Σάββατο 31 Ιουλίου 2021

 


Στὴν ἀγαπητὴ δόκιμη Ν.

·       Ὅταν σηκώνεσαι ἀπὸ τὸν ὕπνο ἡ πρώτη σου σκέψη πρέπει νὰ στραφεῖ στὸ Θεό, ὁ πρῶτος σου λόγος πρέπει νά ῾ναι προσευχὴ στὸ Θεὸ – τὸν Πατέρα καὶ Δημιουργό σου.

·       Νὰ μετανοεῖς καὶ νὰ δοξολογεῖς τὸ Θεὸ ποὺ δὲν ἐπέτρεψε ν᾿ ἀπωλεστεῖς ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες σου.

·       Βάλε ἀρχὴ νὰ κάνεις ὅ,τι εἶναι ἄριστο. Κανένας δὲ θὰ ὁλοκληρώσει τὴν πορεία πρὸς τὸν οὐρανό, ἐκτὸς ἀπὸ κεῖνον ποὺ ξεκινάει τὴν ἡμέρα του καλά.

·       Νὰ ξεκινᾷς τὴν ἡμέρα σου σὰν σεραφεὶμ στὴν προσευχή, σὰν χερουβὶμ στὶς πράξεις καὶ σὰν ἄγγελος στὴ συμπεριφορά σου.

·       Μὴν περνᾷς τὸν καιρό σου ἀργή.

·       Σὲ ὅλες τὶς πράξεις, τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις σου ὁ νοῦς σου νἆναι στὸ Θεό.

·       Ὁ λόγος σου νἆναι ἤρεμος, ταπεινός, σοβαρὸς κι ὠφέλιμος. Ἡ σιωπὴ θὰ σὲ βοηθήσει νὰ λὲς μόνο τ᾿ ἀπαραίτητα λόγια, μὲ διάκριση. «Λόγος σαθρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω».

·       Μὴ γελᾷς μὲ θόρυβο, ἀλλὰ μόνο νὰ χαμογελᾷς. Κι αὐτὸ ὄχι συχνά.

·       Ν᾿ ἀποφεύγεις τὴν ἀντιλογία καὶ τὴ φιλονικία.

·       Ν᾿ ἀγαπᾷς πάντα τὴν ταπείνωση καὶ ν᾿ ἀποφεύγεις πάντα τὴν ὑπερηφάνεια.

·       Μὴ μισήσεις κανένα, γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο.

·       Νἆσαι ἐγκρατὴς στὸ φαγητό, τὸ ποτὸ καὶ τὰ γλυκά.

·       Νἆσαι καταδεχτικὴ μὲ ὅλους· ἔτσι ὁ Θεὸς θὰ σ᾿ εὐλογεῖ κι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι θὰ σ᾿ ἐπαινοῦν.

·       Ὁ θάνατος δίνει τέλος σ᾿ ὅλα τὰ πράγματα. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὄχει πάντα στὸ νοῦ του ὁ ἄνθρωπος.

·       Πράξεις σὰν κι αὐτὲς εἶναι εὐάρεστες στὸ Θεό, ὡς «ὀσμὴ εὐωδίας πνευματικῆς».

·       Σὲ παρακαλῶ νὰ μνημονεύεις στὶς προσευχές σου τὸν ἀνάξιο μοναχὸ Ἀντώνιο ποὔχει ἁμαρτήσει πολὺ σὲ ὅλους καὶ σὲ σένα, κι ὁ Θεὸς νὰ σοῦ μνησθεῖ στὴ βασιλεία Του.

·       «Σὲ παρακαλῶ νὰ ματαιώσεις πρὸς τὸ παρὸν τὸ ταξίδι σου. Τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲν πρέπει νὰ τὴν ἀναζητήσουμε κάπου ἀλλοῦ ἀλλὰ μέσα μας, στὴν καρδιά μας. Θὰ μὲ ρωτήσεις: Τί εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Σοῦ ἀπαντῶ: Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνάρετη ἐν Χριστῷ ζωή. Τὸ νἄχει ἡ ψυχή σου ταπείνωση καὶ ὑπομονή, εἰρήνη. Ἂν ζεῖς ἔτσι, θὰ δεῖς τὴν εἰρήνη (δηλ. τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ) μέσα σου ὅσο ζεῖς καί, μετὰ τὴν κοίμησή σου, θὰ ζεῖς πάλι μαζί της».

Στάρετς Ἀντώνιος τῆς Ὄπτινα

Κυριακή 25 Ιουλίου 2021

 


Μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια

Μὴ συνηθίζεις νὰ κουβεντιάζεις γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶδες μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια, σὰν νὰ τὰ ἔχεις δεῖ. Μὴ βεβαιώνεις μὲ πεποίθηση ἐκεῖνα ποὺ ἔχεις μόνο ἀκούσει.

Συνήθιζε τὴ γλώσσα σου νὰ λέει πάντα ἀλήθεια. Τὸ ψέμα γεννιέται συχνὰ ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀρέσουμε στοὺς ἀνθρώπους κι ἀπομακρύνει ἀπὸ τὴν ψυχὴ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ.

Ἀββᾶς Ἠσαΐας

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2021

 


Τὰ πάντα μέσα μου καὶ γύρω μου

Τὰ πάντα μέσα μου καὶ γύρω μου, καὶ τὰ μικρὰ καὶ τὰ μεγάλα, τὰ περασμένα καὶ τὰ ἄπειρα, καὶ τὰ ἁπλὰ καὶ τὰ αἰνιγματώδη, καὶ τὰ σκοτεινὰ καὶ τὰ φωτεινά, καὶ τὸ ὁρατὸ καὶ τὸ ἀόρατο, καὶ τὸ θνητὸ καὶ τὸ ἀθάνατο, καὶ τὸ καλὸ καὶ τὸ κακό, τὸ πᾶν καὶ τὰ πάντα σὲ ὅλους τους κόσμους ποὺ γνωρίζω καὶ αἰσθάνομαι, μὲ ὑποκινοῦν σὲ μιὰ κραυγὴ καὶ μιὰ προσευχή:

-Κύριε ἐλέησον!

Ὅσιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

 


Μὲ τὴν καρδιά του, μὲ πραγματικὴ ἀγάπη

* Ἂν βλέπουμε κάτι ἄσχημο στὸν ἀδελφό μας, στὸ συνάνθρωπό μας, νὰ μὴ μιλᾶμε καθόλου... νὰ προσευχόμαστε.

* Ἔχει μεγάλη ἀξία ἡ προσευχή, ὅταν ἐπεκτείνεται καὶ σὲ ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν γιὰ μᾶς καλὴ γνώμη. Δυνατὸν νὰ μᾶς ἀντιπαθοῦν εἴτε ἀπὸ ἄγνοια εἴτε γιατί ζοῦν μακριὰ ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ὄχι νὰ λέει κανεὶς δυὸ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιά του, μὲ πραγματικὴ ἀγάπη. Ὁ πιστὸς ποὺ φεύγει ἀπὸ αὐτὴ τὴν ζωή, πόση χαρὰ νιώθει γιὰ τὸ ὅτι προσευχόταν γιὰ κάποιον ποὺ δὲν τοῦ φέρθηκε καλά!..

* Δὲν ἀφήνει ὁ πιστὸς τὸ συγγνώμη γιὰ αὔριο.

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

 


Γιὰ τοὺς ἐχθρούς της ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς

Ἂν καὶ εἶμαι ζωγράφος κι ὄχι μουσικός, ὡστόσο ἔχω γράψει περισσότερα γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ ἀπὸ τὴν ἁγιογραφία. Γιατὶ ἡ μουσικὴ ἐνεργεῖ ἀπάνω στὴν ψυχὴ πιὸ δυνατὰ καὶ πιὸ ἄμεσα, παρὰ ἡ ζωγραφική, ἐπειδὴ μὲ τὴν μουσικὴ μπορεῖ νὰ ἐκφρασθεῖ, λίγο πολύ, ὁ κάθε ἄνθρωπος, ἐνῶ ἡ ζωγραφικὴ εἶναι μία τέχνη ποὺ τὴν κάνουνε μονάχα οἱ τεχνίτες ποὺ εἶναι σπουδασμένοι σ’ αὐτὴν τὴν τέχνη. Μὲ τὴν μουσικὴ καὶ μὲ τὴν ποίηση ἐκφράζεται ἡ λαϊκὴ ψυχὴ περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλον τρόπο καὶ γιὰ τοῦτο σ΄ αὐτὲς τὶς τέχνες φανερώνεται ὁλοζώντανος ὁ χαρακτήρας τοῦ λαοῦ. Γι’ αὐτὴ τὴν αἰτία ὁ Πλάτωνας ὁ φιλόσοφος εἶπε· ἅμα ἀλλάξει ἡ μουσικὴ ἑνὸς λαοῦ, θὰ πεῖ πὼς ἄλλαξε κι ὁ χαρακτήρας του. Κι ὅμως, βρίσκουνται σὲ μᾶς ἄνθρωποι, καὶ μάλιστα ἱερωμένοι καὶ θεολόγοι, ποὺ ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι κάποιο πράγμα ποὺ δὲν ἔχει μεγάλη σημασία γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας καὶ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀλλάξει, χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ πραγματικὴ οὐσία της.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας, ὅπως κι οἱ ἄλλες ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, εἶναι ἀχώριστες ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἐκφράζουνε.

Ὁ χαρακτήρας της μορφώθηκε ἀπὸ τὰ νοήματα καὶ ἀπὸ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἐκφράζει. Ἂν ἐξέφραζε ἄλλα νοήματα κι ὁ διπλός της χαρακτήρας θὰ ἤτανε ἀλλοιώτικος. Ἡ ἀνταπόκριση ἀνάμεσα στὸ μέσον μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ ἔκφραση καὶ σὲ κεῖνο ποὺ ἐκφράζεται μ΄ αὐτὸ τὸ μέσον, εἶναι τόσο ἀπόλυτη, ὥστε αὐτὰ τὰ δύο νὰ εἶναι σὲ τέτοιον βαθμὸ σφιχτὰ δεμένα ἀνάμεσά τους ποὺ ν’ ἀποτελοῦνε ἕνα πράγμα. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες καθρεφτίζουνε μὲ ἀκρίβεια τὸν μυστικὸ πλοῦτο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς θρησκείας, δηλαδὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Κάθε παραμόρφωση ποὺ παθαίνει ἡ πνευματικὴ οὐσία της, καθρεφτίζεται μέσα σ’ αὐτὸν τὸν καθρέφτη ποὺ λέγεται μουσική, ἁγιογραφία, ἀρχιτεκτονικὴ κλπ, ὅπως γίνεται καὶ τὸ ἀνάποδο, δηλαδὴ κάθε παραμόρφωση ποὺ παθαίνουνε οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες φανερώνει τὴν παραμόρφωση ποὺ ἔπαθε ἡ πνευματικὴ οὐσία ποὺ ἐκφράζουνε.

Βλέπει λοιπὸν κανείς, πὼς δὲν ὑπάρχει πιὸ ἀνόητο πράγμα ἀπ’ αὐτὸ ποὺ λένε ὅσοι θεωροῦνε τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες – καὶ γενικὰ τὴ μορφὴ τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας μας – σὰν κάποια πράγματα συμβατικὰ καὶ τὰ ἔργα τους σὰν τυχαία κατασκευάσματα, ποὺ μποροῦνε ν’ ἀλλάζουνε κατὰ τὰ γοῦστα τοῦ καθενός. Πρέπει νὰ ἔχει κανένας ἐκείνη τὴ βαθυστόχαστη ἀνοησία ποὺ ἔχουνε κάτι τέτοιοι ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι ψυχὲς ἄδειες ἀπὸ κάθε πνευματικὴ θέρμη, γιὰ νὰ λέει καὶ νὰ ὑποστηρίζει τέτοια πράγματα. Ἀκόμα καὶ στὴν κοσμικὴ τέχνη, ποὺ ἀκολουθᾶ τὰ ρεύματα τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ξέρουνε ὅσοι καταγίνουνται μ’ αὐτή, πὼς ἡ οὐσία καὶ ἡ μορφὴ εἶναι ἀλληλοεξαρτημένα, καὶ μάλιστα τόσο ἀλληλοεξαρτημένα, ποὺ κατὰ βάθος νὰ εἶναι τὸ ἴδιο πράγμα. Μοναχὰ κάποιοι ἀνόητοι, σὰν καὶ τούτους ποὺ εἴπαμε παραπάνω, ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς ἡ οὐσία κι ἡ μορφή, τὸ νόημα ἢ τὸ αἴσθημα κι ἡ ἔκφρασή του, τὸ μέσα καὶ τὸ ἀπέξω, εἶναι δύο πράγματα ἄσχετα τὸ ‘να μὲ τ’ ἄλλο. Ἕνας τέτοιος ἐλαφρόμυαλος, ὁ Παναγιώτης Σοῦτσος, ἔλεγε γιὰ τὸ Σολωμό, νομίζοντας πὼς ἔλεγε κάποιο σπουδαῖο πράγμα, πὼς τὰ ἔργα τοῦ Σολωμοῦ ἤτανε: «ἰδέαι πλούσιαι, πτωχὰ ἐνδεδυμέναι», καὶ πὼς γι’ αὐτό: «δὲν εἶναι δι’ αἰώνιον ζωὴν προορισμέναι».

Μ’ ἄλλα λόγια, γιὰ νὰ μὴν πεθάνουνε τὰ ἔργα τοῦ Σολωμοῦ, κατὰ τὴν μεγαλοφυΐα τοῦ Σούτσου, θὰ ‘πρεπε νὰ βρίσκει μὲν τὶς ἰδέες ὁ Σολωμός, ἀλλὰ νὰ τὶς παραδίνει στὸ Σοῦτσο γιὰ νὰ τὶς ντύνει μὲ πλούσια ἐνδύματα, δηλαδὴ νὰ τὶς ἐκφράζει μὲ τοὺς νερόβραστους στίχους του. Θαυμάστε τί φωστῆρες βγάζει ἡ Ἑλληνικὴ Φυλή! Ἐ, τέτοιοι φωστῆρες εἶναι καὶ τοῦτοι οἱ σημερινοί, ποὺ θεωροῦνε σὰν «ἐπουσιώδη πράγματα» τὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας, τὴν εἰκονογραφία μας κλπ γιὰ νὰ ἀποχτήσουνε τὸν περιπόθητο τίτλο τοῦ νεωτεριστῆ. Γιὰ νὰ εἶναι κανένας νεωτεριστὴς στὰ πράγματα τῆς παράδοσης, ποὺ μορφώθηκαν μέσα σὲ αἰῶνες καὶ ποὺ ἔχουνε τὴ σταθερότητα ποὺ ἔχει ἡ πίστη ἀπ’ ὅπου βγήκανε, θὰ πεῖ πὼς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νιώσει τί πάγει νὰ καταστρέψει, ὥστε νὰ φρίξει καὶ νὰ μαζευτεῖ, νιώθοντας τὴν μικρότητά του μπροστὰ στὰ αἰώνια αὐτὰ στοιχεῖα.

Οἱ τέτοιοι νεωτεριστὲς σπρώχνονται στοὺς εὔκολους κι ἀνεύθυνους νεωτερισμοὺς ἀπὸ τὴν περηφάνια. Ἡ περηφάνια εἶναι ἡ μητέρα κάθε ἀνοησίας. Ἐνῶ σ’ ὅποια ψυχὴ μπεῖ ἡ ταπείνωση, φεύγει ἡ ἀνοησία. Γι’ αὐτὸ τοῦτοι οἱ νεωτεριστὲς εἶναι ἀνόητοι καὶ κούφιοι, ἐπειδὴ κρύβουνε τὴν περηφάνια τους μὲ τὴν ταπεινολογία. Ξερόψυχοι, πῶς νὰ νιώσουνε τὸ ὕψος τῆς ταπείνωσης καὶ νὰ αἰσθανθοῦνε τὴν κατάνυξη ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴν ταπείνωση; Καλὰ λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος: «Ἡ περηφάνια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας, μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον». Ἐκεῖνος ποὺ ἀκολουθᾶ πρόθυμα καὶ σέβεται τὴν παράδοση, φανερώνει μὲ τοῦτο πὼς ἔχει ταπεινὸ φρόνημα, δηλαδὴ πὼς εἶναι στερεωμένος ἀπάνω στὴν ἀσάλευτη πέτρα, ποὺ εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς θρησκείας τοῦ Χριστοῦ.

Γιὰ τοὺς νεωτεριστὲς ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι ἀνιαρή, χωριάτικη, παλιωμένη καὶ γι’ αὐτὸ θέλουνε νὰ τὴ γυρίσουνε στὴ εὐρωπαϊκὴ πολυφωνία, ποὺ εἶναι γι’ αὐτοὺς πιὸ νεωτεριστική, πιὸ σύμφωνη μὲ τὰ ἐκφυλισμένα γοῦστα τῆς ἐποχῆς μας. Οἱ δυστυχεῖς δὲν ὑποπτεύουνται τί εἶναι αὐτὴ ἡ μουσικὴ ποὺ θέλουνε νὰ καταργήσουνε. Ἂν ἦταν σὲ θέση νὰ γνωρίζουνε τί κάνουνε, θὰ ἀνατριχιάζανε. Τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ τὴν κρίνουνε μὲ τὰ μέτρα τῆς κοσμικῆς μουσικῆς. Τὴν κρίνουνε σὰν μία τέχνη ποὺ ἔχει σκοπὸ νὰ μᾶς εὐχαριστήσει ἢ νὰ μᾶς συγκινήσει κι ὄχι νὰ μᾶς ἁγιάσει. Ἡ λειτουργικὴ μουσικὴ τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν τοὺς ἀρέσει, γιατί ἔχει ἱερατικότητα καὶ γιατί ἐκφράζει ταπείνωση, συντριβή, ἁπλότητα, ἔλεος, ἐγκαρτέρηση καὶ ἱκεσία.

«Τὸ γοῦστο» λέγει ὁ Λεωνίδας Οὐσπένσκης «εἶναι ὁ δικτάτορας». Τὸ προσωπικὸ γοῦστο ἔχει ἐπιβληθεῖ γενικὰ σὰν κριτήριο γιὰ τὴν ἀξία τῆς εἰκόνας ἢ τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Γίνεται λόγος γιὰ «καλὸ γοῦστο» καὶ γιὰ «κακὸ γοῦστο». Μὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία κανένα γοῦστο δὲν εἶναι μήτε καλὸ μήτε κακὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ λογαριαστεῖ σὰν κριτήριο. Μὲ ποιό δικαίωμα τὸ γοῦστο τοῦ τάδε προσώπου θὰ κρινότανε γιὰ καλὸ καὶ τοῦ τάδε ἄλλου γιὰ κακό; Τὸ γοῦστο δὲν εἶναι ἕνα μόνιμο πράγμα. Ἀλλὰ ἀλλάζει ὁλοένα. Μὲ τὰ προσωπικὰ γοῦστα ποὺ ἀνακατεύουνται στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες καταντήσαμε σ’ αὐτὸ ποὺ φοβότανε ὁ Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γράφοντας τὰ παρακάτω: «Ἂν ἀφήσουμε τὸν καθένα νὰ κάνει ὅ,τι θέλει, σιγά-σιγὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας θὰ καταστραφεῖ»!

Μὰ ἄραγε, εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβουνε αὐτὰ τὰ πράγματα οἱ περισπούδαστες κεφαλές, ποὺ περνᾶνε γιὰ σοφές, ἐπειδὴ πήγανε στὴν Εὐρώπη, ἢ εἶναι γι’ αὐτοὺς πιὸ μυστηριώδη κι αἰνιγματικὰ ἀπὸ τὰ ἱερογλυφικά;

Φώτης Κόντογλου