ἄνθρωπο. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἡ ἀθάνατη, αἰώνια καὶ θεανθρώπινη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τότε ὅλες οἱ θεολογίες καὶ ὅλες οἱ ἀνθρωπολογίες δὲν εἶναι παρὰ μία ἀνόητη φάρσα, μία τραγικὴ κωμωδία.
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Τετάρτη 13 Ιουνίου 2018



Πάτερ ἡμῶν (2)
Τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: “Καὶ πρῶτον ἔχομεν χρέος νὰ ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας, διατὶ μᾶς ἐχάρισε τόσην γῆν μεγάλην, εὐρύχωρον, ἐδῶ πρόσκαιρα νὰ κατοικοῦμεν, τόσες χιλιάδες-μυριάδες χόρτα, φυτά, βρύσες, ποταμούς, πηγάδια, θάλασσα, ψάρια, ἀέρα, ἡμέρα, νύκτα, φωτιά, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάρι. Ὅλα αὐτὰ διὰ ποιὸν τὰ ἔκαμε; διά τ’ ἐμᾶς. Τί μᾶς ἐχρεωστοῦσε; τίποτε. Ὅλα χάρισμα. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ δὲν μᾶς ἔκανε ζῶα, μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς καὶ ὀρθοδόξους χριστιανοὺς καὶ ὄχι ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Καὶ μὲ ὅλον ὁπού ἁμαρτάνομεν χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται χιλιάδες φορὲς τὴν ὥραν, μᾶς εὐσπλαχνίζεται ὡσὰν πατέρας καὶ δὲν μᾶς θανατώνει νὰ μᾶς βάλη εἰς τὴν Κόλασιν, ἀλλὰ καρτερεῖ τὴν μετάνοιάν μας μὲ τὰς ἀγκάλας του ἀνοικτάς, πότε νὰ μετανοήσωμεν, νὰ παύσωμεν ἀπὸ τὰ κακὰ καὶ νὰ κάνωμεν τὰ καλά, νὰ ἐξομολογηθοῦμεν, νὰ διορθωθοῦμεν, νὰ μᾶς ἀγκαλιάση, νὰ μᾶς φιλήση, νὰ μᾶς βάλη εἰς τὸν Παράδεισον νὰ χαιρώμασθε πάντοτε. Τώρα τέτοιον γλυκύτατον Θεὸν καὶ τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καὶ δεσπότην δὲν πρέπει καὶ ἐμεῖς νὰ τὸν ἀγαποῦμεν καί, ἂν τύχη ἀνάγκη, νὰ χύσωμεν καὶ τὸ αἷμα μας χιλιάδες φορὲς διὰ τὴν ἀγάπην του, καθὼς τὸ ἔχυσεν καὶ ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπη μας;.
Συναίσθημα λοιπὸν ἀσφαλείας, ποὺ διώχνει κάθε ἀνασφάλεια καὶ ἄγχος, πηγάζει ἀπὸ τὴν ἐν πίστει ἐπίκλησι τοῦ Θεοῦ ὡς Πατέρα μας.
Μεγάλη ἡ τιμὴ νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα μας, ἀλλὰ καὶ μεγάλη ἡ εὐθύνη ποὺ προκύπτει γιά μᾶς, ποὺ πρέπει νὰ ζοῦμε ζωὴ ἀντάξια τοῦ οὐράνιου Πατέρα μας. Ἂς θυμηθοῦμε τοὺς λόγους τοῦ Κυρίου μας: “Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ Πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστὶ”. “Έσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειος ἐστιν”.
Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: “Διὰ τοῦτο ὁ Κύριός μας παραγγέλλει τί λογῆς νὰ προσευχώμεθα πρὸς τὸν κατὰ χάριν Πατέρα μας, διὰ νὰ φυλαττώμεθα πάντοτε ὑποκάτω εἰς τὴν χάριν τῆς υἱοθεσίας ἕως τέλους· εἰς τὸ νὰ εἴμεθα δηλαδὴ τέκνα Θεοῦ ὄχι μόνον κατὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὸ Βάπτισμα, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν ἐργασίαν καὶ πράξιν. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁπού δὲν κάμνει ἔργα πνευματικὰ ἄξια τῆς ἄνωθεν ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ σατανικά, ὁ τοιοῦτος δὲν εἶναι ἄξιος νὰ ὀνομάζη Πατέρα τὸν Θεόν, ἀλλὰ τὸν ἐναντίον Διάβολον κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου μας: “Ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ Διαβόλου ἐστέ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν”· ἤγουν, ἐσεῖς εἶσθε γεννημένοι κατὰ τὴν κακίαν ἀπὸ τὸν πατέρα σας τὸν Διάβολον, καὶ τὰς κακάς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς σας ἀγαπᾶτε νὰ κάμνετε. Μᾶς προστάζει δὲ νὰ τὸν ὀνομάζωμεν Πατέρα μας, ἕνα μέν, διὰ νὰ μᾶς πληροφορήση πὼς ἐγεννήθημεν κατὰ ἀλήθειαν τέκνα Θεοῦ μὲ τὴν ἀναγέννησιν τοῦ θείου Βαπτίσματος· ἄλλο δέ, ὅτι πρέπει νὰ φυλάττωμεν καὶ τὰ σημάδια, ἤγουν τὰς ἀρετάς τοῦ Πατρός μας, ἐντρεπόμενοι τρόπον τινὰ τὴν συγγένειαν ὁπού ἔχομεν μὲ αὐτόν”.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριός μας διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ Πάτερ ἡμῶν. Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωιστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ. Ἔτσι ἡ καρδιὰ μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τούς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγω τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τούς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγω τῆς κοινῆς πίστεώς μας καὶ κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπιπλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.
Πῶς μπορεῖς νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ὡς ἀδελφούς;
«Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχό, ἀφοῦ στὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι.
Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα καὶ ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο».
 Ὅπως θὰ ἰδοῦμε περαιτέρω, καὶ τὰ λοιπὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ξεπεράσουμε τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμὸ καὶ ἐγωκεντρισμό μας, τὴν φιλαυτία, καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε καὶ προσφερθοῦμε στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ τὴν φιλοθεΐα, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν φιλανθρωπία-φιλαδελφία.
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018


Πάτερ ἡμῶν (1)
Ἡ Κυριακὴ προσευχὴ ἀρχίζει μὲ αὐτὴ τὴν ἐπίκλησι. Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος νὰ ὀνομάζουμε τὸν Θεὸ Πατέρα.
Πατέρα, γιατί εἶναι ὁ δημιουργὸς καὶ πλάστης μας. Ὁ χορηγός τοῦ εἶναι, τῆς ζωῆς.
Πατέρα, γιατί γιὰ μᾶς τούς χριστιανοὺς εἶναι καὶ ὁ χορηγός τοῦ εὖ εἶναι, τῆς υἱοθεσίας, τὴν ὁποία μᾶς ἐχάρισε διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πρὸ Χριστοῦ, λόγω τῆς ἀποστασίας μας ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, εἴμεθα ὄχι μόνο χωρισμένοι ἀπὸ αὐτόν, ἀλλὰ καὶ ἐχθροί Του. Ὁ κατὰ φύσιν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ Πατρὸς μὲ τὴν ἐνανθρώπησί του καὶ τὸν σταυρικό Του θάνατο μᾶς συμφιλίωσε μὲ τὸν Θεὸ-Πατέρα καὶ μᾶς ἔκανε κατὰ χάριν παιδιά Του. Τὴν χάρι τῆς υἱοθεσίας ἐλάβαμε μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα. Ἔτσι ἐγίναμε καὶ ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ὁ «πρωτότοκος ἐν πολλοῖς ἀδελφοῖς».
Εἶναι λοιπὸν Πατέρας, γιατί μᾶς δίδει τὴν ζωὴ· καὶ ὄχι μόνο τὴν ζωή, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τὴν ζωή Του.
Καὶ ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Ὁ γὰρ Πατέρα εἰπών τὸν Θεόν, καὶ ἁμαρτημάτων ἄφεσιν καὶ κολάσεως ἀναίρεσιν καὶ υἱοθεσίαν καὶ κληρονομίαν καὶ ἀδελφότητα τὴν πρὸς τὸν Μονογενῆ καὶ Πνεύματος χορηγίαν, διὰ τῆς μίας ταύτης ὡμολόγησε προσηγορίας”. Προσφωνοῦντες τὸν πανάγιον Θεὸν καὶ παντοδύναμον Δημιουργόν τοῦ παντὸς “Πατέρα”, ὁμολογοῦμε ὅσα ἔκανε γιὰ μᾶς τὰ ἀνάξια παιδιά Του, καὶ μάλιστα διὰ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Ἔτσι ἡ ἐπίκλησις “Πάτερ” μᾶς ἀνάγει στὸ τριαδικό τοῦ Θεοῦ.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: “Πρεπόντως ὁ Κύριος διδάσκει ἀμέσως ν’ ἀρχίσουν (οἱ προσευχόμενοι) ἀπὸ τὴν θεολογία· ἐπίσης εἰσάγει τὰ ὄντα, Αὐτὸς ποὺ εἶναι κατὰ τὴν οὐσία αἴτιος τῶν ὄντων. Γιατί τὰ λόγια τῆς προσευχῆς περιέχουν φανέρωση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατέρα, καὶ τῆς βασιλείας τοῦ Πατέρα, γιὰ νὰ μάθομε εὐθὺς ἐξαρχῆς νὰ σεβόμαστε τὴν ἐν Μονάδι Τριάδα καὶ νὰ τὴν προσκυνοῦμε. Ἐπειδὴ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι ὁ Μονογενὴς Υἱός. Καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, μὲ οὐσιώδη ὑπόσταση, εἶναι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα”.
Ἡ ἄπειρη ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του μᾶς ἐπιτρέπει καὶ προτρέπει νὰ τὸν ὀνομάζουμε πατέρα μας.
Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς τοῦ εὐσεβοῦς ἀνθρώπου.
«Ποιὸς θὰ μοῦ δώσει πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς κατὰ τὸ ψαλμικό, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ὑψωθῶ ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ αἰσθητά, τὰ ἀλλοιούμενα καὶ μεταβαλλόμενα, στὸν Ἀμετάβλητο καὶ Ἀναλλοίωτο καὶ μὲ κατάσταση τῆς ψυχῆς ἄτρεπτη καὶ ἀκλινῆ νὰ Τὸν οἰκειωθῶ πρῶτα μὲ τὴν προαίρεσί μου καὶ ἔπειτα νὰ Τὸν ἐπικαλεσθῶ μὲ τὴν πολὺ οἰκεία ἐπίκλησι καὶ νὰ εἰπῶ: «Πατέρα». Τί ψυχὴ πρέπει νὰ ἔχει αὐτὸς πού ἔτσι θὰ ὁμιλήση στὸν Θεό; Πόση παρρησία; Ποιὰ συνείδησι;”. Μεγάλο καὶ ἀνεκτίμητο τὸ δῶρο. Ὅσες φορὲς θελήσουμε, μποροῦμε νὰ ἀπευθυνθοῦμε στὸν Θεὸ καὶ νὰ τὸν ὀνομάσουμε Πατέρα μας. Καὶ ἀκόμη, ὅταν ὁ χριστιανὸς ἀξιωθῆ καὶ λάβη αἰσθητῶς τὴν Χάρι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τότε καὶ αἰσθάνεται καρδιακὰ τὴν πατρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν υἱότητα τὴν ἰδική του. Αἰσθάνεται υἱικὴ καὶ τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα. Αἰσθάνεται ὡς φιλοπάτωρ υἱὸς φιλοστόργου Πατρός.
Τὸ ἴδιο τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κράζει στὴν καρδιὰ μας ἀββᾶ ὁ Πατήρ, δηλαδὴ Πατερούλη, Πατερούλη, δημιουργώντας αὐτὴ τὴν τρυφερὴ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό. “Ὅτι δὲ ἐστὲ υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ὑμῶν, κρᾶζον: ἀββᾶ ὁ πατήρ”.
Κατ’ εἰκόνα τοῦ οὐρανίου Πατρὸς μποροῦμε καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι νὰ γινώμεθα ἀληθινοὶ πατέρες, πνευματικοὶ ἢ σαρκικοί. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διδάσκει ὅτι δὲν ὀνομάζουμε τὸν Θεὸν Πατέρα κατ’ ἀναλογίαν τῶν ἀνθρώπων πατέρων, ἀλλὰ τοὺς ἀνθρώπους πατέρας κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ Πατρός, “ἐξ οὗ, κατὰ τὸν μέγαν Παῦλον, πᾶσα πατριὰ ἐν οὐρανοῖς καὶ ἐπὶ γῆς ὀνομάζεται”. Ἂν οἱ ἐπίγειοι πατέρες ἀντανακλοῦν τὴν χάρι καὶ τὴν εὐλογία τοῦ οὐρανίου Πατρός, τότε εἶναι καὶ ἀληθινοὶ πατέρες. Χωρὶς αὐτὴ τὴν χάρι δὲν εἶναι ἀληθινοὶ καὶ γνήσιοι πατέρες καὶ δὲν μποροῦν νὰ προσφέρουν κάτι οὐσιαστικὸ στὰ παιδιά τους. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνονται ἀπὸ τὸν οὐράνιο Πατέρα, δὲν μποροῦν νὰ γίνουν γνήσιοι καὶ σωστοὶ πατέρες.
Πόσοι ἄνθρωποι δὲν ὑποφέρουν σήμερα γιατί δὲν γνώρισαν ἕνα ἀληθινὸ καὶ στοργικὸ πατέρα;
Ἑτερόδοξος χριστιανός, ποὺ προσῆλθε στὴν Ὀρθοδοξία, εἶπε ὅτι ἔγινε ὀρθόδοξος γιατί μόνο στὴν Ὀρθοδοξία βρῆκε πνευματικοὺς πατέρας, χάρισμα ποὺ χάθηκε στὸν δυτικὸ χριστιανισμό.
Θυμοῦμαι τὴν περίπτωση τοῦ Ρουμάνου συγγραφέως Βιργκὶλ Γκεωργκίου πού, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, στὸ πρόσωπο τοῦ πτωχοῦ ἀλλὰ ἁγίου ἱερέως πατέρα του εἶδε τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ τὸ ὅραμα δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ νὰ ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸ διάστημα τῆς πολυκυμάντου ζωῆς του.
Προσφωνώντας τὸν Θεό, Πατέρα, ἀναγνωρίζουμε τὴν πατρική Του πρόνοια γιά μᾶς. Δὲν εἴμαστε ὀρφανοί. Δὲν βρισκόμαστε στὴν ζωὴ γιατί ἔτσι τὸ θέλει κάποια τύχη ἢ τυφλὴ εἱμαρμένη. Εἴμαστε πλάσματα τῆς ἀγάπης Του καὶ βρισκόμαστε συνεχῶς κάτω ἀπὸ τὴν πατρική Του παρακολούθησι καὶ φροντίδα. Ἀκόμη καὶ πίσω ἀπὸ τὶς δοκιμασίες τῆς ζωῆς βρίσκεται ἡ παιδαγωγοῦσα καὶ θεραπεύουσα ἀγάπη Του.
Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018



Ἡ Ψυχούλα 
Ὡσὰν γλυκόπνοο,
δροσάτο ἀεράκι
μέσα σὲ ἀνθότοπο,
κειὸ τὸ παιδάκι
τὴν ὕστερη ἔβγαλε
ἀναπνοή.

Καὶ ἡ ψυχούλα του,
εἰς τὸν ἀέρα
γλήγορα ἀνέβαινε
πρὸς τὸν αἰθέρα,
σὰν λιανοτρέμουλη
σπίθα μικρή.

Ὅλα τὴν ἔκραζαν,
ὅλα τ᾿ ἀστέρια,
κι ἐκείνη ἐξάπλωνε
δειλὴ τὰ χέρια,
γιατὶ δὲν ἤξευρε
σὲ ποιό νὰ μπεῖ.

Ἀλλά, νά, τοῦ ἔδωσε
ἕνα ἀγγελάκι
τὸ φιλὶ ἀθάνατο
στὸ μαγουλάκι
ποὺ ἔξαφνα, ἔλαμψε
σὰν τὴν αὐγή.
Διονύσιος Σολωμὸς

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018


Γιατί ἀνάβουμε τὸ καντήλι
Πρῶτον: Γιατί ἡ πίστη μας εἶναι φῶς. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου». Τὸ φῶς τῆς κανδήλας μᾶς θυμίζει τὸ φῶς, μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Χριστὸς καταυγάζει τὶς ψυχές μας.
Δεύτερον: Γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει, ὅτι καὶ ἡ ζωὴ μας πρέπει νὰ εἶναι φωτεινὴ σὰν τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς ὀνομάζει «τέκνα φωτός».
Τρίτον: Γιὰ νὰ εἶναι ἔλεγχος στὰ σκοτεινά μας ἔργα καὶ στὶς κακές μας ἐνθυμήσεις καὶ ἐπιθυμίες. Καὶ ἔτσι νὰ τὰ ἐπαναφέρει ὅλα στὸ δρόμο τοῦ φωτὸς τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Γιὰ νὰ λάμψει «τὸ φῶς ἡμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως εἴδωσιν ἡμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ἡμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Τέταρτον: Εἶναι μία μικρὴ δική μας θυσία, σημεῖο καὶ δεῖγμα τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης, ποὺ ὀφείλουμε στὸν Θεὸ γιὰ τὴ μεγάλη θυσία ποὺ ἔκαμε γιά μᾶς. Μὲ αὐτὴν καὶ μὲ τὴν προσευχή μας, τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴ ζωή, γιὰ τὴ σωτηρία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα μᾶς χαρίζει ἡ θεϊκὴ καὶ ἄπειρη ἀγάπη του.
Πέμπτον: Γιὰ νὰ εἶναι φόβητρο στὶς δυνάμεις τοῦ σκότους, ποὺ μᾶς ἐπιτίθενται μὲ ἰδιαίτερη πονηρία πρὶν καὶ κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ θέλουν νὰ ἀπομακρύνουν τὴ σκέψη μας ἀπὸ τὸν Θεό. Οἱ δαίμονες ἀγαποῦν τὸ σκοτάδι καὶ τρέμουν τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί τό φῶς ἐκείνων ποὺ ἀγαποῦν τὸν Χριστό.
Ἕκτον: Γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ σὲ αὐτοθυσία. Ὅπως δηλαδὴ μὲ τὸ λάδι καίγεται στὸ καντήλι τὸ φυτίλι, ἔτσι καὶ τὸ δικό μας θέλημα νὰ καίγεται μὲ τὴ φλόγα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ὑποτάσσεται πάντοτε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἕβδομον: Γιὰ νὰ μάθουμε ὅτι: Ὅπως δὲν ἀνάβει τὸ καντήλι χωρὶς τὰ δικά μας χέρια, ἔτσι καὶ τὸ ἐσωτερικὸ καντήλι τῆς καρδιᾶς μας δὲν ἀνάβει χωρὶς τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ κόποι τῶν ἀρετῶν μας εἶναι ἡ καύσιμη ὕλη (τὸ φυτίλι καὶ τὸ λάδι), ποὺ γιὰ νὰ ἀνάψουν καὶ νὰ φωτίσουν χρειάζονται τὸ «πῦρ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018



Σελήνη
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Στὸ περιβόλι τὸ πυκνὸ
καθὼς κοιμότουν σκοτεινὸ
μπῆκε ἡ κυρὰ σελήνη
καὶ ξύπνησε γιὰ μία στιγμὴ
τ᾿ ἀηδόνι καὶ τὸ γιασεμὶ
καὶ τὴ μουντὴ νεροσυρμὴ
ποὺ ὁλόχρυση ἔχει γίνει!
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Τ᾿ ἄστρα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
χορεύουν καλαματιανὸ
μὲ τὴν κυρὰ σελήνη
κι ἡ θάλασσα μουρμουριστὰ
τὸν ἦχο τάχα τῆς βαστᾷ
καὶ τὴν κυρὰ εὐχαριστᾷ
κι αὐτὴ φλωριὰ τῆς δίνει!
Γεώργιος Ἀθάνας