Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

 


Ὤχ! Βασανάκια (β)

Μόλις ἀνέβησαν οἱ μαθηταὶ εἰς τὸν τόπον τῆς παραδόσεως, καὶ τὰ κοράσια ἐφάνησαν πάλιν διὰ μιᾶς ἐπὶ τῆς ταράτσας. Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔμειναν πλέον ὅσα ἦσαν. Ἡ μικρὰ ἀγέλη ηὔξησε ταχέως, καὶ θὰ ἦσαν ὅλα δεκαπέντε ἕως δεκαοκτὼ κοράσια, ἐπάνω εἰς τὴν ταράτσαν. Ἦσαν πρῶτον τὸ Μαριὼ καὶ τὸ Λενιὼ καὶ τὸ Κατερινιώ, τὰ τρία κοράσια τῆς οἰκίας. Εἶτα εἶχον ἔλθει ἀπὸ τὴν πρώτην γειτονικὴν οἰκίαν τὸ Ξενιὼ καὶ τὸ Κουμπώ, δύο ὡραῖαι μελαγχροιναὶ ἀδελφαί, ἡ μία δεκατεσσάρων καὶ ἡ ἄλλη δώδεκα ἐτῶν. Μετ᾽ αὐτὰς ἦλθαν τὸ Φωλιὼ τὸ Βελισάρικο καὶ τὸ Μαχὼ τὸ Πορταρίτικο, ἀπὸ δύο ἄλλας παρακειμένας οἰκίας. Κατόπιν ἦλθαν τὸ Κατινιώ, ἡ παπαδοπούλα, καὶ ἡ Εὐανθία, ἡ καπετανοπούλα, ἀπὸ τὴν οἰκίαν τῆς ἐξαδέλφης των, τῆς Μαχῶς, ὅπου εὑρίσκοντο· ὕστερον ἦλθαν τὸ Τσιτσὼ τὸ Ραφτί, καὶ τὸ Ἀσπασὼ τὸ Παναδί, καὶ ἡ Σοφούλα τὸ Μπακιρί, καὶ τελευταῖαι ἦλθαν ἡ Μόρφω, ἡ Σερετούλα, καὶ τὸ Κυρατσὼ καὶ τὸ Ἀσμινιώ, αἱ ἀδελφαί της, καὶ προσετέθησαν εἰς τὰς ἄλλας. Ὅλαι ἢ σχεδὸν ὅλαι ἦσαν ὡραῖα κοράσια μὲ γαλανὰ ὄμματα, μὲ μαῦρα ὄμματα, μὲ βαθέα καὶ ἀμαυρὰ καὶ οἰνωπὰ ὄμματα, μὲ λευκὸν χρῶτα, μὲ μελίχρυσον καὶ χνοάζοντα χρῶτα, μὲ μαύρους καὶ οὔλους βοστρύχους, μὲ μακροὺς καὶ ξανθοὺς καὶ καστανοὺς πλοκάμους, μὲ ἐλαφρὰ βαθουλώματα περὶ τὰς κόγχας τῶν ὀφθαλμῶν, μὲ ὡραῖα λεπτὰ ρόδινα ἢ ἁβρὰ καὶ κοράλλινα χείλη, μὲ κυανιζούσας φλέβας, μὲ χαρίεντας λακκίσκους καὶ γελασίνους ὑπὸ τὰς παρειάς, μὲ ἀναστήματα νεοφύτων κυπαρίσσων, μὲ λευκὰ τουλουπάνια, μὲ λεπτὰ καὶ διαφανῆ ἀλέμια* περὶ τὴν κεφαλήν, μὲ κοντὰ φουστανάκια, μὲ λευκὰς περικνημῖδας, καὶ μὲ συρτὰς ἐμβάδας.

Συνῆλθον ἐκεῖ, ὑψηλὰ εἰς τὴν ταράτσαν, καθὼς τὰ χελιδόνια εἰς τὸν ἄνω πυργίσκον τοῦ μαρμαρίνου κωδωνοστασίου τὸ θέρος, καὶ ὡμίλουν καὶ ἐκελάδουν, καὶ ἐγέλων καὶ ἐτερέτιζον, καὶ συνδιελέγοντο καὶ ἐτιτύβιζον. Ἡ μία ἐπεχείρει νὰ διηγηθῇ κάτι τι, καὶ τὸ ἄφηνε μισόν, διότι ἡ ἄλλη τὴν διέκοπτε δι᾽ ἐρωτήσεων, δι᾽ ἐπιφωνημάτων καὶ διὰ παρατηρήσεων. Ἡ τρίτη ἤρχιζεν ᾆσμα καὶ ἔλεγε μόνον ἕνα στίχον καὶ μισόν· ἡ τετάρτη ἔσυρε τέσσαρα ἢ πέντε βήματα καλαματιανοῦ καὶ ἔπαυε. Ἡ ἄλλη συνέπλεκε κατά τινα τρόπον τοὺς βραχίονας σταυρωτὰ μὲ ἄλλας δύο, καὶ τὰς ἐβίαζε νὰ χορεύσωσι τὴν «καμάρα»* ᾄδουσα ἅμα ἀργῶς καὶ μελῳδικῶς:

«Καμάρα χτί, καμάρα χτί,

καμάρα χτίζω στὸ γιαλό…»

Καὶ ἡ καμάρα δὲν ἐστέριωνε, καὶ καμμία ἐπιχείρησις δὲν εὐωδοῦτο, καὶ καμμία συνδιάλεξις δὲν ἐλάμβανε πέρας. Δὲν ὑπῆρχεν ἔννοια, δὲν ὑπῆρχε σκέψις καὶ στοχασμὸς καὶ σκοτούρα. Ὄμματα ἔλαμπαν, παρειαὶ ἀνθοῦσαν, χαμόγελα ἀνέτελλαν, ᾄσματα ἐν ψιθυρισμῷ, καὶ αἰσθήματα ἐν ἐμβρύῳ, καὶ βαθεῖαι πνοαὶ καὶ ἐλαφροὶ στεναγμοί, καὶ αὖραι τῆς νεότητος ἐρρίπιζον, ἀέριζον, ἐδρόσιζον, τὰ σώματα καὶ τὰς καρδίας.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου