Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014


Ὁ Μακρυγιάννηςκαὶ ὁ Ἀχιλλέας
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικούς της ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντας τὸν ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος».

Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014


Περὶ νοημοσύνης
Ἡ ἀνθρώπινη λογική, ἡ κοινή λογική, δὲν εἶναι ἀρκετή γιὰ νὰ ζήσουμε σωστά. Ἄν ἐμπιστευθοῦμε μόνο τὴ νοημοσύνη μας, ὁ Θεός μᾶς "ἐγκαταλείπει" : "Βγάλτε τα πέρα μόνοι σας, ἀφοῦ τὰ ξέρετε ὅλα". Ἄν θέλουμε νὰ Τὸν ἀκολουθήσουμε καὶ νὰ συμμορφωθοῦμε μὲ κάποιον λόγο, ἀκόμη κι ἄν αὐτός μᾶς φαίνεται ἐκ πρώτης ὄψεως ὅτι εἶναι ἀντίθετος στὴν κοινή λογική, ἄν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σ' Αὐτόν, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός θὰ τακτοποιήσει τὰ πράγματα μὲ ἕναν τρόπο θετικό γιὰ μᾶς. Ἔτσι, θὰ εἶναι φρόνιμο νὰ μὴν ἔχουμε ὑπερβολική ἐμπιστοσύνη στὴ δική μας νοημοσύνη. Τὸ μυστήριο τῆς ὑπακοῆς εἶναι ἀληθινά μιὰ πλευρά ἀπό τὶς πιὸ σοβαρές, γιατί ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ φθάσουμε στὴ σωτηρία μας, ὄντως ἕτοιμοι, ὅπως λέει ἡ προσευχή, νὰ λέμε: "Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου".

Γέρων Σωφρόνιος

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014


Τὸ μεγάλο φάρμακο
Ὅταν δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στή μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια. δέν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας, τό στομάχι. Σοῦ λένε: «Γιά νά εἶσαι ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἄν ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο εἶναι νά ἐπιδοθεῖ κανείς στήν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει.
Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό.. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.

Ἅγιος Πορφύριος

Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014


Χριστιανικὴ εὐγένεια
Οἱ χριστιανοὶ ἔχουν χρέος, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, νὰ γίνουν ἅγιοι καὶ τέλειοι. Ἡ τελειότητα καὶ ἡ ἁγιότητα χαράσσονται πρῶτα βαθιὰ στὴν ψυχὴ τοῦ χριστιανοῦ, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ τυπώνονται καὶ στὶς σκέψεις του, στὶς ἐπιθυμίες του, στὰ λόγια του, στὶς πράξεις του. Ἔτσι, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει στὴν ψυχή, ξεχύνεται καὶ σ᾿ ὅλο τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτήρα.
Ὁ χριστιανὸς ὀφείλει νὰ εἶναι εὐγενικός με ὅλους. Τὰ λόγια καὶ τὰ ἔργα του νὰ ἀποπνέουν τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ κατοικεῖ στὴν ψυχή του, ὥστε νὰ μαρτυρεῖται ἡ χριστιανική του πολιτεία καὶ νὰ δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.
Ὅποιος εἶναι μετρημένος στὰ λόγια, εἶναι μετρημένος καὶ στὰ ἔργα. Ὅποιος ἐξετάζει τὰ λόγια ποὺ πρόκειται νὰ πεῖ, ἐξετάζει καὶ τὶς πράξεις ποὺ πρόκειται νὰ ἐκτελέσει, καὶ ποτέ του δὲν θὰ ὑπερβεῖ τὰ ὅρια τῆς καλῆς καὶ ἐνάρετης συμπεριφορᾶς.
Τὰ χαριτωμένα λόγια τοῦ χριστιανοῦ χαρακτηρίζονται ἀπὸ λεπτότητα καὶ εὐγένεια. Αὐτὰ εἶναι ποὺ γεννοῦν τὴν ἀγάπη, φέρνουν τὴν εἰρήνη καὶ τὴ χαρά. Ἀντίθετα, ἡ ἀργολογία γεννάει μίση, ἔχθρες, θλίψεις, φιλονικίες, ταραχὲς καὶ πολέμους.
Ἂς εἴμαστε λοιπὸν πάντοτε εὐγενικοί. Ποτὲ ἀπὸ τὰ χείλη μας νὰ μὴ βγεῖ λόγος κακός, λόγος ποὺ δὲν εἶναι ἁλατισμένος μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ πάντοτε λόγοι χαριτωμένοι, λόγοι ἀγαθοί, λόγοι ποὺ μαρτυροῦν τὴν κατὰ Χριστὸν εὐγένεια καὶ τὴν ψυχική μας καλλιέργεια.

Ἅγιος Νεκτάριος

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014


Οἱ καθυστερημένοι
Οἱ ἄνθρωποι καταντήσανε σὰν ἄδεια κανάτια, καὶ προσπαθοῦν νὰ γεμίσουν τὸν ἑαυτό τους, ρίχνοντας μέσα ἕνα σωρὸ σκουπίδια, μπάλλες, ἐκθέσεις μὲ τερατουργήματα, ὁμιλίες καὶ ἀερολογίες, καλλιστεῖα, ποὺ μετριέται ἡ ἐμορφιὰ μὲ τὴ μεζούρα, καρνάβαλους ἠλίθιους, συλλόγους λογῆς-λογῆς μὲ γεύματα καὶ μὲ σοβαρὲς συζητήσεις γιὰ τὸν ἴσκιο τοῦ γαϊδάρου, συνδέσμους ἀφιερωμένους στοὺς ἀποθεωμένους ἄνδρας τῆς Εὐρώπης κι ἕνα σωρὸ ἀλλὰ τέτοια.
Αὐτή, μὲ μιὰ ματιά, εἶναι ἡ εἰκόνα τῆς ἀνθρωπότητας σήμερα, ποῦ νὰ μὴν ἀβασκαθεῖ! Ποῦ νὰ βρεῖ κανένας καταφύγιο;
Ἐκείνους τοὺς λίγους ποὺ δὲν εἶναι ἐνθουσιασμένοι ἀπὸ «τὰ θαύματα τῆς ἐποχῆς μας», οἱ ἄλλοι, αὐτὴ ἡ μερμήγκια ποὺ ἔκανε αὐτὸν τὸν παράδεισο καὶ ποὺ τὸν χαίρεται, τοὺς λέγει τρελλούς, ὅπως θὰ λέγανε παλαβοὺς κάποιους ἀνθρώπους μὲ σωστὰ μυαλὰ οἱ ἄρρωστοί του φρενοκομείου, βλέποντας τοὺς ἀνάμεσά τους.
Δόξα στὸν θεό, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμα κάποιο καταφύγιο γιὰ μᾶς ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε «τὸ μεγαλεῖο της ἐποχῆς μας». Δόξα στὸν θεὸ ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα βουνά, χωράφια καὶ κάποιοι τόποι ποὺ δὲν τοὺς ἐξήρανε αὐτὴ ἡ φυλλοξήρα ποὺ λέγεται πολιτισμός.
Τράβα, λοιπόν, μακρυὰ ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιὲς ποὺ τὶς λένε πολιτεῖες, γιὰ νὰ γλυτώσεις ἀπὸ τὸ μαράζι, γιὰ νὰ νοιώσεις ἀπάνω σου τὴ ζωογόνα πνοὴ τοῦ θεοῦ. Ἀλλά, αὐτὸ δὲν φτάνει. Πρέπει νὰ ἔχεις μάτια ἁγνὰ γιὰ νὰ βλέπεις, αὐτιὰ ἁγνὰ γιὰ ν᾿ ἀκοῦς, καρδιὰ ἁγνὴ γιὰ νὰ αἰσθάνεσαι, κι ὄχι χαλασμένη. Γιατὶ ἀπὸ τὶς πολιτεῖες τρέχουνε γιὰ νὰ φύγουνε, ὅποτε μπορέσουνε, κι ἐκεῖνοι ποὺ καυχιοῦνται πῶς ἡ ἐποχή μας εἶναι θαυμάσια, μά, φεύγοντας ἀπὸ τὶς σφηγκοφωλιές, κουβαλᾶνε μαζί τους καὶ τὴν παραμορφωμένη ψυχῆ τους. Γι᾿ αὐτὸ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώθουνε τὴν ἐμορφιὰ ἑνὸς βουνοῦ, παρὰ μόνο σὰν ὀρειβάτες, μ᾿ ἄλλα λόγια δὲν νοιώθουνε τίποτα, μήτε ἕνα δέντρο εἶναι σὲ θέση νὰ χαροῦνε, μήτε τὸ μυστήριο ποὺ ἔχει τὸ κύμα, μήτε τὸ θρησκευτικὸ πανηγύρι τῶν λουλουδιῶν. Κι αὐτὴ εἶναι ἡ αἰτία ποὺ τρέχουνε σὰν τρελλοὶ μὲ τ᾿ αὐτοκίνητα γιὰ νὰ μὴ δοῦνε τίποτα, νὰ μὴν αἰσθανθοῦνε τίποτα, νὰ μὴν ἀγαπήσουνε τίποτα. Αὐτὸ τὸ λένε «φυσιολατρία»! Ὅπως καταντήσανε τὰ πάντα, οἱ ἰδέες, οἱ τέχνες, οἱ θρησκεῖες, ἔτσι κατάντησε κι ἡ φυσιολατρία.
Ἐμεῖς ὅμως «οἱ καθυστερημένοι», περπατᾶμε καὶ χαιρόμαστε σὰν βλέπουμε ἕνα κομμάτι γαλανὸν οὐρανό, ἀνάμεσα στὰ σύννεφα, καὶ κανένα χελιδόνι ποὺ πετὰ ἀπὸ πάνω μας καὶ ποὺ θαρρεῖς πῶς θὰ τρυπώσει μέσα στὸ γαλάζιο ἐκεῖνο παραθύρι. Νοιώθουμε τὴ μυρουδιὰ ποὺ βγάζουνε τ᾿ ἀγριολούλουδα καὶ τ᾿ ἁγιασμένα χορτάρια, καθὼς καὶ τὸ χῶμα τῆς βλογημένης γῆς μας. Ἀναστηνόμαστε ἀπὸ τ᾿ ἀγεράκι ποὺ φυσᾶ, σὰν νὰ μαστε βαρυποινίτες ποὺ δραπετέψαμε ἀπὸ τὴ φυλακή, καὶ δοξάζουμε τὸν Κύριο ποὺ δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ νοιώσουμε τὴν ἐξαίσια ἐποχή μας καὶ τὰ καλά της.

Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014


Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν ὁδηγήσει μέσα στὴν ἀγκάλη Σου περισσότερο ἀπὸ ὅτι οἱ φίλοι μου. Οἱ φίλοι μὲ ἔχουν προσδέσει στὴν γῆ, ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ μὲ ἔχουν λύσει ἀπὸ τὴν γῆ καὶ ἔχουν συντρίψει ὅλες τὶς φιλοδοξίες μου στὸν κόσμο. Οἱ ἐχθροὶ μὲ ἀποξένωσαν ἀπὸ τὶς ἐγκόσμιες πραγματικότητες καὶ μὲ ἔκαναν ἕναν ξένο καὶ ἄσχετο κάτοικο τοῦ κόσμου. Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα κυνηγημένο ζῷο βρίσκει ἀσφαλέστερο καταφύγιο ἀπὸ ἕνα μὴ κυνηγημένο, ἔτσι καὶ ἐγὼ καταδιωγμένος ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἔχω εὔρει τὸ ἀσφαλέστερο καταφύγιο προφυλασσόμενος ὑπὸ τὸ σκήνωμά Σου, ὁποῦ οὔτε φίλοι, οὔτε ἐχθροὶ μποροῦν ν᾿ ἀπωλέσουν τὴν ψυχή μου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Λυτοὶ μᾶλλον παρὰ ἐγώ, ἔχουν ὁμολογήσει τὶς ἁμαρτίες μου ἐνώπιον τοῦ κόσμου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν μαστιγώσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα διστάσει νὰ μαστιγωθῶ. Μὲ ἔχουν βασανίσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα προσπαθήσει ν᾿ ἀποφύγω τὰ βάσανα. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν ἐπιπλήξει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα κολακεύσει τὸν ἑαυτό μου. Αὐτοὶ μὲ ἔχουν κτυπήσει κάθε φορὰ ποὺ ἐγὼ εἶχα παραφουσκώσει μὲ ἀλαζονεία.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου σοφό, αὐτοὶ μὲ ἀποκάλεσαν ἀνόητο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα κάνει τὸν ἑαυτό μου δυνατό, αὐτοὶ μὲ περιγέλασαν σὰν νὰ ἤμουν νᾶνος. Κάθε φορὰ ποὺ θέλησα νὰ καθοδηγήσω ἄλλους, αὐτοὶ μὲ ἔσπρωξαν στὸ περιθώριο. Κάθε φορὰ ποὺ εἶχα σκεφθεῖ ὅτι θὰ κοιμόμουν εἰρηνικά, αὐτοὶ μὲ ξύπνησαν ἀπὸ τὸν ὕπνο. Κάθε φορὰ ποὺ προσπάθησα νὰ κτίσω σπίτι γιὰ μία μακρὰ καὶ ἤρεμη ζωή, αὐτοὶ τὸ κατεδάφισαν καὶ μὲ ἔβγαλαν ἔξω. Στ᾿ ἀλήθεια οἱ ἐχθροί μου μὲ ἔχουν ἀποσυνδέσει ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἅπλωσαν τὰ χέρια μου στὸ κράσπεδο τοῦ ἱματίου Σου.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Πλήθυνέ τους καὶ κᾶνε τους ἀκόμη πιὸ σκληροὺς ἐναντίον μου. Ὥστε ἡ καταφυγή μου σὲ σένα νὰ μὴ ἔχει ἐπιστροφή, ὥστε καὶ κάθε ἐλπίδα μου στοὺς ἀνθρώπους νὰ διαλυθεῖ ὡς ἱστὸς ἀράχνης, ὥστε ἀπόλυτη εἰρήνη ν᾿ ἀρχίσει νὰ βασιλεύει στὴν ψυχή μου, ὥστε ἡ καρδιά μου νὰ γίνει ὁ τάφος τῶν δυὸ κακῶν διδύμων μου ἀδελφῶν τῆς ἀλαζονείας καὶ τοῦ θυμοῦ. Ὥστε νὰ μπορέσω νὰ ἀποθηκεύσω ὅλους τοὺς θησαυρούς μου ἐν οὐρανοῖς ὥστε νὰ μπορέσω γιὰ πάντα νὰ ἐλευθερωθῶ ἀπὸ τὴν αὐταπάτη, ἡ ὁποία μὲ περιέπλεξε στὸ θανατηφόρο δίχτυ τῆς ἀπατηλῆς ζωῆς.
Εὐλόγησε τοὺς ἐχθρούς μου, ὦ Κύριε! Ἀκόμη κι ἐγὼ τοὺς εὐλογῶ καὶ δὲν τοὺς καταριέμαι. Οἱ ἐχθροὶ μὲ δίδαξαν νὰ μάθω - αὐτὸ ποὺ δύσκολα μαθαίνει κανεὶς - ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἐχθροὺς στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Μισεῖ κάποιος τοὺς ἐχθρούς του μόνον ὅταν ἀποτυγχάνει ν᾿ ἀναγνωρίσει ὅτι δὲν εἶναι ἐχθροὶ ἀλλὰ σκληροὶ καὶ ἄσπλαχνοι φίλοι. Εἶναι πράγματι δύσκολο γιὰ μένα νὰ πῶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο καλὸ καὶ ποιὸς μοῦ ἔκανε περισσότερο κακὸ στὸν κόσμο- οἱ ἐχθροὶ ἢ οἱ φίλοι; Γι᾿ αὐτὸ εὐλόγησε, ὦ Κύριε, καὶ τοὺς φίλους μου καὶ τοὺς ἐχθρούς μου...

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014


Ὄνειρο στὸ κῦμα
Μίαν ἑσπέραν, καθὼς εἶχα κατεβάσει τὰ γίδια μου κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἀνάμεσα εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἐσχημάτιζε χιλίους γλαφυροὺς κολπίσκους καὶ ἀγκαλίτσες τὸ κῦμα, ὅπου ἀλλοῦ ἐκυρτώνοντο οἱ βράχοι εἰς προβλῆτας καὶ ἀλλοῦ ἐκοιλαίνοντο εἰς σπήλαια· καὶ ἀνάμεσα εἰς τοὺς τόσους ἑλιγμοὺς καὶ δαιδάλους τοῦ νεροῦ, τὸ ὁποῖον εἰσεχώρει μορμυρίζον, χορεῦον μὲ ἄτακτους φλοίσβους καὶ ἀφρούς, ὅμοιον μὲ τὸ βρέφος τὸ ψελλίζον, ποὺ ἀναπηδᾷ εἰς τὸ λίκνόν του καὶ λαχταρεῖ νὰ σηκωθῇ καὶ νὰ χορεύσῃ εἰς τὴν χεῖρα τῆς μητρὸς ποὺ τὸ ἔψαυσε - καθὼς εἶχα κατεβάσει, λέγω, τὰ γίδια μου διὰ ν᾿ «ἀρμυρίσουν» εἰς τὴν θάλασσαν, ὅπως συχνὰ ἐσυνήθιζα, εἶδα τὴν ἀκρογιαλιὰν ποὺ ἦτον μεγάλη χαρὰ καὶ μαγεία, καὶ τὴν «ἐλιμπίστηκα», κ᾿ ἐλαχτάρησα νὰ πέσω νὰ κολυμβήσω. Ἦτον τὸν Αὔγουστον μήνα.
Ἀνέβασα τὸ κοπάδι μου ὀλίγον παραπάνω ἀπὸ τὸν βράχον, ἀνάμεσα εἰς δυὸ κρημνοὺς καὶ εἰς ἕνα μονοπάτι τὸ ὁποῖον ἐχαράσσετο ἐπάνω εἰς τὴν ράχιν. Δι᾿ αὐτοῦ εἶχα κατέλθει, καὶ δι᾿ αὐτοῦ ἔμελλα πάλιν νὰ ἐπιστρέψω εἰς τὸ βουνόν, τὴν νύκτα εἰς τὴν στάνην μου. Ἄφησα ἐκεῖ τὰ γίδια μου διὰ νὰ βοσκήσουν εἰς τὰ κρίταμα καὶ τὰς ἁρμυρήθρας, ἂν καὶ δὲν ἐπεινοῦσαν πλέον. Τὰ ἐσφύριξα σιγὰ διὰ νὰ καθίσουν νὰ ἡσυχάσουν καὶ νὰ μὲ περιμένουν. Μὲ ἄκουσαν κ᾿ ἐκάθισαν ἥσυχα. Ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐξ αὐτῶν τράγοι ἦσαν κωδωνοφόροι καὶ σὰ ἤκουον μακρόθεν τοὺς κωδωνισμούς των, ἂν τυχὸν ἐδείκνυον συμπτώματα ἀνησυχίας.
Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τὸν κρημνόν, κ᾿ ἔφθασα κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καὶ τὸ φεγγάρι σχεδὸν ὁλόγεμον ἤρχισε νὰ λάμπῃ χαμηλά, ὡς δυὸ καλαμιὲς ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρὸς βορρᾶν, καὶ πέραν ἀπὸ τὸν ἄλλον κάβον πρὸς δυσμᾶς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχὴν ἀπὸ τὴν πορφύραν τοῦ ἥλιου, ποὺ εἶχε βασιλέψει ἐκείνην τὴν στιγμήν.
Ἦτον οὐρὰ τῆς λαμπρᾶς ἁλουργίδος ποὺ σύρεται ὀπίσω, ἦτον τάπης, ποὺ τοῦ ἔστρωνε, καθὼς λέγουν, μάννα του, διὰ νὰ καθίσῃ νὰ δειπνήσῃ.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014


Ἡ ἐκκοσμίκευση
Σήμερα ἔχουμε ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε μία ἄλλη Εἰκονομαχία, τὴν πίεση ποὺ ἀσκεῖ ἡ ἐκκοσμικευμένη κοινωνία στὴν Ἐκκλησία νὰ προσαρμοστεῖ στὰ ἰδικά της μέτρα καὶ ἰδεώδη, ὥστε καὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ ἐκκοσμικευθεῖ. Ὁ κίνδυνος γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἐκκοσμίκευση εἶναι μεγάλος. Ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ βοηθεῖ τὸν κόσμο νὰ ἐκκλησιοποιηθεῖ, ὁ κόσμος προσπαθεῖ νὰ ἐπηρεάσει τὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ τὴ μεταβάλλει σὲ κόσμο. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία θὰ κρατεῖ τὰ τυπικά της, ἀλλὰ θὰ χάσει τὴν πίστη της. Θὰ πάθει ὅ,τι ἔπαθε ὁ Παπισμός, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ἔγραφε:
«Διὰ τοῦ δόγματος τοῦ ἀλαθήτου ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία ἀπώλεσε τὴν πνευματικήν της ἐλευθερίαν, ἀπώλεσε τὸν στολισμὸν αὐτῆς, ἐκλονίσθη ἐκ βάθρων, ἐστερήθη τοῦ πλούτου τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ· ἀπὸ πνεύματος δὲ καὶ ψυχῆς κατέστη ἄναυδον σῶμα».
Ἡ οὐσία τῆς ἐκκοσμικεύσεως εἶναι ὁ ἀνθρωποκεντρισμός. Ἀντιθέτως, ἡ οὐσία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεανθρωποκεντρισμός. Ἐὰν ἡ Ἐκκλησία χάσει ἢ ἐλαττώσει τὸ θεανθρωποκεντρικό της χαρακτῆρα, ἐκπίπτει σὲ ἕνα θρησκευτικὸ ἵδρυμα ἢ σὲ μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου.
Ὁ ἐκκοσμικευμένος ἄνθρωπος δέχεται τὴν Ἐκκλησία ὡς μία ἀπὸ τὶς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ὄχι ὡς τὴ μόνη Ἀλήθεια ποὺ σῴζει τὸν ἄνθρωπο ἐν Χριστῷ. Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ προσπαθεῖ νὰ ἐξισώσει καὶ τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας μὲ τὶς ἄλλες θρησκεῖες. Ὁδηγεῖ πρὸς μία πανθρησκεία διὰ τῆς συνεργασίας ὅλων τῶν θρησκειῶν. Σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ Ἀλήθεια ποὺ σῴζει, ἀλλὰ ἡ ἐνδοκόσμια εἰρήνη. Φυσικά, αὐτὴ ἡ ἐπιδίωξη συμφέρει τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ αἰῶνος τούτου, ποὺ θέλουν τοὺς λαοὺς ὑποταγμένους στὴν κυριαρχία τους καὶ διὰ τῆς συνεργασίας τῶν θρησκειῶν εἰρηνικοὺς (κατεσταλμένους).
Χάριν τῆς εἰρηνικῆς συνυπάρξεως, οἱ Ὀρθόδοξοι στὶς διαθρησκευτικὲς συναντήσεις δὲν ὁμολογοῦν τὸ Χριστό. Ἀνέχονται, ἔτσι, νὰ κατατάσσεται ἡ Ἐκκλησία στὶς μονοθεϊστικὲς θρησκεῖες μαζὶ μὲ τὸν Ἰουδαϊσμὸ καὶ τὸ Μωαμεθανισμό. Ἀλλὰ εἶναι θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ὅτι εἶναι ἄθεος ὁ μὴ πιστεύων εἰς Θεὸν Τρισυπόστατον καὶ εἰς τὸν σαρκωθέντα Λόγον τοῦ Θεοῦ. «Ὁ μὴ τιμῶν τοῦ υἱὸν οὐ τιμᾷ τὸν πατέρα τὸν πέμψαντα αὐτόν». «Ὁ δὲ ἀπειθῶν τῷ υἱῷ οὐκ ὄψεται ζωήν, ἀλλὰ ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ μένει ἐπ᾿ αὐτόν». Κατὰ δὲ τὸ Μέγα Βασίλειο: «οὐ πιστεύει δὲ εἰς Πατέρα ὁ μὴ πιστεύσας τῷ Υἱῷ».

Ἀρχιμανδρίτης Γεώργιος Καψάνης

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014


Ἀποφθέγματα καὶ νουθεσίες
* Καλεῖται ὁ ἄνθρωπος τακτικά νά πλησιάζει τὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Ἡ καλύτερη καὶ ἁγιώτερη πρόσκληση… «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» λέει ὁ ἱερεύς, ὄχι «ἀπέλθετε»!.. Παίρνουμε Χριστό Ἐσταυρωμένο καί Ἀναστημένο. Καὶ τότε ὅλα τὰ δύσκολα σημεῖα δὲν ἔχουν καμιά θέση στὴ ζωή μας… Ἀκτινοβολοῦμε καὶ μοσχοβολᾶμε ἀπό ζωή Χριστοῦ. Καὶ ἀπολαμβάνουμε τὴ χαρά τοῦ Οὐρανοῦ ἀπό ἐδῶ, γιατί «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν».
«Εἶμαι πολύ ἄρρωστος, Κύριε, νά λέει, δέξαι με, ὡς βαρειά ἄρρωστο, ὡς ἑτοιμοθάνατο». “Ἔτσι πρέπει νά πιστεύει ὅταν πλησιάζει τὸ Ποτήριον τῆς Ζωῆς. Καὶ ἔχει ἀνάγκη, πολλή ἀνάγκη, νὰ πάρει Σῶμα καὶ Αἷμα Κυρίου γιὰ νὰ δυναμώσει τὸν ἑαυτόν του. Γιὰ νὰ νικήσει τὸν ἑαυτόν του. Γιὰ νὰ ἀγωνισθεῖ καλύτερα.
* «Νῆφε ἐν πᾶσι». Ἄγρυπνος σὲ ὅλα. Ἄνθρωποι πού τοὺς ἐπισκέφθηκε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν πρόσεξαν ἔγιναν κοσμικότεροι ἀπό τοὺς κοσμικούς. Ὁ χειρότερος ἄνθρωπος στὴν κοινωνία μπορεῖ νὰ γίνει αὐτός πού δοκίμασε τὴν Χάρι τοῦ Θεοῦ καὶ μετά δὲν πρόσεξε.
* Καὶ μόνος του νὰ εἶναι κανείς ἀνάμεσα στοὺς κοσμικούς, ἄν εἶναι σωστός χριστιανός, μεταβάλλει τὸ κοσμικό αὐτό περιβάλλον σ΄ ἕνα κομμάτι τοῦ Παραδείσου.
* Νὰ ἀναγκάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
* Ὅταν βρισκόμαστε σὲ δίλημμα τί νὰ κάνουμε, καὶ μικρό παιδί νὰ ρωτᾶμε.
* Νὰ ἐνταφιάσουμε τὸν κακό ἑαυτό μας γιὰ νὰ ἀναστηθοῦμε. Διαφορετικά θὰ ζοῦμε στὸ αἰώνιο σκοτάδι.
* Θέλει πολλή δύναμη νὰ μὴν εἴμαστε φίλοι μὲ τὸν ἑαυτούλη μας.
* Στὰ Μοναστήρια ἀφιερώνουν τὴ μία ἡμέρα γιὰ τοὺς ἄρρωστους, τὴν ἄλλη γιὰ τὴ νεολαία, τὴν ἄλλη γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατεῖ σήμερα. Προσεύχονται καὶ κάνουν κομποσχοίνια… Ἄς ἀφιερώσουμε κι ἐμεῖς μία ἡμέρα τὴν ἑβδομάδα, τὴν Τετάρτη ἤ τὴν Παρασκευή· νὰ μὴ μιλᾶμε, ἀλλὰ νὰ κάνουμε προσευχὴ γιὰ τὴν κατάσταση τὴ σημερινή. Νὰ μὴ μιλᾶμε καθόλου, μόνο τὰ ἀναγκαῖα, τὰ ἐπαγγελματικὰ νὰ λέμε. Νὰ γονατίσουμε, νὰ προσευχηθοῦμε, νὰ κάνουμε κομποσχοίνι. Νὰ δεῖτε, θαῦμα θὰ γίνει, ἀδελφοί μου…

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης (1910 – 1995)

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014


Ἑπτὰ μανταρίνια 
Φεβρουάριος τοῦ 1988. Στὶς Καρυὲς κάνει ἀρκετὸ κρύο. Ἔχει σημαντικὸ ὑψόμετρο· ἔχει καὶ ὑγρασία ποὺ δυσκολεύει τὰ πράγματα. Σήμερα ὅμως εἶναι ξερὸς ὁ καιρός. Ἔχει κι ἕνα ἀεράκι πού, ἄν εἶσαι καλά ντυμένος, τὸ ἀπολαμβάνεις. Εἶναι ἀπόγευμα. Μόλις ἔπεσε ὁ ἥλιος πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Προχωροῦμε στὸ μονοπάτι μαζὶ μὲ τὸν π. Παΐσιο. Στὸν δρόμο συναντοῦμε τὸν π. Καλλίνικο ἀπὸ τὴ Σκήτη τοῦ Κουτλουμουσίου. Φθάνουμε στὸ ξύλινο γεφυράκι του. Γύρω μας φουντουκιὲς γυμνὲς χωρὶς φύλλα. Μόνο κλαδιά.
«Μπά, ποιός ἔφερε μανταρίνια;» ρωτᾶ ἔκπληκτος ὁ π. Παΐσιος.
Στὸ βάθος, σὲ ἀπόσταση μεγαλύτερη ἀπὸ ἑξήντα μέτρα, διακρίνεται ἡ πόρτα τῆς αὐλῆς του καὶ κάτι ποὺ ροδίζει στὴ βάση της, ἴσως νά ‘ναι χρώματος πορτοκαλί. Ἡ ἀπόσταση δὲν ἀφήνει περιθώρια γιὰ περισσότερες λεπτομέρειες. Σὲ λίγη ὥρα πλησιάζουμε. Πράγματι, βλέπουμε μία μεγάλη σακούλα διαφανή, πορτοκαλὶ χρώματος, γεμάτη μανταρίνια. Ποῦ τὰ εἶδε ὁ ἄνθρωπος! Πῶς διέκρινε ὅτι εἶναι μανταρίνια καὶ ὄχι πορτοκάλια! Ἀφοῦ δὲ καὶ ἡ σακούλα εἶναι πορτοκαλί, θά μποροῦσε νὰ περιεῖχε καὶ μῆλα.
«Πῶς μ’ ἀρέσουν τὰ μανταρίνια!», λέει μὲ ἐμφανῶς προσποιητὴ λαιμαργία, ὁ γέροντας. «Θὰ κρατήσω γιὰ τὸν ἑαυτό μου τρία… Καλύτερα, ἄς τὰ κάνω πέντε… Μιὰ ποὺ βρῆκα τὴν εὐκαιρία, θὰ πάρω ἑπτά», λέει μὲ ἕνα πολὺ χαριτωμένο χαμόγελο καὶ σταματᾶ. «Πάρε τὰ ὑπόλοιπα, π. Καλλίνικε, καὶ πήγαινέ τα ἀπέναντι στὸν γέρο-Ἰωσήφ». Ὁ γέρο-Ἰωσήφ ἦταν ἕνα γεροντάκι στὴν Κουτλουμουσιανὴ Σκήτη, 103 ἐτῶν, ποὺ ὅμως καθημερινὰ καλλιεργοῦσε τὸν κῆπο του.
Ὁ π. Καλλίνικος ἔβαλε σχῆμα, ζήτησε εὐλογία καὶ ἔφυγε. Ἐμεῖς μὲ τὸν π. Παΐσιο μπήκαμε στὸ καλυβάκι του. Καθίσαμε στὸ ἕνα κελλὶ καὶ μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ διαβάσω κάτι χειρόγραφα κείμενά του. Πέρασαν περίπου εἴκοσι λεπτὰ καὶ χτυπάει τὸ σίδερο τῆς αὐλόπορτας. Κάποιοι ἦλθαν γιὰ νὰ τὸν συναντήσουν. «Νὰ ἀνοίξω, γέροντα;», ρωτῶ.
«Ἄσε καλύτερα. Ἄν εἶναι περίεργοι, θὰ φύγουν. Ἄν εἶναι πονεμένοι ἤ διψασμένοι, θὰ ἐπιμείνουν».
Συνεχίζουμε τὴν ἀνάγνωση. Σὲ λίγα λεπτὰ ξαναχτυπάει τὸ σίδερο. «Τί κάνουμε τώρα, γέροντα;» ξαναρωτῶ. Στὸ παράθυρό του, ἀντὶ κουρτίνας, κρεμόταν ἕνα κομμάτι ἀπὸ σεντόνι.
«Κοίτα λοξά, νὰ μὴν σὲ δοῦν, καὶ δὲς πόσοι εἶναι», μοῦ λέγει.
«Δὲν μπορῶ νὰ τοὺς μετρήσω, δὲν φαίνονται», ἀπαντῶ.
«Καλά, δὲν ξέρεις οὔτε ἀριθμητική; Τί ἔκανες τόσα χρόνια στὴν Ἀμερική; Ἄς περιμένουμε, αὐτοὶ θὰ ξαναχτυπήσουν».
Πράγματι, σὲ λίγα λεπτά, χτυποῦν γιὰ τρίτη φορά.«Τώρα θὰ προσπαθήσω ἐγὼ νὰ τοὺς μετρήσω. Μπορεῖ νὰ μὴν τελείωσα τὸ Δημοτικό, ἀλλὰ θὰ τὰ καταφέρω», μοῦ λέγει. Σηκώνεται καὶ ἀνοίγει τὴν πόρτα τῆς καλύβας.
 «Τί πάθατε, παλικάρια, τέτοια ὥρα; Τί ἤλθατε νὰ κάνετε;».
«Πάτερ, θέλουμε λίγο νὰ σᾶς δοῦμε. Γίνεται;».
«Νὰ μὲ δεῖτε γίνεται. Ἀλλὰ τί θὰ βροῦμε νὰ σᾶς κεράσουμε. Πόσοι εἶστε; Γιὰ νὰ σᾶς μετρήσω: ἕνας, δύο… ἑπτά. Γιὰ νὰ δῶ τὶ θὰ βροῦμε στὸ μαγαζί, τέτοια ὥρα».
Μπαίνει μέσα καὶ ἐπιστρέφει μὲ τὰ ἑπτὰ μανταρίνια.
Τὶ φοβερὸς ἄνθρωπος, σκέπτομαι ἔκπληκτος ἀπὸ μέσα. Ποῦ τὸ ἤξερε καὶ κράτησε τὰ μανταρίνια ! Τὸ προγνώριζε; Τὸν φώτισε ὁ Θεός, χωρὶς αὐτὸς νὰ τὸ συνειδητοποιεῖ;
«Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσθε, παλικάρια;», ρωτάει μὲ ἐνδιαφέρον.
«Εἴμαστε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Καὶ ὁ Βruce μὲ τὸν John ἀπὸ τὴν Ἀμερική».
«Ἀπὸ τὴν Ἀμερική; Μά, ἄν τοὺς κεράσουμε ἕνα μανταρίνι, αὐτοὶ θὰ μᾶς ρεζιλέψουν σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γιὰ νὰ βροῦμε κάτι Ἀμερικάνικο στὸ… supermarket».
Ξαναμπαίνει μέσα καὶ ἐπιστρέφει μὲ ἕνα πακέτο ἀμερικάνικα μπισκότα καὶ ἕνα κουτὶ ξηροὺς καρποὺς διαφόρων εἰδῶν Ρlanters, τῆς πιὸ φημισμένης δηλαδὴ μάρκας στὴν Ἀμερική. Ἔκπληκτοι αὐτοί, ἐκφράζουν τὸν θαυμασμὸ καὶ τὸν ἐντυπωσιασμό τους.
«Πάτερ, τί συμβολίζει τὸ τάλαντο ποὺ χτυποῦν στὰ μοναστήρια;», ρωτάει δειλὰ ὁ ἕνας.
«Δὲν ξέρω τὶ συμβολίζει. Οὔτε καὶ ἔχει καμιὰ σημασία. Αὐτὸ ποὺ ἔχει ἀξία δὲν εἶναι νὰ χτυπάει κανεὶς τὸ τάλαντο τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλὰ νὰ πολλαπλασιάζει τὸ τάλαντο τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦστε, παιδιά! Ἐπειδὴ ἡ ὥρα πέρασε, πρέπει νὰ πηγαίνετε. Ἕνα μόνο νὰ πῶ: τὸ πρόβλημα μὲ τοὺς Ἀμερικάνους εἶναι ὅτι στὰ Ἀγγλικὰ τὸ “ἐγὼ” γράφεται πάντοτε μὲ κεφαλαῖο, ἐνῶ ἐμεῖς στὴν Ἑλλάδα τὸ γράφουμε πότε-πότε καὶ μὲ μικρό».
Γέλασαν μὲ τὴ χαριτωμένη παρατήρηση καὶ ρωτοῦν οἱ Ἀμερικάνοι:
«Αὐτὸ τί σημαίνει; Ἐμεῖς τί πρέπει νὰ κάνουμε;».
«Νὰ διαγράψετε τὸ “ἐγὼ” ἀπὸ τὸ λεξιλόγιό σας, παιδιά. Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι ὁ μεγάλος μας ἐχθρός. Αὐτὸν πρέπει νὰ πολεμήσουμε ὅλοι ἀνεξαιρέτως».
Ἡ ἁγιότητα ἔχει μία εὐγένεια, μία λεπτότητα, μία χάρη πάνω της. Δὲν εἶπε σοφίες, οὔτε θεολογίες, οὔτε ἔκανε ἐντυπωσιακὲς ἀποκαλύψεις. Γέμισε ὅμως ὅλων τὴν καρδιά. Προνόησε διακριτικά, κάλυψε τὸ χάρισμά του, εὐγενικὰ κέρασε τοὺς ἐπισκέπτες του, ὄμορφα πρωτοτύπησε μὲ τὸν τρόπο του, οἰκοδόμησε μὲ τὸν λόγο του, ἀνέπαυσε μὲ τὴν παρουσία του. Χωρὶς νὰ προσπαθεῖ νὰ πείσει γιὰ κάτι κανέναν, πείθει γιὰ τὰ πιὸ μεγάλα ὅλους. Δίπλα του φωτίζεσαι, χαίρεσαι, ἀναπαύεσαι. Αἰσθάνεσαι σὰν τὴ Μαρία «παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Σὰν τοὺς ἀποστόλους στὸ ὄρος τῆς θείας Μεταμορφώσεως - δὲν θέλεις νὰ ξεκολλήσεις μὲ τίποτα.
Μητροπολίτης Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014


Τὰ λάφυρα καὶ ὁ ἥρωας
Πολλὰ ἐκ τῶν λαφύρων ὡς ἦτο φυσικὸν τότε, διηρπάγησαν ὑπὸ τῶν πολεμιστῶν• τῆς τοιαύτης δὲ διαρπαγῆς παρέχει γραφικὴν εἰκόνα ὁ Φωτάκος σημειώνων τὰ ἑξῆς: «σὰν τὰ μερμήγκια ἔτρεχαν φορτωμένοι λάφυρα. Ὁ ἕνας πήγαινε καὶ ὁ ἄλλος ἐρχότανε. Ἐμοίραζαν μὲ τὸ φέσι τὰ φλουριά!»
Παρὰ τὰ ἔκτροπα ταῦτα, ἀπεστάλη εἰς Τριπολιτσὰν πλῆθος λαφύρων, φορτωθέντων εἰς 800 ἵππους, 1.200 ἡμιόνους καὶ 36 καμήλους. Ὅταν τὰ λάφυρα συγκεντρωθέντα ὑψώθησαν εἰς σωροὺς πρὸς ἀνάλογον διανομήν, παρετηρήθη ὅτι ἕνας ἐκ τῶν ἀρχηγῶν ἔλειπεν.
Ἦτο Νικηταρᾶς. Εἶχεν ἐξαφανισθῇ διὰ νὰ μὴ ἀναγκασθῇ νὰ λάβῃ τι ἐκ τῶν λαφύρων.
Τέλος, κοινῇ βοῇ παρακληθείς, συγκατετέθη νὰ λαβῃ μίαν σέλαν, ἕνα σπαθὶ καὶ μίαν ξυλίνην ταμπακέραν μὲ γλυφάς.
Καὶ τὴν μὲν σέλαν ἐδώρισε κατόπιν εἰς φίλον συμπολεμιστήν του, τὴν δὲ ξυλίνην ταμπακέραν ἀπέστειλεν εἰς τὴν σύζυγόν του, τὴν θυγατέρα τοῦ περίφημου ἀρχιαρματωλοῦ τοῦ Μωριᾶ, τοῦ Ζαχαριᾶ. Ἐδημοσιεύθη δὲ κάποτε ἡ πρὸς τὴν σύζυγόν του ταύτην ἐπιστολή του, εἰς τὴν ὁποίαν τῆς ἔγραφε: «Τὴν στέλνω σὲ σένα ποὺ ἀγαπῶ ὕστερα ἀπὸ τὴν Πατρίδα. Λάβε την γιὰ νὰ μὲ θυμᾶσαι». Περὶ δὲ τοῦ ξίφους τοῦ Νικηταρᾶ ἔχει γίνει μεγάλη συζήτησις, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξάγεται ὅτι μόνον τὸ ἔλασμα ἦτο πολύτιμον.
Τὴν σπάθην ταύτην Νικηταρᾶς ἀπέστειλε χάριν τῶν ἀναγκῶν τοῦ στόλου εἰς τὴν Ὕδραν, ἀφοῦ χρήματα δὲν εἶχεν.
Ἀλλ' οἱ πρόκριτοι τῆς Ὕδρας εἰς θαυμασίαν ἐπιστολὴν περισωθεῖσαν τοῦ ἔγραψαν ὅτι τὸ σπαθὶ αὐτό, μόνον ὅταν τὸ κρατῇ τὸ χέρι τοῦ Νικηταρᾶ, ἔχει ἀξίαν. Ἂς μὴ τοῦ τὴν ἀφαίρεσῃ λοιπόν».
Εἰς τὸν χρόνον αὐτὸν ἀνάγεται καὶ παροιμιώδης δωρεὰ ὑπὸ τοῦ Νικηταρᾶ, ἑνὸς μικρόσωμου λευκοῦ ἵππου «χωρὶς οὐρά», πρὸς τὸν λαϊκὸν στιχουργὸν τοῦ Ἀγῶνος, τὸν περιβόητον Τσοπανᾶκον.
Ἐπειδὴ τοιαύτας ἐμπνεύσεις φαίνεται ὅτι εἶχεν Νικηταρᾶς, δὲν δυσκολευόμεθα νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι ἰδέα ἰδική του ἦτο, ὅπως, προκειμένου ν' ἀπόσταλῇ ἀναμνηστικόν τι δῶρον εἰς νῆσον τινά, προτιμηθῆ πρὸς τοῦτο μία καμῆλα.
Καὶ συνεκεντρώθησαν οἱ μὴ ταξειδευμένοι νησιῶται αὐτοί, εἰς τὸ μουράγιο, διὰ ν' ἀποθαυμάσουν τὸ παράδοξον αὐτὸ ζῶον τὸ ὁποῖον ἠγνόουν.
Καὶ προσεκλήθη τότε πρωτόγερος, ὁποῖος ἀπεφάνθη, ὅτι εἶναι: «λαγὸς χιλίων ἐτῶν» (χιλιοχρονήτικος).

Δημήτριος Καμπούρογλου

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014


Τὰ πουλιὰ
Θυμοῦμαι ἰδιαιτέρως κάποια Χριστούγεννα ὅταν ἤμουν φοιτητὴς καὶ πῆγα στὴ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαυὶδ στὴν Εὔβοια, στὸν Γέροντα Ἰάκωβο Τσαλίκη, αὐτὸν τὸν ἅγιο ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, τὸ ἑξῆς συμβάν. Κάναμε τὴν ἀγρυπνία τῶν Χριστουγέννων καὶ τὸ πρωὶ κοιμηθήκαμε γιὰ νὰ ξεκουραστοῦμε λίγο. Ἐγὼ κι ἕνας ἄλλος φίλος μου, ποὺ εἶναι τώρα καὶ αὐτὸς ἱερομόναχος, ὅταν ξυπνήσαμε ἀποφασίσαμε νὰ πᾶμε νὰ περπατήσουμε σὲ μιὰ περιοχὴ ποὺ ὀνομαζόταν Ἁγιονέρι, ὅπου ὑπῆρχαν πολλὰ πλατάνια καὶ ἕνα ποτάμι ποὺ ἔτρεχε. Καθὼς περπατούσαμε, ἀκούσαμε κάποιον νὰ ψάλλει  πολὺ γλυκὰ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε». Ποιός ἦταν; Ἦταν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Γέρων Ἰάκωβος, ὁ ὁποῖος  εἶχε σηκωθεῖ τὸ πρωὶ πρὶν ἀπὸ ἐμᾶς, πῆγε καὶ γονάτισε μέσα στὴν κουφάλα ἑνὸς πλατάνου καὶ προσευχόταν μὲ τὰ χέρια ὑψωμένα, ἄδοντας καὶ ψάλλοντας τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. Καὶ τὸ θαυμαστὸ ποιό ἦταν; Πάνω ἀπὸ τὰ πλατάνια, ὅλα τὰ πουλιὰ τοῦ δάσους μαζεύτηκαν καὶ πετοῦσαν πάνω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν. Δὲν ὑπῆρχε πουθενὰ ἀλλοῦ πουλί. Ὅλα τὰ πουλιά τοῦ δάσους μαζεύτηκαν ἐπάνω στὰ πλατάνια. Τόσα πολλὰ πουλιά, ποὺ νόμιζες πὼς τὰ πλατάνια εἶχαν φύλλα, καθότι αὐτά, ὡς φυλλοβόλα, τὴν ἐποχὴ ἐκείνη εἶχαν ρίξει ὅλα τους τὰ φύλλα κάτω στὴ γῆ.
Ὅταν μᾶς εἶδε ὁ Γέροντας σταμάτησε τὴν ψαλμωδία καὶ ἡ δική μας παρουσία ἔδιωξε τὰ πουλιά. Σηκώθηκε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ λέει: «Νά, καλά μου παιδιά! Ἦταν τόση ἡ χαρά μου ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν ἄντεχα νὰ τὴν ἔχω μόνος μου καὶ εἶπα, δὲν πηγαίνεις, χαζὲ Ἰάκωβε, μέσα στὸ δάσος νὰ ψέλνεις «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε»; Κι ὅπως ἔψελνα, ἦρθαν ὅλα αὐτὰ τὰ πουλιὰ καὶ «ἔψελναν» καὶ αὐτὰ μαζί».

Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014


Ἡ ὁδὸς τῆς σωτηρίας
Μοῦ τὸ διηγήθηκε μιὰ γυναίκα μὲ πανεπιστημιακὴ μόρφωση:
Στὶς δώδεκα τὰ μεσάνυχτα, χτύπησαν τὴν πόρτα στὴν Ἐκκλησία. Ἦταν μία γριούλα. Καὶ ζητοῦσε παπᾶ, νὰ πάει νὰ κοινωνήσει ἕναν ἄρρωστο.
Ὁ παπᾶς ἑτοιμάστηκε καὶ βγῆκε ἀμέσως μαζί της. Πλησιάζουν σὲ ἕνα φτωχὸ σπιτάκι, τύπου παράγκας. Ἡ γριούλα ἀνοίγει τὴν πόρτα καὶ μπάζει τὸν ἱερέα σὲ ἕνα δωμάτιο.
Καὶ νὰ, ξαφνικὰ, παπᾶς εὑρίσκεται ἐκεῖ μόνος μὲ μόνο τὸν ἄρρωστο.
Ὁ ἄρρωστος τοῦ δείχνει μὲ χειρονομίες τὴν πόρτα καὶ σκούζει.
- Φύγε ἀπὸ ἐδῶ! Ποιὸς σὲ ἐκάλεσε; Ἐγὼ εἶμαι ἄθεος. Καὶ ἄθεος θὰ πεθάνω.
παπᾶς τὰ ἔχασε.
- Μὰ δὲν ἦλθα ἀπὸ μόνος μου! Μὲ ἔκαλεσε ἡ γριά!
- Ποιὰ γριά; Ἐγὼ δὲν ξέρω καμμιὰ γριά!
Ὀ παπᾶς, καθὼς στέκει ἀπέναντί του, βλέπει ἐπάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ ἄρρωστου, μία φωτογραφία μὲ τὴν γυναίκα ποὺ τὸν ἐκάλεσε.
Τοῦ λέει, ἐνῶ τοῦ δείχνει τὸ πορτραῖτο.
- Νὰ αὐτή!
- Ποιὰ αὐτή, Ξέρεις, τί λές, παπᾶ; Αὐτὴ εἶναι ἡ μάνα μου. Καὶ ἔχει πεθάνει χρόνια τώρα!
Γιὰ μιὰ στιγμὴ πάγωσαν καὶ οἱ δύο. Αἰσθάνθηκαν δέος. Ὁ ἄρρωστος ἄρχισε νὰ κλαίει. Καὶ ἀφοῦ ἔκλαψε, ζήτησε νὰ ἐξομολογηθῆ. Καὶ μετά, ἐκοινώνησε.
Ἡ μητέρα του εἶχε φροντίσει ἀπὸ τὸν οὐρανό, νὰ τοῦ δείξει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.

π. Δημήτριος Ντούτκο