Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

 


Σκοτάδι τώρα, κατόπιν Φῶς

Πάντα θὰ ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία κι ὁ Κόσμος

Καὶ ἡ Καρδιὰ τοῦ Ἀνθρώπου,

Ἀνάμεσά τους θὰ τσακίζεται, θὰ παραδέρνει περιούσια, προσπαθώντας νὰ διαλέξει

Γενναία, ποταπή, σκοτεινὴ καὶ γιομάτη φῶς

Ταλαντευόμενη ἀνάμεσα στὴν Πύλη τῆς Κόλασης καὶ στὴν Πύλη τ᾽ Οὐρανοῦ

Καὶ πύλαι Ἅδου οὐ κατισχύσουσιν.

Σκοτάδι τώρα, κατόπιν

Φῶς,

Φῶς

Τ. S. Eliot

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2022

 


Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ!

Μιὰ μέρα ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος καὶ μοῦ εἶπε ὅτι εἶναι πολὺ στενοχωρημένος, γιατὶ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν γυναίκα του. Εἶδα ὅμως ὅτι δὲν ὑπάρχει κάτι σοβαρὸ ἀνάμεσά τους. Ἔχει ἕνα ἐξόγκωμα αὐτός, κάποιο ἄλλο ἡ γυναίκα του, καὶ δὲν μποροῦν νὰ πλησιάσουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Χρειάζονται λίγο πλάνισμα. Πάρε δύο σανίδες ἀπλάνιστες. Ἡ μία ἔχει σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἕναν ρόζο, ἡ ἄλλη σ᾿ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο καί, ἂν πᾶς νὰ τὶς ἑνώσης, μένει ἕνα κενὸ ἀνάμεσά τους. Ἅμα ὅμως πλανίσης λίγο τὴν μιὰ ἀπὸ ἐδῶ, λίγο τὴν ἄλλη ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια πλάνη, ἀμέσως ἐφάπτονται.

Μοῦ λένε μερικοὶ ἄνδρες: «Δὲν συμφωνῶ μὲ τὴν γυναίκα μου· εἴμαστε ἀντίθετοι χαρακτῆρες. Ἄλλος χαρακτήρας ἐκείνη, ἄλλος ἐγώ! Πῶς κάνει τέτοια παράξενα πράγματα ὁ Θεός; Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ οἰκονομήση μερικὲς καταστάσεις ἔτσι ὥστε νὰ ταιριάζουν τὰ ἀνδρόγυνα, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ ζοῦν πνευματικά;». «Δὲν καταλαβαίνετε, τοὺς λέω, ὅτι μέσα στὴν διαφορὰ τῶν χαρακτήρων κρύβεται ἡ ἁρμονία τοῦ Θεοῦ; Οἱ διαφορετικοὶ χαρακτῆρες δημιουργοῦν ἁρμονία. Ἀλλοίμονο, ἂν ἤσασταν ἴδιοι χαρακτῆρες! Σκεφθῆτε τί θὰ γινόταν, ἂν λ.χ. καὶ οἱ δύο θυμώνατε εὔκολα· θὰ γκρεμίζατε τὸ σπίτι. Ἤ, ἂν καὶ οἱ δύο ἤσασταν ἤπιοι χαρακτῆρες, θὰ κοιμόσασταν ὄρθιοι! Ἂν ἤσασταν τσιγγούνηδες, θὰ ταιριάζατε μέν, ἀλλὰ θὰ πηγαίνατε καὶ οἱ δύο στὴν κόλαση. Ἂν πάλι ἤσασταν ἁπλοχέρηδες, θὰ μπορούσατε νὰ κρατήσετε σπίτι; Θὰ τὸ διαλύατε, καὶ τὰ παιδιά σας θὰ γύριζαν στοὺς δρόμους. Ἕνα στραβόξυλο, ἂν πάρη ἕνα στραβόξυλο, ταιριάζουν μεταξύ τους – ἔτσι δὲν εἶναι; – θὰ σκοτωθοῦν ὅμως σὲ μιὰ μέρα! Γι᾿ αὐτό, τί γίνεται; Οἰκονομάει ὁ Θεὸς ἕνας καλὸς νὰ πάρη ἕνα στραβόξυλο, γιὰ νὰ βοηθηθῆ, γιατὶ μπορεῖ νὰ εἶχε καλὴ διάθεση, ἀλλὰ νὰ μὴν εἶχε βοηθηθῆ ἀπὸ μικρός».

Οἱ μικροδιαφορὲς τῶν χαρακτήρων τῶν συζύγων βοηθοῦν νὰ δημιουργηθῆ μιὰ ἁρμονικὴ οἰκογένεια, γιατὶ ὁ ἕνας συμπληρώνει τὸν ἄλλον. Στὸ αὐτοκίνητο εἶναι ἀπαραίτητο καὶ τὸ γκάζι, γιὰ νὰ προχωρήση, ἀλλὰ καὶ τὸ φρένο, γιὰ νὰ σταματήση. Ἂν τὸ αὐτοκίνητο εἶχε μόνο φρένο, δὲν θὰ κουνιόταν, καὶ ἂν εἶχε μόνον ταχύτητες, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταματήση. Σὲ ἕνα ἀνδρόγυνο ξέρετε τί εἶπα; «Ἐπειδὴ ταιριάζετε, γι᾿ αὐτὸ δὲν ταιριάζετε!». Εἶναι καὶ οἱ δύο εὐαίσθητοι. Ἂν συμβῆ κάτι στὸ σπίτι, καὶ οἱ δύο τὰ χάνουν καὶ ἀρχίζουν: «Ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἕνας, «ὤχ, τί πάθαμε!» ὁ ἄλλος. Ὁ ἕνας δηλαδὴ βοηθάει τὸν ἄλλον νὰ ἀπελπισθῆ πιὸ πολύ. Δὲν μπορεῖ νὰ τὸν τονώση λίγο· «γιά στάσου, νὰ τοῦ πῆ, δὲν εἶναι καὶ τόσο σοβαρὸ αὐτὸ ποὺ μᾶς συμβαίνει». Τὸ ἔχω δεῖ αὐτὸ σὲ πολλὰ ἀνδρόγυνα.

Καὶ στὴν ἀγωγὴ τῶν παιδιῶν, ὅταν οἱ σύζυγοι εἶναι διαφορετικοὶ χαρακτῆρες, μποροῦν περισσότερο νὰ βοηθήσουν. Ὁ ἕνας κρατάει λίγο φρένο, ὁ ἄλλος λέει: «Ἄφησε τὰ παιδιὰ λίγο ἐλεύθερα». Ἂν τὰ στριμώξουν καὶ οἱ δύο, θὰ χάσουν τὰ παιδιά τους. Καὶ ἂν τὰ ἀφήσουν καὶ οἱ δύο ἐλεύθερα, πάλι θὰ τὰ χάσουν. Ἐνῶ ἔτσι βρίσκουν καὶ τὰ παιδιὰ μία ἰσορροπία.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

 


Καὶ μὲ φῶς καὶ μὲ θάνατον -7

Τώρα ποὺ ὁ νοῦς ἀπαγορεύεται καὶ οἱ ὧρες δὲ γυρίζουν

Ἀπὸ κῆπο σὲ κῆπο ἡ σκέψη μου

Δειλὴ σὰν τριανταφυλλιὰ πρωτάρα

Ποὺ ἁρπάζεται ἀπ᾿ τὰ κάγκελα

Δοκιμάζει ἀπαρχῆς ν᾿ ἁρμόσει πάλι

Μὲ σταγόνων σφῆνες λαμπερῶν

Τὰ παμπάλαια πράσινα καὶ τὰ χρυσὰ κεῖνα ποὺ μέσα μας

Ἔχουν παντοτινὲς δεκαεφτὰ Ἰουλίου

Ν᾿ ἀκουστεῖ καὶ πάλι τῆς Ἁγίας Μαρίνας τὸ νερὸ στὶς πέτρες

Ὁ ὕπνος ποὺ μυρίζει ζευγάρι ἀγκαλιασμένο

Ἡ φωνὴ

               μιὰ φωνὴ σὰν τῆς Μητέρας

Καὶ ξανὰ ξυπόλητη νὰ βγεῖ νὰ περπατήξει

Πάνω στὶς πλάκες τοῦ Μεσολογγιοῦ ἡ Ἐλευθερία

Ἔτσι καθὼς τὴν ἐχαιρέτησε γιὰ λόγου μας 

–καλή του ἡ ὥρα-

Ὁ ποιητὴς καὶ κάναμε ἀπὸ τότε Ἀνάσταση.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

 


Διδαχὴ τῶν Ἀποστόλων

1. Ὑπάρχουν δύο ὁδοί, μία τῆς ζωῆς καὶ μία τοῦ θανάτου, ὑπάρχει δὲ μεγάλη διαφορὰ ἀνάμεσα σ’ αὐτές.

2. Ἡ ὁδὸς λοιπὸν τῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἑξῆς: πρῶτο, νὰ «ἀγαπᾶς τὸ Θεὸ ποὺ σὲ δημιούργησε· δεύτερο, τὸν πλησίον σου, ὅπως ἀγαπᾶς τὸν ἑαυτόν σου», καὶ ὅσα δὲν θέλεις νὰ γίνουν εἰς βάρος σου, νὰ μὴν τὰ κάνεις καὶ σὺ σὲ ἄλλον.

3. Ἡ διδασκαλία τῶν λόγων αὐτῶν εἶναι ἡ ἑξῆς. «Νὰ εὐλογεῖτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταρῶνται, νὰ προσεύχεσθε γιὰ τοὺς ἐχθρούς σας» καὶ νὰ νηστεύετε γι’ αὐτοὺς ποὺ σᾶς καταδιώκουν. «Γιατὶ ποιὸ τὸ ὄφελος, ἐὰν ἀγαπᾶτε ἐκείνους ποὺ σᾶς ἀγαποῦν; Τὸ ἴδιο δὲν κάνουν καὶ οἱ ἐθνικοί; Ἐσεῖς ὅμως ν’ ἀγαπᾶτε αὐτοὺς ποὺ σᾶς μισοῦν» καὶ δὲν θὰ ἔχετε ἐχθρό.

4. Νὰ μένεις μακριὰ ἀπὸ τὶς σαρκικὲς καὶ σωματικὲς ἐπιθυμίες. «Ἐὰν κάποιος σὲ χτυπήσει στὸ δεξιὸ σαγόνι, γύρισέ του καὶ τὸ ἄλλο, καὶ θὰ γίνεις τέλειος. Ἐὰν κάποιος σὲ ἀγγαρέψει ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο. Ἐὰν κάποιος σοῦ πάρει τὸ ἱμάτιό σου, δῶσε του καὶ τὸν χιτώνα σου. Ἐὰν κάποιος σοῦ πάρει αὐτὸ ποὺ σοῦ ἀνήκει, μὴ τὸ ζητᾶς πίσω», ἄλλωστε δὲν μπορεῖς.

5. «Σὲ ὅποιον σοῦ ζητάει, νὰ δίνεις καὶ νὰ μὴν ζητᾶς νὰ σοῦ τὸ ἐπιστρέψει», γιατὶ ὁ Πατέρας θέλει νὰ δίνουμε ἀπὸ τὰ χαρίσματά μας. Εἶναι, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή, μακάριος αὐτὸς ποὺ δίνει, γιατὶ εἶναι ἀθῶος· ἀλίμονο σ’ ἐκεῖνον ποὺ παίρνει. Γιατί, ἐὰν κάποιος παίρνει ἐπειδὴ ἔχει ἀνάγκη, θὰ ἀθωωθεῖ. ἐνῶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν ἔχει ἀνάγκη θὰ τιμωρηθεῖ, καὶ γιατὶ τὸ πῆρε καὶ γιὰ ποιὸ σκοπὸ τὸ πῆρε· καὶ ὅταν συλληφθεῖ θὰ κριθεῖ γιὰ ὅσα ἔκανε καὶ δὲ θὰ βγεῖ ἀπὸ ἐκεῖ μέχρι νὰ «ἐπιστρέψει καὶ τὸ τελευταῖο λεπτὸ».

6. Ἀλλὰ καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει λεχθεῖ τὸ ἑξῆς· νὰ ἱδρώσει ἡ ἐλεημοσύνη στὰ χέρια σου, μέχρι νὰ μάθεις σὲ ποιὸν δίνεις.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

 


Οἱ κακὲς ἕξεις καὶ ἡ θεραπεία τους

Α’. Ἐξέτασε, ἀδελφέ, τὶς κακὲς ἕξεις καὶ συνήθειες ποὺ ἀπέκτησες μὲ τὴ ζωὴ ποὺ ἔκανες, ἂν εἶναι παλιές χρειάζεται περισσότερος κόπος γιὰ νὰ καταστραφοῦν, ἂν εἶναι καινούργιες λιγότερος· ὅπως ἕνα παλιὸ καὶ ἕνα μεγάλο δένδρο, περισσότερο κόπο χρειάζεται γιὰ νὰ κοπεῖ καὶ νὰ ξεριζωθεῖ ἀπὸ ἕνα νέο καὶ μικρό.

Β’. Ἐξέτασε τὶς θεραπεῖες ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήσεις γι’ αὐτὲς τὶς κακές σου ἕξεις καὶ συνήθειες, ἀπὸ τὶς θεραπεῖες αὐτὲς ἡ πρώτη εἶναι τὸ νὰ θέλεις νὰ διορθωθεῖς, ὄχι ἀμφιβάλλοντας ἀλλὰ ἀποφασιστικά. Διότι οἱ σωματικὲς ἀσθένειες μποροῦν νὰ θεραπευθοῦν καὶ χωρὶς τὴν θέλησή μας, οἱ ἀσθένειες ὅμως τῆς ψυχῆς, χωρὶς νὰ τὸ θέλουμε, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ θεραπευθοῦν. Διότι καὶ γι’ αὐτὲς χρειάζεται μία ἀποφασιστικὴ θέληση τοῦ ἀσθενῆ, γιὰ νὰ ἰατρευθεῖ καὶ νὰ χρησιμοποιήσει τὰ μέσα καὶ τὰ ὄργανα ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα εἶναι κατάλληλα γιὰ τὴ θεραπεία. Τὰ μέσα, λοιπόν, καὶ τὰ ὄργανα, τὰ ὁποῖα μπορεῖς νὰ χρησιμοποιήσεις γιὰ νὰ θεραπεύσεις τὶς κακές σου συνήθειες καὶ ἕξεις εἶναι ἐκεῖνα τὰ δυὸ τὰ ὁποῖα μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος, ὅταν ἐλευθέρωσε ἐκεῖνον ποὺ ἦταν δαιμονισμένος ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία, λέγοντας «Τὸ γένος αὐτὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βγεῖ μὲ κανένα ἄλλο μέσο παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία».

Γ’. Ἐξέτασε, λοιπόν, τὸν ἑαυτό σου, πῶς κάνεις τὴν προσευχὴ σου• διότι πρέπει νὰ προσεύχεσαι ὄχι μὲ καρδιά ποὺ νὰ περιπλανιέται ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ μὲ διασκορπισμένο νοῦ, ἀλλὰ νὰ προστρέχεις στὸ Θεὸ καὶ νὰ προσεύχεσαι μὲ τόση μεγάλη ταπείνωση καὶ καρδιακὴ συντριβὴ καὶ μὲ τόση μεγάλη προσοχὴ τοῦ νοῦ καὶ μὲ τόση μεγάλη καρτερία καὶ ὑπομονή, ὅπως θὰ προσευχόσουν ἂν βρισκόσουν σὲ μία μεγάλη θαλασσοταραχή, ὅπου δὲν θὰ ὑπῆρχε ἄλλη ἐλπίδα σωτηρίας παρὰ μόνο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Διότι σὲ τέτοια συντετριμμένη καὶ ταπεινὴ προσευχὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀρνεῖται κανένα πράγμα ἀλλὰ δίνει, ὅσα εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ σωτηρία, διότι Αὐτὸς μόνο εἶπε: «Ζητᾶτε καὶ θὰ σᾶς δοθεῖ, ἐρευνᾶτε καὶ θὰ βρεῖτε, κτυπᾶτε καὶ θὰ σᾶς ἀνοιχθεῖ ἡ πόρτα. Διότι καθένας ποὺ ζητά, λαμβάνει καὶ καθένας ποὺ ἐρευνᾶ, βρίσκει». Αὐτὸς εἶπε καὶ τὸ παράδειγμα τῆς χήρας καὶ τοῦ κριτῆ τῆς ἀδικίας, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει νὰ προσευχόμαστε πάντοτε, νὰ μὴ παραπονούμαστε, ὅτι δὲν λαμβάνουμε ἀμέσως τὰ αἰτήματά μας. Τοὺς εἶπε καὶ παραβολή γιὰ νὰ τοὺς διδάξει, ὅτι πρέπει νὰ προσεύχονται καὶ νὰ μὴν ἀποθαρρύνονται.

Ἔτσι, ὅπως εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀθετήσει τὸ λόγο Του ὁ Θεὸς καὶ νὰ διαψευσθεῖ, ἔτσι εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν εἰσακουσθεῖς κι ἐσὺ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου, ἂν ἐξακολουθεῖς νὰ προσεύχεσαι ἀδιάλειπτα καὶ νὰ Τὸν παρακαλεῖς μὲ τὸν τρόπο ποὺ εἴπαμε. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, πρέπει νὰ βάλεις στὸ Θεὸ μεσίτρια τῆς χάριτος καὶ τοῦ ζητήματος ποὺ ἐπιθυμεῖς τὴν Ὑπεραγία Παρθένο, τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ μητέρα καὶ μάμμη ὅλων τῶν χριστιανῶν• γιατί, ἂν ὁ Υἱὸς της εἶναι πατέρας μας καὶ ἀδελφός μας καὶ Πνεῦμα, ἑπόμενο εἶναι νὰ εἶναι καὶ αὐτὴ μάμμη καὶ μητέρα μας γλυκύτατη, ἡ ὁποία μᾶς δόθηκε ὡς βοηθὸς καὶ συνήγορος γι’ αὐτὸ τὸ σκοπό, γιὰ νὰ μεσιτεύσει στὸν Υἱό της γιὰ μᾶς, ὡς Μητέρα τοῦ ἐλέους. Καὶ ἂν ὁ Σειρὰχ εἶπε γιὰ τὴν Εὕα, ὅτι «ἀπὸ τὴ γυναίκα ξεκίνησε ἡ ἁμαρτία καὶ ἐξ αἰτίας της πεθαίνουμε ὅλοι», ἐμεῖς μὲ περισσότερο δίκαιο μποροῦμε νὰ ποῦμε γιὰ τὴν Κυρία Θεοτόκο, ὅτι ἀπὸ γυναίκα ἔγινε ἡ ἀρχὴ τῆς σωτηρίας καὶ ἐξ αἰτίας της ἀναζωοποιούμαστε ὅλοι. Ἔτσι μποροῦμε νὰ προστρέχουμε σ’ αὐτὴν μὲ κάθε θάρρος, σὲ κάθε μας περίπτωση καὶ ἀνάγκη. Καὶ τελικά, γιὰ νὰ κάνεις τὴν προσευχή σου αὐτὴ πιὸ ἐνεργητική, γιὰ νὰ λάβεις ἐκεῖνο ποὺ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεό, πρέπει νὰ ἑτοιμασθεῖς προσωπικὰ μὲ τὴν ἐξομολόγηση καὶ μὲ τὴν μετάληψη τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, διότι αὐτὰ τὰ δυὸ μυστήρια εἶναι σὰν τὰ σωληνάρια, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποία ἔρχεται σέ μᾶς ἀπὸ τὸν Χριστὸ κάθε ἀγαθό.

Δ’. Κατόπιν, ἐξέτασε τὸν ἑαυτό σου γιὰ τὴν νηστεία ποὺ κάνεις -καί, ὅταν λέω νηστεία, ἐννοῶ κάθε εἴδους ἐγκράτεια καὶ ἀποχὴ καὶ φαγητῶν καὶ ποτῶν καὶ ἐνδυμάτων καὶ στρωμάτων καὶ σωματικῶν ἀναπαύσεων, ἡ στέρηση τῶν ὁποίων γίνεται ἢ γιὰ κανόνα καὶ παίδευση τῶν προηγουμένων σου ἁμαρτιῶν ἢ γιὰ προφύλαξη καὶ πρόβλεψη τῶν μελλοντικῶν. Γιατί, ἂν δίνεις στὸ κορμὶ ὅλες τὶς ἀπολαύσεις καὶ ὅλες τὶς ἀναπαύσεις καὶ ἂν ζητᾶς στὸ κρεββάτι κάθε εἴδους μαλακὰ στρώματα καὶ κάθε εἴδους φαγητό στὸ τραπέζι• καὶ ἂν θέλεις νὰ βρίσκεσαι σὲ ὅλες τὶς διασκεδάσεις καὶ σὲ ὅλες τὶς συντροφιὲς τῶν φίλων σου καὶ νὰ χάνεις τὸν καιρό σου σ’ αὐτὲς μὲ κάθε εἴδους ἀργία• καί, γιὰ νὰ μιλήσω σύντομα, ἂν θέλεις νὰ δίνεις κάθε εἴδους θεραπεία στὰ πάθη σου καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγεις κανέναν κίνδυνο, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μὲ ὅλη τὴν προθυμία δὲν ἀπέφευγαν ὅλοι οἱ ἅγιοι• ἂν, λέω, ζητᾶς αὐτά, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ξεριζώσεις τὰ πάθη καὶ τὶς κακὲς ἕξεις ποὺ ἀπέκτησες; «Δένδρο ποὺ ποτίζεται καθημερινὰ, πότε θὰ ξεραθεῖ ἡ ρίζα του; Καὶ δοχεῖο ποὺ καθημερινὰ δέχεται προσθήκη ὑγροῦ, πότε θὰ λιγοστέψει;» σοῦ λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ. Ἔτσι ἂν καὶ σὺ δίνεις στὸ σῶμα τὶς ἀναπαύσεις του, μὲ ποιὰ βάση νομίζεις ὅτι μπορεῖς νὰ διορθωθεῖς; Βέβαια, δὲν μπορεῖς ἄλλο νὰ περιμένεις στὸ τέλος μίας τέτοιας ζωῆς ποὺ ἔζησες μὲ τόσες ἁμαρτίες, παρὰ ἕναν ἀτέλειωτο θάνατο μέσα σὲ ὅλα τὰ κολαστήρια, διότι τέτοια πονηρὴ ζωὴ προξενεῖ καὶ πονηρὸ θάνατο• «Ὁ θάνατος ποὺ προξενεῖ εἶναι θάνατος φοβερός».

Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

 


Ὤχ! Βασανάκια (β)

Μόλις ἀνέβησαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν τόπον τῆς παραδόσεως, καὶ τὰ κοράσια ἐφάνησαν πάλιν διὰ μιᾶς ἐπὶ τῆς ταράτσας. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔμειναν πλέον ὅσα ἦσαν. Ἡ μικρὰ ἀγέλη ηὔξησε ταχέως, καὶ θὰ ἦσαν ὅλα δεκαπέντε ἕως δεκαοκτὼ κοράσια, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Ἦσαν πρῶτον τὸ Μαριὼ καὶ τὸ Λενιὼ καὶ τὸ Κατερινιώ, τὰ τρία κοράσια τῆς οἰκίας. Εἶτα εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὴν πρώτην γειτονικὴν οἰκίαν τὸ Ξενιὼ καὶ τὸ Κουμπώ, δύο ὡραῖαι μελαγχροιναὶ ἀδελφαί, ἡ μία δεκατεσσάρων καὶ ἡ ἄλλη δώδεκα ἐτῶν. Μετ᾽ αὐτὰς ἦλθαν τὸ Φωλιὼ τὸ Βελισάρικο καὶ τὸ Μαχὼ τὸ Πορταρίτικο, ἀπὸ δύο ἄλλας παρακειμένας οἰκίας. Κατόπιν ἦλθαν τὸ Κατινιώ, ἡ παπαδοπούλα, καὶ ἡ Εὐανθία, ἡ καπετανοπούλα, ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς ἐξαδέλφης των, τῆς Μαχῶς, ὅπου εὑρίσκοντο· ὕστερον ἦλθαν τὸ Τσιτσὼ τὸ Ραφτί, καὶ τὸ Ἀσπασὼ τὸ Παναδί, καὶ ἡ Σοφούλα τὸ Μπακιρί, καὶ τελευταῖαι ἦλθαν ἡ Μόρφω, ἡ Σερετούλα, καὶ τὸ Κυρατσὼ καὶ τὸ Ἀσμινιώ, αἱ ἀδελφαί της, καὶ προσετέθησαν εἰς τὰς ἄλλας. Ὅλαι ἢ σχεδὸν ὅλαι ἦσαν ὡραῖα κοράσια μὲ γαλανὰ ὄμματα, μὲ μαῦρα ὄμματα, μὲ βαθέα καὶ ἀμαυρὰ καὶ οἰνωπὰ ὄμματα, μὲ λευκὸν χρῶτα, μὲ μελίχρυσον καὶ χνοάζοντα χρῶτα, μὲ μαύρους καὶ οὔλους βοστρύχους, μὲ μακροὺς καὶ ξανθοὺς καὶ καστανοὺς πλοκάμους, μὲ ἐλαφρὰ βαθουλώματα περὶ τὰς κόγχας τῶν ὀφθαλμῶν, μὲ ὡραῖα λεπτὰ ρόδινα ἢ ἁβρὰ καὶ κοράλλινα χείλη, μὲ κυανιζούσας φλέβας, μὲ χαρίεντας λακκίσκους καὶ γελασίνους ὑπὸ τὰς παρειάς, μὲ ἀναστήματα νεοφύτων κυπαρίσσων, μὲ λευκὰ τουλουπάνια, μὲ λεπτὰ καὶ διαφανῆ ἀλέμια* περὶ τὴν κεφαλήν, μὲ κοντὰ φουστανάκια, μὲ λευκὰς περικνημῖδας, καὶ μὲ συρτὰς ἐμβάδας.

Συνῆλθον ἐκεῖ, ὑψηλὰ εἰς τὴν ταράτσαν, καθὼς τὰ χελιδόνια εἰς τὸν ἄνω πυργίσκον τοῦ μαρμαρίνου κωδωνοστασίου τὸ θέρος, καὶ ὡμίλουν καὶ ἐκελάδουν, καὶ ἐγέλων καὶ ἐτερέτιζον, καὶ συνδιελέγοντο καὶ ἐτιτύβιζον. Ἡ μία ἐπεχείρει νὰ διηγηθῇ κάτι τι, καὶ τὸ ἄφηνε μισόν, διότι ἡ ἄλλη τὴν διέκοπτε δι᾽ ἐρωτήσεων, δι᾽ ἐπιφωνημάτων καὶ διὰ παρατηρήσεων. Ἡ τρίτη ἤρχιζεν ᾆσμα καὶ ἔλεγε μόνον ἕνα στίχον καὶ μισόν· ἡ τετάρτη ἔσυρε τέσσαρα ἢ πέντε βήματα καλαματιανοῦ καὶ ἔπαυε. Ἡ ἄλλη συνέπλεκε κατά τινα τρόπον τοὺς βραχίονας σταυρωτὰ μὲ ἄλλας δύο, καὶ τὰς ἐβίαζε νὰ χορεύσωσι τὴν «καμάρα»* ᾄδουσα ἅμα ἀργῶς καὶ μελῳδικῶς:

«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,

καμάρα χτίζω στὸ γιαλό…»

Καὶ ἡ καμάρα δὲν ἐστέριωνε, καὶ καμμία ἐπιχείρησις δὲν εὐωδοῦτο, καὶ καμμία συνδιάλεξις δὲν ἐλάμβανε πέρας. Δὲν ὑπῆρχεν ἔννοια, δὲν ὑπῆρχε σκέψις καὶ στοχασμὸς καὶ σκοτούρα. Ὄμματα ἔλαμπαν, παρειαὶ ἀνθοῦσαν, χαμόγελα ἀνέτελλαν, ᾄσματα ἐν ψιθυρισμῷ, καὶ αἰσθήματα ἐν ἐμβρύῳ, καὶ βαθεῖαι πνοαὶ καὶ ἐλαφροὶ στεναγμοί, καὶ αὖραι τῆς νεότητος ἐρρίπιζον, ἀέριζον, ἐδρόσιζον, τὰ σώματα καὶ τὰς καρδίας.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

 


Ὤχ! Βασανάκια

Ὁ εἷς τῶν μαθητῶν τῆς Γ´ τάξεως, ὑψηλός, ὀστεώδης, μὲ ζωηρὸν βλέμμα, φαινόμενος νὰ εἶναι τοὐλάχιστον δεκαεξαέτης, δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὴν ταράτσαν ἐκείνην, τὴν ὑψηλήν. Ἕως τότε ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον ὡραῖον κοράσιον, δεκατεσσάρων ἐτῶν, μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιὰ ξέπλεκα ἐφάνη ἐπὶ τῆς ταράτσας. Κατόπιν ἄλλο τῆς αὐτῆς ἡλικίας ἐπίσης μὲ ξανθὰ μαλλιά, καὶ ἓν ἄλλο μὲ μαῦρα μαλλιά. Ὁ μαθητὴς τότε ἐκεῖνος, ὅστις ἔπασχε φαίνεται, ἀπὸ πρώιμον ἔρωτα, ἠκούσθη νὰ ψιθυρίζῃ:

― Ἄχ! βασανάκια, βασανάκια!

Ὁ γείτων του, ὅστις ἐφαίνετο γνωρίζων τὴν ἀδυναμίαν του, κύψας εἰς τὸ οὖς, τοῦ ἐψιθύρισε τὸ ἑξῆς δίστιχον, τὸ ὁποῖον ἴσως αὐτὸς ἢ ἄλλος κανεὶς μεγαλυτέρας ἡλικίας εἶχε συνθέσει:

«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, καὶ σύ, Λενιώ μου, μπέης,

καὶ σύ, μικρὸ Κατερινιώ, κριτὴς γιὰ νὰ μὲ κρένῃς.»

Τὰ τρία κορίτσια ἐγύριζαν, ἐγύριζαν, ἔφερναν βόλτες ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἐπεριπατοῦσαν, ἐστέκοντο, ἐκοίταζαν εἰς τὸν οὐρανόν, συνωμιλοῦσαν, ἔρριπταν ματιὲς πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας τοῦ σχολείου, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί, καὶ δὲν εἶχαν ἡσυχίαν. Οἱ μαθηταὶ ἐξέχασαν καὶ τὸ σχολεῖον, καὶ τὰ βιβλία, καὶ τὸν διδάσκαλον, καὶ αὐτὸν τὸν παπαγάλον, καὶ ἐσηκώθησαν, κ᾽ ἐκινοῦντο, καὶ οἰστρηλατοῦντο εἰς τρόπον ἐπίφοβον. Τὰ τρία βασανάκια, ὡς τὰ ὠνόμαζεν ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος μαθητής, δὲν ἔμειναν ἐπὶ πολλὴν ὥραν μόνα των ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Καὶ ἄλλα κατόπιν των βάσανα, καὶ ἄλλα βασανάκια, ἐφάνησαν πλησίον των. Φαίνεται ὅτι ἡ ταράτσα ἐκείνη ἐχρησίμευεν ὡς συνεντευκτήριον ὅλων τῶν κοριτσιῶν τῆς γειτονιᾶς. Τὸ θέρος, ὅταν ἔπεφτεν ὁ ἥλιος, ἢ τὸν χειμῶνα, ὅταν ἦτο αἰθρία ἡλιοφεγγὴς ἡμέρα, ὡς ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Δεκεμβρίου, τὰ κοράσια ἀνέβαιναν ἐκεῖ, καταβιβάζοντα τὰ λευκὰ τουλουπάνια των ἕως τοὺς ὀφθαλμούς, στρέφοντα τὰ νῶτα πρὸς τὸν ἥλιον, διὰ νὰ μὴ μαυρίσουν. Καὶ ἠκούετο ἐκεῖ ἐπάνω φαιδρὸν λάλημα καὶ εὔθυμος μινυρισμὸς παρθένων, καὶ κελαδήματα ἀνθρωπίνων χελιδόνων μόλις ἔναρθρα, ἀλλ᾽ ὄχι ὀλιγώτερον κενὰ ἐννοίας ἀπὸ τὰ κελαδήματα τῶν πτερωτῶν χελιδόνων τοῦ ἔαρος. Ἦσαν ἤδη ἕξ ἢ ἑπτὰ κοράσια, ἀπὸ δέκα ἕως δεκαπέντε ἐτῶν ἡλικίας, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν.

Ἀλλ᾽ ὅταν ἠκούσθη ὁ βαρὺς δοῦπος τῶν βημάτων τῶν μαθητῶν τῆς Β´ τάξεως, κατερχομένων τὴν κλίμακα, ὡς νὰ τοὺς κατεδίωκον τὰ ἀόρατα φάσματα τῶν εἰς μι ρημάτων καὶ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν μετοχῶν, καὶ αἱ ζῶσαι εἰκόνες τῶν μαυροπινάκων, καὶ οἱ δώδεκα ἢ δεκαπέντε ἐκεῖνοι νέοι ἐξῆλθον θορυβωδῶς τῆς θύρας τοῦ σχολείου, κραυγάζοντες ἐν παρόδῳ ― παπαγάλο! θέλεις καφέ; πρὸς τὸ ἀπτόητον ἐκτοπισμένον πτηνὸν τὸ ὁποῖον τοὺς ἔβλεπεν ἐν μακαρίᾳ ἀπαθείᾳ, κωφεῦον εἰς τὰς παροτρύνσεις των, τότε τὰ εὔθυμα κοράσια ἐκεῖνα ἔγιναν διὰ μιᾶς ἄφαντα ἀπὸ τὴν ταράτσαν. Τοῦτο τὸ ἔκαμαν κάπως ὡς νὰ ἐσπλαγχνίσθησαν τοὺς πτωχοὺς μαθητὰς τῆς Γ´ τάξεως, οἱ ὁποῖοι μετὰ πόνου καὶ σπαραγμοῦ καρδίας θ᾽ ἀνέβαινον εἰς τὴν παράδοσιν, τώρα ὅτε ἦλθεν ἡ σειρά των, ἐνόσῳ τὰ βασανάκια ἐκεῖνα εὑρίσκοντο ἐπὶ τῆς ταράτσας. Οἱ μαθηταὶ ἀνέβησαν τότε μὲ διπλῆν λύπην, διὰ τὴν θετικὴν ταύτην καὶ τὴν ἀρνητικὴν δυστυχίαν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2022

 


Σὰν παιδιὰ δικά Του

«Ὅσοι βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸν Χριστό».

Πόσο μεγάλη ἀλήθεια μᾶς ἐπισημαίνει μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ὁ ἀπόστολος Παῦλος!

Οἱ βαπτισμένοι χριστιανοὶ δὲν φοροῦν τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες του, ἀλλὰ εἶναι ντυμένοι τὸν καινούργιο ἄνθρωπο. Ντύθηκαν τὸν ἴδιο τὸν Χριστό, ποὺ ζεῖ τώρα μέσα στὶς καρδιές τους. Καὶ ἡ λέξη “ντύθηκαν” δὲν ἀναφέρεται σὲ κάποια ἁπλὴ καὶ ἐξωτερικὴ στολή, ἀλλὰ σὲ κάτι βαθύτερο, σὲ κάτι οὐσιαστικὸ καὶ ἀναφαίρετο.

Μὲ τὴν πίστη μας στὸν Χριστὸ καὶ μὲ τὴ βάπτισή μας ντυνόμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστὸ καὶ γινόμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, οἰκητήρια τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ναοὶ τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι καὶ τέλειοι, Θεοὶ κατὰ χάριν. Ὥστε λοιπὸν ρίξαμε ἀπὸ πάνω μας τὴ φθορὰ καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀφθαρσία. Ξεντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τῆς ἁμαρτίας καὶ ντυθήκαμε τὸν ἄνθρωπο τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς χάριτος. Διώξαμε τὸ θάνατο καὶ ντυθήκαμε τὴν ἀθανασία.

Συλλογιστήκαμε ὅμως καὶ τὶς μεγάλες ὑποχρεώσεις, πού, μὲ τὸ βάπτισμά μας, ἀναλάβαμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ; Συνειδητοποιήσαμε ὅτι ὀφείλουμε νὰ συμπεριφερόμαστε σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ σὰν ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μας;

Ὅτι ἔχουμε χρέος νὰ συνταυτίσουμε τὸ δικό μας θέλημα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ;

Ὅτι πρέπει, σὰν παιδιὰ δικά Του, νὰ μένουμε ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν ἁμαρτία;

Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Τὸν ἀγαπᾶμε μ’ ὅλη μας τὴ δύναμη, ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ τῆς καρδιᾶς μας;

Ὅτι ὀφείλουμε νὰ Τὸν λατρεύουμε καὶ νὰ λαχταροῦμε τὴν ἕνωση μαζί Του γιὰ πάντα;

Σκεφτήκαμε, ἄραγε, ὅτι ἡ καρδιά μας πρέπει νά ‘ναι πλημμυρισμένη ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ὥστε αὐτὴ νὰ ξεχύνεται καὶ στὸν πλησίον μας;

Ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι ὀφείλουμε νὰ γίνουμε ἅγιοι καὶ τέλειοι καὶ εἰκόνες τοῦ Θεοῦ καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν;

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἔχουμε χρέος ν’ ἀγωνιστοῦμε, ὥστε νὰ μὴ φανοῦμε ἀνάξιοι στὸ κάλεσμα ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ Θεὸς καὶ ἀποδοκιμαστοῦμε.

Ναί, ἀδελφοί μου, ἂς παλέψουμε μὲ ζῆλο καὶ αὐταπάρνηση γιὰ νὰ νικήσουμε.

Κανείς μας ἂς μὴ χάσει τὸ θάρρος του, ἂς μὴν ἀμελήσει, ἂς μὴ δειλιάσει, ἂς μὴν πτοηθεῖ μπροστὰ στὰ σκάμματα τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα. Γιατὶ ἔχουμε βοηθὸ τὸν Θεό, ποὺ μᾶς δυναμώνει στὸν δύσκολο δρόμο τῆς ἀρετῆς.

Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2022

 


Ἡ Μετάνοια (β)

2) Ἔκτασις τῆς μετανοίας. Ἡ μετάνοια, εἴδομεν, ὅτι περιλαμβάνει ὅλον τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ Χριστοῦ, διότι ἤρχισεν ἀπό τοὺς πρωτοπλάστους καὶ θὰ συνεχισθῇ ἡ φωνὴ της μέχρι τέλους τοῦ κόσμου. Ὅλος ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νὰ εἶναι μία διαρκὴς μετάνοια. Ἐν τούτοις ἄλλοι ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀρχίζουν ἀλλὰ δὲν συνεχίζουν τὴν μετάνοιαν καὶ ἄλλοι ἀναβάλλουν ταύτην διὰ τὸ τέλος τοῦ βίου των. Οὕτω περιορίζουν πολὺ τὴν ἔκτασίν της. Πόσον ἀνόητοι εἶναι καὶ οἱ δύο! Καὶ εἶναι μὲν ἀνόητοι οἱ πρῶτοι οἱ ἀρχίζοντες ἀλλὰ μὴ συνεχίζοντες τὴν μετάνοιαν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ὁμοιάζει πρὸς ἓν δωμάτιον, σπίτι, ντουλάπι. Τὸ δωμάτιον, τὸ σπίτι, τὸ ντουλάπι δὲν πρέπει νὰ ξεκλειδωθοῦν μία φορὰ μόνον. Πρέπει τακτικὰ νὰ ἀνοίγωνται, ἡλιάζωνται, ἀερίζωνται, καθαρίζωνται.

Ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ ἀνοίγεται διὰ τῆς περισυλλογῆς καὶ αὐτοκριτικῆς, νὰ ἡλιάζεται διὰ τῆς προσευχῆς, ἀφήνουσα νὰ εἰσέλθῃ μέσα της ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, ὁ Χριστός, νὰ ἀερίζεται καὶ καθαρίζεται διὰ τῆς τακτικῆς ἐξομολογήσεως. Ὅπως τὸ δωμάτιον εἶναι ὑγιεινόν, ὅταν οὐχὶ ἅπαξ ἀλλὰ πολλάκις ἀνοιχθῇ, ἡλιασθῇ, καθαρισθῇ, κατὰ παρόμοιον τρόπον καὶ ἡ ψυχὴ εἶναι ὑγιής, ὅταν τακτικὰ περισυλλέγεται, ἐξομολογεῖται καὶ ἀερίζεται, διότι καὶ τακτικὰ σκονίζεται.

Εἶναι ἀνόητοι οἱ δεύτεροι, οἱ ἀναβάλλοντες τὴν μετάνοιαν διὰ τοὺς ἑξῆς λόγους. Εἶναι γνωστόν, ὅτι δύο εἶναι αἱ μεγάλαι ἁλυσίδες, αἱ ὁποῖαι δένουν τὴν ψυχήν. Ἡ ἡδονὴ καὶ ἡ συνήθεια. Ὅσον πολυχρόνιος εἶναι ἡ συνήθεια τοῦ κακοῦ, τόσον μεγάλη εἶναι καὶ ἡ ἁλυσίδα τῆς κακίας μὲ τὴν ὁποίαν δένεται ἡ ψυχὴ εἰς τὸ κακόν. Ἂν μαζὶ μὲ τὴν συνήθειαν γίνῃ πολυχρόνιος καὶ ἡ ἡδονή, αἱ δύο ἁλυσίδες τοῦ κακοῦ γίνονται βαρύτεραι. Ὅταν λοιπὸν ἡ μετάνοια ἀναβληθῇ διὰ τὸ τέλος τοῦ βίου μας, ἡ ἁμαρτία λόγῳ τῆς μακρᾶς συνηθείας καὶ μακρᾶς ἡδονῆς δένει ὀπισθάγκωνα τὴν ψυχὴν καὶ δύσκολα ἀφήνει αὐτὴν νὰ μετανοήσῃ. Ἐνωρίτερον εἶναι εὐκολώτερόν τις νὰ μετανοήσῃ. Πλὴν αὐτοῦ. Ἡ μετάνοια δὲν εἶναι ἔργον μόνον ἴδικόν μας ἀλλὰ καὶ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ. Τώρα ποὺ σοῦ δίδει ὁ Θεὸς τὸ δῶρον του, δὲν πρέπει νὰ τὸ περιφρονήσῃς. Ἴσως ἀργότερα νὰ ζητήσῃς τὸ δῶρον αὐτὸ καὶ νὰ μὴ σοῦ τὸ δώσῃ ὁ Θεός, διότι ὅπως σὲ καλεῖ τώρα ὁ Θεὸς καὶ δὲν ἀκούεις, ἔχει δικαίωμα καὶ δίκαιον θὰ ἔχῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸν καλῇς καὶ σὺ ἀργότερα καὶ νὰ μὴ σὲ ἀκούῃ. Ἀφοῦ δικαίωμα ἔχεις σὺ νὰ σὲ καλῇ ὁ Θεὸς καὶ νὰ μὴ ἀκούῃς, περισσότερον δικαίωμα καὶ δίκαιον ἔχει ὁ Θεὸς νὰ τὸν καλῇς καὶ νὰ μὴ σὲ ἀκούῃ, διότι σὺ ἔκαμες τὴν ἀρχὴν καὶ εἶσαι μικρότερος ἀπὸ Αὐτόν.

Ποτὲ μὴ λησμονῶμεν τὸ παράδειγμα τοῦ Ἰούδα, ὁ ὁποῖος «μεταμεληθεὶς ἀπήγξατο». Ἡ μετάνοιά του ὡδήγησεν αὐτὸν εἰς αὐτοκτονίαν, διότι ἐπόνεσε μὲν διὰ τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον ἔκαμεν, ἀλλὰ ἔχασε τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν. Ἀλλὰ ἐκτὸς αὐτῶν. Γνωρίζεις ὅτι θὰ γηράσῃς ὥστε νὰ μετανοήσῃς; Πόσοι ἀποθνήσκουσι καθημερινῶς αἰφνιδίως! Ὁ ἕνας ἀπέθανε ἐνῶ ἔτρωγε, ὁ ἄλλος ἐνῶ ἔπινε, ὁ τρίτος ἐνῶ ἐκοιμᾶτο, ἄλλος εἰς μικρὰν νεαρὰν ἡλικίαν, ὁ ἄλλος εἰς ἀνδρικὴν ἡλικίαν. Πρέπει λοιπὸν νὰ μετανοῶμεν πάντοτε διότι διαρκῶς ἁμαρτάνομεν.

Χαρακτηριστικὸν παράδειγμα τοῦ ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀναβάλωμεν τὴν μετάνοιάν μας εἶναι τὸ ἑξῆς γεγονός. Ὁ Ἕλλην στρατηγὸς Φοιβίδας διασκέδαζεν ἑσπέραν τινὰ ἐν Θήβαις μετὰ φίλων του. Κατὰ τὴν διασκέδασιν ταύτην ἦλθεν ἄνθρωπός τις καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν ἐπιστολὴν μὲ τὴν παράκλησιν, ὅπως ἀναγνώσῃ αὐτὴν ἀμέσως, διότι εἶναι σοβαρὸν τὸ περιεχόμενόν της. Ἐκεῖνος ὅμως μεθυσμένος ἀνέβαλεν τὴν ἀνάγνωσίν της διὰ τὴν πρωΐαν, εἰπὼν «ἐς αὔριον τὰ σπουδαῖα». Τὴν νύκτα ὅμως ἐκείνην ἐδολοφονήθη! Ἡ ἐπιστολὴ τὴν δολοφονίαν ταύτην προειδοποίει. Ἀνέβαλε τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐπιστολῆς καὶ κατεστράφη. Ἂς μὴ ἀναβάλωμεν καὶ ἡμεῖς τὴν μετάνοιάν μας, τὸ σπουδαῖον τοῦτο ζήτημα δι’ αὔριον, διότι δὲν γνωρίζομεν, ἂν θὰ ζήσωμεν.

Ἀφοῦ ἔχει τόσον βάθος, τόσην ἔκτασιν ὡς καὶ ὠφελιμότητα, ἡ μετάνοια ἂς μετανοῶμεν καὶ ἂς ζῶμεν πάντοτε ἐν μετανοίᾳ. Ἀμήν!

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος

Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

 


Ἡ Μετάνοια (α)

Ἐρωτᾶται: Τί εἶναι μετάνοια; Μετάνοια εἶναι κατὰ λέξιν μεταβολὴ νοῦ, νοοτροπίας, ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ μετάνοια εἶναι οὕτω ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἐκήρυξαν, ἔζησαν καὶ ἐν μετανοίᾳ ἀπέθανον οἱ πατέρες τῆς ἐκκλησίας καὶ οἱ ἀσκηταὶ τῆς ἐρήμου. Ἑπομένως ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλον βάθος, διότι ἔχει λόγον, ζωὴν καὶ θάνατον τῶν ἡρωϊκωτέρων ἀνθρώπων. Ἡ μετάνοια δὲν ἔχει μόνον μεγάλον βάθος ἀλλὰ καὶ μεγάλην ἔκτασιν, διότι μετάνοια εἶναι ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς πρωτοπλάστους «Ἀδὰμ ποῦ εἶ;» καὶ ὁ μέχρι τέλους τοῦ κόσμου ἀκουόμενος λόγος πρὸς τοὺς ἁμαρτωλούς. Εἶναι ὁ πρῶτος καὶ τελευταῖος λόγος τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Προδρόμου, διότι διὰ μετανοίας ἤρχισαν τὸ κήρυγμά των καὶ ἐστεφάνωσαν τὸ τέλος τοῦ βίου των. Χάριν τοῦ κηρύγματος τούτου ἀπεκεφαλίσθη ὁ Πρόδρομος καὶ τὴν μετάνοιαν τοῦ ληστοῦ εἶδεν ὁ Χριστὸς ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ὁποία ἔκτασις!

Ἂς ἴδωμεν λοιπὸν τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκτασιν τῆς μετανοίας καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μας.

1) Βάθος μετανοίας. Μετάνοια εἶναι, ὡς εἴπομεν, ἀλλαγὴ νοῦ, νοοτροπίας ζωῆς ἀπομάκρυνσις ἀπό τῆς ἁμαρτίας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι τὸ βαθύτερον καὶ χειρότερον πρᾶγμα. Ἑπομένως ἡ μετάνοια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν, εἶναι τὸ βαθύτερον καὶ ὡραιότερον πρᾶγμα. Καὶ πράγματι ! Ἡ ἁμαρτία εἶναι τόσον βαθεῖα καὶ κακή, ὥστε αὕτη δηλητηριάζει τὴν καρδίαν, σκοτίζει τὸν νοῦν καὶ τσακίζει τὴν θέλησιν. Πόσον δηλητηριάζει ἡ ἁμαρτία τὴν καρδίαν, φαίνεται ἀπὸ τὰ ἀλλόκοτα συναισθήματα, τὰ ὁποῖα ἔχει ὁ ἁμαρτωλός. Εἶναι χαιρέκακος, ζηλότυπος, φιλήδονος, ἐγωιστὴς κ.λπ. Ὡς χαιρέκακος αἰσθάνεται τόσην χαρὰν διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἐχθροῦ του, ὥστε ἀνάβει ὅλος ἀπὸ ἐνθουσιασμὸν διὰ τὴν δυστυχίαν τοῦ ἄλλου! Ὡς ζηλότυπος αἰσθάνεται τόσην λύπην διὰ τὴν πρόοδον τῶν φίλων καὶ τῶν ἐχθρῶν του, ὥστε ἐνῶ μὲ τὴν ζήλεια του τηγανίζεται ψυχικῶς καὶ σωματικῶς, μένει ἀναίσθητος εἰς τὸ τηγάνισμα αὐτό! Τὸ αὐτὸ ἄναμμα καὶ τηγάνισμα δοκιμάζει ὁ ἁμαρτωλὸς χωρὶς νὰ τὸ αἰσθάνεται καὶ εἰς τὰ ἄλλα πάθη φιληδονίας, ἐγωισμοῦ κ.λπ.

Ἡ ἁμαρτία σκοτίζει καὶ τὸν νοῦν. Εἶναι τόσον τὸ σκότος τὸ ὁποῖον ἔχει ὁ φιλήδονος, ὁ ζηλότυπος, ὁ πλεονέκτης, ὁ ἐγωιστὴς εἰς τὸν νοῦν, ὥστε εἶναι δυνατὸν νὰ γνωρίζῃ ὅλην τὴν σοφίαν καὶ τὰς γλώσσας τοῦ κόσμου, νὰ ἔχῃ φθάσῃ εἰς βαθὺ γῆρας ἔχων μεγάλην πεῖραν καὶ ὅμως νὰ μὴ βλέπῃ ἀπὸ τὴν φιληδονίαν του, τὴν φιλοχρηματίαν του καὶ τὰ λοιπά του πάθη οὔτε συγγένειαν, οὔτε φιλίαν, οὔτε ἄνθρωπον, οὔτε Θεόν, οὔτε σῶμα, οὔτε ψυχήν. Ἡ ἁμαρτία τσακίζει τὸ ὡραιότερον ἀγαθόν μας, τὴν θέλησιν. Τσακίζει τόσον πολὺ τὴν θέλησιν, ὥστε ἐὰν καμμιὰ φορὰ ὁ ἁμαρτωλὸς ἔχῃ ἀναλαμπὰς νηφαλιότητος καὶ βλέπει τὴν καταστροφήν του, τὸ κακόν του δὲν δύναται νὰ συγκρατηθῇ ὁ φιλήδονος εἰς τὴν ἡδονήν, ὁ χαιρέκακος εἰς τὴν χαράν του καὶ ὁ ζηλότυπος εἰς τὰς λύπας του διὰ τὰ καλὰ καὶ κακὰ τοῦ ἄλλου. Δὲν ὑπάρχει λοιπὸν βαθύτερον καὶ χειρότερον πρᾶγμα ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βαθύτερον καὶ ὡραιότερον ἀπὸ τὴν μετάνοιαν, τὴν μεταβολὴν τῆς ἁμαρτωλῆς μας νοοτροπίας. Καὶ εἶναι ἡ μετάνοια αὕτη βαθεῖα, διότι διὰ νὰ ἐκριζώσῃ αὕτη τὴν ἁμαρτίαν πρέπει νὰ εἶναι βαθυτέρα ταύτης. Πῶς θὰ ἐκριζώσῃ τις ἕνα δένδρον, ἂν ἡ ἀξίνη δὲν φθάσῃ μέχρι τῶν ριζῶν τοῦ δένδρου καὶ κάτω αὐτῶν; Δένδρον εἶναι ἡ ἁμαρτία μὲ ρίζας βαθείας, ὅπως εἴδομεν, καὶ ἀξίνη εἶναι ἡ μετάνοια.

Ἄλλα ἡ μετάνοια εἶναι καὶ ὡραία ! Καὶ πράγματι! Τί ὡραιότερον καὶ βαθύτερον ὅταν διὰ τῆς μετανοίας διορθώσῃ ὁ ἄνθρωπος καρδίαν, νοῦν καὶ θέλησιν! Πόσον ὡραῖον καὶ βαθὺ εἶναι, ὅταν ἡ καρδία ἀπηλλαγμένη διὰ τῆς μετανοίας ἀπὸ τὴν χαιρεκακίαν, λυπεῖται διὰ τὰς συμφορὰς τῶν ἄλλων, ὅταν ἀπηλλαγμένη ἀπὸ τὴν ζηλοτυπίαν, χαίρῃ ὅταν οἱ ἄλλοι χαίρουν καὶ λυπῆται, ὅταν οἱ ἄλλοι λυποῦνται! Πόσον βαθὺ καὶ ὡραῖον εἶναι, ὅταν ὁ φιλήδονος ἄνθρωπος διὰ τῆς μετανοίας ἀποβάλῃ τὰς αἰσχρότητας καὶ πληρωθῇ ἁγνότητος! Πόσον βαθεῖς καὶ ὠραῖαι εἶναι αἱ σκέψεις τοῦ ἐν ἁγνότητι, ἀφιλαργυρίᾳ καὶ λοιπῇ μετανοίᾳ εὑρισκομένου! Εἶναι δυνατὸν ὁ τοιοῦτος νὰ εἶναι ἀγράμματος, ἐν μικρᾷ ἡλικίᾳ καὶ ὅμως αἱ σκέψεις του νὰ εἶναι ὡραιόταται καὶ βαθύταται. Ἡ δὲ θέλησις τοῦ μετανοοῦντος ἔχει τόσην δύναμιν, ὥστε ἐκεῖνο τὸ πάθος, τὸ ὁποῖον ἐθεώρει ἀκατόρθωτον βουνὸν ἐνώπιόν του, μὲ τὴν ἐνίσχυσιν τῆς θελήσεώς του ὑπὸ τῆς μετανοίας, θεωρεῖ τώρα ὡς παιγνίδι. Ἀποστρέφεται μὲ φρίκην τώρα ἐκεῖνο τὸ πάθος τὸ ὁποῖον πρὶν ἀγκάλιαζε μὲ λαχτάρα. Τὰ τσακισμένα πόδια τῆς θελήσεως εἶναι ρίζες βουνῶν! Πόσον ὡραῖα καὶ βαθεῖα ἡ μετάνοια, ἀφοῦ φθάνῃ εἰς τόσον βάθος καὶ εἰς τόσον ὕψος! Ἡ μετάνοια ὅμως ἔχει καὶ ἔκτασιν.

Ἀρχιμ. Ἰωὴλ Γιαννακόπουλος

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2022

 


Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ κοινοῦ!

Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».

Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.

Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.

Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:

- Nous excitons la curiosité du public.

Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.

Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.

Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.

Συλλογίζομαι ὅλα αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:

- Nous excitons la curiosité du public.

Παῦλος Νιρβάνας