Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

 


Ἀθεΐα, τὸ καύχημα τῆς ἐποχῆς μας (β)

Ἡ ἀπιστία ὑπῆρχε πάντα. Μὰ σήμερα, μὲ τὴν ἀποτρόπαια ματαιοδοξία ποὺ μᾶς τρώγει, τὴν ἐπιδείχνουμε σὰν νὰ μᾶς δίνει τὴ μεγαλύτερη ἀξία. Ὅποιος ἔχει πίστη στὸν Θεὸ καὶ στὴν ἀλήθεια ποὺ φανέρωσε, εἶναι καταφρονεμένος, σὰν στενόμυαλος κι᾿ ἀνόητος, καὶ τραβᾶ πάνω του ὅλα τὰ περιγελάσματα. Λογαριάζεται γιὰ «βλαμμένος» ἀπὸ τὸν πολὺν κόσμο, μάλιστα ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ ξέρει νὰ τὰ καταφέρνει στὴ ζωή, νὰ «πετυχαίνει», νὰ βγάζει λεφτά, νὰ καλοπερνᾶ, νὰ μὴ δίνει πεντάρα γιὰ τίποτα, κατὰ τὸ ρητὸ ποὺ λέγει: «Φάγωμεν καὶ πίωμεν, αὔριον γὰρ ἀποθνήσκομεν». Γιὰ τοῦτο, χρειάζεται νὰ ἔχει θάρρος καὶ νὰ περιφρονᾶ τὴν ἐκτίμηση τοῦ κόσμου καὶ τὸ ὑλικὸ συμφέρον του, ὅποιος λέγει πὼς ἔχει πίστη στὸν Θεό.

Ἐνῶ ἐκεῖνον ποὺ καυχιέται πῶς δὲν πιστεύει σὲ τίποτα, α) Τὸν ἔχει ὁ κόσμος σὲ μεγάλη ὑπόληψη καὶ σεβασμό, μάλιστα ὅσο περισσότερο ἄπιστος λέγει πὼς εἶναι, τόσο περισσότερη εἶναι ἡ ἐκτίμηση καὶ ὁ σεβασμὸς ποὺ φανερώνει ὁ ἔξυπνος καὶ σοβαρὸς κόσμος στὸ πρόσωπό του. Ὁ τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι συνοφρυωμένος, μὲ λίγα καὶ βαρειὰ λόγια, ἀράθυμος κι᾿ ἀπότομος, «θετικὸς ἄνθρωπος», «γερὸ μυαλό». β) Ὅλα τοῦ ἔρχουνται βολικά, καὶ δὲν σκοτίζεται, δὲν στενοχωριέται γιὰ τίποτα. Δὲν ἔχει εὐθύνες καὶ ζαλοῦρες: Ἐδῶ κάτω, λέγει, εἶναι ἡ Κόλαση κι᾿ ὁ Παράδεισος. Ἡ ζωὴ εἶναι γιὰ νὰ τὴν ἀπολαβαίνουνε οἱ ἔξυπνοι. Οἱ κοιμισμένοι κι᾿ οἱ ἀφιονισμένοι ἂς πεθάνουνε».

Ἐξ ἄλλου, δὲν ὑπάρχει πιὸ εὔκολο πράγμα ἀπὸ τὸ νὰ κάνεις τὸν ἄπιστο! Πατᾶς ἕνα μονάχα κουμπί, κι᾿ ὅλα σοῦ ἔρχονται βολικά. Ὁ διάβολος εἶπε στὸν Χριστό: Πέσε, προσκύνησέ με, καὶ θὰ γίνουνε οἱ πέτρες ψωμιά, «οἱ λίθοι ἄρτοι».

Λέγει λοιπὸν ὁ ἔξυπνος : «Νὰ κάθεσαι, ἄνθρωπος μὲ τετρακόσα μυαλά, νὰ χάνεις τὸν καιρό σου μὲ χαζομάρες, σὰν τὶς γρηές, μὲ θεούς, μὲ κόλαση καὶ μὲ παράδεισο, μὲ καντήλια, μὲ θυμιατά, μὲ δισκοπότηρα, μὲ παπάδες καὶ μὲ καλόγρηες! Καὶ σὲ ποιὰ ἐποχή; Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἐπιστήμη στέλνει ἀνθρώπους στοὺς πλανῆτες! Ἀκοῦς, φίλε μου, βλακεία ποὺ ἔχει αὐτὸς ὁ κόσμος;».

Αὐτὰ λένε γιὰ τοὺς πιστοὺς οἱ ἔξυπνοι καὶ οἱ τιμημένοι τούτου τοῦ κόσμου, καὶ τοὺς χειροκροτοῦνε οἱ πολλοί, ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ φρόνιμούς σε ὅλα, ἐπειδὴ δὲν κυνηγᾶνε ἴσκιους, ἀλλὰ ἔχουνε μυαλὸ γερό, καὶ ἐπιτυχαίνουνε σὲ ὅτι καταπιαστοῦνε.

Ναί! Ἐπιτυχαίνουνε, γιατὶ, μ᾿ ἕναν λόγο, ἡ ἀπιστία εἶναι «ἡ πλατεία πύλη καὶ εὐρύχωρος ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πὼς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν», ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς εὐδαιμονίαν». Ἐνῶ ἡ πίστη εἶναι «ἡ στενὴ πύλη καὶ τεθλιμμένη ὁδός», ποὺ δὲν πιστεύουνε πῶς εἶναι «ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν», ἀλλὰ «εἰς τὴν ἐπὶ γῆς δυστυχίαν καὶ περιφρόνησιν». «Πολλοὶ εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι διὰ τῆς πλατείας πύλης» κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, «καὶ ὀλίγοι εἰσιν οἱ εὑρίσκοντες τὴν στενὴν πύλην».

Ὅλοι οἱ ἄπιστοι λένε πὼς ἂν βλέπανε ἕνα θαῦμα, θὰ πιστεύανε. Μὰ ἡ πίστη δὲν ἔρχεται μὲ τὴ βία, ἀλλὰ μὲ τὴ συγκατάθεση τῆς ψυχῆς. Γι᾿ αὐτὸ σὲ ὅσους ζητᾶνε θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψουνε, δὲν δίνεται, κατὰ τὸν λόγο ποὺ εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς Φαρισαίους: «Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ καὶ σημεῖον οὗ δοθήσεται αὐτή».

Ἀλλὰ καὶ θαῦμα νὰ δεῖ ἕνας ἄπιστος, ἡ ὑπερηφάνεια δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πιστέψει, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ εὐκολόπιστος καὶ καταφρονεθεῖ.

Πρὶν καιρὸ ἔγραψα μὲ συντομία πέντε-ἕξη ἄρθρα γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γίνουνται σ᾿ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης, μὲ τὸν τίτλο «Φρικτὰ μυστήρια». Πολλοὶ ἀναγνῶστες συγκινηθήκανε στὸ ἔπακρο, ἰδίως οἱ ταπεινοὶ κι᾿ ἀγράμματοι ἄνθρωποι, «τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενημένα». Οἱ ἔξυπνοι ὅμως κι᾿ οἱ τετραπέρατοι δὲν δώσανε σημασία, καὶ κάποιοι ἀπ᾿ αὐτοὺς μὲ περιγελάσανε καὶ μοῦ γράψανε πὼς λέγω ἀνοησίες.

Ἀλλά, «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται». Ἀπὸ τότε ὡς τὰ σήμερα τὰ θαύματα δὲν πάψανε, κι ὁλοένα γίνουνται πυκνότερα καὶ τρομαχτικώτερα. Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ βλέπουνε μοῦ τὰ γράφουνε μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, κι ἀπ᾿ αὐτὰ κάνω ἕνα βιβλίο ποὺ θὰ εἶναι σὰν πυρωμένο σίδερο γιὰ τὶς ἄπιστες γλῶσσες (Πρόκειται γιὰ τὸ βιβλίο «Σημεῖον μέγα» ποὺ ἐξέδωσε ὁ «Ἀστήρ»). Αὐτὸν τὸν καιρὸν γίνουνται ἀνασκαφές, γιὰ νὰ βρεθεῖ ἡ ἀρχαία ἐκκλησία μὲ τὰ λείψανα ἐκείνων ποὺ φανερώνονται ὁλοζώντανοι μπροστὰ στοὺς ἁπλοὺς ἀνθρώπους, στὸν ὕπνο καὶ στὸν ξύπνο τους, καθὼς κι εἰκόνες καὶ τὰ᾿ ἄλλα κειμήλια. Θὰ εἴχανε βρεθεῖ ὅλα, καὶ θὰ ξεσκεπαζότανε γρήγορα ὁλότελα αὐτὸς ὁ φοβερὸς κρατήρας, ποὺ θὰ σάρωνε τοὺς ἄπιστούς με τὴν ἁγιασμένη λάβα του, ἂν ὑπήρχανε περισσότερα μέσα στὰ χέρια τῶν φτωχῶν ἀνθρώπων ποὺ σκάβουνε μὲ μία πίστη ποὺ εἶναι σὰν φωτιά.

Μά, ὅπως καὶ νὰ εἶναι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ «τὴν τ᾿ ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν», θὰ βγάλουνε σὲ καλὸ τέλος τὸ βλογημένο αὐτὸ ἔργο, καὶ θὰ θριαμβέψει ἡ ἀκατάλυτη πίστη μας, καὶ θὰ ἀκουστεῖ ὡς τὰ πέρατα τοῦ ἄπιστου κόσμου ἡ βροντερὴ φωνή: « Τὶς Θεὸς μέγας ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν; Σὺ εἶ ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος!».

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

 


Ἀθεΐα, τὸ καύχημα τῆς ἐποχῆς μας (α)

Ἀθεΐα! Τίτλος μεγάλος καὶ καύχημα γιὰ τὸν σημερινὸν ἄνθρωπο. Ὅποιος τὸν ἀποχτήσει (καὶ γιὰ νὰ τὸν ἀποχτήσει, φτάνει νὰ χειροτονηθεῖ μοναχός του ἄπιστος), γίνεται παρευθὺς στὰ μάτια τῶν ἄλλων σοφός, κι᾿ ἂς εἶναι ἀμόρφωτος, σοβαρός, κι᾿ ἂς εἶναι γελοῖος, ἐπίσημος κι᾿ ἂς εἶναι ἀλογάριαστος, ὑπεράξιος κι᾿ ἂς εἶναι ἀνάξιος, ἐπιστήμονας κι᾿ ἂς εἶναι κουφιοκέφαλος.

Δὲν μιλῶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἔχει πόθο νὰ πιστέψει, μὰ δὲν μπορεῖ, μὲ ὅλο ποὺ κατὰ βάθος πάντα ἡ αἰτία τῆς ἀπιστίας εἶναι ἡ περηφάνεια, αὐτὴ ἡ ὀχιά, ποὺ κρύβεται τόσο ἐπιτήδεια μέσα στὸν ἄνθρωπο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ τὴν καταλάβει.

Ὅπως καὶ νἆναι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἀγωνίζουνται καὶ πολεμᾶνε μὲ τὸν ἄπιστο ἑαυτό τους, ἔχουνε ὅλη τη συμπόνεσή μας. Γι᾿ αὐτοὺς παρακαλοῦμε, ὅσοι πιστεύουμε, νὰ τοὺς βοηθήσει ὁ Θεὸς νὰ πιστέψουνε, ὅπως ἔκανε σὲ κεῖνον τὸν πατέρα ποὺ εἶχε ἄρρωστο τὸ παιδί του, καὶ παρεκάλεσε τὸν Χριστὸ νὰ τὸ γιατρέψει. Καὶ Κεῖνος τοῦ εἶπε: «Ἂν μπορεῖς νὰ πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατὰ σὲ κεῖνον ποὺ πιστεύει». Καὶ τότε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ ἔκραξε μὲ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», δηλαδὴ «ἔχω πόθο νὰ πιστέψω, κι᾿ ἐσύ, Κύριε, δυνάμωσέ τον».

Οἱ ἄπιστοι, γιὰ τοὺς ὁποίους μιλοῦμε, δὲν εἶναι τέτοιοι. Ὄχι μονάχα δὲν κλάψανε ποτέ, γιὰ νὰ ἀνοίξουνε μὲ τὸν πόνο καὶ μὲ τὴ συντριβὴ τὴν κλεισμένη πόρτα, τὴν πόρτα τῆς μετανοίας, ὅπως ἔκανε ἐκεῖνος ὁ δυστυχισμένος πατέρας ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αἰσθανθήκανε καμμιὰ πίκρα γιὰ τὴν ἀπιστία τους, μήτε νοιώσανε πὼς ἔχουνε γι᾿ αὐτὸ καμμιὰ εὐθύνη, κανένα φταίξιμο. Ὅλο τὸ φταίξιμο εἶναι τοῦ Θεοῦ, ποὺ δὲν φανερώνεται μπροστὰ τοὺς νὰ τοὺς πεῖ: «Ἐλάτε, ψηλαφήσετέ με, πιάστε με, μιλεῖστε μαζί μου ὅπως μιλᾶτε μεταξύ σας, ἀναλύσετέ με μὲ τὴ χημεία σάς, κομματιάστε με μὲ τὸ μαχαίρι τῆς ἀνατομίας σας, ζυγίστε με, μετρεῖστε με, ἱκανοποιήσετε τὶς ἄπιστες αἰσθήσεις σάς, χορτάσετε τ᾿ ἀχόρταγο λογικό σας!».

Αὐτοὶ οἱ αὐτοτιτλοφορούμενοι ἄπιστοι, σὲ καιρὸ ποὺ ἐπιδείχνουνε τὴν ἐξυπνάδα τους, φουσκωμένοι ἀπὸ τὸν κούφιον ἀγέρα τῆς περηφάνειας κι᾿ ἀπὸ τὴν πονηρὴ εὐστροφία τοῦ μυαλοῦ τους, δὲν εἶναι σὲ θέση οἱ δύστυχοι, νὰ νοιώσουνε πόσο ἀνόητοι καὶ στενόψυχοι φαίνουνται σὲ κείνους ποὺ πιστεύουνε. Γιατὶ, γιὰ νὰ πιστέψουνε, ζητᾶνε κάποιες ἀποδείξεις ποὺ κάνουνε τὸν πιστὸ νὰ τοὺς ἐλεεινολογεῖ γιὰ τὴν περιορισμένη ἀντίληψη ποὺ ἔχουνε γιὰ τὸ πνεῦμα καὶ γιὰ τὰ πνευματικὰ ζητήματα. Ὁ πιστὸς ξέρει πολὺ καλὰ ὡς ποὺ μποροῦνε νὰ φτάξουνε οἱ διαλογισμοὶ τοῦ ἄπιστου, γιατί, κι᾿ αὐτός, σὰν ἄνθρωπος, τοὺς ἔχει ἐκείνους τοὺς λογισμούς, τοὺς λογισμοὺς τῆς σάρκας, τοὺς λογισμοὺς τούτου τοῦ κόσμου. Ἐνῶ ὁ ἄπιστος εἶναι ἀνύποπτος γιὰ ὅσα ἔχει μέσα του ὁ πιστός, καὶ γιὰ ὅ,τι βρίσκεται παραπέρα ἀπὸ τὴν πρακτικὴ γνώση του, δηλαδὴ γιὰ τὰ μυστήρια ποὺ εἶναι κρυμμένα ἀπὸ τὰ μάτια του, καὶ ποὺ γι᾿ αὐτὸ θαρρεῖ πὼς δὲν ὑπάρχουνε. Κι᾿ ἀπὸ τὴν ἀνοησία του κορδώνεται, καὶ μιλᾶ μὲ καταφρόνεση γιὰ κείνους ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε τὴ βαθύτερη σύσταση τοῦ κόσμου, ἐνῶ αὐτὸς ὁ δυστυχὴς εἶναι τυφλὸς καὶ κουφός, καὶ θαρρεῖ πῶς τὰ ἀκούει ὅλα καὶ πὼς τὰ βλέπει ὅλα. Ὁ πιστὸς ἔχει πνευματικὰ μάτια καὶ πνευματικὰ αὐτιά, καθὼς καὶ κάποια «ὑπὲρ αἴσθησιν». Ὁ ἄπιστος πῶς νὰ πάρει εἴδηση ἀπὸ κεῖνον τὸν μυστικὸν κόσμο μόνο μὲ τὰ χονδροειδῆ μέσα ποὺ ἔχει, δηλαδὴ μὲ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις; Πῶς νὰ πιάσει τὰ λεπτὰ κι᾿ ἀλλόκοτα μηνύματα ἐκείνου τοῦ κόσμου, ἀφοῦ ὁ δυστυχὴς δὲν ἔχει τὶς κεραῖες ποὺ χρειάζουνται γιὰ νὰ τὰ πιάσει;

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γράφει στὴν Α´ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολή του, μὲ τὸν τρόπο ποὺ γνωρίζει μονάχα αὐτός, γιὰ τὸ τί εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει ὁ πιστός, καὶ τί μπορεῖ νὰ νοιώσει ὁ ἄπιστος: Λαλοῦμε, λέγει, τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μέσα σε μυστήριο, καὶ ποὺ εἶναι κρυμμένη, τὴ σοφία ποὺ τὴν προόρισε ὁ Θεός, πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες, γιὰ δόξα δική μας, καὶ ποὺ δὲν τὴ γνώρισε κανένας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τούτου τοῦ κόσμου (δηλ. τοὺς σοφοὺς τῆς κοσμικῆς σοφίας), καὶ ποὺ ξεσκεπάζει αὐτὰ πού, κατὰ τὴ Γραφή, δὲν τὰ εἶδε μάτι, καὶ ποὺ δὲν τ᾿ ἄκουσε αὐτί, καὶ ποὺ δὲν ἀνεβήκανε στὴν καρδιὰ κανενὸς ἀνθρώπου, ἐκεῖνα ποὺ ἑτοίμασε ὁ Θεὸς γιὰ κείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦνε. Ἀλλὰ σὲ μᾶς τὰ φανέρωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸ Πνεῦμα του τὸ ἅγιο. Ἐπειδή, τὸ ἅγιο Πνεῦμα ὅλα τὰ ἐρευνᾶ, καὶ τὰ βάθη τοῦ Θεοῦ.

Γιατί, ποιὸς ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ μέσα τοῦ ἀνθρώπου, παρὰ μονάχα τὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου ποὺ εἶναι μέσα στὸν ἄνθρωπο; Ἔτσι καὶ τὰ μυστήρια του Θεοῦ δὲν τὰ γνωρίζει κανένας παρὰ μονάχα τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Κι᾿ ἐμεῖς δὲν ἐπήραμε τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου (δηλ. τὴ φιλοσοφία καὶ τὴν κοσμικὴ γνώση), ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ γνωρίσουμε ὅσα χάρισε σὲ μᾶς ὁ Θεός. Κι᾿ αὐτὰ (τὰ χαρίσματα) δὲν τὰ ἐκφράζουμε μὲ τὰ λόγια ποὺ διδάσκεται ἡ ἀνθρώπινη σοφία, ἀλλὰ μὲ λόγια ποὺ διδάσκει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μιλώντας σὲ πνευματικοὺς ἀνθρώπους μὲ πνευματικὸν τρόπο. Πλήν, ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει τὴν σαρκικὴ γνώση (τὸν ὀρθολογισμό), δὲν παραδέχεται ὅσα διδάσκει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ τὰ νομίζει γιὰ ἀνοησίες, καὶ δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ καταλάβει πῶς ἀνακρίνεται πνευματικά. Ὁ πνευματικὸς ὅμως ἄνθρωπος, ἀνακρίνει κάθε ἄνθρωπο, ἐνῶ αὐτὸς ἀπὸ κανέναν δὲν ἀνακρίνεται».

Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

 


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης (γ)

Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτους τῆς μάθησης, ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτους τοῦ χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.

Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἦταν ἕνας φτωχὸς φουστανελᾶς ποὺ εἶχε τὴ μανία νὰ ζωγραφίζει. Τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Τὰ πινέλα του τὰ κουβαλοῦσε στὸ σελάχι του, ἐκεῖ ποὺ οἱ πρόγονοί του βάζαν τὶς πιστόλες καὶ τὰ μαχαίρια τους. Τριγύριζε στὰ χωριὰ τῆς Μυτιλήνης, τριγύριζε στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ὅ,τι τοῦ παράγγελναν, γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του. Ὑπάρχουν στὸν Ἄνω Βόλο κάμαρες ὁλόκληρες ζωγραφισμένες ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεόφιλου, καφενέδες στὴ Λέσβο, μπακάλικα καὶ μαγαζιὰ σὲ διάφορα μέρη ποὺ δείχνουν τὸ πέρασμά του -ἂν σώζουνται ἀκόμη. Ὁ κόσμος τὸν περιγελοῦσε. Τοῦ ἔκαναν μάλιστα καὶ ἀστεῖα τόσο χοντρά, ποὺ κάποτε τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ μίαν ἀνεμόσκαλα καὶ τοῦ ῾σπασαν ἕνα δυὸ κόκαλα. Ὁ Θεόφιλος, ὡστόσο, δὲν ἔπαυε νὰ ζωγραφίζει σὲ ὅ,τι ἔβρισκε. Εἶδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σὲ κάμποτο, πάνω σὲ πρόστυχο χαρτόνι. Τοὺς θαύμαζαν κάτι νέοι ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀνισόρροπους oι ἀκαδημαϊκοί. Ἔτσι κυλοῦσε ἡ ζωή του καὶ πέθανε ὁ Θεόφιλος, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, καὶ μία μέρα ἦρθε ἕνας ταξιδιώτης ἀπὸ τὰ Παρίσια. Εἶδε αὐτὴ τὴ ζωγραφική, μάζεψε καμιὰ πενηνταριὰ κομμάτια, τὰ τύλιξε καὶ πῆγε νὰ τὰ δείξει στοὺς φωτισμένους κριτικοὺς ποὺ κάθονται κοντὰ στὸ Σηκουάνα. Καὶ οἱ φωτισμένοι κριτικοὶ βγῆκαν κι ἔγραψαν πὼς ὁ Θεόφιλος ἦταν σπουδαῖος ζωγράφος. Καὶ μείναμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἐπιμύθιο αὐτῆς τῆς ἱστορίας εἶναι ὅτι λαϊκὴ παιδεία δὲ σημαίνει μόνο νὰ διδάξουμε τὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ λαό.

Θυμοῦμαι πάντα τὸ Θεόφιλο ὅταν συλλογίζομαι τὸν Μακρυγιάννη. Σᾶς ἔλεγα πὼς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γιὰ τὸ Θεόφιλο, ἂν ἡ λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματικὴ μορφή. Κι αὐτὴ ἡ μόρφωσή τους εἶναι ἐξαιρετικὰ ἔντονη καὶ δραστήρια. Εἶναι καταπλητικὴ ἡ ἔμφυτη ἀνάγκη ποὺ ἔχουν νὰ ἐκφραστοῦν. Ἐκμηδενίζει ὅλες τὶς δυσκολίες. Θυμᾶται κανεὶς κάτι πεισματάρικα φυτά, ποὺ ὅταν πιάσει ἡ ρίζα τους, προχωροῦν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ὁ Μακρυγιάννης δημιουργεῖ ἔκφραση σὲ κάθε του ὥρα. Καὶ μὲ πετραδάκια τῆς θάλασσας ἀκόμη κάθεται καὶ γράφει τὴν ἰδέα του στὸ χῶμα τοῦ περιβολιοῦ του, καὶ συμπληρώνει τὴ σκέψη τῆς μέρας μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του.

Κάποτε κάνει ἕνα ταξίδι στὴν Ἀκαρνανία. Ξαναβλέπει καὶ «σημαδεύει» τὶς θέσεις ὅπου ἔγιναν μάχες τῆς ἐπανάστασης. Γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα ἀποφασίζει νὰ φτιάξει τὶς ζωγραφιὲς τῶν πολέμων τοῦ ἀγῶνα.

«Πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκιάσει σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲ γνώριζα τὴ γλῶσσα του. Ἔφκιασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κι ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κι ἔφεραν ἀπὸ τὴ Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τὸν ἔλεγαν [...] ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα στὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸ ζωγράφο καὶ βγαίναμε στοὺς λόφους καὶ τὄλεγα: ῾Ἔτσι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτσι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτσι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος...᾿».

Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τελείωσαν οἱ εἴκοσι πέντε πίνακες, ποὺ θὰ εἴχανε χαθεῖ τελειωτικά, ἂν δὲν τοὺς ξανάβρισκε κατὰ σύμπτωση ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος. Οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ χέρι τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου, καὶ μὲ τὸ «στοχασμὸ» τοῦ Μακρυγιάννη, εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα κι ἀπὸ τὰ πιὸ ζωντανὰ μνημεῖα ποὺ ἔχομε τῆς λαϊκῆς μας ζωγραφικῆς -θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ξεσκεπάζουν ξαφνικὰ ἐκθαμβωτικὲς περιοχὲς τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας.

Οἱ ζωγραφιὲς αὐτὲς ποὺ παρασταίνουν μ᾿ ἐξαιρετικὴ ἀκρίβεια τὶς μάχες ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποδώσουν -πολλὲς φορὲς σὰν ἕνα στρατιωτικὸ ντοκουμέντο- εἶναι συνάμα μία χαρὰ τῶν ματιῶν. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ δακρύζει τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὶς ἀντίκρυσε. Κάποτε σοῦ θυμίζουν λαϊκὰ κεντήματα, ὅπως λ.χ. ἡ ἔξοχη πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς Ἀθήνας· κάποτε σὲ ξαναφέρνουν σὲ περιβόλια ποὺ ἔμειναν χλωρὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ πρωτοεῖδε ὁ τεχνίτης· κάποτε σὲ κάνουν ν᾿ ἀνασαίνεις τὴν ἀτμόσφαιρα μαγείας καὶ φόβου τοῦ παραμυθιοῦ τῶν παιδικῶν χρόνων· εἶναι μία πρωτάκουστη καὶ συνάμα μία πολὺ παλιὰ ραψῳδία.

Γιῶργος Σεφέρης

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

 


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης (β)

Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Μολονότι ἔφτασε ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ, δὲ βαστοῦσε ἀπὸ τζάκι. Ἤτανε παιδὶ μίας φτωχῆς οἰκογένειας τσομπάνηδων καὶ γεωργῶν τῆς Ρούμελης. Νά πῶς μᾶς μεταδίνει ὁ ἴδιος τὴ γέννησή του:

«Ἡ πατρὶς τῆς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι· χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη. [...] Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοί, καὶ ἡ φτώχεια αὐτήνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοί, καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε γιὰ ξύλα στὸ λόγγο. Φορτώνοντας τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη στὸ δρόμο, στὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα. Μόνη της ἡ καημένη κι ἀποσταμένη, ἐκιντύνεψε κι αὐτήνη τότε κι ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου στὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε στὸ χωριό».

Δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ πάει σὲ δάσκαλο, μᾶς λέει. Ἤξερε λίγο γράψιμο, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν μπόρεσε ποτέ του νὰ διαβάσει ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια του τὰ γραφτά.

Ὁ γενναῖος Μακρυγιάννης πώποτε μὴ ἀναγνώσας, θὰ τραγουδήσει ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος στὶς μέρες τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Γιατὶ τὸ γράψιμό του εἶναι, σχεδὸν ὁλότελα, μία δική του ἐφεύρεση. «Γράψιμο ἀπελέκητο» τὸ ὀνομάζει. Δεκαεφτὰ μῆνες ἔβαλε ὁ Βλαχογιάννης γιὰ νὰ τὸ ξεδιαλύνει, νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει θά ῾πρεπε νὰ ποῦμε, καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψει. Ὅταν ἀντικρίσει κανεὶς μία σελίδα τοῦ πυκνοῦ χειρογράφου καταλαβαίνει ἀμέσως τὸ γιατί. Φωνητικὴ ἀποτύπωση τῆς ρουμελιώτικης προφορᾶς μὲ ἰδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, ποὺ μοιάζουν ἕνα ἀτέλειωτο ἀραβούργημα. Πουθενὰ διακοπή, παράγραφος ἢ στίξη. Κάποτε μόνο μία κάθετη γραμμὴ δείχνει ἕνα σταμάτημα. Τὸ κατεβατὸ μοιάζει σὰν κάτι παλιοὺς τοίχους πού, κοιτάζοντάς τους, θαρρεῖς πὼς συλλαβίζεις τὴν κάθε κίνηση τοῦ χτίστη, ποὺ συναρμολόγησε τὴν ἀμέσως ἑπόμενη πέτρα μὲ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη προσπάθεια μὲ τὴν προηγούμενη, ἀποτυπώνοντας πάνω στὴν τελειωμένη οἰκοδομὴ τὶς περιπέτειες μίας ἀδιάσπαστης ἀνθρώπινης ἐνέργειας -αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ λέγεται ὕφος ἢ ρυθμός. Στὸ γράψιμο τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι ἀδιάβαστο γιὰ τὸν ἀπροειδοποίητο ἀναγνώστη, συλλαβίζεις, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς λέξεις, τὴν ἐπίμονη βούληση τοῦ συγγραφέα νὰ ζωγραφίσει στὸ χαρτὶ τὸν ἑαυτό του.

Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς της κοινωνίας...» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα...» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατὶ «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι». Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει». Ἀλλὰ ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ᾿ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία, θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικοὺς» -βασανίζεται ὁ Μακρυγιάννης- καὶ εἶναι «πατρίδα γενική, τοῦ καθενοῦ». Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ προκομμένος νὰ φωνάζει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἁπλός. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα του αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ φιλόλογος ποὺ θὰ ἤθελε νὰ κάνει κάποτε τὴν κριτικὴ τῆς δύσκολης μεταγραφῆς τοῦ κειμένου τοῦ Μακρυγιάννη, θὰ ἔπρεπε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, νὰ στηρίξει τὴν ἐργασία του στὴν ἀκουστικὴ ἀντίληψή του.

Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:

«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος».

Γιῶργος Σεφέρης

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

 


Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος!

Θυμᾶμαι τὸν γέροντα Αὐξέντιο, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη σὲ ἡλικία 90 ἐτῶν, πρὸ δεκαετίας περίπου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας πάρα πολὺ ἐνάρετος καὶ ἅγιος μοναχός. Κάποτε -ἦταν Κυριακὴ τοῦ Πάσχα- ἐπρόκειτο νὰ προσέλθουν οἱ πατέρες καὶ οἱ λαϊκοὶ Χριστιανοί, ποὺ ἦταν ἀρκετοὶ -ὡς προσκυνηταί- στὸ μοναστήρι, νὰ κοινωνήσουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Πρὸ τῆς Θείας Κοινωνίας εἶπα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη γιὰ τοὺς λαϊκοὺς ἀδελφούς: «Θὰ παρακαλέσω νὰ προσέλθουν ὅσοι ἔχουν ἐξομολογηθῆ καὶ προετοιμασθῆ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἑτοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ πρῶτα καὶ μετὰ νὰ κοινωνήσῃ». Ὁ π. Αὐξέντιος ἐνόμιζε ὅτι τὸ ἔλεγα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἦταν τυφλός. Ἦταν ὁ πρῶτος στὴν σειρὰ ἀπὸ τοὺς πατέρες, ὁ ἀρχαιότερος -εἶχε ἔλθει στὸ μοναστήρι τὸ 1917. Περίμενε τὴν σειρά του νὰ κοινωνήση. Νόμισε λοιπὸν ὅτι ζητοῦσα καὶ ἀπὸ τοὺς πατέρες νὰ ἐξομολογηθοῦν. Ἐξομολογεῖται, λοιπόν, δημοσίᾳ. Καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἐξομολόγησίς του; «Πλέω σ᾿ ἕνα πέλαγος ματαιότητος. Δὲν ἔχω κάνει τίποτε στὴν ζωή μου. Δὲν ξέρω ποῦ βρίσκομαι, οὔτε ποῦ πηγαίνω». Καὶ ζητοῦσε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ταπείνωσις ἐχαρακτήριζε πάντοτε τὸν π. Αὐξέντιο. Γι᾿ αὐτὸ ὁσάκις τοῦ ζητούσαμε κάποια συμβουλή, ἀπέφευγε νὰ μᾶς πῆ, μόνον ἔλεγε: «Τὴν εὐχή. Τὴν εὐχή. Τὸ "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ" νὰ λέτε». Καί: «Νὰ διαβάζετε τὸν Εὐεργετινό». Ἔκρυβε τὴν ἀρετή του καὶ τὴν πολλὴ πνευματικὴ γνῶσι καὶ σοφία τὴν ὁποία εἶχε. Ἔζησε ὅλη του τὴν ζωὴ πραγματικὰ κρυμμένος ἀπὸ τὰ μάτια τῶν πατέρων, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ζοῦσαν στὰ διπλανὰ κελλιά, δὲν ὑποψιάζοντο τὴν πολλὴ ἄσκησι καὶ τὸν πολὺ ἀγώνα τοῦ π. Αὐξεντίου. Ἔχουμε πληροφορία ἀξιόπιστη ὅτι ὁ π. Αὐξέντιος ἠξιώνετο καθημερινῶς νὰ βλέπη τὸ ἄκτιστον Φῶς. Αὐτὸ βέβαια εἶναι κάτι συγκλονιστικό, συνέβαινε ὅμως, καὶ εἴμαστε βέβαιοι ὅτι συνέβαινε, διότι ὁ π. Αὐξέντιος εἶχε τὶς προϋποθέσεις γιὰ νὰ μπορέση νὰ φθάση στὴν θεοπτία.

Λοιπὸν αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο ἐμένα προσωπικά με συγκλονίζει: Ἡ ταπείνωσις τῶν πατέρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, οἱ ὁποῖοι θεωροῦν τὸν ἑαυτό τους γιὰ τίποτε, ὡς τὸ «οὐδέν», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης.

Ἔχουμε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἕναν ἄλλο μοναχό, 97 ἐτῶν. Αὐτὸς ἦλθε στὸ μοναστήρι τὸ 1924. Ἦταν ὑποτακτικὸς τοῦ ἀειμνήστου, προορατικοῦ καὶ ἁγίου Καθηγουμένου, π. Ἀθανασίου Γρηγοριάτη. Ἔχει πολλὴ ἀρετὴ καὶ αὐτὸς ὁ γέροντας, δὲν θὰ πῶ τὸ ὄνομά του γιατὶ ζῆ. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποτε τοῦ εἶπα ὅτι ἔχει ἀγωνισθῆ πολύ, αὐτός μου ἀπήντησε: «Δὲν ἔχω κάνει τίποτε. Ὅλη μου τὴν ζωὴ τὴν πέρασα μὲ ἀργολογία». Δὲν θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του ἄξιο οὔτε ἕνα καφὲ νὰ τοῦ κάνουμε. Ἂν κάνουμε γιὰ κανέναν ἄλλο καφέ, ἂς κάνουμε καὶ γι᾿ αὐτόν, ἀλλὰ μόνον γιὰ τὸν ἑαυτό του ὄχι. Δὲν ἐζήτησε ποτὲ τίποτε. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ μοναστήρι δὲν ἐζήτησε ποτὲ οὔτε ἕνα ράσο, οὔτε ἕνα ζωστικό, οὔτε τίποτε ἄλλο. Φοράει ὅλα τὰ παλιὰ καὶ εἶναι εὐχαριστημένος. Τὸ μόνο ποὺ λυπᾶται εἶναι ὅτι τώρα δὲν μπορεῖ νὰ κάνη διακόνημα καὶ ὅτι, καθὼς λέγει, «τρώγει τζάμπα τὸ ψωμί». Ὁ γέροντας αὐτός, μὲ αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι, ἔχει πολλὴ χάρι καὶ πολλὴ εἰρήνη στὴν ψυχή του. Ὅταν ἔρχωνται λαϊκοὶ Χριστιανοὶ νὰ τὸν δοῦν -φαίνεται ὅτι ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ- χωρὶς νὰ τοῦ ποῦν αὐτοὶ καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσουν συγκεκριμένα πράγματα, τοὺς λέγει αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἔχει ὁ καθένας πνευματικὴ ἀνάγκη νὰ ἀκούσῃ.

Ἕνας ἄλλος μοναχὸς ποὺ ἔζησε στὸ μοναστήρι μας καὶ ἐκοιμήθη πρὸ ὀλίγων ἐτῶν, ὁ π. Ἐφραίμ, καὶ αὐτὸς εἶχε αὐτὴν τὴν βαθειὰ ταπείνωσι. Κάποτε ἦταν ἄρρωστος στὸ νοσοκομεῖο «Θεαγένειο» στὴν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ τὸν ἐπισκέφθηκα νὰ τὸν δῶ. Ὅταν τὸν ἐπλησίασα στὸ κρεβάτι, σήκωσε τὰ χεράκια του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἔλα, γέροντα, θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ». Ἄρχισε τὴν ἐξομολόγησι δημοσίᾳ. Ἄκουγαν ὅλοι οἱ ἀσθενεῖς, ἀλλὰ ὁ γέροντας τὸ ἔκανε μὲ πολλὴ ἁπλότητα, δὲν σκεφτόταν ὅτι τὸν ἀκοῦνε καὶ οἱ ἄλλοι. «Θέλω νὰ μὲ συγχωρήσῃς, γέροντα, διότι σὲ ἔχω πικράνει», ἔλεγε. Τοῦ ἀπαντῶ: «Δὲν μὲ πίκρανες, ἐγὼ μᾶλλον σὲ ἔχω πικράνει, γιατὶ μπορεῖ νὰ ἤμουν λίγο αὐστηρός». Καὶ ἀπήντησε: «Ἐσὺ τὸ ἔκανες γιὰ τὴν σωτηρία μου, ἐνῶ ἐγὼ σὲ στενοχωροῦσα λόγῳ τῶν παθῶν μου. Καὶ αὐτὸ ἔπρεπε νὰ τὸ κάνης». Τότε ἐγὼ γύρισα καὶ εἶπα στοὺς λαϊκοὺς ποὺ ἄκουγαν: «Βλέπετε ὁ π. Ἐφραὶμ πόση ταπείνωσι ἔχει καὶ πῶς μιλᾶ;». Τότε ὁ π. Ἐφραὶμ γύρισε καὶ εἶπε στοὺς λαϊκούς: «Ἀδελφοί μου, σᾶς ἐξομολογοῦμαι, δὲν ἔχω καμμία ἀρετή. Τόσα χρόνια ποὺ εἶμαι στὸ Ἅγιον Ὄρος δὲν ἔκανα τίποτε. Σὰς παρακαλῶ νὰ προσευχηθῆτε γιὰ τὴν σωτηρία μου». Καὶ τότε ὅλοι οἱ λαϊκοὶ συγκινημένοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε, βλέποντας τὴν ταπείνωσι ἑνὸς μοναχοῦ ποὺ τὸν εἶχαν κοντά τους καὶ ἔβλεπαν πόση ἀρετὴ εἶχε καὶ πόση ὑπομονὴ ἔκανε. Ἕνας νέος ἀπὸ τὸ προσωπικὸ τοῦ νοσοκομείου, ποὺ ἔτυχε νὰ εἶναι ἐκεῖ, ἔκανε τὸν σταυρό του καὶ εἶπε: «Δόξα τῷ Θεῷ ποὺ ὑπάρχει τὸ Ἅγιον Ὄρος».

π. Γεώργιος Καψάνης

Κυριακή 8 Αυγούστου 2021

 


Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον

Ἡ πατρὶς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι, χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη, τρεῖς ὧρες εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι μακρυὰ τὸ ἄλλο τὸ χωριό, πέντε καλύβια. Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοὶ καὶ ἡ φτώχεια αὐτείνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασσα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναῖγοι μου καὶ φτωχοὶ καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε διὰ ξύλα εἰς τὸν λόγκον. Φορτώνοντας τὰ ξύλα ῾στὸ νῶμο της, φορτωμένη εἰς τὸν δρόμον, εἰς τὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα μόνη της ἢ καϊμένη καὶ ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καὶ αὐτείνη τότε καὶ ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη ὀλίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου εἰς τὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε εἰς τὸ χωριόν.

Σὲ κάμποσον καιρὸν ἔγιναν τρία φονικὰ εἰς τὸ σπίτι μας καὶ χάθη καὶ ὁ πατέρας μου. Οἱ Τοῦρκοι τοῦ Ἀλήπασσα θέλαν νὰ μᾶς σκλαβώσουνε. Τότε διὰ νυχτὸς ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ ὅλο μας τὸ σόι σηκώθηκαν καὶ ἔφυγαν καὶ ἤθα παγαίνουν εἰς τὴν Λιβαδειὰ νὰ ζήσουνε ἐκεῖ. Θὰ πέρναγαν ἀπὸ ῾να γιοφύρι τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Στενό, δὲν πέρναγε ἀπὸ ἄλλο μέρος τὸ ποτάμι. Ἐκεῖ φύλαγαν οἱ Τοῦρκοι νὰ περάσουν νὰ τοὺς πιάσουνε, καὶ δεκοχτῶ ἡμέρες γκιζεροῦσαν εἰς τὰ δάση ὅλοι κ᾿ ἔτρωγαν ἀγριοβέλανα καὶ ἐγὼ βύζαινα κ᾿ ἔτρωγα αὐτὸ τὸ γάλα. Μὴν ὑποφέρνοντας πλέον τὴν πείνα, ἀποφάσισαν νὰ περάσουνε ἀπὸ τὸ γιοφύρι, καὶ ὡς βρέφος ἐγὼ μικρό, νὰ μὴν κλάψω καὶ χαθοῦνε ὅλοι, ἀποφάσισαν καὶ μὲ πέταξαν εἰς τὸ δάσος, εἰς τὸν Κόκκινον ὀνομαζόμενον, καὶ προχώρεσαν διὰ τὸ γιοφύρι. Τότε μετανογάει ἡ μητέρα μου καὶ τοὺς λέγει, «Ἡ ἁμαρτία τοῦ βρέφους θὰ μᾶς χάση, τοὺς εἶπε, περνᾶτε ἐσεῖς καὶ σύρτε εἰς τὸ τάδε μέρος καὶ σταθῆτε... τὸ παίρνω κι᾿ ἂν ἔχω τύχη καὶ δὲν κλάψη, διαβαίνομεν»... ἢ μητέρα του κι᾿ ὁ Θεὸς μᾶς ἔσωσε. Αὐτὰ ὅλα τά ῾λεγε ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἄλλοι συγγενεῖς. Σηκωθήκαμεν ὅλη ἡ φαμελιὰ καὶ συγγενεῖς καὶ πήγαμεν εἰς Λιβαδειὰ καὶ μᾶς περασπίστηκαν οἱ φιλάνθρωποι ἄρχοντες ἐκεῖ κάμποσον καιρόν, ὅσο ὁποῦ πιαστήκαμεν καὶ κάμαμεν ἐκεῖ σπίτια, ὑποστατικά.

Ἐγὼ ἔγινα ὡς ἑφτὰ χρονῶν. Μὲ βάλαν νὰ ἐργάζωμαι σὲ ἕναν ἑκατὸ παράδες τὸν χρόνον, τὸν ἄλλον χρόνον πέντε γρόσια. Ἀφοῦ ἔκανα πολλὲς δουλειές, ἤθελαν νὰ κάνω κι᾿ ἄλλες δουλειὲς ταπεινές του σπιτιοῦ καὶ νὰ περιποιῶμαι τὰ παιδιά. Τότε αὐτὸ ἦταν ὁ θάνατός μου. Δὲν ἤθελα νὰ κάμω αὐτὸ τὸ ἔργον καὶ μ᾿ ἔδερναν καὶ οἱ ἀφεντάδες καὶ οἱ συγγενεῖς. Σηκώθηκα καὶ πῆρα καὶ ἄλλα παιδιὰ καὶ πήγαμεν εἰς Φήβα. Ἡ κακὴ τύχη καὶ ἐκεῖ οἱ συγγενεῖς ἦρθαν καὶ μᾶς πιάσανε καὶ μὲ φέραν πίσω εἰς τὴν Λιβαδειὰ καὶ εἰς τὸν ἴδιον ἀφέντη. Καὶ τὴν ἴδια ῾πηρεσία ξακολουθοῦσα κάμποσον καιρόν. Τότε δια– νὰ γλυτώσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ῾πηρεσίαν, ὅτι ἡ φιλοτιμία μου δὲν μ᾿ ἄφηνε ἥσυχον οὔτε μέρα οὔτε νύχτα, ἄρχισα ξύλο, τρύπημα κεφάλια τῶν παιδιῶν καὶ τῆς ἴδιας μου μητέρας καὶ ἔφευγα μέσα τὶς ράχες. Καὶ μ᾿ αὐτὸ βαρέθηκαν καὶ μὲ λευτέρωσαν, ὅτι αὐτείνη ἡ ῾πηρεσία μ᾿ εἶχε καταντήσῃ νὰ χαθῶ.

Ἔγινα ὡς δεκατέσσερων χρονῶν καὶ πῆγα εἰς ἕναν πατριώτη μου εἰς Ντεσφίνα. Ἦταν ὁ ἀδελφός του μὲ τὸν Ἀλήπασια καὶ ἦταν ζαπίτης αὐτὸς εἰς τὴν Ντεσφίναν. Στάθηκα μὲ ἐκεῖνον μίαν ἡμέρα. Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τΆγιαννιου. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι, μὄδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίστη. Τότε μ᾿ ἔπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ᾿ ἔβλαβε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι τοῦ μό᾿ ῾γίνε αὐτείνη ἡ ζημία καὶ ἡ ἀτιμία. Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησιά του καὶ κλείω τὴν πόρτα κι᾿ ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες, τ᾿ εἶναι αὐτὸ ὁποῦ ῾γινε ῾σ ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλῶ νὰ μοῦ δώσῃ ἄρματα καλὰ κι᾿ ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τὶς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τὶς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον.

Σὲ ὀλίγον καιρὸν γράφει ὁ ἀδελφὸς τοῦ ἀφέντη μου ἀπὸ τὰ Γιάννενα ὅτι θέλει ἕνα παιδὶ νὰ τοῦ κάνη χοσμέτι. Μ᾿ ἔστειλαν ἐμένα, τὰ 1811. Τὸν πάντρεψε αὐτὸν ὁ Ἀλήπασσας εἰς τὴν Ἄρτα. Ἔκατζε κάμποσον καιρὸν εἰς Ἄρτα, τὸν γύρεψε ὁ Ἀλήπασσας νὰ πάγη, ὅτι τὸν ἀγαποῦσε καὶ τὸν εἶχε εἰς τὰ μυστικά του γράμματα. Ἦταν τίμιος ἄνθρωπος, τὸν λένε Θανάση Λιδορίκη. Τότε γυρεύει νὰ μ᾿ ἀφήσῃ εἰς τὸ σπίτι του ἐμένα, δὲν ἤθελα νὰ κάτζω. Μοῦ εἶπε: «Θὰ κάτζῃς καὶ μὲ τὸ στανιόν». Αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ τὸ ἀποφύγω, ὅτ᾿ εἶχε τὴν δύναμη. Ἔκατζα μὲ συμφωνίες ὅτι ἐγὼ ὡς δοῦλος δὲν κάθομαι. «Κάνω τὴν ῾πηρεσία τοῦ σπιτιοῦ σου, ὅμως θὰ γνωριστῶ καὶ μὲ τοὺς κατοίκους νὰ δανειστῶ, νὰ κάμω καὶ ἐμπόριο, ὅτ᾿ εἶμαι γυμνός, νὰ ντυθῶ. Αὐτὸς ἦταν φιλάργυρος, δὲν μό ῾δινε τίποτας). Πρώτη συμφωνία αὐτείνη, τοῦ εἶπα, καὶ δεύτερον τὰ ψώνια τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ βαστάῃ ἡ γυναίκα σου τὰ χρήματα καὶ τὸν λογαριασμόν, ξέρει γράμματα, καὶ νὰ μοῦ δίνῃ νὰ τῆς ψωνίζω, νὰ ζυάζῃ ὅταν φέρνω τὸ ψώνιο καὶ ὅ,τι κάνει νὰ πλερώνῃ. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τ᾿ ἄλλα τὰ ψώνια, νὰ μὴν μὲ λέτε ὅτι σᾶς ἔκλεψα, ὅτι τώρα μὲ βλέπετε γυμνὸν καὶ αὔριον ντυμένον καὶ θὰ λέτε ὅτ᾿ εἶμαι κλέφτης. Ἔκατζα μ᾿ ἐκεῖνες τὶς συμφωνίες ὁποῦ τοῦ εἶπα καὶ ἔκαμα ῾σ αὐτὸν δέκα χρόνους. Μό᾿ ῾δωσε καὶ αὐτὸς διὰ μιστὸν τετρακόσια γρόσια ὅλα. Τοῦ ζήτησα ἕνα δάνειο καὶ μοῦ τὸ᾿ ῾δῶσε μὲ τόκον τὰ δέκα δώδεκα τὸν χρόνον. Τοῦ ῾φκιασα ὁμολογία καὶ τὴν ἔχω ὡς σήμερον. Αὐτὸ τὸ τζιρακλίκι μό᾿ ῾καμε κι᾿ αὐτός.

Ἐκεῖ ῾μπρός εἰς τὸ σπίτι του ἦταν μία πιάτζα καὶ μαζώνονταν οἱ ἄρχοντες, οἱ ἔμποροι, καὶ κάθονταν ὡς τὰ μεσάνυχτα τὸ καλοκαίρι. Τότε ἐγὼ ἔβανα καὶ καθάριζαν τὸ μέρος ἐκεῖνο, τοὺς ἔδινα καὶ ὅ,τι τοὺς χρειάζονταν, τοὺς καλόπιανα. Γνωρίστηκα μ᾿ ὅλους αὐτοὺς καὶ μὲ τοὺς προεστοὺς τῶν χωριῶν. Ζήτησα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς προεστοὺς καὶ ἐμπόρους ἕνα δάνειον καὶ μὲ δάνεισαν πεντέξι χιλιάδες γρόσια, εἶχα καὶ ἐγὼ ὡς τότε καπετάλι εἰκοσιτέσσερα γρόσια, τὰ προστοίχησα εἰς τοὺς χωργιάτες καὶ ἔπιασα βρώμη τὸν χειμώνα, νὰ τὴν λάβω εἰς τ᾿ ἁλώνια. Τὴν πιάνω τέσσερα γρόσια τὸ ξάι, τὴν σύναξα εἰς τ᾿ ἁλώνια (καὶ ἦταν ἔλλειψη) καὶ τὴν πουλῶ δεκαέξι. Πιάνω ὅλα αὐτὰ τὰ χρήματα. Τὴν ἄλλη χρονιὰ τὸν χειμώνα τὰ πιάνω ἀραποσίτι ἀπὸ ἕντεκα γρόσια τὸ ξάι, τὸ συνάζω εἰς τ᾿ ἁλώνια, τὸ πουλῶ εἰς τὴν Ἄρτα τριάντα τρία. Ὅτ᾿ ἦταν πανούκλα εἰς τὴν Ἄρτα καὶ ἦταν ἔλλειψη τὸ ψωμί. Τότε ἔφκιασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἄρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καλὰ καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι᾿ ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἁϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὸν σήμερον – ἔχω καὶ τ᾿ ὄνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μου τὶς ταλαιπωρίες ὁποῦ δοκίμασα..

Στρατηγὸς Μακρυγιάννης