Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

 


Ὤχ! Βασανάκια

Ὁ εἷς τῶν μαθητῶν τῆς Γ´ τάξεως, ὑψηλός, ὀστεώδης, μὲ ζωηρὸν βλέμμα, φαινόμενος νὰ εἶναι τοὐλάχιστον δεκαεξαέτης, δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὴν ταράτσαν ἐκείνην, τὴν ὑψηλήν. Ἕως τότε ψυχὴ δὲν ἐφαίνετο ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἀλλὰ μετ᾽ ὀλίγον ὡραῖον κοράσιον, δεκατεσσάρων ἐτῶν, μὲ τὰ ξανθὰ μαλλιὰ ξέπλεκα ἐφάνη ἐπὶ τῆς ταράτσας. Κατόπιν ἄλλο τῆς αὐτῆς ἡλικίας ἐπίσης μὲ ξανθὰ μαλλιά, καὶ ἓν ἄλλο μὲ μαῦρα μαλλιά. Ὁ μαθητὴς τότε ἐκεῖνος, ὅστις ἔπασχε φαίνεται, ἀπὸ πρώιμον ἔρωτα, ἠκούσθη νὰ ψιθυρίζῃ:

― Ἄχ! βασανάκια, βασανάκια!

Ὁ γείτων του, ὅστις ἐφαίνετο γνωρίζων τὴν ἀδυναμίαν του, κύψας εἰς τὸ οὖς, τοῦ ἐψιθύρισε τὸ ἑξῆς δίστιχον, τὸ ὁποῖον ἴσως αὐτὸς ἢ ἄλλος κανεὶς μεγαλυτέρας ἡλικίας εἶχε συνθέσει:

«Γίνε, Μαριώ μου, βόιβοδας, καὶ σύ, Λενιώ μου, μπέης,

καὶ σύ, μικρὸ Κατερινιώ, κριτὴς γιὰ νὰ μὲ κρένῃς.»

Τὰ τρία κορίτσια ἐγύριζαν, ἐγύριζαν, ἔφερναν βόλτες ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν, ἐπεριπατοῦσαν, ἐστέκοντο, ἐκοίταζαν εἰς τὸν οὐρανόν, συνωμιλοῦσαν, ἔρριπταν ματιὲς πρὸς τὸ μέρος τῆς θύρας τοῦ σχολείου, ὅπου ἦσαν οἱ μαθηταί, καὶ δὲν εἶχαν ἡσυχίαν. Οἱ μαθηταὶ ἐξέχασαν καὶ τὸ σχολεῖον, καὶ τὰ βιβλία, καὶ τὸν διδάσκαλον, καὶ αὐτὸν τὸν παπαγάλον, καὶ ἐσηκώθησαν, κ᾽ ἐκινοῦντο, καὶ οἰστρηλατοῦντο εἰς τρόπον ἐπίφοβον. Τὰ τρία βασανάκια, ὡς τὰ ὠνόμαζεν ὁ πτωχὸς ἐκεῖνος μαθητής, δὲν ἔμειναν ἐπὶ πολλὴν ὥραν μόνα των ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Καὶ ἄλλα κατόπιν των βάσανα, καὶ ἄλλα βασανάκια, ἐφάνησαν πλησίον των. Φαίνεται ὅτι ἡ ταράτσα ἐκείνη ἐχρησίμευεν ὡς συνεντευκτήριον ὅλων τῶν κοριτσιῶν τῆς γειτονιᾶς. Τὸ θέρος, ὅταν ἔπεφτεν ὁ ἥλιος, ἢ τὸν χειμῶνα, ὅταν ἦτο αἰθρία ἡλιοφεγγὴς ἡμέρα, ὡς ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Δεκεμβρίου, τὰ κοράσια ἀνέβαιναν ἐκεῖ, καταβιβάζοντα τὰ λευκὰ τουλουπάνια των ἕως τοὺς ὀφθαλμούς, στρέφοντα τὰ νῶτα πρὸς τὸν ἥλιον, διὰ νὰ μὴ μαυρίσουν. Καὶ ἠκούετο ἐκεῖ ἐπάνω φαιδρὸν λάλημα καὶ εὔθυμος μινυρισμὸς παρθένων, καὶ κελαδήματα ἀνθρωπίνων χελιδόνων μόλις ἔναρθρα, ἀλλ᾽ ὄχι ὀλιγώτερον κενὰ ἐννοίας ἀπὸ τὰ κελαδήματα τῶν πτερωτῶν χελιδόνων τοῦ ἔαρος. Ἦσαν ἤδη ἕξ ἢ ἑπτὰ κοράσια, ἀπὸ δέκα ἕως δεκαπέντε ἐτῶν ἡλικίας, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν.

Ἀλλ᾽ ὅταν ἠκούσθη ὁ βαρὺς δοῦπος τῶν βημάτων τῶν μαθητῶν τῆς Β´ τάξεως, κατερχομένων τὴν κλίμακα, ὡς νὰ τοὺς κατεδίωκον τὰ ἀόρατα φάσματα τῶν εἰς μι ρημάτων καὶ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν μετοχῶν, καὶ αἱ ζῶσαι εἰκόνες τῶν μαυροπινάκων, καὶ οἱ δώδεκα ἢ δεκαπέντε ἐκεῖνοι νέοι ἐξῆλθον θορυβωδῶς τῆς θύρας τοῦ σχολείου, κραυγάζοντες ἐν παρόδῳ ― παπαγάλο! θέλεις καφέ; πρὸς τὸ ἀπτόητον ἐκτοπισμένον πτηνὸν τὸ ὁποῖον τοὺς ἔβλεπεν ἐν μακαρίᾳ ἀπαθείᾳ, κωφεῦον εἰς τὰς παροτρύνσεις των, τότε τὰ εὔθυμα κοράσια ἐκεῖνα ἔγιναν διὰ μιᾶς ἄφαντα ἀπὸ τὴν ταράτσαν. Τοῦτο τὸ ἔκαμαν κάπως ὡς νὰ ἐσπλαγχνίσθησαν τοὺς πτωχοὺς μαθητὰς τῆς Γ´ τάξεως, οἱ ὁποῖοι μετὰ πόνου καὶ σπαραγμοῦ καρδίας θ᾽ ἀνέβαινον εἰς τὴν παράδοσιν, τώρα ὅτε ἦλθεν ἡ σειρά των, ἐνόσῳ τὰ βασανάκια ἐκεῖνα εὑρίσκοντο ἐπὶ τῆς ταράτσας. Οἱ μαθηταὶ ἀνέβησαν τότε μὲ διπλῆν λύπην, διὰ τὴν θετικὴν ταύτην καὶ τὴν ἀρνητικὴν δυστυχίαν.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου