Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2019


Δὲν θὰ ἔχουν ἐπάγγελμα
Οἱ Ἕλληνες πολιτικοί ἔχουν μονίμως ὡς ἐπάγγελμα τὴν σωτηρία τῆς πατρίδος. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀποφεύγουν ἐπιμελῶς νὰ τὴν σώσουν: μετὰ τὴ σωτηρία δὲν θὰ ἔχουν ἐπάγγελμα.
Γεώργιος Σουρῆς

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2019



Καὶ βέβαια θέλετε καὶ καλοὺς μιστοὺς νὰ ζήσετε
Ὅταν ἦρθε ὁ Βασιλέας, ποιὸς τοὺς ᾿ρέθιζε τοὺς ἀγωνιστᾶς; Ἡ ἀφεντειά σας οἱ μεγάλοι πολιτικοί. Καὶ πῆγαν εἰς τὴν Τουρκιὰ καὶ χάθηκαν οἱ περισσότεροι. Καὶ τόσοι ἄλλοι χάθηκαν εἰς τὴν Πελοπόννησο, ὁποῦ σκοτώθη ὁ Κρίτζαλης κι᾿ ἄλλοι, καὶ εἰς τὴν Σπάρτη κι᾿ ἀλλοῦ. Καὶ τόσοι εἰς τὰ τριάντα ἕξι, ὁποῦ χάθη τὸ ἄνθος τοῦ Ἔθνους. Καὶ τόσους ὁποῦ ἔκοψε ἡ τζελατίνα καὶ τόσοι ὁποῦ πέθαναν εἰς τῆς φυλακές. Καὶ τόσοι εἰς τὶς διάφορες ἐκλογὲς ἐσᾶς τῶν Ἐκλαμπρότατων πολιτικῶν μας. Σᾶς ἐρωτῶ, ἐσᾶς τοὺς Ἐκλαμπρότατους καὶ μεγαλόγνωσους πολιτικούς της Ἑλλάδος ἀρχὴ καὶ τέλος· ἂν ἤρθετε ἀπὸ καλωσύνη σας νὰ μᾶς φωτίσετε, νὰ μᾶς λευτερώσετε, διατὶ νὰ χυθοῦν αὐτὰ τὰ αἵματα ὁποῦ χύθηκαν καὶ ἡ πατρίδα νὰ εἶναι εἰς τὴν κατάστασιν ὁποῦ εἶναι ὡς τὴν σήμερον, καὶ νὰ γένῃ αὐτείνη ἡ δυστυχία γενικῶς εἰς τοὺς τίμιους ἀνθρώπους; Καὶ νὰ θέλουν οἱ Ἄγγλοι, οἱ Γάλλοι, οἱ Ροῦσσοι, οἱ Ἀουστριακοὶ ἢ ἄλλο κράτος νὰ μᾶς κυβερνήσουν μὲ τὸ μέσον τὸ δικόν σας;
Ἡ ἀφεντειά σας, οἱ ξενοφερμένοι πατριῶτες, ἦστε καὶ οἱ πρῶτοι πολιτικοὶ καὶ οἱ δεύτεροι καὶ οἱ τρίτοι καὶ οἱ τέταρτοι καὶ οἱ πέφτοι καὶ οἱ ἔχτοι κι᾿ ἀκόμα εἰς ὅλα τὰ πράματα τῆς πατρίδας· ἂν εἴχετε ἀρετὴ κι᾿ ὁμόνοια, γένονταν αὐτά; Διατιμιέταν τὸ δυστυχισμένο, τὸ ἀθῶον Ἔθνος; Μπαίναν ὅλοι οἱ μπερμπάντες παντοῦ; Πότε συβουλέψετε τὸ στρατιωτικὸν πατριωτικῶς, κι᾿ αὐτὸ ἐβῆκε ἀπὸ τὰ καθήκοντά του καὶ δὲν σᾶς ἄκουσε; Μεγαλύτερον εἴχαμεν εἰς τὴν Πελοπόννησον τὸν Κολοκοτρώνη· ὅπως τοῦ λέγετε ἔτζι ἔκανε· «πολέμα ὑπὲρ τῆς πατρίδος», πολέμαγε· «κάνε ἐφύλιους πολέμους», ἔκανε. Ἦταν ὁ Δυσσέας εἰς τὴν Ἀνατολικὴ Ἑλλάδα· ἀπὸ τίνος συβουλῆ ἐπέταξε τὸ ντουφέκι κ᾿ ἔβαλε τὸ καλαμάρι κ᾿ ἔγινε πολιτικὸς καὶ φατριαστὴς ὁ στρατιωτικός; Ἀπὸ δική σας. Ἔστειλε ὁ κύριος Κωλέτης εἰς τὸν Δυσσέα τὸν Ἀλέξη Νοῦτζο καὶ τὸν σκότωσε αὐτὸν καὶ τὸν γενναῖον καὶ τίμιον Παλάσκα. Ὁ Δυσσέας τοὺς σκότωσε, ἀλλὰ ὁ Κωλέτης καὶ ἡ συντροφιά του τοὺς ἔστειλε – ἢ ἐκεῖνοι σκότωσαν τὸν Δυσσέα, ἢ ὁ Δυσσέας αὐτούς, ὄφελος τοῦ Κωλέτη καὶ τῆς συντροφιᾶς του ἦταν. ‘Υστερα σκότωσε καὶ τὸν Δυσσέα.
Εἶπα τὰ πατρικά σας αἰστήματα καὶ τὸν πατριωτισμὸν ὁποῦ δείξετε ὅλοι σας, ὁποῦ κοπιάσετε νὰ μᾶς λευτερώσετε. Αὐτεῖνοι εἶναι οἱ ἀγῶνες σας. Εἴχαμεν τόσα σπίτια σημαντικὰ καὶ εἰς τὴν Ρούμελη καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ νησιά, ὁποῦ πραματικῶς θυσιάσαν διὰ τὴν πατρίδα. Ποῦ εἶναι τώρα; Χάθηκαν τὰ περισσότερα. Τὰ παιδιά μας καὶ πολλοὶ ὁποῦ ζοῦνε ἀπὸ αὐτοὺς στραβώνουν μυῖγες μέσα εἰς τοὺς δρόμους τῆς ματοκυλισμένης πατρίδας τους. Θυσιάστηκαν ἀπόξω ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καὶ σκοτώθηκαν τόσοι σημαντικοὶ ἀρχηγοί, τόσοι νοικοκυραῖοι – τὰ παιδιά τους κι᾿ ὅσοι ζοῦνε λένε «ψωμάκι» οἱ περισσότεροι, καὶ ποῦν᾿ το; Ἐσᾶς σᾶς τιμήσαμεν, σᾶς δοξάσαμεν, σᾶς κάμαμεν Ἐκλαμπρότατους, ἀντιπρόσωπους εἰς τὰ δυνατὰ ἔθνη. Καὶ πληρώνεστε χοντροὺς μιστούς. Ὅτι σᾶς κάμαμεν σημαντικοὺς καὶ βέβαια θέλετε καὶ καλοὺς μιστοὺς νὰ ζήσετε. Ἐνῶ ἐμεῖς καὶ πρῶτα καὶ τώρα ζοῦμεν ὅπως μπορέσωμεν – ὅμως οἱ Ἐκλαμπρότητές σας δὲν θέλομεν νὰ κακοπορέψετε· κι᾿ ἂν σᾶς ἰδοῦμεν δυστυχεῖς λυπώμαστε κ᾿ εὐτὺς θαν᾿ ἀναπάψωμε τὰ δεινά σας. Κι᾿ ὡς τίμιοι ἄνθρωποι αὐτὸ πρέπει νὰ κάμωμεν διὰ ν᾿ ἀναστήσωμεν στύλους εἰς τὴν πατρίδα μας ἀπὸ ἀνθρώπους ἄξιους νὰ τὴν βοηθοῦν, καθὼς κάνουν ὅλα τὰ ἔθνη. Ἐμεῖς αὐτὸ ἀρχὴ καὶ τέλος τὸ ἀκολουθοῦμεν εἰς τὴν Ἐκλαμπρότη σας· ἡ Ἐκλαμπρότη σας τί κάμετε ᾿σ ἐμᾶς;
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2019



Στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργὶ
«Ἄνες μοι ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν
καὶ οὐκέτι οὐ μὴ ὑπάρξω». (Ψαλμὸς τοῦ Δαυῒδ)

Χαίρετ᾿ ὁ Ἰωακεὶμ κ᾿ ἡ Ἄννα
ποὺ γέννησαν χαριτωμένη κόρη
στὴν Παναγίτσα στὸ Πυργί!
Χαίρεται ὅλ᾿ ἡ ἔρημη ἀκρογιαλιὰ
κι ὁ βράχος κι ὁ γκρεμὸς ἀντίκρυ τοῦ πελάγους,
ποὺ τὸν χτυποῦν ἄγρια τὰ κύματα,
χαίρεται ἀπ᾿ τὴν ἐκκλησίτσα
ποὺ μοσχοβολᾷ πάνω στὴ ράχη.
Χαίρεται τ᾿ ἄγριο δέντρο, ποὺ γέρνει
τὸ μισὸ ἀπάνω στὸν βράχο, τὸ μισὸ στὸν γκρεμό,
χαίρετ᾿ ὁ βοσκὸς ποὺ φυσᾷ τὸν αὐλό του,
χαίρετ᾿ ἡ γίδα του, ποὺ τρέχει στὰ βράχια,
χαίρεται τὸ ἐρίφιο ποὺ πηδᾷ χαρμόσυνα.
Κ᾿ ἡ πλάση ὅλη ἀναγαλλιάζει
καὶ τὸ φθινόπωρο ξανανειώνει ἡ γῆς,
σὰ σεμνὴ κόρη ποὺ περίμενε χρόνια
τὸν ἀρραβωνιαστικό της ἀπ᾿ τὰ ξένα
καὶ τέλος τὸν ἀπόλαψε πρὶν εἶναι πολὺ ἀργά·
καὶ σὰν τὴ στεῖρα γραῖα ποὺ γέννησε θεόπαιδο
κ᾿ εὐφράνθη στὰ γεράματά της!
Δός μου κ᾿ ἐμένα ἄνεση, Παναγιά μου,
πρὶν ν᾿ ἀπέλθω καὶ πλέον δὲν θὰ ὑπάρχω.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2019



Περιστερὰ διψῶσα
Περιστερά τις σφόδρα ἐδίψα καὶ ἐφ᾿ ὕδατος ζήτησιν τῇδε κἀκεῖσε περιήρχετο.
Ἰδοῦσα δὲ ἔν τινι τοίχῳ ἐζωγραφημένην ὑδρίαν ἐδόκει ἀληθῶς ὁρᾶν ὕδατος σκεῦος μεστόν, καὶ ἐλθοῦσα τοῦ πιεῖν τῷ τοίχῳ προσέκρουσε καὶ αὐτίκα τοῦ ζῆν ἀπερρήγνυτο.
Ὅτε δὲ πρὸς τελευταίαν ἐγγίσασα ἀναπνοὴν ἦν, ἐν ἑαυτῇ ἔλεγεν ὅτι «δυστυχὴς ὄντως ἐγὼ καὶ ἀθλία, ἐφ᾿ ᾧ ὕδατος γλιχομένη μὴ θανάτου ἐμνημόνευον».
 Οὗτος δηλοῖ ὡς πολὺ κρείττων ἡ μακροθυμία τῆς ἀλογίστου σπουδῆς καὶ ταχυτῆτος.
Ἕνα περιστέρι ἦταν τόσο διψασμένο, ὥστε πετοῦσε σὰν τρελὸ ἐδῶ κι ἐκεῖ γιὰ νὰ βρεῖ λίγο νερό.
Ξαφνικά, εἶδε σὲ κάποιο τοῖχο ζωγραφισμένο ἕνα κανάτι καὶ νόμισε πὼς εἶναι ἀληθινό. Πῆρε φόρα λοιπὸν κι ὅρμησε νὰ ξεδιψάσει μὲ τὸ νερὸ ποὺ τάχα ἦταν γεμάτη ἡ ζωγραφιά. Φυσικὰ, ἔσκασε στὸν τοῖχο καὶ τραυματίστηκε θανάσιμα.
Λίγο πρὶν ξεψυχήσει, ψιθύρισε:
«Τί ἀτυχία κι αὐτή! Ἀπ᾿ τὴν πολλή μου δίψα, ξέχασα, τὸ δύστυχο, πὼς ὑπάρχει καὶ θάνατος».
Ὁ μύθος λέει πὼς ἡ ὑπομονή εἶναι προτιμότερη ἀπὸ τὴν ἀλόγιστη βιασύνη.
Αἰσώπου Μῦθοι

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019



Ἐξοχικὴ Λαμπρὴ
Περὶ τὴν μεσημβρίαν, μετὰ τὴν Β´ Ἀνάστασιν, οἱ χωρικοὶ τὸ ἔστρωσαν ὑπὸ τὰς πλατάνους, παρὰ τὴν δροσερὰν πηγήν.
Ὡς τάπητας εἶχον τὴν χλόην καὶ τὰ χαμολούλουδα, ὡς τράπεζαν πτέριδας καὶ κλάδους σχοίνων.
Ἡ δροσερὰ αὔρα ἐκίνει μετὰ θροῦ τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ὁ Φταμηνίτης μὲ τὴν λύραν του ἀντέδιδε φθόγγους λιγυρούς.
Ἡ ὡραία Ξανθή, ἡ σύζυγος τοῦ Φταμηνίτου, ἐκάθητο μεταξὺ τῆς μητρός της Μελάχρως καὶ τῆς θεια-Κρατήρας, τῆς πενθερᾶς της, φροντίζουσα νὰ ἔχῃ ἐν μέρει τὰς παρειὰς κεκαλυμμένας μὲ τὴν μανδήλαν, καὶ νὰ βλέπῃ μᾶλλον πρὸς τὸν κορμὸν τῆς γιγαντιαίας πλατάνου, ὅπως μὴ τὴν κοιτάζωσιν οἱ ἄνδρες, καὶ ζηλεύῃ ὁ σύζυγός της.
Ἡ ἀδελφή της, τὸ Ἀθώ, δεκαπεντοῦτις κόρη ἄγαμος, ἄφροντις, ὡραία καὶ αὐτή, ποσάκις δὲν τὴν ἐπείραζε λέγουσα· «Ἀρή, τί τὸν ἤθελες, ἀρή; Δὲν τὸν ἔπαιρνα, νὰ μοῦ χαρίζανε τὸν οὐρανὸ μὲ τ᾽ ἄστρα… Καλύτερα νὰ γινόμουν καλόγρια!»
Τὸ βέβαιον ἦτο ὅτι ὁ Φταμηνίτης δὲν διέπρεπεν οὔτ᾽ ἐπὶ κάλλει οὔτε ἐπὶ μεγέθει σώματος, ἀλλ᾽ ἀνεπλήρου τὰς ἐλλείψεις ταύτας δι᾽ εὐστροφίας σώματος καὶ πνεύματος καὶ διὰ φαιδρότητος καὶ εὐθυμίας.
Ὁ παπα-Κυριάκος προήδρευε τοῦ συμποσίου, ἔχων ἀπέναντί του τὴν παπαδιά, βραχύσωμον, στρογγυλοπρόσωπον, μελαγχροινήν, ἀγαθωτάτην, ἥτις ἐν ἀθῳότητι ἐξεκόλαπτε σχεδὸν κατ᾽ ἔτος ἓν παπαδόπουλον, χωρὶς νὰ τὴν μέλῃ οὔτε διὰ παλληκαροβότανα, οὔτε διὰ στριφοβότανα, περὶ ἃ τυρβάζουσιν ἄλλαι γυναῖκες.
Δεξιόθεν τοῦ ἱερέως ἐκάθητο ὁ μπαρμπα-Μηλιός, προεστὼς ἅμα καὶ πρόθυμος θεράπων τῆς κοινότητος, ἠξεύρων νὰ ψήνῃ ὡς οὐδεὶς ἄλλος τὸ ἀρνί, λιανίζων μεθοδικώτατα δι᾽ ὅλους, καὶ τρώγων ἅμα καὶ προπίνων.
Εἰς τὰς προπόσεις μάλιστα δὲν εἶχεν ἐφάμιλλον. Μετὰ τὴν σύντομον καὶ τυπικὴν τοῦ ἱερέως πρόποσιν, ἐγερθεὶς ὁ μπαρμπα-Μηλιός, κρατῶν τὴν τσότραν τὴν ἑπταόκαδον, ἤρχισε νὰ χαιρετίζῃ τοὺς πάντας καὶ ἕνα ἕκαστον ὡς ἑξῆς·
―  Χριστὸς Ἀνέστη! ἀληθινὸς ὁ Κύριος! Ζῇ καὶ βασιλεύει εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας!
Εἶτα μετὰ τὸ προοίμιον, εἰσῆλθεν εἰς τὴν οὐσίαν·
―  Γειά μας! καλὴ γειά! διάφορο! καλὴ καρδιά! Παπά μ᾽, νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σ᾽! Παπαδιά, νὰ χαίρεσαι τὸν παπά σ᾽ καὶ τὰ παιδάκια σ᾽! Ξάδερφε Θοδωρή! νὰ ζήσῃς, νὰ τς χαίρεσαι! Κουμπάρε Παναγιώτη! ὅπως ἔτρεξες μὲ τὸ λάδ᾽ νὰ τρέξῃς καὶ μὲ τὸ κλῆμα! Συμπεθέρα Κρατήρα! Νὰ χαίρεσαι, μ᾽ ἕναν καλὸν γαμπρό! Ἀνιψιὲ Γιώργη! Τίμια στέφανα! στὸ γάμο σας νὰ χαροῦμε. Κουμπάρα Κυπαρισσού! μὲ μιὰ καλὴ νύφη, νὰ ζήσῃς, νὰ χαρῇς! ἐβίβα ὅλοι! Τέ-περ-τε*! Πάντα χαρούμενοι! Στὴν ὑγειά σας! Σμπεθέρα Ξαθή! καλὴ λευθεριά! Στὴν ὑγειά σας! Πάντα χαρούμενοι! Πάντα μὲ τὸ καλό!
Καὶ ἀνάλογος πρὸς τὸ πρόσωπον ὑπῆρξεν ἡ πόσις.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Φταμηνίτης ἠθέλησε νὰ προπίῃ, κατ᾽ ἄλλον ὅμως στενώτερον τρόπον· ἠθέλησε νὰ βρῇ τὴν γυναῖκά του, καὶ ἠνάγκασεν αὐτὴν ν᾽ ἀπαντήσῃ εἰς τὴν πρόποσιν·
―  Μπρόμ!
―  Πιὲ κὶ δό μ᾽!
―  Μὲ κρασί!
―  Καλῶς τ᾽ν ἀγάπη μ᾽ τὴ χρυσῆ!
Καὶ πιὼν αὐτός, μετεβίβασε τὴν τσότραν εἰς τὴν ὡραίαν Ξανθήν, ἥτις ἔβρεξε τὰ χείλη.
Εἶτα ἤρχισαν τὰ ᾄσματα. Ἐν πρώτοις τὸ Χριστὸς ἀνέστη, ὕστερον τὰ θύραθεν. Ὁ μπαρμπα-Μηλιὸς θελήσας νὰ ψάλῃ καὶ αὐτὸς τὸ Χριστὸς ἀνέστη, τὸ ἐγύριζε πότε εἰς τὸν ἀμανὲ καὶ πότε εἰς τὸ κλέφτικο.
Ἀλλ᾽ ὁ ἰδιορρυθμότερος πάντων τῶν ψαλτῶν ἦτο ὁ μπαρμπα-Κίτσος, γηραιὸς χωροφύλαξ, Χειμαρριώτης, παλαιὸς ταχτικός, λησμονημένος ἀπὸ τῆς βαυαρικῆς ἐποχῆς ἐν τῇ νήσῳ. Ἀμφέβαλλε καὶ αὐτὸς ἂν τὸν εἶχαν περασμένον εἰς τὰ μητρῷα, πότε τοῦ ἔστελναν μισθόν, πότε ὄχι. Ἐφόρει χιτῶνα μὲ ἀνοικτὰς χειρῖδας, βραχεῖαν περισκελίδα μέχρι τοῦ γόνατος καὶ τουζλούκια*. Ὁ δήμαρχος τοῦ τόπου (διότι ὑπῆρχε φεῦ! καὶ δήμαρχος) τὸν εἶχε στείλει νὰ κάμῃ Πάσχα εἰς τὰ Καλύβια, διὰ νὰ φυλάξῃ δῆθεν τὴν τάξιν, καίτοι οὐδεμιᾶς φυλάξεως ἦτο ἀνάγκη. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὸν ἔστειλε νὰ καλοπεράσῃ πλησίον τῶν ἀνοιχτοκάρδων ἐξωμεριτῶν, οἵτινες τοῦ ἤρεσκον τοῦ μπαρμπα-Κίτσου, ἂς τοὺς ἔλεγον καὶ «τσουπλακιὲς»* ἢ «χαλκοδέρες»*. Ἐὰν ἔμενεν ἐν τῇ πόλει, ὁ δήμαρχος θὰ ἦτο ὑπόχρεως νὰ τὸν φιλεύσῃ τὸν μπαρμπα-Κίτσον, καθὼς τὸν εἶχαν κακομάθει οἱ προκάτοχοί του, ἔλεγε, ― νὰ τὸν φιλεύσῃ κουλούραν καὶ αὐγά. Τί ἔθιμα!…
Ὁ μπαρμπα-Κίτσος, ἀφοῦ ἠσπάσθη τρὶς ἢ τετράκις τὴν τσότραν, ἤρχισε νὰ ψάλλῃ τὸ Χριστὸς ἀνέστη κατ᾽ ἰδιάζοντα αὐτῷ τρόπον, ὡς ἑξῆς·
Κ᾽στὸ - μπρὲ - Κ᾽στὸς ἀνέστη
ἐκ νεκρῶν θ α ν ά τ ω ν,
θάνατον μ π α τ ή σ α ς,
κ᾽ ἔ ν τ ο ι ς - ἔ ν τ ο ι ς μνήμασι,
ζωὴν π α μ μ α κ ά ρ ι σ τ ε!
Καὶ ὅμως, μεθ᾽ ὅλην τὴν ἰδιορρυθμίαν ταύτην, οὐδείς ποτε ἔψαλεν ἱερὸν ᾆσμα μετὰ πλείονος χριστιανικοῦ αἰσθήματος καὶ ἐνθουσιασμοῦ, ἐξαιρουμένου ἴσως τοῦ γνωστοῦ ἐν Ἀθήναις γηραιοῦ καὶ σεβασμίου Κρητός, τοῦ ψάλλοντος τὸ Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν μὲ τὴν ἑξῆς προσθήκην· «Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ἀσεβῶν τῶν μὴ προσκυνούντων, οἱ κερατάδες! τὴν εἰκόνα σου τὴν σεπτήν…»
Ἀληθεῖς ὀρθόδοξοι Ἕλληνες!
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2019


Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα
Βλέπω παιδιὰ ποὺ ἔχουν τελειώσει ὄχι μόνο Λύκειο ἀλλὰ καὶ Πανεπιστήμιο νὰ γράφουν κάτι γράμματα, νὰ κάνουν κάτι λάθη… Ἐμεῖς τοῦ Δημοτικοῦ ἤμασταν καὶ τέτοια λάθη δὲν κάναμε. Καὶ ἂν εἶναι φοιτητὲς τῆς Φιλολογίας ἢ τῆς Νομικῆς, κάτι γίνεται. Ἂν εἶναι ἄλλης Σχολῆς, δὲν ξέρουν νὰ γράψουν. Ἐνῶ τὸ Σχολαρχεῖο παλιὰ ἦταν… (σὰν Πανεπιστήμιο). Ἐδῶ βλέπεις καὶ στὸ Δημοτικὸ πόσα μάθαιναν τότε τὰ παιδιά, πόσο μᾶλλον στὸ Σχολαρχεῖο!
Σήμερα τὰ φορτώνουν ἕνα σωρὸ καὶ τὰ μπερδεύουν. Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα χωρὶς πνευματικὸ ἀντιστάθμισμα. Στὰ σχολεῖα τὰ παιδιὰ πρέπει πρῶτα νὰ μαθαίνουν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μικρὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε νὰ μάθουν ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά –ἐνῶ Ἀρχαῖα νὰ μὴ μάθουν – μουσική, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο… Τί νὰ πρωτομάθουν; Ὅλο γράμματα καὶ ἀριθμοὺς καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι νὰ μάθουν, γιὰ τὴν Πατρίδα τους κ.λπ., δὲν τὰ μαθαίνουν. Οὔτε πατριωτικὰ τραγούδια οὔτε τίποτε.
Πιάσε ἕνα ἀπὸ τὰ σημερινὰ παιδιὰ τώρα καὶ ρώτησε τό: «Σὲ ποιό νομὸ εἶναι τὸ χωριό σου; Πόσο πληθυσμὸ ἔχει;». Δὲν ξέρει νὰ σοῦ πῆ. Σοῦ λέει: «Θὰ πάω στὸ Πρακτορεῖο, θὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο καὶ θὰ μὲ πάη στὸ χωριό. Ἀφοῦ ξέρει ὁ εἰσπράκτορας, θὰ τοῦ πῶ ὅτι θέλω νὰ πάω στὸ τάδε χωριό, θὰ πληρώσω καὶ θὰ μὲ πάη». Ἐμεῖς στὸ Δημοτικὸ ξέραμε ὅλον τὸν κόσμο ἀπ΄ ἔξω. Γιατί ἔπρεπε νὰ ξέρης ἀπ΄ ἔξω τὶς πόλεις ὅλων τῶν κρατῶν ἀπὸ πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους καὶ ἄνω. Μετὰ ἔπρεπε νὰ ξέρης τὰ μεγαλύτερα ποτάμια στὸ φάρδος καὶ στὸ μάκρος καὶ τὰ ἀμέσως μικρότερα, τὰ μεγαλύτερα βουνὰ κ.λπ. –πόσο μᾶλλον τῆς Ἑλλάδος! Τὸ ἔχω δεῖ καὶ σὲ μεγάλους ὄχι μόνο σὲ μικρὰ παιδιά· φοιτητὴς νὰ μὴν ξέρη πόσους κατοίκους ἔχει ἡ πόλη στὴν ὁποία σπουδάζει! Ρώτησα ἕναν ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο βουνὸ τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν ἤξερε. Ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Τὸ πιὸ μικρό, οὔτε αὐτό. Φοιτητὴς καὶ νὰ μὴν ξέρη τίποτε γιὰ τὴν Πατρίδα του! Θά΄ ρθοῦν μετὰ οἱ … «φίλοι»μας, οἱ γείτονες, καὶ θὰ τοῦ ποῦν: «Αὐτὴ δὲν εἶναι πατρίδα σου· εἶναι πατρίδα δική μας», καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήση: «Καλὰ λέτε, ἔτσι εἶναι»! Καταλάβατε; Ἐκεῖ πᾶμε! Ἂν ρωτήσης ὅμως τὰ σημερινὰ παιδιὰ γιὰ τὸ ποδόσφαιρο ἢ γιὰ τὴν τηλεόραση, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ ὅλους ἄπ΄ ἔξω.
Καὶ βλέπεις, ἦρθαν παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ ἤξεραν γράμματα. «Ποῦ τὰ μάθατε τὰ γράμματα;», ρωτᾶς τοὺς Βορειοηπειρῶτες. «Στὶς φυλακές», σοῦ λένε. Ἐκεῖνα τὶς φυλακὲς τὶς ἔκαναν σχολεῖα. Τὰ δικά μας τὰ παιδιὰ τὰ σχολεῖα τὰ ἔκαναν φυλακές· κλείστηκαν μόνα τους μέσα μὲ τὶς καταλήψεις… Τὰ παιδιὰ σήμερα, ἰδίως στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, εἶναι ζαλισμένα· πιὸ πολὺ στὸ Γυμνάσιο καὶ στὸ Λύκειο. Στὸ πανεπιστήμιο εἶναι πιὸ ὥριμα. Ἐκεῖ ἄλλωστε, ὅποτε θέλουν πηγαίνουν.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019


Τὸ διαζύγιο ὡς ρῆγμα
Τὸ διαζύγιο, ὡς γεγονὸς διαρρήξεως μιᾶς, πρωταρχικῆς σημασίας γιὰ τὴν ὑπαρξιακὴ καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου, συζυγικῆς διαπροσωπικῆς σχέσεως, πλήττει τὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, σὲ μία σειρὰ ἁλυσιδωτῶν σχέσεων ἀτόμων ἐμπλεκομένων, οὕτως ἢ ἄλλως, συγγενικῶς μὲ τοὺς ἀρχικοὺς συντελεστὲς τῆς διαρρήξεως αὐτῆς!
Στὸ μυστήριο τοῦ γάμου πραγματώνεται μυστηριακῶς ὁ σκοπὸς τῆς θείας οἰκονομίας, ποὺ ἀφορᾶ στὴν ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, στὴν ἀρχικὴ προπτωτική του εἰκόνα. Τὸ ἀνδρόγυνο, στὸ γάμο, ἐξεικονίζει τὴν τέλεια ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ ἐν λόγῳ σκοποῦ, ἀνθρώπινη διαπροσωπικὴ ἑνότητα στὴ μονάδα δύο προσώπων! Μὲ τὸ μυστήριο τοῦ γάμου ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει στὴν ὀντολογικὴ πληρότητα τῆς ἀρχικῆς του εἰκόνας, ἐφόσον, μὲ τὸ μυστήριο αὐτό, ὁ ἄνθρωπος ὑποστασιάζεται πλέον ὡς «μονὰς» («καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν») στὴ δυάδα τῶν συζυγικῶν προσώπων γίνεται «ἀνδρὸγυνος»! Οἱ σύζυγοι ἑνώνονται, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου εἰς ἀνδρόγυνο!
Στὴν περίπτωση αὐτή, ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἐπιστρέφει στὴν ἑνότητα τοῦ ἑαυτοῦ του, μέσω τῆς ἀναπλασθείσης διὰ τῶν δημιουργικῶν χειρῶν τοῦ Θεοῦ, πλευρᾶς του καὶ συμπληρώνεται, μὲ τὸν τρόπο αὐτό, τὸ κενό, τὸ ὁποῖο κατέλυσε ἡ ἀποσπασθεῖσα αὐτὴ πλευρά του, μὲ τὸ θεῖο δῶρο τῆς θεραπείας τῆς μοναξιᾶς του («Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον») τὴ γυναίκα!
Ἐξάλλου, ἀτενίζοντας τὸ πρόσωπο τῆς γυναίκας ὁ μεταπτωτικὸς Ἀδὰμ ἀναγνωρίζει τὸν ἑαυτὸ του («τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»), καὶ ἀποδέχεται τὴν ἀλήθεια τοῦ ἀποστολικοῦ λόγου, ὅτι «Οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναίκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. Ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἑαυτὸν ἀγαπᾶ»! Ἡ ἑνότητα αὐτὴ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, στὸ μυστήριο τοῦ γάμου, σημειοδοτεῖ τὴν χαρισματικὴ ἢ μυστηριακὴ ὀντολογικὴ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου γενικῶς προσώπου. Ὁ γάμος καταφάσκει τὴν μυστηριακὴ σχέση τῶν δύο συζύγων, ὡς ἀπόδειξη τῆς πραγματώσεως τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, στὸ κεφάλαιο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου διὰ τοῦ γάμου!
Ἀλλὰ τὸ διαζύγιο δὲν διασπᾶ μόνο τὴ συζυγικὴ ἑνότητα καὶ τὴ σχέση δύο μόνον προσώπων. Τὸ διαζύγιο μπορεῖ νὰ γίνει αἰτία καὶ πηγὴ πολλῶν μελλοντικῶν, συνεχῶν, διασπάσεων, καὶ ἐκλύσεων ψυχικῶν διαταραχῶν σὲ ὅλα τὰ πρόσωπα, τὰ ὁποῖα ἐνδεχομένως θὰ ἐμπλακοῦν, οὕτως ἢ ἄλλως, στὸ μεγάλο κύκλο ἀνθρωπίνων, διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἀπορρεουσῶν ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀφετηρία δύο διαζευγμένων γονέων.
Ἐὰν δηλ. ὁ ἕνας πρώην σύζυγος ἢ καὶ ἀμφότεροι, προχωρήσουν σὲ νέο γάμο μὲ ἄλλα πρόσωπα, τότε οἱ ἀρνητικὲς ποικίλες συνέπειες τῆς ἀρχικῆς συζυγικῆς διαστάσεως, θὰ περάσουν ἀσφαλῶς στὶς νέες συγγενικὲς σχέσεις, ἐξ αἵματος ἢ ἐξ ἀγχιστείας, οἱ ὁποῖες θὰ δημιουργηθοῦν ἐνδεχομένως μὲ τοὺς νέους αὐτοὺς γάμους. Λ. χ. ἐνδεχομένως, μὲ νέους γάμους τῶν ἤδη διαζευγμένων συζύγων, θὰ προκύψουν ἴσως πατριοὶ καὶ μητρυιὲς καὶ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί, οἱ ὁποῖοι θὰ γίνουν ἀποδέκτες τῶν ἀρνητικῶν συνεπειῶν τοῦ ἀρχικοῦ διαζυγίου.
Ἔπειτα εἶναι γνωστὸ ὅτι τὰ παιδιὰ διαζευγμένων γονέων μὲ ψυχικὰ τραύματα ἀπὸ τὶς σχέσεις τῶν γονέων τους καὶ κυρίως ἀπὸ τὸ διαζύγιο, θὰ μεταφέρουν ἀργότερα στὴ δική τους συζυγικὴ σχέση, τὶς ἐμπειρίες τῶν τραυμάτων αὐτῶν, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι λίγες φορές, τὶς διαταράξεις καὶ τῆς δικῆς τους συζυγικῆς σχέσεως! Γενικῶς ὅμως εἶναι συνήθως ἀπρόβλεπτες οἱ καταστροφικὲς συνέπειες ἑνὸς διαζυγίου, στὸν μέλλοντα χρόνο, ποὺ ὁ κύκλος τῶν συγγενικῶν προσώπων, θὰ διευρύνεται μὲ νέους ἐπιγόνους, σχετιζομένους μὲ τοὺς συντελεστὲς τοῦ ἀρχικοῦ-πατρογονικοῦ διαζυγίου!
Ἡ πτώση τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου στὴν τραγωδία τοῦ διαζυγίου καὶ τῆς διασπάσεως τοῦ συζυγικοῦ ζεύγους σὲ μονάδες, σημαίνει ἀσφαλῶς διάλυση καὶ ἀπώλεια τῆς ἀρχέγονης θεουργικῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν εἰκόνα τοῦ ἑνός!
Ἐξάλλου οἱ διαστάσεις τῆς τραγωδίας αὐτῆς ὁριοθετοῦνται σίγουρα στὴν ἀναίρεση, μὲ τὸ διαζύγιο, ὄχι μόνο τῆς μυστηριακῆς ἀναπλάσεως τῆς ἐν λόγῳ εἰκόνας διὰ τοῦ γάμου ἀλλὰ καὶ τῆς διὰ τῆς «ἀρχιτεκτονίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (ἅγ. Μάξιμος Ὁμολογητὴς) οἰκοδομηθείσης «κατ’ οἶκον ἐκκλησίας»!
Ἕνα διαζύγιο συντρίβει μίαν ἐκκλησία! «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν»;
Ἰωάννης Κορναράκης

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2019


Δημοψήφισμα τώρα!
Τό κείμενο τῶν 22 Μητροπολιτῶν τῆς Μακεδονίας πού ἀφορᾶ τήν Συμφωνία τῶν Πρεσπῶν ἔχει ἤδη περάσει στήν Ἱστορία καί θά παραμείνει στή μνήμη τοῦ κάθε σκεπτόμενου ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν μελλοντικῶν γενεῶν σάν ἕνα κείμενο εὐθύνης καί ἀξιοπρέπειας γιά τόν λαό μας σέ μιά ἀπό τίς πιό κρίσιμες στιγμές τῆς ἱστορίας Του.
Εἶναι βέβαια σέ συνέχεια καί συνέπεια τῆς ἀρχικῆς στάσης ὅλης τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀλλά πιό ἐξειδικευμένο ἀπό αὐτούς πού θά γνωρίσουν ἄμεσα τίς συνέπειες.
Μέ γλῶσσα εὐπρεπῆ, μέ ἐπιχειρήματα σαφέστατα, δείχνοντας καθαρά τίς παρενέργειες ἀπό τώρα μιᾶς μειοδοτικῆς γιά τήν Πατρίδα συμφωνίας θά εἶναι στό μέλλον μιά ἀκόμη βεβαίωση τῆς διαρκοῦς συνοδοιπορίας τῆς ποιμαίνουσας Ἐκκλησίας μέ τόν Λαό, μία ἀκόμη φανέρωση ὅτι ἡ ποιμαίνουσα Ἐκκλησία βρίσκεται σέ ἀπόλυτη ταύτιση μέ τήν συνείδηση τοῦ λαοῦ καί σέ ἀντίθεση μέ τήν ὀλιγαρχία τῶν ἐξουσιαστῶν, τούς ὁποίους ἡ ἐξουσία καί ἡ νομή της ἐνδιαφέρει περισσότερο ἀπό τήν Πατρίδα
Ποιά ἀξία μπορεῖ νά ἔχει ἡ δῆθεν ἀλλαγή τοῦ Συντάγματος στά Σκόπια, ὅταν τά βασικά σημεῖα τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ τῆς χώρας τά προσφέρουμε ἐμεῖς στό πιάτο.
Δηλαδή τήν ἀναγνώριση τῆς γλώσσας καί τῆς Ἐθνότητας; Γιά ποιά ὑπέρβαση τοῦ ἀλυτρωτισμοῦ μιλᾶμε ἀπό τούς γείτονες μας ὅταν πρίν ἀκόμη ὑπογραφεῖ ἡ συμφωνία διακηρύττουν ὅτι αὐτοί καί μόνον, καί μέ τήν δική μας συγκατάθεση, εἶναι οἱ Μακεδόνες.
Ὅταν τίς παραμονές πού θά ψηφίσουν τήν δῆθεν ἀλλαγή τοῦ ὀνόματος τους σέ «Βόρεια Μακεδονία» ἐκεῖνοι τυπώνουν χιλιάδες διαβατήρια μέ τό ὄνομα «Δημοκρατία τῆς Μακεδονίας»;
Ποιά εἶναι ἡ ἀντίδραση τῆς Ἑλληνικῆς Κυβερνήσεως σέ ὅλα αὐτά. Οὐσιαστικά καμμία. Ἡ ἐντύπωση πού δίνουν σέ μένα οἱ ἀντιδράσεις τοῦ Πρωθυπουργοῦ εἶναι σάν νά λέει: «΄Αφῆστε ρέ παιδιά νά τελειώνουμε καί μετά κάντε τα ὅλα αὐτά!!!»
Μήπως δέν γνωρίζει ὁ δῆθεν ἐξανιστάμενος Πρωθυπουργός ὅτι διά τῆς δικαστικῆς ὁδοῦ μετά τήν ὑπογραφή τῆς συμφωνίας θά διεκδικήσουν καί θά ἐπιτύχουν τήν ἀναγνώριση ἐντός τῆς Ἑλλάδος «Μακεδονικῆς Μειονότητας» καί θά ἀπαιτήσουν γιά χάρη της τήν διδασκαλία τῆς «Μακεδονικῆς γλώσσας»;
Παλιά μας τέχνη κόσκινο. Καί ὅταν οἱ ὑπερβάσεις θά γίνονται πιό ἔντονες καί ἐμεῖς τάχα θά καταφεύγουμε διαμαρτυρόμενοι στό ΝΑΤΟ καί στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση θά μᾶς λένε, ὅπως μᾶς λένε γιά τήν Τουρκία, «βρέστε τα μόνοι σας».
Ὅσο γιά τόν κ. Καμμένο μία μόνο πρόταση. Ὁ ρόλος τοῦ Πόντιου Πιλάτου εἶναι πάντα ἕνας ἀπεχθής καί στιγματισμένος ἀπό τήν ἱστορία ρόλος. Ἡ μειοδοσία ἔχει καί τήν δική του συγκατάθεση. Ἀργά πλέον γιά δάκρυα.
Τά γεγονότα ὅμως ἀπέδειξαν καί κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό. Δέν ὑπάρχει Ἀριστερά καί δέν ὑπάρχει «πρώτη φορά ἀριστερά». Αὐτά εἶναι γιά τούς ἀφελεῖς.
Ὑπάρκει μόνον Ἐξουσία. Ἡ Ἐξουσία ὡς ἄλλη Κίρκη διαμορφώνει ὅλους, δεξιούς, ἀριστερούς κλπ. ὥστε νά ἀποκτήσουν τήν ἴδια μούρη.
Ἡ λαγνεία τῆς ἐξουσίας ἐξαφανίζει δῆθεν ἰδεολογίες καί διαχωριστικές γραμμές καί τούς ἰσοπεδώνει ὅλους καί τούς μεταποιεῖ σέ λακέδες τῶν μεγάλων συμφερόντων. Νά εἴμαστε ἀρεστοί στά ἀφεντικά μας καί ἄσε τήν Πατρίδα.
Ἡ συμφωνία τῶν Πρεσπῶν σέ τίποτα δέν ἐξυπηρετεῖ τήν Ἑλλάδα. Ἄν κάποιος ἐξυπηρετεῖται εἶναι τά Σκόπια, ἀλλά οὔτε καί αὐτά. Ἐξυπηρετεῖται κυρίως τό παιχνίδι ἤ μᾶλλον ὁ ἀνταγωνισμός τῶν Μεγάλων Δυνάμεων καί κανείς ἄλλος. Γιά τήν Πατρίδα μας ὅμως ἡ συμφωνία τῶν Πρεσπῶν ἔχει ἕνα ἄλλο μειοδοτικό στοιχεῖο.
Τήν ἀπόλυτη περιφρόνηση τοῦ Λαοῦ. Στά Σκόπια τουλάχιστον ἔγινε Δημοψήφισμα. Κατά τήν ἑλληνική Κυβέρνηση ὅμως ὁ Ἑλληνικός Λαός εἶναι ἀνώριμος. Δέν τοῦ ἐπιτρέπεται νά ἐκφράσει τήν γνώμη του.
Αὐτό μπορεῖ νά συμβαίνει στίς Δημοκρατίες, ἀλλά ἐμεῖς δέν ἔχουμε Δημοκρατία. Πόσο δίκαιο εἶχε ὁ μακαρίτης ὁ Γιάννης ὁ Τσαρούχης ὅταν πρίν πολλά χρόνια ἕνα βραδάκι στήν Χαλκίδα ἔλεγε: «Ἡ Ἑλλάδα πέρασε πολλές κατοχές. Ἡ χειρότερη ἀπό ὅλες εἶναι ἡ ἑλληνική κατοχή».
Ξέρω τήν ἀντίδραση τοῦ ἐξουσιαστικοῦ κατεστημένου. «Κάνεις πολιτική, δέν σοῦ ἐπιτρέπεται». Ἡ συκοφαντία ἦταν πάντα τό ὅπλο τῶν ἐξουσιαστῶν.
Μέ τήν γραφίδα μου ὑπερασπίζομαι τήν Πατρίδα μου, αὐτό κάνω. Γίνομαι ἡ φωνή τῶν συμπολιτῶν μου, τῶν ἀνθρώπων τοῦ ποιμνίου μου. Ἴσως μέ ἐρωτήσετε: «Καί ἐμεῖς εἴμαστε προδότες;».
Σᾶς ἀπαντῶ λοιπόν εὐθέως. Σήμερα πιστεύω ὅτι ἔχετε κάνει μεγάλο λάθος μέ αὐτή τή συμφωνία τῶν Πρεσπῶν. Πιστεύω ὅτι εἶσθε σέ λάθος δρόμο.
Σᾶς τό φωνάζει ὅλος ὁ λαός. Ἄν ὅμως τήν ψηφίσετε καί αὐτά πού φοβόμαστε ὅλοι ἐμεῖς ἔλθουν στήν Πατρίδα μας, τότε θά σᾶς τό ποῦμε ξεκάθαρα ὅτι ὑπογράψατε μιά συμφωνία προδοτική γιά τήν Πατρίδα.
Ἐμεῖς σᾶς προτείνουμε νά μοιραστεῖτε τήν εὐθύνη τῆς ἀπόφασης μέ τόν Λαό. Σᾶς προτείνουμε Δημοψήφισμα, ἐδῶ καί τώρα. Δέν εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς γειτονικῆς Χώρας ὡριμότεροι τῶν Ἑλλήνων.
Ἀλλοιῶς ἐκφράζετε περιφρόνηση ἀπέναντι στό λαό. Μακάρι νά σᾶς φωτίσει ὁ Θεός αὐτή τήν ἔσχατη ὥρα.
Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης Παῦλος

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019



Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι
Ὅταν λειτουργᾶς, νά ῾χεις ὑπόψη σου ὅτι εἶσαι μεσίτης. Παραλαμβάνεις ἀπὸ τὸν κόσμο πόνο, δάκρυα, ἀσθένειες, παρακλήσεις καὶ τ᾿ ἀναφέρεις ἐπάνω εἰς τὸ θρόνο τῆς θεότητος. Καὶ μεταφέρεις κατόπιν στὸν κόσμο παρηγοριά, θεραπεία, ὅ,τι ἔχει ἀνάγκη ὁ καθένας. Μεγάλο ἀξίωμα σ᾿ ἔχει ἀξιώσει, παιδί μου, ὁ Θεός. Νὰ τὸ καλλιεργήσεις. Τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ εἶναι στὸ στόμα τοῦ ἱερέως.
Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι. Τὸ πετραχήλι εἶναι ὁ διαλλάκτης τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου μὲ τὸν Πατέρα, μὲ τὸν Δημιουργό του. Γι᾿ αὐτὸ ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα.
Στὸν καιρὸ τῆς Τουρκοκρατίας γύριζαν πολλοὶ παπάδες, ἄλλα ἕνας παπὰς γύριζε καὶ μάζευε ὀνόματα καὶ τὰ μνημόνευε στὴ Λειτουργία. Καὶ εἶπε ὁ καϊμακάμης, ὁ Τοῦρκος ἀστυνομικός: «Βρέ, αὐτὸς ἐγείρει τὸν κόσμο σὲ ἐπανάσταση». Τὸν πιάνει καὶ τὸν βάζει μέσα. Καὶ στὸν ὕπνο τοῦ φανερώνονται ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μνημόνευε καὶ λένε: «Ἄκουσε, ἢ βγάζεις τὸν παπὰ ἔξω, διότι αὐτὸς μᾶς μνημονεύει καὶ μᾶς παρηγορεῖ, ἢ θὰ σοῦ πάρουμε τὸ πρῶτο παιδί». Κι ὁ Τοῦρκος φοβήθηκε. Ἐπὶ Τουρκοκρατίας. «Ἄντε, παπά, πᾶνε στὸ καλό», λέει, «πᾶνε, ἐγὼ θὰ χάσω τὸ παιδί μου;»
Μεγάλη δύναμη ἔχει τὸ πετραχήλι, παιδί μου, μεγάλη δύναμη. Ὅσο μπορεῖς περισσότερα ὀνόματα νὰ μνημονεύεις.
Ναί, ἐμένα παλιά μοῦ ῾δωσε ὁ π. Ἀρσένιος, ὁ παραδερφὸς τοῦ γερο-Ἰωσήφ, κάτι ὀνόματα ἀπ᾿ ὅταν ἦταν μετανάστης ἀπ᾿ τὴ Ρωσία καὶ ἦρθε στὴν Ἑλλάδα. Κι ἐγὼ τὰ μνημόνευα. Κι ἔπειτα μοῦ λέει: «Ξέρεις, Γέροντα, τί εἶδα; Εἶδα στὸν ὕπνο μου ὅτι αὐτὰ τὰ ὀνόματα ποὺ μοῦ ῾δωσα, πῆγα στὸ ἕνα σπίτι. Λέω, πῶς τὰ περνᾶς ἐδῶ; Ἔ, λέει, λιγάκι, καλά, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ παπα-Ἐφραὶμ καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Εἶναι ποὺ τοῦ μνημόνευα τὰ ὀνόματα. Ναί. Ἔπειτα ὁ ἄλλος: «Ἐσὺ πῶς τὰ περνᾶς;» «Ναί, ἔτσι κι ἔτσι, ἀλλὰ πέφτει λιγάκι βροχὴ καὶ κρυώνω, ἀλλὰ ἔρχεται ὁ παπα-Ἐφραίμ, λέει, καὶ μᾶς παρηγορεῖ». Λέω: «Εἶναι, ἀδερφέ μου, τὰ ὀνόματα ποὺ μνημονεύω».
Ὁ παπα-Πλανᾶς γιατί ἁγίασε; Ἐμνημόνευε ὁλόκληρα χαρτιά, ἐμνημόνευε. Κι ἐγὼ θυμήθηκα κάτι ὀνόματα καὶ τὰ τοιχοκόλλησα στὴν Προσκομιδή. Ἐκεῖ ἐκ τοῦ προχείρου. Καὶ στὸν ὕπνο μου βλέπω, λοιπόν, ὅτι ἦρθαν κάτι γέροι παλαιοί, μὲ παλαιϊκὰ ροῦχα, ὅπως ἄκουγα ἐγὼ ἀπὸ τὴν μητέρα τοῦ πατέρα μου. Λένε: «Ἐσύ, παιδί μου, μᾶς ἔγραψες, ἀλλὰ ὁ Γέροντας, παιδί μου, δὲν μᾶς μνημονεύει».
- Ἔλα, λέω τοῦ Γέροντα, γιατί δὲν τὰ μνημονεύεις;
- Δὲν τὰ ἔβλεπα καθαρά, λέει.
- Γέροντα, αὐτὸ κι αὐτὸ εἶδα: ὅτι ὁ Γέροντας δὲν μᾶς μνημονεύει, λέει.
Κι ἀπὸ τότες ἔλαβα προθυμία νὰ μνημονεύω ὅσα ὀνόματα περισσότερα. Ὅσα ὀνόματα περισσότερα, περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ἀλλὰ αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη: νὰ ἑνώσεις τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν Θεό. Αὐτὴ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη. Καὶ μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις. Ὅσα, παιδί μου, περισσότερα ὀνόματα μνημονεύεις, τόσο περισσότερο μισθὸ λαμβάνεις. Ναί.
Γέρων Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2019



Ἡ καπετάνισσα
Ἡ Ρούσιω ἡ καπετάνισσα, τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη,
στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικιά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στὶς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!
Κώστας Κρυστάλλης

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019



Αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός. Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.
Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μᾶς ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.
Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019


Ἡ ζωγραφιά μου
Σατίριζε τὰ πάντα, ἀκόμα καὶ τὸν ἑαυτό του ὁ Σουρῆς, ὅπως ἔκανε μὲ τὸ ἀκόλουθο ποίημα:
Μπόι δυὸ πῆχες,
κόψη κακή,
γένια μὲ τρίχες
ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Κούτελο θεῖο,
λίγο πλατύ,
τρανὸ σημεῖο
τοῦ ποιητῆ.
Δυὸ μάτια μαῦρα
χωρὶς κακία
γεμάτα λαύρα
μὰ καὶ βλακεία.
Μακρὺ ρουθούνι
πολὺ σχιστό,
κι ἕνα πηγούνι
σὰν τὸ Χριστό.
Πηγάδι στόμα,
μαλλιὰ χυτὰ
γεμίζεις στρῶμα
μόνο μ᾿ αὐτά.
Μούρη ἀγρία
καὶ ζαρωμένη,
χλωμὴ καὶ κρύα
σὰν πεθαμένη.
Κανένα χρῶμα
δὲν τῆς ταιριάζει
καὶ τώρ᾿ ἀκόμα
βαφὲς ἀλλάζει.
Δόντια φαφούτη
ὅλο σχισμάδες,
ὕφος τσιφούτη
γιὰ μαστραπᾶδες.
Γεώργιος Σουρῆς

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2019


Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα
Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξύ τους μὲ μουσική.
Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2019


Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῶν Θεοφανίων περιέχει ἕναν λόγο τοῦ Χριστοῦ μεγάλης σπουδαιότητας. Σ’ αὐτὸν τώρα θέλω λίγο νά στρέψω τὴν προσοχὴ σας.
Τοῦ μεγάλου αὐτοῦ γεγονότος τῆς Θεοφάνειας τοῦ Κυρίου προηγεῖται κήρυγμα στίς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, τοῦ Ἰωάννου, τοῦ Προδρόμου τοῦ Κυρίου, τοῦ μείζονος μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων πού γέννησαν ποτέ οἱ γυναῖκες. Τὸ φλογερὸ του κήρυγμα τῆς μετανοίας γιά τὸ ὁποῖο προετοιμαζόταν εἴκοσι ὁλόκληρα χρόνια στήν ἔρημο τῆς Ἰουδαίας τραβοῦσε πρὸς αὐτὸν μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων. Ὁ πύρινος λόγος τοῦ κηρύγματός του ἔκαιγε τίς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους βάπτιζε στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη καθαρίζοντας τίς ἁμαρτίες τους.
Τὴν μεγάλη ἐκείνη ἡμέρα μὲ πολλὴ ἔκπληξη παρατήρησε ὅτι μεταξὺ τῶν ἄλλων πού ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν βρίσκεται καὶ Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μέχρι τότε δέν εἶχε γνωρίσει ἀλλὰ περὶ τοῦ ὁποίου τοῦ εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ὅτι θὰ βαπτίζει μὲ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Καὶ ἀφοῦ ἔπεσε στά πόδια του, τοῦ εἶπε μὲ δέος: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ Σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχη πρὸς μέ;»
Ἐμεῖς, ποὺ ἤδη εἴμαστε βαπτισμένοι ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί, δέν θὰ μπορούσαμε νά καταλάβουμε γιατὶ ὁ ἀναμάρτητος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ πῆγε στό δοῦλο του τὸν Ἰωάννη καὶ ζήτησε νά βαπτιστεῖ ἀπὸ αὐτὸν μὲ τὸ βάπτισμα τῆς μετανοίας γιά νά Τοῦ ἀφεθοῦν οἱ ἁμαρτίες του, τὶς ὁποῖες δέν εἶχε, ἂν ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς δέν μᾶς τὸ ἔλεγε ἀπαντώντας στήν ἐρώτησῃ τοῦ Προδρόμου τὸ ἑξῆς: «ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην»
Ὤ, Κύριε μας! Σὲ προσκυνοῦμε ἐσένα καὶ τὸν Πρόδρομό Σου καὶ Σὲ εὐχαριστοῦμε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιά τὸ ὅτι μᾶς ἔμαθες νά σεβόμαστε καὶ νά τιμᾶμε «πᾶσαν δικαιοσύνην» καὶ νά μισοῦμε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία, διότι ἐκείνη προέρχεται ἀπὸ τὸν διάβολο. Κάθε δικαιοσύνη, ἄκομα καὶ ἡ πιὸ ἀσήμαντη δίκαιη πράξη, εἶναι εὐλογημένη ἀπὸ τὸν Θεό. Ἔλαβες τὸ βάπτισμα ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στόν Ἰορδάνη ποταμὸ γιά τὴν ἄφεση ἁμαρτιῶν διότι ἤθελες νά ἐκπληρώσεις ὅ,τι προβλέπει τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ἡ κατάδυση στά νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀποτελοῦσε σφράγισμα τῆς μετανοίας γι’ αὐτούς πού ἔρχονταν νά βαπτιστοῦν. Διότι γιά τὴν ὁλόκαρδη μετάνοια, αὐτός πού δεχόταν τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννη, λάμβανε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τὸ βάπτισμα ὅμως αὐτὸ δέν ἀνακαίνιζε τὸν ἀνθρωπο καὶ δέν ἦταν γι’ αὐτὸν μία δεύτερη γέννηση, ὅπως αὐτὸ γίνεται στό μεγάλο μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα, μὲ τὸ ὁποῖο βαπτιζόμαστε ἐμεῖς οἱ χριστιανοί. Ἦταν λοιπὸν δίκαιο τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου. Δέν μίλησε ὅμως μόνο γι’ αὐτὴν τὴν δικαιοσύνη, ὁ Σωτῆρας μας στόν Ἰωάννη γιά νά τὸν καθησυχάσει καὶ νά λύσει τὴν ἀπορία του, ἀλλὰ γιά τὴν πᾶσα δικαιοσύνη, δηλαδή γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν Θεῖο λόγο του ἁγίασε καὶ εὐλόγησε τὴν κάθε ἀλήθεια καὶ συνεπῶς κατέκρινε τὴν ὁποιαδήποτε ἀδικία.
Σκεφτεῖτε, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι τοῦ ἰδίου μὲ μένα πνεύματος, κοινωνοί τοῦ μικροῦ ποιμνίου τοῦ Χριστοῦ, πόση ἀδικία ὑπάρχει στόν κόσμο! Πόσο μεγάλη ἁμαρτία εἶναι ὁ πόλεμος, ὅταν οἱ λαοί, ἀκόμα καὶ οἱ χριστιανικοὶ λαοί, ἐξοντώνουν ὁ ἔνας τὸν ἄλλον! Ἂν ὁ φόνος ἑνὸς μόνο ἀνθρώπου σὲ πολλοὺς λαοὺς τιμωρεῖται μὲ θάνατο, τότε πῶς ὁ Κύριος θὰ τιμωρήσει αὐτοὺς πού εὐθύνονται γιά τὸ φόνο δεκάδων ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων; Ἡ ὁποιαδήποτε ἁμαρτία εἶναι ἀδικία καὶ ὁ πόλεμος εἶναι ἡ ἐσχάτη ἀδικία τὴν ὁποία ὅλοι μας πρέπει νά τὴν μισοῦμε.
Μεγάλη ἀδικία ὑπάρχει στά κράτη ἐκεῖνα ὅπου ἡ γῆ, ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ἰδιαίτερα σ’ αὐτούς πού τὴν καλλιεργοῦν, δέν ἀνήκει στόν λαὸ καὶ στό κράτος ἀλλὰ σ’ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους πού ἔχουν ἐξουσία, ποὺ τοὺς τὴν δίνει τὸ χρῆμα. Καὶ πόση ἀκόμα ἀδικία ὑπάρχει στίς σχέσεις μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν συγγενῶν καὶ μελῶν τῆς ἴδιας οἰκογένειας. Ἡ ἀδικία αὐτὴ χαροποιεῖ παρὰ πολὺ τὸ διαβολο. Δέν ἦταν ἔτσι τὰ πράγματα στήν ἐποχὴ τῶν ἀποστόλων, μεταξὺ τῶν πρώτων χριστιανῶν. «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά. καὶ μεγάλῃ δυνάμει ἀπεδίδουν τὸ μαρτύριον οἱ ἀπόστολοι τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, χάρις τε μεγάλη ἦν ἐπὶ πάντας αὐτούς. οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν».
Δέν εἶναι μόνο ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς. Ἡ Βάπτιση τοῦ Κυρίου μας ἔχει γιά μᾶς ἐπίσης ὕψιστη σημασία διότι ἔχουμε τὴν φανέρωση τῆς Ἁγίας Τριάδος. Τὴν στιγμή πού ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ νερὸ πάνω, ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ Πατέρα πού μαρτυροῦσε γιά τὸν Υἱὸ του λέγοντας: «οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα.». Καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο «ἐν εἴδει περιστερᾶς» κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ πάνω στό κεφάλι τοῦ προαιωνίου Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἔχει μεγάλη σημασία αὐτὴ ἡ Θεοφάνεια, ὅπως ἀλλιῶς ὀνομάζεται ἡ ἑορτὴ τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Ἴδιος, ὁ τρισυπόστατος Θεὸς, φανέρωσε τὴν θεότητα τοῦ Δευτέρου Προσώπου του, τοῦ ἐνσαρκωμένου Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς-Πατέρας καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα σὰν νά παρουσίασαν στήν ἀνθρωπότητα τὸν Σωτήρα τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων.
Δέν ἀρκοῦν αὐτὰ σ’ ἐκείνους πού δέν πιστεύουν στόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό; Δέν τοὺς συγκινεῖ ἡ Θεία του διδασκαλία, μὲ τὴν ὁποία δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ καμμία ἀνθρώπινη; Δέν τοὺς ἀρκοῦν τὰ θαύματά του μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Χριστὸς ἐπιβεβαίωνε τὸ κήρυγμά του; Δέν τοὺς φτάνει τὸ ὅτι τὸ κήρυγμά του τὸ σφράγισε μὲ τὸ Τίμιο Αἷμα του πάνω στόν φοβερὸ σταυρὸ τοῦ Γολγοθᾶ; Καὶ τὸ ὅτι ἀναστήθηκε τὴν τρίτη ἡμέρα μετὰ τὸ θάνατό του, καί πού γιά σαράντα ἡμέρες, μετὰ τὴν ἀνάστασή του, φανερώθηκε πολλὲς φορὲς στούς μαθητὲς του, καὶ ὁλοκλήρωσε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου μὲ τὴν ἔνδοξη ἀναλήψή του στούς οὐρανοὺς ἀπὸ τὸ ὅρος τῶν Ἐλαιῶν;
Ὤ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ! Ὤ, Σωτήρα μας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ! Στά ἔργα τῆς ἀγάπης σου, στά ἀμέτρητα θαύματά σου, πρόσθεσε καὶ ἕνα ἄλλο θαῦμα: ἄγγιξε μὲ τὴν δεξιὰ σου τή λίθινη καρδιά τους καὶ δῶσε σ’ αὐτοὺς «καρδία σαρκίνη». Ἀμήν.
Ἅγιος Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019



Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται
Λέγεις διὰ τὸν Γέροντα ὅτι θέλει νὰ ἔλθη νὰ προσκυνήση εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος. Καλὸν καὶ ἅγιον ἔργον θὰ κάμη. Πλὴν ἐμένα μόνον ἂς μὴν λάβη ὑπ’ ὄψιν του ὅτι γνωρίζει ἢ ὅτι ὑπάρχω εἰς αὐτὴν τὴν ζωήν. Καθότι ζῶ εἰς ἀπόλυτον ἡσυχίαν· μὲ τάξιν ἑτέραν τῆς συνηθισμένης, ὅπου δύσκολον νὰ μὲ συναντήση. Καθότι ἡ θύρα εἶναι κλειστὴ καὶ ὡρισμένες μόνον ὧρες ἀνοίγει.
Ὅ,τι μὲν θέλει, συνεργείᾳ τῶν ἀδελφῶν, δύναμαι νὰ τὸν βοηθήσω. Τὸ δὲ πέραν τῆς τάξεως ὅπου ἔχω, νὰ ἀνοίξω τὴν θύραν, νὰ ὁμιλήσω, νὰ χάσω τὴν προσευχήν μου καὶ ἡσυχίαν, αὐτὸ οὐδαμῶς. Ἐκτὸς ἐξ ἀνάγκης τὴν ὥραν ποὺ ὁρίζω ἐγώ. Διότι αἱ ὧρες μου εἶναι μὲ μέτρον. Καὶ πρέπει νὰ παραδράμω ὀλίγον, νὰ χάσω, διὰ νὰ ὁμιλήσω τὴν νύκτα μίαν ὥραν ἢ δύο.
Καὶ ταῦτα γράφω διὰ νὰ ἐξηγηθῶ, προτοῦ παρεξηγηθῶ. Ἐγὼ εἰς ὅλες μου τὲς ἐνέργειες ἔτσι συνηθίζω νὰ λέγω καὶ νὰ πράττω ὅλα καθαρὰ «σὰν καθρέπτης» λόγῳ καὶ ἔργῳ, εἴτε κατὰ διάνοιαν, νὰ μὴ δίδω ὑπόνοιαν σὲ κανένα.
Διότι ἦλθον πολλοὶ ἀπὸ διάφορα μέρη, χωρὶς νὰ ζητήσουν νὰ μάθουν τὴν τάξιν ποὺ ἔχομεν. Καί, ἐπειδὴ δὲν τοὺς ἐδέχθην, ἐσκανδαλίσθησαν. Ἀλλὰ καὶ ἐδῶ ὅλοι οἱ γείτονες ἐναντίον μου ἔχουν, διότι δὲν τοὺς ἀνοίγω. Πλὴν ἐγὼ δὲν κλείνω διὰ νὰ σκανδαλιστοῦν οἱ Πατέρες. Ἀλλά, γυμνασθεὶς τόσα ἔτη καὶ ἰδὼν ὅτι δὲν ὠφελοῦμαι ἀπὸ αὐτὲς τὲς «ἀγάπες» –μόνον τὴν ψυχήν μου χαλῶ χωρὶς νὰ ὠφελοῦμαι- δι' αὐτὸ ἔκλεισα ὅλους διαπαντὸς καὶ ἡσύχασα. Τώρα δὲν ἀνοίγω κανένα. Μήτε ἔχω δωμάτιον περισσὸν διὰ ἕναν ἀπ’ ἔξω. Καί, ἂν ἔλθη κανεὶς μακρυνός, πρέπει νὰ ἔλθη τὴν ὥραν ποὺ ἐργάζονται οἱ Πατέρες, πρωΐ. Καί, ἂν εἶναι ἀνάγκη, στέκει εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ Παπᾶ μου. Διότι εἰς ὅλα τὰ Σάββατα, Κυριακάς, καὶ ἑορτὰς ἔχομεν Λειτουργίαν. Ἔρχεται ἐδικός μας Παπὰς καὶ μᾶς λειτουργεῖ καὶ μεταλαμβάνομεν.
Ἰδοὺ λοιπὸν εἶπον, ἵνα μὴ γένηται σκάνδαλον. Διὰ Θεὸν τρέχω· οὐ μέλλει μοι διὰ τοὺς ἀνθρώπους. Κἄν ὑβρίσουν, κἄν ὀνειδίσουν, κἄν συκοφαντήσουν, κἄν τὸ ὄνομά μου ἀτιμάσουν, κἄν ὅλη ἡ κτίσις ἀσχοληθῆ νὰ λέγη ἐναντίον μου.
Εἶδον γὰρ καὶ πολυειδῶς ἐδοκίμασα ὅτι, ἂν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν φωτίση τὸν ἄνθρωπον, τὰ λόγια ὅσα καὶ ἂν ὁμιλήσης δὲν 'βγάνεις ὠφέλειαν. Πρὸς στιγμὴν τὰ ἀκούει καὶ τὴν ἄλλην στρέφει πάλιν αἰχμάλωτος εἰς τὰ ἴδια. Ἐὰν ὅμως εὐθὺς μὲ τὸν λόγον ἐνεργήση ἡ χάρις, τότε γίνεται κατ’ ἐκείνην τὴν ὥρα ἀλλοίωσις μὲ τὴν ἀγαθὴν τοῦ ἀνθρώπου προαίρεσιν. Καὶ ἀλλάσσει θαυμαστῶς ἡ ζωὴ του ἐκ τῆς ὥρας ἐκείνης. Ὅμως αὐτὸ συμβαίνει εἰς ὅσους δὲν ἐσκλήρυναν ἀπὸ μέσα τους ἀκοὴν καὶ συνείδησιν. Εἰς δὲ τοὺς ἀκούοντας καὶ ἐν παρακοῆ παραμένοντας εἰς τὰ κακά των θελήματα· εἰς αὐτοὺς κἄν ἡμερονύκτια ὁμιλῆς, κἄν τὴν σοφίαν τῶν Πατέρων εἰς τὰς ἀκοάς των κενώσης, κἄν θαύματα πρὸ ὀφθαλμῶν των ποιήσης, κἄν τὸ ρεῦμα τοῦ Νείλου ἐπάνω των γυρίσης, αὐτοὶ δὲν λαμβάνουν μήτε ρανίδα ὠφέλειαν. Μόνον θέλουν νὰ ἔρχωνται, νὰ ὁμιλοῦν, νὰ περάσει ἡ ὥρα των, χάριν τῆς ἀκηδίας. Δι' αὐτὸ λοιπὸν κλείω καὶ ἐγὼ τὴν θύραν καὶ ὠφελοῦμαι τουλάχιστον ἐγὼ διὰ τῆς εὐχῆς καὶ τῆς ἡσυχίας. Καθότι τὴν εὐχὴν ὑπὲρ πάντων ὁ Θεὸς πάντοτε τὴν ἀκούει, ἐνῶ τὴν ἀργολογίαν πάντοτε ἀποστρέφεται, ἂς φαίνεται καὶ πνευματικὴ ὅτι εἶναι. Ἐπειδὴ κατὰ τοὺς Πατέρας, ἀργολογία εἶναι κυρίως νὰ περνᾶς τὸν καιρόν σου μὲ λόγια, χωρὶς νὰ κάμης τοὺς λόγους σου πράξεις.
Λοιπὸν μὴν ἀκοῦτε τί λέγουν, ὅταν ἄνθρωποι ἄγευστοι ὁμιλοῦν τὰ τοιαῦτα.
Ὅποιος δὲν ἐδοκίμασε, ἀνάγκη εἶναι νὰ δοκιμάση· καὶ μὲ τὴν πείραν θὰ μάθη καὶ θὰ βρῆ ὅ,τι τοῦ λείπει. Ἡ πείρα δὲν ἀγοράζεται. Εἶναι ἑκάστου ἀπόκτημα, κατὰ τὸν κόπον του καὶ τὸ αἷμα του ποὺ θὰ δώση μόνος του νὰ τὴν ἀποκτήση.
Πιστεύσατε, Ἀδελφές μου, ὅτι κόπος πολὺς εἶναι εἰς τὴν Μοναχικὴν πολιτείαν. Δὲν ἔπαυσα καὶ δὲν παύω ἡμέρα καὶ νύκτα φωνάζων, ζητῶν τὸ ἔλεος τοῦ Κυρίου· καὶ εἰς ἀπόγνωσιν προσεγγίζω, ὡς μηδὲν ἐργαζόμενος, ὡς μηδέποτε «ποιήσας ἀρχήν». Ἀλλά, τὸ καθ’ ἡμέραν ποιῶν τὴν ἀρχήν, εὑρίσκομαι ψεύστης καὶ ἁμαρτάνων. Ὅμως ἐσεῖς μιμεῖσθε τὰς φρονίμους παρθένους καὶ ἀγρυπνοῦσαι φωνάζετε γοερῶς, τὸ θεῖον ἐπικαλούμεναι ἔλεος. Ὅτι ἦλθε δι' ἡμᾶς τὸ τέλος. Ἴσως ἐτελείωσεν ἡ εἰρήνη. Λοιπὸν μὲ τοὺς ἀποθαμένους εἴμεθα καὶ ἡμεῖς. Ὅθεν βιασθῆτε.
Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2019

Μνήμη Ἀλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Ὁ καημένος ὁ Ἀλέξανδρος! Καινούργιες ἀνησυχίες θὰ εἶχε πάλι ἡ ἀσκητική του ψυχὴ μὲ τὴ συρροὴ τόσων ξένων καὶ δικῶν μας μουσαφιρέων στὸ ταπεινό του σπιτάκι τοῦ ὡραίου νησιοῦ. Τὸν ἐτρόμαζε τόσο πολὺ «ἡ περιέργεια τοῦ Κοινοῦ».
Εἶχα διηγηθεῖ ἄλλοτε τὴν ἀνησυχία του αὐτή, ὅταν πῆγα, κλέφτικα, μὲ χίλιες προφάσεις, νὰ τὸν φωτογραφίσω ἀπάνω στὸ καφενεδάκι τῆς Δεξαμενῆς. Δὲν ὑπῆρχε ὡς τότε φωτογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη. Καὶ συλλογιζόμουν ὅτι ἀπ᾿ τὴ μιὰ μέρα στὴν ἄλλη μποροῦσε νὰ πεθάνει ὁ μεγάλος Σκιαθίτης, καὶ μαζί του νὰ σβύσῃ γιὰ πάντα ἡ ὁσία μορφή του. Καὶ πότε αὐτό; Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ δὲν ὑπάρχει ἀσημότητα ποὺ νὰ μὴν ἔχει λάβει τὶς τιμὲς τοῦ φωτογραφικοῦ φακοῦ. Καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ δικαιολογηθεῖ μία τέτοια παράλειψη τῆς γενεᾶς μας σ᾿ ἐκείνους ποὺ θὰ ῾ρθοῦν κατόπι μας νὰ συνεχίσουν τὸ θαυμασμό μας γιὰ τὸν ἀπαράμιλλο λυρικὸ ψυχογράφο τῶν καλῶν καὶ τῶν ταπεινῶν καὶ τὸν ἁγνότατο ποιητὴ τῶν νησιώτικων γιαλῶν; Ἀλλὰ ὁ ἁγνὸς αὐτὸς χριστιανός, μὲ τὴ ψυχὴ τοῦ ἀναχωρητῆ, δὲν ἐννοοῦσε, μὲ κανένα τρόπο, νὰ ἐπιτρέψη στὸν ἑαυτό του μιὰ τέτοια εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα. «Οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα» ἦταν ἡ ἄρνησή του καὶ ἡ ἀπολογία του. Ἀποφάσισα ὅμως νὰ πάρω τὴν ἁμαρτία του στὸ λαιμό μου. Ὁ Θεὸς καὶ ἡ μακαρία ψυχή του ἂς μοῦ συχωρέσουν τὸ κρῖμα μου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς ὡραιότερους τίτλους ποὺ ἀναγνωρίζω στὴ ζωή μου, εἶναι ὅτι παρέδωκα στοὺς μεταγενέστερους τὴ μορφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη.
Μὲ τί δόλια καὶ ἁμαρτωλὰ μέσα ἐπραγματοποίησα τὸν ἆθλο μου αὐτό, τὸ διηγήθηκα, ὅπως εἶπα, ἀλλοῦ. Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οἱ εὐλαβητικὲς γιορτὲς τῆς Σκιάθου, εἶναι ἡ ἀνησυχία του τὴ στιγμὴ ποὺ τὸν ἀποτράβηξα ὡς τὴν προσήλια γωνίτσα τοῦ μικροῦ καφενείου, γιὰ νὰ ποζάρῃ μπροστὰ στὸν φακό μου. Νὰ «ποζάρῃ» εἶναι ἕνας λεκτικὸς τρόπος. Εἶχε πάρει μόνος του τὴ φυσική του στάση ἀπάνω σὲ μιὰ πρόστυχη καρέκλα, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα στὸ στῆθος, μὲ τὸ κεφάλι σκυφτό, μὲ τὰ μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινοῦ ἁγίου, σὰν ξεσηκωμένη ἀπὸ κάποιο καπνισμένο παλιὸ τέμπλο ἐρημοκλησιοῦ τοῦ νησιοῦ του. Αὐτὴ δὲν ἦταν στάση γιὰ μία πεζὴ φωτογραφία. Ἦταν μία καλλιτεχνικὴ σύνθεση, καὶ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἕνα ἔργο τοῦ Πανσελήνου ἢ τοῦ Θεοτοκοπούλου. Ἀμφιβάλλω ἂν φωτογραφικὸς φακὸς ἔλαβε ποτὲ μιὰ τέτοια εὐτυχία.
Ἀλλὰ ὁ Ἀλέξανδρος ἦταν βιαστικὸς νὰ τελειώνουμε. Γιατί; Μοῦ τὸ ψιθύρισε, ἀνήσυχα στὸ αὐτί, καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει - οὔτε φαντάζομαι πὼς θὰ τὸν ἄκουσε ποτὲ κανένας ἄλλος - νὰ μιλεῖ γαλλικά:
- Nous excitons la curiosité du public.
Ἀκούσατε; Ἐρεθίζαμε τὴν περιέργεια τοῦ ...Κοινοῦ! Ποιοῦ Κοινοῦ; Δὲν ἦταν ἐκεῖ κοντά μας παρὰ ἕνα κοιμισμένο γκαρσόνι τοῦ καφενείου, ἕνας γεροντάκος ποὺ λιαζότανε στὴν ἄλλη γωνία τοῦ μαγαζιοῦ, καὶ δυὸ λουστράκια ποὺ παίζανε παράμερα. Αὐτὸ ἦταν τὸ Κοινό, ποὺ ἀνησυχοῦσε τὸν Παπαδιαμάντη ἡ «περιέργειά» του. Κι᾿ αὐτὴ ἦταν ἡ διαπόμπευσή του, ποὺ βιαζότανε νὰ τῆς δώσῃ ἕνα τέλος, - Ἡ φιλία ἐνίκησε τὸ ζορμπαλίκι... μοῦ εἶπε - ἀντιγράφω τὰ ἴδια του τὰ λόγια - στὸ τέλος τοῦ μαρτυρίου του.
Μήπως δὲν ἦταν, στ᾿ ἀλήθεια, μιὰ πραγματικὴ θυσία ποὺ εἶχε κάνει στὴ φιλία μου; Μιὰ θυσία τῆς ἁγιότητάς του στὴν εἰδωλολατρικὴ ματαιότητα τῶν ἐγκοσμίων.
Καὶ συλλογίζομαι τώρα τὶς ἑκατοντάδες τῶν Γάλλων προσκυνητῶν τῆς ἑταιρείας Μπυντέ, καὶ τῶν δικῶν μας τοῦ «Ὁδοιπορικοῦ Συνδέσμου», ποὺ πέρασαν τὸ κατώφλι τοῦ ταπεινοῦ του ἐρημητηρίου, ὅπου πλανᾶται τώρα ἡ σκιά του στὰ γνώριμα καὶ ἀγαπητά της κατατόπια τῆς ζωῆς του καὶ τῆς ἐργασίας του. Συλλογίζομαι τὴν παράταξη τῶν ναυτικῶν ἀγημάτων, ποὺ παρουσίασαν ὅπλα μπροστὰ στὸ μνημεῖο του. Συλλογίζομαι τὶς στολές, τὰ ξίφη, τὶς χρυσὲς ἐπωμίδες ποὺ ἔλαμπαν κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο τοῦ νησιοῦ του, γιὰ τὴ δόξα του. Συλλογίζομαι τοὺς λόγους τῶν ἐπισήμων, τοὺς ἐθνικοὺς ὕμνους, τὰ στεφάνια τῆς δάφνης, τὶς πανηγυρικὲς κωδωνοκρουσίες, ποὺ ἔπλεξαν μὲ ἤχους καὶ χρώματα τὸ ἐγκώμιό του.
Συλλογίζομαι ὅλο αὐτὸ τὸ δοξαστικὸ πανηγύρι, καὶ ἡ σκέψη μου πετάει στὸ «Κοινὸν» τοῦ ἐρημικοῦ καφενείου τῆς Δεξαμενῆς - ἕνα γκαρσόνι, ἕνας γεροντάκος, δυὸ λουστράκια - ποὺ ἀνησυχοῦσε, τὴ μακρυνὴ ἐκείνη μέρα ὁ μακαρίτης μήπως «ἐρεθίσῃ τὴν περιέργειά των». Τί ἀνησυχία θὰ εἶχε νοιώσει τώρα, στὰ βάθη τοῦ ταπεινοῦ τάφου ὅπου «ἀναπαύεται ἐν Χριστῷ» ὁ χριστιανὸς ποιητὴς τῶν ταπεινῶν, ἀπὸ τὸ δοξαστικὸ αὐτὸ θόρυβο; Καὶ πόσο θὰ βιαζότανε πάλι νὰ τελειώσῃ; Ἂν σάλεψαν, ἀπὸ μυστικὲς αὖρες, αὐτὴ τὴ στιγμή, τὰ κυπαρίσσια τοῦ τάφου του, ἕνας στεναγμὸς θὰ βγῆκε ἀπὸ τὸ θρόϊσμά τους. Ἕνας ἦχος, ποὺ θὰ ξαναψιθύριζε τὰ παλιά του ἐκεῖνα ἀνήσυχα καὶ τόσο συμπαθητικὰ λόγια, σὲ μιὰ γλῶσσα ποὺ τὴν ἐννοοῦσαν τώρα, γιατὶ ἦταν δική τους, οἱ εὐλαβητικοὶ προσκυνητές του τῆς γαλλικῆς γῆς:
- Nous excitons la curiosité du public.
Παῦλος Νιρβάνας

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019



Εἶναι μιὰ γλώσσα
Πῆρε νὰ χειμωνιάζει, πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει. ᾽Ανάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾽ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο· ποὺ ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὄλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. ᾽Επειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις· οὔτε κὰν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου —παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.
Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἷχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἷναι, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἷναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη.
Θέλω νὰ πιστεύω —καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση— ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια.
Εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. ᾽Απὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.
Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾽χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι, νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενὴ φυσική τους ἀλήθεια.Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νά ᾽χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο —κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴ ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ— ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ.
Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ —τὸ χειρότερο— θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾶ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης