Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

 


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης (γ)

Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτους τῆς μάθησης, ποὺ ἔχουν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτους τοῦ χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.

Μία φορὰ κι ἕναν καιρό, ἦταν ἕνας φτωχὸς φουστανελᾶς ποὺ εἶχε τὴ μανία νὰ ζωγραφίζει. Τὸν ἔλεγαν Θεόφιλο. Τὰ πινέλα του τὰ κουβαλοῦσε στὸ σελάχι του, ἐκεῖ ποὺ οἱ πρόγονοί του βάζαν τὶς πιστόλες καὶ τὰ μαχαίρια τους. Τριγύριζε στὰ χωριὰ τῆς Μυτιλήνης, τριγύριζε στὰ χωριὰ τοῦ Πηλίου καὶ ζωγράφιζε. Ζωγράφιζε ὅ,τι τοῦ παράγγελναν, γιὰ νὰ βγάλει τὸ ψωμί του. Ὑπάρχουν στὸν Ἄνω Βόλο κάμαρες ὁλόκληρες ζωγραφισμένες ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεόφιλου, καφενέδες στὴ Λέσβο, μπακάλικα καὶ μαγαζιὰ σὲ διάφορα μέρη ποὺ δείχνουν τὸ πέρασμά του -ἂν σώζουνται ἀκόμη. Ὁ κόσμος τὸν περιγελοῦσε. Τοῦ ἔκαναν μάλιστα καὶ ἀστεῖα τόσο χοντρά, ποὺ κάποτε τὸν ἔριξαν κάτω ἀπὸ μίαν ἀνεμόσκαλα καὶ τοῦ ῾σπασαν ἕνα δυὸ κόκαλα. Ὁ Θεόφιλος, ὡστόσο, δὲν ἔπαυε νὰ ζωγραφίζει σὲ ὅ,τι ἔβρισκε. Εἶδα πίνακές του φτιαγμένους πάνω σὲ κάμποτο, πάνω σὲ πρόστυχο χαρτόνι. Τοὺς θαύμαζαν κάτι νέοι ποὺ τοὺς ἔλεγαν ἀνισόρροπους oι ἀκαδημαϊκοί. Ἔτσι κυλοῦσε ἡ ζωή του καὶ πέθανε ὁ Θεόφιλος, δὲν εἶναι πολλὰ χρόνια, καὶ μία μέρα ἦρθε ἕνας ταξιδιώτης ἀπὸ τὰ Παρίσια. Εἶδε αὐτὴ τὴ ζωγραφική, μάζεψε καμιὰ πενηνταριὰ κομμάτια, τὰ τύλιξε καὶ πῆγε νὰ τὰ δείξει στοὺς φωτισμένους κριτικοὺς ποὺ κάθονται κοντὰ στὸ Σηκουάνα. Καὶ οἱ φωτισμένοι κριτικοὶ βγῆκαν κι ἔγραψαν πὼς ὁ Θεόφιλος ἦταν σπουδαῖος ζωγράφος. Καὶ μείναμε μὲ ἀνοιχτὸ τὸ στόμα στὴν Ἀθήνα. Τὸ ἐπιμύθιο αὐτῆς τῆς ἱστορίας εἶναι ὅτι λαϊκὴ παιδεία δὲ σημαίνει μόνο νὰ διδάξουμε τὸ λαὸ ἀλλὰ καὶ νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὸ λαό.

Θυμοῦμαι πάντα τὸ Θεόφιλο ὅταν συλλογίζομαι τὸν Μακρυγιάννη. Σᾶς ἔλεγα πὼς ὁ Μακρυγιάννης εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ νέου ἑλληνισμοῦ, τὸ ἴδιο πιστεύω καὶ γιὰ τὸ Θεόφιλο, ἂν ἡ λέξη μόρφωση σημαίνει πνευματικὴ μορφή. Κι αὐτὴ ἡ μόρφωσή τους εἶναι ἐξαιρετικὰ ἔντονη καὶ δραστήρια. Εἶναι καταπλητικὴ ἡ ἔμφυτη ἀνάγκη ποὺ ἔχουν νὰ ἐκφραστοῦν. Ἐκμηδενίζει ὅλες τὶς δυσκολίες. Θυμᾶται κανεὶς κάτι πεισματάρικα φυτά, ποὺ ὅταν πιάσει ἡ ρίζα τους, προχωροῦν γκρεμίζοντας φράχτες, σπάζοντας ταφόπετρες. Ὁ Μακρυγιάννης δημιουργεῖ ἔκφραση σὲ κάθε του ὥρα. Καὶ μὲ πετραδάκια τῆς θάλασσας ἀκόμη κάθεται καὶ γράφει τὴν ἰδέα του στὸ χῶμα τοῦ περιβολιοῦ του, καὶ συμπληρώνει τὴ σκέψη τῆς μέρας μὲ τὰ ὄνειρα ποὺ βλέπει στὸν ὕπνο του.

Κάποτε κάνει ἕνα ταξίδι στὴν Ἀκαρνανία. Ξαναβλέπει καὶ «σημαδεύει» τὶς θέσεις ὅπου ἔγιναν μάχες τῆς ἐπανάστασης. Γυρίζοντας στὴν Ἀθήνα ἀποφασίζει νὰ φτιάξει τὶς ζωγραφιὲς τῶν πολέμων τοῦ ἀγῶνα.

«Πῆρα ἕνα ζωγράφο Φράγκο» σημειώνει «καὶ τὸν εἶχα νὰ μοῦ φκιάσει σὲ εἰκονογραφίες αὐτοὺς τοὺς πολέμους. Δὲ γνώριζα τὴ γλῶσσα του. Ἔφκιασε δυὸ τρεῖς, δὲν ἦταν καλές· τὸν πλέρωσα κι ἔφυγε. Ἀφοῦ ἔδιωξα αὐτὸν τὸν ζωγράφο, ἔστειλα κι ἔφεραν ἀπὸ τὴ Σπάρτη ἕναν ἀγωνιστή, Παναγιώτη Ζωγράφο τὸν ἔλεγαν [...] ἤφερε καὶ δυό του παιδιά· καὶ τοὺς εἶχα στὸ σπίτι μου ὅταν ἐργάζονταν. Κι αὐτὸ ἄρχισε ἀπὸ τὰ 1836 καὶ τελείωσε τὰ 1839. Ἔπαιρνα τὸ ζωγράφο καὶ βγαίναμε στοὺς λόφους καὶ τὄλεγα: ῾Ἔτσι εἶναι ἐκείνη ἡ θέση, ἔτσι ἐκείνη· αὐτὸς ὁ πόλεμος ἔτσι ἔγινε· ἀρχηγὸς ἦταν τῶν Ἑλλήνων ἐκεῖνος, τῶν Τούρκων ἐκεῖνος...᾿».

Μ᾿ αὐτὸ τὸν τρόπο τελείωσαν οἱ εἴκοσι πέντε πίνακες, ποὺ θὰ εἴχανε χαθεῖ τελειωτικά, ἂν δὲν τοὺς ξανάβρισκε κατὰ σύμπτωση ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος. Οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ ἔγιναν μὲ τὸ χέρι τοῦ Παναγιώτη Ζωγράφου, καὶ μὲ τὸ «στοχασμὸ» τοῦ Μακρυγιάννη, εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ πολύτιμα κι ἀπὸ τὰ πιὸ ζωντανὰ μνημεῖα ποὺ ἔχομε τῆς λαϊκῆς μας ζωγραφικῆς -θέλω νὰ πῶ ἀπὸ τὰ μνημεῖα ἐκεῖνα ποὺ ξεσκεπάζουν ξαφνικὰ ἐκθαμβωτικὲς περιοχὲς τῆς ψυχῆς τοῦ λαοῦ μας.

Οἱ ζωγραφιὲς αὐτὲς ποὺ παρασταίνουν μ᾿ ἐξαιρετικὴ ἀκρίβεια τὶς μάχες ποὺ θέλουν ν᾿ ἀποδώσουν -πολλὲς φορὲς σὰν ἕνα στρατιωτικὸ ντοκουμέντο- εἶναι συνάμα μία χαρὰ τῶν ματιῶν. Εἶδα ἄνθρωπο νὰ δακρύζει τὴν πρώτη φορὰ ποὺ τὶς ἀντίκρυσε. Κάποτε σοῦ θυμίζουν λαϊκὰ κεντήματα, ὅπως λ.χ. ἡ ἔξοχη πολιορκία τοῦ κάστρου τῆς Ἀθήνας· κάποτε σὲ ξαναφέρνουν σὲ περιβόλια ποὺ ἔμειναν χλωρὰ ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ τὰ πρωτοεῖδε ὁ τεχνίτης· κάποτε σὲ κάνουν ν᾿ ἀνασαίνεις τὴν ἀτμόσφαιρα μαγείας καὶ φόβου τοῦ παραμυθιοῦ τῶν παιδικῶν χρόνων· εἶναι μία πρωτάκουστη καὶ συνάμα μία πολὺ παλιὰ ραψῳδία.

Γιῶργος Σεφέρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου