Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014


Λέων καὶ δύο ταῦροι
Λέων προβαλὼν ταύροις δυσὶν ἐπειρᾶτο τούτους καταθοινήσασθαι. Οἱ δὲ τὰ ἑαυτῶν κέρατα ἐπίσης αὐτῷ ἀντιπαρατάξαντες οὐκ εἴων τὸν λέοντα μέσον αὐτῶν παρελθεῖν. Ὁρῶν τοίνυν ἐκεῖνος ὡς ἀδυνάτως ἔχει πρὸς αὐτοὺς κατεσοφίσατο τοῦ ἑνὸς καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφησεν ὡς:
«Εἴ γε τὸν σὸν ἑταῖρον προδώσεις μοι, ἀβλαβῆ σε διατηρήσω».
Καὶ τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀμφοτέρους τοὺς ταύρους ἀνῄρηκεν.

Οὗτος δηλοῖ ὡς καὶ πόλεις καὶ ἄνθρωποι ἀλλήλοις ὁμονοοῦνντες οὐ συγχωροῦσιν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς περιγίνεσθαι, ῆς δ᾿ ὁμονοίας καταφρονοῦντες εὐχερῶς ἄρδην τοῖς ὑπεναντίοις ἁλίσκονται.

Ἕνα λιοντάρι στρίμωξε κάποτε δυὸ ταύρους κι ἤθελε νὰ τοὺς σκοτώσει. Ἀλλὰ ἐκεῖνοι πρόταξαν τὰ κέρατά τους καὶ δὲν τὸ ἄφηναν νὰ τοὺς γραπώσει. Εἶδε τὸ λιοντάρι πὼς δὲν θὰ τοὺς ἔκανε καλὰ μὲ τίποτε καὶ τοὺς δυὸ μαζί κι ἀποφάσισε νὰ ξεγελάσει τὸ ἕνα.
«Ἂν ἀφήσεις ἀκάλυπτο τὸ σύντροφό σου, δὲν πρόκειται νὰ σὲ πειράξω» τοῦ εἶπε.
Ἔτσι, κατάφερε νὰ τοὺς κατασπαράξει καὶ τοὺς δυό.


Σύμφωνα μὲ τὸ μύθο τὸ ἴδιο συμβαίνει στοὺς ἀνθρώπους καὶ στὶς κοινωνίες. Ὅταν εἶναι ἑνωμένοι καὶ δὲν ἀνοίγουν κουβέντες μὲ τοὺς ἐχθρούς τους, ἐπιβιώνουν. Ἀντίθετα, ὅταν περιφρονοῦν τὴν ἑνότητα, καταντοῦν παιχνίδι στὰ χέρια τῶν ἀντιπάλων.

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014


Πρός γονεῖς

Πές μου ἄνθρωπὲ μου, ἂν ἔβλεπες τὸ παιδί σου νὰ λειώνει ἀπὸ τὴν πεῖνα, θὰ τὸ ἄντεχε ἡ ψυχή σου καὶ θὰ ἀγνοοῦσες τὴν κατάστασή του; Δὲν θὰ ἔτρεχες νὰ κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπὸ τὸ χέρι σου, γιὰ νὰ τὸ χορτάσεις καὶ νὰ τὸ ἀναπαύσεις;
Ἒ λοιπόν, ἂν ἔλειωνε τὸ παιδί σου ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἔλλειψη τῆς ὑλικῆς τροφῆς, δὲν θὰ τὸ παράβλεπες. Τώρα, ποὺ καταστρέφεται ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς διδασκαλίας τῶν θείων Γραφῶν, τὸ σηκώνει ἡ ψυχή σου καὶ τὸ προσπερνᾶς ἀπαρατήρητο;
Πές μου, ἀξίζει τέτοιος ποὺ εἶσαι, νὰ ὀνομάζεσαι πατέρας;
Αὐτὴ ἡ πεῖνα εἶναι φοβερώτερη ἀπὸ τὴν ἔλλειψη τῆς τροφῆς, ἐφόσον καταλήγει στὸν μεγαλύτερο, τὸν πνευματικὸ θάνατο. Γι᾿ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐνδιαφερόμαστε, περισσότερο γι᾿ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ἀντιμετωπίζουμε πιὸ ἄμεσα. Ὁ ἀπ. Παῦλος λέει: Νὰ μεγαλώνετε τὰ παιδιά σας, νουθετώντας καὶ παιδαγωγώντας τα, μὲ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ (Ἐφ. στ´, 4). Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ καλὴ πατρικὴ φροντίδα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πιὸ γνήσια πατρικὴ κηδεμονία.
Ἔτσι ἐγὼ κατανοῶ τὴν πατρικὴ σχέση μὲ τὸ παιδί, ὅταν δηλαδὴ ὁ πατέρας φροντίζει περισσότερο ἀπὸ τὴν ὑλική, τὴν πνευματικὴ τροφὴ τοῦ παιδιοῦ του.

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014


Ὁ ἰδιότυπος Φώτης Κόντογλου

Ἡ πρώτη μου γνωριμία μὲ τὸ εἶδος γραφῆς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἔγινε στὰ μαθητικά μου χρόνια. Τότε διάβασα τὸ βιβλίο τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» (ἐκδόσεις Χ. Γανιάρη, 1922) καὶ ἐντυπωσιάστηκα ἀπὸ τὴν ἰδιοτυπία του: Γλώσσα, τρόπος ἀφήγησης, πειστικὴ περιπέτεια. Κι ὅπως τὰ καλὰ βιβλία ποὺ μποροῦσαν νὰ φτάσουν ὡς τὴν ἐπαρχία μου ἦταν ἐλάχιστα, τὸ διάβασα καὶ τὸ ξαναδιάβασα. Ἔτυχε μάλιστα νὰ τὸ διαβάσω κοντὰ-κοντὰ μὲ τὸ «Ντὲ προφούντις» τοῦ Ὄσκαρ Οὐάιλντ, ἕνα βιβλίο ποὺ μὲ εἶχε συνεπάρει μὲ τὸν κεντημένο του λόγο, τὴ λεπταισθησία καὶ τὴν πραγματικὰ ἐκ βαθέων ἀνθρώπινη θλίψη του. Αὐτὰ καὶ ἄλλα, ποὺ παράλληλα διάβασα τὴν ἴδια ἐποχή, δὲν εἶχαν καμμία σχέση τὸ ἕνα με τὸ ἄλλο. Ἀποτελοῦσαν διαφορετικοὺς κόσμους ἄσχετους μεταξύ τους. Μποροῦσα νὰ διακρίνω ἔτσι τοὺς κόσμους αὐτῶν τῶν δημιουργῶν, ποὺ ὁ καθένας τοὺς εἶχε τὴ δική του ἀτμόσφαιρα, τὸ δικό του χρῶμα, τὴ δική του ἰδεατὴ αὐτοτέλεια. Τὸ κοινό τους γνώρισμα ἦταν τὸ ὅτι εἶχαν τὴ δύναμη νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἀποδοχή τους καὶ νὰ ἐντυπώνουν στὸ μυαλό μου τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα τους.
Ἀπὸ τότε τοποθέτησα τὸ ὄνομα τοῦ Φώτη Κόντογλου στὰ ἰδιαίτερά μου. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀποστῶ τοῦ πειρασμοῦ. Ἀναζητοῦσα κάθε νέο βιβλίο ἢ ἀνάτυπο, φυλλάδιο, ἢ ἐπιφυλλίδα ποὺ εἶχε τὸ ὄνομά του. Ἀκόμη καὶ τὸ «πεποιημένο» ὕφος του στὶς πολύμορφες ἀφηγήσεις τῶν τελευταίων χρόνων του δὲν ἦταν στερημένο ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη γοητεία τοῦ εὔστροφου καὶ πληθωρικοῦ Ἀνατολίτη Κόντογλου. Ὁ συγκερασμὸς τοῦ ἐξωτικοῦ, τοῦ μυστικιστικοῦ, ἱστορικοῦ ἢ ἁπλῶς παραδοσιακοῦ στοιχείου στὸν σχεδὸν λαϊκὸ λόγο, δὲ σὲ ἄφηνε ἀδιάφορο. Ὁ Κόντογλου ἦταν ἕνας καθαρόαιμος Ῥωμιὸς καὶ μαγνήτιζε μὲ τὰ κείμενά του τὸν λίγο ἢ πολὺ Ῥωμιὸ ποὺ ὅλοι μας ἔχουμε μέσα μας.
Ὁ συγγραφέας τοῦ «Πέδρο Καζᾶς» ἀποτελεῖ μίαν ἰδιοτυπία γιὰ τὰ Γράμματά μας, γιὰ τὴ ζωγραφική, ἀκόμη καὶ τὶς δοκιμιακὲς ἐπιδόσεις του («Ἡ τέχνη τοῦ Ἄθω» 1923, «Γιὰ νὰ πάρουμε μία ἰδέα γιὰ τὴ ζωγραφική» 1929, «Ἔκφρασις» 1960). Κι ἂν ἡ ἰδιοτυπία εἶναι αὐτὸ ποὺ ξεχωρίζει τὶς προσωπικότητες μεταξύ τους, ἡ δική του ἰδιοτυπία ἀποτελεῖ μία μοναδικότητα. Οἱ δημιουργοὶ καλύπτουν τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς καὶ ἡ ἀπουσία τῆς δικῆς του ἰδιοτυπίας θὰ ἄφηνε μία μακριὰ περίοδο δρώμενων τῆς φυλῆς μας ἀνιστόρητη. Τὸ γένος, ἡ πίστη, ἡ ὀρθοδοξία, ἡ ἀποκοτιά, ἡ περιπέτεια, τὸ ἐξαγιασμένο ἀπὸ τὸ αἷμα πατρικὸ χῶμα, πράγματα «φημισμένα» ποὺ πᾶνε νὰ λησμονηθοῦν, ὁ Ἕλληνας. Κυρίως ὁ Ἕλληνας, ποὺ ἐξαιτίας τῆς πίστης του καὶ τῶν βασάνων του, ἀπόχτησε μία θειότητα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο. Ὁ Ἕλληνας γιὰ τὸν Κόντογλου, ἔχει μίαν ἁγιότητα μέσα του κι εἴτε γίνεται πειρατής, εἴτε κουρσάρος, εἴτε καὶ φονιὰς ἀκόμη, ὁ Θεὸς ὅλα τοῦ τὰ συγχωρεῖ.
Τὸ πνεῦμα αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα καὶ αὐτῆς τῆς ἐποχῆς, ἀποτελεῖ τὴ συνισταμένη τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ πνεύματός του. Εἶναι ὁ ἴδιος καμωμένος ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἡρώων του. Κι ἂν δὲν ἦταν συγγραφέας, ζωγράφος, εἰκονογράφος βιβλίων, δάσκαλος, θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι θαλασσοπόρος καὶ πειρατὴς καὶ κουρσάρος. Ὁ κόσμος του δὲ δέχεται καμμία ἐπιρροὴ ἀπὸ τὸν ἔξω κόσμο. Ἐκφράζεται μὲ τὴ δική του σκέψη, τὴ δική του γλώσσα, τὸ δικό του ὕφος. Γράφει ὅπως ἕνας ἀσπούδαχτος. Πρότυπά του ὁ λαϊκὸς λόγος, γραμμένος ἢ προφορικός. Φιλοδοξεῖ νὰ γίνει ὁ ἀπολογητὴς τῶν παθῶν τοῦ Ἕλληνα, ποὺ πιστεύει καὶ πολεμάει ἀδιάκοπα μὲ κάθε τρόπο.
Ἦταν γύρω στὸ 1946 ὅταν στὸ βιβλιοπωλεῖο «Ἀετὸς» μισογυρμένος, ὅπως τὸ συνήθιζε, μὲ ἀκουμπισμένο μὲ τὸ ἕνα του πλευρὸ σ᾿ ἕναν πάγκο ἀπὸ βιβλία, μοῦ μίλησε μ᾿ ἕνα πάθος σχεδὸν μανιακὸ γι᾿ αὐτὰ τὰ ξένα ρεύματα ποὺ ἔρχονται νὰ ἀνατρέψουν τὴν ἱστορικὴ συνέχεια αὐτοῦ τοῦ Ἕλληνα. Μοῦ ἔλεγε: «Αὐτοὶ ποὺ τὰ δέχονται, εἶναι πολέμιοι τοῦ γένους μας. Ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ χάνουμε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὰ μάτια μας κ᾿ ἐκείνους ποὺ μὲ τὰ βάσανά τους μᾶς ὁδήγησαν ὡς ἐδῶ ποὺ εἴμαστε. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, θ᾿ ἀφανιστοῦμε». Ἀποτελεῖ κι αὐτὸ μιὰ πλευρὰ τῆς μοναδικῆς ἰδιοτυπίας τοῦ Κόντογλου, ποὺ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος κι ἀπὸ ἕνα εἶδος δονκιχωτισμοὺ γιὰ τὶς μέρες ἐκεῖνες καί, φυσικά, καὶ γιὰ τὶς μέρες μας. θεωροῦσε προδοσία τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἀδάμαστων ψυχῶν». Αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἔλεγε «τιμιώτατον» γιὰ τὸ ἔργο του ἦταν ἡ παθολογική του ἀγάπη, ἡ συνοστέωσή του θὰ ἔλεγα μ᾿ αὐτὸ τὸν τόπο, τὶς παραδόσεις του καὶ τὴ θρησκεία του. Ἡ μονομανία του μεταβαλλόταν κάποτε σὲ σκέτη χολή. «Τί ψυχολογίες, τί ὑποσυνείδητα, τί ἰψενικὰ τρίγωνα, τί πασχαλινὰ τετράγωνα, τί σοφίες ποὺ τρέμει ὁ κόσμος, τί θεωρίες, φοβερὰ πράγματα (...) Τί εἶπε ὁ Προύστ, τί ἔκανε ὁ Μπωντλαίρ (...) γιόμισε ὁ κόσμος ἀπὸ λογῆς-λογῆς ξεράσματα καὶ κλεφτοφάναρα».
Ὡστόσο, ἂν δὲν ἦταν ὁ τόσο πεισματικὰ ἀσυμβίβαστος, ὁ κολλημένος ὅπως τὸ ὄστρακο πάνω στὴ δική του πέτρα, δὲν θὰ ἦταν ὁ Φώτης Κόντογλου, ὁ κάποτε ἡρωικο-κουτσαβάκης, ἀλλὰ κάτι ἄλλο. Εἶναι ἕνας ἔντιμος καὶ δίκαιος ποὺ προσωποποιεῖ τὸν Ἕλληνα ἀνάμεσα στὸ Βυζάντιο καὶ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ὁ Κόντογλου δὲν ἀπέτυχε σ᾿ αὐτὴ τὴν προσωποποίηση, οὔτε ὡς συγγραφέας, οὔτε ὡς ζωγράφος, οὔτε ὡς ἁγιογράφος, οὔτε ὡς εἰκονογράφος βιβλίων. Μὲ τὴν ἀντίληψη ὅτι «ὁ ποιητὴς εἶναι ἀνάγκη, δίχως ἄλλο, νἄχει χαρίσματα ζωγράφου» καί, φυσικά, κι ὁ ζωγράφος χαρίσματα ποιητῆ, κατόρθωσε νὰ ἑνοποιήσει τὴν πολύμορφη δραστηριότητά του καὶ νὰ ἐπιβάλει τὴ δική του ἰδιότυπη προσωπικότητα, δίνοντας τὰ πράγματα καὶ τὰ συμβάντα τῶν ἡμερῶν ποὺ ἱστόρησε μὲ κάποια φυσικὰ καὶ κάποτε ἠθελημένη ἁπλότητα, μὲ φαντασία, ἀλλὰ χωρὶς φανταχτερὰ χρώματα, ὅπως ἔδωσε καὶ τοὺς Ἁγίους του. Γήινα πράγματα, ἐπιβεβαίωση τῆς θεότητας.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014


ηδόνι τς πρωτομαγις

ηδόνι τς πρωτομαγις, ν παντρευτε γυρεύει
Νὰ πάρει ἄντρα γέροντα, νὰ σκλαβωθεῖ γυρεύει
Κι μάνα της τὴν ἔλεγε, κι μάνα της τὴ λέγει:
- Κόρη μου μὴν παντρεύεσαι, μὴν παίρνεις γέρον ἄντρα

βάστα νά ᾿ρθεῖ χινόπωρο, νά ᾿ρθοῦν τὰ παλικάρια
τότε κόρη μ᾿ νὰ παντρευτεῖς, νὰ πάρεις παλικάρι.

Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014


Ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
Εἶναι τὸ πρῶτο αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Τὸ «ἁγιασθήτω» σημαίνει «δοξασθήτω», κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο.
Δὲν ἔχει ἀσφαλῶς ὁ ἄκτιστος Θεὸς τὴν ἀνάγκη νὰ δοξάζεται ἀπὸ τὰ κτιστά του πλάσματα. Θέλει ὅμως νὰ τὸν δοξάζουμε, γιατὶ αὐτὸ ὠφελεῖ ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους.
Μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ δοξάζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ δόξα ψευδή, ποὺ δὲν μᾶς ἀνήκει. Ἡ φιλοδοξία εἶναι γέννημα τῆς φιλαυτίας.
Δοξάζοντας τὸν Θεὸ τοποθετούμεθα σωστὰ στὸν κόσμο, ἀναγνωρίζοντας τὸν Θεὸ ὡς ἄξιο δόξης, γιατὶ αὐτὸς εἶναι ὁ Δημιουργός, ὁ Πατέρας, ὁ Πανάγιος, ὁ Λυτρωτής, ἡ Ἀρχὴ καὶ τὸ Τέλος, τὸ Κέντρο τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ἐμεῖς εἴμεθα πλάσματά Του, ποὺ ὑπάρχουμε καὶ ζοῦμε γιατὶ ἐκεῖνος τὸ θέλει.
Δοξάζοντας τὸν ἑαυτό σου ἐξαπατᾶσαι. Δοξάζοντας τὸν Θεὸ ἀναγνωρίζεις τὴν φύσι σου, τὸν προορισμό σου, ὅτι δηλαδὴ δὲν εἶσαι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου, δὲν εἶσαι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἁγιότητος, δὲν εἶσαι ἀπὸ μόνος σου ἄπειρος καὶ ἀθάνατος. Μὲ ἄλλα λόγια δέχεσαι τὰ ὅριά σου.
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι δοξάζουν τὸν ἑαυτό τους δὲν μποροῦν νὰ δοξάσουν τὸν Θεό. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτὸ ἔπαθαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, γιὰ τοὺς ὁποίους ὁμιλεῖ ὁ Κύριος στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο: «Πῶς δύνασθε ὑμεῖς πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾿ ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;». Αὐτὸ παθαίνει καὶ ἡ σύγχρονη οὐμανιστική μας φιλοσοφία, ποὺ θέλει τὸν ἄνθρωπο κέντρο τοῦ κόσμου. Τὴν στάσι τοῦ οὐμανιστοῦ ἀνθρώπου συνοψίζει ὁ Γάλλος ἄθεος συγγραφεὺς Ζ. Π. Σάρτρ, ὅταν λέγη πρὸς τὸν Θεό: «Ὅταν ὑπάρχης Σύ, δὲν μπορῶ νὰ ὑπάρχω ἐγώ. Ἢ Σὺ ἢ ἐγώ».
Καὶ ὅμως ὁ ἄνθρωπος τότε ἀληθινὰ δοξάζεται, ὅταν δοξάζη τὸν Θεό, ὅταν μέσα στὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ γίνῃ ὄχι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν Θεό, ὄχι ψευδοθεός, ἀλλὰ Θεὸς κατὰ Χάριν, ἄναρχος, καὶ ἀτελεύτητος, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ.
Οἱ πρόσφατες πολιτικὲς ἐξελίξεις στὴν ἀνατολικὴ Εὐρώπη ἔδειξαν γιὰ μία ἀκόμη φορὰ πώς, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀρνοῦνται νὰ δοξάσουν τὸν Θεό, θεοποιοῦν κάποιον ἄνθρωπο ποὺ τὸν δοξάζουν ὡς θεό. Τὰ εἴδωλα ὅμως πέφτουν καὶ οἱ ἀρνούμενοι νὰ δοξάσουν τὸν ἀληθινὸ Θεὸ βρίσκονται στὸ χάος.
Καὶ ἀκόμη, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀρνεῖται νὰ δοξάση τὸν Θεό, στὸ τέλος ἀντὶ δόξης περιβάλλεται τὴν ἀθλιότητα ἀκατονόμαστων παθῶν καὶ κακιῶν.
Οἱ χριστιανοὶ μποροῦν νὰ συντελέσουν στὸ νὰ δοξάζεται ὁ Θεός, ὅταν ζοῦν ζωὴ ἁγία. Ἂς θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ἀντίθετα ὅταν δὲν ἔχουμε πολιτεία ἀντάξια τοῦ Θεοῦ, στὸν ὁποῖον πιστεύουμε, «βλασφημεῖται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι᾿ ὑμᾶς ἐν τοῖς ἔθνεσι». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ εὐχὴ «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου» σημαίνει τελικά, κατὰ τὸν ἅγιο Χρυσόστομο: «καταξίωσον... οὕτως ἡμᾶς βιοῦν καθαρῶς, ὡς δι᾿ ἡμῶν ἅπαντάς σε δοξάζειν».
Κατὰ τὸν ἴδιο Ἅγιο, εἶναι δεῖγμα τελείας φιλοσοφίας τὸ νὰ δίδουμε σὲ ὅλους τὸ παράδειγμα ἀκηλίδωτου βίου, ὥστε κάθε ἕνας ποὺ μᾶς βλέπει νὰ ἀναπέμπη στὸν Κύριο τὴν δοξολογία γι᾿ αὐτὸ.
Τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δοξάζεται, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἀδιάλειπτα, καρδιακὰ καὶ νοερὰ κράζουν: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἐλέχθη ἤδη ὅτι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἡ ἐπίκλησις τοῦ θείου ὀνόματος ἁγιάζει τὸν ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται, δοξάζεται καὶ ὁ οὐράνιος Πατέρας.
Ἐπὶ τῇ εὐκαιρίᾳ θὰ ἤθελα νὰ ἐκφράσω τὴν ἄποψη ὅτι ἡ εὐχὴ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», εἶναι σύνοψις τῆς Κυριακῆς προσευχῆς. Ἡ ἐπίκλησις καὶ τὰ τρία πρῶτα αἰτήματα συνοψίζονται στὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ», ἐνῶ τὰ τρία τελευταῖα στὸ «ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ἔτσι ἡ εὐχὴ ἐκφράζει τὸ πνεῦμα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, καὶ ἀκόμη προετοιμάζει τὸν εὐχόμενο νὰ λέγη μὲ περισσότερο ζῆλο καὶ πνευματικὴ αἴσθησι τὸ «Πάτερ ἡμῶν».

π. Γεώργιος Καψάνης

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014


Πάτερ ἡμῶν
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Κύριος μᾶς διδάσκει νὰ προσφωνοῦμε τὸν Θεὸ ὄχι μόνο Πατέρα, ἀλλὰ Πάτερ ἡμῶν. Πατέρα μας. Ὄχι Πατέρα μου. Ἔτσι μᾶς ἀποτρέπει ἀπὸ μία ἐγωιστικὴ σχέσι μὲ τὸν Θεό. Ὑπάρχει ὁ Θεὸς καὶ ἐμεῖς, ὄχι ὁ Θεὸς καὶ ἐγώ. Ἔτσι ἡ καρδιά μας ἀνοίγει γιὰ ὅλους τοὺς συνανθρώπους μας ποὺ εἶναι, λόγῳ τῆς κοινῆς καταγωγῆς μας ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα, κατὰ φύσιν ἀδελφοί μας. Καὶ πρὸς ὅλους τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς πού, λόγῳ τῆς κοινῆς πίστεώς μας καὶ κοινῆς γεννήσεώς μας ἀπὸ τὴν ἴδια πνευματικὴ κοιλία τῆς Ἐκκλησίας, τὴν ἁγία κολυμβήθρα, εἶναι ἐπιπλέον καὶ κατὰ χάριν καὶ κατὰ πνεῦμα ἀδελφοί μας.
Πῶς μπορεῖς νὰ ἔχης τὸν Θεὸ Πατέρα χωρὶς νὰ δέχεσαι τοὺς συνανθρώπους σου καὶ μάλιστα τοὺς ὁμοπίστους σου ὡς ἀδελφούς;
«Μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, νὰ προσευχώμεθα γιὰ ὅλους, νὰ ἀναφέρουμε τὶς δεήσεις γιὰ τὸ κοινὸ σῶμα καὶ καθόλου νὰ μὴ ἐπιδιώκουμε τὸ ἀτομικό μας συμφέρον, ἀλλὰ σὲ κάθε περίπτωσι τὸ τοῦ πλησίον. Ἔτσι καὶ τὴν ἔχθρα ἀφαιρεῖ καὶ τὴν ἀφροσύνη καταστέλλει, καὶ τὸν φθόνο ἐκβάλλει, καὶ τὴν μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν τὴν ἀγάπη εἰσάγει, καὶ τὴν ἀνωμαλία ἐξορίζει τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων καὶ δείχνει ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὁμοτιμία τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν πτωχό, ἀφοῦ στὰ μέγιστα καὶ ἀναγκαιότατα μετέχουμε ὅλοι.
Μὲ τὸ νὰ δεχθῆ νὰ κληθῆ πατέρας ὅλων ἐχάρισε σὲ ὅλους τὴν ἴδια εὐγενικὴ καταγωγὴ καὶ ἄρα καὶ ὁμοτιμία. Ἔτσι ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι καὶ κανεὶς δὲν ἔχει περισσότερο ἀπὸ τὸν ἄλλο, οὔτε ὁ πλούσιος ἀπὸ τὸν πτωχό, οὔτε ὁ κύριος ἀπὸ τὸν δοῦλο, οὔτε ὁ ἄρχων ἀπὸ τὸν ἀρχόμενο, οὔτε ὁ βασιλεὺς ἀπὸ τὸν στρατιώτη, οὔτε ὁ φιλόσοφος ἀπὸ τὸν βάρβαρο, οὔτε ὁ σοφὸς ἀπὸ τὸν ἀγράμματο» (ἐνθ᾿ ἀνωτ. σελ. 669).
Ὅπως θὰ ἰδοῦμε περαιτέρω, καὶ τὰ λοιπὰ αἰτήματα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς μᾶς βοηθοῦν νὰ ξεπεράσουμε τὸν νοσηρὸ ἀτομικισμὸ καὶ ἐγωκεντρισμό μας, τὴν φιλαυτία, καὶ νὰ ἀνοιχθοῦμε καὶ προσφερθοῦμε στὸν Θεὸ Πατέρα καὶ στοὺς ἀδελφούς μας. Νὰ ἀποκτήσουμε δηλαδὴ τὴν φιλοθεΐα, ποὺ εἶναι ἀναπόσπαστα συνδεδεμένη μὲ τὴν φιλανθρωπία-φιλαδελφία.

π. Γεώργιος Καψάνης

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014


Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἰατρική ἐπιστήμη
Δέν εἶναι πολιτισμός ἡ Ὀρθοδοξία, καί ἄς τήν ὀνομάζη ὁ Toynbee Ὀρθόδοξο πολιτισμό. Γιατί; Διότι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἐπιστήμη καί μάλιστα ἰατρική ἐπιστήμη σύμφωνα μέ τά σημερινά κριτήρια. Ὄχι πολιτισμός. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία πολιτικό ἤ κοινωνικό σύστημα. Διότι ἀναφέρεται στήν προσωπική σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή στήν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία βασίζεται σ' αὐτά τά δύο: Στό «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο» καί στό «ἐν τῷ Ἅδῃ οὐκ ἔστι μετάνοια». Βέβαια μέσα στήν Ὀρθοδοξία ὑπάρχουν προϋποθέσεις γιά νά δημιουργήση πολιτισμό. Ὅμως ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι πολιτισμός. Ἀλλά ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι οὔτε θρησκεία. Δέν εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μία θρησκεία ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες θρησκεῖες. Ἡ Ὀρθοδοξία ξεχωρίζει ἀπό ἕνα μοναδικό φαινόμενο, πού δέν ὑπάρχει στίς ἄλλες θρησκεῖες. Αὐτό εἶναι ἀνθρωπολογικό καί θεραπευτικό. Σ' αὐτό διαφέρει. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι μία θεραπευτική ἀγωγή πού θεραπεύει τήν ἀνθρώπινη προσωπικότητα.
Ὁ σωστός γιατρός μεριμνᾶ γιά τήν θεραπεία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀσθενῶν χωρίς διακρίσεις. Δέν ξεχωρίζει μερικούς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, γιά νά τούς θεραπεύση. Δέν τόν ἐνδιαφέρει ἡ κοινωνική τους τάξις ἤ τό μορφωτικό τους ἐπίπεδο ἤ ἡ οἰκονομική τους κατάστασις ἤ ἡ θρησκεία τους ἤ ἡ ἠθική τους συμπεριφορά. Ὁ σωστός γιατρός βλέπει μόνο ἄν ἕνας ἄνθρωπος, πού τόν πλησιάζει, εἶναι ἄρρωστος ἤ ὄχι. Καί, ἄν εἶναι ἄρρωστος, ἐνδιαφέρεται καί προσπαθεῖ νά τόν θεραπεύση. Νά θεραπεύση τήν πάθησι τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι ὑποχρεωμένος νά τόν θεραπεύση. Στήν Ὀρθόδοξη παράδοσι, ἔχομε κάτι παραπάνω ἀπό αὐτό. Καί σ' αὐτό ἀκριβῶς συνίσταται ἡ «ἀντεπίθεσί» μας.
Ὁ Θεός ἀγαπάει ὄχι μόνο τούς ἁγίους, ἀλλά ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ἀνεξαιρέτως. Ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς, ὅλους τοὺς κολασμένους, ἀκόμη καί τόν ἴδιο τόν διάβολο. Καί θέλει νά σώση, νά θεραπεύση τούς πάντας. Θέλει, ἀλλά δέν μπορεῖ νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν θέλουν ὅλοι νά θεραπευθοῦν. Αὐτό, τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί θέλει νά θεραπεύση τούς πάντας καί ὅτι ἀγαπᾶ τούς πάντας ἐξ ἴσου, διαπιστώθηκε καί διαπιστώνεται ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν θεουμένων, ὅσων δηλαδή ἔφθασαν σέ θέωση, δηλαδή σέ θεοπτία καί εἶδαν τόν Θεόν.
Δέν μπορεῖ ὅμως ὁ Θεός νά θεραπεύση τούς πάντας, διότι δέν ἐκβιάζει τήν θέλησι τοῦ ἀνθρώπου. Σέβεται ὁ Θεός, τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀγαπᾶ. Δέν μπορεῖ ὅμως νά θεραπεύση κάποιον μέ τό ζόρι. Θεραπεύει μόνο ὅσους θέλουν νά θεραπευθοῦν καί τοῦ ζητοῦν νά τούς θεραπεύση. Φυσιολογικά κάποιος, πού ἔχει σωματική ἀρρώστεια ἤ καί ψυχική, πηγαίνει μέ τήν θέλησί του καί ὄχι μέ τό ζόρι στόν γιατρό, γιά νά γίνη καλά, ἄν ἀκόμη ἔχη τά λογικά του. Ἔτσι καί στήν Ὀρθόδοξη θεραπευτική ἀγωγή. Πρέπει κάποιος ἀπό μόνος του, χωρίς καταναγκασμό, χωρίς καταπίεσι, ἐλεύθερα νά προσέλθη στήν Ἐκκλησία, στούς κατάλληλους ἀνθρώπους, πού ἔχουν τήν φώτισι καί τήν ἐμπειρία καί κατέχουν τήν θεραπευτική μέθοδο τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, καί σ' ἐκείνους νά κάνη ὑπακοή γιά νά βρῆ θεραπεία.

π. Ἰωάννης Ρωμανίδης

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014


Τὸ βλέπεις κεῖνο τὸ βουνὸ τὸ κορφανταριασμένο,
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;
Ἐκεῖ κοιμᾶται μία ξανθιὰ μιᾶς χήρας θυγατέρα.
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;
Ξύπνα, καημένη Ἀναστασιά, καὶ μὴν βαριὰ κοιμᾶσαι
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.

Πῶς νὰ σκωθῶ, λεβέντη μου, πς νὰ σκωθῶ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014


Ἡ ἐντός τῶν τειχῶν ἐκκοσμίκευσις
Περικοπές ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, ἐκκοσμίκευσις τοῦ Τυπικοῦ, εἰσαγωγή νέων ὕμνων (τοῦ τύπου "Ἁγνή Παρθένε...") εἶναι πλέον κάτι σύνηθες. Ἀκούονται διαταγές ἡγουμένης σάν αὐτή: "Ἀπόψε θά κάνουμε δυό (!) χαιρετισμούς, ἕναν στίς τέσσερις καί ἕναν στίς ἕξι, γιατί θά ἔλθουν τέσσερα πούλμαν"...
Σέ ἐρώτησή μου σέ γυναικεῖον μοναστήρι μέ πενήντα καί πλέον καλόγρηες, μετά τόν ἑσπερινό: "Γιατί παραλείψατε τό ψαλτήρι", ἡ ἀπάντησις ἦταν ξερή: "γιατί περιμένουμε κόσμο"... Ὁπότε τό Μοναστήρι μεταβάλλεται σέ κατάστημα πωλήσεως ἐργοχείρων καί τά πάντα προσαρμόζονται βάσει ἑνός σκοποῦ: Νά ἔρχεται κόσμος. Τό μοναστήρι τότε μεταβάλλεται σέ ἐνορία. Πράγμα πού ἐκκλησιαστικῶς εἶναι ἀνεπίτρεπτον. Ἐπιφέρει δέ σύγχυσιν οὐ τήν τυχοῦσαν. Καί γι' αὐτό ὑπεύθυνοι εἴμεθα ἐμεῖς οἱ μοναχοί. Ἀντί νά διδάσκωμε τούς Χριστιανούς νά ἔχουν ζωντανή σχέση μέ τήν ἐνορία τους, τούς διδάσκουμε νά ἔρχωνται σέ μᾶς, γιατί ἐδῶ σ' ἐμᾶς ὑπάρχει ἁγιότης, ὑπάρχει κατάνυξις, ὑπάρχει μισοσκόταδο.
Καί ὅλα αὐτά συμβαίνουν γιατί στίς μέρες μας ἡ καλογερική θεωρεῖται ὡς ἡ ἀφρόκρεμα, ἡ ἐλίτ τῆς κοινωνίας. Κατά τή διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ὁ μοναχός εἶναι κάτω πάντων. Γι' αὐτό κατά τήν ἀρχαίαν πράξιν οὐδέποτε ἀπεσχηματίζετο. Ὁ,τιδήποτε καί ἄν διέπραττε. Καί τοῦτο διότι ἀποσχηματιζόμενος δέν τιμωρεῖται, τοὐναντίον ἀμείβεται, ἀνερχόμενος εἰς τήν τάξιν τῶν λαϊκῶν.
Τώρα πλέον στόν τύπο τοῦ σύγχρονου μοναχοῦ δέν ταιράζει τό "πολύθυρον τριβώνιον", τό τρύπιο ράσο δηλαδή, οὔτε τά χονδροπάπουτσα, οὔτε οἱ "μαλλίνες" οὔτε τά τσουράπια οὔτε ὁ τορβάς.
Τώρα τό λόγον ἔχουν τά πτυχία, οἱ γνώσεις, οἱ δημόσιες σχέσεις. Καί κυρίως ὁ κοινωνικός μοναχισμός. Λίγη προσευχή (καί αὐτή σέ ζεστό ἤ δροσερό περιβάλλον, ἀναλόγως ἐποχῆς) καί πολλή δράσις. Πολλή φιλοσοφία καί ἐλάχιστη θεολογία, δηλαδή ζωή πνευματική. Πολλή κριτική ἐναντίον πάντων (μηδέ τοῦ Πατριάρχου ἐξαιρουμένου) καί καθόλου αὐτοκριτική. Ἀπαντήσεις γιά ὅλα τά θέματα (ἀπό ἀντισύλληψη μέχρι σύλληψη) καί, παρακαλῶ, ὄχι ἀντιρρήσεις. Ράσο ἀτσαλάκωτο καί ἀρίστης ποιότητος, κουκούλι γιά νεράϊδες... καί κυρίως ὄχι ζόρι. Καί ἔτσι, Θεοῦ παραχωρήσει, φθάσαμε σέ μοναχούς "ροκάδες" πού τραγουδοῦν λικνιζόμενοι τούς αἰσθησιακούς ρυθμούς τῆς "ρόκ" μουσικῆς, παίζοντας ἠλεκτρική κιθάρα γιά τό.... καλό μας καί γιά τό καλό της νεολαίας. Πῶς ἀλλιῶς θά γνωρίσουν τόν Χριστό;...

Ἀρχιμ. Δοσίθεος, Ἡγούμενος Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014


Ἀλέκτορες δύο καὶ ἀετὸς
Δύο ἀλέκτορες ἀλλήλοις ἐμάχοντο.
Καὶ ὁ μὲν εἷς ἡττηθεὶς τόπῷ τινὶ ἐν παραβύστῳ ἀπεκρύβη, ὁ δὲ ἕτερος, τὴν νίκην ἀράμενος, ἐφ᾿ ὑψηλοῦ τινος ἕστηκε δωματίου τὰ μεγάλα φρυαττόμενος καὶ τῇ νίκῃ ἐγκαυχώμενος, ἕως ἀετὸς καταπτὰς τοῦτον ἐκεῖθεν ἀνήρπασεν.
Οὗτος δηλοῖ ὡς οὐ χρῄ τινα ἐπ᾿ εὐτυχίᾳ καὶ δυνάμει μέγα φρονεῖν καὶ ἀφρόνως σοβαρεύεσθαι.

Δυὸ κόκορες ἔστησαν ἄγριο καυγά.
Αὐτὸς ποὺ ἔχασε, τραβήχτηκε σὲ μιὰ γωνιά.
Ὅσο γιὰ τὸν ἄλλο, τὸ μεγάλο νικητή, ἀνέβηκε ὅσο πιὸ ψηλὰ μποροῦσε στὸ κοτέτσι καὶ φούσκωνε καὶ κόμπαζε, ὥσπου τὸν ἅρπαξε ἕνας ἀετὸς περαστικός.

Λέει λοιπὸν ὁ μύθος, πὼς δὲ χρειάζεται νὰ ὑπερβάλλουμε ὡς πρὸς τὶς ἐπιτυχίες μας καὶ πὼς εἶναι μάλλον ἀπερισκεψία νὰ τὶς παίρνουμε στὰ σοβαρά.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014


Αἱ ἐξοχαὶ τῶν Ἀθηνῶν
Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον πρὸ πάντων ἀρέσκει εἰς τοὺς ἐπισκεπτομένους τὸ ἄστυ ἡμῶν ξένους εἶναι ὅτι δὲν ἔχει προάστια. Πρὶν εἰσέλθη τις εἰς πᾶσαν ἄλλην πρωτεύουσαν ἢ ἐξέλθη αὐτῆς ἀναγκάζεται νὰ διαβῇ τόπους οἵτινες οὔτε πόλις εἶναι οὔτε ἐξοχή, ἀλλ᾿ εἶδος προθαλάμου χρησιμεύοντος εἰς τοποθέτησιν πάντων ὅσα θὰ ἀσχήμιζον τὴν πόλιν ἢ θὰ ἦσαν ὀχληρὰ εἰς τῶν πολιτῶν τὴν ὅρασιν, τὴν ὄσφρησιν ἢ τὴν ἀκοήν. Ἐκεῖ εὑρίσκονται αἱ ἀποθῆκαι, τὰ σιδηρουργεῖα, τὰ ἀτμοκίνητα ἐργοστάσια, τὰ σφαγεῖα, τὰ ζωοστάσια καὶ ὅσ᾿ ἄλλα ἀναγκάζονται παρ᾿ ἡμῖν οἱ δυστυχεῖς κάτοικοι τῆς ὁδοῦ Ἡφαίστου, τῆς Πλάκας, τῆς Βάθειας καὶ τοῦ Ψυρρῆ ν᾿ ἀνέχωνται περὶ αὐτούς. Χάρις εἰς τὴν ἀνοχὴν ταύτην τῶν πτωχῶν, ἔχουσιν ἐν Ἀθήναις αἱ ἀριστοκρατικαὶ συνοικίαι τὸ μοναδικὸν πλεονέκτημα τῆς ἀμέσου συγκοινωνίας πρὸς τοὺς ἀγρούς. Τὰ τελευταῖα μέγαρα τῶν λεωφόρων Ἀμαλίας, Πατησίων καὶ Κηφισσίας εἶναι σχεδὸν ἐξοχικά, οὐδ᾿ ἀπαιτοῦνται περισσότερα τῶν δέκα λεπτῶν διὰ νὰ ἐκπηδήσῃ τις ἀπὸ τῆς πλατείας τοῦ Συντάγματος εἰς τοὺς θάμνους τοῦ Λυκαβηττοῦ ἢ τοὺς περὶ τὴν Ἀκρόπολιν ἀγρούς. Ἀληθὲς εἶναι ὅτι οὐδ᾿ ἐκεῖ εὑρίσκει δένδρα καὶ νερά, ἀλλὰ τουλάχιστον αἶγας, φασκόμηλα, θυμάρια, χαμόμηλα καὶ ἀνεμώνας.
Ταῦτα δύναται νὰ θεωρήση ἀνεπαρκῆ μόνον ὁ μὴ λησμονήσας τὰ σχολικά του ἀναγνώσματα, τὰ παριλίσσια ἄλση, τὰ παρέχοντα σκιὰν καὶ δρόσον εἰς τοῦ Πλάτωνος καὶ τοῦ Ἀριστοτέλους τοὺς μαθητάς, τὰς περιγραφὰς τοῦ Φαίδρου, «τὰς ἀΰπνους κρήνας», τὰς «χλωρὰς βάσσας», τὸν «καλλίβοτρυν νάρκισσον», καὶ ὅσα ἄλλα εὔμορφα καὶ δροσερὰ πράγματα ὕμνησε δι᾿ ἀθανάτων στροφῶν ὁ Σοφοκλῆς.
Πάντα ταῦτα οὐδαμοῦ πλέον δύναται σήμερον ν᾿ ἀνευρεθῶσι παρὰ εἰς μόνα τὰ συγγράμματα τῶν ἀρχαίων. Μάτην ἐζήτησα παρὰ τῶν ἡμετέρων ἀρχαιολόγων νὰ μοὶ ὑποδείξωσι ποῦ ἔρρεε τὸ προσφιλὲς εἰς τὰς Ἀθηναίας παρθένους «πολὺ καὶ καλὸν ὕδωρ τοῦ Ἠριδανοῦ»· ἡ Ἐννεάκρουνος Καλλιρρόη σπανίως παρέχει ὕδωρ ἐπαρκὲς διὰ νὰ πλύνωσι τ᾿ ἀσπρόρρουχά των εἰς τὰς οἰκοκυρὰς τοῦ Βατραχονησίου, οὐδὲ θὰ ἠδύνατο σήμερον ὁ Σωκράτης νὰ δροσίσῃ τοὺς πόδας του εἰς τὸ ῥεῖθρον τοῦ Ἰλισσοῦ, ἀλλὰ τὸν μὲν χειμῶνα θὰ ἐβύθιζεν αὐτοὺς εἰς κίτρινον πηλόν, τὸ δὲ θέρος θὰ ἔκαιον τὰς πτέρνας του χάλικες πυρακτωμένοι.
Ἡ τοιαύτη γειτνίασις εἰς τὴν πόλιν εἴδους τινὸς ἐξοχῆς καὶ ἡ μικρὰ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τῶν ἀπωτέρων διαφορὰ δύναται νὰ ἐξηγήση πῶς συμβαίνει νὰ εἶναι ὀλιγώτερον παντὸς ἄλλου λαοῦ φιλάγραυλοι οἱ Ἀθηναῖοι. Τὴν ἀπαραίτητον εἰς τοὺς Φράγκους καὶ τοὺς Γερμανοὺς δίμηνον ἀναπνοὴν ἐξοχικοῦ ἀέρος καὶ ἀνάπαυσιν τῆς ὁράσεως εἰς πρασινάδα ἀναπληρώνει παρ᾿ ἡμῖν τὸ ταξείδιον εἰς τὴν Εὐρώπην τῶν πλουσίων καὶ τὸ λούσιμον εἰς τὸ Φάληρον τῶν πολλῶν. Εἰς δὲ τὰς περὶ τὴν πόλιν ἐξοχὰς μεταβαίνουσιν ἐνίοτε μόνοι ὅσοι ἔτυχε νὰ κληρονομήσωσι περιβόλιον ἢ νὰ κτίσωσιν οἰκίαν, βοσκώμενοι ὑπὸ τῆς ἐλπίδος προσεχοῦς συνοικισμοῦ. Αἱ ἐλπίδες ὅμως αὐτῶν ἀπέβησαν κεναί. Ἂν τῳόντι ἐξαιρέσωμεν τὸ Νέον Φάληρον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶναι ἐξοχή, καὶ τὴν Κηφισσιάν, ἥτις μένει στάσιμος, παρήκμασαν πᾶσαι αἱ λοιπαί. Ἐνῷ εἰς διάστημα τεσσαρακονταετίας ἐπενταπλασιάθησαν οἱ κάτοικοι τῶν Ἀθηνῶν, ἠλαττώθη κατὰ πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν κατὰ τὸ θέρος εἰς τὰς ἀγροικίας κατοικούντων. Τὸ δὲ δυστύχημα εἶναι ὅτι συνηλαττώθη σχεδὸν πανταχοῦ τοῦ ὕδατος καὶ τῶν δένδρων τὸ ποσόν.

Ἐμμανουὴλ Ῥοΐδης 

Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014


Τὸ διάφορο, κεφάλι
Χριστούγεννα ἐν ὄψει, καὶ εἶπα νὰ σταθῶ καὶ πάλι στὸν λογοτέχνη τῶν ἡμερῶν, τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Ὄχι μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ χριστουγεννιάτικα πονήματά του, ἀλλὰ στὰ κείμενά του ἐκεῖνα ποὺ ἀναφέρονται στὴ διαχρονικὴ μάστιγα ποὺ λέγεται τοκογλυφία. «Ἀνθολόγος» ὁ ἐκ Θεσσαλονίκης καθηγητὴς Στέλιος Παπαθανασίου, στὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὶς εὐχαριστίες μου, δίνω τὸν λόγο:
Ὁ «ἀξιότιμος πρεσβύτης» Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας τοῦ παπαδιαμαντικοῦ διηγήματος «Ρεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου» φέρει «ὅλα τα ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ». Ἐπιπροσθέτως, κατάγεται «ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου». Ἔχει «παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετὰ καὶ χωράφια ἀμέτρητα». Παρεμπιπτόντως: Τὴν σύζυγόν του Σινιώραν, «ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα».
Εἶναι ἀπολύτως φυσικὸ νὰ περιμένει κάποιος ὅτι ὁ «ἀξιότιμος πρεσβύτης» τοῦ Παπαδιαμάντη οὔτε κατὰ διάνοιαν δὲν θὰ ἐλάμβανε «ἀνάγκην μικρῶν δανείων». Παραταῦτα, ἐπειδὴ «δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψει ὁλόκληρον φυτείαν», ὅταν ἦλθε ἡ στιγμὴ ποὺ «τὰ ἔξοδα ῾τὸν ἔτρωγαν᾿, ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου». Αὐτὰ ὁ Φραγκούλας.
«Τὸ διάφορο κεφάλι»
Τὰ ὑπόλοιπα εἶναι γνωστά. Ὅπως ἡ «Σταχομαζώχτρα» (κατὰ κόσμον θεία-Ἀχτίτσα) βλέπει «τὴν προίκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ», ἔτσι καὶ ὁ ρεμβώδης γέρων τοῦ Δεκαπενταυγούστου: «Ἐπ᾿ ἐσχάτων εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπήτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. [...] Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παραπόνον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. ῾Τὸ διάφορο, κεφάλι! Τὸ διάφορο, κεφάλι!᾿»
Ἡ ἔκφραση «τὸ διάφορο κεφάλι» ἐμφανίζεται στὴ διηγηματογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ μιὰ ἀξιομνημόνευτη συχνότητα. Σημαίνει τὸν ἀνατοκισμό, τουτέστιν τὴν πρόσθεση τῶν τόκων στὸ κεφάλαιο, ὥστε νὰ αὐξάνεται, νὰ ἀποδίδει μεγαλύτερους καί, ἐνίοτε, δυσβάσταχτους τόκους. Δὲν εἶναι συνεπῶς τυχαῖο πὼς «τὸ πελώριον κατάστιχον» τοῦ κυρ-Μαργαρίτη (προεξοφλητής, τοκιστής κ.τ.λ.) ὁμοιάζει, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, μὲ πίονα ἀγρόν, μὲ γῆν ἀγαθήν: «Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως» («Ἡ Σταχομαζώχτρα»).
Φυσικά, «τὸ διάφορο κεφάλι» δὲν κάνει διακρίσεις. Ὁ τραγικὸς Κωσταντὴς («Νεκρὸς ταξιδιώτης») καὶ ὁ ἀδελφός του Γιάννης (οἰκογενειάρχης «μὲ σχεδὸν μισὴν δουζίνα παιδιά»), ἐκτὸς τοῦ ὅτι θαλασσοπνίγονται καθημερινῶς, εἶναι πνιγμένοι καὶ στὰ χρέη. «Ἦσαν καὶ αὐτοί», μᾶς λέγει ὁ Σκιαθίτης Γέρων, «θύματα τῆς τοκογλυφίας τῶν 36 τοῖς ἑκατὸν καὶ ῾τὸ διάφορο κεφάλι᾿, ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι». Οἱ τοκογλύφοι, δηλαδὴ τὸ πρωτογενὲς τραπεζικὸ σύστημα στὴ Σκιάθο τοῦ δέκατου ἔνατου αἰώνα, μὲ τὰ «θαλασσοδάνεια» καὶ τὸ 36 τοῖς ἑκατὸν κατέστρεψαν, κατὰ τὸν Παπαδιαμάντη, τὸ ναυτικὸ τοῦ τόπου καὶ ἐξανδραπόδισαν ὅλο τὸ λαό.
Τοκογλυφία = Ἀσπλαχνία
«Ἡ πλουτοκρατία ἦτο, εἶναι καὶ θὰ εἶναι ὁ μόνιμος ἄρχων τοῦ κόσμου, ὁ διαρκὴς ἀντίχριστος», ἰσχυρίζεται στοὺς «Χαλασοχώρηδες» (1892) ὁ Παπαδιαμάντης. «Αὕτη γεννᾶ τὴν ἀδικίαν, αὕτη τρέφει τὴν κακουργίαν, αὕτη φθείρει σώματα καὶ ψυχάς. Αὕτη παράγει τὴν κοινωνικὴν σηπεδόνα. Αὕτη καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγεῖς».
Ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα, στὸ διήγημά του «Τὰ βενέτικα», αὐτὸς ὁ μέγας ὀντολόγος τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως καί, γενικότερα, τῆς (τραγικῆς) ἀνθρώπινης συνθήκης, θὰ ὁλοκληρώσει τὴν «οἰκονομικὴ θεωρία» του μὲ μία καίρια ἀναφορὰ στὴν «ἄγουσαν ὁδὸν» πρὸς ἀπόκτηση χρημάτων. Ἡ ὁδὸς αὕτη, «τὴν ὁποίαν ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι καὶ πλεῖστοι Γραικοὶ γνωρίζουσιν», συνοψίζεται στὸν ἀκόλουθο ὁρισμό: «Ἐργασία, οἰκονομία κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα ἀσπλαχνία, τοκογλυφία, ἐκμετάλλευσις ὅλων των ἄλλων ἀνθρώπων».
Δὲν θὰ δυσκολευτεῖ, πιστεύω, ὁ ἀναγνώστης των ὡς ἄνω παπαδιαμαντικῶν σκέψεων, τεκμηρίων καὶ ὁμολογιῶν νὰ προχωρήσει σὲ παραλληλισμοὺς καὶ συνδέσεις μὲ τὴ σημερινὴ πραγματικότητα καὶ νὰ συναγάγει τὰ προσωπικά του (θλιβερὰ) συμπεράσματα. Δὲν θὰ δυσκολευτεῖ, ἐπίσης, ὁ μέσος Ἕλλην τραπεζίτης νὰ ἀναγνωρίσει στὸ πρόσωπο τοῦ κυρ-Μανουήλου τοῦ Στεριωμένου («Οἱ Χαλασοχώρηδες») ἕναν ἐκ τῶν ἐνδόξων προγόνων του ἀπὸ τὸ σπέρμα τῶν ὁποίων προέκυψε: «Ἦτο ἄνθρωπος μὲ ἐπιρροήν, διότι ἤξευρε νὰ κάμνη ῾εὐκολίας᾿ εἰς χωρικούς. Μίαν ὀκὰν ἀχύρου ἔδιδε τὸν χειμώνα ἐκ τῆς προμηθείας του, μίαν ὀκὰν κριθῆς ἐλάμβανε τὸ θέρος ἐκ τοῦ ἁλωνίου. [...] Μίαν ὀκὰν ἐλαίας ἔδιδε τὴν Μεγάλην Τεσσαρακοστὴν εἰς πτωχὴν χήραν, μίαν ὀκὰν ἐλαίου ἐλάμβανε τὸ φθινόπωρον εἰς τὴν ἀποθήκην».
Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται (κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα), καθόσον, σύμφωνα μὲ τὴν οἰονεὶ προγραμματικὴ δήλωση τοῦ Παπαδιαμάντη («Λαμπριάτικος Ψάλτης»), «ταῦτα ὅλα βασίζονται ἐπὶ τῆς πραγματικότητος».

Δημήτρης Γκιώνης

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014


Ἡ καλωσύνη
Ἡ καλωσύνη εἶπε ἡ γιαγιά, μονάχα ἡ καλωσύνη,
ὅλα στὸν κόσμο χάνονται, μόνη ἀπομένει ἐκείνη.
Στὰ λόγια της μαζεύτηκαν προσεχτικὰ τὰ ἐγγόνια,
ὦ, χρόνια τῶν παραμυθιῶν, ἀθῶα ὡραῖα χρόνια.
Ἔξω τὸ χιόνι ἀναγελᾶ στὴν ἄγρια ἀνεμοζάλη
κι ἐδῶ στὰ μισοσκότεινα, τριγύρω στὸ μαγκάλι
ποὺ κρύβει ἀνάρια χόβολη κι ὀνείρατα ἀνασταίνει,
ἄλλο ἀπ᾿ τὰ ἐγγόνια πρόσχαρο τὰ χέρια του ζεσταίνει
κι ἄλλο στέκεται παρ᾿ ἔκει
κι ὅλα μὲ μιὰ ψυχή, μὲ μιὰ καρδιά,
κοιτοῦν στὰ μάτια τὴ γιαγιά, ποὺ ἀρχίζει παραμύθι.
Ἡ ρόκα ξεκουράζεται στ᾿ ἄσαρκο μέσα χέρι,
ὥσπου ν᾿ ἀρχίσει τὸ μακρὺ κι ἀκούραστο νυχτέρι.
Ἦταν, τοὺς λέει, μιὰ φορὰ κι ἕναν καιρὸ
μιὰ πόλη πανώρια, μαρμαρόχτιστη,
καληώρα σὰν τὴν Ἀθήνα. Πιὸ τρανὴ κι ἄλλη τόση
κι εἶχε ἕναν γέρο βασιλιὰ μὲ φρόνηση, μὲ γνώση.
Κι αὐτὸς ὁ γερο-βασιλιάς, βλαστάρια του μονάχα
εἶχε δυὸ βασιλόπουλα, δυὸ γιοὺς νὰ ποῦμε τάχα.
Ὁ πρῶτος ἄγριος καὶ κακός, τὸν κόσμο τυραννοῦσε,
μήτε φτωχὸ σπλαχνίζονταν μηδ᾿ ἄρχοντ᾿ ἀψηφοῦσε.
Ὁ δεύτερος εὐγενικός, γενναῖος ὅσο πρέπει,
ἤξερε χάρες νὰ σκορπᾶ, χαρὰ παντοῦ νὰ φέρνει.
Κι ὁ πρῶτος τοὖπε κάποτε «τὸν κόσμο δὲν τὸν ξέρεις,
εἶναι ἄκαρδος, εἶναι σκληρὸς κι ὅλα κακὰ τὰ βλέπει.
Ἂν θὲς νὰ γίνεις βασιλιὰς κι ἂν θὲς καὶ δόξα,
πρέπει νὰ γίνεις ἄκαρδος, σκληρὸς ὡσὰν ἐμένα.
Ὁ φόβος μόνο κυβερνᾶ τὸν κόσμο καὶ τὰ πλούτη».
Ἐγύρισεν ὁ δεύτερος κι εὐγενικὰ ἀπεκρίθη,
«ὁ φόβος δὲν τὸν κυβερνᾶ, προσωρινὰ τὸν δένει,
εἶναι νὰ ποῦμε φυλακὴ μὲ φρύγανα χτισμένη,
ποὺ ἡ θύρα της συχνὰ κι εὔκολα ἀνοίγει
κι ὁρμᾶ μὲ μιὰ ὁ κατάδικος καὶ τὸν φρουρό του πνίγει.
Τὸ χαλινάρι βάλε του τῆς Θεϊκῆς ἀγάπης,
γίνου πατέρας βασιλιὰς κι ὄχι σκληρὸς σατράπης».
Νὰ μὴ σᾶς τὰ πολυλογῶ, ὕστερα ἀπὸ ἕνα χρόνο,
πέθανε ὁ γερο-βασιλιὰς κι ἀνέβηκε στὸ θρόνο,
ὁ γιός του ὁ πρῶτος ὁ κακός, τρόμος παντοῦ καὶ φρίκη,
βασίλευε μὲ τὸ σπαθὶ βγαλμένο ἀπὸ τὴ θήκη.
Οἱ φυλακὲς ἐγέμισαν, τὸ ψέμα, ἡ ἀδικία,
ἡ ψευτιά, ἡ ἀπάτη, ἡ κολακεία,
ὅ,τι κακὸν εὑρέθηκε τὴ μαύρη ἐκείνη ὥρα,
ἐφούντωσε καὶ θέριεψε στὴ μαύρη ἐκείνη χώρα.
Ὡσότου τὰ παράπονα ἐφτάσαν μιὰν ἡμέρα,
ὡσὰν αὐτὸς ὁ βασιλιὰς δὲ θὲ ν᾿ ἀλλάξει γνώμη,
νὰ κυβερνᾶ τὴ χώρα του μὲ τοῦ Θεοῦ τὸ νόμο,
εὐθὺς αὐτὴ θὰ σηκωθεῖ γιὰ νὰ τὸν ξεθρονίσει,
νὰ φέρει τὸ μικρότερο γιὰ νὰ τὴν κυβερνήσει.
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ βασιλιάς, τὸν ἀδελφό του κράζει
κι ἄδικα καὶ παράπονα μονάχος τὸν δικάζει.
Τὸν βρῆκε ψεύτη κι ἔνοχο καὶ δίχως ἄλλα λόγια,
τὸν ἔκλεισε στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες του μὲ πίκρες νὰ περνάει
Μὰ τὸ ἄδικο δὲ ζεῖ πολὺ καὶ δὲν πολυχρονάει.
Κάποιος μεγάλος βασιλιὰς ἀπὸ ἄλλη πολιτεία,
κάκιωσε δίχως ἀφορμὴ καὶ δίχως ἄλλη αἰτία
καὶ παίρνει τὰ φουσάτα του καὶ ξεκινάει καὶ μπαίνει,
στὴ χώρα τὴν πολύπαθη, κακοκυβερνημένη
καὶ σὲ μιὰ μάχη μοναχὰ νικάει καὶ δεκατίζει
καὶ πιάνει καὶ τὸν βασιλιὰ καὶ σκλάβο τὸν ὁρίζει.
«Καὶ ὁ ἀδελφός;», ἐρώτησαν τὰ ἐγγόνια μ᾿ ἕνα στόμα;
«Τώρα θὰ δεῖτε μάτια μου, δὲν τέλειωσεν ἀκόμα».

Ὅταν ἡ μάχη ἀπόσωσε καὶ εἰρήνευσε τὸ ἀσκέρι,
ἔστειλε ὁ νέος βασιλιὰς τὴν κόρη του νὰ φέρει,
μὲ ἄλογα χρυσοστόλιστα καὶ μὲ χιλιάδες ἄτια,
νὰ δεῖ τὰ μαρμαρόχτιστα, νὰ δεῖ τὰ ὡραῖα παλάτια.
Κι ἔτρεξε ἐκείνη βιαστικὴ νὰ δείξει τὴ χαρά της,
σὲ κάθε τι πολύτιμο ποὺ βλέπει ὁλόγυρά της.
Μὰ ὅταν ἔφτασε καὶ στοῦ παλατιοῦ τὰ σκοτεινὰ κατώγια,
ὅπου ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλιᾶ βρισκόταν ἕνα χρόνο,
ἔνοιωσε θλίψη στὴν ψυχὴ καὶ στὴν καρδιά της πόνο.
Καὶ δίχως νὰ τὸ στοχαστεῖ, δίχως νὰ ξέρει τὶ ἔχει,
στὸ βασιλιὰ πατέρα της ἀλαφιασμένη τρέχει
καὶ κλαίει, κλαίει γονατιστὴ μὲ τὸν κρυφό της πόθο
κι ὁ βασιλιὰς πατέρας της «σήκω», τῆς λέει, «σὲ νοιώθω».
Ἔφερε τὸ μικρὸ ἀδελφὸ ἀπ᾿ τὰ σκοτεινὰ κατώγια
καὶ δίχως νὰ μακρηγορεῖ, δίχως μεγάλα λὀγια,
τοῦ λέει: ἡ κόρη μου σ᾿ ἀγάπησε, γυναίκα σοῦ τὴ δίνω
καὶ γίνανε οἱ γάμοι τους τὸ ἴδιο βράδυ ἐκεῖνο,
μὲ ὄργανα μὲ τούμπανα καὶ μὲ χαρὲς μεγάλες.
Καὶ τὸν κακὸ τὸ βασιλιὰ τὸν ξαναφέραν πάλι,
μαζὶ μὲ δούλους νὰ κερνᾶ τὸ ἀσκέρι στὴ χαρά τους
καὶ ζήσανε αὐτοὶ καλὰ κι ἐμεῖς καλύτερά τους.

Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014


Ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου
Νηστεύει ἡ ψυχή μου ἀπὸ πάθη
καὶ τὸ σῶμα μου ὁλόκληρο τὴν ἀκολουθεῖ.
Οἱ ἀπαραίτητες μόνο ἐπιθυμίες -
καὶ τὸ κρανίο μου ὁλημερὶς χῶρος μετανοίας
ὅπου ἡ προσευχὴ παίρνει τὸ σχῆμα θόλου.
Κύριε, ἀνῆκα στοὺς ἐχθρούς σου.
Σὺ εἶσαι ὅμως τώρα ποὺ δροσίζεις
τὸ μέτωπό μου ὡς γλυκύτατη αὔρα.
Ἔβαλες μέσα μου πένθος χαρωπὸ
καὶ γύρω μου
ὅλα πιὰ ζοῦν καὶ λάμπουν.
Σηκώνεις τὴν πέτρα - καὶ τὸ φίδι
φεύγει καὶ χάνεται.
Ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ ὡς τὸ βασίλεμμα τοῦ ἥλιου
θυμᾶμαι πὼς εἶχες κάποτε σάρκα καὶ ὀστὰ γιὰ μένα.
Ἡ νύχτα καθὼς τὴν πρόσταξες ἀπαλὰ μὲ σκεπάζει
κι ὁ ὕπνος - ποὺ ἄλλοτε ἔλεγα πὼς ὁ μανδύας του
μὲ χίλια σκοτάδια εἶναι καμωμένος,
ὁ μικρὸς λυτρωτής, ὅπως ἄλλοτε ἔλεγα -
μὲ παραδίδει ταπεινὰ στὰ χέρια σου...
Μὲ τὴ χάρη σου ζῶ τὴν πρώτη λύτρωσή μου.

Νίκος Καροῦζος

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014


Ἄλλα τόσα χρόνια
Ἄν μᾶς ἔλεγε κανένας αὐτήνη τή λευτεριά, ὁπού γευόμαστε, θά περικαλούσαμεν τόν Θεόν, νά μᾶς ἀφήσει εἰς τούς Τούρκους ἄλλα τόσα χρόνια, ὅσο νά γνωρίσουν οἱ ἄνθρωποι τί θά εἰπεῖ πατρίδα, τί θα πεῖ θρησκεία, τί θά εἰπεῖ φιλοτιμία, τί ἀρετή, καί τιμιότης.


Στρατηγός Μακρυγιάννης

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014


Στοχασμοὶ καὶ ἀποφθέγματα
Ἀκριβῶς οἱ πνευματωδέστερες συζητήσεις ἀποδεικνύουν τὸ ἀδύνατο τῆς συναίνεσης: αὐτὲς δείχνουν ὅτι γιὰ κάθε ἐπιχείρημα ὑπάρχει καὶ ἕνα ἀντεπιχείρημα.
Ὁ διάλογος μεταξὺ ἑτεροφρόνων εἶναι ἀδύνατος καὶ μεταξὺ ὁμοδόξων περιττός.
Ἀπαρχὴ ξεχωριστῆς οἰκειότητας: νὰ κουτσομπολεύεις κατ᾿ ἰδίαν μ᾿ ἕναν τρίτο τοὺς κοινούς σας φίλους.
Ὅταν προσδοκοῦμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους νὰ μᾶς «καταλάβουν», στὴν οὐσία τοὺς ζητοῦμε νὰ μᾶς συμμεριστοῦν τὴν αὐτοκατανόησή μας. Φιλία εἶναι ἡ (σιωπηρὴ) συμφωνία ὅτι ἡ μία πλευρὰ συμμερίζεται τὴν αὐτοκατανόηση τῆς ἄλλης.
Μιά συζήτηση περὶ φιλίας ἢ ἀγάπης μπορεῖ νὰ σημάνει τὴν ἀρχὴ ἢ τὸ τέλος τῆς φιλίας ἢ τῆς ἀγάπης.
Οἱ ἀλαζόνες προκαλοῦν τὴν ἀντιπάθεια ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ περιμένουμε ἐπιβεβαίωση τῆς δικῆς μας φιλαυτίας.
Οἱ ἀνόητοι μονίμως παραπονοῦνται ὅτι οἱ εὐφυεῖς εἶναι ἐπηρμένοι.
Στὶς ἐπιτυχίες αἰσθανόμαστε πάνω ἀπὸ τὸ ἀνθρώπινο μέτρο, στὶς ἀποτυχίες ἀναλογιζόμαστε τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη μοίρα.
Ἡ μεγάλη ματαιοδοξία σέ ἀντίθεση πρὸς τὴ μικρή, ποὺ ζεῖ ἀπὸ τὶς προσόδους τοῦ πυρετώδους πάρε-δῶσε στὸ Vanity Fair τῆς καθημερινότητας, εἶναι σὲ μεγάλο βαθμὸ ἀνεξάρτητη ἀπὸ τὸν ἔπαινο καὶ τὴν ἐπιδοκιμασία· γι᾿ αὐτὸ καὶ φαντάζει σὰν μετριοφροσύνη.
Ἡ εὐγένεια συνιστᾶ συχνότατα τὸν πιὸ ἐπιδέξιο καιροσκοπισμό: μόνο εὐγενεῖς ἄνθρωποι κατορθώνουν νὰ κρατοῦν πάντοτε καὶ συγχρόνως ὅλες τὶς πόρτες ἀνοιχτές.

Παναγιώτης Κονδύλης

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2014


Ὁ Θάνατος τοῦ Διγενῆ
Ὁ Διγενὴς ψυχοµαχεῖ κι ἡ γῆ τόνε τροµάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σειέτ᾿ ὁ ἀπάνω κόσµος,
κι ὁ κάτω κόσµος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεµέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ πὼς θὰ τόνε σκεπάσῃ,
πῶς θὰ σκεπάσῃ τὸν ἀϊτὸ τῆς γῆς τὸν ἀντρειωµένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπήλιο δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαράκια ἀµαδολόγανε καὶ ῥιζιµιὰ ξεκούνιε.
Στὸ βίτσιµά ῾πιανε πουλιά, στὸ πέταµα γεράκια,
Στὸ γλάκιο καὶ στὸ πήδηµα τὰ ῾λάφια καὶ τ᾿ ἀγρίµια.
Ζηλεύγει ὁ Χάρος µἐ χωσιά, µακρὰ τόνε βιγλίζει,

καὶ λάβωσέ του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή του πῆρε.

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014


Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με
Κατουνάκια 22-7-74
Ἐν Χριστῷ ἀγαπημένες μου ψυχές. Εὔχομαι ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος νὰ κυματίζῃ μέσα σας. Δὲν γνωρίζω τί ἀκριβῶς σας ἔχει πῇ ὁ ἀγαπητός μου ἀδελφὸς καὶ σεβαστὸς Γέροντάς σας γιὰ μένα. Πάντως ὡς συμπεραίνω, ἡ ἀγάπη του γιὰ μένα ὑπερβαίνει τὸ ὅριον τῆς ἀληθείας καὶ ἀκριβείας. Δὲν θὰ τολμοῦσα οὔτε κατὰ διάνοιαν νὰ σᾶς ὁμιλήσω, διότι γνωρίζω, ὅτι δὲν ὑπάρχει κενόν τι εἰς τὰς ὁμιλίας του πρὸς ἐσᾶς, γιὰ νὰ ἔλθω τώρα ἐγὼ νὰ τὸ συμπληρώσω, ἢ καὶ νὰ τὸ πληρώσω, ἀλλὰ ἀφοῦ μὲ παρακαλεῖτε, ἢ μᾶλλον μὲ πιέζετε νὰ σᾶς γράψω κάτι, ὄχι τί καινὸν εἰς τὰ τοῦ Γέροντός σας, ἀλλὰ τὸ ἴδιον μὲ ἄλλους λόγους, ἅς σας ἀκούσω, ἶνα μὴ φανῶ παρήκοος.
Γνωρίζω, ὅτι γράφω πρὸς ψυχάς, αἱ ὁποῖαι ἀπαρνήθηκαν τὸν κόσμον καὶ τὰ τοῦ κόσμου, καὶ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτὸν τοὺς ἓξ ὁλοκλήρου γιὰ τὴν ἄλλην ζωὴν στὸν ἐπουράνιον Νυμφίον, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν. Ἐνεδύθησαν τὸ ἔνδυμα, τὸ μοναχικόν. Τὸ ἔνδυμα τῆς ἀγαμίας, τῆς παρθενίας, τῆς σωφροσύνης, τῆς ὑπακοῆς, τῆς προσευχῆς. Ἔφυγαν μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμον, οὐχὶ μόνον μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον μὲ τὸ πνεῦμα. Συναγωνίζονται νύκτα καὶ ἡμέρα μὲ τοὺς ἀσάρκους ἀγγέλους, ἐν σαρκὶ οὖσαι, εἰς τὴν δοξολογίαν τοῦ Θεοῦ. Μέρα τὴν ἡμέρα προκόπτουν (αὐτοπαρατηρώσαι ἑαυτάς) εἰς τὴν ἐξομολόγησι, εἰς τὴν ὑπακοήν, εἰς τὴν προσευχήν, καὶ γενικῶς εἰς τὴν αὐτοσυγκέντρωσιν. Τᾶς περιλούει ἡ σιωπή, ἢ μᾶλλον ἡ σμικρολογία, τὸ πένθος, τὰ ἀείρροα δάκρυα, ὁ Θεῖος ἔρως. Ὁ παρθενικὸς Θεῖος ἔρως τοῦ γλυκυτάτου καὶ ὡραιοτάτου Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ δὲν παύουν οὔτε στιγμήν, ποὺ νὰ μὴ προφέρουν τὸ γλυκύτατον Αὐτοῦ ὄνομα. Ἰησοῦ μου γλυκύτατε ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου γλυκειὰ ἀγάπη ἐλέησόν με. Ἰησοῦ μου Νυμφίε μου ἐλέησόν με.
Βεβαίως αὐτὴ ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἡ ἴδια γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, δηλαδὴ γιὰ ὅλες τὶς καταστάσεις. Ὁ ἕνας τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος τὴν λέγει: Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου ἐλέησόν με. Ὁ ἄλλος: Ἰησοῦ μου, καὶ ὁ τελευταῖος δὲν προφέρει τίποτε, ἀλλὰ κάθεται σιωπώντας καὶ ἐντρυφώντας τὴ Θείαν γλυκύτητα! Εὔχομαι νὰ φθάσετε στὴν τελευταία κατάστασιν. Ὅλα ἔρχονται διὰ μέσου τῆς ὑπακοῆς. Ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τῆς μοναχῆς, ἡ ὑπακοὴ εἶναι. Ὅλα τὰ χαρίσματα διαμέσου τῆς ὑπακοῆς χορηγοῦνται. Ὑπακοὴ = ζωή. Παρακοὴ = Θάνατος.
Συγχωρήσατε μοὶ διὰ τὴν φλυαρίαν μου.
Μὲ ἀδελφικὴν ἀγάπη καὶ ψυχικὸν σύνδεσμον.
Ἐφραίμ

Γέρων Ἐφραίμ Κατουνακιώτης

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014


Ψαλμὸς τῷ Δαυΐδ

Κύριε, τίς παροικήσει ἐν τῷ σκηνώματί σου; ἢ τίς κατασκηνώσει ἐν ὄρει ἁγίῳ σου; 
πορευόμενος ἄμωμος καὶ ἐργαζόμενος δικαιοσύνην, λαλῶν ἀλήθειαν ἐν καρδίᾳ αὐτοῦ, ὃς οὐκ ἐδόλωσεν ἐν γλώσσῃ αὐτοῦ, οὐδὲ ἐποίησε τῷ πλησίον αὐτοῦ κακὸν καὶ ὀνειδισμὸν οὐκ ἔλαβεν ἐπὶ τοῖς ἔγγιστα αὐτοῦ. 
ἐξουδένωται ἐνώπιον αὐτοῦ πονηρευόμενος, τοὺς δὲ φοβουμένους τὸν Κύριον δοξάζει· ὁ ὀμνύων τῷ πλησίον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἀθετῶν· τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ καὶ δῶρα ἐπ᾿ ἀθῴοις οὐκ ἔλαβεν. 
ὁ ποιῶν ταῦτα, οὐ σαλευθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα.

Ψαλμὸς ιδ΄

Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014


Γιὰ τὸ μέλλον
Γιατί νὰ κοιτάζουμε τὸ μέλλον; «Ἀρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς». Ἂς παραδοθοῦμε σὰν παιδιὰ στὸν Οὐράνιο Πατέρα μας. «Ὁ Θεὸς οὐκ ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι ὑπὲρ ὃ δύνασθε». Μὲ τὶς ὑποψίες βασανίζεις μόνο τὸν ἑαυτό σου καὶ δὲν ἐξυπηρετεῖς τὸν σκοπό, ποὺ ἔταξες. Βλάπτεις ἀκόμη καὶ τὸν ἑαυτό σου μὲ τὸ νὰ φαντάζεσαι ἐκ τῶν προτέρων ὅτι ὑπάρχει κακὸ ἐκεῖ, ὅπου πιθανὸν δὲν ὑπάρχει τίποτε. Ἐφόσον ἐμεῖς δὲν κάνομε κακὸ σὲ κανένα, ἂς μᾶς κάνουν οἱ ἄλλοι, ἂν τὸ ἐπιτρέπει αὐτὸ ὁ Θεός.

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης

Σάββατο 11 Οκτωβρίου 2014


Μὲ τὸν πεζόβολο
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
Εἰς ποῖον ἄλλον θὰ ἥρμοζε, καὶ διὰ στόματος τίνος θὰ ἐμέλπετο καταλληλότερον ἡ ἐπῳδὸς αὐτή, παρὰ διὰ στόματος τοῦ φίλου μας Τριαντάφυλλου τοῦ κηπουροῦ; Γυμνόπους καθὼς ἦτον ὅλην τὴν ζωήν του, πότε νὰ φυτεύῃ καὶ νὰ σκαλίζῃ, ἢ νὰ ποτίζῃ καὶ νὰ κατευθύνῃ τὸ νερὸν εἰς τ᾿ αὐλάκια τοῦ περιβολιοῦ, πότε νὰ τρέχῃ ὅλους τοὺς γιαλούς, ἀπὸ ἀμμουδιὰν εἰς ἀμμουδιὰν καὶ ἀπὸ ἀγκάλην θαλάσσης εἰς ἀγκάλην, μὲ τὸν πεζόβολον ἐπὶ τοῦ ὤμου τοῦ δεξιοῦ, μὲ τὸν τορβὰν ὑπὸ τὴν ἀριστερὰν μασχάλην… Ἵστατο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν, ἐνήδρευε, κατεσκόπευε τὰ κοπάδια τῶν μικρῶν ὀψαρίων νὰ βόσκουν εἰς τὸν πάτον, νὰ πλέουν εἰς τὸν ἀφρόν, κοντὰ εἰς τὴν ἄμμον ἔξω, εἶτα, ὡς ἐπιδέξιος τοξότης, ἔτεινε τὸν πεζόβολον, τὸν ἐξεσφενδόνιζε ταχύς ― καὶ ποῦ νὰ φύγουν τὰ ταλαίπωρα τὰ μικρὰ ψαράκια ἀπὸ τοὺς βρόχους του τοὺς φονικούς;
Εἶτα ἐθαλάσσωνεν ἕως τὸ γόνα, ἔδραχνεν ἠρέμα τὸν πεζόβολον ἀπὸ τὴν κορυφήν, τὸν ἀνέβαζε, τὰ βρόχια μὲ τὰς μολυβήθρας ἔπιπτον κάθετα, τὸν ἔσυρεν ἔξω καὶ τὸν ἐτίναζεν ἐπὶ τῆς ἄμμου, τρία βήματα ἀπὸ τὸ κῦμα. Ἐπήδων, ἤσπαιρον, ἔστιλβον μὲ λέπια ἀργυρᾶ τὰ καημένα τὰ ψαράκια, καὶ λαχταριστὰ ἀκόμη ὁ Τριαντάφυλλος μὲ τὸν τορβὰν τὰ ἔφερεν εἰς τὸν κῆπόν του. Ἐκεῖ ἤναπτε φωτιάν, καὶ ἀφοῦ ἔρριπτεν ὀλίγον ἅλας, τὰ ἔψηνε· τὰ παιδάριά του τὰ μικρὰ τὰ ἥρπαζον μισοψημένα ἀπὸ τὴν ἀνθρακιάν, εἶτα ὁ πατὴρ τοὺς τὰ ἐμοίραζεν, ἔδιδε κ᾿ εἰς τὴν ἔγκυον γυναῖκα του, ἔτρωγε κι αὐτός, προσέφερε καὶ εἰς τοὺς παρατυχόντας πελάτας ἢ ἐπισκέπτας τοῦ περιβολίου.
Ἦτο δειλινὸν ἀκόμη. Ὕστερα ὁ ἥλιος ἐχαμήλωνεν, ὀλίγον ἀκόμη, κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ βουνόν, νὰ βασιλέψῃ. Εἶτα ὁ κηπουρὸς ἤντλει νερὸν ἀπὸ τὴν πλατεῖαν γούρναν, τὴν ἀντὶ φρέατος, ἐγέμιζε τὴν στέρναν, τὴν ἀπέφραττεν, ἀπέλυε τὸ νερόν, τὸ ἐμοίραζε στ᾿ αὐλάκια, καθὼς πρὸ μικροῦ εἶχε μοιράσει τὰ μισοψημένα ψαράκια εἰς τὰ τεκνία του. Μὲ τὴν τσάπαν καὶ μὲ τοὺς πόδας τοὺς γυμνούς, μὲ τὰς χεῖρας τὰς τυλώδεις, ἐβάθυνεν, ἔφραττεν, ἄνοιγεν αὐλάκια, κατεύθυνε τὸ νερόν, κ᾿ ἐπότιζεν ὅλα τὰ λάχανα τοῦ κήπου του.
Εἰς ὅλον αὐτὸ τὸ διάστημα ἦτον εὔθυμος, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τραγουδῇ:
Τὸ γιαλό, γιαλό,
ψαράκια κυνηγῶ.
Τὸ δίστιχον αὐτό, τὸ χοριαμβικὸν ἢ χωλιαμβικόν, ὅπως καὶ τόσα ἄλλα (λ.χ. «Πάπια τοῦ γιαλοῦ, ― μὴν ἀγαπᾷς ἀλλοῦ», καί, Ἄστρο τῆς αὐγῆς ― πῶς ἄργησες νὰ βγῇς»), ἴσως συμπληρώνουν τὸν ρυθμόν, ὅπως καὶ ποικίλλουν τὴν μονοτονίαν, κατόπιν τῆς περιττῆς συλλαβῆς τοῦ πολιτικοῦ στίχου, μετὰ τὸν ὁποῖον ἔρχονται ὡς ἐπῳδός. Πλὴν τί λέγω;
Μήπως ὅλα τὰ λυρικὰ μέτρα δὲν πρέπει νὰ εἶν᾿ ἐλεύθερα, κατὰ συνθήκην ὑπηρετοῦντα τὸ μέλος, ὅπως συμβαίνει εἰς τὴν ἀρχαίαν χορικὴν ᾠδὴν καὶ εἰς τὴν ψαλμῳδίαν τῆς ἐκκλησίας μας ― μὲ τὰς στροφάς, ἀντιστροφὰς ἢ εἱρμοὺς καὶ τροπάρια, καὶ μὲ τὰς ἐπῳδοὺς ἢ καταβασίας;

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης