Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015


Ἡ Νοσταλγὸς
Ἤδη εἶχον φθάσει εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, καὶ εὑρίσκοντο ἀναμέσον τοῦ κρημνώδους ἀκρωτηρίου, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο σχηματισθὲν διὰ σεισμοῦ ἢ καταποντισμοῦ, ἀποτόμως διακόψαντος τὴν χλοάζουσαν τοῦ βουνοῦ ἁρμονίαν, καὶ τῶν δύο ἢ τριῶν νησίδων, αἵτινες ἔφραττον νοτιανατολικῶς τὸν λιμένα. Ἡ σελήνη ὁλονὲν ὑψοῦτο εἰς τὸ στερέωμα, ἀμαυροῦσα καὶ τὰ τελευταῖα ἀστεράκια, τὰ ὁποῖα ἀφανῆ ἔλαμπον δειλῶς εἰς τὰς γωνίας τοῦ οὐρανοῦ. Ἡ θάλασσα ἐφρικία ἠρέμα ἀπὸ τὴν λεπτὴν αὔραν τὴν ἐξακολουθοῦσαν νὰ πνέῃ ὡς λείψανον τοῦ ἀνέμου, ὅστις τὴν εἶχεν αὐλακώσει ἀπὸ πρωίας.
Ἦτο νὺξ τοῦ Μαΐου θερμή, καὶ λεπτὴ αὔρα ἐπὶ μᾶλλον δροσερωτέρα καθίστατο καθόσον πελαγιωτέρα προσέπνεεν εἰς τὸ στόμιον τοῦ λιμένος. Δύο ἀμαυροὶ ὄγκοι, ἐπαργυρούμενοι καὶ στιλπνούμενοι ἀμυδρῶς ἀπὸ τὸ μελαγχολικὸν φῶς τῆς σελήνης, διεγράφοντο ὁ εἷς πρὸς ἀνατολάς, ὁ ἄλλος πρὸς δυσμάς, χωρὶς νὰ διακρίνωνται, εἰς τὰς διαλείψεις τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σκιᾶς, αἱ λεπτομέρειαι τοῦ ἐδάφους. Ἦσαν αἱ δύο γείτονες νῆσοι.
Μυστηριῶδες θέλγητρον ἀπέπνεεν ὅλη σεληνοφεγγὴς νύξ. Ἡ βαρκούλα ἔπλεεν ἐγγὺς μιᾶς τῶν νησίδων, ἐφ᾽ ἧς ἐφαίνοντο ἐναλλὰξ φωτεινὰ καὶ σκοτεινὰ σημεῖα, βράχοι στίλβοντες εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης, ἀμαυροὶ θάμνοι ἐλαφρῶς θροοῦντες εἰς τὴν πνοὴν τῆς νυκτερινῆς αὔρας, καὶ σπήλαια πληττόμενα ὑπὸ τοῦ φρίσσοντος κύματος, ὅπου ἐμάντευέ τις τὴν ὕπαρξιν θαλασσίων ὀρνέων καὶ ἤκουε τὸ ἐναγώνιον πτερύγισμα ἀγριοπεριστέρων πτοουμένων εἰς τὸ πλατάγισμα τῆς κώπης καὶ τὴν προσέγγισιν τῆς βαρκούλας.
Πέραν, βορειανατολικῶς, εἰς μίαν κλιτὺν τοῦ ὄρους ἐφαίνοντο φῶτα τρέμοντα, δεικνύοντα τὴν θέσιν ὅπου τὴν ἡμέραν ἐφαίνοντο οἱ λευκοὶ οἰκίσκοι ὑψηλοῦ ἄνω τῆς θαλάσσης χωρίου. Εἰς μικρὸν βράχον παραπλεύρως τῆς νησῖδος, κοῖλον καὶ σπηλαιώδη, τὸ κῦμα προσπῖπτον μετὰ βοῆς καὶ ρόχθου πολλοῦ ἐπλατάγιζε, κ᾽ ἐφαίνετο ἐκεῖ, θορυβοῦσα ἐν τῇ γενικῇ ἁρμονίᾳ τῆς σεληνοφεγγοῦς θαλάσσης, χωριστὴ ὀρχήστρα, ἥτις καθ᾽ ἑαυτὴν ἔκαμνε πλειότερον κρότον ἢ ὅσος ἐγίνετο εἰς ὅλας τὰς ἀγκάλας, τοὺς ὅρμους καὶ τὰς ἀμμουδιάς, εἰς ὅλας τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς σκοπέλους ὅσους ἔπληττον τὰ κύματα.
Αὐθορμήτως Μαθιὸς ὕψωσε τὰς κώπας καὶ τὰς ἐκράτησεν ἐπὶ μακρὸν ἐπὶ τῆς κωπαστῆς, καὶ ἔμεινεν ἐν ἠρεμίᾳ, ὅμοιος μὲ τὸ λευκὸν πτηνὸν τῆς θαλάσσης, τὸ κῦπτον χαριέντως πρὸς τὸ κῦμα, ἀκινητοῦν ἐπ᾽ ὀλίγας στιγμάς, μὲ τὴν μίαν πτέρυγα κάτω, τὴν ἄλλην ἄνω, πρὶν ἐφορμήσῃ καὶ συλλάβῃ τὸ κολυμβῶν ὀψάριον καὶ τὸ ἀνυψώσῃ ἀσπαῖρον καὶ λαχταρίζον εἰς τὸν ἀέρα. Ἠσθάνετο γοητείαν ἄρρητον. Ἡ Λιαλιὼ ἐπίσης ὑφίστατο ἄγνωστον θέλγητρον, καὶ τὰ βλέμματά των συνηντήθησαν.
― Κάνουμε πανιά; ἐπανέλαβεν ἡ νεαρὰ γυνή.
Φαίνεται δὲν εἶχε παύσει νὰ τὸ σκέπτηται, ἀφότου πρώτην φορὰν τὸ εἶπε· καὶ τὸ ἔλεγε μὲ τόσον ἀφελῆ καὶ φυσικὸν τρόπον, ὡς νὰ ἡρμήνευε τί ἐφρόνουν καὶ οἱ δύο.
― Κάνουμε, ἀπήντησεν ἀσυνειδήτως ὁ Μαθιός.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015


Νά γίνεις φορτικός στόν Θεό
Νά πῶς πρέπει νά ζητᾶς κάτι ἀπό τόν Θεό: “Κύριε, Ἐσύ βλέπεις ὅτι χρειάζομαι τό τάδε πράγμα ἤ ὅτι ὑποφέρω ἀπό τή δείνα συμφορά. Βοήθησέ με, ὅπως ξέρεις καί ὅπως θέλεις! Γενηθήτω τό θέλημά Σου…”.
Μ’ αὐτή τήν ἐσωτερική τοποθέτηση, νά προσεύχεσαι πολύ. Ὄχι μία φορά, ἔστω καί παρατεταμένα, οὔτε γιά μία μέρα μόνο, ἀλλά γιά ἑβδομάδες, μῆνες, χρόνια… Ὅλο νά ἱκετεύεις, ὅλο νά κραυγάζεις: “Κύριε, βοήθησέ με! Κύριε, λύτρωσέ με! ‘Ὡστόσο, ἄς μή γίνει ὅ,τι θέλω ἐγώ, μά ὅ,τι θέλεις Ἐσύ”. Αὐτό ἀκριβῶς ἔλεγε καί ὁ Χριστός στή Γεθσημανή, ὅταν προσευχόταν στόν Πατέρα Του. Καί ἡ χήρα τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς βρῆκε τελικά τό δίκιο της ἀπό τόν ἄδικο ἐκεῖνο δικαστή, μόνο καί μόνο ἐπειδή δέν κουράστηκε νά τόν παρακαλάει γιά πολύν καιρό. Κάποιος σοφός εἶπε τόν λόγο τοῦτο: “Πρέπει νά γίνεις φορτικός στόν Θεό καί στούς ἁγίους Του!”.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015


Ἀφρόψαρα τοῦ νοῦ
Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ Χριστιανισμὸς παύει νὰ εἶναι πίστη ἤ τρόπος ζωῆς -ὁ ἄριστος βίος τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων- καὶ γίνεται ἰδέα, φαντάζει γιὰ μένα τὸ ἴδιο ἄν εἶσαι χριστιανὸς ἤ ἄθεος.
Ὅπως παράλληλα φαντάζει τὸ ἴδιο ἄν εἶσαι ἰδεαλιστὴς ἤ ὑλιστὴς, σύμφωνα μὲ τὴν ὁρολογία τῆς νεότερης εὐρωπαϊκῆς φιλοσοφίας.
Ἀφρόψαρα τοῦ νοῦ ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν κατεβαίνουν ποτὲ στὰ μεγάλα βάθη τῆς ζήσης μας.

Ζήσιμος Λορεντζᾶτος

Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015


Περὶ πειρασμῶν
Ἄν ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει κάποια ἀδυναμία καί δέν διαθέτει ἀρκετή δύναμη γιά μεγάλους πειρασμούς καί συνεπῶς ζητᾶ νά εἰσέλθει σ’ αὐτούς, καί τήν εἰσακούσει ὁ Θεός, τότε γνώριζε σαφῶς πώς ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἀνεπαρκής γιά μεγάλες δοκιμασίες, στόν ἴδιο βαθμό εἶναι ἀνεπαρκής καί γιά τά μεγάλα χαρίσματα. Καί ὅσο ἀποτρέπονται οἱ μεγάλοι πειρασμοί ἀπό τό νά εἰσέλθουν στή ψυχή, στόν ἴδιο βαθμό παρακρατοῦνται ἀπό αὐτήν καί τά μεγάλα χαρίσματα. Ὁ Θεός δέν χορηγεῖ ἕνα μεγάλο χάρισμα χωρίς μιὰ μεγάλη δοκιμασία. Ὁ Θεός, κατά τή σοφία Του, πού βρίσκεται πέρα ἀπό τήν κατανόηση τῶν πλασμάτων Του, ὅρισε τά δῶρα Του νά παραχωροῦνται ἀνάλογα μέ τούς πειρασμούς.
Οἱ δοκιμασίες πού ἐπιβάλλονται γιά τήν προκοπή καί τήν αὔξηση τῆς ψυχῆς καί ἐκεῖνες μέ τίς ὁποῖες ἀσκεῖται, εἶναι οἱ ἑξῆς: ἡ ὀκνηρία καί ἡ κατάπτωση τοῦ σώματος, ἡ χαύνωση τῶν μελῶν, ἡ κατάθλιψη, ἡ σύγχυση τῆς διάνοιας, οἱ σωματικοί πόνοι, ἡ προσωρινή ἀπώλεια τῆς ἐλπίδας, ὁ σκοτισμός τῶν λογισμῶν, ἡ ἀπουσία ἀνθρώπινης βοήθειας, ἡ ἔνδεια γιά τίς σωματικές ἀνάγκες καί τά παρόμοια. Μέ αὐτούς τούς πειρασμούς ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου αἰσθάνεται ἔρημη καί ἀνυπεράσπιστη, ἡ καρδιά του ἀπονεκρώνεται καί ταπεινώνεται, δοκιμάζεται δέ μ’ αὐτό τόν τρόπο γιά νά φτάσει νά ἐπιθυμεῖ τόν Δημιουργό της. Ἡ θεία Πρόνοια, ὡστόσο, κατανέμει αὐτές τίς δοκιμασίες ἀνάλογα μέ τή δύναμη καί τίς ἀνάγκες ἐκείνων πού τίς ὑφίστανται. Σ’ αὐτές ἀναμιγνύονται ἡ παρηγοριά καί οἱ θλίψεις, τό φῶς καί τό σκοτάδι, οἱ πόλεμοι καί ἡ βοήθεια…Αὐτό εἶναι τό σημάδι τῆς προκοπῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ.

Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος

Τρίτη 27 Ιανουαρίου 2015


Ὁ δρόμος τῆς εὐτυχίας
Τίποτα δὲν εἶναι μεγαλύτερο ἀπὸ τὴν καθαρὴ καρδιά, γιατὶ μία τέτοια καρδιὰ γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Καὶ τί εἶναι ἐνδοξότερο ἀπὸ τὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ; Ἀσφαλῶς τίποτα. Λέει ὁ Θεὸς γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν καθαρὴ καρδιά: «Θὰ κατοικήσω ἀνάμεσά τους καὶ θὰ πορεύομαι μαζί τους. Θὰ εἶμαι Θεός τους, κι αὐτοὶ θὰ εἶναι λαός μου».
Ποιοὶ λοιπὸν εἶναι εὐτυχέστεροι ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους; Καὶ ἀπὸ ποιὸ ἀγαθὸ μπορεῖ νὰ μείνουν στερημένοι; Δὲν βρίσκονται ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ καὶ τὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὶς μακάριες ψυχές τους; Τί περισσότερο χρειάζονται; Τίποτα, στ᾿ ἀλήθεια, τίποτα! Γιατὶ ἔχουν στὴν καρδιά τους τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό: τὸν ἴδιο τὸ Θεό!
Πόσο πλανιοῦνται οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀναζητοῦν τὴν εὐτυχία μακριὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους, στὶς ξένες χῶρες καὶ στὰ ταξίδια, στὸν πλοῦτο καὶ στὴ δόξα, στὶς μεγάλες περιουσίες καὶ στὶς ἀπολαύσεις, στὶς ἡδονὲς καὶ σ᾿ ὅλες τὶς χλιδὲς καὶ ματαιότητες, ποὺ κατάληξή τους ἔχουν τὴν πίκρα! Ἡ ἀνέγερση τοῦ πύργου τῆς εὐτυχίας ἔξω ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μοιάζει μὲ οἰκοδόμηση κτιρίου σὲ ἔδαφος ποὺ σαλεύεται ἀπὸ συνεχεῖς σεισμούς. Σύντομα ἕνα τέτοιο οἰκοδόμημα θὰ σωριαστεῖ στὴ γῆ...
Ἀδελφοί μου! Ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα στὸν ἴδιο σας τὸν ἑαυτό, καὶ μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κατάλαβε αὐτό. Ἐξετάστε τὴν καρδιά σας καὶ δεῖτε τὴν πνευματική της κατάσταση. Μήπως ἔχασε τὴν παρρησία της πρὸς τὸ Θεό; Μήπως ἡ συνείδηση διαμαρτύρεται γιὰ παράβαση τῶν ἐντολῶν Του; Μήπως σᾶς κατηγορεῖ γιὰ ἀδικίες, γιὰ ψέματα, γιὰ παραμέληση τῶν καθηκόντων πρὸς τὸ Θεὸ καὶ τὸν πλησίον; Ἐρευνῆστε μήπως κακίες καὶ πάθη γέμισαν τὴν καρδιά σας, μήπως γλίστρησε αὐτὴ σὲ δρόμους στραβοὺς καὶ δύσβατους...
Δυστυχῶς, ἐκεῖνος ποὺ παραμέλησε τὴν καρδιά του, στερήθηκε ὅλα τ᾿ ἀγαθὰ κι ἔπεσε σὲ πλῆθος κακῶν. Ἔδιωξε τὴ χαρὰ καὶ γέμισε μὲ πίκρα, θλίψη καὶ στενοχώρια. Ἔδιωξε τὴν εἰρήνη καὶ ἀπόκτησε ἄγχος, ταραχὴ καὶ τρόμο. Ἔδιωξε τὴν ἀγάπη καὶ δέχτηκε τὸ μίσος. Ἔδιωξε, τέλος, ὅλα τὰ χαρίσματα καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ δέχτηκε μὲ τὸ βάπτισμα, καὶ οἰκειώθηκε ὅλες τὶς κακίες ἐκεῖνες, ποὺ κάνουν τὸν ἄνθρωπο ἐλεεινὸ καὶ τρισάθλιο.
Ἀδελφοί μου! Ὁ Πολυέλεος Θεὸς θέλει τὴν εὐτυχία ὅλων μας καὶ σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν ἄλλη ζωή. Γι᾿ αὐτὸ ἵδρυσε τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Γιὰ νὰ μᾶς καθαρίζει αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, νὰ μᾶς ἁγιάζει, νὰ μᾶς συμφιλιώνει μαζί Του, νὰ μᾶς χαρίζει τὶς εὐλογίες τοῦ οὐρανοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνοιχτὴ τὴν ἀγκαλιά της, γιὰ νὰ μᾶς ὑποδεχθεῖ. Ἂς τρέξουμε γρήγορα ὅσοι ἔχουμε βαριὰ τὴ συνείδηση. Ἂς τρέξουμε καὶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕτοιμη νὰ σηκώσει τὸ βαρὺ φορτίο μας, νὰ μᾶς χαρίσει τὴν παρρησία πρὸς τὸ Θεό, νὰ γεμίσει τὴν καρδιά μας μὲ εὐτυχία καὶ μακαριότητα.

Ἅγιος Νεκτάριος

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015


Κοιτάξτε βρέ παιδιά!
Λίγο πρίν τίς ἐκλογές εἶχαν πάει μερικοί ἐπισκέπτες στόν Γέροντα μέ σκοπό νά τόν ρωτήσουν τί γνώμη εἶχε καί ποιόν, κατά τή γνώμη του, ἔπρεπε νά ψηφίσουν. Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-Κοιτάξτε βρέ παιδιά! Ποιός εἶναι πιό κοντά στήν Ἐκκλησία, ποιός ἀγωνίζεται γι' αὐτήν καί γιά τήν πατρίδα καί ποιός ἔχει ζωή σύμφωνη μ΄αὐτά πού λέει; Ὅποιον βλέπετε πώς εἶναι πιό καλός καί πιό κοντά στήν Ἐκκλησία, αὐτόν νά ψηφίζετε. Δέ λέω νά ψηφίζετε κόμματα, ὅπως αὐτά πού βγαίνουν καί λέγονται Χριστιανοδημοκρατικά κ.λ.π., γιατί εἶναι λάθος. Δέν πρέπει νά κομματιαζόμαστε. Ἐμεῖς πρέπει νά ἀγαποῦμε πρῶτα τήν Ἐκκλησία μας καί μετά τήν πατρίδα μας καί νά ψηφίζουμε αὐτούς πού βλέπουμε νά ἀγωνίζονται γι' αὐτά τά δύο.
Βλέπετε, ὁ Μακρυγιάννης κι ὅλοι οἱ μεγάλοι ἥρωες γι' αὐτά τά δύο ἀγωνίστηκαν κι ἔχυσαν τό αἷμα τους. Πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί μετά ὑπέρ πατρίδος. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς, σήμερα, πρέπει νά τούς εἴμαστε εὐγνώμονες, πού εἴμαστε ἐλεύθεροι καί ὄχι...δοῦλοι τῶν Τούρκων καί νά προσπαθοῦμε τέτοιοι Ἕλληνες νά βγαίνουν στήν ἐξουσία, πού νά χύνουν τό αἷμα τους πρῶτα ὑπέρ τῆς πίστεως καί μετά ὑπέρ τῆς πατρίδος. Σήμερα δυστυχῶς βάλαμε μέσα στή Βουλή ἀνθρώπους νά μᾶς διοικοῦν τῶν ὁποίων τό ἱστορικό εἶναι πολύ ἐπιβαρημένο.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015


Ποιὸν νὰ ψηφίσουμε
Ὅταν πλησίαζε ὁ καιρός γιά τίς ἐθνικές ἐκλογές, πολλοί προσκυνητές ἐρχόντουσαν και ρωτοῦσαν τόν Γέροντα ποιά ἦταν ἡ γνώμη του καί ποιόν ἐκεῖνος θεωροῦσε ἄξιο, γιά νά ψηφίσουν.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε:
-Νά ψηφίσετε ὅποιον βλέπετε ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος, ὅποιον ἀγαπᾶ τόν Θεό καί τήν πατρίδα μας, αὐτόν νά ψηφίσετε.
Τότε ἐκεῖνοι, ἐπί μονίμου βάσεως τοῦ ἀπαντοῦσαν:
-Γέροντα, ὅλοι τό ἴδιο εἶναι.
Κι ἐκεῖνος τούς ἔλεγε:
-Βρέ παιδιά, κοιτάξτε ἐδῶ πέρα: ὅλες οἱ ἐλιές ἴδιες εἶναι καί ὅλες ἔχουν δάκο, ὅμως ἄλλες ἔχουν ἑκατό τοῖς ἑκατό, ἐνῶ ἄλλες πενήντα τοῖς ἑκατό. Ἐμεῖς, λοιπόν, ἐφόσον ἔχουμε ἀνάγκη ἀπό ἐλιές, πρέπει νά κοιτάξουμε ποιές ἔχουν τό λιγότερο δάκο, γιατί διαφορετικα δέ γίνεται. Καί πάντα πρέπει νά ψηφίζουμε μέ δύο κριτήρια: α) μέ τό πόσο ἀγαπᾶ ὁ ὑποψήφιος τό Θεό καί εἶναι συνειδητό μέλος τῆς Ἐκκλησίας καί
β) μέ τό πόσο ἀγαπᾶ τήν πατρίδα καί ἀποβλέπει στό γενικό καλό τοῦ τόπου κι ὄχι στό δικό του συμφέρον.
Ἐάν κάποιος χρησιμοποιήσει κάποιο ἄλλο κριτήριο, ἐκτός ἀπό αὐτά τά δύο, τότε κινεῖται ἰδιοτελῶς, καί δέν εἶναι αὐτό πού κάνει χριστιανικό. Ἀργότερα θά ἐπιτρέψει ἡ Θεία Δικαιοσύνη να τό πληρώσει. 

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015


Περί ἐκλογῶν
Ρώτησε κάποιος τόν Γέροντα, τί πρέπει νά ψηφίσει στίς βουλευτικές ἐκλογές. Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε παραβολικά: 
«Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι σάν τήν κλώσσα: Κάτω ἀπό τά φτερά της σκεπάζει καί ἄσπρα πουλάκια καί μαῦρα πουλάκια».
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν πολιτικοποιεῖται καί πολύ περισσότερο δέν κομματικοποιεῖται. Σκεπάζει μέ τήν ἀγάπη ὅλους, χωρίς νά ταυτίζεται μέ φατρίες.
Κάποτε ὁ Γέροντας μέ ρώτησε πῶς πᾶνε τά πολιτικά πράγματα. Τοῦ ἀπάντησα ὅτι γενικά δέν πᾶνε καλά. Κι ὁ Γέροντας εἶπε: 
«Τί νά σοῦ κάνουν οἱ πολιτικοί; Εἶναι μπερδεμένοι μέ τά ψυχικά πάθη τους. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά βοηθήσει τόν ἑαυτό του, πῶς θά μπορέσει νά βοηθήσει τούς ἄλλους; Φταῖμε κι ἐμεῖς γιά τήν κατάσταση αὐτή. Ἄν ἤμασταν ἀληθινοί χριστιανοί, θά μπορούσαμε νά στείλουμε στή Βουλή, ὄχι βέβαια χριστιανικό κόμμα, ἀλλά χριστιανούς πολιτικούς, καί τά πράγματα θά ἦταν διαφορετικά».

Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015


Περὶ θλίψεων
Πρέπει νὰ γνωρίζεις ὅτι μέσα στὶς θλίψεις καὶ τὰ παθήματα, στὴν ὑπομονὴ καὶ στὴ πίστη, εἶναι κρυμμένες οἱ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ ἀπόκτηση τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν. Γιατί καὶ τὸ σιτάρι, ποὺ σπέρνεται στὴ γῆ, εἶναι ἀνάγκη πρῶτα νὰ δοθεῖ στὴ σήψη καὶ στὴν ἀτιμία, φαινομενικά, καὶ ἔτσι νὰ ἀπολαύσομε τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὸν πολλαπλάσιο καρπό του. Ἂν ὅμως δὲν περνοῦσε ἀπὸ τὴ σήψη ἐκείνη καὶ τὴ φαινομενικὴ ἀτιμία, δὲν θὰ ἔβγαζε καρπό. Αὐτὸ λέει καὶ ὁ Ἀπόστολος: «Πρέπει νὰ περάσουμε πολλὲς θλίψεις γιὰ νὰ μποῦμε στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ Κύριος λέει: «Μὲ τὴν ὑπομονή σας, θὰ σώσετε τὶς ψυχές σας», καί: «στὸν κόσμο θὰ ἔχετε θλίψεις».

Ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015


Γιὰ τὸν Ἅγιο Παΐσιο
Ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἔδωσε τὴν εὐλογία, γιατὶ ἔβλεπε ὅτι ἤμουν ἀδύνατος καὶ ταλαίπωρος καὶ ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, συνεχόμενες μέχρι δυόμιση βδομάδες. Τὸν παρακολουθοῦσα μὲ πᾶσα λεπτομέρεια καί  σχολαστικότητα. Εἶχα μεγάλη περιέργεια νὰ δῶ ὅλη τὴ ζωή του. Πάντοτε μοῦ ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος κρατᾶ τὸν κόσμο στὸ χέρι του καὶ ὅτι ὄντως, πραγματικά, στηρίζει τὴν οἰκουμένη μὲ τὴν προσευχή του.
Ἐνθυμοῦμαι τὴν πρώτη φορὰ ποὺ ἔμεινα ἐκεῖ γιὰ τὸ βράδυ, μοῦ λέει: «Πᾶμε νὰ φᾶμε». Μά, τί εἴχαμε νὰ φᾶμε; Ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε τίποτα. Δὲν μπορῶ νὰ σᾶς περιγράψω τὴν ἄκρα πτωχεία ποὺ ἐπικρατοῦσε κυρίως ἐκεῖ στὸν Τίμιο Σταυρό. Πήγαμε νὰ φᾶμε, ὑποτίθεται. Ἅπλωσε κάτω, ἐν τῷ μεταξύ,  κάτω στὴ γῆ θὰ τρώγαμε, δὲν εἶχε τραπέζι. Εἶχε μιὰ μαρμάρινη πέτρα τετράγωνη,  ποὺ ἐκεῖ θὰ τρώγαμε. Ἔβαλε 1-2 κρεμμύδια, κάτι παξιμάδια καὶ κάποιος τοῦ ἄφησε καὶ μιὰ κονσέρβα. Λέει: «Θὰ σοῦ τὴν ἀνοίξω ἐσένα αὐτή, τὴ φύλαγα γιὰ σένα». Ἀλλὰ πῶς θὰ τὴν ἄνοιγε, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἐργαλεῖο. Τὴν ἄνοιξε μὲ τὸ σκεπάρνι. Δὲν εἶχε κανένα ἄλλο ἐργαλεῖο, τίποτε· ἀφοῦ δὲν χρησιμοποιοῦσε. Σηκωθήκαμε νὰ κάνομε τὴν προσευχή μας, νὰ ποῦμε τὸ «Πάτερ ἡμῶν» καὶ αὐτὸς στάθηκε ἔτσι ἐκεῖ στὴν ἔρημο, ὅπως ἦταν ἕνας πανέρημος τόπος ἐκεῖ ἡ Καψάλα, ὁ Τίμιος Σταυρός, σήκωσε τὰ χέρια του στὸν οὐρανὸ καὶ λέγει: «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς…». Πραγματικά, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, τόσα χρόνια μετά, οὔτε ἄκουσα ξανὰ τὴν Κυριακὴ Προσευχὴ μὲ τόση δύναμη. Ἐνόμιζα ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἅπλωνε τὸ χέρι Του ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ εὐλογήσει «τὴ βρῶσι καὶ τὴν πόσι» τὴ δική μας. Ἦταν κάτι τὸ φοβερό!
Ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη του ζωὴ ἦταν τόσο δυνατή, ποὺ ἔζησα μαζί του μέχρι τὸ 1992. Ἐπήγαινα πάρα πολὺ συχνά, ἔμεινα πάρα πολλὲς νύχτες μαζί του, λειτούργησα πάρα πολλὲς φορὲς στὸ ἐκκλησάκι του, ἀλλὰ ποτέ μου δὲν τὸν συνήθισα αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο. Κάθε φορὰ ποὺ τὸν συναντοῦσα εἶχα τὴν ἴδιαν ἀγωνία ὅπως τὴν πρώτη φορά. Καὶ μοῦ ἔλυσε αὐτὴ τὴν ἀπορία ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὸ Ἔσσεξ. Ὅταν πήγαμε μὲ τὸν ἀείμνηστο Γέροντά μας, στὴν κουβέντα ἐπάνω ποὺ μᾶς ἔλεγε, λέει τὸ ἑξῆς: «Ἡ συνάντησις μὲ ἕναν πνευματικὸν ἄνθρωπο ἀποτελεῖ, ἀνὰ πᾶσα στιγμή, προφητικὸ γεγονός καὶ οὐδέποτε εἶναι δυνατὸ νὰ ἐξοικειωθεῖς μὲ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Πάντοτε θὰ εἶναι ἕνα μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο γεγονός». Ὄντως, αὐτὸ συνέβαινε μὲ τὸν Γέροντα Παΐσιο.

Μητροπολίτης Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2015


Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα κι ἂς τὸ πατοῦν οἱ ξένοι,
στοιχειὸ εἶναι καὶ μὲ προσκαλεῖ· ψυχή, καὶ μὲ προσμένει.
Τὸ σπίτι ποὺ γεννήθηκα ἴδιο στὴν ἴδια στράτα
στὰ μάτια μου ὅλο ὑψώνεται καὶ μ᾿ ὅλα του τὰ νιάτα.
Τὸ σπίτι, ἂς τοῦ νοθέψανε τὸ σχῆμα καὶ τὸ χρῶμα·
καὶ ἀνόθευτο καὶ ἀχάλαστο, καὶ μὲ προσμένει ἀκόμα.

Κωστὴς Παλαμᾶς

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015


Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας
Ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, συγκροτουμένη ἐκ τῶν κατὰ τόπους Ἐκκλησιῶν, ἡνωμένων τῇ πίστει, τῇ ἐλπίδι, τῇ ἀγάπῃ καὶ τῇ λατρείᾳ ὑπῆρξεν ἀείποτε ἐλευθέρα καὶ ἀνεξάρτητος, οὐδὲ ὑπετάγη ποτὲ τῷ Πάπᾳ Ῥώμης, οὐδ᾿ ἀνεγνώρισε ποτὲ αὐτῷ μείζονα ἱεραρχίαν καὶ πνευματικὰ χαρίσματα καὶ πνευματικὴν ὑπεροχήν, ἀλλ᾿ ἐθεώρησεν αὐτὸν ἐπίσκοπον, ὡς πάντας τοὺς ἐπισκόπους, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς τὴν αὐτὴν ἔλαβε χειροτονίαν, οἵαν καὶ οἱ λοιποὶ ἐπίσκοποι παρὰ τῶν ἀποστόλων, οἵτινες δὲν ἀπεστάλησαν παρὰ τοῦ Σωτῆρος ἐπίσκοποι καθεδρῶν, ἀλλ᾿ ἀπόστολοι τοῦ ἱεροῦ Αὐτοῦ Εὐαγγελίου, φέροντες τὴν δύναμιν τοῦ ἱδρύειν ἐκκλησίας.
Οἱ ἀπόστολοι ἦσαν ὅ,τι ὁ θεόπτης Μωϋσῆς, ὅστις ᾠκοδόμησε θυσιαστήριον καὶ κατεσκεύασε τὴν σκηνὴν τοῦ μαρτυρίου καὶ διέταξε τὰ τῆς λατρείας καὶ πάσας τὰς ἱερὰς τελετάς· καὶ συγχρόνως ἀρχιθύται ὡς ὁ Ἀαρών· καὶ τοιοῦτοι ἔδει νὰ ὦσιν, ἀφοῦ ἡ παλαιὰ λατρεία τύπος καὶ σκιὰ ἦν τῆς νέας λατρείας, τῆς γνωσθείσης τοῖς ἔθνεσι διὰ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· ἐν τοῖς ἁγίοις ἀποστόλοις ὑπῆρχε τὸ πλήρωμα τῶν χαρισμάτων, οὐδὲ ἦν δυνατὸν ἄλλως νὰ ἔχῃ, ἀφοῦ πάντες ἐξ ἴσου ἀπεστέλλοντο· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα, ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμὶ πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν».
Πῶς ἦν δυνατὸν νὰ ἐξαρτῶνται οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ τοῦ Πέτρου, ὅστις ἐξ ἴσου πρὸς τοὺς ἄλλους ἀπεστέλλετο εἰς τὸ κήρυγμα, ὅπως ἱδρύσωσι τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διδάξωσι τὴν λατρείαν τοῦ Χριστοῦ ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ἀφοῦ ἕκαστος ἔμελλε νὰ ἐνεργῇ ἀνεξαρτήτως ἀπὸ τῶν λοιπῶν; Ἀλλὰ τὶς ἡ χρεία τοῦ πρωτείου τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀφοῦ δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ ὑπάρχωσι δευτερεῖα, διὰ τὴν διασπορὰν τῶν ἀποστόλων; Τὶς ἡ χρεία τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ἕκαστος ἀπόστολος ἰδίαν εἶχεν ἀποστολήν; Τὶς ἡ χρεία ἱεραρχικῆς βαθμολογίας μεταξὺ τῶν ἀποστόλων, ἀφοῦ ἐν τῇ διασπορᾷ ἔμελλον νὰ ἀποθάνωσι μακρὰν ὁ εἰς τοῦ ἄλλου; Τὶς ἡ χρεία τῆς δυνάμεως τοῦ Πέτρου, ἀφοῦ ὁ Κύριος ὑπεσχέθη εἰς τοὺς ἀποστόλους, ὅτι ἔσεται μετ᾿ αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος;
Βεβαίως οὐδεμία χρεία ὅλων τούτων τῶν φανταστικῶν προσόντων τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅστις ἐξ ἅπαντος θὰ διαμαρτύρηται κατὰ τῆς τοιαύτης ὑπεροχῆς. Ἐὰν τὰ προσόντα τοῦ Πέτρου, οἷα ἀξιοῖ ἡ ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία, ἦσαν ἀληθῆ, τὸ πνεῦμα τοῦ εὐαγγελίου θὰ καθίστατο λίαν προβληματικὸν καὶ ἀδιανόητον, διότι θὰ παρουσίαζε σύγχυσιν ἐννοιῶν καὶ σύγκρουσιν ἀρχῶν· θὰ ἦτο ἀκατανόητος ἡ ἀρχὴ τῆς ἰσότητος, καὶ ἰσότητος μέχρι ταπεινώσεως καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ἀνισότητος, μέχρι ἡγεμονίας καὶ ὑπεροψίας. Ἐὰν διετάσσετο τοιαύτη ὑπεροχὴ ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει, πῶς θὰ ἠδυνάμεθᾳ νὰ νοήσωμεν τὸ ἑξῆς χωρίον τοῦ Εὐαγγελίου; «Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐχ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»· καὶ ἵνα ἀφήσωμεν τὰ πολλὰ χωρία, διότι δὲν θὰ ἐπαρκέση ὁ χρόνος, ἐρωτῶμεν. Πῶς θὰ ἐπληροῦτο ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς τῶν ἀποστόλων μὴ ἐχόντων κοινωνίαν μετὰ τοῦ ἀνωτάτου ἀποστόλου, παρ᾿ οὗ θὰ ἐλάμβανε κῦρος τὸ ἀποστολικὸν αὐτῶν κήρυγμα; 
Ἀλλ᾿ ἀφοῦ συνέστησεν ἱεραρχίαν μεταξὺ τῶν ἀποστόλων καὶ ἀνέδειξε τὸν Πέτρον ἀνώτατον ἀπόστολον καὶ ἡγεμόνα, διατὶ ὁ Κύριος νὰ μὴ γνωστοποιήσῃ τοῦτο καὶ τοῖς λοιποῖς μαθηταῖς, λέγων αὐτοῖς· «ἰδοὺ καθίστημι Πέτρον τουτονὶ ποιμένα ὑμῶν καὶ ἄρχοντα καὶ ἡγεμόνα· αὐτὸς ποιμανεῖ ὑμᾶς αὐτοῦ ἀκοῦσασθαι· καὶ πᾷς ὅστις παρακούσει αὐτοῦ ἐξολοθρευθήσεται»; Τοῦτο ἔπρεπε νὰ ποιήση τε γνωστὸν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὁ Σωτήρ, ἐὰν ὄντως καθίστα αὐτὸν ποιμένα ποιμένων καὶ ἄρχοντα τῶν ἀποστόλων· ἀλλὰ δυστυχῶς ἢ εὐτυχῶς οὐδὲν τοιοῦτον εἴρηκε, καὶ ἑπομένως οὐδεμίαν ἱεραρχίαν ἀποστολικὴν συνέστησε, διὸ οὐδ᾿ ὑπάρχει τις φόβος ἀπωλείας τῷ μῇ πειθομένῳ τῷ διαδόχῳ τοῦ Πέτρου, εἶπερ ἔστι τοιοῦτος ὁ ἐπίσκοπος Ῥώμης.
Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας οὐχὶ τῷ ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνὸς τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καὶ ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὃς ἔστιν ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἐν ἑνὶ πνεύματι, ἐν τῇ μιᾷ πίστει, ἐλπίδι, ἀγάπῃ καὶ λατρείᾳ. Ἡ οἰκουμενικὴ Ἐκκλησία οὕτως ἐννόησε τὴν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ ἑνότητα καὶ ταύτην ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε· μαρτύρια τρανὰ οἱ πρῶτοι δέκα αἰῶνες. Ἐκ τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας μόνη ἡ ῥωμαϊκὴ Ἐκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τὸ πνεῦμα τῆς ἑνότητος καὶ δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καὶ ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. Ἡ διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προκάλεσε τὸ σχίσμα, ὅπερ λαβὸν τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σὺν τῷ χρόνῳ καὶ προέβαινε κατὰ τὸ μέτρο τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῥωμαϊκῆς Ἐκκλησίας, μέχρις οὖ ἀφήκετο εἰς τὴν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν Παπῶν τῆς ὑποταγῆς τῆς οἰκουμενικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῇ ἐπισκοπῇ τῆς Ῥώμης. Ἐν τούτῳ δὲ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ ὁ σπουδαιότατος δογματικὸς λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποὶ δογματικοὶ λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καὶ ἀπόῤῥοια τοῦ πρώτου τούτου λόγου.

Ἅγιος Νεκτάριος

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015


Ἡ εὐτυχία
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος. Θέλει νὰ ἀπολαύσει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάσει ὅλα. Καὶ γι᾿ αὐτὸ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως, φτάσει σὲ μία κατάσταση, ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλὰ ἔστω καὶ κι ἂν μπορεῖ νὰ τὰ ἀποκτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι εὐτυχισμένος. Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουν πουθενὰ εὐτυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦν νὰ ζήσουν χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Ἀλλὰ ὅποιος χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα, ποὺ δίνουν οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς καὶ ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως: οὐδὲ ἐροῦσιν, ἰδοὺ ὧδε, ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἡμῶν ἐστι».
Ξέρω καλά, τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι. Οἱ ἄνθρωποι, δηλαδή, ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ τὶς διάφορες ματαιότητες. Ὅλα αὐτά, ἀπὸ μακριὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό! Ἀπὸ κοντά, ὅμως, ἀπορεῖς γιὰ τὴν φτώχεια ποὺ ἔχουνε, καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνουνε τὸν εὐτυχισμένο! Κατάδικους, ποὺ κάνουνε τὸν ἐλεύθερο! Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη ἡ ψυχή τους! Καὶ γι᾿ αὐτὸ ἀνύπαρκτη καὶ ἡ «εὐτυχία» τους! Τελείως ἀποξενωμένοι ἀπὸ τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ!
Ἀλλὰ πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Καὶ πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει ἁλάτι;
Μὴ φοβᾶσαι, ἀδελφέ μου, νὰ μείνεις μοναχὸς μὲ τὸν ἑαυτό σου! Μὴ καταγίνεσαι ὁλοένα μὲ χίλια πράγματα, γιὰ νὰ τὸν ξεχάσεις! Γιατὶ ὅποιος ἔχασε τὸν ἑαυτό του, κάθεται μὲ ἴσκιους καὶ μὲ φαντάσματα μέσα στὴν ἔρημό του θανάτου. Ἀγάπησε τὸν Χριστὸ καὶ τὸ Εὐαγγέλιο, περισσότερο ἀπὸ τὶς πεθαμένες σοφίες τῶν ἀνθρώπων. Περισσότερο ἀπὸ κάθε τιμὴ καὶ δόξα ἐτούτου τοῦ κόσμου. Καὶ μοναχὰ τότε, θὰ χαίρεσαι σὲ κάθε ὥρα τῆς ζωῆς σου. Κανένας δρόμος δὲν βγάζει στὴν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς, παρὰ μόνο ὁ Χριστός, ποὺ σὲ καλεῖ πονετικὰ καὶ ποὺ σοῦ λέγει: «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ὁδός».

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 16 Ιανουαρίου 2015


Μεγαλείων ὀψώνια
Τελευταῖος καὶ ταπεινότερος ἐκ τῶν θαμώνων ἦτο ὁ μπαρμπα-Νικόλας ὁ Μονεβασίτης, πρῴην μανάβης. Ὅταν ἐγύριζε μὲ τὸ γαϊδουράκι του ὅλην τὴν πόλιν, κ᾿ ἐπώλει καρποὺς καὶ κηπουρικά, τοῦ συνέβη νὰ κρατήσῃ μὲ τὰς χεῖράς του εἰς τὸ κέντρον τοῦ δρόμου, ἀφηνιασμένον ἄλογον, καὶ νὰ τὸ καταδαμάσῃ. Εἶχε κερδίσει ὁπωσοῦν χρήματα ἐκ τοῦ ἐμπορίου του. Εἶχε κι αὐτός, ὅπως ὁ Βελισαρόπουλος, ἕνα μοναχογυιόν, πλὴν ἰδικόν του. Ἡ μεγάλη ἀδυναμία κι ὁ καημός του ἦτο «νὰ γίνῃ τὸ παιδί του καλύτερο ἀπ᾿ αὐτόν». «Τί τὸν θέλω, ἂν εἶναι νὰ γίνῃ χαμάλης, σὰν ἐμένα. Ὁ λόγος εἶναι νὰ τὸν ἔχω καμάρι στὰ γηρατειά μου». Ἐθυσίασεν ὅσα εἶχε διὰ νὰ τὸν βγάλῃ μηχανικόν, τὸν διετήρησε πέντε χρόνους εἰς Ἀθήνας, κι ἄλλα τρία εἰς τὴν Ἑλβετίαν. Τέλος ὁ υἱός του ἐβγῆκε πράγματι ἄξιος μηχανικός. Διωρίσθη εἰς ἐξέχουσαν θέσιν, εἶχεν ἑξακοσίας δραχμὰς τὸν μῆνα, κ᾿ ἐνυμφεύθη μίαν Γερμανίδα. Ἐκάλει τὸν πατέρα του πολλάκις εἰς τὸ δεῖπνον, τοῦ ἔδιδεν 20 ἢ 30 δρ. τὸν μῆνα, καὶ δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ μένῃ παρ᾿ αὐτῷ. Ὁ γερο-Νικόλας, χηρευμένος ἀπὸ 30τίας, καὶ μὴ ἔχων ἄλλο τέκνον, ὑπέργηρος, ἡμίτυφλος, μὲ ἐπίδεσμον περὶ τὸ ἓν ὄμμα, δὲν εἶχε θάλπος εἰς τὸ πενιχρὸν δωμάτιον ὅπου ἔμενε.
Τὴν πρώτην φορὰν ὁποὺ ἐδείπνησε παρ᾿ αὐτῷ ὁ γέρων, ὅπως ἦτο συνηθισμένος ἔκπαλαι, ἔκαμε τὸν σταυρόν του. Ἐπειδὴ ὅμως ἦτο ὀλίγον περήφανος, τοῦ ἐκακοφάνη διότι δὲν εἶδε τὸν υἱόν του νὰ τὸν μιμηθῇ. Εἰς τὸ τέλος τοῦ δείπνου, ὅταν καὶ πάλιν ἔκαμε τὸν σταυρόν του, τοῦ εἶπε:
― Δὲν κάνεις, Φίλιππα, τὸν σταυρόν σου καὶ σύ;
― Τί χρειάζονται αὐτά; εἶπεν ὁ μηχανικός. Αὐτὰ τώρα πᾶνε, σκούριασαν.
Ὁ γέρος διηγεῖτο τὸ παράπονόν του εἰς ἕνα πτωχὸν νέον, σπουδαστήν, τὸν ἴδιον ὅστις εἶχε κάμει κάποιαν παρατήρησιν ἄλλοτε εἰς τὸν καφετζήν, τὸν γέρο-Σκαρτσόπουλον.
― Καὶ στὴ λοκάντα*, γυιέ μου, τὰ ἴδια παθαίνω. Ὅταν καθίσω νὰ φάω κάποτε, εἶναι μερικοὶ νέοι καλοφορεμένοι, δὲν ξέρω ἂν εἶναι φοιτηταί, ὁποὺ ἅμα μὲ ἰδοῦν νὰ κάμω τὸν σταυρόν μου, μὲ περιγελοῦνε.
― Σ᾿ αὐτὸ ἐσὺ φταῖς, γερο-Νικόλα.
― Τί λές, παιδί μ᾿; Φταίω ποὺ κάνω τὸ σταυρό μου;
― Φταῖς, γιατὶ τοὺς κοιτάζεις νὰ ἰδῇς τί φρονοῦνε. Μήπως λοιπὸν κάνεις τὸν σταυρό σου ἀπὸ ἀνθρωπαρέσκεια; Νὰ κάνῃς τὸν σταυρό σου μὲ ἁπλότητα καὶ μὲ ἀπεριέργειαν, καὶ νὰ μὴν κοιτάζῃς διόλου ποιὸς εἶναι ἀντικρύ σου, Ἑβραῖος, Τοῦρκος ἢ Φαρμασῶνος.
Τὰς ἡμέρας τῶν Χριστουγέννων, ὁ μηχανικὸς ἐκάλεσε τὸν πατέρα του οἴκαδε, διὰ νὰ παρευρεθῇ εἰς τὸ «Δένδρον τῶν Χριστουγέννων».
― Τί δένδρο ἦτον ἐκεῖνο, παιδάκι μου, διηγεῖτο ἀκολούθως ὁ γερο-Νικόλας εἰς τὸν νεαρὸν φίλον του, τὸν προειρημένον. Ἄκουσες ἐσὺ δένδρο ποὺ νὰ ἔχῃ κρεμασμένα ἀπάνω του καλαθάκια καὶ χαρτάκια μὲ κουφέτα καὶ καραμέλες;
― Αὐτὸ εἶναι δένδρο ποὺ δὲν ἔχει ρίζες, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ κάμῃ φυσικοὺς καρπούς, μπαρμπα-Νικόλα. «Πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπόν, ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται». Ἡ ξενομανία ποὺ τοὺς ἐκόλλησε εἶναι σαπρὸν δένδρον, καὶ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ κάμῃ σαπροὺς καρπούς.
Ὁ γέρων ἐστέναξεν.
―Ἄχ, καλύτερα νὰ τὸν ἄφηνα νὰ γίνῃ χαμάλης σὰν ἐμένα!

* ταβέρνα

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015


Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή σας
Οἱ κοσμικοί λένε: «Καλότυχοι αὐτοί πού ζοῦν στά παλάτια καί ἔχουν ὅλες τίς εὐκολίες». Ἀλλ’ ὅμως μακάριοι εἶναι αὐτοί πού κατόρθωσαν νά ἁπλοποιήσουν τήν ζωή τους καί ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν θηλειά τῆς κοσμικῆς αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν, ἴσον τῶν πολλῶν δυσκολιῶν, καί ἀπαλλάχθηκαν ἀπό τό φοβερό ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας. Ἄν δέν ἁπλοποιήση τήν ζωή του ὁ ἄνθρωπος, βασανίζεται. Ἐνῶ, ἄν τήν ἁπλοποιήση, δέν θά ἔχη αὐτό τό ἄγχος.
Ἕνας Γερμανός μία φορά στό Σινά εἶπε σέ ἕνα Βεδουϊνάκι πού ἦταν πανέξυπνο: «Ἐσύ εἶσαι ἔξυπνο, μπορεῖς νά μάθης γράμματα». «Καί μετά;» τόν ρωτάει ἐκεῖνο. «Μετά θά γίνης μηχανικός». «Καί μετά;» «Μετά θ’ ἀνοίξης ἕνα συνεργεῖο αὐτοκινήτων». «Καί μετά;» «Μετά θά τό μεγαλώσης». «Καί μετά;» «Μετά θά πάρης καί ἄλλους νά δουλεύουν καί θά ἔχης πολύ προσωπικό». «Δηλαδή, τοῦ λέει, νά ἔχω ἕναν πονοκέφαλο, νά βάλω ἄλλον ἕναν πονοκέφαλο καί μετά νά βάλω καί ἕναν ἄλλον; Δέν εἶναι καλύτερα τώρα πού ἔχω ἥσυχο τό κεφάλι μου;» Ὁ περισσότερος πονοκέφαλος εἶναι ἀπό αὐτές τίς σκέψεις, νά κάνουμε αὐτό, νά κάνουμε ἐκεῖνο. Ἄν ἦταν πνευματικές οἱ σκέψεις, θά ἔνιωθε κανείς πνευματική παρηγοριά καί δέν θά εἶχε πονοκέφαλο.
Τώρα καί στούς κοσμικούς τονίζω πολύ τήν ἁπλότητα. Γιατί πολλά ἀπό αὐτά πού κάνουν, δέν χρειάζονται καί τούς τρώει τό ἄγχος. Τούς μιλάω γιά τήν λιτότητα καί τήν ἀσκητικότητα. Συνέχεια φωνάζω: «Ἁπλοποιῆστε τήν ζωή σας, γιά νά φύγη τό ἄγχος». Καί τά περισσότερα διαζύγια ἀπό ‘κεῖ ξεκινοῦν. Πολλές δουλειές, πολλά πράγματα ἔχουν νά κάνουν οἱ ἄνθρωποι καί ζαλίζονται. Δουλεύουν καί οἱ δύο, πατέρας καί μάνα, ἀφήνουν καί τά παιδιά ἐγκαταλελειμμένα. Κούραση, νεῦρα -μικρό θέμα, μεγάλος καυγᾶς- αὐτόματο διαζύγιο μετά, ἐκεῖ φθάνουν. Ἄν ἁπλοποιοῦσαν ὅμως τήν ζωή τους, θά ἦταν καί ξεκούραστοι καί χαρούμενοι. Αὐτό το ἄγχος εἶναι καταστροφή!
Μία φορά βρέθηκα σέ ἕνα σπίτι πού ἦταν ὅλο πολυτέλεια καί, καθώς συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: «Ζοῦμε στόν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι στεροῦνται». «Ζῆτε στήν κόλαση, τούς λέω. «Ἄφρον, ταύτη τῇ νυκτί», εἶπε ὁ Θεός στόν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστός μέ ρωτοῦσε: «Ποῦ θέλεις νά σέ βάλουμε, σέ μία φυλακή ἤ σέ ἕνα σπίτι σάν αὐτό;» θά ἔλεγα: «Σέ μία σκοτεινή φυλακή». Γιατί ἡ φυλακή θά μέ βοηθοῦσε. Θά μοῦ θύμιζε τόν Χριστό, θά μοῦ θύμιζε τούς ἁγίους Μάρτυρες, θά μοῦ θύμιζε τούς ἀσκητές πού ἦταν στίς ὀπές τῆς γής, θά μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακή θά ἔμοιαζε καί λίγο μέ τό κελλί μου καί θά χαιρόμουν. Αὐτό τό δικό σας τί θά μοῦ θύμιζε καί σέ τί θά μέ βοηθοῦσε; Γι’ αὐτό οἱ φυλακές μέ ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπό ἕνα σαλόνι κοσμικό ἀλλά καί ἀπ’ ἕνα ὡραῖο κελλί μοναχοῦ. Χίλιες φορές στήν φυλακή παρά σέ ἕνα τέτοιο σπίτι».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015


Περί παιδείας
- Γέροντα, συχνά λέτε ὅτι πᾶνε τά πάντα νά διαλύσουν. Ἐννοεῖτε καί τήν παιδεία;
- Ναί, δέν βλέπετε τί γίνεται; Σχολεῖα εἶναι αὐτά; Γλώσσα εἶναι αὐτή πού διδάσκουν σήμερα στά παιδιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱστορία μας; Ἀλλά καί στήν Θεολογία τί γίνεται; Ἔχει ἕνας ἄθεος πτυχίο τῆς Θεολογίας καί τόν ἀφήνουν νά διδάσκη θρησκευτικά. Δέν ἐξετάζουν ὅμως· θρησκευτικά διδάσκει ἤ ἀθεΐα; «Δέν μποροῦμε, λένε, νά τόν βγάλουμε». Ἄν ἕνας φιλόλογος πάη νά διδάξη μαθηματικά, θά τόν ἀφήσουν;
Ἄλλος εἶναι θεολόγος καί δέν ἀφήνει τούς ἀνθρώπους νά κοινωνοῦν, γιά νά μήν κολλήσουν ἔιτζ! Εἶναι ἀπό αὐτούς πού τούς ἔστειλε στήν Θεολογική Σχολή τό κομπιοῦτερ! Αὐτή δέν εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Παλιά λέγανε: «Ἔμαθε τά ἱερά γράμματα τό παιδί», γιατί ἦταν ἱερά τά γράμματα. Βλέπεις καθηγητή Θεολογίας νά μήν πιστεύη, νά βρίζη μπροστά στούς φοιτητές τούς Προφῆτες, καί νά μήν τόν βγάζουν. Μά τί θέλεις, καλέ μου ἄνθρωπε, στήν Θεολογική Σχολή; Ἐσύ, τί θεολόγους θά βγάλης;
Πόσο ἔχουν ἐπιδράσει οἱ Προτεστάντες, οἱ Καθολικοί! Τό ἄθεο πνεῦμα πόσο μπῆκε στόν Καθολικισμό! Οἱ Καθολικοί πᾶνε σιγά-σιγά νά κουτσουρέψουν τούς Ἁγίους. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, λένε, δέν ἦταν μεγάλη Ἁγία· ἕνας μικρός βασιλίσκος ἦταν ὁ πατέρας της. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν μικρός Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος μύθος. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ δέν ὑπῆρχε· ἦταν μία παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο καί ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ». Μετά θά ποῦν: «Ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός· ἦταν μόνον ἕνας δάσκαλος μεγάλος». Μετά θά προχωρήσουν καί ἄλλο: «Ὁ Θεός εἶναι μία δύναμη». Καί μετά θά ποῦν: «Ὁ Θεός εἶναι ἡ φύση»! Ἐνῶ ὑπάρχουν γεγονότα χειροπιαστά. Προφῆτες, προφητεῖες, τόσο ζωντανά θαύματα, φθάνουν καί μερικοί δικοί μας στό σημεῖο νά πιστεύουν τέτοιες χαζομάρες.
Ἦρθε καί σ’ ἐμένα κάποιος νά πάρη εὐλογία, γιά νά πάη στήν Ἰταλία νά σπουδάση Λειτουργική καί νά κάνη διατριβή. «Εἶσαι στά καλά σου; τοῦ εἶπα. Θέλεις νά πᾶς στούς Ἰησουΐτες νά κάνης τήν διατριβή σου καί ἦρθες νά σοῦ δώσω καί εὐλογία; Αὐτοί δέν ξέρουν τί τούς γίνεται! Ἐκεῖ διδάσκουν Οὐνίτες, Ἰησουΐτες, δέν ξέρω τί!» Θέλει προσοχή ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις. Γιατί ἔτσι κάνουν· πᾶνε, σπουδάζουν στήν Ἀγγλία, Γαλλία κ.λπ., πιάνουν τά εὐρωπαϊκά μικρόβια καί κάνουν μετά διατριβή. Μελετοῦν λ.χ. τούς Ἕλληνες Πατέρες σέ μετάφραση πού ἔκαναν οἱ ξένοι στήν γλώσσα τους. Ἐκεῖνοι, εἴτε ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἀποδώσουν τά νοήματα σωστά εἴτε ἀπό πονηριά, πρόσθεσαν καί τά δικά τους τά λανθασμένα. Οἱ δικοί μας πάλι, οἱ Ὀρθόδοξοι, πού μάθανε τίς ξένες γλῶσσες, παίρνουν ἀπό ‘κεῖ τά ξένα μικρόβια καί τά μεταφέρουν ἐδῶ καί μετά τά διδάσκουν κιόλας. Φυσικά, ὅταν προσέξη κανείς, εὔκολα ξεχωρίζει τό χρυσό ἀπό τό κεχριμπάρι.
- Γέροντα, μερικά παιδιά πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία, ὅταν βγοῦν γιά σπουδές στό ἐξωτερικό, ἐπειδή δέν περνᾶνε ἐδῶ στό Πανεπιστήμιο, χάνουν τήν πίστη τους καί παραστρατοῦν.
- Θά πῶ σέ κανέναν ἀπό αὐτούς πού γνωρίζω, νά κάνουν ἀκόμα κάνα-δύο Πανεπιστήμια ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, γιά νά μήν βγαίνουν τά παιδιά ἔξω. Νά σπουδάζουν ἐδῶ, γιατί καί τά παιδιά χάνονται καί οἱ γονεῖς ξοδεύονται καί τόσο συνάλλαγμα βγαίνει ἔξω.
Πάντα λέω στά παιδιά πού πᾶνε ἔξω γιά σπουδές: «Νά πᾶτε, ἀφοῦ τό θέλετε, ἀλλά νά προσέξετε νά μή χάσετε τήν πίστη σας· νά πάρετε μόνον τίς γνώσεις τους. Καί προπαντός μήν ξεχάσετε νά γυρίσετε πίσω στήν Πατρίδα. Ἡ Ἑλλάδα σᾶς περιμένει. Ἔχετε χρέος νά τήν βοηθήσετε. Νά εἶστε κοντά στούς Ἕλληνες, γιά νά μήν ἀναγκάζωνται οἱ καημένοι νά τρέχουν στό ἐξωτερικό, γιά νά βροῦν ἕναν γιατρό ἤ ἕναν εἰδικό γιά μία ἐπιστήμη. Πολύ προσέξτε νά μήν ψυχρανθῆ ἡ καρδιά σας. Οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι ψυχροί. Ἡ Ἀμερική πάλι εἶναι μόνο γιά νά πλουτίζη κανείς ὑλικά καί νά χρεωκοπῆ πνευματικά».
- Καί οἱ ἀπεργίες, Γέροντα, τί κακό κάνουν! Ὁλόκληρο μήνα χωρίς μάθημα τά παιδιά, νά γυρίζουν στούς δρόμους!
- Ἐγώ λέω στούς δασκάλους ποτέ νά μήν κάνουν ἀπεργία, ἐκτός ἄν πᾶνε νά καταργήσουν λ.χ. τά θρησκευτικά, τήν προσευχή ἤ νά κατεβάσουν τόν σταυρό ἀπό τήν σημαία κ.λπ. Τότε πρέπει νά διαμαρτυρηθοῦν. Ἀλλιῶς τί φταῖνε τά παιδιά νά χάνουν μαθήματα;
- Δηλαδή, Γέροντα, ἔτσι πού ἔχει διαμορφωθῆ ἡ παιδεία θά κάνη πολύ κακό.
- Τώρα θά σακατευτοῦν πολλά παιδιά, ἀλλά καί ὁ Καλός Θεός θά κρίνη ἀνάλογα. Θά ἐξετάση σέ τί κατάσταση θά ἦταν, ἄν δέν τά ἐπηρέαζαν καί δέν τούς ἔκαναν κακό. Ὅμως καί ἐμεῖς χρειάζεται νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά τά καημένα τά παιδιά, ὥστε νά ἐπέμβη ὁ Θεός νά τά βοηθήση καί νά μή σακατευτοῦν, ἀλλά νά εἶναι ὑγιέστατα πνευματικά καί νά ἀποκτήσουν ἀρετές.

Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015


Ἡ τελεία ἀγάπη
Πολλὰ ὀνόματα ἔχει ὁ Θεός, ἀδελφοί μου. Τὸ κύριον ὄνομα τοῦ Θεοῦ μας εἶνε ἡ ἀγάπη. Ἁγία Τριὰς εἶνε, Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, μία φύσις, μία δόξα, μία βασιλεία, ἕνας Θεός. Πρέπει πρῶτον νὰ ἀγαπῶμεν τὸν Θεόν, ἀδελφοί μου, διατὶ μᾶς ἔδωσε τόσον μεγάλην γῆν καὶ κατοικοῦμεν τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι, χορτάρια, βρύσες, ποταμούς, θάλασσαν, ὀψάρια, ἀέρα, νύκτα καὶ ἡμέραν, οὐρανόν, ἄστρα, ἥλιον, φεγγάριον. Μᾶς ἔκαμεν ἀνθρώπους καὶ ὄχι ζῶα· μᾶς ἔκαμεν εὐσεβεῖς χριστιανοὺς καὶ ὄχι αἰρετικούς. Τώρα σᾶς ἐρωτῶ, ἀδέλφια μου, νὰ μὲ εἰπῆτε, ποίον θέλετε, τὸν Θεὸν ἢ τὸν διάβολον;
Τὸν Θεὸν θέλομεν.
Ναί, πολὺ καλὰ τὸ λέγετε, παιδιά μου, φρονιμώτατα, νὰ ἔχω τὴν εὐχήν σας, μόνον νὰ ἰδοῦμεν αὐτὴν τὴν ἀγάπην. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ἄρα νὰ εἶνε πιστή, νὰ εἶνε τελειωμένη ἢ τῆς λείπει τίποτε πουθενά; Πρέπει νὰ τὸ καταλάβωμεν ἀπὸ λόγου μας· ἐσύ, ἀδελφέ μου χριστιανέ, ἔχεις ἕνα παιδί· ἐγὼ σὲ τιμῶ καὶ λέγω καλὸν εἶνε τὸ παιδί σου, ἀλλὰ τὸ δέρνω, τὸ καταφρονῶ, παίρνω τὸ ψωμίον του καὶ τὸ τρώγω. Τί λέγεις, ἔτσι εἶνε ἡ ἀγάπη;
Ἡ ἀγάπη, μὲ φαίνεται νὰ λέγης, ὄχι δὲν εἶνε ἔτσι. Καὶ ἡμεῖς καθὼς ἀγαποῦμεν τὸν Θεόν μας νὰ ἀγαποῦμεν καὶ τὸν ἀδελφόν μας, διατὶ εἶνε φυσικὸν νὰ ἀγαποῦμεν τὸν ἀδελφόν μας, παρὰ φύσιν εἶνε νὰ μὴν τὸν ἀγαπῶμεν. Πρέπει νὰ ἀγαπῶμεν τὸν ἀδελφόν μας, ὅτι ἔχομεν μίαν Πίστιν, ἕνα Βάπτισμα, τὰ Πανάχραντα Μυστήρια μεταλαμβάνομεν, ἕνα παράδεισον ἐλπίζομεν νὰ ἀπολαύσωμεν, μίαν κεφαλὴν ἔχομεν, τὸν Χριστόν μας.
Ἀδέλφια μου, ἡ ἀγάπη ἔχει δυὸ ἰδιώματα, δυὸ χαρίσματα· τὸ ἕνα δυναμώνει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ καλά, καὶ τὸ ἄλλο ἀδυνατίζει εἰς τὰ κακά. Ἐγὼ ἔχω ἕνα ψωμίον νὰ τὸ φάγω καὶ νὰ πίω, μὰ ἐσὺ καλὰ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Μὴ τὸ τρώγης μοναχός σου, ἀλλὰ δῶσε καὶ τὸν ἀδελφόν σου. Ἔχω φορέματα, μὰ ἐσὺ δὲν ἔχεις. Ἡ ἀγάπη μὲ λέγει: Δῶσε του ἕνα τὸν ἀδελφόν σου.
Ἀνοίγω τὸ στόμα μου νὰ σὲ κατηγορήσω, νὰ σὲ εἰπῶ ψεύματα, ἡ ἀγάπη ὅμως νεκρώνει τὸ στόμα μου, τὸ βουλώνει. Ἁπλώνω τὸ χέρι μου νὰ ἁρπάξω τὰ πράγματά σου, ἡ ἀγάπη δὲν μὲ ἀφήνει. Εἴδατε, ἀδελφοί μου, τί χαρίσματα ἔχει ἡ ἀγάπη;

Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015


Ὄρνις χρυσοτόκος
Ἀνήρ τις ὄρνιν ἐκέκτητο χρυσοῦν ᾠόν καθ᾿ ἑκάστην αὐτῷ τίκτουσαν. Ὁ δὲ μὴ τῷ καθημερινῷ ἐκείνῳ ἐπαρκούμενος κέρδει, ἀλλ᾿ ἀφρόνως τοῦ πλείονος ὀρεγόμενος, τὴν ὄρνιν κατέθυσεν. Ἐδόκει γὰρ ἐν τοῖς ἐγκάτοις αὐτῆς θησαυρῷ τινι ἐντυχεῖν. Καὶ μηδὲν ὅλως ἐφευρὼν καθ᾿ ἑαυτὸν ἔλεξεν ὡς:
«Ἐλπίδι θησαυροῦ ἐπερειδόμενος, καὶ τοῦ ἐν χερσὶ κέρδους ἐξέπεσον».
Οὗτος δηλοῖ ὡς οἱ πολλοί, τῶν πλειόνων ὀρεγόμενοι, καὶ τῶν ὀλίγων ἐκπίπτουσι.

Εἶχε κάποιος μιὰ κότα ποὺ τοῦ ἔκανε ἕνα χρυσὸ αὐγό τὴ μέρα. Ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔφτανε τοῦ πλεονέκτη. Τὴν ἅρπαξε λοιπόν, τὴν ἔσφαξε, τὴν ξεκοίλιασε κι ἄρχισε νὰ ψάχνει τὰ ἐντόσθιά της, γιὰ νὰ βρεῖ τὸ μεγάλο θησαυρὸ!
Φυσικά, δὲ βρῆκε τίποτε καὶ εἶπε στὸν ἑαυτό του:
«Στηρίχτηκες στὴν ἐλπίδα πὼς θὰ βρεῖς μεγάλο θησαυρό, κι ἔχασες ἀκόμη καὶ τὸ λίγο ποὺ εἶχες!»

Ὁ μύθος λέει πὼς ὅποιος πάει γιὰ τὰ πολλά, χάνει καὶ τὰ λίγα.

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015


Ἀπορία
Τὰ ξωκλήσια δίπλα στὰ καΐκια ἤ ἀπάνω στὰ βράχια τὼν νησιῶν μας: πῶς ἐξηγοῦν οἱ φωτισμένοι μας τὴν παρουσία τους; Διακοσμητικὴ μήπως;

Ζήσιμος Λορεντζᾶτος

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015


Ὑπομονὴ
Ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς, ποὺ πολλὲς φορὲς τὴν ἐπικαλούμαστε κυρίως γιὰ τοὺς ἄλλους, εἶναι πολὺ ἀναγκαία σε μᾶς καὶ ἐξίσου δύσκολη στὸν ἀγῶνα της. Ὑπομονὴ δὲν εἶναι ἡ ἐξ ἀνάγκης ἀποδοχὴ τῶν γεγονότων, ἐπειδὴ δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε διαφορετικά. Οὔτε πάλι ἡ ἀγχώδης, κατὰ κάποιο τρόπο, ἀναμονὴ μιᾶς ἀπολύτρωσης ἀπὸ τὴ δοκιμασία ποὺ ἐνδεχομένως περνοῦμε. Ἀλλὰ ὑπομονὴ εἶναι ἡ μυστικὴ προσδοκία τῆς ἀποκάλυψης τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, τῆς φανέρωσής Του σὲ χώρους, χρόνους καὶ συνθῆκες ποὺ δὲν συνηγορεῖ ἡ λογικὴ καὶ ἡ φύση μας, ἡ ἐλπιδοφόρα ἀναμονὴ τῆς πειστικῆς μεταμόρφωσης τῆς δοκιμασίας σὲ θεϊκὴ εὐλογία.
Μᾶς συμβαίνει συχνὰ μιὰ δοκιμασία ποὺ μᾶς ὑπερβαίνει. Μιὰ κατεύθυνση τῆς σκέψης μας εἶναι νὰ παραδώσουμε τὰ ὅπλα καὶ νὰ ποῦμε: «καὶ τί μπορῶ νὰ κάνω ἐγώ;» Ἀναγκαστικὰ λοιπὸν δεχόμαστε τὸ συμβάν, μὲ μιὰ ἐλπίδα μήπως, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, κάτι συμβεῖ καὶ τελικὰ ἔλθει ἡ ἀπολύτρωση τόσο αὐτόματα, ὅσο μᾶς ἐπισκέφθηκε ἡ δοκιμασία. Αὐτὰ εἶναι ἡ κατώτερης ποιότητος ὑπομονή. Εἶναι μία ψυχολογικὴ ὑπομονή, ποὺ ἔχει τὴν ἀξία της, βοηθάει ἀλλὰ δὲν ἐλευθερώνει.
Ὑπάρχει ὅμως καὶ ἡ πνευματικὴ ὑπομονὴ καὶ γι᾿ αὐτὴν μιλοῦν τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία καὶ τὸ ἀλάθητο στόμα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ ἡ ὑπομονὴ μᾶς βοηθᾷ νὰ διακρίνουμε πίσω ἀπὸ τὰ ἐπώδυνα περιστατικά, πίσω ἀπὸ τὶς δύσκολες συνθῆκες, πίσω ἀπὸ τὰ στραβὰ καὶ τὶς δυσκολίες τοῦ δικοῦ μας χαρακτῆρα. Μᾶς κάνει νὰ προσδοκοῦμε, πίσω ἀπὸ τὶς δυσκολίες ποὺ μᾶς παρεμβάλλουν οἱ αδελφοί, κάποια πολύτιμη ἀποκάλυψη τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ θέλει ὑπομονή. Τὸ νὰ δώσουμε λοιπὸν κάποιο χρόνο στὰ γεγονότα γιὰ νὰ δείξουν μόνα τους τὴν ταυτότητα καὶ τὸ λόγο τους, τὸ μυστικό τους, αὐτὸ εἶναι ἡ ὑπομονή. Τὸ νὰ περιμένει κανεὶς τὸ Θεό. Ἡ νοοτροπία τοῦ «ἐδῶ καὶ τώρα» ποὺ τόσο πολὺ καλλιεργεῖται στὶς μέρες μας, δὲν εἶναι χριστιανικὴ νοοτροπία, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἀπεργάζεται εἶναι ἡ καλλιέργεια τοῦ ἐγωισμοῦ μας καὶ ἡ κυριαρχία τοῦ ἄγχους στὴν ψυχή μας. Ἀπεναντίας στὴ θέση τοῦ «ἐδῶ», ἐμεῖς βάζουμε τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ στὴ θέση τοῦ «τώρα» τὸ «ὅποτε θέλει ὁ Θεός» καὶ τὴν αἰωνιότητα.
Ἔτσι λειτουργεῖ ὁ ἀληθινὸς χριστιανὸς καὶ ἀντὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐλέγξει καθοριστικὰ τὰ γεγονότα μὲ ἐκεῖνα τὰ ἀπαιτητικὰ «γιατί;» πρὸς τὸ Θεό, τὰ ἀποδέχεται καὶ μάλιστα ὄχι παθητικά, ἀλλὰ μ᾿ ἕναν τρόπο πραγματικὰ παρηγορητικό, ὡς δῶρα καὶ εὐλογίες ἀπὸ τὸν Θεό.

Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015


Ἡ ὁμίχλη
Δέν ξέρω πιά τί γίνεται μέ τήν ὁμίχλη κι ἄν ἐξακολουθεῖ νά πέφτει τόσο πηχτή ἤ μήπως χάθηκε ὁλότελα κι αὐτή, ὅπως ἡ πάχνη πάνω ἀπ' τά πρωινά κεραμίδια. Βλέποντας τήν παρθενική πάχνη νά γυαλίζει παντοῦ, λέγαμε: "Εἶχε κρύο τή νύχτα" ἤ "τά λάχανα θά γίνουν μέ τήν πάχνη πιό γλυκά· πρέπει νά κάνουμε ντολμάδες".
Ὅταν ἐρχόταν ὁ καιρός τῆς ὁμίχλης, εἶχα πάντα τό νοῦ μου σ' αὐτήν. Μέρα τή μέρα περίμενα νά μέ σκεπάσει κι ἐγώ νά χώνομαι ἀθέατος μέσα της. Θλιβόμουν ὅμως πολύ, ὅταν ἔπεφτε τίς καθημερινές, τήν ὥρα πού βασανιζόμουν μέ τά χαρτιά στό γραφεῖο. Παρακαλοῦσα νά κρατήσει ὡς τό βράδυ, συνήθως ὅμως γύρω στό μεσημέρι διαλυόταν ἀπό ἕναν ἥλιο ἰδιαίτερα δυσάρεστο.
Μά, καμιά φορά, ὅταν ξυπνώντας τ' ἀπόγευμα, τήν ὥρα πού ἔλεγα ἄν θά πάω στό σινεμά ἤ στό καφενεῖο, ἔβλεπα ἀναπάντεχα ἀπ' τό παράθυρο τό ἀπέραντο θέαμα τῆς ὁμίχλης, ἄλλαζα ἀμέσως σχέδια καί πορεῖες. Σήκωνα τό γιακά τῆς καμπαρντίνας, κατέβαινα μέ σιγουριά τά σκαλιά κι ἔφευγα γιά τήν παραλία, χωρίς ταλαντεύσεις. H ὁμίχλη εἶναι γιά νά βαδίζεις μέσα σ' αὐτήν. Διασχίζεις κάτι πού εἶναι πυκνότερο ἀπό ἀέρας καί σέ στηρίζει. Ἀλλά καί κάτι ἀκόμα· ὁμίχλη χωρίς λιμάνι εἶναι πράγμα ἀταίριαστο. 
H ὁμίχλη ἦταν ἀκόμα πιό γλυκιά, ὅταν τήν ψιλοκεντοῦσε ἐκείνη ἡ βροχή, ἡ πολύ ψιλή βροχή τοῦ οὐρανοῦ μας. Αὐτή πού δέ σέ βρέχει, μά σέ ποτίζει μονάχα καί φυτρώνουν πιό λαμπερά τά μαλλιά σου τήν ἄλλη βδομάδα. Καί τότε ἔπαιρναν νόημα τά φῶτα καί τά τράμ καί τά κορναρίσματα. Ἀκόμα κι οἱ πολυκατοικίες γίνονταν ἑλκυστικές μές στήν ἀχνάδα.
Κι ὕστερα ἔφτανα στό καφενεῖο τοῦ λιμανιοῦ, αὐτό πού ἀπό χρόνια εἶναι γκρεμισμένο, νά ξαναβρῶ τήν παρέα μου. Κι ὅταν δέν ἦταν ἐκεῖ -καί δέν ἦταν ποτέ ἐκεῖ- καθόμουν ὧρες καί καρτεροῦσα. Πίσω ἀπ' τά τζάμια διαβαίναν ἀράδα οἱ σκιές αὐτῶν πού τώρα ἔχουν πεθάνει. Κολλοῦσαν τό μοῦτρο τους γιά μία στιγμή στό θαμπό τζάμι κι ἄλλοι ἔμπαιναν μέσα, ἐνῶ ἄλλοι τραβοῦσαν ἀνατολικά γιά τόν Πύργο τοῦ Αἵματος. Κι ἄν δέ μοῦ ἔγνεφε κανείς, ἔβγαινα κι ἀκολουθοῦσα μία σκιά, πού ποτέ δέν μποροῦσα νά προφτάσω.
Δέ θυμᾶμαι ἀπό ποῦ ἐρχόταν ἐκείνη ἡ ὁμίχλη· μᾶλλον κατέβαινε ἀπό ψηλά. Τώρα, πάντως, ξεκινάει βαθιά ἀπ' τά ὄνειρα. Αὐτά πού χρόνια μένανε σκεπασμένα μ' ἕνα βαρύ καπάκι, πού ὅμως πῆρε ἀπ' τήν πίεση γιά καλά νά παραμερίζει.
Πέφτει πολλή ὁμίχλη, γίνομαι ἕνα μ' αὐτήν, καί ξεκινάω. Ἀκολουθῶ ἄλλες σκιές ὀνοματίζοντάς τες. Περπατῶ κοιτάζοντας τό λιθόστρωτο. Αὐτό σέ πολλούς δρόμους καί δρομάκια ἀκόμα διατηρεῖται. Δέν ὑπάρχει, βέβαια, ἀνάμεσα στίς πέτρες τό χορταράκι, πού φύτρωνε τότε. Ὅλα ἔχουν γκρεμίσει ἤ ξεραθεῖ. Κανένας θάνατος δέν εἶναι καλός. Ὤ, καί νά 'ταν ἀλήθεια, αὐτό πού λένε, πώς θά τούς ξαναβροῦμε ὅλους…
Ἀκολουθώντας τίς σκιές μπαίνω πάντα στόν ἴδιο δρόμο. Τά δέντρα καί τά φυτά θεριεύουν μές στή μοναξιά καί τή θολούρα. Γίνονται σάν κάστρα τεράστια. Φτάνω στό ἀγέρωχο σπίτι τό τυλιγμένο μέ κισσούς καί φυλλώματα. Παρόλο πού οἱ σκιές κοντοστέκονται καί σά νά μοῦ γνέφουν, ἐγώ δέν πλησιάζω κάν στήν Πορτάρα. Θαρρῶ πώς μόνο ἀγαπημένο πρόσωπο θά μέ πείσει κάποτε νά τήν περάσω.
Φεύγω καί ξαναχάνομαι μέσα στά τράμ, τά φῶτα καί τήν κίνηση. O νοῦς μου εἶναι κολλημένος στήν ὁμίχλη καί σ' ὅλα ὅσα εἶδα μέσα σ' αὐτήν. Προσπαθώντας νά ξεχαστῶ περπατῶ πολύ τίς ὀμιχλιασμένες νύχτες. Αἰσθάνομαι κάποια ἀνακούφιση μέ τό βάδισμα. Τά μεγάλα βάσανα κατασταλάζουνε σιγά σιγά στό κορμί καί διοχετεύονται ἀπ' τά πόδια στό ὑγρό χῶμα.

Γιῶργος Ἰωάννου