Τρίτη 31 Οκτωβρίου 2017


Στὴν Τρίπολη τὸ 1946
Τρίπολη, 28 Ὀκτωβρίου 1946. 
Παρελαύνουν οἱ χῆρες τῶν πεσόντων τοῦ πολέμου 1940-41.

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Ἑρμῆς καὶ ἀγαλματοποιός
Ἑρμῆς βουλόμενος γνῶναι ἐν τίνι τιμῇ παρὰ ἀνθρώποις ἐστίν, ἧκεν ἀφομοιωθεὶς ἀνθρώπῳ εἰς ἀγαλματοποιοῦ ἐργαστήριον. Καὶ θεασάμενος Διὸς ἄγαλμα ἐπυνθάνετο πόσου. Εἰπόντος δὲ αὐτοῦ ὅτι δραχμῆς, γελάσας ἠρώτα τὸ τῆς Ἥρας πόσου. Εἰπόντος δὲ ἔτι μείζονος, θεασάμενος καὶ αὑτοῦ ἄγαλμα ὑπέλαβεν ὅτι αὐτόν, ἐπειδὴ καὶ ἄγγελός ἐστι καὶ ἐπικερδής, περὶ πολλοῦ ποιοῦνται οἱ ἄνθρωποι. Διόπερ ἐπυνθάνετο ὁ Ἑρμῆς πόσου, καὶ ὁ ἀγαλματογλύφος ἔφη· Ἀλλ᾿ ἐὰν τούτους ἀγοράσῃς, τοῦτόν σοι προσθήκην δώσω.
Πρὸς ἄνδρα κενόδοξον ἐν οὐδεμίᾳ μοίρᾳ παρὰ τοῖς ἄλλοις ὄντα ὁ λόγος ἁρμόζει.
Ὁ Ἑρμῆς, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ μάθει σὲ τί ἐκτίμηση τὸν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι, πῆγε, ἀφοῦ μεταμορθώθηκε σὲ ἄνθρωπο, σὲ ἐργαστήριο ἀγαλματοποιοῦ. Και βλέποντας ἕνα ἄγαλμα τοῦ Δία, ρώτησε: «Πόσο κοστίζει;», καί ὅταν ὁ ἄλλος εἶπε «Μιὰ δραχμή» γέλασε καὶ ρώτησε: «Τὸ ἄγαλμα τῆς Ἥρας πόσο;» καί ὅταν ὁ ἄλλος εἶπε «Ἀκόμα περισσότερο», βλέποντας καὶ τὸ δικό του ἄγαλμα, νόμισε ὅτι αὐτόν, επειδὴ εἶναι ἀγγελιοφόρος καὶ θεός τοῦ κέρδους, θα τὸν ἔχουν περὶ πολλοῦ οἱ ἄνθρωποι. Για αὐτὸ ρώτησε: «Ὁ Ἑρμῆς πόσο;» Καὶ ὁ ἀγαλματοποιὸς εἶπε: «Ἂν ἀγοράσεις τὰ δυὸ προηγούμενα, τοῦτον θὰ στὸν δὼσω δωρεάν».

Μύθος τοῦ Αἱσώπου

Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017


Ὁλόγυρα στὴ λίμνη
Ἐχωρίζετο ἡ λίμνη ἀπὸ τῆς θαλάσσης διὰ πλατείας λωρίδος γῆς ἀμμώδους καὶ κισηρώδους, τῆς ὁποίας μέρος ἦτο τὸ ναυπηγεῖον τῆς πόλεως καὶ μέρος ἦτο ὁ σικυὼν τοῦ Παρρήση. Κατὰ τὴν δυτικὴν ὅμως γωνίαν τῆς λωρίδος αὐτῆς, ὅπου ἤρχιζε ν᾿ ἁπλοῦται τὸ μῆκος τοῦ λιμένος, ἡ λωρὶς αὕτη ἔβαινε στενουμένη ἕως τοῦ Ἀργύρη τοῦ Μπαρμπαπαναγιώτη τὸν ἀνεμόμυλον, ὅστις μὲ τὴν ἀενάως στροφοδινουμένην κυκλοτερῆ πτέρυγά του μὲ τὰ τριγωνικὰ ἱστία, ἐφαίνετο ὡς νὰ προεκάλει τὰ ἐν τῷ λιμένι ἠγκυροβολημένα πλοῖα, λέγων πρὸς αὐτά: «Νά, ἐγὼ ἀρμενίζω καὶ στὴ στεριά!»
Πόσας καὶ πόσας φορὰς ἠναγκάσθης νὰ θαλασσώσῃς, ἀφαιρῶν κάλτσες καὶ πέδιλα, ἀνασηκώνων ἕως τὸ γόνυ τὴν περισκελίδα, ἐπιμένων πεισμόνως νὰ διαβῇς τὸ ποτάμιον, ὅταν πολὺ συχνὰ ἐπήρχετο πλημμύρα καὶ ἡ θάλασσα ἐγίνετο ἓν μὲ τὸν βάλτον! Καὶ διατί δὲν ἀπεφάσιζες ν᾿ ἀνακόψῃς τὸν δρόμον σου καὶ νὰ ἐπιστρέψῃς εἰς τὴν πόλιν; Διότι σοῦ ἐφαίνετο ὅτι κάτι ἔβλεπες, κάτι ἀπήλαυες εἰς τὸ τοπίον αὐτό, ἐνῷ ἐκείνη ἥτις τὸ ἐζωντάνευεν, εἶχε γίνει ἄφαντος πρὸ πολλοῦ. Καὶ πότε πάλιν ἐπροτίμας νὰ λάβῃς τὴν βορειοτέραν ὁδόν, τὴν περιφερῆ, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης, διατρέχων ὅλον τὸ Κ᾿βούλι μὲ τοὺς ἀγροὺς καὶ μὲ τοὺς ἀμπελῶνάς του. Ἐκεῖ ἐπάτεις ἐπὶ παχείας χλόης, ὑπὸ τὴν ὁποίαν δὲν ἤξευρες πάντοτε ἂν ὑπῆρχε στερεὰ γῆ. Καὶ ἐχώνεσο ἕως τοὺς ἀστραγάλους εἰς τὸν βάλτον, ἀλλ᾿ ἐνόμιζες τοῦτο εὐτυχίαν σου, διότι ἐφαντάζεσο πάντοτε ὅτι ἔτρεχες νὰ κόψῃς ἴτσια δι᾿ ἐκείνην.
Καὶ ὅταν ἔφθανες τέλος, μὲ τὰ ὑποδήματα βαλτωμένα καὶ τὰ περιπόδια ὑγρά, εἰς τὸν λευκὸν οἰκίσκον τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ τοῦ Μιτζέλου, καὶ τὸν ἐχαιρέτας, ἐκεῖ ποὺ ἐσκάλιζε τὰ κουκιά, φωνάζων μακρόθεν, «Καλησπέρα, μπαρμπα-Κωνσταντή!» κ᾿ ἐκεῖνος σοῦ ἀπήντα μειλιχίως, «Καλῶς τὸ παιδί μου!», τότε ἠγάπας νὰ φαντάζεσαι σεαυτὸν ὡς μπαρμπα-Κωνσταντήν, καὶ τὴν Πολύμνιαν ὡς θεια-Σινιώραν, καὶ τοὺς δύο κατὰ σαράντα ἔτη νεωτέρους, καὶ ἀνεμέτρεις ὁποία θὰ ἦτον εὐτυχία διὰ σέ, ἂν ἦτο δυνατὸν νὰ συζήσῃς μὲ τὴν ἀγαπητήν σου εἰς τὸν πάλλευκον ἐκεῖνον οἰκίσκον (τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ ὑπερβάλλουσα λευκότης ὠφείλετο εἰς τὰ ἀκατάπαυστα ἀσβεστώματα τῆς θεια-Σινιώρας), καὶ ὁποία θὰ ἦτο ἐντρύφησις αἰσθήματος καὶ ρωμαντισμοῦ, ἐὰν διήγετε τὰς ἡμέρας μετὰ τῆς ἀγαπητῆς ἐν μέσῳ τοῦ εὐώδους καὶ χλοεροῦ ἐκείνου κήπου μὲ τὰς ροιάς, μὲ τὰς ροδωνιάς, μὲ τὰς ἀμυγδαλέας καὶ πασχαλέας, μὲ ὅλα τὰ ἐκλεκτότερα φυτὰ καὶ ἄνθη (τὰ ὁποῖα ὅμως ὠφείλοντο εἰς τοὺς ἐνδελεχεῖς κόπους τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ), παρὰ τὴν ὄχθην τῆς ὡραίας λίμνης, ὅπου ὑπήρχεν εἷς οὐρανὸς ἐπάνω, καὶ ἄλλος οὐρανὸς ἐφαίνετο κάτω, λεῦκαι καὶ κυπάρισσοι ἀνέτεινον τὰς ὑψηλὰς κορυφάς των ἄνω, καὶ ἄλλαι λεῦκαι καὶ κυπάρισσοι ἐκρέμαντο ἀνάποδα κάτω.
Καὶ ὅσαι μυριάδες ἄστρα ἐκόσμουν τὴν νύκτα λάμποντα τὸ στερέωμα, ἄλλαι τόσαι μυριάδες ἔλαμπαν τρεμοσβήνοντα κάτω εἰς τὸν πυθμένα. Καὶ καλαμῶνες σειόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ὕψωναν τοὺς ἀσθενεῖς καυλούς των δύο ὀργυιὰς ὑπὲρ τὸ κῦμα, καὶ βρύα καὶ λύγοι καὶ ἀσφόδελοι ἀπέζων ἐκ τοῦ ἐλέους τῆς λίμνης καὶ ἐκ τοῦ λίπους τοῦ βάλτου, κλίνοντα τὰς χθαμαλὰς κορυφάς των πρὸς τὸ ὕδωρ, ὡς ν᾿ ἀπέδιδον εἰς τὴν λίμνην τὴν ὀφειλομένην εὐγνώμονα ὑπόκλισιν. Καὶ ἀντικρὺ ὑψοῦτο ὁ λιμὴν μὲ τὰς χλοερὰς ὄχθας του ὁλόγυρα, τὰς ἐξαπλούσας εἰς τὸν ἥλιον τὰς πρασινιζούσας κλιτῦς των, ὡς εὔκολπα στήθη παρθένου ἀναδίδοντα ζωὴν καὶ σφρῖγος εἰς τὴν πλάσιν. Δένδρα ἐκόσμουν εὐπαρύφως τὰς ὄχθας τὰς ὀρεινὰς καὶ τὰς ἀμμώδεις, καὶ ἄλλα δένδρα φυτευμένα ἐν τῇ θαλάσσῃ ἐστόλιζον τὸ κῦμα καὶ τοὺς αἰγιαλούς, τὰ ἱστία μὲ τὰ ἐξάρτιά των.
Καὶ εἰς τὸ βάθος ἐφαίνοντο πρὸς βορρᾶν τεμνόμεναι αἱ δύο τῶν λόφων σειραί, αἱ περιβάλλουσαι ἔνθεν καὶ ἔνθεν τὸν μακρὸν ἀλλ᾿ εὐσύνοπτον εἰς τὸ βλέμμα κάμπον, ἡ μία ἡ ἀνατολική, ὑψηλή, ἐγγυτέρα εἰς τὸν θεατήν, ἐπιστεφομένη ἀπὸ τὸ καλύβι τοῦ μπαρμπα-Γιωργιοῦ, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, τοῦ Κοψιδάκη, ὅπου ὄχι ἅπαξ ἑώρτασες τὴν Πρωτομαγιάν, παιδίον, μὲ γάλα καὶ μὲ ὀβελίαν ἀμνὸν καὶ μὲ στεφάνους καὶ μὲ λούλουδα, ὅταν ἔζη ὁ πρὸς μητρὸς πάππος σου, ὁ μπάρμπ᾿ Ἀλέξανδρος, Θεὸς σχωρέσ᾿ τον, ὁ Καρονιάρης, ὅστις ἠγάπα νὰ ἑορτάζῃ μεγαλοπρεπῶς τὴν Πρωτομαγιάν, χορηγὸς αὐτὸς ὄχι μόνον δι᾿ ὅλους τοὺς υἱούς, τὰς θυγατέρας καὶ τὰ ἐγγόνια του, ἀλλὰ καὶ διὰ τὰ ἀναδεξίμια του καὶ τοὺς κουμπάρους του καὶ διὰ τὰς κόρας τῶν κολληγισσῶν του ἀκόμη, τὰς ὁποίας ἑπταέτης ἤδη δὲν ὤκνεις νὰ ἐρωτεύεσαι, φανταζόμενος ὅτι τρέχεις κατόπιν αὐτῶν εἰς τοὺς ὁρμίσκους, ἐκεῖ ὅπου ἐλεύκαιναν τὰς ὀθόνας, καὶ ὅτι κρύπτεσαι μαζί των εἰς τὰ ἄντρα, τὰ πατούμενα ὑπὸ τῆς θαλάσσης, ἀφριζούσης ὑπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Βορρᾶ, ὀνειροπολῶν τὴν εὐτυχίαν εἰς τοὺς λευκοὺς καὶ γλαφυροὺς κόλπους, μὲ τὰς ὁλοβροχίνους καὶ βυσσινόχρους τραχηλιάς, καὶ εἰς τὰς κυανόφλεβας καὶ τορνευτὰς ὠλένας μὲ τὰς μακρὰς καὶ κεντητὰς χειρῖδάς των. Πρώιμα ὄνειρα νεότητος ἀνυπομόνου, ὡς ἡ ἀμυγδαλῆ ἡ ἀνθοῦσα τὸν Ἰανουάριον!
Ἡ ἄλλη, ἡ δυτικὴ λοφιά, ἦτο ἡ Πλατάνα, ἀπωτέρα εἰς τὸν θεατήν, ὑπτία, ἀνακεκλιμένη, βαθμηδὸν ἀνέρπουσα πρὸς τὰς ὑψηλοτέρας κορυφάς, ἧς τὴν ὑπώρειαν περικαλλῶς κοσμεῖ ὁ Πύργος τοῦ Μετοχίου, μὲ τὸν ὡραῖον ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔβλεπες ἀντικρύ σου ὡς τελείαν εἰκόνα ἀριστοτέχνου ἀληθῶς, ἐκεῖθεν τῆς λίμνης ἀπὸ τὸν λευκὸν οἰκίσκον τοῦ μπαρμπα-Κωνσταντῆ τοῦ Μιτζέλου, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸ ναυπηγεῖον, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο ἀπέναντι, ἐντεῦθεν τῆς λίμνης.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Τὸ ἀδέσποτο μουλάρι
Ο Ν. Ντραμουντιανὸς διηγεῖται μία θαυμαστὴ ἐμπειρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:
«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νὰ καταλάβει ἕνα προχωρημένο ὕψωμα γιὰ προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στὰ βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχισε νὰ πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀποκλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στὸ σακίδιό του γιὰ μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πείνα καὶ τὸ κρύο δὲν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καὶ τὶς καταβροχθίσαμε.
Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τὴ δίψα μας τὴ σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πείνα μᾶς θέριζε. Περάσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε.
Τὸ ἠθικό μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύση ἔχει καὶ τὰ ὅριά της.
Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέναμε ὅλοι «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».
Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἀπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στὸ ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύρω του:
— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στὴν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τὴ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, νὰ μᾶς βοηθήσει!
Πέσαμε στὰ γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δὲν προλάβαμε νὰ σηκωθοῦμε κι ἀκούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὅπλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».
Δὲν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νὰ πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νὰ περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγότερο – ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλάβαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαριστήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῆ ὑπερμάχω» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλόκληρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.

Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στὸν πόλεμο. Ἀλλ’ αὐτὴ μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δὲν εἶχε διέξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Στὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία
Κανένας δὲν εἶναι αἴτιος τῆς ἀπωλείας, παρὰ τὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς εἶναι αἴτιος τῆς σωτηρίας, ὁ ὁποῖος μᾶς χάρισε τὴ ζωὴ καὶ τὴν μακαριότητα, τὴ γνώση καὶ τὴ δύναμη, τὸν ἴδιο τὸν Ἑαυτό Του. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ διάβολος μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει μὲ τὴν βία τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπώλεια, παρὰ μόνο βάζει στὸ νοῦ ἐνθύμηση τοῦ κακοῦ.
Ἐμεῖς ὅμως, θεληματικὰ καὶ μὲ τὴ γνώμη μας, προτιμοῦμε νὰ κάνουμε τὸ κακὸ καὶ δὲν μᾶς βιάζει ὁ ὑπεράγαθος Θεός, γιὰ νὰ μὴν παρακούσουμε παρὰ τὴ βία καὶ ἔχουμε βαρύτερη τιμωρία. Οὔτε καὶ τὸ αὐτεξούσιό μας ἀφαιρεῖ, τὸ ὁποῖο καλῶς μᾶς ἐχάρισε. Ὥστε στὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ σωτηρία ἢ ἡ ἀπώλειά του.

Ὅσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017


Ἁπλοποιῆστε τὴν ζωή σας
Μιὰ φορὰ βρέθηκα σὲ ἕνα σπίτι ποὺ ἦταν ὅλο πολυτέλεια καὶ, καθὼς συζητούσαμε, μοῦ εἶπαν: «Ζοῦμε στὸν Παράδεισο, ἐνῶ ἄλλοι ἄνθρωποι στεροῦνται». «Ζῆτε στὴν κόλαση, τοὺς λέω. "Ἄφρον, ταύτη τῆ νυκτί...", εἶπε ὁ Θεὸς στὸν πλούσιο. Ἄν ὁ Χριστὸς μὲ ρωτοῦσε: "Ποῦ θέλεις νὰ σὲ βάλουμε, σὲ μιὰ σκοτεινὴ φυλακὴ ἤ σὲ ἕνα σπίτι σὰν αὐτό;" θὰ ἔλεγα: "Σὲ μιὰ σκοτεινὴ φυλακή". Γιατὶ ἡ φυλακὴ θὰ μὲ βοηθοῦσε. Θὰ μοῦ θύμιζε τὸν Χριστό, θὰ μοῦ θύμιζε τοὺς ἀγίους Μάρτυρες, θὰ μοῦ θύμιζε τοὺς ἀσκητὲς ποὺ ἦταν στὶς ὀπὲς τῆς γῆς, θὰ μοῦ θύμιζε καλογερική. Ἡ φυλακὴ θὰ ἔμοιαζε καὶ λίγο μὲ τὸ κελλί μου καὶ θὰ χαιρόμουν. Αὐτὸ τὸ δικό σας τί θὰ μοῦ θύμιζε καὶ σὲ τί θὰ μὲ βοηθοῦσε; Γι' αὐτὸ οἱ φυλακὲς μὲ ἀναπαύουν καλύτερα ὄχι μόνον ἀπὸ ἕνα σαλόνι κοσμικὸ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἕνα ὡραῖο κελλὶ μοναχοῦ. Χίλιες φορὲς στὴν φυλακὴ παρὰ σὲ ἕνα τέτοιο σπίτι».

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 25 Οκτωβρίου 2017


Τὸ βλέπεις κεῖνο τὸ βουνὸ τὸ κορφανταριασμένο,
πού᾿ χει ἀνταρούλα στὴν κορφὴ καὶ καταχνιὰ στὸν πάτο,
πού ᾿χει τὸν πύργο γυάλινο, τὰ τζάμια κρυσταλλένια;
Ἐκεῖ κοιμᾶται μία ξανθιὰ μιᾶς χήρας θυγατέρα.
Μὰ πῶς νὰ τὴν ξυπνήσουμε, μὰ πῶς νὰ τῆς τὸ ποῦμε;
Ξύπνα, καημένη Ἀναστασιά, καὶ μὴν βαριὰ κοιμᾶσαι
ξύπνα ν᾿ ἀνάψεις τὴ φωτιά, νὰ σβήσεις τὸ λυχνάρι
γιατὶ μᾶς πῆρε ἡ χαραυγή, τὸ δόλιο μεσημέρι.

Πῶς νὰ σκωθῶ, λεβέντη μου, πὼς νὰ σκωθῶ, παιδί μου,
μπλέχθηκαν τὰ μαλλάκια μου μὲ τὰ δικά σου ἀντάμα.

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα
Σὰν ἐβράδιαζε καὶ πρὶν νυχτώσει καὶ πρὶν γυρίσει ὁ πατέρας μaς ἀπ’ τὴ δουλειά του τὴν ἀπογευματινὴ κι ἀπὸ τὸ καφενεῖο ποὺ συναντιόταν μὲ τοὺς φίλους του, ἔμπαινε ἡ μάνα στὸ δωμάτιο μὲ τὰ εἰκονίσματα. Κατέβαζε τὸ καντήλι ποὺ κόντευε νὰ σβήσει, ἀφοῦ καιγόταν ἀπὸ τὸ πρωί, καὶ τὸ ’φερνε στὴν κουζίνα καὶ τὸ ’βαζε ἀπάνω στὴ γωνιά. Ἄναβε τότε ἀπ’ τὴ φλόγα ποὺ τρεμόσβηνε τὴν πασχαλιάτικη λαμπάδα ποὺ φυλάγαμε ἀπ’ τὴ Λαμπρὴ καὶ μοῦ τὴν ἔδινε νὰ τὴν κρατάω. Ἔπιανε ὕστερα τὴ φλόγα μὲ τὰ δυό της ἀκροδάχτυλα νὰ σβήσει… καὶ τὸ δικό μου τὸ παιδιάτικο μυαλὸ ἔμενε πάντα μὲ τὴν ἀπορία, πῶς δὲν καιγόνταν τ’ ἀκροδάχτυλα τῆς μάνας μου, πρωὶ καὶ βράδυ τόσα χρόνια ν’ ἀκουμποῦνε τὴ φωτιὰ καὶ νὰ τὴ σβήνουν.
Ἐκείνη ὡστόσο συμπλήρωνε ἀπ’ τὸ ροΐ τὸ λάδι τὸ ἀναγκαῖο στὸ καντήλι καὶ τραβώντας λίγο τὸ βαμβακένιο φυτίλι στὴν καντηλήθρα, τὸ ἔστριβε ἀπαλὰ καί … «ἔλα» μοῦ ἔλεγε κι ἐγὼ τὸ ἄναβα ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πασχαλιάτικης λαμπάδας ποὺ κρατοῦσα.
Τὴν ἔπαιρνα ἀπὸ πίσω ἔπειτα τὴ μάνα μου, καθὼς ἐγύριζε στὴν κάμαρα μὲ τὰ εἰκονίσματα, καὶ τὸ καντήλι, ἀφοῦ τὸ σκέπαζε μὲ τὸ γυαλί του, τὸ ἀπίθωνε σεβαστικὰ στὴν τακτική του θέση, σὲ μία παλιὰ μικρὴ ἐταζέρα δηλαδή, καρφωμένη στὸν τοῖχο, ἀνάμεσα στὰ εἰκονίσματα καὶ στολισμένη μὲ πετσετάκι κάτασπρο ἀπ’ τὰ δικά της χέρια κεντημένο.
Ποτὲ ὡς τώρα δὲ λησμόνησα τὴ μάνα μου, μέσ’ στὴν κατάνυξη ποὺ γέμιζε τὴν κάμαρα τὸ φῶς τὸ ἱλαρὸ τοῦ καντηλιοῦ, πῶς ἔγερνε στὰ γόνατα κι ἄρχιζε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται. Γονατιστὴ κι ἐγὼ στὸ πλάι της, πολεμοῦσα νὰ διακρίνω τὰ λόγια ποὺ σχημάτιζαν τὰ χείλη της καὶ δὲν μποροῦσα, μιλοῦσε μόνη πρὸς «μόνῳ Θεῷ». Ὅμως τὸ φεγγοβόλημα τὸ ἀμυδρὸ τοῦ καντηλιοῦ ἔφτανε γιὰ νὰ ξεχωρίσω δάκρυα νὰ κυλοῦν στῆς μάνας μου τὶς παρειές, ποὺ μὲ τὸ τελευταῖο σταυροκόπημα θυμότανε νὰ τὰ σφογγίσει, βγάζοντας τὸ μαντηλάκι της ἀπὸ τὴν τσέπη τῆς τριμμένης ρόμπας ποὺ φοροῦσε. Καὶ τότε… «ἄναψε τὸ φῶς», ψιθύριζε καὶ παραμένοντας γονατιστὴ κάτω ἀπ’ τὰ εἰκονίσματα, ἄνοιγε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ συλλάβιζε ἀργά, μὲ τὰ λιγοστὰ γράμματα ποὺ εἶχε καταφέρει στὰ παλιὰ μονάχη της νὰ μάθει. Κι ἐγώ, λιγότερο ἀπὸ δεκάχρονο κορίτσι, στῆς κάμαρας τὸν τοῖχο ἀκουμπώντας, νὰ περιμένω σιωπηλή… καὶ βυθισμένη στὸ δέος καὶ στὴν ἔκπληξη νὰ βλέπω τώρα καθαρὰ καινούργια δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.
Μὰ ἦρθε ἡ ὥρα, κι ἤτανε νωρίς, ποὺ ἡ μάνα μου ταξίδεψε στὴ χώρα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει βράδυ καὶ νύχτα καὶ οἱ λυτρωμένοι προσεύχονται χωρὶς δάκρυα. Κι ἐγὼ ἄργησα, μὰ τὸ κατάλαβα, πῶς μπόρεσε ἡ μάνα μου, τὰ δύσκολα χρόνια της ἐπίγειας ζωῆς της, μὲ τὶς λιγοστὲς χαρὲς καὶ τὶς ἀμέτρητες πίκρες, ἀγόγγυστα νὰ τὰ περάσει καὶ καρτερικά. Κι ὅταν ἀνάβω τὸ καντήλι καὶ τὸ φέρνω στὰ εἰκονίσματα, στὰ γόνατα τὴν ξαναβλέπω νὰ προσεύχεται καὶ νὰ σταυροκοπιέται κι ἀργὰ νὰ συλλαβίζει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ δάκρυα νὰ τρέχουν ἀπ’ τῆς μάνας μου τὰ μάτια.

Εὐτυχία Γερ. Μάστορα

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017


Ἔλειψαν οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες
Ἂν θέλωμεν νὰ εἰπῶμεν, χωρίς τινα συστολὴν τὴν ἀλήθειαν, εἶναι ταλανισμοῦ ἀξία τὴν σήμερον ἡ Ἑλλάς. Καὶ ὄχι μόνον ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοί. Ἀλλὰ διατί; Διατὶ τοῦ ἒλειψαν ἀπὸ μιᾶς οἱ ποιμένες, οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διὰ σημεῖον τῆς τελείας ἀγάπης, ὁποῦ εἶχον πρὸς τὸν κοινὸν δεσπότην, καὶ τὴν ποιμαντικὴν προστασίαν ἐδέχθησαν, καὶ τὴν ψυχὴν τους ἐθυσίαζαν ὑπὲρ τῶν προβάτων, κατὰ μίμησιν τοῦ ἀρχιποίμενος, Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν καιρὸν ὅλον τῆς ζωῆς των, ἄλλο δὲν ἔκαμναν, καὶ εἰς ἄλλο τίποτες δὲν ἐκαταγίνοντο, καὶ διενυκτέρευον, πάρεξ ἢ μυστήρια νὰ διδάσκουν, ἢ θείας γραφὰς νὰ ἐξηγοῦν, ἢ λόγους ἠθικοὺς νὰ κάμνουν, πρὸς ὠφέλειαν καὶ σωτηρίαν τῶν λογικῶν προβάτων, ὁποῦ ἐμπιστεύθησαν.
Ἐπειδὴ ἤκουσαν τὸν κοινὸν δεσπότην, καὶ πρῶτον διδάσκαλον ὁποῦ λέγει εἰς τὸν Πέτρον, εἰ φιλεῖς με Πέτρε, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. Ποίμαινε οὐχὶ ἄμελγε, ἢ κούρευε, ἢ κατάτρωγε τὰ πρόβατά μου. Ὅτι τὸ τοιοῦτον δὲν εἶναι ποιμαίνειν, ἀλλὰ πημαίνειν [βλάπτειν] τὰ πρόβατα.
Ἔλειψαν, λέγω ἔλειψαν, ὦ καὶ πῶς ἠμπορῶ νὰ τὸ λέγω, καὶ νὰ τὸ γράφω χωρὶς δάκρυα, ἔλειψαν οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι, τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἐφιλονείκει μἐ τὸν λόγον, καὶ ὁ λόγος μὲ τὴν ζωήν, ποῖον ἀπὸ τὰ δύο νὰ ὠφελήσῃ περισσότερον τοὺς πιστούς. Οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες. Οἱ ὄντως ποιμένες καὶ διδάσκαλοι. Οἱ φωστῆρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοὶ τῶν πλανωμένων. Οἱ σοφοὶ ἰατροὶ τῶν ἀσθενούντων. Οἱ ἀκριβέστατοι μιμηταὶ τοῦ Παύλου, οἱ τὰ πάντα τοῖς πᾶσι γινόμενοι ἴνα πάντως τινὰς σώσωσιν.
Τούτη εἶναι ἡ μεγίστη συμφορά. Τοῦτο ἡ ἐσχάτη δυστυχία. Τοῦτο τὸ πολλῶν δακρύων ἄξιον, ὁποῦ πάσχει, ὄχι μόνη ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ σχεδόν, ἡ Ἐκκλησία πᾶσα τοῦ Χριστοῦ τὴν σήμερον. Ὅτι πανταχοῦ ἡ κακία παρρησιάζεται, θριαμβεύει. Πανταχόθεν οἱ πολέμιοι ἐπιτίθενται καὶ οἱ ἐπίσκοποι βλέπουσι τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην, καὶ αὐτοὶ ἢ εἰς ἄλλα προσέχουσιν, ἢ εἰς ὕπνον βυθίζονται, καὶ μήτε κινοῦνται ὁλότελα, νὰ σημάνωσι με τὴν σάλπιγγα τοῦ λόγου, εἰς τοὺς χριστωνύμους λαούς, νὰ στέκουν ἔξυπνοι, νὰ φυλάττωνται ἀπὸ τοὺς ἐπερχομένους ἐχθροὺς…

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017


Ἕνα πρᾶγμα μὲ ἐνδιαφέρει
Θὰ πρέπει ἕνας ἄνθρωπος νὰ εἶναι τυφλὸς καὶ ἀπίστευτα ἀνόητος ἄν, φτάνοντας στὰ χρόνια της ὡριμότητας, δὲν ἀναρωτιέται πότε-πότε, μὲς στὴν παραζάλη τῆς ζωῆς: «Γιὰ ποιὸ σκοπὸ ἦρθα στὸν κόσμο; Γιατί ζῶ;»
Ὅταν εἶναι κανεὶς νέος, καιρὸς κυλάει τόσο γρήγορα, οἱ διασκεδάσεις εἶναι τόσο πολλές, καὶ τὸ τέρμα τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς μοιάζει νά εἶναι τόσο μακριά, ὥστε δὲν ὑπάρχει καιρὸς γιὰ τέτοιες αὐτοαναλύσεις. Τουλάχιστον, σὲ μένα, αὐτὸ εἶχε συμβεῖ. Οἱ φοιτητὲς τῆς ἰατρικῆς, συνήθως, δὲ διακρίνονται γιὰ τὴν εὐσέβειά τους καί, φυσικά, οὔτε ἐγώ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποτελῶ ἐξαίρεση σ' αὐτὸ τὸν κανόνα. Στὰ ἐργαστήρια τῆς ἀνατομίας, ὅπου διαμελίζονται σὲ χίλια-δυὸ κομμάτια τὰ ἀπομεινάρια τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ἀνθρώπινο σῶμα δέ μοῦ φάνηκε τίποτα περσότερο ἀπὸ μία πολύπλοκη μηχανή. Στὶς αὐτοψίες ποὺ εἶχα παρακολουθήσει, τίποτα δὲν εἶδα ποὺ νὰ μὲ κάμει νὰ πιστέψω ὅτι ὑπάρχει μὲς στὸ κορμὶ μία ψυχὴ ἀθάνατη. Ὅταν συλλογιόμουν τὸν Θεό, ἄθελά μου στὸ στόμα μου χάραζε ἕνα χαμόγελο ἀνωτερότητας, ποὺ ἔδειχνε τὴν περιφρόνηση ποὺ αἰσθανόμουν γιὰ ἕναν τόσο παμπάλαιο μῦθο.
Ὅταν ὅμως πῆρα τὸ πτυχίο τοῦ γιατροῦ καὶ βγῆκα στὴ βιοπάλη, στὶς κοιλάδες τῆς Νότιας Οὐαλλίας, μὲ τὰ ἀνθρακωρυχεῖα, καὶ ἐξασκώντας τὸ ἐπάγγελμά μου εἶδα τὴ ζωὴ ἀπὸ κοντά, ἀπὸ πρῶτο χέρι, ὅπως λένε, καὶ πρόσεξα, τὸ θάρρος καὶ τὴν καλὴ θέληση τῶν ἄλλων συνανθρώπων μου ποὺ ἀγωνίζονταν μέσα σὲ μεγάλες δυσκολίες, τότε, μόνο, γιὰ πρώτη φορά, ἄρχισα νὰ εἰσχωρῶ στὸ βασίλειο τοῦ πνεύματος. Ὅταν παρευρισκόμουν στὸ θαῦμα τῆς γέννησης τοῦ ἄνθρωπου, ὅταν καθόμουν πλάι στὸ νεκρὸ τὶς ἥσυχες ὧρες τῆς νύχτας, ὅταν ἄκουγα τὸ σιγανὸ μὰ ἀνελέητο χτύπημα ἀπὸ τὶς φτεροῦγες τοῦ θανάτου, τότε, οἱ ἀπόψεις μου γιὰ τὴ ζωὴ ἔγιναν κάπως ἀλλιώτικες. Ἡ πεῖρα ποὺ μὲ τόσην ἀγωνία κερδίζεις, ἀργά-ἀργά, παρουσίασε μπροστά μου καινούργιες ἀξίες. Ἔτσι κατάλαβα πώς, στὴ ζωή, ὑπάρχουν πολὺ περισσότερα πράγματα ἀπὸ ὅσα μπορεῖ κανεὶς νὰ βρεῖ στὰ βιβλία, πολὺ περισσότερα κι ἀπὸ ὅσα μπορεῖ ποτὲ νὰ ὀνειρευτεῖ. Μὲ λίγα λόγια ἔχασα τὴ μεγάλη ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ τὸν ἑαυτό μου κι αὐτό, μ’ ὅλο ποὺ τότε δὲν τόξερα ἀκόμα, εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα γιὰ νὰ βρεῖ κανεὶς τὸν Κύριο.
Σὲ κάποιο κεφάλαιο μίλησα γιὰ τὴν Ὄλγουεν Νταίηβις, τὴ μεσόκοπη νοσοκόμο, ποὺ πάνω ἀπὸ εἴκοσι χρόνια, μὲ δύναμη καὶ ὑπομονή, μὲ ἠρεμία καὶ αἰσιοδοξία, ἐξυπηρετοῦσε τὸν κόσμο στὴν περιοχὴ τοῦ Τρέτζενυ. Αὐτὸς ὁ ἀνυστερόβουλος ἀλτρουισμός, ποὺ ἔδειχνε νὰ εἶναι τὸ κλειδὶ τοῦ χαρακτῆρα της, εἶχε τόσο γλίσχρα ἀνταμοιβή, ὥστε, ἔμενα τουλάχιστον, πολὺ μὲ στενοχωροῦσε. Μ’ ὅλο ποὺ ὁ κόσμος τὴν ἀγάπαγε πάρα πολύ, ὁ μισθὸς τῆς ἦταν τιποτένιος. Στὸ τέλος, ἕνα βράδυ ποὺ εἴχαμε παρασταθεῖ σὲ μία πολὺ δύσκολη κ’ ἐπίμονη περίπτωση, τόλμησα νὰ τῆς πῶ δυὸ λόγια τὴν ὥρα ποὺ πίναμε μαζὶ ἕνα φλυτζάνι τσάι.
— Ἀδελφή, γιατί δὲν τοὺς ζητᾶτε νὰ σᾶς δίνουν κάτι περσότερο; Εἶναι πολὺ κωμικὸ νὰ ξέρει κανεὶς πὼς κάθεστε καὶ τσακιζόσαστε γιὰ τρεῖς κ’ ἑξήντα.
Σούφρωσε πολὺ τὰ φρύδια της, ἀλλά, πάντως, χαμογέλασε:
—Ὅσα παίρνω, μοῦ φτάνουν γιὰ νὰ ζῶ.
—Ὄχι δά! ἐπέμεινα. Ἐσεῖς ἔπρεπε νὰ παίρνετε, τὸ λιγότερο, μία λίρα τὴν ἑβδομάδα παραπάνω. Ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει πόσο σᾶς ἀξίζει αὐτό!
Σιωπὴ ἁπλώθηκε ξαφνικά. Τὸ χαμόγελό της δὲν ἔσβησε, ὅμως ἡ ματιὰ της σιγά-σιγὰ πῆρε μίαν αὐστηρότητα καὶ ἕνα βάθος ποὺ μὲ τρόμαζε.
—Γιατρέ, εἶπε, ἕνα πρᾶγμα μ’ ἐνδιαφέρει ἐμένα. Νὰ ξέρει ὁ Θεὸς πὼς κάτι ἀξίζω. Ἂν τὸ πετυχαίνω αὐτό, δέ μοῦ χρειάζεται τίποτ’ ἄλλο.
Αὐτὰ πού μοῦ εἶπε, γιὰ νὰ μοῦ ἐξηγήσει, ἦταν ἐλάχιστα, τὸ νόημά τους ὅμως διαβαζόταν ὁλοκάθαρα μὲς στὰ μάτια της. Ποτέ, οὔτε γιὰ μία στιγμή, δὲν εἶχε παραστήσει τὴ θρησκευάμενη, κι ὅμως ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἀπόδειξε ἀνάγλυφα πὼς ὅλη της ἡ ὕπαρξη, ἡ αὐτοθυσία καὶ ἡ ἐξυπηρετικότητα ποὺ ἀνάβλυζε ἀπ' ὅλο της τὸ εἶναι ἦταν ἀποτέλεσμα ἀφιέρωσης, ὕψιστη ἀπόδειξη πὼς πίστευε στὸν Χριστό. Σὲ μία στιγμὴ κατανόησης, ἔνιωσα τὸ βαθύτατο νόημα τῆς ζωῆς της καί, συγκρίνοντάς τη μὲ τὴ δική μου, εἶδα τὸ προσωπικό μου κενό.

A. J. Cronin

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ὅλα ἔδειχναν τὸν Θεὸ
Στὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ Ἁγίου Σεργίου στὸ Παρίσι ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ Θεό, ἀλλὰ Θεὸ δὲν εἶδα..., ἐνῶ, ὅταν πῆγα στὸ Ἁγιον Ὄρος, κανεὶς δὲν μιλοῦσε γιὰ Θεὸ καὶ ὅλα ἔδειχναν τὸν Θεό.

Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017


Τὸ κυκλάμινο
Μικρὸ πουλὶ τριανταφυλλί, δεμένο μὲ κλωστίτσα,
μὲ τὰ σγουρὰ φτεράκια του στὸν ἥλιο πεταρίζει.
Κι ἂν τὸ τηράξεις μιὰ φορά, θὰ σοῦ χαμογελάσει
κι ἂν τὸ τηράξεις δυὸ καὶ τρεῖς, θ᾿ ἀρχίσεις τὸ τραγούδι.
Γιάννης Ρίτσος

Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017


ρθε νὰ τὸν εὐχαριστήσει
Πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, βρέθηκα στὸ Ἅγιον Ὅρος, παρακολουθώντας μία ἀξέχαστη Θεία Λειτουργία σὲ ἕνα ταπεινὸ κελλάκι, μὲ λειτουργὸ εὐλαβὴ ἱερομόναχο, ἁγιασμένη ψυχή, ποὺ πλέον αὐλίζεται εἰς τόπους ἔνθα τῶν δικαίων τὰ πνεύματα ἀναπαύονται...
Νέος παπὰς ὁ γράφων, ἄγευστος ἀκόμα τῆς μεταμορφωτικῆς ἐμπειρίας τοῦ πολιοῦ καὶ σεβασμίου λειτουργοῦ, ποὺ κρυμμένος σχεδὸν μέσα στὸ μισοσκόταδο στέκονταν εὐθυτενὴς παρὰ τὸ βάρος τοῦ χρόνου ποὺ ἀγόγγυστα στοὺς ὤμους του κουβαλοῦσε, καὶ τὸν ἔβλεπα νὰ μνημονεύει ψυχές, μὲ ἕνα χαμόγελο νὰ διαγράφεται στὰ χείλη του, ποὺ ἔτρεμαν προφέροντας σχεδὸν μυστικὰ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων...
Τὸ μοναδικὸ κερὶ ποὺ εἶχε κοντά του τοῦ προσέφερε μία ὁριακὴ ματιὰ σὲ αὐτὸ ποὺ μποροῦσε ὁ καθένας μας νὰ δεῖ, ὅσο τὸ φῶς τοῦ κεριοῦ ποὺ τρεμόπαιζε πολεμοῦσε νὰ ἀποδιώξει το μεταμεσονύκτιο σκοτάδι.
Ἐκεῖνος, κυπαρίσσι ποὺ ὁ ἀγέρας τῆς ζωῆς δὲν κατάφερε νὰ ρίξει στὴν γῆ, ἔστεκε κοιτώντας τὸ δισκάριο καὶ μνημόνευε γιὰ ὧρες, διακόπτοντας μόνο ὅπου ἡ ἀκολουθία ἐπέβαλλε τὴν διακοπὴ γιὰ τὶς ἐκφωνήσεις. Τὸν κοίταζα μὲ προσοχή, νὰ διαβάζει ἀτέλειωτα ὀνόματα καὶ κάπου κάπου ἔβλεπα δάκρυα νὰ κυλοῦν ἀπὸ τὰ μάτια του. Πλησίασα ἀθόρυβα κοντά του, ἀπὸ τὴν μία νὰ καταστῶ κοινωνὸς αὐτῆς τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ, μνημονεύοντας ὀνόματα δικά μου, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη νὰ παρακολουθήσω αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος τὴν στιγμὴ αὐτὴ ζοῦσε. Μὲ κοίταξε σὲ κάποια στιγμὴ καὶ μοῦ εἶπε:
-Παπα-Θωμά, καλύτερα νὰ θυμᾶσαι πιὸ πολὺ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ τοὺς ζωντανούς...
Δὲν πολυκατάλαβα τὸ νόημα τοῦ λόγου του, συνέχισα νὰ μνημονεύω, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ ἀντιληφθῶ τί ζοῦσε ἐκεῖνος! Σὲ κάποια στιγμή, ἡ μνημόνευση ὁλοκληρώθηκε, ἔτσι νόμιζα τουλάχιστον. Πῆγα δειλὰ δειλὰ κοντά του, μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ ἀρχαρίου ποὺ ἀποζητᾶ νὰ μάθει, καὶ τὸν ρώτησα:
-Γιατί, γέροντα, περισσότερο τοὺς κεκοιμημένους;
Τὴν ὥρα ἐκείνη δὲν μοῦ ἀπάντησε. Καὶ αὐτὸ ἦταν μία ἐπιβεβαίωση τῆς δικῆς μου ἀπειρίας, νὰ τὸν ρωτήσω πράγματα πού, βλέποντάς τα, δὲν μπορεῖς νὰ τὰ καταλάβεις. Ὡστόσο, τελειώνοντας ἡ Θεία Λειτουργία, ὁ σεβάσμιος γέροντας μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε:
«Ὅταν πρωτόρθα στ' Ἁγιονόρος, πρὶν ἀπὸ πολλὰ χρόνια, μικρότερος ἀπὸ σένα στὴν ἡλικία, εἶχα τὴν εὐλογία νὰ ἔρθω κοντὰ στὸν μακαριστὸ Πνευματικὸ παπα-Τύχωνα. Ἔτυχε κάποια στιγμὴ ἕνας ἀπὸ τοὺς πατέρες ἑνὸς διπλανοῦ κελλίου νὰ κοιμηθεῖ αἰφνιδίως. Ὁ παπα-Τύχωνας, θέλησε νὰ τὸν σαρανταλειτουργήσει. Κάθε μέρα τελοῦσε τὴν Θεία Λειτουργία, μνημονεύοντας ὀνόματα, χιλιάδες ὀνόματα, ἰδιαίτερα ὅσων δὲν εἶχαν πλέον κανέναν νὰ τοὺς θυμᾶται, ἀλλὰ πρῶτα τοῦ ἀδελφοῦ ποὺ πέρασε τὴν πύλη τοῦ Οὐρανοῦ.
Τελειώνοντας τὸ σαρανταλείτουργο, στὴν τελευταία λειτουργία, τὸ εἶδα αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω, λίγο πρὶν βάλει τὸ «Δι΄ εὐχῶν», στάθηκε κοιτώντας τὴν προσκομιδή. Ἡ περιέργεια μὲ ὁδήγησε νὰ κοιτάξω κι ἐγὼ μὲ τρόπο, νὰ δῶ τί κοιτοῦσε. Καὶ εἶδα ξεκάθαρα τὸν κοιμηθέντα νὰ στέκει γονατιστὸς μπροστὰ στὸν παπα-Τύχωνα, νὰ βάζει μετάνοια, σὰν νὰ τοῦ λέει εὐχαριστῶ, καὶ ξάφνου νὰ χάνεται ἀπὸ μπροστά του... Τὸ εἶδα, παιδί μου, καὶ αὐτὸ δὲν ἔφυγε ποτὲ ἀπὸ τὴν μνήμη μου. Κάθε φορὰ ποὺ στέκω μπρὸς στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν γέροντα καὶ τὴν ψυχὴ ποὺ ἦρθε νὰ τὸν εὐχαριστήσει...»
Πέρασαν χρόνια ἀπὸ τότε. Καὶ στὴν σειρὰ τῶν παλαιῶν ποὺ ὁλοκλήρωσαν τὴν ἀποστολή τους στὸ Ἅγιο Βῆμα, μπήκαμε οἱ νεότεροι... Και ὅταν στέκω μπρὸς στὴν προσκομιδή, θυμᾶμαι τὸν εὐλαβὴ λειτουργὸ τοῦ Θεοῦ, θυμᾶμαι τὴν ἀπέριττη Θεία Λειτουργία στὸ Ἁγιορείτικο Κελλὶ καὶ εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ γιατί, μέσα στὶς πολλὲς δωρεές, ἔδωσε καὶ τούτη τὴ Χάρη. Νὰ στέκεις μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς καὶ νὰ ἑνώνεις δύο κόσμους, τῶν φθαρτῶν καὶ τῶν αἰωνίων...

π. Θωμὰς Ἀνδρέου

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017


Γύριζε
Γύριζε, μὴ σταθῇς ποτέ, ρίξε μας πέτρα μαύρη,
ὁ ψεύτης εἴδωλο εἶν᾿ ἐδῶ, τὸ προσκυνᾷ ἡ πλεμπάγια,
ἡ Ἀλήθεια τόπο νὰ σταθῇ μιὰ σπιθαμὴ δὲ θἄβρῃ.
Ἀλάργα. Μόρα τῆς ψυχῆς τῆς χώρας τὰ μουράγια.
Ἀπὸ θαμποὺς ντερβίσηδες καὶ στέρφους μανταρίνους
κι ἀπὸ τοὺς χαλκοπράσινους ἡ Πολιτεία πατιέται.
Χαρὰ στοὺς χασομέρηδες! Χαρὰ στοὺς ἀρλεκίνους!
Σκλάβος ξανάσκυψε ὁ ρωμιὸς καὶ δασκαλοκρατιέται.
Δὲν ἔχεις, Ὄλυμπε, θεούς, μηδὲ λεβέντες ἡ Ὄσσα,
ραγιάδες ἔχεις, μάννα γῆ, σκυφτοὺς γιὰ τὸ χαράτσι,
κούφιοι καὶ ὀκνοὶ καταφρονοῦν τὴ θεία τραχιά σου γλώσσα,
τῶν Εὐρωπαίων περίγελα καὶ τῶν ἀρχαίων παλιάτσοι.
Καὶ δημοκόποι Κλέωνες καὶ λογοκόποι Ζωίλοι,
καὶ Μαμμωνᾶδες βάρβαροι, καὶ χαῦνοι λεβαντίνοι.
λύκοι, ὦ κοπάδια, οἱ πιστικοὶ καὶ ψωριασμένοι οἱ σκύλοι
κι οἱ χαροκόποι ἀδιάντροποι καὶ πόρνη ἡ Ρωμιοσύνη!
Κωστὴς Παλαμᾶς

(1908)

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

Θὰ ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη;
Εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχή, ποὺ κράτησε τὰ βαθιὰ κοιτάσματα τῆς μνήμης του σὲ καιροὺς ἀκμῆς καὶ σὲ αἰῶνες διωγμῶν καὶ ἄδειων λόγων. Τώρα ποὺ ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νὰ θέλει νὰ μᾶς κάνει τρόφιμους ἑνὸς οἰκουμενικοῦ πανδοχείου, θὰ τὴν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη;
Θὰ τὸ παραδεχτοῦμε τάχα νὰ γίνουμε ἀπόκληροι; Δὲ γυρεύω μήτε τὸ σταμάτημα μήτε τὸ γύρισμα πρὸς τὰ πίσω, γυρεύω τὸ νοῦ, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ κουράγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ προχωροῦν ἐμπρός.

Γιῶργος Σεφέρης

Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017

Διδαχὲς
Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅπου στάζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ θεϊκὴ δόξα.
Χωρὶς τὸ φῶς, ὅλα εἶναι σκοτεινά. Καὶ χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη, τίποτα δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο σκοτάδι.
Ὅπως τὸ κερί, ἂν δὲν ζεσταθεῖ καὶ δὲν μαλακώσει, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω του σφραγίδα, ἔτσι καὶ ψυχή, ἂν δὲν δοκιμαστεῖ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀσθένειες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω της τὴ σφραγίδα τῆς ἀρετῆς.
Στοὺς συνανθρώπους μας πρέπει νὰ φερόμαστε μὲ λεπτότητα, χωρὶς οὔτε μὲ τὸ βλέμμα μας νὰ τοὺς προσβάλλουμε.
Τὸν συγχυσμένο καὶ θλιμμένο ἄνθρωπο φρόντισε νὰ τὸν ἐνθαρρύνεις μὲ λόγια ἀγάπης.
Γιὰ τὴν ἀδικία πού σοῦ προξενοῦν οἱ ἄλλοι, ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτή, δὲν πρέπει νὰ ἐκδικεῖσαι. Ἀπεναντίας, νὰ συγχωρεῖς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀδίκησε.
Δὲν πρέπει νὰ τρέφεις στὴν καρδιά σου μῖσος καὶ ἀντιπάθεια ἐναντίον ἐκείνου ποὺ σὲ ἐχθρεύεται. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ νὰ τοῦ κάνεις ὅσο μπορεῖς τὸ καλό, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ : « Ν΄ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετεῖτε αὐτοὺς πού σᾶς μισοῦν».
Ἡ πύλη τῆς μετάνοιας εἶναι γιὰ ὅλους ἀνοιχτή, καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς θὰ τὴν πρωτοπεράσει · ἐσύ, πού κατακρίνεις τὸν ἄλλον, ἢ αὐτός, πού κατακρίνεται ἀπὸ σένα;
Κατάκρινε πάντοτε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ πάψεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς νὰ κατακρίνεις μιὰ πράξη κακή, ποτὲ ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔκανε.
Ὅταν ἐγκαταλειφθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεό, τότε ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἀφανίσει, ὅπως ἀφανίζει ἡ μυλόπετρα τὸ σπόρο τοῦ σιταριοῦ.
Ἡ περιττὴ μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου ἄπιστου καὶ μικρόψυχου. Καὶ εἶναι συμφορά, ἂν φροντίζουμε οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας, καὶ δὲν στηριζόμαστε στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς!

Ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ