Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

 


Νὰ καθαρίσει τὸν τόπο

Θέλει μελτέμι γερό, γεννημένο στὴν Τῆνο,

ποὺ νὰ ΄ρθει μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Παναγίας

καὶ νὰ καθαρίσει τὸν τόπο

ἀπ΄ ὅλων τῶν λογιῶ τῆς Τουρκιᾶς

καὶ τῆς γηραιᾶς Εὐρώπης τ΄ ἀπομεινάρια.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

 


Ὅσο μπορεῖς

Κι ἄν δέν μπορεῖς νά κάμεις τήν ζωή σου ὅπως τήν θέλεις,

τοῦτο προσπάθησε τουλάχιστον

ὅσο μπορεῖς: μήν τήν ἐξευτελίζεις

μές στήν πολλή συνάφεια τοῦ κόσμου,

μές στές πολλές κινήσεις κι ὁμιλίες.

Μήν τήν ἐξευτελίζεις πηαίνοντάς την,

γυρίζοντας συχνά κ’ ἐκθέτοντάς την

στῶν σχέσεων καί τῶν συναναστροφῶν

τήν καθημερινήν ἀνοησία,

ὥς πού νά γίνει σά μιά ξένη φορτική.

Κωνσταντῖνος Καβάφης

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

 


Ὁ ἰατρός καί τά φάρμακα μᾶς ταπεινώνουν

Ὅταν λοιπόν κάποιος δέν θέλη νά πάρη φάρμακα, ἤ δέν θέλη νά πάη σέ ἰατρό, οἱαδήποτε καί ἄν εἶναι ἡ ἀσθένειά του, δείχνει πώς διέπεται ἀπό ἀτομοκεντρικό σύστημα ζωῆς, ἤ δείχνει πώς εἶναι ἔνοχος, καί ἑπομένως κρύβεται. Ὅπως, ὅταν ζητᾶς κάποιον καί αὐτός δέν παρουσιάζεται, τόν ξαναζητᾶς καί δέν παρουσιάζεται, λές, κάτι ἔκανε αὐτός, κάτι συμβαίνει, ἔτσι ἀκριβῶς καί ὅποιος ἀπεχθάνεται τόν ἰατρό ἤ τά φάρμακα, εἶναι βαριά ἄρρωστος σωματικῶς, πρό πάντων ψυχικῶς. Εἶναι ἄφρων ἀνήρ, διότι λέγει «ἀνήρ φρόνιμος οὐ προσοχθιεῖ αὐτοῖς». Εἶναι ἄφρων ἀνήρ, ἄφρων γυνή, εἶναι ὁ ἀδιόρθωτος, ὁ ἀμετανόητος, εἶναι αὐτός πού δέν τόν νοιάζει ὁ Θεός, παρά μόνον τόν νοιάζει νά κατευθύνη τό σαρακοφαγωμένο κορμάκι του καί τήν σαρακοφαγωμένη ψυχή του ὅπως αὐτός νομίζει, μή τυχόν καί μπορέση νά βγῆ σέ κάποια ἀκροθαλασσιά. Ἀλλά τό φάρμακο καί ὁ ἰατρός δείχνουν ὅτι καθιστοῦμε διαχειριστήν τῆς ὑπάρξεώς μας τόν Θεόν, ὅτι δέν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ κυβερνῆτες τοῦ ἑαυτοῦ μας.

Ἐπί πλέον, ὁ ἰατρός καί τά φάρμακα μᾶς ταπεινώνουν, διότι πραγματικά εἶναι ταπείνωσις νά πᾶμε στόν ἰατρό ἤ νά πάρωμε φάρμακο. Ὅλοι μας θέλομε νά ἔχωμε τήν ὑγεία μας, νά εἴμαστε καλά, νά εἴμαστε βολεμένες ὑπάρξεις. Τό βόλεμα δέν εἶναι στοιχεῖο ὑγείας, ἀλλά στοιχεῖο θανατηφόρου ἀσθενείας. Βολεύομαι μέ λεφτά, βολεύομαι μέ ἄνετη καρέκλα, βολεύομαι μέ κρεββάτι καλό, μαλακό, μαλθακό, βολεύομαι μέ ἕνα σπίτι ἀεράτο. Ὅλα αὐτά εἶναι στοιχεῖα ὅτι δέν ζῶ γνήσια καί ζωντανά. Ἀκόμη, τά φάρμακα καί ὁ ἰατρός μαρτυροῦν τήν ὑπακοή μου, ὅτι ὑποτάσσομαι στόν ἄλλον. Ὅ,τι μοῦ πῆ ὁ ἄλλος. Ξέρετε τί μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀρρώστια, ὅταν μᾶς ὁδηγῆ στήν ὑπακοή; Μᾶς ἀνοίγει τά μάτια.

Μήν ἐμπιστεύεσθε ποτέ τόν ἑαυτό σας σέ κάποιον ἄνθρωπο πού δέν ἔχει ἀρρωστήσει ἤ πού δέν εἶναι ἄρρωστος, διότι αὐτός δέν ἔχει ἀκόμη ταπεινωθῆ. Σέ ἄνθρωπο ἀταπείνωτον μήν ἐμπιστεύεσθε οὔτε μία τρίχα πού ἔπεσε ἀπό τήν κεφαλή σας, πολλῷ μᾶλλον μήν ἐμπιστεύεσθε τόν ἑαυτό σας. Πάντοτε νά ἔχετε ἕνα ἐρωτηματικό γιά τόν ἄνθρωπο πού ἔχει ἀκμαία τήν ὑγεία του. Ἀντιθέτως ἡ ἀρρώστια, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν μακροθυμία τοῦ Θεοῦ καί μᾶς ταπεινώνει, δηλώνει ὅτι μέσα μας δουλεύει ὁ Θεός. Καί πράγματι, ἡ ἀρρώστια εἶναι δούλεμα ἀπό τόν Θεόν. Ὅπως πιάνεις καί δουλεύεις τό ζυμάρι, ὅπως πιάνεις τήν πέτρα καί τήν δουλεύεις καί βγάζεις ἕναν Χριστόν, ὅπως πιάνεις τό ξύλο καί τό δουλεύεις καί βγάζεις μία ὡραιότατη Παναγία, ἔτσι ἀκριβῶς μᾶς πιάνει ὁ Χριστός μέ τήν ἀρρώστια καί μέ τόν ἰατρό καί μέ τά φάρμακα καί μέ τήν ὑπομονή –πρό πάντων μέ τήν ὀδύνη πού ἔχομε- καί δουλεύει τήν ψυχή μας.

Ἡ ἀσθένεια λοιπόν εἶναι μέν ἀπόρροια τῆς ἁμαρτίας καί τοῦ ἐγωισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τήν χρησιμοποιεῖ ὁ Θεός, ὁ «ἀπό κακῶν ἐξάγων ἀγαθόν», γιά νά βγάλη ἀρετή καί αἰωνιότητα.

Γέρων Αἰμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

 


Τὸ τὲστ τῆς τριπλῆς διύλισης

Μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ ὁ Σωκράτης ἔκανε τὴ βόλτα του στὴν Ἀκρόπολη, συνάντησε κάποιον γνωστό του, ὁ ὁποῖος τοῦ ἀνακοίνωσε ὅτι ἔχει νὰ τοῦ πεῖ κάτι πολὺ σημαντικὸ ποὺ ἄκουσε γιὰ κάποιον ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Ὁ Σωκράτης τοῦ εἶπε ὅτι θὰ ἤθελε, πρὶν τοῦ πεῖ τί εἶχε ἀκούσει, νὰ κάνουν τὸ τέστ τῆς τριπλῆς διύλισης.

- Τριπλὴ διύλιση; ρώτησε μὲ ἀπορία ὁ γνωστός του.

– Ναί, πρίν μοῦ πεῖς τί ἄκουσες γιὰ τὸ μαθητή μου, θὰ ἤθελα νὰ κάτσουμε γιὰ ἕνα λεπτὸ νὰ φιλτράρουμε αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς.

Τὸ πρῶτο φίλτρο εἶναι αὐτὸ τῆς ἀλήθειας. Εἶσαι λοιπὸν ἐντελῶς σίγουρος ὅτι αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ μοῦ πεῖς εἶναι ἀλήθεια;

– Ἔ… ὄχι ἀκριβῶς, ἁπλὰ τὸ ἄκουσα ὅμως καί…

- Μάλιστα, ἄρα δὲν ἔχεις ἰδέα ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα.

Ἂς δοκιμάσουμε τώρα τὸ δεύτερο φίλτρο, αὐτὸ τῆς καλοσύνης. Αὐτὸ ποὺ πρόκειται νὰ μοῦ πεῖς γιὰ τὸν μαθητή μου εἶναι κάτι καλό;

– Καλό; Ὄχι, τὸ ἀντίθετο μᾶλλον…

– Ἄρα, συνέχισε ὁ Σωκράτης, θέλεις νὰ πεῖς κάτι κακὸ γιὰ τὸν μαθητή μου ἂν καὶ δὲν εἶσαι καθόλου σίγουρος ὅτι εἶναι ἀλήθεια.

Ὁ γνωστός του ἔσκυψε τὸ κεφάλι ἀπὸ ντροπὴ καὶ ἀμηχανία.

– Παρόλα αὐτά, συνέχισε ὁ Σωκράτης, μπορεῖς ἀκόμα νὰ περάσεις τὸ τέστ γιατὶ ὑπάρχει καὶ τὸ τρίτο φίλτρο. Τὸ τρίτο φίλτρο τῆς χρησιμότητας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς γιὰ τὸν μαθητή μου κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ μοῦ φανεῖ xρήσιμο σὲ κάτι;

– Ὄχι, δὲν νομίζω…

– Ἄρα λοιπὸν ἀφοῦ αὐτὸ ποὺ θὰ μοῦ πεῖς δὲν εἶναι οὔτε ἀλήθεια οὔτε καλό οὔτε χρήσιμο, γιατί θὰ πρέπει νὰ τὸ ἀκούσω;

Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

 


Ἡ σημερινὴ βλαμμένη λογικὴ

Μιὰ φορὰ ἦρθαν δυὸ νεαροὶ στὸ Καλύβι μὲ κάτι μαλλιὰ μέχρι κάτω. Πῆγα νὰ τοὺς κουρέψω, ἀντέδρασαν, βιαζόμουν καὶ ἐγώ, καὶ μόνον τοὺς κέρασα. Εἶχα καὶ ἕνα γατὶ ἐκεῖ πέρα. «Νὰ τὸ πάρω;», λέει ὁ ἕνας. «Πάρ΄ το», τοῦ λέω. Πῆγαν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἰβήρων, μία ὥρα δρόμο, μὲ τὸ γατὶ ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά – καὶ νὰ βρέχη. Ζήτησε ἐκεῖ νὰ μείνη στὸ Ἀρχονταρίκι μὲ τὸ γατί. «Δὲν γίνεται», τοῦ εἶπαν καὶ ἔμεινε ἔξω στὴν βροχὴ ὅλη νύχτα. Ἄν τοῦ ἔλεγες νὰ φυλάξη μιὰ ὥρα σκοπιά, θὰ σοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, δὲν μπορῶ», ἀλλὰ νὰ καθήση μία νύχτα ἔξω μὲ τὸ γατί, μπορεῖ.

Ἕνας ἄλλος πῆγε στρατιώτης καὶ ἔφυγε. Ἦρθε μετὰ στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ γίνω μοναχός». «Νὰ πᾶς νὰ ὑπηρετήσης τὴν θητεία σου!».τοῦ λέω. «Στὸν στρατὸ δὲν εἶναι ὅπως στὸ σπίτι μου», μοῦ λέει. «Καλὰ ποὺ μοῦ τό ‘πες, παλληκάρι, δὲν τόξερα, γιὰ νὰ τὸ λέω καὶ στοὺς ἄλλους!».Ἐν τῷ μεταξύ νὰ τὸν ψάχνουν οἱ δικοί του. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί‐πρωί. Ἦταν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. «Σὲ θέλω», μοῦ λέει. «Τί θέλεις; τοῦ λέω. Ποῦ ἐκκλησιάστηκες;». «Πουθενά», μοῦ λέει. «Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, στὰ Μοναστήρια κάνουν Ἀγρυπνία καὶ ἐσύ δὲν πῆγες; Καὶ θέλεις νὰ γίνης καλόγερος; Ποῦ ἤσουν;». «Κάθησα στὸ ξενοδοχεῖο. Ἦταν ἥσυχα, στὰ Μοναστήρια ἔχει θόρυβο!». «Καὶ τώρα τί θὰ κάνης;». «Σκέφτομαι νὰ πάω στὸ Σινά, γιατὶ θέλω σκληρὴ ζωή». «Κάνε λίγη ὑπομονή», τοῦ λέω. Πάω μέσα, παίρνω ἕνα τσουρέκι ποὺ μοῦ εἶχαν φέρει καὶ τοῦ τὸ δίνω. «Πάρε αὐτὸ τὸ μαλακὸ τσουρέκι, τοῦ λέω, γιὰ νὰ κάνης σκληρὴ ζωή, καὶ φύγε!». Αὐτοὶ εἶναι οἱ νέοι σήμερα. Δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Στρίμωγμα δὲν σηκώνουν καθόλου. Ποῦ νὰ θυσιασθοῦν μετά;

Θυμᾶμαι στὸν στρατὸ πόσες φορὲς παρουσιαζόταν μιὰ ἀνάγκη καὶ ἄκουγες: «Κύριε Διοικητά, νὰ πάω ἐγὼ ἀντὶ γι’ αὐτόν, αὐτὸς εἶναι παντρεμένος, ἔχει παιδιά, νὰ μὴ μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο». Νὰ παρακαλοῦν τὸν Διοικητὴ νὰ πᾶνε αὐτοὶ στὴν θέση του, στὴν πρώτη γραμμή! Χαίρονταν νὰ σκοτωθοῦν αὐτοὶ καὶ νὰ μὴ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ἀφήση τὰ παιδιά του στὸν δρόμο! Ποῦ τώρα νὰ κάνη κανεὶς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μία φορά εἴχαμε μείνει ἀπὸ νερὸ σὲ μία τοποθεσία. Εἶδε ὁ Διοικητὴς στὸν χάρτη ὅτι στὸ τάδε σημεῖο ὑπῆρχε νερό. Ἐκεῖ ὅμως ἦταν οἱ ἀντάρτες. Μᾶς λέει: «Ἐδῶ κοντὰ ἔχει νερό, ἀλλὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα. Ποιός θὰ πάη νὰ γεμίση μερικὰ παγούρια; οὔτε φῶς δὲν θὰ ἀνάψη». Πετάγεται ὁ ἕνας: «Θὰ πάω ἐγώ, κύριε Διοικητά», ὁ ἄλλος «ἐγώ», ὁ ἄλλος «ἐγώ»! Ὅλοι δηλαδή ζητοῦσαν νὰ πᾶνε! Καὶ τὴν νύχτα, χωρὶς φῶς, εἶναι ὁ τρόμος πολύς. «Δὲν μπορεῖτε νὰ πάτε καὶ ὅλοι!».λέει ὁ Διοικητής. Θέλω νὰ πῶ, κανεὶς δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τραβιόταν ὁ ἕνας νὰ πῆ: «Κύριε Διοικητά, μοῦ πονάει τὸ πόδι», ὁ ἄλλος «μοῦ πονάει τὸ κεφάλι» ἤ «εἶμαι κουρασμένος». Ὅλοι θέλαμε νὰ πᾶμε, καὶ ἄς κινδύνευε ἡ ζωή μας.

Σήμερα ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός, καθόλου θυσία. Ὅλα τὰ μετέτρεψαν μὲ τὴν σημερινὴ βλαμμένη λογική. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ παλιὰ πήγαιναν ἐθελοντὲς στὸν στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, γιὰ νὰ μὴν ὑπηρετήσουν. Κοιτάζουν τί νὰ κάνουν, γιὰ νὰ μήν πᾶνε στρατιῶτες. Ποῦ πρῶτα; Εἴχαμε ἕναν λοχαγό, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἦταν, ἀλλὰ ἦταν παλληκάρι! Μιὰ φορὰ τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀπόστρατος ἀξιωματικός, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ φροντίση νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμὴ καὶ νὰ πάη στὰ μετόπισθεν. Ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, νὰ λὲς ἐσὺ τέτοια πράγματα! Οἱ κηφῆνες κάθονται». Εἶχε εἰλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριὰ πολλή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια, ἔτρεχε μπροστά. Ἡ χλαίνη του ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες, καὶ δὲν εἶχε σκοτωθῆ. Ὅταν ἀπολύθηκε, πῆρε τὴν χλαίνη μαζί του, νὰ τὴν ἔχη γιὰ ἐνθύμιο.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

 


Ἔλα, Ὕπνε, καὶ πάρε το

Χήνα μου, ἂπλωσ’ τὰ φτερά, νὰ πλύνω τοῦ παιδιοῦ μου,
ἀϊτέ μου, τὰ φτερούγια σου, ν’ ἁπλώσω τ’ ἀγοριοῦ μου,
καὶ σύ, ἀηδόνι μου χρυσό, ‘ς τὴν κούνια νὰ καθήσης,
μὲ τὴ γλυκειά σου τὴ φωνὴ νὰ μοῦ τὸ νανουρίσης,
καὶ σὰν τὸ ἰδῆς νὰ κοιμηθῆ, τὰ μάτια του νὰ κλείση,
τρέξε τὸν Ὕπνο φώναξε νὰ μοῦ τὸ σεργιανίση.
Ἔλα, Ὕπνε, καὶ πάρε το, πᾶν το ‘ς τὰ περιβόλια,
καὶ γέμισε τοὺς κόρφους του τριαντάφυλλα καὶ ρόδα,
τὰ ρόδα θὰ εἶν’ τῆς μάννας του καὶ τἄνθη τοῦ κυροῦ του
καὶ τὰ χρυσὰ τραντάφυλλα θανὰ εἶναι τοῦ νονοῦ του.

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2022

 


Οἱ πρόθυμοι δοῦλοι

Ἔζησε καὶ ξαναέζησε ἡ ἀνθρωπότητα καιρούς, καιροὺς δουλείας ποὺ ξεσηκώνονταν οἱ λαοὶ γιὰ νὰ τὴν ἀποτινάξουν, καὶ καιροὺς ἐλευθερίας ποὺ ἐπλήγωνε καὶ τελικὰ δηλητηρίαζε ὁ ἀτομικισμὸς —ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἀθάνατη ρήση τοῦ Μακρυγιάννη, ἡ ἐλευθερία —καὶ ἡ Δημοκρατία— στηρίζεται στὸ «ἐμεῖς» καὶ ποτὲ στὸ «ἐγώ».

Καὶ ἦλθαν πάλι καιροί, μετὰ τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καὶ μετὰ τὸν Ψυχρὸ λεγόμενο Πόλεμο, ποὺ ἡ ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη ἔμοιαζε νὰ νοσταλγεῖ γιὰ Ἐλευθερία καὶ Δημοκρατία. Δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ διακρίνει πὼς πίσω ἀπὸ τὶς εὐγενεῖς καὶ ὁλόφωτες ἐτοῦτες προσδοκίες, μία νέα μορφὴ κοινωνίας πρόβαλε —κοινωνίας θρεμένης, εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀπὸ τὴν πείνα, τὴν στέρηση καὶ τὴν λαχτάρα μιᾶς ζωῆς περισσότερο ἀνθρώπινης — ἡ καταναλωτική, μὲ μοναδικὸ στόχο: τὴν ἀπόλαυση τῆς ζωῆς αὐτῆς. Καὶ μὲ ταυτόχρονη σκίαση μιᾶς ἄλλης ζωῆς ποὺ ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τὴν φύση του θνητός, ὀνειρευόταν, εὐχόταν, προσδοκοῦσε θρησκεύοντας. Καὶ μὲ τὴν θρησκεία, γινόταν τελικὰ ἄνθρωπος αὐθεντικὸς —ἐκεῖνος ποὺ τὰ ἄνω θωροῦσε.

Στὴν ἐπίμονη ἐτούτη λαχτάρα τοῦ μεταπολεμικοῦ ἀνθρώπου ἦλθε συνεπίκουρος ἡ ὑψηλὴ τεχνολογία ἁπλώνοντας ἕνα δίχτυ μηχανιστικῶν προτάσεων, δελεαστικῶν τρόπων ζωῆς καὶ κοινωνίας, ἀνθρωπίνων σχέσεων καὶ σταθερῶν σκοπῶν συμπεριφορᾶς. Καὶ δὲν κατόρθωσε νὰ διακρίνει πὼς μέσα ἀπὸ ἐτοῦτες, τὶς καθαρὰ γήινες βλέψεις καὶ τὶς βαθύτατα ἀρνητικὲς τῶν ἀξιώσεων τοῦ πνεύματος θέσεις, τοῦ προτεινόταν μία νέα μορφὴ δουλείας: ἡ δουλεία στὴν ὑψηλὴ λεγόμενη τεχνολογία. Ἀφοσιώθηκε σ’ αὐτὴν μὲ μία περιπάθεια συγκλονιστικὴ γιὰ τὶς ἀθάνατες ἀξιώσεις τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειάς του, τὶς ἀθάνατες ἀξιώσεις βίου πνευματικοῦ, καί, χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιήσει, ἔχασε τὴν ἐλευθερία του, ἔχασε τὴν ἀξιοπρέπειά του καὶ τὸν ἱερὸ χαρακτήρα τοῦ Προσώπου του.

Δὲν εἶχε καθόλου ὑποψιαστεῖ πὼς σὲ κάποια καμπὴ τῆς ζωῆς του αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἀξιολάτρευτη μορφὴ δουλείας θὰ τὸν ἀπειλοῦσε, θὰ τὸν ταπείνωνε καί, ὑπαρξιακά, θὰ τὸν ἐξευτέλιζε.

Καὶ κατέφθασε, ὡς γέννημα ἀκόρεστης ἐγκοσμιότητας καὶ ὡς καταρράκωση τῆς πνευματικῆς του ὕπαρξης, ἡ κρίση, ἀκριβῶς, τῆς κατανάλωσης, ὅπου ὁ δοῦλος–Ἄνθρωπος εἶχε στηρίξει ὁλόκληρη τὴν εὐδαιμονία του —πεπεισμένος πλέον ἀπὸ τὸν πνευματικὸ μηδενισμὸ γιὰ τὸν τελικὸ του θάνατο.

Καὶ τώρα, μέσα σ’ ἐτούτη τὴν παγκόσμια ἀμηχανία πού βρίσκονται οἱ «ἰσχυροὶ» τῆς γῆς; Μὲ τὸ πρόσωπο στὸν τοῖχο παλεύουν νὰ ἀνακαλύψουν μία διέξοδο, μία διαφυγὴ ἀπὸ τὸν κλοιὸ τῆς τόσο ἐπιθυμητῆς τους δουλείας, διαφυγὴ ποὺ θὰ διασώσει τὴν κατανάλωση καὶ συνακόλουθα τὴν πνευματικὰ μηδενιστικὴ ὑλιστικὴ τους ἐγκοσμιότητα, ποὺ δὲν θὰ ἐπιτρέψει στὸν σημερινὸ πολίτη τοῦ κόσμου νὰ βιώσει τὴν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς του καὶ τὴν σωστικὴ ἀνάγκη ἐπανεύρεσης τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ξαναρχίσει ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος διάλογος τοῦ πλάσματος μὲ τὸν Πλάστη του. Ποὺ θὰ ἀφήσει νὰ πνεύσει πάλι ὁ ἄνεμος τῆς ἐλευθερίας του, τῆς ἀξιοπρέπειάς του, τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας ποὺ θὰ ξαναποκαλύψει τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συγκλονιστικὴ πραγματικότητα πὼς εἴμαστε ὄχι κάτοικοι ἀλλὰ διαβάτες, περαστικοὶ τοῦ κόσμου ἐτούτου: Τὸ σκίρτημα τῶν ψυχῶν.

Κώστας Τσιρόπουλος

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

 


Ἔλειψαν οἱ ποιμένες, οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες

Ἂν θέλωμεν νὰ εἰπῶμεν χωρίς τινα συστολὴν τὴν ἀλήθειαν, εἶναι ταλανισμοῦ ἀξία τὴν σήμερον ἡ Ἑλλάς. Καὶ ὄχι μόνον ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ ἁπανταχοῦ Χριστιανοί. Ἀλλὰ διατί; Διατὶ τοὺς ἒλειψαν ἀπὸ μιᾶς οἱ ποιμένες, οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι διὰ σημεῖον τῆς τελείας ἀγάπης, ὁποῦ εἶχον πρὸς τὸν κοινὸν Δεσπότην, καὶ τὴν ποιμαντικὴν προστασίαν ἐδέχθησαν, καὶ τὴν ψυχὴν τους ἐθυσίαζαν ὑπὲρ τῶν προβάτων, κατὰ μίμησιν τοῦ ἀρχιποίμενος, Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸν καιρὸν ὅλον τῆς ζωῆς των ἄλλο δὲν ἔκαμναν καὶ εἰς ἄλλο τίποτες δὲν ἐκαταγίνοντο καὶ διενυκτέρευον, πάρεξ ἢ μυστήρια νὰ διδάσκουν ἢ θείας γραφὰς νὰ ἐξηγοῦν ἢ λόγους ἠθικοὺς νὰ κάμνουν, πρὸς ὠφέλειαν καὶ σωτηρίαν τῶν λογικῶν προβάτων, ὁποῦ ἐμπιστεύθησαν. Ἐπειδὴ ἤκουσαν τὸν κοινὸν Δεσπότην καὶ πρῶτον διδάσκαλον ὁποῦ λέγει εἰς τὸν Πέτρον, εἰ φιλεῖς με Πέτρε, ποίμαινε τὰ πρόβατά μου. Ποίμαινε, οὐχὶ ἄμελγε ἢ κούρευε ἢ κατάτρωγε τὰ πρόβατά μου. Ὅτι τὸ τοιοῦτον δὲν εἶναι ποιμαίνειν, ἀλλὰ πημαίνειν [βλάπτειν] τὰ πρόβατα.

Ἔλειψαν, λέγω ἔλειψαν, ὦ καὶ πῶς ἠμπορῶ νὰ τὸ λέγω, καὶ νὰ τὸ γράφω χωρὶς δάκρυα, ἔλειψαν οἱ ποιμένες ἐκεῖνοι τῶν ὁποίων ἡ ζωὴ ἐφιλονείκει μἐ τὸν λόγον καὶ ὁ λόγος μὲ τὴν ζωήν, ποῖον ἀπὸ τὰ δύο νὰ ὠφελήσῃ περισσότερον τοὺς πιστούς. Οἱ ἀληθινοὶ ποιμένες. Οἱ ὄντως ποιμένες καὶ διδάσκαλοι. Οἱ φωστῆρες τοῦ νοητοῦ στερεώματος τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ ἀπλανεῖς ὁδηγοὶ τῶν πλανωμένων. Οἱ σοφοὶ ἰατροὶ τῶν ἀσθενούντων. Οἱ ἀκριβέστατοι μιμηταὶ τοῦ Παύλου, οἱ τὰ πάντα τοῖς πᾶσι γινόμενοι ἵνα πάντως τινὰς σώσωσιν.

Τοῦτο εἶναι ἡ μεγίστη συμφορά. Τοῦτο ἡ ἐσχάτη δυστυχία. Τοῦτο τὸ πολλῶν δακρύων ἄξιον, ὁποῦ πάσχει, ὄχι μόνη ἡ Ἑλλάς, ἀλλὰ σχεδόν ἡ Ἐκκλησία πᾶσα τοῦ Χριστοῦ τὴν σήμερον. Ὅτι πανταχοῦ ἡ κακία παρρησιάζεται, θριαμβεύει. Πανταχόθεν οἱ πολέμιοι ἐπιτίθενται καὶ οἱ ἐπίσκοποι βλέπουσι τὴν ρομφαίαν ἐρχομένην, καὶ αὐτοὶ ἢ εἰς ἄλλα προσέχουσιν ἢ εἰς ὕπνον βυθίζονται, καὶ μήτε κινοῦνται ὁλότελα, νὰ σημάνωσι μὲ τὴν σάλπιγγα τοῦ λόγου εἰς τοὺς χριστωνύμους λαούς, νὰ στέκουν ἔξυπνοι, νὰ φυλάττωνται ἀπὸ τοὺς ἐπερχομένους ἐχθροὺς…

Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Πάριος

Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

 


Καράβι, καραβάκι

Ὤ, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ ὅταν ἔχῃ κοιμηθῆ τις εἰς τὸν μικρὸν κοιτῶνα μὲ τὸ βορεινὸν παράθυρον, τὸ βλέπον πρὸς βουνόν, εἰς τὴν πατρικὴν πενιχράν, καθάριον οἰκίαν, ὅπου εἶδέ ποτε τὸ πρῶτον ἄχραντον φῶς, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ μίαν πρωίαν τοῦ Ἰουνίου, ὅταν ἔχῃ ἐπανακάμψει εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του μετ᾿ ἀπουσίαν ἑπτά ἐτῶν! Ὁπόσαι μεταβολαὶ ἐντὸς τόσου χρόνου! Ὅλα σχεδὸν ἦσαν ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ.

Τὴν πρωίαν ἐκείνην μ᾿ ἐξύπνησεν εὐτυχῆ σχεδὸν ὡς σατράπην, τὸν ὁποῖον χαιρετίζει λίαν πρωὶ ἡ περιπαθὴς μουσικὴ τῶν αὐλῶν καὶ τῶν ἐγχόρδων, ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς γειτονοπούλας μου Ξενιᾶς, πενταετοῦς παιδίσκης, ψαλλούσης μὲ παιδικὴν δροσερὰν φωνὴν τὸ δημῶδες παλαιὸν δίστιχον:

Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό,
μὲ κόκκινη παντιέρα καὶ μὲ χρυσὸ σταυρό;

Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ, ἀφοῦ, ὅταν εἶχον ἀποδημήσει, ὄχι μόνον αὐτὴ ἦτον ἀγέννητη, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα της ἀνύπανδρη; Καὶ τώρα, ὕστερον ἀπὸ τόσους αἰῶνας ἀνυπαρξίας ―ἐκτὸς ἂν ἀληθεύουν ἐκεῖνα ὅσα μυθολογεῖ ὁ θεῖος Πλάτων, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν μεγαλοφωνότατον Πίνδαρον― μία μικροσκοπική, ἀόρατος ψυχή, μία πνοὴ δημιουργὸς ἀκατάληπτος, νὰ ἐμφυσᾶται εἰς μίαν δράκα σαρκὸς ἢ χώματος καὶ νὰ μορφοῦται πλάσμα ἔμψυχον, καὶ νὰ γίνεται ψυχὴ ζῶσα· καὶ νὰ σηκώνεται λίαν πρωὶ μὲ λάμποντα γαλανὰ ὄμματα, μὲ σγουρά, ξανθὰ μαλλιά, καὶ νὰ ἵσταται ὑψηλὰ εἰς τὸ παλαιὸν μπαλκόνι, νὰ προσκολλᾶται εἰς τὰ κάγκελα, νὰ προσπαθῇ ν᾿ ἀναρριχηθῇ χωρὶς φόβον μὴ πέσῃ, καὶ νὰ τραγουδῇ: «Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό;»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα καὶ κόρη (1914)

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2022

 


Σὰν νὰ ἦταν τὸ σόϊ μου

Ὅταν μπαίνω σὲ ἕνα ἐρημοκκλήσι, καὶ βλέπω τὶς τοιχογραφίες σβησμένες, νιώθω βυζαντινὸς σὰν νὰ ἦταν τὸ σόϊ μου.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

 


Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο

Ἂν σκεφτόμασταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δίπλα στὸν ὁποῖο βρισκόμαστε τώρα, ποὺ τὸν ἔχουμε μπροστά μας καὶ τοῦ μιλᾶμε, μπορεῖ σὲ ἕνα λεπτὸ νὰ ἔχει φύγει διὰ παντός, ἂν σκεφτόμασταν ὅτι τὰ λόγια ποὺ μόλις εἰπώθηκαν ἦσαν καὶ τὰ τελευταῖα, ὅτι ἡ κίνηση ποὺ ἔγινε δὲν ἦταν ἀληθινή, ὅτι τὸ καλὸ ποὺ θὰ μποροῦσα νὰ τοῦ εἶχα κάνει δὲν τὸ ἔκανα καὶ ὅτι αὐτὸ ποὺ κατέστρεψα δὲν ἔπρεπε νὰ τὸ εἶχα καταστρέψει, τότε τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ συναντᾶμε θὰ τὸν ἀντιμετωπίζαμε μὲ προσοχή, μὲ προσήλωση καὶ μὲ βάθος. Μὲ ἕνα βάθος ποὺ θὰ ἔδινε καὶ στὴ δική μας ζωὴ βάθος. Δὲν φερόμαστε ὅμως μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο, γιατὶ πιστεύουμε ὅτι θὰ ὑπάρχει χρόνος. Ἀλλὰ χρόνος δὲν ὑπάρχει, γιατὶ ἡ παροῦσα στιγμὴ καθίσταται ἀνεπίστρεπτο παρελθὸν καὶ ἡ ἑπόμενη στιγμὴ δὲν θὰ ἔρθει ποτὲ πρὸς τὸ μέρος μας. Δὲν διαθέτουμε τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν παροῦσα στιγμή. Τὸν χρόνο ἑνὸς πεταρίσματος τοῦ ματιοῦ. Τὴ στιγμή. Τίποτα ἄλλο.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

 


Ἕνα πνευματικὸ φυτώριο

Οἱ ἀγρυπνίες τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου σταθήκανε πνευματικὸ φυτώριο. Μέσα στὸ ταπεινὸ αὐτὸ ἐκκλησάκι, στοὺς Ἀγέρηδες, τὸ ἰδιωτικό, τὸ ἀνύπαρκτο τώρα πιά, ἀφοῦ τὸ γκρέμισε ἡ σκαπάνη τῆς οἰκονομικῆς σκοπιμότητας, ὁ Ὅσιος παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης καὶ μία πλειάδα ταπεινῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἴχανε ὀργανώσει αὐτὲς τὶς ἀγρυπνίες.

Λειτουργὸς ὁ ἀκούραστος ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι ἀριστερὸς ψάλτης ὁ Ἀλέξανδρος Μωραϊτίδης. Καὶ γύρω τους ἕνα ἐκκλησίασμα ἀπὸ ταπεινοὺς Χριστιανούς, ποὺ δὲν κουραζόντανε, οὔτε ἀπὸ τὶς μακρυὲς ἀκολουθίες, οὔτε ἀπὸ τὴν ἀγρυπνία, οὔτε ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία. Οὔτε τὰ βλέφαρά τους κλείνανε, οὔτε τὰ γόνατά τους λυγίζανε.

Οἱ ταπεινοὶ αὐτοὶ Χριστιανοί, οὔτε συλλόγους εἴχανε σκαρώσει, οὔτε λόγους βγάζανε, οὔτε συχνάζανε στὰ γραφεῖα τῶν ἐφημερίδων, ἀπαιτώντας προσωπικὴ προβολὴ καὶ παινέματα τῶν δημοσιογράφων, οὔτε καλούσανε κανέναν ἰσχυρὸ νὰ ‘ρθη, νὰ τοὺς καμαρώση καὶ νὰ τοὺς ἐνισχύση.

Δὲν κάνανε κοινωνικό Χριστιανισμό, οὔτε εἶχε ψηλώσει ὁ νοῦς τους, ὥστε νὰ θέλουνε νὰ βολέψουνε τὰ στραβὰ τοῦ κόσμου, σὰν κείνους τοὺς πιὸ θεόστραβους ἀπ’ ὅλους, ποὺ παρασταίνουνε τὸν ἐκλεχτό τοῦ Θεοῦ, τὸν προωρισμένο ν’ ἀποκαταστήση τὴν δικαιοσύνη του, στὸν ξεστρατισμένο κόσμο. Ἤτανε ἄνθρωποι ἁπλοί, ταπεινοὶ Χριστιανοί, ποὺ πιστεύανε στὸν Θεάνθρωπο Χριστό, στὴν Παναγία Θεοτόκο καὶ στοὺς ἁγίους Του. Καὶ πιστοὶ στὸ Λόγο Του, δὲν νοιαζότανε γιὰ τὰ κρίματα τῶν ἀλλονῶν, ἀλλὰ γιὰ τὰ δικά τους. Κι’ αὐτὲς τὶς δικές τους πληγὲς πασχίζανε νὰ ἐπουλώσουνε μὲ νηστεῖες, μὲ προσευχή, μὲ καθημερινὴ παρουσία στὸν Οἶκο Του, μ’ ἀδιάκοπο διάβασμα τοῦ Λόγου Του τοῦ Εὐαγγελικοῦ καὶ τῶν βίων τῶν ἁγίων, ποὺ βρίσκανε μέσα στὰ συναξάρια.

Οὔτε ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, οὔτε ὁ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, οὔτε ὁ Μωραϊτίδης, οὔτε κανένας ἀπὸ κείνους, ποὺ ἀγρυπνούσανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, δὲν σπαταλούσανε τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς βγάζοντας λόγους, τάχα γιὰ νὰ σώσουνε τοὺς ἄλλους, ἐνῶ στὴ οὐσία ἂν τὸ κάνανε δὲν θὰ σώζανε κανέναν μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ μονάχα θὰ προβάλλανε τὸν ἑαυτό τους.

Σὰν γνήσιοι ὀρθόδοξοι εἴχανε ἀφήσει στοὺς φραγκίζοντες και προτεσταντίζοντες τὶς εὐσεβεῖς φλυαρίες καὶ κεῖνοι ζούσανε τὴν λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ εἶναι μυστήριο καὶ κλείνει μέσα της ὅσα κανένα κήρυγμα δὲν μπορεῖ νὰ κλείση. Γιατί ὅλα τὰ λέει ἡ λειτουργία, τὸ Λυχνικό, τὸ Ψαλτήρι κι ἡ ὀρθόδοξη ὑμνογραφία. Ὅλα, πέρα γιὰ πέρα. Καὶ τόσο πολύ, ποὺ καὶ μία προσθαφαίρεση δὲν εἶναι δυνατὴ καὶ νοητή.

Ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς στάθηκε ἡ πιὸ ὁλοκληρωμένη λειτουργικὴ ἔκφρασι μέσα στὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα τοῦ δεύτερου μισοῦ τοῦ περασμένου αἰώνα καὶ τῶν πρώτων εἰκοσιπέντε χρόνων τοῦ τωρινοῦ. Λειτουργικὴ στάθηκε ὁλάκερη ἡ ζωή του. Ξημερώματα ἄρχιζε καὶ μεσημέρι τελείωνε. Γιατί τά ‘λεγε ὅλα, γιατί μνημόνευε ἑκατοντάδες νεκροὺς καὶ ζωντανούς. Καὶ τὸ ἐκκλησίασμα οὔτε ἀβάσταχτες εὕρισκε αὐτὲς τὶς ἀκολουθίες, οὔτε καταπονετικές, οὔτε ἐμπόδιο στὶς δουλειές του. Φτωχοὶ καὶ πολλοὶ μεροκαματιάρηδες ἤτανε αὐτοὶ ποὺ ἐκκλησιαζόντανε στὸν Ἅγιο Ἐλισαῖο, ἢ στὸν Ἅγιο Γιάννη τὸν Κυνηγό, τῆς ὁδοῦ Βουλιαγμένης, ὅπου χρόνια λειτουργοῦσε ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς. Ἄνθρωποι τῆς ἀνάγκης, θεόφτωχοι, κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι. Κι ὅμως, δὲν κουραζόντανε για ἕνα καὶ μόνο λόγο: Δὲν ἤτανε ξένοι πρὸς τὰ μυστήρια καὶ τὶς ἀκολουθίες. Τὶς διαβάζανε, ξέρανε ὅλα ἀπ’ ἔξω καὶ γευότανε τὴ λειτουργία ἢ τὶς ἀκολουθίες τῶν ἀγρυπνιῶν, ὅταν τὶς τελοῦσε ἕνας ἱερέας ταπεινὸς καὶ καθαρὸς στὴν καρδία.

Αὐτὸς ὁ κόσμος γευότανε ὅσα ἔλεγε ὁ λειτουργὸς ὅσα ψέλνανε οἱ ψαλτάδες. Τὰ σιγόλεγε καὶ τὰ σιγόψελνε καὶ τὸ ἐκκλησίασμα καὶ κάθε λέξη καὶ κάθε φράση καὶ κάθε μουσικὸς φθόγγος ἤτανε βίωμα. Δὲν ἀκούγανε λόγια ἀδιάφορα γι’ αὐτοὺς ἢ μουσικὴ κοσμικὴ ἢ εἰκόνες φράγκικες, θεατρικὲς καὶ γλυκανάλατες. Ὅ,τι ἀκούγανε σκορποῦσε γαλήνη στὴ ψυχὴ καὶ στὸ πνεῦμα τους καὶ τὰ μάτια τους δεχότανε σὰν ἴαμα τ’ ἅγια εἰκονίσματα τῆς βυζαντινῆς ἁγιογραφίας. Ὄξω καὶ μακρυὰ ἀπ’ τὴ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν βρίσκανε οὔτε λύτρωση, οὔτε ἀνάπαυση. Ὁ πόθος τους γιὰ χριστιανικὴ δικαιοσύνη, ὅπως τὸ βλέπουμε τόσες φορὲς στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τοῦ Μωραϊτίδη, δὲν ἔκρυψε ποτὲ τὴν ὀργὴ τῆς ἐκδίκησης. Ἡ ἀγάπη ποὺ τοὺς θέρμαινε δὲν ἤτανε ἡ ἀνήσυχη κι ἐναγώνια ἀγάπη τοῦ κόσμου, ἀλλὰ ἡ ἀτάραχη καὶ εἰρηνικὴ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτοὶ οἱ ἐπιζῶντες, ὅπως καὶ μερικοὶ ἄλλοι, καθὼς καὶ κεῖνοι ποὺ κοιμηθήκανε ἐν Κυρίῳ ἀπὸ τοὺς ἀγρυπνητὲς τοῦ προφήτη Ἐλισαίου, ξέρουνε πὼς ἡ λογική τοῦ κόσμου δὲν ἔχει θέση στὸ χριστιανικὸ περίβολο, ὅπως δὲν ἔχει θέση κι ἡ μεθοδολογία τοῦ κόσμου. Γιατί αὐτὰ κρίνοντάς τα μὲ τὰ μέτρα τους καὶ βλέποντάς τα μὲ τὰ κοντόθωρα μάτια τους δὲν μποροῦνε νὰ καταλάβουνε, πὼς ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ πιὸ μεγάλη περιπέτεια, ἡ πιὸ μεγάλη ὑπερβολὴ καὶ τὸ πιὸ ἀπίστευτο ἀπ’ ὅλα τὰ πιὸ ἀπίστευτα τοῦ κόσμου. Γιὰ τοῦτο κι’ ἡ λειτουργικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ὀρθοδοξία ἀνόθευτη ἀπ’ ὅλες τὶς κοσμικόφρονες ἐπιδράσεις τοῦ δυτικοῦ κόσμου.

Κωστῆς Μπαστιᾶς

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

 


Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πάντα λειτουργοῦσε μέ Συνόδους. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λειτουργῆ ἡ Σύνοδος στήν Ἐκκλησία καί ἡ Γεροντική Σύναξη στά Μοναστήρια. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἡγούμενος ἤ ἡ ἡγουμένη καί τό ἡγουμενοσυμβούλιο νά ἀποφασίζουν μαζί. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος εἶναι πρῶτος μεταξύ ἴσων. Καί ὁ πατριάρχης δέν εἶναι πάπας· ἔχει τόν ἴδιο βαθμό μέ τούς ὑπόλοιπους ἱεράρχες. Ἐνῶ ὁ πάπας ἔχει ἄλλο βαθμό —κάθεται ψηλά καί τοῦ φιλοῦν τό πόδι!— ὁ πατριάρχης κάθεται μαζί μέ τούς ἄλλους ἱεράρχες καί συντονίζει. Καί ἕνας ἡγούμενος ἤ μία ἡγουμένη σέ σχέση μέ τούς προϊσταμένους εἶναι πάλι πρῶτοι μεταξύ ἴσων.

Δέν μπορεῖ ὁ ἀρχιεπίσκοπος ἤ ἕνας ἡγούμενος νά κάνη ὅ,τι θέλει. Φωτίζει ὁ Θεός τόν ἕναν ἱεράρχη ἤ προϊστάμενο γιά τό ἕνα θέμα, τόν ἄλλον γιά τό ἄλλο. Βλέπεις, καί οἱ τέσσερις Εὐαγγελιστές συμπληρώνουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον. Ἔτσι καί ἐδῶ λέει τήν γνώμη του ὁ καθένας, καί ὅταν ὑπάρχη ἀντίθετη γνώμη, καταχωρίζεται στά πρακτικά. Γιατί, ὅταν πρόκειται γιά μιά ἀπόφαση ἀντίθετη μέ τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου καί ἕνας δέν συμφωνῆ, ἄν δέν ζητήση νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, θά φαίνεται ὅτι συμφωνεῖ.

Ἄν δέν συμφωνῆ καί ὑπογράψη, χωρίς νά καταχωριστῆ ἡ γνώμη του, κάνει κακό καί φέρει εὐθύνη· εἶναι ἔνοχος. Ἐνῶ, ἄν πῆ τήν γνώμη του, καί ἡ πλειοψηφία νά εἶναι ἀντίθετη, αὐτός εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι στόν Θεό. Ἄν στήν Ἐκκλησία δέν λειτουργῆ σωστά ἡ Σύνοδος ἤ στά Μοναστήρια ἡ Σύναξη, τότε, ἐνῶ μιλοῦμε γιά ὀρθόδοξο πνεῦμα, ἔχουμε παπικό. Τό ὀρθόδοξο πνεῦμα εἶναι νά λέη καί νά καταχωρίζη ὁ καθένας τήν γνώμη του, ὄχι νά μή μιλάη, γιατί φοβᾶται, ἤ νά κολακεύη, γιά νά τά ἔχη καλά μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο ἤ μέ τόν ἡγούμενο.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

 


Ἡ Ἑλένη

Σήκωνε τὸ κλουβὶ
μιὰ δῶ μιὰ κεῖ
κι ὁ ἥλιος πήγαινε ἀπ’ τὴν ἄλλη
ν’ ἀνάψει τ’ ὄμορφο κεφάλι
Μιὰ δῶ μιὰ κεῖ
ὁ ἥλιος κάθε Κυριακὴ

Φώναζε στὴν αὐλὴ
ψὶ ψί, ψὶ ψὶ
κι ὁ γάτος σήκωνε ποδάρι
μέσ’ ἀπ’ τὰ μάτια της νὰ πάρει
Ψὶ ψί, ψὶ ψὶ
τὴν ἀστραπή τους τὴ χρυσὴ

Πήγαινε ν’ ἀνεβεῖ
σκαλὶ σκαλὶ
τὴν ἀγκαλιὰ ροῦχα γεμάτη
κι ἔλεγαν οἱ ἀγγέλοι νά τη
Σκαλὶ σκαλὶ
τὴν πιὸ μικρή μας ἀδερφὴ

Κάτασπρο γιασεμὶ
καὶ μυ- καὶ μυ-
καὶ μυστικέ μου Ἀποσπερίτη
πάρτε με πάρτε με στὴν Κρήτη
Καὶ μὴ καὶ μὴ
καὶ μὴ ρωτᾶτε τὸ γιατί.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 9 Αυγούστου 2022

 


Κλέφτες δὲν ὑπῆρχαν…

Ἦταν πρὶν πολλὰ χρόνια, τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν ἀκόμα χωριστεῖ σὲ πλούσιους καὶ φτωχοὺς κι ὅλα πάνω στὴ γῆ ἦταν μικρά, στενὰ καὶ λίγα.

Τὰ σπίτια μας ἦταν μικρά, τὰ μαγαζιὰ ἦταν μικρά, ἡ ὁδὸς Μουσῶν ἦταν στενή, τὸ κρεβάτι μου ἦταν στενό, οἱ ἐκκλησίες ἦταν μικρές, οἱ φίλοι μου ἦταν μικροί. Καὶ τὰ ροῦχα μας ἦταν στενὰ καὶ λίγα, ἀφοῦ ὁ παπα Γιώργης ποὺ μᾶς τά ‘δινε δὲ μᾶς μετροῦσε μὲ τὴ μεζούρα.

Ὁ κόσμος ἦταν κι αὐτὸς μικρὸς κι ἔπιανε ἀπὸ τὀ δάσος τοῦ Σέιχ Σοὺ μέχρι τὴ θάλασσα τοῦ Λευκοῦ Πύργου. Ἡ ἴδια ἡ γῆ ἦταν τόσο μικρή, ποὺ ὅταν πῆγα σχολεῖο τὴν εἶδα πάνω στὸ τραπέζι τοῦ δάσκαλου καὶ μπόρεσα νὰ τὴν ἀγκαλιάσω.

Τὰ αὐτοκίνητα καὶ τὰ ἀεροπλάνα ἦταν τόσο λίγα, ποὺ ὅταν ἔβλεπες ἕνα χειροκροτοῦσες καὶ τὸ κοίταζες ὥσπου νὰ χαθεῖ, γιατὶ θ’ ἀργοῦσες πολὺ νὰ ξαναδεῖς ἄλλο.

Τηλέφωνο οὔτε ἀκούγαμε οὔτε βλέπαμε. Γιὰ νὰ τὸ δεῖ κανεὶς ἔπρεπε νὰ φάει ξύλο. Ἄν ἦταν μικρός, στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ τοῦ σχολείου, ἄν ἦταν μεγάλος, στὸ γραφεῖο τοῦ διευθυντῆ τῆς ἀστυνομίας.

Τὸ φαΐ ἦταν τόσο λίγο, ποὺ ὅταν τὸ εἶχαν οἱ ἄνθρωποι μπροστά τους κάνανε τὸ σταυρό τους σὰν μπροστὰ σὲ εἰκόνισμα.

Κλέφτες δὲν ὑπῆρχαν, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν τίποτα νὰ τοὺς κλέψεις.

Τὸ μόνο ποὺ ἔκλεβαν κάθε τόσο τὰ παλικάρια ἦταν καμιὰ ὄμορφη κοπέλα κι αὐτὸ γιατὶ ὁ μπαμπάς της τσιγκουνευόταν νὰ τοὺς τὴ δώσει κι ἀφοῦ ἐκείνη προηγουμένως τοὺς εἶχε κλέψει τὴν καρδιά.

Τὰ σπίτια δὲν εἶχαν κλειδαριές, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔμπαινε ἀπὸ μόνος του, ἔπρεπε νὰ πᾶς ἐσὺ νὰ ἀνοίξεις τὴν πόρτα, γιὰ νὰ καλωσορίσεις τὸ μουσαφίρη.

Οἱ ἄνθρωποι ἦταν κι αὐτοὶ λίγοι κι αὐτὰ ποὺ θέλανε ἦταν τόσο μικρά, ποὺ στέλναν ἐμένα νὰ τοὺς τὰ φέρω…

Ἀντώνης Σουρούνης

Τὸ μονοπάτι στὴ θάλασσα

Σάββατο 6 Αυγούστου 2022

 


Γιὰ τὴν εἰρήνη

Ὅλοι ἐπιθυμοῦν τὴν εἰρήνη, ἀλλά δὲν γνωρίζουν πῶς νὰ τὴν ἀποκτήσουν. Ὁ Μέγας Παΐσιος κυριεύθηκε ἀπὸ θυμὸ καὶ παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἐλευθερώσει ἀπὸ τὸ πάθος αὐτό. Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε σὲ αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Παΐσιε, ἂν θέλεις νὰ μὴν ὀργίζεσαι, μὴν ἐπιθυμεῖς τίποτε, μὴν κρίνεις καὶ μὴ μισήσεις κανένα καὶ θὰ ἔχεις τὴν εἰρήνη».

Ἔτσι, κάθε ἄνθρωπος, ἂν κόβει τὸ θέλημά του μπροστὰ στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους, θὰ εἶναι πάντα εἰρηνικὸς στὴν ψυχή. Ὅποιος, ὅμως, ἀγαπᾶ νὰ κάνει τὸ θέλημά του, αὐτὸς δὲν θὰ ἔχει εἰρήνη.

 Ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2022

 


Πέτρες!

Πέτρες! Τί εἶναι οἱ πέτρες; Πέτρες! Δηλαδή, τίποτα! Ποιὸς δίνει σημασία σ᾿ αὐτές; Ποιὸς χάνει τὸν καιρό του μὲ τὶς πέτρες; Δὲν ἀξίζει τὸν κόπο μηδὲ νὰ μιλήσει κανένας γι᾿ αὐτές. Εἶναι τὰ πιὸ καταφρονεμένα πράγματα τῆς πλάσης.

Ὡστόσο, μοῦ φαίνεται, πὼς αὐτὲς οἱ τιποτένιες πέτρες θ᾿ ἀπομείνουνε μονάχα, ὅποτε χαλάσει ὁ κόσμος καὶ λείψει κάθε ζωὴ ἀπάνω στὴ γῆ. Αὐτὲς εἶναι ἡ πρώτη σύσταση τοῦ κόσμου, κι αὐτὲς θά ῾ναι τὸ τελευταῖο ἀπομεινάρι του. Δὲν κουνιοῦνται ἀπὸ τὸν τόπο τους, δὲν μιλᾶνε. Μὰ θαρρῶ πὼς ἀκοῦνε καὶ πὼς βλέπουνε. Μᾶς βλέπουνε ἐμᾶς τοὺς ἀνθρώπους κι ὅσα κάνουμε, ἀκοῦνε ὅσα λέμε ἐμεῖς οἱ λιγόζωοι, οἱ ψευτο-κανωμένοι, καὶ μᾶς ἐλεεινολογᾶνε γιὰ τὴν ἀνοησία μας, πὼς τάχα θὰ κυριέψουμε τὸν κόσμο! Οἱ πέτρες ποὺ πατοῦσε ἀπάνω τους ὁ Ἀχιλλέας κι ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος θὰ κρυφογελούσανε μὲ τὴ ματαιοδοξία τους, γιατὶ ξέρανε πὼς θὰ σβήσουνε πολὺ γρήγορα, σὰν καπνός, κι αὐτοί, κι οἱ αὐτοκρατορίες τους, κ᾿ οἱ δόξες τους, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτὲς θὰ στεκόντανε ἀκατάλυτες, ὅπως καὶ θὰ βρίσκουνται ὡς τὰ σήμερα σὲ κάποια μεριά. Ἀπὸ τότε τὶς πατήσανε χιλιάδες ἄνθρωποι, δίχως νὰ τὶς δώσουνε καμμιὰ προσοχή, κι ὅλοι τους γινήκανε κουρνιαχτός, σὰν νὰ μὴν ᾔρθανε ποτὲς στὸν κόσμο.

Πολλὲς φορὲς κάθουμαι καὶ κοιτάζω τὶς πέτρες ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκουνται μπροστά μου, καὶ μοῦ φαίνεται πὼς μὲ κοιτάζουνε καὶ κεῖνες μὲ κάποια μυστηριώδη μάτια ποὺ δὲν φαίνονται, καὶ πὼς κρυφοκουβεντιάζουνε μεταξύ τους καὶ πὼς κρυφογελοῦνε γιὰ τὴν κουταμάρα μας νὰ φανταζόμαστε μεγάλα καὶ τρανὰ πράγματα, νὰ βγάζουμε ὁ ἕνας τ᾿ ἀλλουνοῦ τὰ μάτια καὶ νὰ τὶς στοιβιάζουμε, αὐτὲς τὶς πέτρες ποὺ μᾶς περιγελᾶνε, τὴ μιὰ ἀπάνω στὴν ἄλλη, ἢ νὰ τὶς πελεκᾶμε γιὰ νὰ κάνουμε ἀγάλματα καὶ ταφόπετρες, γιὰ νὰ τὶς βάλουμε ἀπάνω στὴν κοιλιά μας ἅμα πεθάνουμε! Ἀνατριχιάζω ὧρες-ὧρες, γιατὶ νοιώθω καθαρὰ τὰ γέλια ποὺ κάνουνε κρυφὰ οἱ πέτρες γιὰ τὴν κουταμάρα μας.

Ἀπὸ μικρὸς ἀγαποῦσα νὰ μαζεύω βότσαλα στὴν ἀκροθαλασσιά. Αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὴν ἔχω ἀκόμα. Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες ἕνα βράδυ, βρέθηκα κοντὰ στὴν ἀγαπημένη μου τὴ θάλασσα, σὲ μιὰ βορεινὴ ἀκρογιαλιά. Ὁ ἥλιος ἔγερνε στὸ βασίλεμα. Φυσοῦσε λίγο βοριαδάκι, καὶ τὰ κύματα ἔρχονταν ἥμερα ἀπὸ τὸ πέλαγο κι ἀφρίζανε ἀπάνω στὰ χαλίκια. Ἔγινα ἄλλος ἄνθρωπος ἄμα ἄκουσα τὸ ροχαλητὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ μὲ νανούρισε ἀπὸ τὴν κούνια μου. Πῆρα τὸ γιαλό-γιαλό, καὶ τράβηξα κατὰ κεῖ ποὺ ἔβγαινε ἕνας κάβος κ᾿ ἔκλεινε ὁ κόρφος.

Ἀντίκρυ θαμποφαινόντανε, μέσα στὴ ἄχνα της θάλασσας, τὰ βουνὰ τῆς Εὔβοιας. Κατὰ τὸν γραῖγο, ξεχώριζε καθαρὰ ἡ στεριά, μ᾿ ἕναν ἄλλο κάβο, πέρα ἀπὸ τὸν Μαραθῶνα. Παραμέσα στὴ στεριά, βορεινότερα ἀπὸ κεῖ ποὺ στεκόμουνα, μαυρίζανε τὰ ἄγρια μυτερὰ βουνά, ποὺ ξεπετιοῦνται ἀπὸ τὴν Πεντέλη σὰν δυναμάρια. Ὅσο ἥμερο εἶναι αὐτὸ τὸ βουνὸ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα, ποὺ κοιτάζει κατὰ τὴν Ἀθήνα, τόσο ἄγριο καὶ θυμωμένο εἶναι ἀπὸ τούτη τὴ μεριά, ἀπὸ τὰ βορεινά, σὰν νὰ φοβερίζει τὸ μπουγάζι ποὺ ἔβγαλε τοὺς Πέρσες γιὰ νὰ τὸ πατήσουν, πρὶν ἀπὸ χιλιάδες χρόνια.

Περπατοῦσα, λοιπόν, γιαλὸ-γιαλὸ καὶ μάζευα πέτρες. Εἶχε χρωματιστὰ χαλίκια λογῆς-λογῆς, μὰ ἡ θάλασσα τὰ ξέπλυνε κι ἀνάβανε τὰ γλυκὰ χρώματα ποὺ εἴχανε. Τὰ κύματα ἀφρίζανε δίπλα μου, βγάζοντας τὴ μυστικὴ βουή τους, ποὺ εἶναι ἡ αἰώνια ἀνασαμιὰ τῆς θάλασσας, κι ἐγὼ ἔσκυβα κάθε τόσο κι ἔπαιρνα ἕνα χρωματιστὸ λιθάρι, κι ἀφοῦ τὸ κοίταζα καλά, τὸ ἔχωνα στὴν τσέπη μου, σὰ νά ῾τανε κανένα ρουμπίνι ἢ ζουμπρούτι. Κάθε τόσο, κάθιζα χάμω καὶ κοίταζα, μιὰ κατὰ τὰ πέλαγο, μιὰ τὸν θησαυρὸ ποὺ πατοῦσα, τὶς δροσερόχρωμες κεῖνες πέτρες ποὺ στολίζανε τὸ σύνορο τῆς θάλασσας. Ὅπως μὲ χώριζε ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς πολιτείας κι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες της τὸ βογγητὸ τῆς θάλασσας, γεμίζοντας τ᾿ αὐτιά μου μὲ τὰ μυστικὸ καὶ βαρὺ ἴσο του, τὸ ἴδιο καὶ τὰ χαλίκια μὲ κάνανε νὰ ξεχάσω κάθε τι πολύπλοκο καὶ μάταιο ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος.

Μάζεψα κάμποσα βότσαλα καὶ τὰ πῆγα σ᾿ ἕνα μέρος καὶ τὰ φύλαξα. Ὕστερα ξαναγύρισα καὶ μάζεψα κι ἄλλα. Τί ἔμορφα κ᾿ ἐκφραστικὰ χρώματα ποὺ εἴχανε τὰ χαλίκια! «Οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλλετο ὡς ἓν τούτων». Τί παράξενα κόκκινα, κεραμιδιά, βυσσινιά, τριανταφυλλιά, σταχτιὰ λογιῶν-λογιῶν, κίτρινα, ἀσπροκίτρινα, πορτοκαλλιά, μελιά, πρασινογάλαζα, λαδιά, μαῦρα, πρασινόμαυρα!

Ἐκεῖ ποὺ περπατοῦσα, ἔφερνα στὸν νοῦ μου τὰ μικρά μου χρόνια, κι ὅσα ἔγραψα τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσα μοναχὸς στὸ νησί μου; «Μάζευα ὅ,τι εὕρισκα στὴν ἀκροθαλασσιά, ἕναν κόσμο κοχύλια καὶ τσόφλια, εἴτε χρωματιστὲς πέτρες. Ὅλα αὐτὰ τὰ στόλιζα ἐκεῖ μέσα. Μοῦ ῾καναν μιὰ βαθειὰ ἐντύπωση, ὅσο τίποτα στὸν κόσμο… Ἔστεκα ὧρες καὶ τὰ κοίταζα, σηκωνόμουν κ᾿ ἔβλεπα ἀπὸ τὸ παραθυράκι τὰ βουνὰ καὶ τὴ θάλασσα». Κι ἀλλοῦ ἔγραφα: «Μιὰ ἄσπρη πέτρα ἀπάνω στὸν ἄμμο, ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ κείτεται στ᾿ ἀκρογιάλι, τραβοῦν τὴν προσοχή μου. Τὰ πιὸ ἀσήμαντα πράγματα, ἐδῶ μοῦ φαίνονται γεμάτα ἀπὸ ἐνδιαφέρον… Βλέπω τὰ πράγματα ἴσια, χωρὶς ἡ ἐντύπωση νὰ βλαφτεῖ ἀπ᾿ ὅ,τι ἔμαθα νὰ καταλαβαίνω ὡς τώρα, λέγοντας αὐτὰ τὰ δυὸ λόγια: Νερὰ καὶ γῆς. Ἐδῶ κἂν δὲν ὑπάρχουν πλέον ὀνόματα, παρὰ τὰ ἴδια τὰ πράγματα πέφτουν ἀπάνω στὴν ψυχή μου ἀπ᾿ τὸ βάρος τους, ἄγρια κι ἀδιάφορα…».

Καὶ ὅμως, πόσο ἀγαπημένες μοῦ εἶναι αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ μάζεψα! Κείτουνται ἐκεῖ χάμω, σωρός, καὶ κανένας δὲν τὶς βλέπει, κανένας δὲν καταδέχεται νὰ τὶς δεῖ. Κ᾿ ἐγώ, σὰν νὰ εἶμαι ὁ μόνος πό ῾χει μάτια γιὰ νὰ δεῖ τὴ μυστηριώδη ἐμορφιά τους.

Σάν γύρισα στὸ σπίτι μου, τὶς ἔβαλα μέσα σ᾿ ἕνα τάσι, μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ποὺ εἶχα μαζέψει ἄλλη φορά, κι ἔχυσα μέσα νερὸ γιὰ νὰ μὴν ξεραθοῦνε καὶ ξεθωριάσουν.

«Ἄχ! Τίποτα μέσα στὴν κάμαρα δὲν ἤτανε τόσο ἔμορφο, σὰν καὶ κεῖνες τὶς πέτρες, μήτε οἱ ζωγραφιές, μήτε τὰ κανάτια, μήτε τὸ παλιὸ κιλίμι ποὺ εἶναι στρωμένο χάμω. Ἀληθινὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι εἰπωμένα ὄχι μονάχα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ γιὰ ὅλα τὰ κτίσματα: «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν, ὑψωθήσεται».

Φώτης Κόντογλου

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2022

 


Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι

Ὅπως ἔχω καταλάβει, τὰ μεγαλύτερα σκάνδαλα, ὄχι μόνο στὶς οἰκογένειες ἀλλὰ καὶ στὰ κράτη, γίνονται ἀπὸ τιποτένια πράγματα. Στὴν οἰκογένεια πρέπει ὁ ἕνας νὰ ταπεινώνεται στὸν ἄλλον, νὰ μιμῆται τὶς ἀρετές του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνέχεται τὶς ἰδιοτροπίες του. Γιὰ μιὰ τέτοια ἀντιμετώπιση πολὺ βοηθάει νὰ σκέφτεται κανεὶς ὅτι ὁ Χριστὸς θυσιάσθηκε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς ἀνέχεται ὅλους, δισεκατομμύρια ἀνθρώπους, ἂν καὶ εἶναι ἀναμάρτητος – ἐνῶ ἐμεῖς, ὅταν ταλαιπωρούμαστε ἀπὸ τὶς ἰδιοτροπίες τῶν ἄλλων, ἐξοφλοῦμε ἁμαρτίες.

Τὰ οἰκονομάει ἔτσι ὁ Καλὸς Θεός, ὥστε ὁ ἕνας, μὲ τὸ χάρισμα ποὺ ἔχει, νὰ βοηθάη τὸν ἄλλον, καί, μὲ τὸ κουσούρι ποὺ ἔχει, νὰ ταπεινώνεται στὸν ἄλλον. Γιατὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει τὰ χαρίσματά του, ἀλλὰ ἔχει καὶ μερικὰ κουσούρια καὶ πρέπει νὰ ἀγωνίζεται νὰ τὰ κόψη.

Ἔδωσα ἕνα ξεσκόνισμα σὲ κάποιον! Νὰ δῆτε ὑπακοὴ ποὺ τοῦ κάνει ἡ γυναίκα του, ἂν καὶ ἔχει πολλὲς ἱκανότητες! Μπροστά της ἐκεῖνος εἶναι ἕνα παιδί. Αὐτή, μὲ τὴν ὑπακοὴ ποὺ κάνει, συνέχεια δέχεται, ἀποθηκεύει, θεία Χάρη, ἐνῶ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἐγωισμό του συνέχεια διώχνει τὴν θεία Χάρη καὶ ἀδειάζει. Τελικὰ ποιός εἶναι κερδισμένος; Βλέπεις, τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὅλη ἡ βάση ἐκεῖ εἶναι. Ὑπακοή, ταπείνωση. Ἂν ἐκεῖνος ἀναγνώριζε τὴν ἀδυναμία του καὶ ζητοῦσε βοήθεια ἀπὸ τὸν Θεό, θὰ ἐρχόταν καὶ σ᾿ αὐτὸν ἡ θεία Χάρις.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τρίτη 2 Αυγούστου 2022

 


Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας

Ἡ ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ πρέπει νὰ εἶναι λεπτή, νὰ εἶναι εὐαίσθητη, νὰ εἶναι αἰσθηματική, νὰ πετάει, ὅλο νὰ πετάει, νὰ ζεῖ μὲς στὰ ὄνειρα. Νὰ πετάει μὲς τ’ ἄπειρο, μὲς τ’ ἄστρα, μὲς τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, μὲς τὴ σιωπή.

Ὅποιος θέλει νὰ γίνει Χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής. Αὐτὸ εἶναι. Πρέπει νὰ πονάεις. Ν’ ἀγαπάεις καὶ νὰ πονάεις. Νὰ πονάεις γι’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιὰ τὸν ἀγαπημένο. Ὅλη νύχτα τρέχει, ἀγρυπνεῖ, ματώνει τὰ πόδια, γιὰ νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν ἀγαπημένο. Κάνει θυσίες, δὲν λογαριάζει τίποτε, οὔτε ἀπειλές, οὔτε δυσκολίες, ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι ἄλλο πράγμα, ἀπείρως ἀνώτερο.

Καὶ ὅταν λέμε ἀγάπη, δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποὺ θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπῶσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ κάθετι ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα νὰ ἔχει τὸ παιδάκι της στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ λαχταράει ἡ ψυχούλα της. Βλέπουμε νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό της, ποὺ κρατάει τ’ ἀγγελούδι της. Ὅλ’ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καὶ μὲ δίψα λέει: “Νὰ εἶχα κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ λαχτάρα στὸν Θεό μου, στὸν Χριστό μου, στὴν Παναγίτσα μου, στοὺς Ἁγίους μας!”. Νά, ἔτσι πρέπει ν’ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό, τὸν Θεό. Τὸ ἐπιθυμεῖς, τὸ θέλεις καὶ τὸ ἀποκτᾶς μὲ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ.

Ἐμεῖς, ὅμως, ἔχουμε φλόγα γιὰ τὸν Χριστό; Τρέχουμε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νὰ ξεκουραστοῦμε στὴν προσευχή, στὸν Ἀγαπημένο, ἢ τὸ κάνουμε ἀγγαρεία καὶ λέμε: “Ὤ, τώρα ἔχω νὰ κάνω καὶ προσευχὴ καὶ κανόνα…”; Τί λείπει καὶ νιώθουμε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δὲν ἔχει ἀξία νὰ γίνεται μία τέτοια προσευχή. Ἴσως, μάλιστα, κάνει καὶ κακό.

Ἂν στραπατσαριστεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς “χοντρές” ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχὴ πρέπει νὰ συνέλθει πάλι, γιὰ νὰ γίνει ἄξια τοῦ Χριστοῦ, νὰ μετανοήσει “ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά”. Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινὴ θὰ φέρει τὸν ἁγιασμό. Ὄχι νὰ λέεις, “πᾶνε τὰ χρόνια μου χαμένα, δὲν εἶμαι ἄξιος” κ.λπ., ἀλλὰ μπορεῖς νὰ λέεις, “θυμᾶμαι κι ἐγὼ τὶς μέρες τὶς ἀργές, ποὺ δὲν ζοῦσα κοντὰ στὸν Θεό…”. Καὶ στὴ δική μου τὴ ζωή, κάπου θὰ ὑπάρχουν ἄδειες μέρες. Ἤμουν δώδεκα χρονῶν, ποὺ ἔφυγα γιὰ τὸ Ἅγιο Ὅρος. Δὲν ἦταν αὐτὰ χρόνια; Μπορεῖ βέβαια νὰ ἤμουν μικρὸ παιδί, ἀλλὰ ἔζησα μακρὰν τοῦ Θεοῦ τόσα χρόνια!…

Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Ἰγνάτιος Μπραντσιανίνωφ στὸ βιβλίο του «Υἱέ μου, δὸς μοι σὴν καρδίαν»:

«Πᾶσα γὰρ ἐργασία σωματική τε καὶ πνευματικὴ μὴ ἔχουσα πόνον ἢ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστή ἐστὶν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ “βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν”, βίαν εἰπὼν τὴν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν».

Ὅταν ἀγαπάεις τὸν Χριστό, κάνεις κόπο ἀλλὰ εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλὰ μὲ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτὰ εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας καὶ λαχτάρα καὶ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιὰ νὰ ζεῖς τὸν Χριστό. Ἀλλ’ αὐτὸς ὁ κόπος δὲν γίνεται ἀναγκαστικά, δὲν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγαρεία δημιουργεῖ μεγάλο κακὸ καὶ στὸ εἶναι σου καὶ στὴν ἐργασία σου. Τὸ σφίξιμο, τὸ σπρώξιμο, φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιὰ τὸν Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινὸς εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυσις. Αὐτὸ ἔνιωθε καὶ ὁ Δαβίδ: «Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου». Ποθεῖ μὲ λαχτάρα καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.

Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης