Τρίτη 16 Αυγούστου 2022

 


Καράβι, καραβάκι

Ὤ, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ ὅταν ἔχῃ κοιμηθῆ τις εἰς τὸν μικρὸν κοιτῶνα μὲ τὸ βορεινὸν παράθυρον, τὸ βλέπον πρὸς βουνόν, εἰς τὴν πατρικὴν πενιχράν, καθάριον οἰκίαν, ὅπου εἶδέ ποτε τὸ πρῶτον ἄχραντον φῶς, πόσον ὡραῖα ἐξυπνᾷ μίαν πρωίαν τοῦ Ἰουνίου, ὅταν ἔχῃ ἐπανακάμψει εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του μετ᾿ ἀπουσίαν ἑπτά ἐτῶν! Ὁπόσαι μεταβολαὶ ἐντὸς τόσου χρόνου! Ὅλα σχεδὸν ἦσαν ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ.

Τὴν πρωίαν ἐκείνην μ᾿ ἐξύπνησεν εὐτυχῆ σχεδὸν ὡς σατράπην, τὸν ὁποῖον χαιρετίζει λίαν πρωὶ ἡ περιπαθὴς μουσικὴ τῶν αὐλῶν καὶ τῶν ἐγχόρδων, ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς γειτονοπούλας μου Ξενιᾶς, πενταετοῦς παιδίσκης, ψαλλούσης μὲ παιδικὴν δροσερὰν φωνὴν τὸ δημῶδες παλαιὸν δίστιχον:

Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό,
μὲ κόκκινη παντιέρα καὶ μὲ χρυσὸ σταυρό;

Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὡς νέα πλάσις δι᾿ ἐμέ, ἀφοῦ, ὅταν εἶχον ἀποδημήσει, ὄχι μόνον αὐτὴ ἦτον ἀγέννητη, ἀλλὰ καὶ ἡ μητέρα της ἀνύπανδρη; Καὶ τώρα, ὕστερον ἀπὸ τόσους αἰῶνας ἀνυπαρξίας ―ἐκτὸς ἂν ἀληθεύουν ἐκεῖνα ὅσα μυθολογεῖ ὁ θεῖος Πλάτων, ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν μεγαλοφωνότατον Πίνδαρον― μία μικροσκοπική, ἀόρατος ψυχή, μία πνοὴ δημιουργὸς ἀκατάληπτος, νὰ ἐμφυσᾶται εἰς μίαν δράκα σαρκὸς ἢ χώματος καὶ νὰ μορφοῦται πλάσμα ἔμψυχον, καὶ νὰ γίνεται ψυχὴ ζῶσα· καὶ νὰ σηκώνεται λίαν πρωὶ μὲ λάμποντα γαλανὰ ὄμματα, μὲ σγουρά, ξανθὰ μαλλιά, καὶ νὰ ἵσταται ὑψηλὰ εἰς τὸ παλαιὸν μπαλκόνι, νὰ προσκολλᾶται εἰς τὰ κάγκελα, νὰ προσπαθῇ ν᾿ ἀναρριχηθῇ χωρὶς φόβον μὴ πέσῃ, καὶ νὰ τραγουδῇ: «Καράβι, καραβάκι, ποῦ πᾷς γιαλὸ-γιαλό;»

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Μάννα καὶ κόρη (1914)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου