Τετάρτη 31 Ιανουαρίου 2024


Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι
Ὁ Ἀπρίλης μὲ τὸν Ἔρωτα χορεύουν καὶ γελοῦνε,
κι ὅσ᾿ ἄνθια βγαίνουν καὶ καρποὶ τόσ᾿ ἄρματα σὲ κλειοῦνε.
Λευκὸ βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει
Καὶ μὲς τὴ θάλασσα βαθειὰ ξαναπετειέται πάλι,
Κι᾿ ὁλόλευκο ἐσύσμιξε μὲ τ᾿ οὐρανοῦ τὰ κάλλη.
Καὶ μὲς τῆς λίμνης τὰ νερά, ὅπ᾿ ἔφθασε μ᾿ ἀσπούδα
Ἔπαιξε μὲ τὸν ἴσκιο τῆς γαλάζια πεταλούδα,
Ποὺ εὐωδίασε τὸν ὕπνο της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο·
Τὸ σκουληκάκι βρίσκεται σ᾿ ὥρα γλυκειὰ κ᾿ ἐκεῖνο.
Μάγεμα ἡ φύσις κι᾿ ὄνειρο στὴν ὀμορφιὰ καὶ χάρη,
Ἡ μαύρη πέτρα ὁλόχρυση καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι·
Μὲ χίλιες βρύσες χύνεται, μὲ χίλιες γλῶσσες κρένει:
Ὅποιος πεθάνῃ σήμερα χίλιες φορὲς πεθαίνει.
Τρέμ᾿ ἡ ψυχὴ καὶ ξαστοχᾶ γλυκὰ τὸν ἑαυτό της.

Διονύσιος Σολωμός

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2024


Ἡ μεγάλη μονοτονία τῆς φύσης
Τοὺς ἐλαφρούς, κούφιους καὶ νευρικοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐνοχλεῖ ἡ μονοτονία. Ὁλοένα παραπονιοῦνται γι᾿ αὐτὴ καὶ θέλουνε πάντα κάποια ποικιλία, κάποια ἀλλαγή, κάποιο καινούργιο καὶ διαφορετικό, ὅπως λένε. Πλήττουν καὶ κουράζονται γρήγορα. Ποθοῦνε τὴν ἀλλαγή, κι ἂς εἶναι καὶ πρὸς τὰ χειρότερα. Αὐτοὶ εἶναι ποὺ ἐνθουσιάζονται γιὰ τοὺς νεωτερισμούς, σ᾿ ὅλα τὰ πράγματα. Ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ γι᾿ αὐτοὺς ἐβγῆκε ἡ μόδα, τούτη ἡ τυραννικὴ ἀνοησία, κατὰ τὴν ὁποία τὸ ὄμορφο ἀλλάζει κάθε τόσο, μ᾿ ἕνα σύνθημα. Στὶς μέρες μας, κατάντησε κι ἡ τέχνη σὰν τὴ μόδα.
Δὲν λέγω πὼς κάθε τί ποὺ εἶναι μονότονο, εἶναι καλὸ καὶ σπουδαῖο. Ἡ φύση, ὅμως, μὲ τὶς τέσσερες ἐποχὲς τοῦ χρόνου, μὲ τὶς ἀλλαγὲς τοῦ καιροῦ, μὲ τὶς θάλασσες, μὲ τὰ βουνὰ καὶ μὲ τὰ δάση της, ἔχει μία μονοτονία μεγαλόπρεπη καὶ ἱερή.
Γιὰ τοῦτο, οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἶπα, βαριοῦνται τὴ φύση καὶ τὴν ἁπλὴ ζωή της. Δὲν καταλαβαίνουμε τὴ βαθειὰ γλῶσσα της, ποὺ μιλᾷ στὴν ψυχὴ μὲ χίλιους τρόπους γιὰ ἕνα πλῆθος ἀνείπωτα μυστήρια.
Ὦ μεγαλόπρεπη μονοτονία τῶν βουνῶν, μονοτονία τῆς θάλασσας, ποὺ ἀναταράζεται μέρα - νύχτα καὶ ποὺ βογγᾷ μὲ βαθειὰ ἀχολογήματα.Ὅποιος σὲ νοιώθει, κάθεται ὦρες ἀτελείωτες ἀπάνω σ᾿ ἕνα βράχο, ἢ ξαπλωμένος στὴν ἀμμουδιά, δίχως νὰ σὲ χορταίνει. Οἱ ὧρες περνοῦνε χωρὶς νὰ τὶς καταλαβαίνει, τὸ πνεῦμα του πετᾷ σὰν τὸ θαλασσοπούλι, μακρυὰ ἀπὸ τὶς μικρολογίες τῆς ζωῆς. Ὡστόσο, τὰ μάτια του καὶ τ᾿ ἀφτιά του γεμίζουνε ἀπὸ τὸ ἐξαίσιο θέαμά σου κι ἀπὸ τὴν ἄγρια μελῳδία τῆς βαρειᾶς φωνῆς σου, σὲ καιρὸ ποὺ ὁ ἄνεμος τὸν λούζει μὲ τὴ δροσερὴ ἁρμύρα τοῦ πελάγου.
Ὦ μεγαλόπρεπη μονοτονία τ᾿ οὐρανοῦ, μὲ τὰ ἀμέτρητα ἄστρα ποὺ κρέμουνται σὰν πολυκάντηλα ἀπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, κι ἄλλα τρεμοσβήνουνε σὰν ἀπὸ τὸν ἄνεμο, ἀλλὰ στέκουνται στυλωμένα καὶ μὲ κυττάζουν, λὲς καὶ μὲ παραμονεύουνε μέσα ἀπὸ βαθὺ καὶ σκοτεινὸ χάος! Τ᾿ Ἄστρο τῆς Τραμουντάνας, ποὺ στέκεται ἀσάλευτο στὸν βοριά, αἰῶνες αἰώνων, δίχως νὰ Βασιλέψει, μάτι ἀνύσταχτο, ὀρθάνοιχτο ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος. Ἡ Μεγάλη Ἀρκούδα ποὺ κείτεται ἀνάσκελη, θηρίο θεόρατο καὶ φοβερό. Ἡ Μικρὴ Ἀρκούδα ποὺ εἶναι δεμένη στὸ χρυσὸ καρφί της, καὶ γυρίζει γύρω του, παίρνοντας μία βόλτα κάθε νύχτα. Ἡ Πούλια, ἡ προκομμένη κόρη, ποὺ κάνει νυχτέρι κάθε βράδυ, μὲ τὰ πολλὰ λυχνάρια της. Ἀλλοῦ συντροφιασμένα σὰν σμάρια ἀπὸ χρυσὰ μελίσσια, ἀλλοῦ μοναχιασμένα καὶ δίχως συντροφιά. Ὦ μονότονη μεγαλοπρέπεια τοῦ Ἰορδάνη Ποταμοῦ, ποὺ τρέχει μέσα στὰ ἀπέραντα λιβάδια τ᾿ οὐρανοῦ, κι ἀλλοῦ εἶναι ρηχὰ τ᾿ ἀσημένια νερά του, ἀλλοῦ σιγοαφρίζουνε.
Ὦ μεγαλόπρεπη μονοτονία τῆς ἀνεμοζάλης, ποὺ ἀναταράζει τὸν κόσμο βδομάδες καὶ μῆνες, κι ὁ ἀγέρας μουγκρίζει, ρυάζεται, βελάζει, σφυρίζει, ὁλοένα τὸ ἴδιο, μέρα νύχτα. Ὦ μονοτονία τῆς βροχῆς, τῆς ἀστραπῆς, τῆς βροντῆς. Ὦ μονοτονία τῆς παγωμένης θάλασσας, τῆς πυρωμένης ἔρημος, τῆς σκοτεινῆς ἄβυσσος τοῦ Ὠκεανοῦ. Ὦ βλογημένη μονοτονία τῶν βουνῶν, τῶν λαγκαδιῶν, τῆς ζούγκλας.
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2024


Ἡ θάλασσα
Ὁ πατέρας μου -μύρο τὸ κῦμα ποὺ τὸν τύλιξε- δὲν εἶχε σκοπὸ νὰ μὲ κάμει ναυτικό.
- Μακριά, ἔλεγε, μακριά, παιδί μου, ἀπὸ τ᾿ ἄτιμο στοιχειό! Δὲν ἔχει πίστη, δὲν ἔχει ἔλεος. Λάτρεψέ την ὅσο θές, δόξασέ την, ἐκείνη τὸ σκοπό της. Μὴν κοιτᾷς ποὺ χαμογελᾷ, ποὺ σοῦ τάζει θησαυρούς. Ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ σοῦ σκάψει τὸ λάκκο ἢ θὰ σὲ ρίξει πετσὶ καὶ κόκαλο, ἄχρηστο στὸν κόσμο.
Καὶ τὰ ἔλεγε αὐτὰ ἄνθρωπος, ποὺ ἔφαγε τὴ ζωή του στὸ καράβι, ποὺ ὁ πατέρας, ὁ πάππος, ὁ πρόπαππος, ὅλοι ὡς τὴ ρίζα τῆς γενιᾶς ξεψύχησαν στὸ παλαμάρι. Μὰ δὲν τὰ ἔλεγε μόνο αὐτός, ἀλλὰ κι ἄλλοι γέροντες τοῦ νησιοῦ, οἱ ἀπόμαχοι τῶν ἀρμένων τώρα, καὶ οἱ νεότεροι, ποὺ εἶχαν ἀκόμη τοὺς κάλους στὰ χέρια, ὅταν κάθιζαν στὸν καφενὲ νὰ ρουφήξουν τὸ ναργιλέ, κουνοῦσαν τὸ κεφάλι καὶ στενάζοντας ἔλεγαν:
- Ἡ θάλασσα δὲν ἔχει πιὰ ψωμί. Ἂς εἶχα ἕνα κλῆμα στὴ στεριὰ καὶ μαύρη πέτρα νὰ ρίξω πίσω μου.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς πολλοί τους ὄχι κλῆμα, ἀλλὰ νησὶ ὁλάκερο μποροῦσαν ν᾿ ἀποκτήσουν μὲ τὰ χρήματά τους. Μὰ ὅλα τὰ ἔριχναν στὴ θάλασσα. Παράβγαιναν ποιὸς νὰ χτίσει μεγαλύτερο καράβι, ποιὸς νὰ πρωτογίνει καπετάνιος. Κι ἐγώ, ποὺ ἄκουα συχνὰ τὰ λόγια τους καὶ τὰ ἔβλεπα τόσο ἀσύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους, δὲν μποροῦσα νὰ λύσω τὸ μυστήριο. Κάτι, ἔλεγα, θεϊκὸ ἐρχόταν κι ἔσερνε ὅλες ἐκεῖνες τὶς ψυχὲς καὶ τὶς γκρέμιζε ἄβουλες στὰ πέλαγα, ὅπως ὁ τρελοβοριᾶς τὰ στειρολίθαρα.
Ἀλλὰ τὸ ἴδιο κάτι μ᾿ ἔσπρωχνε κι ἐμένα ἐκεῖ. Ἀπὸ μικρὸς τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα. Τὰ πρῶτα βήματά μου, νὰ εἰπεῖς, στὸ νερὸ τὰ ἔκαμα. Τὸ πρῶτο μου παιχνίδι ἦταν ἕνα κουτὶ ἀπὸ λουμίνια μ᾿ ἕνα ξυλάκι ὀρθὸ στὴ μέση γιὰ κατάρτι, μὲ δυὸ κλωστὲς γιὰ παλαμάρια, ἕνα φύλλο χαρτὶ γιὰ πανάκι καὶ μὲ τὴν πύρινη φαντασία μου ποὺ τὸ ἔκανε μπάρκο τρικούβερτο. Πῆγα καὶ τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα μὲ καρδιοχτύπι. Ἂν θέλεις, ἤμουν κι ἐγὼ ἐκεῖ μέσα. Μόλις ὅμως τὸ ἀπίθωσα, καὶ βούλιαξε στὸν πάτο. Μὰ δὲν ἄργησα νὰ κάμω ἄλλο μεγαλύτερο ἀπὸ σανίδια. Ὁ ταρσανὰς γιὰ τοῦτο ἦταν στὸ λιμανάκι τοῦ Ἅϊ-Νικόλα. Τὸ ἔριξα στὴ θάλασσα καὶ τ᾿ ἀκολούθησα κολυμπώντας ὡς τὴν ἐμπατὴ τοῦ λιμανιοῦ, ποὺ τὸ πῆρε τὸ ρέμα μακριά. Ἀργότερα ἔγινα πρῶτος στὸ κουπί, στὸ κολύμπι πρῶτος, τὰ λέπια μοῦ ἔλειπαν.
- Μωρὲ γειά σου, κι ἐσὺ θὰ μᾶς ντροπιάσεις ὅλους! ἔλεγαν οἱ γεροναῦτες, ὅταν μ᾿ ἔβλεπαν νὰ τσαλαβουτῶ σὰν δέλφινας.
Ἐγὼ καμάρωνα καὶ πίστευα νὰ δείξω προφητικὰ τὰ λόγια τους. Τὰ βιβλία -πήγαινα στὸ Σχολαρχεῖο θυμοῦμαι- τὰ ἔκλεισα γιὰ πάντα. Τίποτα δὲν ἔβρισκα μέσα νὰ συμφωνεῖ μὲ τὸν πόθο μου. Ἐνῷ ἐκεῖνα ποὺ εἶχα γύρω μου, ψυχωμένα κι ἄψυχα, μοῦ ἔλεγαν μύρια. Οἱ ναῦτες μὲ τὰ ἡλιοκαμένα τους πρόσωπα καὶ τὰ φανταχτερὰ ρούχα, οἱ γέροντες μὲ τὰ διηγήματά τους, τὰ ξύλα μὲ τὴ χτυπητὴ κορμοστασιά, οἱ λυγερές με τὰ τραγούδια τους:
Ὄμορφος πού ῾ναι ὁ γεμιτζὴς ὅταν βραχεῖ κι ἀλλάξει
καὶ βάλει τ᾿ ἄσπρα ροῦχα του καὶ στὸ τιμόνι κάτσει.
Τὸ ἄκουα ἀπὸ τὴν κούνια μου κι ἔλεγα πὼς ἦταν φωνὴ τοῦ νησιοῦ μας, ποὺ παρακινοῦσε τοὺς ἄντρες στὴ θαλασσινὴ ζωή. Ἔλεγα πότε κι ἐγὼ νὰ γίνω γεμιτζὴς καὶ νὰ κάτσω θαλασσοβρεμένος στὸ τιμόνι. Θὰ γινόμουν ὄμορφος τότε, παλίκαρος σωστός· θὰ μὲ καμάρωνε τὸ νησί! Ναί, τὴν ἀγαποῦσα τὴ θάλασσα! Τὴν ἔβλεπα νὰ ἁπλώνεται ἀπὸ τ᾿ ἀκρωτήρι ὡς πέρα, πέρα μακριά, νὰ χάνεται οὐρανοθέμελα σὰν ζαφειρένια πλάκα στρωτή, βουβὴ καὶ πάσχιζα νὰ μάθω τὸ μυστικό της. Τὴν ἔβλεπα, ὀργισμένη ἄλλοτε, νὰ δέρνει μὲ ἀφροὺς τ᾿ ἀκρογιάλι, νὰ καβαλικεύει τὰ χάλαρα, νὰ σκαλώνει στὶς σπηλιές, νὰ βροντᾷ καὶ νὰ ἠχάει, λὲς καὶ ζητοῦσε νὰ φθάσει στὴν καρδιὰ τῆς γῆς, γιὰ νὰ σβήσει τὶς φωτιές της. Κι ἔτρεχα μεθυσμένος νὰ παίξω μαζί της, νὰ τὴ θυμώσω, νὰ τὴν ἀναγκάσω νὰ μὲ κυνηγήσει, νὰ νιώσω τὸν ἀφρό της ἐπάνω μου, ὅπως πειράζομε ἁλυσοδεμένα τ᾿ ἀγρίμια. Κι ὅταν ἔβλεπα καράβι νὰ σηκώνει τὴν ἄγκυρα, νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ λιμάνι καὶ ν᾿ ἀρμενίζει στ᾿ ἀνοιχτά, ὅταν ἄκουα τὶς φωνὲς τῶν ναυτῶν ποὺ γύριζαν τὸν ἀργάτη, καὶ τὰ κατευοδώματα τῶν γυναικῶν, ἡ ψυχή μου πετοῦσε θλιβερὸ πουλάκι ἐπάνω του. Τὰ σταχόμαυρα πανιά, τὰ ὁλοφούσκωτα, τὰ σκοινιὰ τὰ κοντυλογραμμένα, τὰ πόμολα ποὺ ἄφηναν φωτεινὴ γραμμὴ ψηλά, μ᾿ ἔκραζαν νὰ πάω μαζί τους, μοῦ ἔταζαν ἄλλους τόπους, ἀνθρώπους ἄλλους, πλούτη, χαρές. Καὶ νυχτοήμερα ἡ ψυχή μου κατάντησε ἄλλον πόθο νὰ μὴν ἔχει παρὰ τὸ ταξίδι. Ἀκόμη καὶ τὴν ὥρα ποὺ ἐρχόταν πικρὸ χαμπέρι στὸ νησὶ καὶ ὁ πνιγμὸς πλάκωνε τὶς ψυχὲς ὅλων καὶ χυνόταν βουβὴ ἡ θλίψη ἀπὸ τὰ ζαρωμένα μέτωπα ὡς τ᾿ ἄψυχα λιθάρια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, ὅταν ἔβλεπα τὰ ὀρφανοπαίδια στοὺς δρόμους καὶ τὶς γυναῖκες μαυροφόρες, ὅταν ἄκουα νὰ διηγοῦνται ναυαγοὶ τὸ μαρτύριό τους, πεῖσμα μ᾿ ἔπαινε ποὺ δὲν ἤμουν κι ἐγὼ μέσα, πεῖσμα καὶ σύγκρυο μαζί.
Δὲν κρατήθηκα περισσότερο. Ἔλειπε ὁ πατέρας μὲ τὴ σκούνα στὸ ταξίδι. Μίσευε κι ὁ καπετὰν Καλιγέρης ὁ θεῖος μου γιὰ τὴ Μαύρη θάλασσα. Τοῦ ἔπεσα στὸ λαιμό, τὸν παρακάλεσε κι ἡ μάνα μου ἀπὸ φόβο μὴν ἀρρωστήσω, μὲ πῆρε μαζί του.
- Θὰ σὲ πάρω, μοῦ λέει, μὰ θὰ δουλέψεις, τὸ καράβι θέλει δουλειά. Δὲν εἶναι ψαρότρατα νά ῾χεις φαῒ καὶ ὕπνο.
Τὸν φοβόμουνα πάντα τὸ θεῖο μου. Ἦταν ἄγριος καὶ κακὸς σ᾿ ἐμένα, ὅπως καὶ στοὺς ναῦτες του. Κάλλιο σκλάβος στ᾿ Ἀλιτζέρι - παρὲ μὲ τὸν Καλιγέρη, ἔλεγαν, γιὰ νὰ δείξουν τὴν ἀπονιά του. Κι ὁ λόγος του πάντα προσταγή. Μόνον ἀπελπισμένοι πήγαιναν στὴ δούλεψή του. Μὰ ὁ μαγνήτης ποὺ ἔσερνε τὴν ψυχή μου, ἔκαμε νὰ τὰ λησμονήσω ὅλα. Νὰ πατήσω μία στὴν κουβέρτα, ἔλεγα, καὶ δουλειὰ ὅση θές.
Ἀληθινὰ ρίχτηκα στὴ δουλειὰ μὲ τὰ μοῦτρα. Ἔκαμα παιχνίδι τὶς ἀνεμόσκαλες. Ὅσο ψηλότερα ἡ δουλειά, τόσο πρόθυμος ἐγώ. Μπορεῖ ὁ θεῖος μου νὰ ἤθελε νὰ παιδευτῶ ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μετανιώσω. Ἀπὸ τὴν πλύση τῆς κουβέρτας στὸ ξύσιμο, ἀπὸ τὸ ράψιμο τῶν πανιῶν στῶν σκοινιῶν τὸ πλέξιμο, ἀπὸ τὸ λύσιμο τῶν ἀρμένων στὸ δέσιμο. Τώρα στὴν τρόμπα, τώρα στὸν ἀργάτη, φόρτωμα, ξεφόρτωμα, καλαφάτισμα, χρωμάτισμα - πρῶτος ἐγώ. Πρῶτος; Πρῶτος! τί μ᾿ ἔμελε; Μοῦ ἔφτανε πὼς ἀνέβαινα ψηλὰ στὴ σταύρωση κι ἔβλεπα κάτω τὴ θάλασσα νὰ σκίζεται καὶ νὰ πισωδρομεῖ ὑποτακτική μου. Τὸν ἄλλον κόσμο, τοὺς στεριανούς, μὲ θλίψη τοὺς ἔβλεπα.
- Ψέ!... ἔλεγα μὲ περιφρόνηση. Ζοῦνε τάχα κι ἐκεῖνοι!...

Ἀνδρέας Καρκαβίτσας

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2024

Πρόσεξε μήν ἐξοικειωθεῖς
Πολλές φορές εἶχα ἀκούσει τούς Δωδεκανήσιους συμφοιτητές μου νά μιλοῦνε μέ πολύ σεβασμό γιά τόν, ἄγνωστο σέ μένα, π. ᾽Αμφιλόχιο, τόν Γέροντα τῆς Πάτμου, ὅπως τόν ἔλεγαν. ᾽Αλλά καί ἡ καθηγήτρια τῶν Παιδαγωγικῶν τῆς Σχολῆς μας, μακαριστή Μαρία Πετρούτσου, πολλές φορές κατά τή διάρκεια τῶν παραδόσεών της ἀνέφερε γνῶμες τοῦ κληρικοῦ αὐτοῦ. Αὐτά ἄναψαν τήν ἐπιθυμία μου νά τόν γνωρίσω. ῾Η εὐκαιρία δέν ἄργησε νά 'ρθεῖ. Μιά μέρα στό διάλειμμα μέ πλησίασε ὁ Ροδίτης συμφοιτητής μου Λουκᾶς καί μοῦ λέγει: «Ἦρθε στή Ρόδο γιά ἰατρικές ἐξετάσεις ὁ π. ᾽Αμφιλόχιος, θέλεις νά πᾶμε νά τόν γνωρίσεις;» Δόξασα τόν Θεό γιά τήν εὐκαιρία πού μοῦ ἔδωσε νά ἰκανοποιήσω μιά ἐπιθυμία μου. «Κανόνισε, τοῦ λέγω, νά πᾶμε».
Πράγματι τό ἀπόγευμα τῆς ἄλλης ἡμέρας βρεθήκαμε μπροστά σέ μιά σιδερένια πόρτα τῆς ὁποίας τό κουδούνι ἔγραφε: «Μετόχιον ῾Ι. Μ. Εὐαγγελισμοῦ Μητρός τοῦ ᾽Ηγαπημένου». Μιά μοναχή μᾶς ἄνοιξε καί μᾶς ὁδήγησε στό ἀρχονταρίκι, ὅπου μᾶς περίμενε ὁ Γέροντας π. ᾽Αμφιλόχιος. ῾Ο Γέροντας ἦταν ψηλός καί ἀδύνατος, σωστό κυπαρίσσι. ᾽Αφοῦ τόν χαιρετίσαμε, καθήσαμε κι ἀκούγαμε τά, πράγματι, σοφά του λόγια. Ἄρχισαν κι οἱ ἐρωτήσεις. Τήν περίοδο ἐκείνη εἶχαν ἀρχίσει τά ἀλισβερίσια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου μέ τό Βατικανό, ἦταν φυσικό νά πάρουμε τή γνώμη τοῦ Γέροντα: «῾Ο Χριστός, παιδιά μου, ἵδρυσε μία Ἐκκλησία, τήν ᾽Εκκλησία μας, τήν ᾽Ορθοδοξία μας. Μόνο αὐτή κρατάει ἀνόθευτη καί ἀκέραια τή διδασκαλία Του. ῞Ολοι οἱ ἄλλοι κάτι πρόσθεσαν ἤ κάτι ἀφαίρεσαν, γι᾽ αὐτό εἶναι σχισματικοί ἤ αἱρετικοί. Πάντως οἱ παπικοί θέλουν μέ κάθε τρόπο νά μᾶς ὑποτάξουν καί νά μᾶς ἀφομοιώσουν. Τό τί ὑπέφεραν οἱ ᾽Ορθόδοξοι ῞Ελληνες κατά τήν κατοχή τῶν Δωδεκανήσων ὄχι μόνον ἀπό τούς ᾽Ιταλούς στρατιῶτες ἀλλά καί ἀπό τούς ᾽Ιταλούς μισιονάριους πού εἶχαν ἔλθει στά Δωδεκάνησα γιά νά μᾶς παρασύρουν στόν παπισμό... Χρειάζεται πολλή προσοχή καί προσευχή ἐκ μέρους μας. Δέν πρέπει ὅμως νά ξεχνοῦμε ὅτι τό σκάφος τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν τό κυβερνοῦν ἄνθρωποι, ἀλλά αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
-Γέροντα, πῶς θά καταλάβουμε ἄν ἕνας κληρικός εἶναι εὐλαβής, ἄν φοβᾶται τόν Θεό; τόν ρώτησα.
-Παιδί μου, αὐτό εἶναι πολύ εὔκολο. ᾽Εσύ πᾶς μέσα στό ἱερό. Τό ἱερό θά σέ βοηθήσει νά καταλάβεις ἄν ὁ ἱερέας εἶναι εὐλαβής κι ἔχει πάνω του φόβο Θεοῦ. Δές πῶς συμπεριφέρεται, ὄχι μόνον τήν ὥρα πού λειτουργεῖ, ἀλλά καί τίς ἄλλες ὧρες πού βρίσκεται μέσα σ᾽ αὐτό. ῎Αν γελάει, ἄν ἀστειεύεται, ἄν φωνάζει, ἄν δέν ἔχει συναίσθηση ὅτι βρίσκεται στά ῞Αγια τῶν ῞Αγίων, ἄν δέν πιστεύει ὅτι τό ἱερό εἶναι γεμάτο ἀπό Ἀγγέλους πού ἀκατάπαυστα δοξολογοῦν τόν Κύριο πού εἶναι πάνω στήν Ἁγία Τράπεζα, τότε ὁ κληρικός αὐτός ἔχει ἐξοικειωθεῖ μέ τό ῾Ιερό. Οἱ κληρικοί αὐτοί θά δώσουν γιά τή συμπεριφορά τους αὐτή μιά μέρα λόγο στόν Θεό. Τούς κληρικούς αὐτούς νά τούς ἀποφεύγετε. ῾Η ἐξοικείωση μέ τά ῞Αγια εἶναι πολύ εὔκολη, εἶναι μεταδοτική.
῾Η ἄλλη μου ἐρώτηση ἦταν: Γέροντα, τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τόν ᾽Επίσκοπο;
-Τά παραπάνω ἰσχύουν καί γιά τούς ᾽Επισκόπους καί γιά ὅλους ὅσοι μπαίνουν μέσα στό ῾Ιερό. Μόνο γιά τόν ᾽Επίσκοπο πρέπει νά προσθέσουμε καί κάτι ἄλλο. ῾Ο ᾽Επίσκοπος κρίνεται καί ἀπό τόν ὁδηγό του, μή σᾶς φαίνεται παράξενο. ῾Ο ὁδηγός εἶναι ὁ καθρέπτης του.
Δυστυχῶς ἡ ὥρα εἶχε περάσει κι ἔτσι, ἀφοῦ πήραμε τήν εὐχή του καί ἀσπασθήκαμε τή δεξιά του, ξεκινήσαμε νά φύγουμε. ῾Η φωνή τοῦ Γέροντα μᾶς ἔκανε νά σταματήσουμε:
-Λουκᾶ, παιδί μου, πρόσεξε μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό ἀναλόγιο, κι ἐσύ, Γιῶργο, μήν ἐξοικειωθεῖς μέ τό Ἱερό. ῎Αντε στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ καί πεῖτε καί κανένα Κύριε ἐλέησον καί γιά μένα, τό ἔχω μεγάλη ἀνάγκη.
῾Ο μακαριστός Καρδιολόγος καί Καθηγητής τῆς ᾽Ιατρικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου ᾽Αθηνῶν Γ. Παπαζᾶχος ἔλεγε: ᾽Επρόκειτο πραγματικά γιά ἕναν ἅγιο Γέροντα. Τόν συναντοῦσα στήν Πάτμο, ὅπου μόναζε, ἀλλά καί στήν ᾽Αθήνα. Μιά φορά πού εἶχε ἔρθει, εἶχα τήν εὐλογία νά τόν φιλοξενήσω στό σπίτι μου. ῏Ηταν γαλήνιος, ἤπιος, χαιρόσουν καί μόνο νά τόν βλέπεις. Τήν πρώτη φορά, πού τόν συνάντησα στήν Πάτμο, μόλις μέ εἶδε ἀπό μακριά, χωρίς νά μέ γνωρίζει, ἄνοιξε τά χέρια του καί μοῦ φώναξε «εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος». Μ᾽ ἀγκάλιασε ὕστερα καί μέ φίλησε. Αὐτή εἶναι ἡ ἀγάπη τῶν Γερόντων˙ σ᾽ ἀγκαλιάζουν καί ζεσταίνουν πραγματικά τήν ψυχή σου.
Μετά μέ πῆρε καί μοῦ εἶπε: ῎Ελα νά καθίσουμε ἔξω στόν πρωτογιό μου.
-Ποιόν πρωτογιό σας, Γέροντα;
-Αὐτό πού βλέπεις ἐδῶ πέρα εἶναι ὁ πρωτογιός μου.
-Ποιό, παππούλη;
-Αὐτό τό πεῦκο. ῏Ηταν ἕνα πεῦκο, κάτω ἀπό τό ὁποῖο εἶχε βάλει ἕνα μακρόστενο τραπέζι, ὅπου ἔτρωγε μέ διάφορους ἀνθρώπους πού πήγαιναν νά τόν ἐπισκεφθοῦν.
Καί συνέχισε: Βλέπεις; ᾽Επάνω στόν κορμό του ἔχω καρφώσει αὐτόν τόν σιδερένιο σταυρό. Τό πεῦκο λοιπόν αὐτό εἶναι ὁ πρωτογιός μου καί τόν ἔχω κάνει καί μεγαλόσχημο. ῎Ελα τώρα νά κάνουμε τό ἑξῆς. Νά μή μιλήσεις καθόλου καί ν᾽ ἀκούσεις πῶς ὁ πρωτογιός μου μιλᾶ μέ τή θάλασσα.
Πραγματικά, φυσοῦσε ὁ ἀέρας μέσα ἀπό τά κλαδιά τοῦ πεύκου, ἀκουγόταν τό θρόισμα τᾶν πευκοβελόνων κι ἀπό κάτω ἀκουγόταν τό κῦμα τῆς θάλασσας. ῏Ηταν μιά σκηνή ἀπερίγραπτης εὐδαιμονίας, νά κάθομαι κοντά σ᾽ ἕνα τέτοιον ἅγιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν μιλοῦσε, ἀλλά προσευχόταν, ἐπικοινωνοῦσε μέ τόν Θεό.
Κάποια στιγμή μοῦ εἶπε: Αὐτή ἡ πλαγιά, πού τώρα εἶναι γεμάτη πεῦκα, ἦταν ἐντελῶς ξερή. ῞Οποιος, λοιπόν, ἐρχόταν κοντά μου γιά ἐξομολόγηση, τοῦ ἔβαζα μετά «κανόνα» νά φυτέψει δέντρα.
Πολύ ὡραῖο αὐτό, νά πρασινίσει μία κατάξερη πλαγιά ἀπό τήν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων.
Γεώργιος Θ. Μηλίτσης
Διδάσκαλος



Σάββατο 27 Ιανουαρίου 2024



Ἡ νοσταλγὸς
Ἤδη εἶχον φθάσει εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ εὑρίσκοντο ἀναμέσον τοῦ κρημνώδους ἀκρωτηρίου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο σχηματισθὲν διὰ σεισμοῦ ἢ καταποντισμοῦ, ἀποτόμως διακόψαντος τὴν χλοάζουσαν τοῦ βουνοῦ ἁρμονίαν, καὶ τῶν δύο ἢ τριῶν νησίδων, αἵτινες ἔφραττον νοτιανατολικῶς τὸν λιμένα. Ἡ σελήνη ὁλονὲν ὑψοῦτο εἰς τὸ στερέωμα, ἀμαυροῦσα καὶ τὰ τελευταῖα ἀστεράκια, τὰ ὁποῖα ἀφανῆ ἔλαμπον δειλῶς εἰς τὰς γωνίας τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ θάλασσα ἐφρικία ἠρέμα ἀπὸ τὴν λεπτὴν αὔραν τὴν ἐξακολουθοῦσαν νὰ πνέῃ ὡς λείψανον τοῦ ἀνέμου, ὅστις τὴν εἶχεν αὐλακώσει ἀπὸ πρωίας. Ἦτο νὺξ τοῦ Μαΐου θερμή, καὶ ἡ λεπτὴ αὔρα ἐπὶ μᾶλλον δροσερωτέρα καθίστατο καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Δύο ἀμαυροὶ ὄγκοι, ἐπαργυρούμενοι καὶ στιλπνούμενοι ἀμυδρῶς ἀπὸ τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, διεγράφοντο ὁ εἷς πρὸς ἀνατολάς, ὁ ἄλλος πρὸς δυσμάς, χωρὶς νὰ διακρίνωνται, εἰς τὰς διαλείψεις τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σκιᾶς, αἱ λεπτομέρειαι τοῦ ἐδάφους. Ἦσαν αἱ δύο γείτονες νῆσοι.
Μυστηριῶδες θέλγητρον ἀπέπνεεν ὅλη ἡ σεληνοφεγγὴς νύξ. Ἡ βαρκούλα ἔπλεεν ἐγγὺς μιᾶς τῶν νησίδων, ἐφ᾽ ἧς ἐφαίνοντο ἐναλλὰξ φωτεινὰ καὶ σκοτεινὰ σημεῖα, βράχοι στίλβοντες εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἀμαυροὶ θάμνοι ἐλαφρῶς θροοῦντες εἰς τὴν πνοὴν τῆς νυκτερινῆς αὔρας, καὶ σπήλαια πληττόμενα ὑπὸ τοῦ φρίσσοντος κύματος, ὅπου ἐμάντευέ τις τὴν ὕπαρξιν θαλασσίων ὀρνέων καὶ ἤκουε τὸ ἐναγώνιον πτερύγισμα ἀγριοπεριστέρων πτοουμένων εἰς τὸ πλατάγισμα τῆς κώπης καὶ τὴν προσέγγισιν τῆς βαρκούλας. Πέραν, βορειανατολικῶς, εἰς μίαν κλιτὺν τοῦ ὄρους ἐφαίνοντο φῶτα τρέμοντα, δεικνύοντα τὴν θέσιν ὅπου τὴν ἡμέραν ἐφαίνοντο οἱ λευκοὶ οἰκίσκοι ὑψηλοῦ ἄνω τῆς θαλάσσης χωρίου. Εἰς μικρὸν βράχον παραπλεύρως τῆς νησῖδος, κοῖλον καὶ σπηλαιώδη, τὸ κῦμα προσπῖπτον μετὰ βοῆς καὶ ρόχθου πολλοῦ ἐπλατάγιζε, κ᾽ ἐφαίνετο ἐκεῖ, θορυβοῦσα ἐν τῇ γενικῇ ἁρμονίᾳ τῆς σεληνοφεγγοῦς θαλάσσης, χωριστὴ ὀρχήστρα, ἥτις καθ᾽ ἑαυτὴν ἔκαμνε πλειότερον κρότον ἢ ὅσος ἐγίνετο εἰς ὅλας τὰς ἀγκάλας, τοὺς ὅρμους καὶ τὰς ἀμμουδιάς, εἰς ὅλας τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς σκοπέλους ὅσους ἔπληττον τὰ κύματα.
Αὐθορμήτως ὁ Μαθιὸς ὕψωσε τὰς κώπας καὶ τὰς ἐκράτησεν ἐπὶ μακρὸν ἐπὶ τῆς κωπαστῆς, καὶ ἔμεινεν ἐν ἠρεμίᾳ, ὅμοιος μὲ τὸ λευκὸν πτηνὸν τῆς θαλάσσης, τὸ κῦπτον χαριέντως πρὸς τὸ κῦμα, ἀκινητοῦν ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, μὲ τὴν μίαν πτέρυγα κάτω, τὴν ἄλλην ἄνω, πρὶν ἐφορμήσῃ καὶ συλλάβῃ τὸ κολυμβῶν ὀψάριον καὶ τὸ ἀνυψώσῃ ἀσπαῖρον καὶ λαχταρίζον εἰς τὸν ἀέρα. ᾘσθάνετο γοητείαν ἄρρητον. Ἡ Λιαλιὼ ἐπίσης ὑφίστατο ἄγνωστον θέλγητρον, καὶ τὰ βλέμματά των συνηντήθησαν.
― Κάνουμε πανιά; ἐπανέλαβεν ἡ νεαρὰ γυνή.
Φαίνεται δὲν εἶχε παύσει νὰ τὸ σκέπτηται, ἀφότου πρώτην φορὰν τὸ εἶπε· καὶ τὸ ἔλεγε μὲ τόσον ἀφελῆ καὶ φυσικὸν τρόπον, ὡς νὰ ἡρμήνευε τί ἐφρόνουν καὶ οἱ δύο.
― Κάνουμε, ἀπήντησεν ἀσυνειδήτως ὁ Μαθιός.
Καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤξευρε τί ἔλεγε, τὴν φορὰν ταύτην οὐδ᾽ ἠρώτησε μὲ τί.
Ἀλλ᾽ ἡ Λιαλιὼ τὸν ἀπήλλαξε τοῦ κόπου τῆς ἀναζητήσεως τοῦ μέσου. Ἐσηκώθη, ἔκυψε χαριέντως, διὰ ταχείας χειρονομίας ἔβγαλε τὸ λευκόν, πολύπτυχον κολόβιόν της, καὶ τὸ ἔτεινε πρὸς τὸν Μαθιόν.
―Ἑτοίμασε σὺ τὸ κατάρτι, εἶπεν.
Ἔκπληκτος, γελῶν καὶ γοητευμένος, ὁ νεανίας ἔλαβε τὴν μίαν κώπην, τὴν ὕψωσε κάθετον ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ, ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, ἔλαβε τὴν ἄκρην τῆς μπαρούμας, καὶ ἔδεσε δι᾽ αὐτῆς τὴν κώπην ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ. Εἶτα ἔλαβε τὴν ἄλλην κώπην, καὶ λύσας τὴν ἄλλην ἄκρην τῆς μπαρούμας ἀπὸ τὸν κρίκον τῆς πρῴρας, προσέδεσεν ὁριζοντίως τὴν δευτέραν κώπην ἐπὶ τῆς πρώτης κώπης, σταυροειδῶς, ὡς κεραίαν ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ. Μεθ᾽ ὃ ἔλαβε θερμὸν ἀκόμη ἐκ τῆς προσψαύσεως τοῦ χρωτὸς τὸ πάλλευκον κολόβιον τῆς νεαρᾶς γυναικός, καὶ τὸ προσήρτησεν ἐπὶ τῆς δευτέρας κώπης, ὡς πανίον.
Ἡ Λιαλιὼ ἔμεινε μὲ τὸ μεσοφούστανον, κοντὸν ἕως τὰς κνήμας, λευκὸν ὅσον καὶ τὸ κολόβιον, καὶ μὲ τὰς λευκὰς περικνημῖδας, ὑφ᾽ ἃς ἐμάντευέ τις τὰς τορνευτὰς καὶ κομψὰς κνήμας, λευκοτέρας ἀκόμη. Ἔμεινε μὲ τὰ κρίνα τοῦ λαιμοῦ της ἀτελῶς καλυπτόμενα ἀπὸ τὴν πορφυρᾶν μεταξωτὴν τραχηλιάν της, κ᾽ ἐκάθισε συνεσταλμένη παρὰ τὴν πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ἢ ὅσον ἦτο, μὲ τὸ μέτριον καὶ χαρίεν ἀνάστημά της.
Καὶ ἡ αὔρα εἶχε δυναμώσει, καὶ τὸ αὐτοσχέδιον πανίον ἐφούσκωνε, καὶ ἡ βαρκούλα ἔτρεχε.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2024



Ἐλεγεῖο
Στὴ φωτιὰ τοῦ ματιοῦ σου θὰ χαμογέλασε κάποτε ὁ Θεὸς
Θά ’κλεισε τὴν καρδιά της ἡ ἄνοιξη σὰ μιᾶς ἀρχαίας ἀκρογιαλιᾶς μαργαριτάρι.
Τώρα καθὼς κοιμᾶσαι λαμπερὸς
Στοὺς παγωμένους κάμπους ποὺ οἱ ἀγράμπελες
Γίναν βαλσαμωμένα φτερὰ μαρμάρινα περιστέρια
Βουβὰ παιδιὰ τῆς ἀπαντοχής –
Ἤθελα νά ’ρθεις μιὰ βραδιὰ σὰ βουρκωμένο σύννεφο
Ἄχνη τῆς πέτρας πάχνη τῆς ἐλιᾶς
Γιατί στὸ ἁγνό σου μέτωπο
Κάποτε θά ’βλεπα κι ἐγὼ
Τὸ χιόνι τῶν προβάτων καὶ τῶν κρίνων
Μὰ πέρασες ἀπ’ τὴ ζωὴ σὰν ἕνα δάκρυ τῆς θάλασσας
Σὰ λαμπηδόνα καλοκαιριοῦ καὶ στερνοβρόχι τοῦ Μάη
Κι ἃς ἤσουν μιὰ φορὰ κι ἐσὺ ἕνα γεράνιο κῦμα της
Ἕνα πικρὸ βότσαλό της
Ἕνα μικρὸ χελιδόνι της σ’ ἕνα πανέρημο δάσος
Χωρὶς καμπάνα τὴ χαραυγὴ χωρὶς λυχνάρι τὸ ἀπόβραδο
Μὲ τὴ ζεστή σου καρδιὰ γυρισμένη στὰ ξένα
Στὰ χαλασμένα δόντια τῆς ἄλλης ἀκρογιαλιᾶς
Στὰ γκρεμισμένα νησιὰ τῆς ἀγριοκερασιᾶς καὶ τῆς φώκιας.
Νίκος Γκάτσος

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2024



Τρῶνε ἀπὸ ᾿μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά
Δυνάμωσα τὴν θέσιν τῶν Μύλων καλὰ νὰ πολεμήσουμεν ἐκεῖ ὅσο νὰ λυώσουμε. Ὅτι ἄν μᾶς πάρη αὐτείνη τὴν θέσιν, πάγει καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Ὅτι νερὸν δὲν εἶχε μέσα οὔτε δράμι καὶ τὰ κανόνια πεσμένα ἀπὸ τὰ λέτα. Ἦταν ᾿σ αὐτείνη τὴν κατάστασιν ἀπὸ τὸν καιρὸν τοῦ ἐφύλιου πολέμου, ὁποῦ τὸ κρατοῦσε ὁ Πάνος Κολοκοτρώνης. Ὕστερα ἐκεῖνοι ὁποῦ μπῆκαν εἰς τ᾿ Ἀνάπλι νὰ κυβερνήσουν ἦταν κι᾿ αὐτεῖνοι ὅμοιοι μὲ τοὺς ἄλλους. Τέλος ἀπὸ αὐτὰ οὔτε νερὸ εἶχε μέσα, οὔτε κανόνι εἰς τὸν τόπον του· κι᾿ ἂν ἔπαιρνε τοὺς Μύλους ὁ Μπραΐμης, κεντρικὸν μέρος τῆς θάλασσας καὶ στεργιᾶς καὶ πλῆθος ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια καὶ νερὸ ποταμός, μπλοκάριζε καὶ τ᾿ Ἀνάπλι. Καὶ εἰς τὴν κατάστασιν ὁποὖταν κάμετε τὴν κρίση ἂν βαστοῦσε.
Ἀφοῦ τὸ δυνάμωσα, σὲ δυὸ ἡμέρες ἦρθε ὁ Χατζημιχάλης μὲ τοὺς ἀνθρώπους μου, ὁποῦ μοῦ πῆρε, ἦρθε κι᾿ ὁ Κωσταντήμπεγης Μαυρομιχάλης μ᾿ ὀλίγους κι᾿ ὁ Ὑψηλάντης μὲ τοὺς ἀνθρώπους του, ὅλους δεκαπέντε.
Ἐκεῖ ὁπούφκειανα τῆς θέσες εἰς τοὺς Μύλους ἦρθε ὁ Ντερνὺς νὰ μὲ ἰδῆ. Μοῦ λέγει: «Τί κάνεις αὐτοῦ; Αὐτὲς οἱ θέσες εἶναι ἀδύνατες· τί πόλεμον θὰ κάμετε μὲ τὸν Μπραΐμη αὐτοῦ;
– Τοῦ λέγω, εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κ᾿ ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατὸς ὁ Θεὸς ὁποῦ μᾶς προστατεύει· καὶ θὰ δείξωμεν τὴν τύχη μας ᾿σ αὐτὲς τῆς θέσες τῆς ἀδύνατες. Κι᾿ ἂν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τὸ πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μ᾿ ἕναν τρόπον, ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τοὺς Ἕλληνες πάντοτε ὀλίγους. Ὅτι ἀρχὴ καὶ τέλος, παλαιόθεν καὶ ὡς τώρα, ὅλα τὰ θερία πολεμοῦν νὰ μᾶς φᾶνε καὶ δὲν μποροῦνε· τρῶνε ἀπὸ ᾿μᾶς καὶ μένει καὶ μαγιά. Καὶ οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νὰ πεθάνουν· κι᾿ ὅταν κάνουν αὐτείνη τὴν ἀπόφασιν, λίγες φορὲς χάνουν καὶ πολλὲς κερδαίνουν. Ἡ θέση ὁποῦ εἴμαστε σήμερα ἐδῶ εἶναι τοιούτη· καὶ θὰ ἰδοῦμεν τὴν τύχη μας οἱ ἀδύνατοι μὲ τοὺς δυνατούς.
– «Τρὲ μπιέν», λέγει κι᾿ ἀναχώρησε ὁ ναύαρχος.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Τετάρτη 24 Ιανουαρίου 2024



Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.
Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.
Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη
Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.
Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

 


Στὴν Παναγία τὴ Σαλονικιὰ

Στὸ κέντρον τῆς ἐπάνω πόλεως
μὲ τὸ καμπαναριό της, ποὺ εἶν᾿ ἕνα στολίδι
τοῦ λιμένος καὶ τῆς προσόψεως,
στέκει ὁ ναὸς τῆς Παναγίας.

Ὡραῖος ὁ ναός, τὸ τέμπλο ὡραῖο,
ὡραῖα τὰ λαμπρὰ τὰ εἰκονίσματα,
ὡραῖες κ᾿ οἱ νορίτισσες ποὺ ἐκκλησιάζονται,
ὅλα ὡραῖα.

Στολισμένο τὸ τέμπλο μὲ χρυσὲς ποδιές,
στολισμένος ὁ χορὸς καὶ τὰ στασίδια μὲ μυρτιὲς καὶ δάφνες,
στολισμένες κ᾿ οἱ κόρες ποὺ πηγαίνουν
νὰ ἐκκλησιασθοῦν στὴν Παναγία.

Ἀριστερὰ στὸ τέμπλο στέκεται
ἡ εἰκόνα σου ἡ μεγάλη † θεωρὸς †
ὅλη ἀσημένια ὅλη, Παναγία μου,
μὲ τ᾿ ἀσημοκάντηλά της.

Ἀπάνω στὴν εἰκόν᾿ ἀφιερώματα
κρέμονται, καραβάκια, γολετίτσες,
καΐκια, βάρκες, μπάρκα τριοκάταρτα,
ὅλ᾿ ἀφιερώματα τῶν πλοιάρχων.

Κ᾿ οἱ καπεταναῖοι οἱ παλαιοὶ
καθένας ἔχει στὸ ναὸ βαλμένο
ἀπὸ ἕνα λίθο· καὶ καθένας ἔχει

ἕνα στασίδι γύρω γύρω στὸ δεσποτικὸ
καὶ γύρω γύρω στὸ παγκάρι, ὅλοι τους.

Τάζουν στὴν Παναγία καὶ τοὺς δίνει
καλὰ ταξίδια, γαληνιάζ᾿ ἡ θάλασσα
ὅταν στὸ πέλαγο τὴν ἐπικαλεσθοῦν
τὴν Παναγία τὴν Σαλονικιά.

Ἄμποτε νά ᾿σαι βοηθός, Παρθένα μου,
κ᾿ εἰς τοὺς χειμαζομένους εἰς τοῦ βίου
τὰ βάσανα καὶ τὰς ἀνάγκας, ἄμποτε
νὰ εἶσαι βοηθὸς καὶ σωτηρία.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024


Ὄνειρο στὸ κῦμα
Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατὰ τύχην πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ᾽ ἐκινεῖτο ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ προσπαίζουσα καὶ πλέουσα. Ἤξευρε καλῶς νὰ κολυμβᾷ.
Διὰ νὰ φύγω ἔπρεπεν ἐξ ἅπαντος νὰ πατήσω ἐπὶ μίαν στιγμὴν ὀρθὸς εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, εἶτα νὰ κύψω ὄπισθεν θάμνων, νὰ λύσω τὴν αἶγά μου, καὶ νὰ γίνω ἄφαντος κρατῶν τὴν πνοήν μου, χωρὶς τὸν ἐλάχιστον κρότον ἢ θροῦν. Ἀλλ᾽ ἡ στιγμὴ καθ᾽ ἣν θὰ διηρχόμην διὰ τῆς κορυφῆς τοῦ βράχου ἤρκει διὰ νὰ μὲ ἴδῃ ἡ Μοσχούλα. Ἦτον ἀδύνατον, καθὼς ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς τὸ μέρος μου, νὰ φύγω ἀόρατος.
Τὸ ἀνάστημά μου θὰ διεγράφετο διὰ μίαν στιγμὴν ὑψηλὸν καὶ δεχόμενον δαψιλῶς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἐπάνω τοῦ βράχου. Ἐκεῖ ἡ κόρη θὰ μὲ ἔβλεπε, καθὼς ἦτον ἐστραμμένη πρὸς τὰ ἐδῶ. Ὤ! πῶς θὰ ἐξαφνίζετο. Θὰ ἐτρόμαζεν εὐλόγως, θὰ ἐφώναζεν, εἶτα θὰ μὲ κατηγόρει διὰ σκοποὺς ἀθεμίτους, καὶ τότε ἀλλοίμονον εἰς τὸν μικρὸν βοσκόν!
Ἡ πρώτη ἰδέα μου ἦτον νὰ βήξω, νὰ τῆς δώσω ἀμέσως εἴδησιν, καὶ νὰ κράξω: «― Βρέθηκα ἐδῶ, χωρὶς νὰ ξέρω… Μὴν τρομάζῃς!… φεύγω ἀμέσως, κοπέλα μου!»
Πλήν, δὲν ἠξεύρω πῶς, ὑπῆρξα σκαιὸς καὶ ἄτολμος. Κανεὶς δὲν μὲ εἶχε διδάξει μαθήματα κοσμιότητος εἰς τὰ βουνά μου. Συνεστάλην, κατέβην πάλιν κάτω εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βράχου κ᾽ ἐπερίμενα.
«Αὐτὴ δὲν θ᾽ ἀργήσῃ, ἔλεγα μέσα μου· τώρα θὰ κολυμπήσῃ, θὰ ντυθῇ καὶ θὰ φύγῃ… Θὰ τραβήξῃ αὐτὴ τὸ μονοπάτι της, κ᾽ ἐγὼ τὸν κρημνόν μου!»
Κ᾽ ἐνθυμήθην τότε τὸν Σισώην, καὶ τὸν πνευματικὸν τοῦ μοναστηρίου, τὸν παπα-Γρηγόριον, οἵτινες πολλάκις μὲ εἶχον συμβουλεύσει νὰ φεύγω, πάντοτε, τὸν γυναικεῖον πειρασμόν!
Ἐκ τῆς ἰδέας τοῦ νὰ περιμένω δὲν ὑπῆρχεν ἄλλο μέσον ἢ προσφυγή, εἰμὴ ν᾽ ἀποφασίσω νὰ ριφθῶ εἰς τὴν θάλασσαν, μὲ τὰ ροῦχα, ὅπως ἤμην, νὰ κολυμβήσω εἰς τὰ βαθέα, ἄπατα νερά, ὅλον τὸ πρὸς δυσμὰς διάστημα, τὸ ἀπὸ τῆς ἀκτῆς ὅπου εὑρισκόμην, ἐντεῦθεν τοῦ μέρους ὅπου ἐλούετο ἡ νεᾶνις, μέχρι τοῦ κυρίως ὅρμου καὶ τῆς ἄμμου, ἐπειδὴ εἰς ὅλον ἐκεῖνο τὸ διάστημα, ὣς ἡμίσεος μιλίου, ἡ ἀκρογιαλιὰ ἦτον ἄβατος, ἀπάτητος, ὅλη βράχος καὶ κρημνός. Μόνον εἰς τὸ μέρος ὅπου ἤμην ἐσχηματίζετο τὸ λῖκνον ἐκεῖνο τοῦ θαλασσίου νεροῦ, μεταξὺ σπηλαίων καὶ βράχων.
Θ᾽ ἄφηνα τὴν Μοσχούλαν μου, τὴν αἶγα, εἰς τὴν τύχην της, δεμένην ἐκεῖ ἐπάνω, ἄνωθεν τοῦ βράχου, καὶ ἅμα ἔφθανα εἰς τὴν ἄμμον μὲ διάβροχα τὰ ροῦχά μου (διότι ἦτον ἀνάγκη νὰ πλεύσω μὲ τὰ ροῦχα), στάζων ἅλμην καὶ ἀφρόν, θὰ ἐβάδιζα δισχίλια βήματα διὰ νὰ ἐπιστρέψω ἀπὸ ἄλλο μονοπάτι πάλιν πλησίον τοῦ κοπαδιοῦ μου, θὰ κατέβαινα τὸν κρημνὸν παρακάτω διὰ νὰ λύσω τὴν Μοσχούλαν τὴν αἶγά μου, ὁπότε ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου θὰ εἶχε φύγει χωρὶς ν᾽ ἀφήσῃ βεβαίως κανὲν ἴχνος εἰς τὸν αἰγιαλόν. Τὸ σχέδιον τοῦτο ἂν τὸ ἐξετέλουν, θὰ ἦτον μέγας κόπος, ἀληθὴς ἆθλος. Θὰ ἐχρειάζετο δὲ καὶ μίαν ὥραν καὶ πλέον. Οὐδὲ θὰ ἤμην πλέον βέβαιος περὶ τῆς ἀσφαλείας τοῦ κοπαδιοῦ μου.
Δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη αἵρεσις, εἰμὴ νὰ περιμένω. Θὰ ἐκράτουν τὴν ἀναπνοήν μου. Ἡ κόρη ἐκείνη δὲν θὰ ὑπώπτευε τὴν παρουσίαν μου. Ἄλλως ἤμην ἐν συνειδήσει ἀθῷος.
Ἐντοσούτῳ ὅσον ἀθῷος καὶ ἂν ἤμην, ἡ περιέργεια δὲν μοῦ ἔλειπε. Καὶ ἀνερριχήθην πάλιν σιγὰ-σιγὰ πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καλυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων· ἔκυψα νὰ ἴδω τὴν κολυμβῶσαν νεάνιδα.
Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὣς πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾽ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολάς, στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπὰς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα· ἦτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων…
Οὔτε μοῦ ἦλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἂν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ὄρθιος ἢ κυρτός, μὲ σκοπὸν νὰ φύγω, ἦτον σχεδὸν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα δὲν θὰ μ᾽ ἔβλεπε, καὶ θὰ ἠμποροῦσα ν᾽ ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς ἀνατολάς, ἐγὼ εὑρισκόμην πρὸς δυσμὰς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δὲν θὰ τὴν ἐτάραττεν. Αὕτη, ἐπειδὴ ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ᾽ ἀνατολικά, θὰ ἔπιπτε πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ὄπισθεν τοῦ βράχου μου, κ᾽ ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2024



Τί δεδοίκαμεν, εἰπέ μοι;
Πολλὰ τὰ κύματα καὶ χαλεπὸν τὸ κλυδώνιον· ἀλλ' οὐ δεδοίκαμεν, μὴ καταποντισθῶμεν· ἐπὶ γὰρ τῆς πέτρας ἑστήκαμεν. Μαινέσθω ἡ θάλασσα, πέτραν διαλῦσαι οὐ δύναται· ἐγειρέσθω τὰ κύματα, τοῦ Ἰησοῦ τὸ πλοῖον καταποντίσαι οὐκ ἰσχύει.
Τί δεδοίκαμεν, εἰπέ μοι; Τὸν θάνατον; Ἐμοὶ τὸ ζῇν Χριστὸς, καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος. Ἀλλ' ἐξορίαν, εἰπέ μοι; Τοῦ Κυρίου ἡ γῆ, καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς. Ἀλλὰ χρημάτων δήμευσιν; Οὐδὲν εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲν ἐξενεγκεῖν δυνάμεθα· καὶ τὰ φοβερὰ τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα, καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα.
Οὐ πενίαν δέδοικα, οὐ πλοῦτον ἐπιθυμῶ· οὐ θάνατον φοβοῦμαι, οὐ ζῆσαι εὔχομαι, εἰ μὴ διὰ τὴν ὑμετέραν προκοπήν. ∆ιὸ καὶ τὰ νῦν ὑπομιμνήσκω, καὶ παρακαλῶ τὴν ὑμετέραν θαῤῥεῖν ἀγάπην.
Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος

Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024


Τὸ εὐλογημένο καράβι
«Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό,
σὲ μάχεται ἡ θάλασσα,
δὲν τὴ φοβᾶσαι;
Ἀνέμοι σφυρίζουν
καὶ πέφτει νερό,
ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»
«Γιὰ χώρα πηγαίνω
πολὺ μακρινή,
θὰ φέξουνε φάροι
πολλοὶ νὰ περάσω,
βοριάδες, νοτιάδες
θὰ βρῶ, μὰ θὰ φτάσω
μὲ πρίμο ἀγεράκι,
μ᾿ ἀκέριο πανί».
«Κι οἱ κάβοι ἂν σοῦ στήσουν
τὴ νύχτα καρτέρι,
ἐπάνω σου ἂν σπάσει
τὸ κῦμα, θεριό,
καὶ πάρει τοὺς ναῦτες
καὶ τὸν τιμονιέρη;
Ποῦ πᾶς καραβάκι,
μὲ τέτοιον καιρό;»
«Ψηλὰ στὸ ἐκκλησάκι
τοῦ βράχου, ποὺ ἀσπρίζει,
γιὰ μένα ἔχουν κάμει
κρυφὴ λειτουργία
ὀρθὸς ὁ Χριστὸς
τὸ τιμόνι μου ἀγγίζει,
στὴν πλώρη μου στέκει
ἡ Παρθένα Μαρία».
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2024



Ἂς ὑπάγωμεν τώρα καὶ εἰς μίαν Μονήν
Γνωρίζομεν ὅτι εἰς τὸ Μοναστήρι εἶναι μία ἀδιάλειπτος σύναξις τῆς ἀδελφότητος καὶ ὁλοκλήρου της καθολικῆς Ἐκκλησίας. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ὑπῆρχαν Μοναστήρια, ἂν δὲν ἦσαν, ὄντως, μία καθ᾿ ἡμέραν καὶ κατὰ νύκτα σύναξις. Δι᾿ αὐτὸ καὶ τὸ κέντρον τῆς μοναχικῆς ζωῆς εἶναι ἡ καθημερινὴ λατρευτικὴ ζωή, καὶ μάλιστα ἡ Θεία Λειτουργία.
Ἐκεῖ ὁ μοναχὸς προσοικειοῦται καὶ ἀφομοιώνει τὸ μαρτυρικόν, ἀσκητικὸν καὶ λειτουργικὸν φρόνημα τῆς Ἐκκλησίας μας. Τὰ λειτουργικὰ κείμενα τὸν διαποτίζουν καὶ γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οἱ μοναχοὶ εἰς τὸν Ναὸν γνωρίζοντες, ὅτι δὲν εἶναι μόνοι, ἀλλὰ μεθ᾿ ὅλων τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων, δοξάζοντες τὸν Θεὸν καὶ τιμῶντες τὸν Ἅγιον ἢ τὴν ἑορτήν. Ἡ Θεία Εὐχαριστία καὶ ἡ ὅλη λατρευτικὴ συναγωγὴ τοὺς προσφέρει μίαν βαθεῖαν αἴσθησιν, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρὼν καὶ αὐτοὶ κοινωνοὶ Αὐτοῦ μυστηριακῶς κατὰ Θείαν ἐνέργειαν. Καὶ ὅσον ἀόρατος εἶναι ὁ Θεός, κατ᾿ ἀναλογίαν καὶ τόσον ἀληθεστέρα εἶναι ἡ μυστικὴ κοινωνία καὶ ἡ ἐντρύφησις.
Ἡ τοῦ Θεοῦ αὕτη κοινωνία, ἐν τῇ λατρείᾳ, ποὺ εἶναι πρωταρχική, συνεχίζεται ἐν τῷ κελλίῳ καὶ ὅπου ἀλλαχοῦ διὰ τῆς εὐχῆς. Διότι ἡ εὐχὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μία προσευχή. Δὲν θὰ ὑπῆρχε λόγος νὰ ἐκαθήμεθᾳ ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ νὰ ὁμιλῶμεν εἰς τὸν Θεόν, ἂν ἦτο μόνον αὐτό, ἀφοῦ ἀκούει ὁ Θεὸς ἀκόμη καὶ τὰ σπλάγχνα μας, ὅταν κινοῦνται. Καλὸν αὐτό, ἀλλ᾿ ἔτι πλέον εἶναι ἡ εὐχὴ βρῶσις τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ παρόντος ἐν τῇ μνήμῃ καὶ ἐπικλήσει τοῦ Θείου καὶ φρικτοῦ καὶ γλυκυτάτου ὀνόματός Του. Εἶναι καὶ πόσις μεθυστικοῦ γλεύκους τῆς Χάριτος, ποὺ καθιστᾶ τὸν ἄνθρωπον μετάρσιον. Ὅλος ὁ Χριστὸς προσλαμβάνεται καὶ εὑρισκόμεθα ἡμεῖς ἀντανακλῶντες τὰς ἰδιότητας τοῦ Θεοῦ, θεοὶ ἐκ Θεοῦ θεούμενοι, φωτιζόμενοι καὶ μυστικῶς ἐνεργούμενοι.
Ὁ μοναχὸς διὰ τῆς νοερᾶς αὐτῆς «λειτουργίας», ὡς λέγουν οἱ ὅσιοι Πατέρες, «ἀληθῶς μάννα διὰ παντὸς ἐσθίει πνευματικόν». Τοῦτο εἶναι πλήρωσις, «πλεῖον ὧδε» ἀπὸ τὸ «μάννα», ποὺ συμβολικῶς καὶ προτυπωτικῶς ἔῤῥιχνε ὁ Θεὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας διὰ νὰ ζήσουν μὲ αὐτό. Τὸ ὠνόμασαν «μάννα», ποὺ σημαίνει: Δὲν καταλαβαίνω τί πρᾶγμα εἶναι αὐτό. Ἔτσι καὶ ἡμεῖς ἠμποροῦμεν νὰ λέγωμεν: Τί μεγάλο γεγονὸς εἶναι αὐτὴ ἡ εὐχή, ἡ μνήμη τοῦ Ἰησοῦ, αὐτὴ ἡ μυστικὴ μετάληψις τοῦ Χριστοῦ μας ἀνὰ πᾶσαν στιγμήν, ὅπως τότε ἔπιπτον ἐξ οὐρανοῦ αἱ νιφάδες τοῦ «μάννα» καὶ ὁ λαὸς ἤσθιε καὶ ηὐφραίνετο.
Ἑπομένως βασικὴ προϋπόθεσις νοερᾶς προσευχῆς εἶναι ἡ πίστις ὅτι αὕτη εἶναι ἀληθὴς Θεοῦ κοινωνία καὶ βάθρον θεώσεως διὰ τῶν θείων ἐνεργημάτων τοῦ ἀπροσλήπτου Κυρίου, ὅστις δι᾿ αὐτῶν κατέρχεται ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἑνοῦται μεθ᾿ ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν. Ὁ ἴδιος ὁ σαρκωθεῖς Λόγος, ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν, Αὐτὸς ποὺ εἰς τὸ ἓν δακτυλάκι του ἠμπορεῖ νὰ κρατάῃ ὅλον τὸν ντουνιά, Αὐτὸς κρατεῖται ἀπὸ ἡμᾶς! Καὶ εἰσέρχεται ἐν ἡμῖν καὶ συνδιατρίβει καὶ ἐμπεριπατεῖ μέσα μας. Ὅπως εἰς τὴν θάλασσαν τῆς Τιβεριάδος, ὅταν ἤγρευσαν οἱ Μαθηταὶ πλῆθος ἰχθύων, εἶπεν ὁ Ἰωάννης εἰς τὸν Πέτρον «ὁ Κύριος ἐστιν», οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅταν ἁπλώνωμεν τὰ δίκτυα τῆς προσευχῆς, ἠμποροῦμεν νὰ ἐπαναλαμβάνωμεν «ὁ Κύριός ἐστι» μετὰ πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας τὸ βεβαιοῖ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅτι ἐκεῖ ὑπάρχει Αὐτός. Νάτος! Παρών, ὁ ἴδιος ὁ Θεός!
Διὰ νὰ φωταγωγῆται ὅμως καὶ νὰ λαμπρύνεται διὰ τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου ὁ πιστὸς μὲ τὴν εὐχήν, πρέπει νὰ προσέχῃ ὁ ἴδιος νὰ εἶναι ὁ βίος τοῦ ἀνάλογος μὲ τὴν ζωὴν ποὺ ἁρμόζει εἰς τὸν Θεόν. Ἀφοῦ θέλει τὸν Θεόν, πρέπει νὰ ζῇ θεοπρεπῶς. Νὰ ἐπιδιώκῃ νὰ ξεφύγῃ μέσα ἀπὸ τὴν ἀνθρωπίνην μιζέρια καὶ τὴν κακομοιριά, νὰ ἐνδυναμώνῃ τὸν ἑαυτό του διὰ τῆς θείας δυνάμεως, νὰ ἀσκῆται, νὰ γίνεται σκεῦος χωρητικὸν τῶν θείων χαρισμάτων. Ἀκόμη, νὰ ἐπιθυμῇ τὴν κάθαρσίν του ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, πληροφορούμενος ἀπὸ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅτι αὐτὸ εἶναι κατορθωτόν. Μὲ τὴν ἔμπρακτον θέλησίν του καὶ τὴν εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ νὰ φέρεται πρὸς τὴν δυνατὴν ἀπάθειαν ὁ ἴδιος, καὶ μάλιστα γινόμενος ὁλονὲν θεοειδέστερος.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2024



Σελήνη
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Στὸ περιβόλι τὸ πυκνὸ
καθὼς κοιμόταν σκοτεινὸ
μπῆκε ἡ κυρὰ σελήνη
καὶ ξύπνησε γιὰ μιὰ στιγμὴ
τ᾿ ἀηδόνι καὶ τὸ γιασεμὶ
καὶ τὴ μουντὴ νεροσυρμὴ
ποὺ ὁλόχρυση ἔχει γίνει!
Θάμα κι᾿ αὐτὸ τ᾿ ἀποψινό!
Τ᾿ ἄστρα ψηλὰ στὸν οὐρανὸ
χορεύουν καλαματιανὸ
μὲ τὴν κυρὰ σελήνη
κι ἡ θάλασσα μουρμουριστὰ
τὸν ἦχο τάχα τῆς βαστᾷ
καὶ τὴν κυρὰ εὐχαριστᾷ
κι αὐτὴ φλωριὰ τῆς δίνει!
Γεώργιος Ἀθάνας

Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024



Ὅλα νὰ τὰ χαίρεσθε
Οἱ ὡραῖες στιγμὲς προδιαθέτουν τὴν ψυχὴ σὲ προσευχή, τὴν καθιστοῦν λεπτή, εὐγενική, ποιητική.
Ξυπνῆστε τὸ πρωί, νὰ δεῖτε τὸν βασιλιὰ ἥλιο νὰ βγαίνει ὁλοπόρφυρος ἀπ’ τὸ πέλαγος.
Ὅταν σᾶς ἐνθουσιάζει ἕνα ὡραῖο τοπίο, ἕνα ἐκκλησάκι, κάτι ὡραῖο, νὰ μὴ μένετε ἐκεῖ, νὰ πηγαίνετε πέραν αὐτοῦ, νὰ προχωρεῖτε σὲ δοξολογία γιὰ ὅλα τὰ ὡραῖα, γιὰ νὰ ζεῖτε τὸν μόνον Ὡραῖον.
Ὅλα εἶναι ἅγια, καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὸ μπάνιο καὶ τὸ φαγητό.
Ὅλα νὰ τὰ χαίρεσθε.
Ὅλα μᾶς πλουτίζουν, ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στὴ μεγάλη Ἀγάπη, ὅλα μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Χριστό.
Νὰ παρατηρεῖτε ὅσα ἔφτιαξε ὁ ἄνθρωπος, τὰ σπίτια, τὰ κτίρια, μεγάλα ἢ μικρά, τὶς πόλεις, τὰ χωριά, τοὺς ἀνθρώπους, τὸν πολιτισμό τους.
Νὰ ρωτᾶτε, νὰ ὁλοκληρώνετε τὶς γνώσεις σας γιὰ τὸ κάθε τί, νὰ μὴν στέκεσθε ἀδιάφοροι.
Αὐτό σᾶς βοηθάει σὲ βαθύτερη μελέτη τῶν θαυμασίων του Θεοῦ. Γίνονται ὅλα εὐκαιρίες νὰ συνδεόμαστε μὲ ὅλα καὶ μὲ ὅλους. Γίνονται αἰτίες εὐχαριστίας καὶ δεήσεως στὸν Κύριο τοῦ παντός. Νὰ ζεῖτε μέσα σὲ ὅλα, στὴ φύση, στὰ πάντα.
Ἡ φύση εἶναι τὸ μυστικὸ Εὐαγγέλιο.
Ὅταν, ὅμως, δὲν ἔχει κανεὶς ἐσωτερικὴ χάρι, δὲν τὸν ὠφελεῖ ἡ φύση.
Ἡ φύση μᾶς ξυπνάει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς πάει στὸν Παράδεισο...
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2024



Ὁ λόρδος Μπάυρων
Ποιητὴς θεσπέσιος
Ὁ λόρδος Μπάυρων ὑπῆρξε καθ᾿ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως ποιητὴς θέσπις, μάντις ποιητής, poëta vates. Ἐν ἐπιστολῇ πρὸς τὸν μέγαν μυθιστοριογράφον Οὐόλτερ Σκὼτ ἀναγγέλλων τὸν θάνατον τῆς νόθου θυγατρός του Ἀλλέγρας, ἐκ Πίζης καὶ ἀπὸ 4 Μαΐου 1822, ἔγραφεν:
«Ἡ περὶ τῆς οἰκογενείας σου ἀφήγησις εἶναι τερπνοτάτη. Εἴθε νὰ ἠδυνάμην κ᾿ ἐγὼ νὰ ἀπαντήσω διὰ παραπλησίας. Ἀλλ᾿ ἔχασα ἀρτίως τὴν κόρην μου Ἀλλέγραν ἐκ πυρετοῦ. Ἡ μόνη παρηγορία μου εἶναι ὅτι εὑρίσκεται τώρα ἐν ἀναπαύσει καὶ εὐτυχίᾳ· διότι ἡ πένταετὴς ἡλικία της δὲν τῆς ἐπέτρεψε νὰ πράξῃ ἁμαρτίας, ἐκτὸς ἐκείνης ἣν παρὰ τοῦ Ἀδὰμ ἐκληρονομήσαμεν. Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσι θνῄσκει νέος».
Καὶ ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου στήλης τῆς θανούσης ἐπέγραψεν:
Εἰς μνήμην τῆς Ἀλλέγρας
θυγατρὸς τοῦ Γ. Γ. λόρδου Βύρωνος
ἀποθανούσης ἐν ἡλικίᾳ πέντε ἐτῶν.
«Ἐγὼ ἀπελεύσομαι πρὸς αὐτήν,
αὕτη οὐκ ἀποστραφήσεται πρός με».
Ὁ θεσπέσιος ποιητὴς ἐπέγραφε τὸ ρητὸν τοῦτο ἐπὶ τῆς ἐπιταφίου πλακὸς τῆς θυγατρός του, ὡς νὰ ἤξευρεν ὅτι ὄχι μετὰ πολὺν χρόνον, μόνον μετὰ δύο ἔτη ἔμελλε νὰ μεταβῇ πρὸς ἐντάμωσίν της!
Ποιητὴς Ἕλλην
Ἐκ τῆς πρώτης ἐπιστολῆς, ἥτις εἶναι εὐγενὲς προανάκρουσμα τῆς εἰς τὸν Ἑλληνικὸν Ἀγῶνα συμμετοχῆς τοῦ ποιητοῦ, καὶ τὴν ὁποίαν οὗτος ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Βλακιέρην, ὅστις εἶχεν ἀποσταλῆ εἰς τὴν Ἑλλάδα ὑπὸ τοῦ Φιλελληνικοῦ Κομιτάτου τοῦ Λονδίνου, ὅπως ἐξακριβώσῃ πῶς εἶχον τὰ πράγματα, καταφαίνεται ὁ ἐνθουσιασμὸς τοῦ μεγάλου ποιητοῦ ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος. Ἰδοὺ τί ἔγραφεν ἀπὸ Ἀλβάρου καὶ ἀπὸ 5 Ἀπριλίου 1823.
«Μετὰ χαρᾶς θὰ σᾶς δεχθῶ, σᾶς καὶ τὸν Ἕλληνα φίλον σας, καὶ ὅσον τὸ ταχύτερον τόσον τὸ καλύτερον. Σᾶς περιμένω ἀπό τινος· θὰ μ᾿ εὕρητε οἴκοι. Δὲν ἠμπορῶ νὰ σᾶς ἐκφράσω πόσον ἐνδιαφέρομαι εἰς ἀγῶνα, καὶ μόνον αἱ ἐλπίδες ἃς ἔτρεφον νὰ παραστῶ εἰς τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἰταλίας μ᾿ ἐκώλυσαν πρὸ πολλοῦ τοῦ νὰ ἐπανέλθω ὅπως πράξω τὸ κατὰ δύναμιν, ὡς ἄτομον, εἰς τὴν χώραν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν εἶναι τιμὴ καὶ νὰ ἔχῃ ἐπισκεφθῆ τις».
Πλήν, δέκα ἔτη πρότερον, μετὰ τὴν πρώτην ἐπίσκεψίν του εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὁ Μπάυρων παρενέβαλεν εἰς τὴν σατυρικὴν ἐποποιίαν τοῦ Δὸν Ζουὰν τὴν ἀθάνατον ἐκείνην ᾠδήν, τὴν ὁποίαν ἀπέδωκεν εἰς ἐντόπιον Ἕλληνα ψάλτην, καὶ τὴν ὁποίαν μόνον ἀρχαῖος Ἕλλην, ἐὰν ἐπανήρχετο εἰς τὴν ζωήν, μόνον Ἀλκαῖος, ἢ Σιμωνίδης, ἢ Πίνδαρος, ἠδύνατο πράγματι νὰ συνθέσῃ.
Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος! Τὰ νησιὰ τῆς Ἑλλάδος!
ὅπου ἡ φλογερὰ Σαπφὼ ἠρᾶτο καὶ ἔψαλλεν·
ὅπου ἐβλάστησαν αἱ τέχναι τῆς εἰρήνης καὶ τοῦ πολέμου,
ὅπου ἡ Δῆλος ἠγέρθη καὶ ὁ Φοῖβος ἀνέθορεν.
Αἰώνιον θέρος τὰ χρυσώνει ἀκόμη,
πλὴν ὅλα, ἐκτὸς τοῦ ἡλίου των, ἔδυσαν.
Τὰ βουνὰ βλέπουν κατὰ τὸν Μαραθῶνα,
καὶ ὁ Μαραθὼν βλέπει κατὰ τὴν θάλασσαν.
Ἐκεῖ ρεμβάζων μίαν ὥραν μόνος,
ὠνειρεύθην ὅτι ἡ Ἑλλὰς θὰ ἠμποροῦσεν ἀκόμη νὰ εἶν᾿ ἐλευθέρα.
Διότι, ἐπάνω εἰς τὸν τύμβον τῶν Περσῶν ὅπου ἱστάμην,
δὲν ἠμποροῦσα νὰ νομίζω τὸν ἑαυτόν μου δοῦλον.
Μὴν περιμένετε ἐλευθερίαν ἀπὸ τοὺς Φράγκους·
ἔχουν βασιλέα ὁποὺ πωλεῖ κι ἀγοράζει·
εἰς τὰ ἐντόπια ξίφη, εἰς τὰς ἐντοπίους φάλαγγας
εἶναι ἡ μόνη ἐλπὶς τῆς ἀνδρείας.
Ἀλλ᾿ ἡ τουρκικὴ βία καὶ ὁ λατινικὸς δόλος
θὰ θραύσῃ τὴν ἀσπίδα σας, ὅσον εὐρεῖα καὶ ἂν εἶναι.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 15 Ιανουαρίου 2024



Ἡ Γένεσις
Ἀλλὰ πρὶν ἀκούσω ἀγέρα ἢ μουσικὴ
ποὺ κινοῦσα σὲ ξάγναντο νὰ βγῶ
(μίαν ἀπέραντη κόκκινη ἄμμο ἀνέβαινα
μὲ τὴ φτέρνα μου σβήνοντας τὴν Ἱστορία)
πάλευα τὰ σεντόνια
Ἦταν αὐτὸ ποὺ γύρευα
καὶ ἀθῶο καὶ ριγηλὸ σὰν ἀμπελώνας
καὶ βαθὺ καὶ ἀχάραγο σὰν ἡ ἄλλη ὄψη τ᾿ οὐρανοῦ
Κάτι λίγο ψυχῆς μέσα στὴν ἄργιλλο

Τότε εἶπε καὶ γεννήθηκεν ἡ θάλασσα
Καὶ εἶδα καὶ θαύμασα
Καὶ στὴ μέση της ἔσπειρε κόσμους μικροὺς
κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή μου:
Ἵπποι πέτρινοι μὲ τὴ χαίτη ὀρθὴ
καὶ γαλήνιοι ἀμφορεῖς
καὶ λοξὲς δελφινιῶν ράχες
ἡ Ἴος ἡ Σίκινος ἡ Σέριφος ἡ Μῆλος

«Κάθε λέξη κι ἀπὸ ᾿να χελιδόνι
γιὰ νὰ σοῦ φέρνει τὴν ἄνοιξη μέσα στὸ θέρος»
εἶπε

Καὶ πολλὰ τὰ λιόδεντρα
ποὺ νὰ κρησάρουν στὰ χέρια τους τὸ φῶς
κι ἐλαφρὸ ν᾿ ἁπλώνεται στὸν ὕπνο σου

καὶ πολλὰ τὰ τζιτζίκια
ποὺ νὰ μὴν τὰ νιώθεις
ὅπως δὲ νιώθεις τὸ σφυγμὸ στὸ χέρι σου

ἀλλὰ λίγο τὸ νερὸ
γιὰ νὰ τὸ ᾿χεις Θεὸ καὶ νὰ κατέχεις τί σημαίνει ὁ λόγος του

καὶ τὸ δέντρο μονάχο του χωρὶς κοπάδι
γιὰ νὰ τὸ κάνεις φίλο σου
καὶ νὰ γνωρίζεις τ᾿ ἀκριβό του τ᾿ ὄνομα

φτενὸ στὰ πόδια σου τὸ χῶμα
γιὰ νὰ μὴν ἔχεις ποῦ ν᾿ ἁπλώσεις ρίζα
καὶ νὰ τραβᾶς τοῦ βάθους ὁλοένα

καὶ πλατὺς ἐπάνου ὁ οὐρανὸς
γιὰ νὰ διαβάζεις μόνος σου τὴν ἀπεραντοσύνη

ΑΥΤΟΣ
ὁ κόσμος ὁ μικρός, ὁ μέγας!
Ὀδυσσέας Ἐλύτης