Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

 


Ἡ σημερινὴ βλαμμένη λογικὴ

Μιὰ φορὰ ἦρθαν δυὸ νεαροὶ στὸ Καλύβι μὲ κάτι μαλλιὰ μέχρι κάτω. Πῆγα νὰ τοὺς κουρέψω, ἀντέδρασαν, βιαζόμουν καὶ ἐγώ, καὶ μόνον τοὺς κέρασα. Εἶχα καὶ ἕνα γατὶ ἐκεῖ πέρα. «Νὰ τὸ πάρω;», λέει ὁ ἕνας. «Πάρ΄ το», τοῦ λέω. Πῆγαν ἀπὸ ἐκεῖ στὴν Ἰβήρων, μία ὥρα δρόμο, μὲ τὸ γατὶ ὁ ἕνας στὴν ἀγκαλιά – καὶ νὰ βρέχη. Ζήτησε ἐκεῖ νὰ μείνη στὸ Ἀρχονταρίκι μὲ τὸ γατί. «Δὲν γίνεται», τοῦ εἶπαν καὶ ἔμεινε ἔξω στὴν βροχὴ ὅλη νύχτα. Ἄν τοῦ ἔλεγες νὰ φυλάξη μιὰ ὥρα σκοπιά, θὰ σοῦ ἔλεγε: «Ὄχι, δὲν μπορῶ», ἀλλὰ νὰ καθήση μία νύχτα ἔξω μὲ τὸ γατί, μπορεῖ.

Ἕνας ἄλλος πῆγε στρατιώτης καὶ ἔφυγε. Ἦρθε μετὰ στὸ Καλύβι καὶ μοῦ λέει: «Θέλω νὰ γίνω μοναχός». «Νὰ πᾶς νὰ ὑπηρετήσης τὴν θητεία σου!».τοῦ λέω. «Στὸν στρατὸ δὲν εἶναι ὅπως στὸ σπίτι μου», μοῦ λέει. «Καλὰ ποὺ μοῦ τό ‘πες, παλληκάρι, δὲν τόξερα, γιὰ νὰ τὸ λέω καὶ στοὺς ἄλλους!».Ἐν τῷ μεταξύ νὰ τὸν ψάχνουν οἱ δικοί του. Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ξαναπέρασε πρωί‐πρωί. Ἦταν Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ. «Σὲ θέλω», μοῦ λέει. «Τί θέλεις; τοῦ λέω. Ποῦ ἐκκλησιάστηκες;». «Πουθενά», μοῦ λέει. «Σήμερα, Κυριακὴ τοῦ Θωμᾶ, στὰ Μοναστήρια κάνουν Ἀγρυπνία καὶ ἐσύ δὲν πῆγες; Καὶ θέλεις νὰ γίνης καλόγερος; Ποῦ ἤσουν;». «Κάθησα στὸ ξενοδοχεῖο. Ἦταν ἥσυχα, στὰ Μοναστήρια ἔχει θόρυβο!». «Καὶ τώρα τί θὰ κάνης;». «Σκέφτομαι νὰ πάω στὸ Σινά, γιατὶ θέλω σκληρὴ ζωή». «Κάνε λίγη ὑπομονή», τοῦ λέω. Πάω μέσα, παίρνω ἕνα τσουρέκι ποὺ μοῦ εἶχαν φέρει καὶ τοῦ τὸ δίνω. «Πάρε αὐτὸ τὸ μαλακὸ τσουρέκι, τοῦ λέω, γιὰ νὰ κάνης σκληρὴ ζωή, καὶ φύγε!». Αὐτοὶ εἶναι οἱ νέοι σήμερα. Δὲν ξέρουν τί ζητοῦν. Στρίμωγμα δὲν σηκώνουν καθόλου. Ποῦ νὰ θυσιασθοῦν μετά;

Θυμᾶμαι στὸν στρατὸ πόσες φορὲς παρουσιαζόταν μιὰ ἀνάγκη καὶ ἄκουγες: «Κύριε Διοικητά, νὰ πάω ἐγὼ ἀντὶ γι’ αὐτόν, αὐτὸς εἶναι παντρεμένος, ἔχει παιδιά, νὰ μὴ μείνουν τὰ παιδιά του στὸν δρόμο». Νὰ παρακαλοῦν τὸν Διοικητὴ νὰ πᾶνε αὐτοὶ στὴν θέση του, στὴν πρώτη γραμμή! Χαίρονταν νὰ σκοτωθοῦν αὐτοὶ καὶ νὰ μὴ σκοτωθῆ ὁ ἄλλος καὶ ἀφήση τὰ παιδιά του στὸν δρόμο! Ποῦ τώρα νὰ κάνη κανεὶς τέτοια θυσία! Σπάνιο πράγμα! Μία φορά εἴχαμε μείνει ἀπὸ νερὸ σὲ μία τοποθεσία. Εἶδε ὁ Διοικητὴς στὸν χάρτη ὅτι στὸ τάδε σημεῖο ὑπῆρχε νερό. Ἐκεῖ ὅμως ἦταν οἱ ἀντάρτες. Μᾶς λέει: «Ἐδῶ κοντὰ ἔχει νερό, ἀλλὰ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνα. Ποιός θὰ πάη νὰ γεμίση μερικὰ παγούρια; οὔτε φῶς δὲν θὰ ἀνάψη». Πετάγεται ὁ ἕνας: «Θὰ πάω ἐγώ, κύριε Διοικητά», ὁ ἄλλος «ἐγώ», ὁ ἄλλος «ἐγώ»! Ὅλοι δηλαδή ζητοῦσαν νὰ πᾶνε! Καὶ τὴν νύχτα, χωρὶς φῶς, εἶναι ὁ τρόμος πολύς. «Δὲν μπορεῖτε νὰ πάτε καὶ ὅλοι!».λέει ὁ Διοικητής. Θέλω νὰ πῶ, κανεὶς δὲν σκέφθηκε τὸν ἑαυτό του. Δὲν τραβιόταν ὁ ἕνας νὰ πῆ: «Κύριε Διοικητά, μοῦ πονάει τὸ πόδι», ὁ ἄλλος «μοῦ πονάει τὸ κεφάλι» ἤ «εἶμαι κουρασμένος». Ὅλοι θέλαμε νὰ πᾶμε, καὶ ἄς κινδύνευε ἡ ζωή μας.

Σήμερα ὑπάρχει ἕνα πνεῦμα χλιαρό, καθόλου ἀνδρισμός, καθόλου θυσία. Ὅλα τὰ μετέτρεψαν μὲ τὴν σημερινὴ βλαμμένη λογική. Καὶ βλέπεις, ἐνῶ παλιὰ πήγαιναν ἐθελοντὲς στὸν στρατό, τώρα παίρνουν τρελλάδικο χαρτί, γιὰ νὰ μὴν ὑπηρετήσουν. Κοιτάζουν τί νὰ κάνουν, γιὰ νὰ μήν πᾶνε στρατιῶτες. Ποῦ πρῶτα; Εἴχαμε ἕναν λοχαγό, εἴκοσι τριῶν ἐτῶν ἦταν, ἀλλὰ ἦταν παλληκάρι! Μιὰ φορὰ τὸν πῆρε τηλέφωνο ὁ πατέρας του, ποὺ ἦταν ἀπόστρατος ἀξιωματικός, καὶ τοῦ εἶπε ὅτι σκέφτεται νὰ φροντίση νὰ φύγη ἀπὸ τὴν πρώτη γραμμὴ καὶ νὰ πάη στὰ μετόπισθεν. Ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ λοχαγός. «Ντροπή σου, πατέρα, νὰ λὲς ἐσὺ τέτοια πράγματα! Οἱ κηφῆνες κάθονται». Εἶχε εἰλικρίνεια, τιμιότητα, παλληκαριὰ πολλή, ποὺ ξεπερνοῦσε τὰ ὅρια, ἔτρεχε μπροστά. Ἡ χλαίνη του ἦταν κόσκινο ἀπὸ τὶς σφαῖρες, καὶ δὲν εἶχε σκοτωθῆ. Ὅταν ἀπολύθηκε, πῆρε τὴν χλαίνη μαζί του, νὰ τὴν ἔχη γιὰ ἐνθύμιο.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου