Κυριακή 30 Απριλίου 2023

 


Ἕνας Ἕλληνας - ὁ Μακρυγιάννης

Ὁ Μακρυγιάννης ἦταν ἀγράμματος. Μολονότι ἔφτασε ὡς τὸ βαθμὸ τοῦ στρατηγοῦ, δὲ βαστοῦσε ἀπὸ τζάκι. Ἤτανε παιδὶ μίας φτωχῆς οἰκογένειας τσομπάνηδων καὶ γεωργῶν τῆς Ρούμελης. Νά πῶς μᾶς μεταδίνει ὁ ἴδιος τὴ γέννησή του:

«Ἡ πατρὶς τῆς γεννήσεώς μου εἶναι ἀπὸ τὸ Λιδορίκι· χωριὸ τοῦ Λιδορικιοῦ ὀνομαζόμενον Ἀβορίτη. [...] Οἱ γοναῖγοι μου πολὺ φτωχοί, καὶ ἡ φτώχεια αὐτήνη ἦρθε ἀπὸ τὴν ἁρπαγὴ τῶν ντόπιων Τούρκων καὶ τῶν Ἀρβανίτων τοῦ Ἀλήπασα. Πολυφαμελίτες οἱ γοναίγοι μου καὶ φτωχοί, καὶ ὅταν ἤμουνε ἀκόμα στὴν κοιλιὰ τῆς μητρός μου, μίαν ἡμέρα πῆγε γιὰ ξύλα στὸ λόγγο. Φορτώνοντας τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη στὸ δρόμο, στὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα. Μόνη της ἡ καημένη κι ἀποσταμένη, ἐκιντύνεψε κι αὐτήνη τότε κι ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ ἔβαλε καὶ χόρτα ἀπάνου στὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνου ἐμένα καὶ πῆγε στὸ χωριό» (Β´ 11-12).

Δὲν εἶχε τοὺς τρόπους νὰ πάει σὲ δάσκαλο, μᾶς λέει. Ἤξερε λίγο γράψιμο, ἀλλὰ εἶναι ζήτημα ἂν μπόρεσε ποτὲ τοῦ νὰ διαβάσει ἄλλο τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἴδια τοῦ γραφτά.

Ὁ γενναῖος Μακρυγιάννης πώποτε μὴ ἀναγνώσας θὰ τραγουδήσει ὁ Ἀλέξανδρος Σοῦτσος στὶς μέρες τῆς Γ´ Σεπτεμβρίου. Γιατὶ τὸ γράψιμό του εἶναι, σχεδὸν ὁλότελα, μία δική του ἐφεύρεση. «Γράψιμο ἀπελέκητο» τὸ ὀνομάζει. Δεκαεφτὰ μῆνες ἔβαλε ὁ Βλαχογιάννης γιὰ νὰ τὸ ξεδιαλύνει, νὰ τὸ ἀποκρυπτογραφήσει θά ῾πρεπε νὰ ποῦμε, καὶ νὰ τὸ ἀντιγράψει. Ὅταν ἀντικρίσει κανεὶς μία σελίδα τοῦ πυκνοῦ χειρογράφου καταλαβαίνει ἀμέσως τὸ γιατί. Φωνητικὴ ἀποτύπωση τῆς ρουμελιώτικης προφορᾶς μὲ ἰδιότροπα συμπλέγματα γραμμάτων, ποὺ μοιάζουν ἕνα ἀτέλειωτο ἀραβούργημα. Πουθενὰ διακοπή, παράγραφος ἢ στίξη. Κάποτε μόνο μία κάθετη γραμμὴ δείχνει ἕνα σταμάτημα. Τὸ κατεβατὸ μοιάζει σὰν κάτι παλιοὺς τοίχους πού, κοιτάζοντάς τους, θαρρεῖς πὼς συλλαβίζεις τὴν κάθε κίνηση τοῦ χτίστη, ποὺ συναρμολόγησε τὴν ἀμέσως ἑπόμενη πέτρα μὲ τὴν προηγούμενη, τὴν ἀμέσως ἑπόμενη προσπάθεια μὲ τὴν προηγούμενη, ἀποτυπώνοντας πάνω στὴν τελειωμένη οἰκοδομὴ τὶς περιπέτειες μίας ἀδιάσπαστης ἀνθρώπινης ἐνέργειας -αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ μᾶς συγκινεῖ καὶ λέγεται ὕφος ἢ ρυθμός. Στὸ γράψιμο τοῦ Μακρυγιάννη, ποὺ εἶναι ἀδιάβαστο γιὰ τὸν ἀπροειδοποίητο ἀναγνώστη, συλλαβίζεις, πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὶς λέξεις, τὴν ἐπίμονη βούληση τοῦ συγγραφέα νὰ ζωγραφίσει στὸ χαρτὶ τὸν ἑαυτό του.

Στὸ Ἄργος, ὁ Μακρυγιάννης, «γιὰ νὰ μὴν τρέχει στοὺς καφενέδες», παρακαλοῦσε τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο φίλο νὰ τοῦ μάθουν κάτι περισσότερο ἀπὸ τὰ γράμματα ποὺ ἤξερε, καὶ ποὺ δὲν ἦταν οὔτε κὰν τὰ κολλυβογράμματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Αἰσθάνεται συχνὰ πολὺ ταπεινὸς γιὰ τὴν ἀμάθειά του: «Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω σ᾿ αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφούς της κοινωνίας...» σημειώνει ἀρχίζοντας νὰ γράφει τὴ ζωή του. «Εἶμαι ἕνας ἀγράμματος καὶ δὲν μπορῶ νὰ βαστήσω σειρὰ ταχτικὴ στὰ γραφόμενα...» ἐπιμένει πάλι. Ζητᾷ συγγνώμη γιατὶ «ἔλαβε ὡς ἄνθρωπος αὐτήνη τὴν ἀδυναμία». Τέτοια πράγματα πρέπει νὰ τὰ γράφουνε «προκομμένοι κι ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι». Καὶ οἱ ἄλλοι, οἱ σπουδασμένοι, τὸν κοιτάζουν φυσικὰ ἀπὸ τὰ ὕψη. «Οὐδ᾿ ἐγὼ γνωρίζω νὰ στρέφω τὴν σπάθην, οὐδ᾿ αὐτὸς τὴν γλῶσσαν» θὰ τονίσει πάλι ὁ χαρακτηριστικὸς Σοῦτσος, «καλὸν λοιπὸν ἕκαστος ἡμῶν νὰ δίδεται εἰς ὅ,τι ἐπιτυγχάνει». Ἀλλὰ ἡ πατρίδα «ζημιώθη, διατιμήθη, καὶ ὅλο σ᾿ αὐτὸ κατανταίνει, ὅτι μᾶς ἧβρε ὅλους θερία», θρησκευτικοὺς καὶ πολιτικοὺς καὶ μᾶς τοὺς στρατιωτικοὺς -βασανίζεται ὁ Μακρυγιάννης- καὶ εἶναι «πατρίδα γενική, τοῦ καθενοῦ». Γι᾿ αὐτὸ πρέπει καὶ ὁ προκομμένος νὰ φωνάζει τὴν ἀλήθεια καὶ ὁ ἁπλός. Φανερὰ λοιπὸν ὁ Μακρυγιάννης θὰ ἤθελε νὰ εἶχε τοὺς τρόπους νὰ μάθει γράμματα. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν τὸν μειώνει, δὲν τοῦ δημιουργεῖ κανένα σύμπλεγμα κατωτερότητας, ὅπως θὰ λέγαμε. Αἰσθάνεται, καὶ μᾶς κάνει νὰ τὸ αἰσθανόμαστε μαζί του, πὼς εἶναι ἄνθρωπος ποὺ ὁ Θεὸς τοῦ χάρισε τὴ λαλιά, αὐτὸ τὸ δῶρο ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ τοῦ τὸ ἀφαιρέσει. Ὅπου βρεθεῖ, στὸ παλάτι ἢ στὴν καλύβα, μιλάει σταράτα, μιλάει μὲ ἀσφάλεια. Καὶ ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἔχει ἔμφυτη μέσα του αὐτὴ τὴν ἀσφάλεια τῆς ἔκφρασης, μπορεῖ καὶ διατυπώνεται μὲ χρῶμα καὶ μὲ ἀποχρώσεις, μὲ τόνο καὶ μὲ ρυθμό. Ἔχω τὴν ἐντύπωση πὼς ὁ φιλόλογος ποὺ θὰ ἤθελε νὰ κάνει κάποτε τὴν κριτικὴ τῆς δύσκολης μεταγραφῆς τοῦ κειμένου τοῦ Μακρυγιάννη, θὰ ἔπρεπε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, νὰ στηρίξει τὴν ἐργασία του στὴν ἀκουστικὴ ἀντίληψή του.

Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:

«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος» (Β´ 59).

Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλῇ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτούς της μάθησης, ποὺ ἔχονν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτούς του χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη. Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.

Γιῶργος Σεφέρης

Σάββατο 29 Απριλίου 2023

 


Ἡ φύση καὶ τὰ ἔμορφα τραγούδια της

Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ἕνα γένος ποὺ ὅτι κι ἂν φτιάξουμε ἔχει μέσα του αἷμα καὶ βάθος, ἔχει πόνο. Σὰν τὸ ρημοδέντρι ποὺ τὸ δέρνουνε ὅλοι οἱ ἀνέμοι καὶ κεῖνο ἀγαντάρει καὶ θρέφει ἡ ρίζα του καὶ παγαίνει βαθειὰ μέσα στὰ ἔγκατα τῆς γῆς σκίζοντας τὸ βράχο, ἔτσι μπορεῖ νὰ παρομοιαστεῖ κ᾿ ἡ φυλὴ ἡ δική μας. Κ᾿ ἡ φτώχειά μας ἔκανε νὰ ζοῦμε ἁπλὴ ζωή, μὲ λίγα πράγματα, καὶ δὲν μᾶς ἄφησε νὰ ξεμακρύνουμε ἀπὸ τὴ φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ βυζαίνουμε ὁλοένα ἀπὸ τὴ καθαρὴ βρυσούλα, ποὺ θρέφει τὴ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Σ᾿ αὐτὸ συντέλεσε καὶ τὸ καλὸ ἀγέρι πούχει ἡ πατρίδα μας κ᾿ ἡ ἡμεράδα πούχουνε τὰ βουνά της, ὥστε νὰ μᾶς φαίνεται σὰν μάνα πονετικιᾶ, ποὺ μᾶς βαστᾶ ὁλοένα στὴν ἀγκαλιά της.

Στὰ χρόνια της σκλαβιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤτανε ἀγράμματοι καὶ ζούσανε ἀπάνω στὰ βουνά, ἀφοῦ πολλοὶ εἴχανε γιὰ σπίτια τὰ σπήλαια καὶ τὰ στρουγγολίθια. Πολιτεῖες δὲν εἴχανε ὁλότελα, εἴχανε μονάχα κάτι μικρὰ χωριά, τὰ πιὸ πολλά με πέντε δέκα σπίτια. Καὶ μὴ πεῖ κανένας πὼς δὲν τὸ παραδέχεται, γιατὶ στοὺς τέτοιους ἁπλοὺς καὶ φυσικοὺς ἀνθρώπους, ὁ ἀπὸ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἁπλὸς σὰν τὸ μωρό, ἂς ἔχει καὶ γινάτι καὶ σκληρότητα, ἂς εἶναι καὶ φονιὰς ἀκόμα.

Αὐτοὶ ὅλοι οἱ βουνίσιοι, οἱ τσοπαναρέοι, κάνανε τὰ πιὸ καλὰ τραγούδια καὶ τὶς παροιμίες καὶ ζωγράφισαν ρημοκκλήσια κι᾿ ὅλα ὅσα κάνανε εἶναι τὰ πιὸ ἀληθινὰ καὶ τὰ πιὸ ἁγνά. Καὶ τὰ ἀξιωθήκανε ἀπὸ τὴν ἁπλότητα ποὺ εἴχανε, ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ μὴ βλέπουνε θολὰ τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ δὲν στομώσανε τὰ μέσα τοὺς μὲ ἀφύσικα καὶ πολύπλοκα πράγματα. Γι᾿ αὐτὸ λοιπὸν καὶ στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε αὐτοὶ οἱ βουνίσιοι, βλέπουμε κάποια ἀλήθεια καὶ μία ἐντέλεια ποὺ δὲν φτάνουνε ποτὲ οἱ σπουδασμένοι ποιητάδες μὲ τὰ πολύπλοκα ἐργαλεῖα τους. Γιατὶ οἱ ἁπλοὶ ἄνθρωποι εἶναι τὰ ἀληθινὰ παιδιὰ τῆς φύσης.

Θαρρεῖς πὼς καὶ τὰ πρόβατα κι᾿ οἱ πέρδικες καὶ τὰ δέντρα καὶ τ᾿ ἄλλα φυσικὰ πλάσματα, πὼς καὶ κεῖνα θὰ ταιριάζανε τέτοια τραγούδια, σὰν κι᾿ αὐτὰ ποὺ κάνανε τοῦτοι οἱ ἀνθρῶποι, ἂν εἴχανε λαλιά. Μηδὲ πέννα πιάσανε στὰ χέρια τους, μηδὲ χαρτί, μηδὲ μελάνι. Ἀπὸ τὴ καρδιὰ τοὺς ἀνέβηκε στὸ στόμα κι᾿ ἀπὸ τὸ στόμα βγῆκε ὅπως λαλεῖ τὸ πουλὶ κι᾿ ὕστερα μαθεύτηκε καὶ τόπανε οἱ κοῦκοι στὰ βουνά, κ᾿ οἱ πέρδικες στὰ πλάγια. Καὶ ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἀπόμεινε καὶ τραγουδιέται γενεὲς γενεῶν. Τί ὄμορφο καὶ θαυμαστὸ πράγμα, νὰ αἰσθάνεται καὶ νὰ μιλᾶ ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ μέρος ὅλων τῶν πλασμάτων.

Σὰν ἐκφυλίστηκε ὁ ἄνθρωπος, ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν φυσικό του δρόμο καὶ γίνηκε γραφιάς, σὰν κι᾿ ἐμᾶς κι᾿ ἄρχισε νὰ κάνει πράγματα φτιασιδωμένα, χωρὶς ἐκείνη τὴ δροσιὰ καὶ τὴν ἁγνὴ εὐωδία.

Πρὶν ἑκατὸ διακόσια χρόνια, ἡ οἰκουμένη εἶχε πολλὰ σχολειὰ σὲ κάθε χώρα καὶ σπουδάζανε οἱ ἄνθρωποι. Μονάχα ἡ Ἑλλάδα ἀπόμεινε ἀγράμματη, περιζωσμένη ἀπὸ ἔθνη ποὺ εἴχανε χάσει τὴν παρθενική τους ἁπλότητα. Θάρειε κανένας πὼς ἤτανε μαντρωμένη μ᾿ ἕνα φράχτη, γιὰ νὰ μὴ μποῦνε μέσα στὸν παράδεισο τῆς τὰ πονηρὰ δαιμόνια. Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ ζούσανε σὰν νάτανε χίλια χρόνια πίσω, στὸ καιρὸ τοῦ Μεγαλέξαντρου καὶ στοῦ Χριστοῦ τὰ χρόνια. Καὶ μολαταύτα, ἐδῶ πέρα, στὰ βουνὰ καὶ στὶς κλεισοῦρες ποὺ ζούσανε ἄνθρωποι μισοάγριοι, ἄνθιζε ἀκατάλυτο τὸ ἀρχαῖο πνεῦμα καὶ λαλοῦσε ὁλοένα ἡ βρύση ποῦχε πιεῖ ὁ Ὅμηρος κι᾿ ὁ Ἡσίοδος καὶ τόσοι ἄλλοι. Δίχως χαρτὶ καὶ δίχως μελάνι τραγουδιόντανε ὅσα τραγουδιοῦνται, τὸ πῶς ἔρχεται στὸ κόσμο ὁ ἄνθρωπος, τὸ πῶς ἀγαπᾶ, τὸ πῶς πεθαίνει.

Σὲ ἀπορία βρίσκεται κανένας, τί νὰ πρωτοπεῖ γι᾿ αὐτὰ τὰ τραγούδια τοῦ λαοῦ μας, πῶς νὰ τὰ παινέψει καὶ πῶς νὰ τὰ περιεργαστεῖ γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄλλο νὰ τὰ νοιώσει. Μὰ ὅποιος τὰ νιώθει τὰ νιώθει, δὲν φελὰ κανένας ξηγάτορας. Εἶναι σὰν τὸν ἥλιο, σὰν τὸ φεγγάρι, σὰν τ᾿ ἀστέρια, σὰν τὴ χαρὰ τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὅποιος δὲν ἔχει ἥλιο στὸ τόπο του, σὰν τὰ νιώθει αὐτὰ τὰ τραγούδια θὰ δεῖ τὸν ἥλιο καὶ θὰ ζεσταθεῖ, ὅποιος δὲν ἔχει ἐλπίδα, μ᾿ αὐτὰ θὰ παρηγορηθεῖ, ὅποιος δὲν βρίσκει μπάλσαμο στὸ πόνο του, θὰ γλυκαθεῖ, ὅποιος δὲν δροσίστηκε μὲ τὰ μεγάλα ποτάμια ποὺ σηκώνουνε ἀντάρες, θὰ δροσιστεῖ ἀπὸ τὴ βρυσούλα ποὺ τρέχει καὶ τραγουδᾶ κρυμμένη στὴ πλαγιά, ὅποιος δὲν ἐρωτεύτηκε θὰ ἐρωτευτεῖ.

Μὰ πρωτύτερα πρέπει νὰ πετάξει ἀπὸ πάνω τοῦ τὴ κακὴ συνήθεια νὰ θέλει νὰ βρεῖ συννεφιασμένες φιλοσοφίες καὶ νὰ χωθεῖ στὸ σκοτάδι τους, στὸ λαβύρινθο ποὺ θαρρεῖ πὼς θὰ τὸν βγάλει στὸ φῶς. Τὸ φῶς εἶναι μπροστά του, ἁπλό, ἀληθινό. Ἐδῶ δὲν ἔχει πολλὰ λόγια, λίγα καὶ καλά. Μὲ πέντε δέκα λιθάρια χτίζεις ἕνα πύργο, μὲ δυὸ τρία πουρνάρια κάνεις ἕνα δάσος, μὲ τρία λουλούδια μοσκοβολᾶ ὁ τόπος. Πέντε ἕξη ἄνθρωποι ποὺ κουβεντιάζουνε, ἕνα λημέρι ταμπουρωμένο μὲ ξερολιθιά, δυὸ πουλιὰ ποὺ πετᾶνε ἀπὸ πάνω, ἕνα μνημούρι ποὺ ‘ναὶ κοντὰ σ᾿ ἕνα ρημοκκλήσι καὶ κάτι γίδια ποὺ βοσκᾶνε, αὐτὰ φτάνουνε γιὰ νὰ νιώσεις ὅλη τη πλάση, γιατὶ ὁ οὐρανὸς κ᾿ ἡ γῆ εἶναι παρών.

Δὲν μιλᾶνε μόνο οἱ ἄνθρωποι, μιλᾶνε καὶ τ᾿ ἅρματά τους, τὰ τσαπράζα, τὰ βουνά, οἱ πέρδικες, τὰ ἔλατα, ὁ πεθαμένος στὸ κυβούρι του, ὅλος ὁ κάτω κόσμος, οἱ ἅγιοι, τὰ νέφελα. Ἀκόμα κι᾿ ἐκεῖνα ποὺ δὲν μιλᾶνε καταλαβαίνεις πὼς εἶναι παρών. Καὶ τὰ τωρινὰ καὶ τὰ περασμένα, καὶ τὰ μακρινὰ καὶ τὰ κοντινά. Ἕνα πράγμα θαυμαστό, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ ψάξεις καὶ νὰ τὸ βρεῖς ἀπὸ ποὺ γίνεται. Ἄκου τοῦτα τὰ πέντε λόγια:

Τοῦ ἀντρειωμένου τ᾿ ἄρματα
δὲν πρέπει νὰ πουλιοῦνται
μόν᾿ πρέπει τους στὴν ἐκκλησιὰ
κι᾿ ἐκεῖ νὰ λειτουργοῦνται.

Πρέπει νὰ κρέμουνται ψηλὰ
σὲ πύργο ἀραχνιασμένο
ἡ σκουργιὰ νὰ τρώγει τ᾿ ἄρματα
κ᾿ ἡ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.

Εἶδες τί λιγολογία καὶ τί κάστρο ἀκατάλυτο. Καὶ τέτοιο μυστήριο.

Κοιμᾶται ὁ γήλιος κ᾿ ἡ αὐγή, κοιμᾶται τὸ φεγγάρι
κοιμᾶται τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ μαργαριτάρι………….

Ἐγὼ μάνα μ᾿ κολάστηκα καὶ πάω κολασμένος
γιατὶ ἔκανα τὸν πόλεμο ἀντάμα μὲ τοὺς κλέφτες
κι᾿ οὖλοι τὰ δέναν τ᾿ ἄλογά σε ριζιμιὸ λιθάρι
κ᾿ ἐγὼ πῆγα καὶ τ᾿ ἔδεσα σὲ μαυρομάτας μνῆμα.

Μπορεῖ νὰ πιστέψει ἄνθρωπος πὼς ἡ φυλή μας ποὺ τραγουδοῦσε μὲ τέτοια λόγια, κατάντησε σὲ τόση ξεπεσούρα, ποὺ νὰ τραγουδᾶ αὐτὰ τὰ σαρακοστιανὰ κρυόμπλαστρα ποὺ τραγουδᾶ σήμερα; Πᾶνε, χάνονται ὅλα τὰ καλά μας. Ἀκόμα καὶ τὰ γλυκὰ τὰ ναναρίσματα ποὺ λέγανε οἱ μανάδες στὰ μωρὰ καὶ κεῖνα σβύνουνε. «Ἀπέσβετο λᾶλον ὕδωρ».

Φώτης Κόντογλου

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023


Λακωνικὸν
Ὁ καημὸς τοῦ θανάτου τόσο μὲ πυρπόλησε, ποὺ ἡ λάμψη μου ἐπέστρεψε στὸν ἥλιο.
Kεῖνος μὲ πέμπει τώρα μέσα στὴν τέλεια σύνταξη τῆς πέτρας καὶ τοῦ αἰθέρος
Λοιπόν, αὐτὸς ποὺ γύρευα, ε ἶ μ α ι.
Ὤ λινὸ καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Xειμώνα ἐλάχιστε
Ἡ ζωὴ καταβάλλει τὸν ὀβολὸ τοῦ φύλλου τῆς ἐλιᾶς
Kαὶ στὴ νύχτα μέσα τῶν ἀφρόνων μ᾽ ἕνα μικρὸ τριζόνι κατακυρώνει πάλι τὸ νόμιμο τοῦ Ἀνέλπιστου.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης 

Πέμπτη 27 Απριλίου 2023

 


Ἀμοργὸς

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ ἥλιος δὲν ἀνατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε νὰ κοροϊδέψουν τ᾿ ἄστρα
Μόνο φυτρώνουν ἄλογα στὶς μυρμηγκοφωλιὲς
Καὶ νυχτερίδες τρῶν πουλιὰ καὶ κατουρᾶνε σπέρμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ δὲ βασιλεύει ἡ νύχτα
Μόνο ξερνᾶν οἱ φυλλωσιὲς ἕνα ποτάμι δάκρυα
Ὅταν περνάει ὁ διάβολος νὰ καβαλήσει τὰ σκυλιὰ
Καὶ τὰ κοράκια κολυμπᾶν σ᾿ ἕνα πηγάδι μ᾿ αἷμα.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ τὸ μάτι ἔχει στερέψει
Ἔχει παγώσει τὸ μυαλὸ κι ἔχει ἡ καρδιὰ πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιῶν στὰ δόντια τῆς ἀράχνης
Σκούζουν ἀκρίδες νηστικὲς σὲ βρυκολάκων πόδια.

Στοῦ πικραμένου τὴν αὐλὴ βγαίνει χορτάρι μαῦρο
Μόνο ἕνα βράδυ τοῦ Μαγιοῦ πέρασε ἕνας ἀγέρας
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.

Μὰ εἶταν ἀγέρας κι ἔφυγε κορυδαλλὸς κι ἐχάθη
Εἶταν τοῦ Μάη τὸ πρόσωπο τοῦ φεγγαριοῦ ἡ ἀσπράδα
Ἕνα περπάτημα ἐλαφρὺ σὰ σκίρτημα τοῦ κάμπου
Ἕνα φιλὶ τῆς θάλασσας τῆς ἀφροστολισμένης.

Νίκος Γκάτσος

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

 


Στὰ Κατούνια τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ

Λογαριάζω στοὺς τυχεροὺς τὸν Φίλιππο Σέρραρντ ποὺ βρῆκε στὴ Λίμνη τὴν δεύτερη καὶ ὁριστικὴ πατρίδα του. Τυχερὴ καὶ ἡ Λίμνη ὅπου ἐκεῖνος τώρα κοιμᾶται.

Εἶναι βέβαιο πὼς στὴν ἀρχὴ κάποιοι ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες μου, τοὺς Λιμνιῶτες ἐννοῶ, εἶδαν μὲ ὑποψία τὴν ἐγκατοίκησή του στὰ ριζὰ τοῦ Καντηλιοῦ. Τί ἤθελε ἕνας Ἐγγλέζος ἐδῶ; Ὁ Φίλιππος διέψευσε ἔμπρακτα αὐτὸ τὸ κούμπωμα. Δὲν κράτησε πόζα, ἀνοίχτηκε ὅλος, τοὺς συναναστράφηκε, δὲν ἔκαμε διακρίσεις, ἀπέφευγε νὰ ἀνακατεύεται στὰ πολιτικά. Εἶναι ἀνεξίτηλη μέσα μου ἡ εἰκόνα του, ὅταν σὲ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐτήσια πανηγύρια τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὴν Παναγιὰ ἔτρωγε δίπλα μου, μὲ φέγγος στὸ πρόσωπό του, τὸ πιλάφι ἀπὸ τὸ καζάνι τῆς Ἐκκλησιᾶς. Δὲν ἦταν πλαστὴ συγκατάβαση, ἀλλὰ συμμετοχὴ στὸ σῶμα τῶν πανηγυριστῶν.

Μιὰ μέρα, ἴσως τοῦ 1984, πέρασε ἀπροειδοποίητα ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος ἀπὸ τὴν Χαλκίδα καὶ μὲ μπαρκάρησε, ἤθελα δὲν ἤθελα, σὲ δανεικὸ αὐτοκίνητο ποὺ ὁδηγοῦσε ὁ ἴδιος, πράγμα κάπως ἀνησυχητικό. Προορισμὸς τὰ Κατούνια. Ἀπὸ τὴ συνάντηση καὶ τὴ συζήτησή τους μὲ τὸν Φίλιππο δὲν συγκράτησα καμιὰ λεπτομέρεια, μοῦ ἔμεινε ὅμως ἡ ἰσχυρὴ ἐντύπωση πὼς διαλέγονταν ἕνας Εὐρωπαῖος ποὺ εἶχε ἐξελληνιστεῖ μένοντας Ἰρλανδὸς κι ἕνας Ἕλληνας ποὺ ἐγκολπώθηκε μιὰν ἄλλη Δύση χωρὶς νὰ ἀφελληνιστεῖ.

Ὁ Λορεντζάτος, ποὺ παιδιόθεν γνώριζε τὴν Λίμνη ὅπου ξεκαλοκαίριαζε ὁ πατέρας του, ἦταν ἐκεῖνος ποὺ συμβούλεψε τὸν Φίλιππο νὰ φτιάξει τὴν καλιά του σὲ τοῦτα τὰ μέρη.

Ἄνθρωπος ἀδύνατης μνήμης, δυσκολεύομαι νὰ θυμηθῶ ποῦ μνημονεύει ὁ Σέρραρντ τὸν Παπαδιαμάντη – θὰ πῶ λίγα πιὸ κάτω γι’ αὐτόν. Πρέπει ὅμως, σὲ τέτοιες μέρες, νὰ τονίσει κανεὶς ὅτι ὁ Σέρραρντ συγκαταλέγεται στὴ χορεία τῶν πρώτης σειρᾶς λογίων ποὺ μίλησαν σεβαστικὰ γιὰ τὸ σπάνιο πουλί, τὸν στρατηγὸ Μακρυγιάννη: Σεφέρης, Θεοτοκᾶς, Λορεντζάτος, δίπλα τους καὶ ὁ Φίλιππος. Ὕστερα ἦρθε ἡ ἀπομυθευτικὴ γραφὴ τῶν ἄνετων πανεπιστημιακῶν γραφείων γιὰ νὰ ἐμπαίξει ἕνα σακατεμένο ἀπὸ τὰ βόλια κορμί. Ὁ χορὸς καλὰ κρατεῖ ὡς τώρα: ὁ Μακρυγιάννης κάθε τόσο πομπεύεται, εἶναι γκρινιάρης, γενάρχης τῶν ἐθνικολαϊκιστῶν, ἀρνιέται τὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση καὶ τὸ Εὐρώ, χαρακτηριστικὸ δεῖγμα τῆς φριχτῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς, πάντων περίψημα. Αὐτός, κυρίως, φταίει γιὰ τὰ σημερινὰ στραβά μας κεφάλια.

Λοιπόν; Λοιπόν, ἂς ξεχάσουμε τὸν ἄστοχο ἔπαινο τοῦ Σεφέρη, τοῦ Θεοτοκᾶ καὶ τοῦ Λορεντζάτου – φταίει ἡ ἑλληνική τους καταγωγή. Ἂς διαβάσουμε ὅμως τὸ δοκίμιο τοῦ Σέρραρντ, ποὺ τὸ αἷμα του δὲν κουβαλάει τὰ χούγια τῶν Ἑλλήνων.

Πᾶνε κάμποσα χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε γιὰ τὸν μακάριο Φίλιππο μιὰ ἐκδήλωση στὴ Θεσσαλονίκη. Λιγοστοὶ ἄνθρωποι συνάχτηκαν καὶ δὲν ἔκρυψα τὴν ἀπογοήτευσή μου. Ἔλαβα τὴν ἀπάντηση: «Ἂς μὴν εἶχε ἐγκαταλείψει τὴ λογοτεχνία γιὰ χάρη τῆς θεολογίας!». ῏Ηταν σὰν μιὰ φτυαριὰ χιόνι στὴν πλάτη.

Τὴν ἀκρισία τὴν ξανασυλλογίζομαι τώρα, γιατὶ αὐτὲς τὶς μέρες παλεύαμε μὲ τὴν κόρη μου νὰ φέρουμε σὲ λογαριασμὸ τὰ τελευταῖα Παπαδιαμαντικὰ Τετράδια. Ξαναδιάβασα, λοιπόν, τὴν κριτικὴ τοῦ Λάκη Προγκίδη γιὰ τὴν μετάφραση τοῦ Παπαδιαμάντη στὰ ἀγγλικὰ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις τῆς Διονυσίας. Ὁ Προγκίδης δίκαια τὴν θεωρεῖ ὡς ἕναν ἀπὸ τοὺς τρεῖς μεγάλους σταθμοὺς στὶς παπαδιαμαντικὲς σπουδές. Θυμίζοντάς σας ὅτι τὶς σπουδαῖες ἐκδόσεις τῶν Ἑλλήνων καὶ Λατίνων κλασικῶν οἱ φιλόλογοι τὶς ὀνοματίζουν κατὰ τοὺς ἐκδοτικοὺς οἴκους –Teubner, Budé– ἢ κατὰ τοὺς τόπους (Λιψίας, Ὀξφόρδης), θὰ εὐχόμουν, ὅταν δώσει ὁ Θεὸς νὰ ὁλοκληρωθεῖ ἡ ἔκδοση, νὰ ὀνομάζεται «τῶν Κατουνιῶν». Στὸ κάτω τῆς γραφῆς, ἂν ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι Σκιαθίτης, ἄλλο τόσο, μὲ πιστοποιητικὰ ἔγκυρα, εἶναι καὶ Λιμνιώτης.

Ἐδῶ, λοιπόν, στὰ μυθικὰ γιὰ μένα Κατούνια, εἶδε τὸ φῶς αὐτὸς ὁ ἀγγλικὸς Παπαδιαμάντης. Ἁρμοδιότερα γιὰ τὴν σύλληψη, τὴν κυοφορία καὶ τὴ γέννησή του θὰ μποροῦσε νὰ μιλήσει ἡ ἀγαπητὴ Διονυσία. Ἐκεῖνο ποὺ διαπιστώνει κανεὶς εἶναι ὅτι ὁ ἰθύνων νοῦς αὐτῆς τῆς ἐπίπονης μεταφραστικῆς προσπάθειας, ὁ π. Λάμπρος Καμπερίδης, καὶ οἱ μεταφραστὲς ἔχουν μαθητεύσει μὲ τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο τρόπο στὸν Φίλιππο. Ἀνάμεσά τους καὶ ἡ κόρη του Λιανταίν, μεταφράστρια τῆς Φόνισσας. Αὐτήν, τὴν Φραγκογιαννού, ἀπὸ τὰ μαθητικά μου κιόλας χρόνια τὴν ἔβλεπα νὰ παίρνει τὰ βουνά, περνώντας ἀπὸ τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο, ὅπου καὶ τὸ μητρικό μου σπίτι. (Ἂς ξαναπῶ γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὅτι ὅλους τοὺς ἥρωες τῶν παπαδιαμαντικῶν διηγημάτων τοὺς φαντάζομαι νὰ ζοῦν καὶ νὰ κινοῦνται στὴ Λίμνη.)

Τὸ μητρικό μου σπίτι τὸ ἔκαψαν οἱ Γερμανοί. Οἱ τοῖχοι του, χρόνια καὶ χρόνια, ἔδειχναν τὸ σκέλεθρό τους. Ὅταν ὁ Δῆμος Λίμνης ἔκρινε πὼς ἦταν ἐπικίνδυνοι, τοὺς κατεδαφίσαμε. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ Φίλιππος ἔχτιζε μὲ τὸν Ἰωσὴφ Ροϊλίδη –καλή του ὥρα!– τὴν ἐκκλησιά του. Ἡ μάνα μου, ποὺ ποτέ της δὲν παρηγορήθηκε γιὰ τὴν πυρπόληση, ἀνακουφίστηκε μεγάλως ὅταν τῆς εἴπαμε πὼς μηνύσαμε στὸν κ. Φίλιππο νὰ πάρει ὅ,τι θέλει ἀπὸ τὰ ὑλικὰ τῆς κατεδάφισης. Ἀποκόμισε ὅ,τι τοῦ ἔκανε καὶ τὸ ἐνσωμάτωσε στὸ ναό. Ἔτσι, ἔστερξε ἡ μητέρα νὰ περάσει ἀπὸ τὴ Λίμνη καὶ νὰ ἔλθει στὰ Κατούνια. Ἦταν τότε ποὺ ὁ ἐραστὴς τῆς Λίμνης Γιάννης Φαφούτης μὲ φωτογράφησε μὲ τὸν Ζήσιμο Λορεντζάτο, ἐκεῖ, στὸ κατάμερο τοῦ Φίλιππου Σέρραρντ, πίσω ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά του.

Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος

ΤΥΡΒΗ: ΕΝΤΥΠΟΝ ΤΕΡΠΝΟΝ τῆς ΦΑΙΔΡΑΣ ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΣ Γρεβενὰ - Δεκαπενταύγουστος 2016 * ΦΥΛΛΟΝ 7ον

Τρίτη 25 Απριλίου 2023


Ζωὴ πολυμέριμνη
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι σὲ ὅλα ἀχόρταγος, θέλει ν᾿ ἀπολάψει πολλά, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ τὰ προφτάξει ὅλα. Καὶ βασανίζεται. Ὅποιος ὅμως φτάξει σὲ μιὰ κατάσταση ποὺ νὰ εὐχαριστιέται μὲ τὰ λίγα, καὶ νὰ μὴ θέλει πολλά, ἔστω κι ἂν μπορεῖ νὰ τ᾿ ἀποχτήσει, ἐκεῖνος λοιπὸν εἶναι ὁ εὐτυχισμένος. Δὲν τὸ κάνει ἀπὸ οἰκονομία, εἴτε γιατὶ ἔχει τὴν ἰδέα πὼς τὰ πολλὰ τὸν βλάφτουνε στὴν ψυχὴ ἢ στὸ σῶμα. Ἀλλὰ γιατὶ στὰ λίγα καὶ στὰ ἁπλὰ βρίσκει πιὸ ἁγνὴ ἱκανοποίηση. Καὶ περισσότερο ἀπ᾿ ὅλα, ἐπειδὴ μὲ τὰ ἁπλὰ καὶ μὲ τὰ λίγα δὲν χάνει τὸν ἑαυτό του. «Τὶς ἔστι πλούσιος; Ὁ ἐν ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος».
Οἱ ἄνθρωποι δὲν βρίσκουνε πουθενὰ ἡσυχία, γιατὶ ἐπιχειροῦνε νὰ ζήσουνε χωρὶς τὸν ἑαυτό τους. Τρέχουνε ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ νὰ βροῦνε τὴν εὐτυχία, μὰ εὐτυχία δὲν ὑπάρχει ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας. θέλουμε νὰ εὐχαριστηθοῦμε μὲ συμπόσια ἀπ᾿ ὅπου λείπουμε. Ὅποιος ἔχει χάσει τὸν ἑαυτό του, ἔχει χάσει τὴν εὐτυχία. Εὐτυχία δὲν εἶναι τὸ ζάλισμα ποὺ δίνουνε οἱ πολυμέριμνες ἡδονὲς κι ἀπολαύσεις, ἀλλὰ ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς καὶ ἡ σιωπηλὴ ἀγαλλίαση τῆς καρδίας. Μ᾿ αὐτὸ τὸ βύθισμα στὸν ἑαυτό του βρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν θεό. Γιὰ τοῦτο εἶπε ὁ Χριστός: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὐδὲ ἐροῦσιν· ἰδοὺ ὧδε ἢ ἰδοὺ ἐκεῖ. Ἰδοὺ γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστίν». «Μὴν ψάχνετε, ζαλισμένοι ἄνθρωποι, ἐδῶ κι ἐκεῖ νὰ βρῆτε τὴν εὐτυχία. Γιατὶ ἡ εὐτυχία βρίσκεται μέσα σας».
Μέγας λόγος, ὅπως ὅλα τὰ θεϊκὰ λόγια. Μέσα μας εἶναι ὁ θησαυρός. Ἀπ᾿ ἔξω εἶναι ξέρακας, κι ἂς μὴ μᾶς ξεγελᾶ ἡ φασαρία καὶ τὰ ψεύτικα πυροτεχνήματα. Ὅποιος ζεῖ ἐξωτερικά, ζεῖ ψεύτικα. Ὅποιος ζεῖ ἐσωτερικά, ζεῖ ἀληθινά. Ξέρω καλὰ τί εἶναι ἡ ζωὴ ποὺ ζοῦνε οἱ λεγόμενοι κοσμικοὶ ἄνθρωποι, οἱ ἄνθρωποι ποὺ διασκεδάζουνε, ποὺ ταξιδεύουνε, ποὺ ξεγελιοῦνται μὲ λογῆς-λογῆς θεάματα, μὲ ἀσημαντολογίες, μὲ σκάνδαλα, μὲ διάφορες ματαιότητες, ποὺ ἀπὸ μακρυὰ φαντάζουνε γιὰ κάποιο πρᾶγμα σπουδαῖο καὶ ζηλευτό, ἐνῷ σὰν τὰ δεῖ κανένας ἀπὸ κοντά, ἀπορεῖ γιὰ τὴ φτώχεια ποὺ ἔχουνε καὶ τὸ πόσο κούφιοι εἶναι οἱ ἄνθρωποι ποὺ ψευτογελιοῦνται μ᾿ αὐτὰ τὰ γιατροσόφια τῆς εὐτυχίας. Ξέρω λοιπὸν καλὰ αὐτὴ τὴ ζωή, γιατί, ἀναγκαστικά, ἔζησα, κάποιες φορές, μὲ ἀνθρώπους πλούσιους, ποὺ μὲ προσκαλούσανε στὰ σπίτια τους, στὶς ἐπαύλεις τους, στὰ κόττερά τους καὶ στὶς ἄλλες διασκεδάσεις τους. Μελαγχολία μ᾿ ἔπιανε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση. Ἔβλεπα δυστυχισμένους ἀνθρώπους, ποὺ κάνανε τὸν εὐτυχισμένο, κατάδικους ποὺ κάνανε τὸν ἐλεύθερο. Ἀλλά, ἂν δὲν καταγινόντανε μὲ τόσες ψεύτικες χαρές, θὰ πέφτανε στὴ βαρεμάδα, στὴ λεγόμενη ἀνία. Ἢ τὸ ἕνα, ἢ τὸ ἄλλο. Ἄδειοι ἀπὸ κάθε οὐσία, τρισδυστυχισμένοι. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀνύπαρκτη κι ἀνύπαρκτη ἡ εὐτυχία, ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ. Πῶς νὰ γίνει ψωμί, σὰν δὲν ὑπάρχει προζύμι; Πῶς νὰ μὴν εἶναι ὅλα ἄνοστα, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τὸ ἁλάτι;
Λοιπόν, ὅποτε ἀναγκαζόμουνα νὰ πάγω γιὰ λίγο κοντὰ σὲ τέτοιους κοσμικοὺς ἀνθρώπους, πρᾶγμα ποὺ γινότανε σπάνια, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προσβάλω, ἀφοῦ μὲ προσκαλούσανε μὲ εὐγένεια, δὲν ἔβλεπα τὴν ὥρα καὶ τὴ στιγμὴ νὰ ἀποτραβηχτῶ στὸ καβούκι μου, νὰ γυρίσω στὸ φτωχὸ σπίτι μου καὶ στ᾿ ἀγαπημένα πράγματα ποὺ βρίσκουνται γύρω μου. Ἔβλεπα πῶς ἀντὶ νὰ πάρω κάτι ἀπὸ ὅλη ἐκείνη τὴν τυμπανοκρουσία, ὅπως πιστεύει ὁ πολὺς ὁ κόσμος, ἐγὼ ἔδινα, ἔδινα ξύπνημα στοὺς κοιμισμένους, ξεμούδιασμα στοὺς μουδιασμένους, ζωὴ στὴ μονοτονία τους.
Γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ποὺ γράφω, μ᾿ ὅλο ποὺ εἶμαι προσκαλεσμένος σὲ πολλὰ μέρη ἀπὸ κάποιους εὐγενεῖς ἀνθρώπους, ὄχι μονάχα στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ σὲ μακρυνὰ μέρη, κάθουμαι στὸ μικρὸ περιβολάκι μας μὲ τὰ λίγα δεντράκια καὶ μὲ τὰ ταπεινὰ λουλούδια. Ξεκουράζουμαι κι εἰρηνεύει ἡ ψυχή μου. Τοῦτο τὸ μικρὸ κηπάριο εἶναι γιὰ μένα ὁ Κῆπος τῆς Ἐδέμ. Ὁ ἀγέρας μοσχοβολᾶ, κι ὁ νοῦς μου ταξιδεύει. Ταξιδεύει ἐδῶ κι ἐκεῖ, μὰ περισσότερο βυθίζεται μέσα μου, ἐκεῖ ποὺ ἀναβρύζει τὸ μυστικὸ νερό, ἐκεῖ ποὺ βρίσκουνται τὰ ριζώματα» τοῦ κόσμου.
Εὐχαριστῶ τὸν θεὸ ποὺ βρέθηκε αὐτὸ τὸ καταφύγιο. Νοιώθω μεγάλη εὐτυχία ποὺ εἶμαι μοναχιασμένος, πού, ἐδῶ ποὺ κάθομαι, δὲν μὲ ξέρει κανένας, δὲν μὲ θυμᾶται κανένας. Σὰν νὰ εἶμαι καραβοτσακισμένος ποὺ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φουρτούνα, κι ἀκούγει τὸ μούγκρισμα τῆς θάλασσας ἀπὸ τὸ σίγουρο καταφύγιό του. Σὰν νὰ γλύτωσε ἀπὸ λῃστές. Ἀνατριχιάζω συλλογισμένος τὴν ἀνεμοζάλη ποὺ τὴ λένε ζωὴ οἱ ὅμοιοί μου, κοινωνικὴ ζωή, ζούγκλα γεμάτη σκορπιούς, φίδια καὶ λύκους. Ἀναπαύουμαι μοναχὰ μὲ δυὸ - τρεῖς ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ καλοκάγαθους, ποὺ ἔχουνε ἀγάπη μέσα τους καὶ εἰρήνη στὴν καρδιά τους. Δὲν θέλω μήτε θαυμασμούς, μηδὲ δόξες, μήτε ἄλλες τέτοιες συμφορές, θέλω νὰ εἶμαι ξεχασμένος κι ἀσήμαντος. Ὦ λησμονιά, τί μπάλσαμο εἶσαι γιὰ ὅσους ποθοῦνε τὴν εἰρήνη! Κατάρα εἶναι ἡ δίψα ποὺ ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι νὰ κατασταθοῦνε ξακουσμένοι, νὰ τοὺς δοξάζει ὁ κόσμος καὶ νὰ βασανίζουνται μέσα στὴ ματαιότητα κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνται κι ἐκεῖνοι ποὺ θαυμάζουνε.
Ἐδῶ ποὺ κάθουμαι, νοιώθω πῶς εἶμαι μακρυὰ ἀπ᾿ ὅλους αὐτοὺς τοὺς βραχνάδες ποὺ τοὺς ἔχουνε γιὰ εὐτυχία οἱ δυστυχισμένοι ἄνθρωποι.
Φυσᾶ στὸ πρόσωπό μου τὸ δροσερὸ ἀγεράκι, μπαίνει ἁπαλὰ στ᾿ αὐτιά μου, σὰν νὰ μὲ χαιρετᾶ. Σιγοσαλεύουνε τὰ κλαδιὰ κι οἱ κορφὲς τῶν δέντρων. Μαμούνια περπατοῦνε στὸ μοσχοβολημένο χῶμα, τὸ κάθε ἕνα τραβὰ τὸν δρόμο του κι ἔχει τὸν σκοπό του. Ποῦ πηγαίνουνε; Μυστήριο. Πεταλούδια καὶ μυγάκια λογῆς-λογῆς, ἄλλα μακρουλά, ἄλλα στρογγυλά, πετᾶνε καὶ μαζεύονται γύρω ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ εἶναι ἀναμμένο ἀπὸ πάνω μου. Ὅλα εἶναι σπουδαῖα, ὅλα ἀξιαγάπητα. Κι ἐγὼ εἶμαι ἕνα ἀπ᾿ αὐτά.
Δὲν ἀκούγεται τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ τὶς σταλαγματιὲς τὸ νερὸ ποὺ πέφτουνε ἀπὸ τὴ βρύση, κάνοντας τὴ σιωπὴ ἀκόμα πιὸ βαθειά. Σὰ νὰ γίνεται γύρω μου κάποια μυσταγωγία. Τὸ μυστήριο τοῦ κόσμου τὸ νοιώθω καὶ μέσα μου κι ἀπέξω. Μυστικὲς θύρες ἀνοίγουνε ἀπὸ παντοῦ. Τὸ κάθε δέντρο, τὸ κάθε χορτάρι, τὸ κάθε λουλούδι, σὰν νὰ μὲ βλέπει μὲ τὰ μυστηριώδη μάτια του.
Εἶμαι μακάριος στὸ μικρὸ τοῦτο περιβολάκι μας. Τύφλα νἄχουνε μπροστά του οἱ μεγάλοι κῆποι καὶ τὰ πολυέξοδα παλάτια, τὰ φανταχτερὰ κόττερα. Ὅσα εἶναι γύρω μου εἶναι ἀγαπημένα, γιατὶ δὲν εἶναι ἀγορασμένα μὲ λεφτὰ πολλά, ὅπως εἶναι ὅσα ἔχουνε οἱ πλούσιοι. Ἀγορασμένα πράγματα μποροῦνε νὰ δώσουνε εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο;
Ὤ, ἐσεῖς ποὺ ἔχετε τὰ πλούτη καὶ ποὺ μόνο τί λογῆς εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ δὲν ξέρετε. Ἄνθρωποι βασανισμένοι, σαστισμένοι ἀπὸ τὶς ἔγνοιες κι ἀπὸ τὶς σκουτοῦρες, σκλάβοι στὴ φιλοδοξία καὶ στ᾿ ἄλλα πάθη, ὢ ἄσωτοι γυιοί, ποὺ φάγατε τὰ ξυλοκέρατα καὶ δὲν χορτάσατε, γυρίστε πίσω στὸ σπίτι τοῦ πατέρα σας τοῦ πονετικοῦ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ καρδιὰ ἡ δική σας, καὶ μπεῖτε μέσα νὰ ξαποστάσετε, νὰ εὐφρανθῆτε καὶ νὰ νοιώσετε τὴν ἀληθινὴ χαρά!
Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

 


Ἀνατολή

Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.

Κωστὴς Παλαμᾶς

Κυριακή 23 Απριλίου 2023


Ὁ πόνος στὴ ζωή μας
Εἶναι εὔκολο κάποιος νὰ φιλοσοφεῖ ἢ νὰ θεολογεῖ γιὰ τὸν πόνο. Ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιμετωπίζει σωστὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατὸ πόνο στὴν ζωή του. Θεωρῶ πολὺ τολμηρὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ποὺ πονοῦν σωματικὰ ἢ ψυχολογικὰ ἢ πνευματικά.
Σωματικὰ πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀρρώστιες, κακουχίες, πείνα. Ψυχολογικὰ πονοῦν ἀπὸ κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ μὴ ἀνταπόκριση στὴν προσφερόμενη σὲ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καὶ θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα αἴτια. Πνευματικὰ πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅμως βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁμαρτίες τους λυποῦν τὸν Θεὸ καὶ προσβάλλουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν εἰσῆλθε ἀσφαλῶς κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ. Μπῆκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐγωιστικὴ παρακοή του ἔχασε τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Πλάστη του. Ἀπὸ τὴν ἄπονο κατάσταση τῆς Θείας Βασιλείας, βρέθηκε σὲ μία ἄλλη κατάσταση, στὴν ὁποία ἀφοῦ δὲν βασίλευε ἡ ἀληθινὴ Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωὴ φθαρμένη, συνυφασμένη μὲ τὸν θάνατο, τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία.
Σ᾿ αὐτὴν τὴν νέα κατάσταση, ὁ θάνατος καὶ ὁ πόνος φαίνονταν νὰ ἔχουν ἕνα θετικὸ νόημα, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔνδυσε τοὺς πρωτοπλάστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὴν ἐξορία τους. Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στὸ κακό, ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἦταν ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς.
Ὁ σωματικὸς πόνος εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροὶ γνωρίζουν πόσο εὐεργετικὸς εἶναι ὁ πόνος. Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νὰ λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητάς μας καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσουμε τὰ πεπερασμένα μας ὅρια γλιτώνοντας ἀπὸ κάθε μορφὴ αὐτοθεοποιήσεως.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ τὴν ἐπαναπροσανατολίσουμε στὸ σωστὸ κέντρο της, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ ὄχι γιατί μας δίνει τὰ δῶρα Του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακὴ εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλὰ γι᾿ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο.
Ἔτσι ὁ πολύαθλος Ἰώβ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισε τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ τόσο δυνατά, ὅταν βρισκόταν ριγμένος, πάνω στὶς κοπριές, γεμάτος πληγὲς καὶ μὲ σκοτωμένα τὰ δέκα παιδιά του τόσο δυνατά, ὅσο καὶ ὅταν εὐτυχοῦσε.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ ἀκόμη νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς ὅταν δὲν πονᾶμε, τοὺς καταφρονοῦμε, τοὺς ἀδικοῦμε τοὺς κάνουμε νὰ πονοῦν μὲ τὴν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὁποία ἀπομυζοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ παράνομες ἡδονὲς μᾶς καταστρέφουν.
Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πόνεσαν δυνατὰ βρῆκαν διὰ τοῦ πόνου τὸ ἀληθινό τους πρόσωπο ξεπερνώντας τὰ προσωπεῖα, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ἦταν μία ἀνίατος καὶ ὀδυνηρὰ ἀσθένεια.
Ἄλλοτε πάλι ὁ πόνος βοηθᾶ καὶ τοὺς ὡρίμους πνευματικὰ ἀνθρώπους νὰ φθάσουν σὲ ὑψηλότερες μορφὲς πνευματικῆς τελειώσεως, νὰ στηρίξουν καὶ νὰ παρηγορήσουν πολλὲς ψυχές.
Ὡς παράδειγμα ἀναφέρω τὸν μακαριστὸ γέροντα Παΐσιο, ποὺ δέχθηκε τὴν λεγόμενη «ἐπάρατη» νόσο μὲ χαρά, κάνοντας τὸν λογισμὸ ὅτι οἱ κοσμικοὶ ποὺ πάσχουν παρηγοροῦνται, ὅταν μαθαίνουν, ὅτι πάσχουν καὶ οἱ μοναχοί. Ἔτσι ἡ ἐπάρατη νόσος ἔγινε γιὰ τὸν π. Παΐσιο εὐλογημένη νόσος.

Γέρων Γεώργιος Καψάνης

Σάββατο 22 Απριλίου 2023

 


Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα

Ἐγεννήθηκα στὰ 1770. Ὅταν ἐγλύτωσα ἀπὸ τὴν Καστάνιτζα ἤμουν χρόνων 10. Διαμονὴ Μάνης χρόνια 2. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα χρόνια 3. Εἰς τὰ Σαμπάσικα χρόνια 12. Ἐποχὴ τῆς νεότητος, 5 χρόνια ἀνύπανδρος, καὶ ἄλλους 7 χρόνους ὑπανδρεμένος. 27 χρόνους εἶχα ὅταν μὲ ἐπρωτοκυνήγησαν.

Ἀρματολὸς καὶ κλέφτης ἀλληλοδιαδόχως χρόνια 5. Φερμάνι Βασιλικὸ διὰ ἐμένα καὶ τὸν Πετιμεζᾶ στὰ 1802 1. Τὸ δεύτερο φερμάνι τὸν Ἰανουάριον 1806, καὶ τὸ Πατριαρχικὸ Συνοδικὸ 3. 36 χρονῶν ἤμουν ὅταν ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, 50 χρόνους εἶχα ὅταν ἐβγῆκα εἰς τὴν ἐπανάσταση.

Οἱ κλέφτες καὶ ἀρματολοὶ εἶχαν Αʹ τάξιν. Ἡ ἀξιότης του. Βʹ τάξιν. Γʹ τάξιν Δʹ. Οἱ ψυχογιοί. Οἱ πρῶτοι, ἀξιωματικοὶ ἐγίνοντο διὰ τὴν ἀνδρείαν των ἢ διὰ τὴν φρόνησίν των. Ὁ μισθός των, ὅταν ἦσαν ἀρματολοί, τὸ μοίρασμα τῶν λαφύρων, ὅταν ἦσαν κλέπται ἐδίδοντο καὶ βραβεῖα εἰς τοὺς ἀριστεύοντας. Ὅταν ἔσφαλλον ἦτον τὸ κόψιμον τῶν μαλλιῶν, τὸ ξαρμάτωμα. Σέβας πρὸς τὰς γυναῖκας. Ἔδιωχναν ὅποιος ἤθελε βιάσει καμμιὰ γυναίκα. Παιγνίδια, ταμπουράδες, πηδήματα, χορούς, τραγούδια ἡρωϊκά, τὲς ἀμάδες. Τὰ τραγούδια τὰ ἔκαμναν οἱ χωριάτες, οἱ στραβοὶ μὲ τὲς λύρες. Τὰ τραγούδια ἦσαν ὕμνοι, ἐφημερίδες στρατιωτικές.

Τ᾿ ἄρματά τους ἦσαν πιστόλες, χαρπὶ (μελουδάρι), σπαθιὰ ζωστά, ζάβες στὰ ποδάρια, τὸν χειμώνα ἔβαζαν θώρακας (τζαπράσια), κουμπιὰ μεγάλα εἰς τὰ γελέκια.

Τὰ Καπετανάτα διεδίδονταν εἰς τοὺς υἱούς, εἰς τὸν ἀξιότερο καὶ ὄχι εἰς τὸν πρωτότοκο.

Ἡ σημαία μου ἦτον ἕνα Χ, καθὼς ἡ Ρωσικὴ σημαία.

Τὰ μοναστήρια τοὺς ἐβοηθοῦσαν. Οἱ γεωργοὶ καὶ οἱ ποιμένες ἔδιναν εἴδηση εἰς τοὺς κλέπτας, ζωοτροφίας καὶ πολεμοφόδια. Ὅταν εἰς τὸν πόλεμο ἐλαβώνετο κανένας βαρέως καὶ δὲν ἠμποροῦσαν νὰ τὸν πάρουν, τὸν ἐφιλοῦσαν καὶ ἔπειτα τοῦ ἔκοφταν τὸ κεφάλι. Τὸ εἶχαν εἰς ἀτιμίαν ὁποὺ οἱ Τοῦρκοι νὰ πάρουν τὸ κεφάλι του. Ἀπὸ 36 πρωτοξαδέλφια, μόνον 8 ἐγλύτωσαν, οἱ ἄλλοι ἐχάθηκαν ὅλοι. Δὲν εἶναι διάσιλο, ὁποὺ δὲν εἶναι θαμμένος Κολοκοτρώνης, χωριστὰ τὰ δευτεροξαδέρφια, θεῖοι καὶ λοιποὶ φίλοι χαϊμένοι. Τὸ «κλέφτης» ἦτον καύχημα. Ἔλεγε: «εἶμαι κλέφτης» καὶ ἡ εὐχὴ τῶν πατέρων ἑνὸς παιδιοῦ ἦτον νὰ γίνει κλέφτης. Τὸ «κλέφτης» ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν ἐξουσία. Εἰς τοῦ πατρός μου τὸν καιρό, ἦτον ἱερὸ πράγμα νὰ πειράξουν Ἕλληνα. Καὶ ὅταν οἱ κλέπται ἤρχοντο εἰς συμπλοκὴ μὲ τοὺς Τούρκους, ὅλοι οἱ γεωργοὶ ἄφηναν τὸ ζευγάρι, καὶ ἐπάγαιναν νὰ βοηθήσουν τοὺς κλέπτας. Εἰς τὰς ἡμέρας ἐπειράζοντο καὶ Ἕλληνες ὁμοφρονοῦντες μὲ τοὺς Τούρκους. Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀνδροῦτζος, πατέρας τοῦ Ὀδυσσέως, ἐγνωρίστηκα εἰς τὴν Μάνη, καὶ τὸν ἐσυντρόφευσα ἕως εἰς τὴν Κόρινθο. Εἰς τὸν κατατρεγμό μας, διὰ 15 ἡμέρες οὔτε ἐκοιμώμεθα, οὔτε ἐτρώγαμε, ἐσώσαμε τὰ φουσέκια, καθημέρα πόλεμο.

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

 


Μπόρα εἶναι καὶ θὰ περάση

Ἀγαπητέ μου ἀδελφέ, Χαῖρε ἐν Κυρίῳ.

Σχετικὰ μὲ τὸ παιδί σας ποὺ μοῦ γράφετε, ἔχω τὴ γνώμη ὅτι μία αὐστηρὴ στάση θὰ τὸ κάνη πολὺ χειρότερα.

Νὰ τοῦ λέτε τὸ καλὸ μὲ καλὸν τρόπο καὶ νὰ μὴν τὸ πιέζετε μετά, ἀλλὰ νὰ δείχνετε ὅτι στενοχωρεῖσθε γιὰ τὸν δρόμο ποὺ τραβάει (πράγμα ποὺ θὰ φαίνεται μόνο του, γιατὶ οὔτε ἡ χαρὰ κρύβεται οὔτε καὶ ἡ στενοχώρια).

Θὰ κάνετε ἐσεῖς τὸ καθῆκον σας μὲ τὶς συμβουλὲς καὶ μετὰ νὰ τὸ ἐμπιστευθῆτε στὸν Θεό. Νομίζω ὅτι περισσότερα ἀποτελέσματα θὰ φέρη ὅταν ὁ πόνος ἀξιοποιηθῆ στὴν προσευχή, παρὰ νὰ πονᾶτε γιὰ τὶς ἀταξίες τοῦ παιδιοῦ ἐπιμένοντας, γιατὶ τὸ παιδὶ τώρα εἶναι ἀναστατωμένο ἀπὸ τὴν σάρκα καὶ ὑπὸ τὴν ἐπίδραση τοῦ πονηροῦ, γιατὶ τοῦ ἔδωσε δικαιώματα.

Μπόρα εἶναι καὶ θὰ περάση. Μὴν στενοχωρεῖσθε, θὰ συνέλθη ἀργότερα. Οὔτε καὶ νὰ τὸ πάρετε κατάκαρδα, ποὺ θὰ χάση τὴν ἁγνότητά του καὶ τί θὰ γίνη μετά, γιατὶ οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας ἔχουν ἄλλο τυπικό, τὴν ἁμαρτία τὴν ἔκαναν μόδα. Ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἐλεήση. Κοιτάξετε ὅσο μπορεῖτε νὰ μὴν τὸ ἀποπαίρνετε, ὅπως ἀνέφερα, γιὰ νὰ μὴν κόψη τὸ σκοινὶ καὶ φύγη ἀπὸ τὴν οἰκογένεια, γιατὶ θὰ συνέλθη μετὰ καὶ δὲν θὰ θέλη νὰ πλησίαση ἀπὸ ἐγωισμό, ὁπότε θὰ χαθῆ τελείως…

…Νὰ κάνετε ἕνα μικρὸ διάστημα ὑπομονή, νὰ παραβλέπετε τὶς ἀταξίες της, νὰ σᾶς πλησιάση λίγο περισσότερο καὶ τότε νὰ βρῆτε καμιὰ ἀφορμὴ μὲ τρόπο νὰ τὴν συμβουλέψετε… Πάντως μὴ στενοχωρεῖσθε, δὲν θὰ ἀφήση ὁ Θεός, οὔτε καὶ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας (τώρα) θὰ τὶς κρίνη τὸ ἴδιο μὲ τὶς ἁμαρτίες τῶν παιδιῶν τῆς δικῆς μας (τότε, παλιότερης) ἐποχῆς.

Εὔχεσθε, καὶ ἐγὼ θὰ εὔχομαι, καὶ ὁ καλὸς Θεὸς νὰ βοηθήση καὶ τὸ παιδί σας καὶ ὅλα τὰ παιδιά σας καὶ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου.

Μὲ ἀγάπη Χριστοῦ

Μοναχὸς Παΐσιος

(Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης)

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

 


Ἄλλο τυπικὸ ἔχουν

Μία νύχτα πῆγε στὸ Κελλὶ τοῦ Παπα-Τύχωνα ἕνας κοσμικὸς νὰ τὸν ληστέψη. Ἀφοῦ βασάνισε ἀρκετὰ τὸν Γέροντα -τοῦ ἕσφιγγε τὸν λαιμὸ μὲ ἕνα σχοινί-, εἶδε ὅτι δὲν ἔχει χρήματα καὶ ξεκίνησε νὰ φύγη. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε, ὁ Παπα- Τύχων τοῦ εἶπε:

«Θεὸς συγχωρέσοι, παιδί μου». Ὁ κακοποιὸς αὐτὸς πῆγε νὰ ληστέψη καὶ ἄλλον Γέροντα, ἀλλὰ ἐκεῖ τὸν ἔπιασε ἡ ἀστυνομία καὶ ὁμολόγησε μόνος του ὅτι εἶχε πάει καὶ στὸν Παπα-Τύχωνα. Ὁ ἀστυνόμος ἔστειλε χωροφύλακα νὰ πάρη τὸν Παπα-Τύχωνα γιὰ ἀνάκριση, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν ἤθελε νὰ πάη.

«Ἐγὼ παιδί μου, ἔλεγε, συγχώρεσα τὸν κλέφτη μὲ ὅλη τὴν καρδιά μου».

Ὁ χωροφύλακας ὅμως δὲν ἔδινε καθόλου σημασία στὰ λόγια του.

«Ἄντε, γρήγορα, Γέροντα, τοῦ ἔλεγε! Ἐδῶ δὲν ἔχει «συγχώρησον» καὶ «εὐλόγησον».

Τελικά, ἐπειδὴ ὁ Γέροντας ἔκλαιγε σὰν μωρὸ παιδί, τὸν λυπήθηκε ὁ διοικητὴς καὶ τὸν ἄφησε νὰ γυρίση στὸ Κελλί του. Ὅταν μετὰ θυμόταν ὁ Γέροντας αὐτὸ τὸ περιστατικό, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ συγχωρέση στὸ μυαλό του: «Πά-πά-πά, παιδί μου, ἔλεγε, αὐτοὶ οἱ κοσμικοὶ ἄλλο τυπικὸ ἔχουν δὲν ἔχουν τὸ «εὐλόγησον» καὶ τὸ «Θεὸς συγχωρέσοι»!

Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

 


Ἡλικία τῆς γλαυκῆς θύμησης

Ἐλαιῶνες κι ἀμπέλια μακριὰ ὡς τὴ θάλασσα
Κόκκινες ψαρόβαρκες μακριὰ ὡς τὴ θύμηση
Ἔλυτρα χρυσὰ τοῦ Αὐγούστου στὸν μεσημεριάτικο ὕπνο
Μὲ φύκια ἢ ὄστρακα. Κι ἐκεῖνο τὸ σκάφος
Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, ποὺ διαβάζεις ἀκόμη
στὴν εἰρήνη τὸν κόλπου τῶν νερῶν ἔχει ὁ Θεός.

Περάσανε τὰ χρόνια φύλλα ἢ βότσαλα
Θυμᾶμαι τὰ παιδόπουλα τοὺς ναῦτες ποὺ ἔφευγαν
Βάφοντας τὰ πανιὰ σὰν τὴν καρδιά τους
Τραγουδοῦσαν τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντα.
Κι εἶχαν ζωγραφιστοὺς βοριάδες μὲς στὰ στήθια.

Τί γύρευα ὅταν ἔφτασες βαμμένη ἀπ᾿ τὴν ἀνατολὴ τὸν ἥλιου
Μὲ τὴν ἡλικία τῆς θάλασσας στὰ μάτια
Καὶ μὲ τὴν ὑγεία τὸν ἥλιου στὸ κορμὶ - τί γύρευα
Βαθιὰ στὶς θαλασσοσπηλιὲς μὲς στὰ εὐρύχωρα ὄνειρα
Ὅπου ἄφριζε τὰ αἰσθήματά του ὁ ἄνεμος;
Ἄγνωστος καὶ γλαυκὸς χαράζοντας στὰ στήθια μου
τὸ πελαγίσιο του ἔμβλημα.
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ δάχτυλα ἔκλεινα τὰ δάχτυλα
Μὲ τὴν ἄμμο στὰ μάτια ἔσφιγγα τὰ δάχτυλα
Ἦταν ἡ ὀδύνη

Θυμᾶμαι ἦταν Ἀπρίλης ὅταν ἔνιωθα πρώτη
φορᾶ τὸ ἀνθρώπινο βάρος σου.
Τὸ ἀνθρώπινο σῶμα σου πηλὸ κι ἁμαρτία
Ὅπως τὴν πρώτη μέρα μας στὴ γῆ.
Γιόρταζαν οἱ ἀμαρυλλίδες - Μὰ θυμᾶμαι πόνεσες
Ἤτανε μία βαθιὰ δαγκωματιὰ στὰ χείλια
Μία βαθιὰ νυχιὰ στὸ δέρμα κατὰ κεῖ ποὺ
χαράζεται παντοτινὰ ὁ χρόνος.

Σ᾿ ἄφησα τότες
Καὶ μία βουερὴ πνοὴ σήκωσε τ᾿ ἄσπρα σπίτια
Τ᾿ ἄσπρα αἰσθήματα φρεσκοπλυμένα ἐπάνω
Στὸν οὐρανὸ ποὺ φώτιζε μ᾿ ἕνα μειδίαμα.
Τώρα θά ῾χω σιμά μου ἕνα λαγήνι ἀθάνατο νερό
Θά ῾χω ἕνα σχῆμα λευτεριᾶς ἀνέμου ποὺ κλονίζει
Κι ἐκεῖνα τὰ χέρια σου ὅπου θὰ τυραννιέται ὁ ἔρωτας
Κι ἐκεῖνο τὸ κοχύλι σου ὅπου θ᾿ ἀντηχεῖ τὸ Αἰγαῖο.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Τρίτη 18 Απριλίου 2023

 


Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

Θέλεις ὅμως νὰ δεῖς καὶ τώρα θαύματα; Θὰ σοῦ δείξω. Καὶ μάλιστα πιὸ μεγάλα ἀπ᾿ τὰ προηγούμενα: Ὄχι ἕνα νεκρὸ ν᾿ ἀνασταίνεται, ὄχι ἕνα τυφλὸ νὰ ξαναβλέπει, ἀλλὰ τὴ γῆ ὁλόκληρη νὰ ἐγκαταλείπει τὸ σκοτάδι τῆς πλάνης.
Μεγίστη ἀπόδειξη τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ὅτι ὁ Ἐσφαγμένος Χριστὸς ἔδειξε μετὰ τὸν θάνατο τόση δύναμη, ὥστε ἔπεισε τοὺς ζωντανοὺς νὰ περιφρονήσουν καὶ πατρίδα καὶ σπίτι καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς καὶ τὴν ἴδια τὴ ζωή τους γιὰ χάρη του καὶ νὰ προτιμήσουν μαστιγώσεις καὶ κινδύνους καὶ θάνατο. Αὐτὰ δὲν εἶναι κατορθώματα νεκροῦ κλεισμένου στὸν τάφο, ἀλλὰ ἀναστημένου καὶ ζωντανοῦ.
Πρόσεξε παρακαλῶ: Οἱ ἀπόστολοι, ὅταν μὲν ζοῦσε ὁ Διδάσκαλος, ἀπὸ τὸν φόβο τους τὸν πρόδωσαν κι ἐξαφανίσθηκαν ὅλοι. Ὁ Πέτρος μάλιστα τὸν ἀρνήθηκε μὲ ὅρκο τρεῖς φορές. Ὅταν ὅμως πέθανε ὁ Χριστός, αὐτὸς ποὺ τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς καὶ πανικοβλήθηκε μπροστὰ σὲ μιὰν ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ν᾿ ἀψηφήσει ὁλόκληρο λαὸ καὶ μέσ᾿ στὴ μέση τοῦ Ἰουδαϊκοῦ ὄχλου νὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶς καὶ ταφεὶς ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ ὅτι ἀνέβηκε στὰ οὐράνια. Καὶ τὰ κήρυξε ὅλα αὐτὰ χωρὶς νὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερὴ μανία τῶν ἐχθρῶν καὶ τὶς συνέπειες.

Ποῦ βρῆκε αὐτὸ τὸ θάρρος; Ποῦ ἀλλοῦ, παρὰ στὴν Ἀνάσταση. Τὸν εἶδε καὶ συνομίλησε μαζί του καὶ ἄκουσε γιὰ τὰ μέλλοντα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύναμη νὰ πεθάνει γι᾿ Αὐτὸν καὶ νὰ σταυρωθεῖ μὲ τὴν κεφαλὴ πρὸς τὰ κάτω. Τὸ ἐξόχως σπουδαῖο εἶναι ὅτι ὄχι μόνο ὁ Πέτρος καὶ ὁ Παῦλος καὶ οἱ λοιποὶ ἀπόστολοι, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἰγνάτιος, ποὺ οὔτε κὰν τὸν εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συντροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γιὰ χάρη του, ὥστε γι᾿ Αὐτὸν πρόσφερε θυσία τὴ ζωή του. Καὶ μόνο ὁ Ἰγνάτιος καὶ οἱ ἀπόστολοι; Καὶ γυναῖκες καταφρονοῦν τὸν θάνατο, πού, πρὶν ἀναστηθεῖ ὁ Χριστός, ἦταν φοβερὸς καὶ φρικώδης ἀκόμη καὶ σὲ ἄνδρες καὶ μάλιστα ἁγίους.

Ποιός τοὺς ἔπεισε ὅλους αὐτοὺς νὰ περιφρονήσουν τὴν παροῦσα ζωή; Φυσικὰ δὲν εἶναι κατόρθωμα ἀνθρώπινης δυνάμεως νὰ πειστοῦν τόσες μυριάδες, ὄχι μόνο ἀνδρῶν, ἀλλὰ καὶ γυναικῶν καὶ παρθένων καὶ μικρῶν παιδιῶν, νὰ πειστοῦν νὰ θυσιάσουν τὴν παροῦσα ζωή, νὰ τὰ βάλουν μὲ θηρία, νὰ περιγελάσουν τὴ φωτιά, νὰ καταπατήσουν κάθε εἶδος τιμωρίας καὶ νὰ σπεύσουν πρὸς τὴ μέλλουσα ζωή!

Καὶ ποιός, παρακαλῶ, τὰ κατόρθωσε ὅλ᾿ αὐτά; Ὁ νεκρός; Ἀλλὰ τόσοι νεκροὶ ὑπῆρξαν καὶ κανένας δὲν ἔκανε τέτοια πράγματα. Μήπως ἦταν μάγος καὶ ἀγύρτης; Πλῆθος μάγοι καὶ ἀγύρτες καὶ πλάνοι πέρασαν, ἀλλὰ ξεχάστηκαν ὅλοι, χωρὶς ν᾿ ἀφήσουν τὸ παραμικρὸ ἴχνος μαζὶ μὲ τὴ ζωή τους ἔσβησαν κι οἱ μαγγανεῖες τους. Ἡ φήμη ὅμως κι ἡ δόξα κι οἱ πιστοὶ τοῦ Χριστοῦ κάθε μέρα αὐξάνουν κι ἁπλώνονται σ᾿ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Οἱ ἄπιστοι φρίττουν κι οἱ πιστοὶ διακηρύττουν:

Χριστὸς ἀνέστη! Ἀληθῶς ἀνέστη!

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Δευτέρα 17 Απριλίου 2023


Τὸ κέντημα τοῦ μαντηλιοῦ
Στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ ξανθὴ κάθεται κόρη
κι ὡριόπλουμο λευκὸ χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι.
Τὴν θάλασσα κεντάει, μὲ τὰ νησιά της ὅλα,
κεντάει τὸν οὐρανὸ μὲ τὰ λαμπρά του ἀστέρια,
τὴ γῆ μὲ τὰ πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὡραῖα λουλούδια,
κεντάει κ᾿ ἕνα βουνό, ψηλὸ ψηλὸ καὶ μέγα:
τὸ χάραμα γλυκὰ προβάλει στὴν κορφή του
καὶ βάφεται ἡ κορφὴ καὶ τ᾿ οὐρανοῦ ἡ λουρίδα
ροδόλευκη, νερὰ καθάρια κι ἀσημένια
τὰ διάπλατα πλευρὰ ξετρέχουν κι αὐλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ἰσκιωμένα ὀρμάνια
κεντάει στὶς λαγκαδιὲς μὲ πράσινο μετάξι
στοὺς ὄχτους, στὰ ριζά, κοπάδια ἀσπρολογᾶνε
καὶ φαίνονται οἱ βοσκοί, καὶ στ᾿ ὄμορφο κεντίδι
φλογέρες λὲς κι ἀκοῦς, λὲς καὶ γρικᾷς τραγούδια,
βελάσματα βραχνὰ καὶ ἠχοῦς ἀπὸ τρουκάνια.
Στὰ πόδια τοῦ βουνοῦ κεντάει γαλάζια λίμνη
μὲ καλαμιὲς χρυσές, ἕνας ψαρᾶς στὴν ἄκρη
πεζόβολον κρατεῖ καὶ δόλωμα ἑτοιμάζει,
κάμπον πλατὺν-πλατὺν μὲ σμαραγδένιο νῆμα
ὁλόγυρα κεντάει, στὴ μέση ἀπὸ τὸν κάμπο,
ποτάμι σιγαλὸ καὶ φιδωτὸ ξομπλιάζει,
μὲ δάφνες, μὲ μυρτιὲς καὶ μὲ δασιὰ πλατάνια,
μὲ ἀηδόνια, μὲ φωλιές, καὶ στὸ πανώριο ξόμπλι
τὸν φλοῖβο τοῦ νεροῦ θαρρεῖς κι ἀκοῦς, τῆς δάφνης
τὸν μύρο, τῆς μυρτιᾶς, θαρρεῖς ὅτι ἀνασαίνεις,
πὼς τὸν κελαηδισμὸ τῶν ἀηδονιῶν ξανοίγεις,
πὼς νιώθεις τὸ ἁπαλό της φυλλουργιᾶς μουρμούρι...
Στὴν ἀκροποταμιὰν ἀλάφι ζωγραφίζει,
ποὺ σκύφτει τὰ νερὰ νὰ πιεῖ, τὰ κρυσταλένια,
καί, ξάφνου, σαϊτιὰ στὴν πλάτη τὸ λαβώνει,
στρέφεται αὐτό, κοιτάει μὲ πόνο τὴν πληγή του,
πάσχει ν᾿ ἀπαλλαχτεῖ, δὲ δύνεται τὸ μαῦρο,
κι ἀπὸ τὸν οὐρανόν, ἀπὸ τὰ δένδρα γύρα
βοήθεια λὲς ζητάει...
Ὁλόυρα ἀπὸ τὸν κάμπο,
πλῆθος μικρὰ χωριὰ κεντάει, χωράφια ὀλλοῦθε
μὲ ὁλόχρυσα σπαρτά, μὲ θυμωνιές, μὲ ἁλώνια,
πράσινα ἀμπέλια ἀλλοῦ, μὲ κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σὰν φλουριά, κ᾿ ἔμορφα κοπελούδια,
ποὺ μπαίνουν μὲ πλεχτὰ καλάθια καὶ τρυγᾶνε.
Γάμον ἀρχοντικὸ σ᾿ ἕνα χωριὸ πλουμίζει,
μὲ νύφην, μὲ γαμπρό, μὲ φλάμπουρα, μὲ ψίκι,
δράκους ἀλλοῦ κεντάει, καὶ λάμιες καὶ νεράϊδες,
κεντάει κ᾿ ἕναν γιαλὸ μὲ ζαφειρένια πλάτια,
στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὴν ἴδια τὴν θωριά της
ὁλόφαντη ἱστορεῖ ἀπὸ ὀμορφιὰν καὶ νιότη
καὶ πλοῦτον καὶ ἀρχοντιά, καὶ στὰ λευκά της χέρια
τ᾿ ἀργόχειρο κρατεῖ, τ᾿ ὡριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι τοῦ γαμπροῦ, τοῦ γάμου της κανίσκι,
ἀνάρια τὸ κεντάει κι ὅλο τοῦ λέει τραγούδια:
-Μαντίλι πλουμερὸ καὶ χρυσοκεντημένο,
ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ὁποῦ θὰ σ᾿ ἀποχτήσει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιὸς ποὺ μ᾿ ἕνα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ἀκριβό, κανίσκι θὰ σὲ πάρει;
Ποιὸς νἆναι τάχα ὁ νιός, ποὺ μ᾿ ἕνα φιλημά του,
γλυκὸ καὶ φλογερό, ἀπ᾿ τὸ λευκό μου χέρι
στὴν κλίνη τὴν ἁγνὴ θὰ μ᾿ ὁδηγήσει νύφην;
Ποιὸς νἆναι τάχα αὐτός; Πέτε μου, ἐσεῖς δεντράκια,
κ᾿ ἐσεῖς καλὰ πουλιά. Μουρμούρισέ μου ἀγάλια,
ἐσὺ ὡραῖε γιαλὲ καὶ γαλανὲ οὐρανέ μου!
Ἐσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δὲ μοῦ τὸν λές, γιατί δὲ μοῦ τὸν δείχνεις,
γιατί μία ὡραῖα βραδιὰ κρυφὰ δὲ μοῦ τὸν φέρνεις,
σὰν ὄνειρο χρυσό, γλυκὰ στὴν ἀγκαλιά μου;
Κώστας Κρυστάλλης

Κυριακή 16 Απριλίου 2023


Τέκνα φωτός καί υἱοί τῆς Ἀναστάσεως
Μέ τήν Χάρι τοῦ Σταυρωθέντος καί Ἀναστάντος Κυρίου μας ἑορτάσαμε καί ἐφέτος τά ἁγία Πάθη καί τήν ἔνδοξο Ἀνάστασή Του.
Μᾶς δόθηκε γιά μία ἀκόμη φορὰ στό διάστημα τῆς προσκαίρου ἐπιγείου ζωῆς μας ἡ δυνατότητα νά γίνουμε θεατές τῆς ἄκρας ταπεινώσεως καί εὐσπλαχνίας Του, ποὺ ὑπερβαίνουν τήν ἱκανότητα τῆς λογικῆς μας κατανοήσεως.
Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ παραδίδεται εἰς τό σταυρωθῆναι. Σέ κάθε φάση τοῦ ἁγίου Του Πάθους βλέπουμε νά ἐγκαταλείπεται, ταπεινώνεται καί ἐξουδενώνεται ὅλο καί περισσότερο ἀπό τούς ἀνθρώπους. Στόν Σταυρό κορυφώνεται ἡ ἀτίμωσις καί ἐξουδένωσίς Του. Τελικά ἄπνους παραδίδεται στόν παγερό Τάφο.
Δέν ὑπάρχει κατώτερο σημεῖο ταπεινώσεως νά κατεβεῖ ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας. Κατέρχεται στά κατώτερα μέρη τῆς γῆς. Ὅλα αὐτά τά πάσχει ἀπό ἀγάπη γιά μᾶς τούς σταυρωτές του καί ἀπό ἀγάπη καί ὑπακοή στόν Πατέρα Του, «γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ Σταυροῦ».
Κανείς ἄνθρωπος δέν ταπεινώθηκε καί ἐξευτελίστηκε ποτέ ὅσο ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Γιατί κανείς, ὅσο καί ἐάν ταπεινώθηκε, δέν ἦταν οὔτε ἀναμάρτητος οὔτε Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Σ' αὐτή τήν ἐσχάτη ταπείνωση τοῦ Τάφου ἀνατέλλει ἡ Ζωή.
«Προσκυνοῦμεν Σου τά Πάθη Χριστέ, δεῖξον ἡμῖν καί τήν ἔνδοξόν Σου Ἀνάστασιν».
Θέλουμε νά ἀναστηθοῦμε μαζί Σου. Θέλουμε νά συμμερισθοῦμε τήν καινή καί ἄφθαρτο ἀναστημένη ζωή Σου. Θέλουμε μέ τό Φῶς τῆς Ἀναστάσεώς Σου νά διαποτίσης καί τήν ἰδική μας ὕπαρξη καί νά διαλύσης κάθε σκοτάδι πού ἐμφωλεύει μέσα μας. Θέλουμε νά γίνουμε τέκνα φωτός καί υἱοί τῆς Ἀναστάσεως.
Σέ εὐχαριστοῦμε, γιατί στό Ἅγιο Βάπτισμα μᾶς ἔδωσες τήν χάρι νά συνταφοῦμε καί νά συναναστηθοῦμε μαζί Σου. Σέ εὐχαριστοῦμε, γιατί μέ τά Ἅγιά Σου Μυστήρια συνεχῶς μᾶς μεταδίδεις τήν θεία Ζωή Σου.
Σέ εὐχαριστοῦμε, γιατί μέσα μας ἐγκαινίασες ἤδη τά σπέρματα τῆς ἀθανασίας καί ἀφθαρσίας.
Δῶσε μας τήν Χάρι Σου κάθε ἡμέρα νά σταυρώνουμε διά τῆς μετανοίας τόν παλαιό ἄνθρωπο (μέ τά πάθη καί τίς κακές ἐπιθυμίες του) καί νά σηκωνόμαστε σέ μιὰ ἀναστημένη ζωή.
Ἐλευθέρωσέ μας ἀπό τά θανατηφόρα ἔργα τῆς ἁμαρτίας καί ἔνδυσέ μας μέ τόν φωτεινό Σου χιτῶνα.
«Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι, προσκυνήσωμεν Ἅγιον, Κυρίον Ἰησοῦν, τόν μόνον ἀναμάρτητον».
Αὐτῷ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας. Ἀμήν.
Ἅγιον Πάσχα 1987
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023


Σταλαγματιὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ
Ὅλα μᾶς διδάσκουν καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν Θεό. Ὅλα γύρω μας εἶναι σταλαγματιὲς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Καὶ τὰ ἔμψυχα καὶ τὰ ἄψυχα καὶ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα καὶ τὰ πουλιὰ καὶ τὰ βουνὰ καὶ ἡ θάλασσα καὶ τὸ ἡλιοβασίλεμα καὶ ὁ ἔναστρος οὐρανός. Εἶναι οἱ μικρὲς ἀγάπες, μέσα ἀπ’ τὶς ὁποῖες φθάνομε στὴ μεγάλη Ἀγάπη, τὸν Χριστό.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Πέμπτη 13 Απριλίου 2023



Ἐπιτάφιος εἰς τὰ χωρία
Φίλος τις, μεθ᾿ οὗ συνωδοιπόρουν τὰς ἡμέρας ταύτας, ἰσχυρίζετο ὅτι πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων τῆς σήμερον προτιμῶσι νὰ ἐκκλησιάζωνται εἰς μικροὺς ναΐσκους ἢ εἰς μεγάλους καὶ πολυτελεῖς ναούς. Ἡ παρατήρησις αὕτη ἔχει τι ὀρθόν, καὶ ἡ ἰδιότροπος εὐλάβεια τῶν τοιούτων πιστῶν δὲν φαίνεται ἄτοπος, ὅταν μάλιστα ἀναλογισθῶμεν ὅτι κυριολεκτικῶς ἡ πολυτέλεια εἰς τοὺς ναοὺς εἶναι ἀπηγορευμένη. Τὸ ἰδιάζον εἰς τοὺς χριστιανικοὺς ναοὺς γνώρισμα εἶναι ἡ σεμνότης καὶ μεγαλοπρέπεια, τὸ γνώρισμα δὲ τοῦτο δὲν ἀποκλείει ἡ εὐτέλεια. Ἐνθυμεῖσθε τὸν ὑπὸ Περικλέους ἐπιτάφιον παρὰ Θουκυδίδῃ. «Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ᾿ εὐτελείας», ἔλεγεν ὁ μέγας πολιτικὸς τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν, ὅστις ἐμελέτησε πολὺ καὶ ἐψυχολόγησεν ἐπὶ τοῦ βίου τῶν συμπολιτῶν του. Τῷ ὄντι ἡ εὐτέλεια οὐδὲν ἄλλο εἶναι ἢ ἁπλότης, ὁ τύπος δὲ ὁ χριστιανικός, ὡς καὶ ὁ ἀρχαῖος ἑλληνικός, θηρεύει τὴν ἁπλότητα. Τὰ κίβδηλα καὶ ψευδόχρυσα, τὰ ὁποῖα βλέπετε εἰς ἕνα ἢ δύο τῶν ἀθηναϊκῶν ναῶν, καὶ ὑπούλως καὶ θρασέως εἰσαγόμενα, ἀναρμοδίως ὅλως, ὑπὸ ἀνθρώπων ἀμαθῶν καὶ ἀπειροκάλων, δῆθεν ἐπιτρόπων τῶν ναῶν τούτων, ἔπρεπε ν᾿ ἀπαγορευθῶσιν ὑπὸ τῆς μόνης ἁρμοδίας κεντρικῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀρχῆς, κυριαρχικὰ ἐξασκούσης δικαιώματα, κατ᾿ αὐτὸ τὸ πολιτικόν μας Σύνταγμα, ἐπὶ τῶν καθαρῶς ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἀλλ᾿ ἐλλείψει τοιαύτης Ἀρχῆς ἕκαστος πράττει κατὰ τὸ δοκοῦν αὑτῷ, εἰσάγων εἰς τοὺς ἱεροὺς ναοὺς καινὰ καὶ ξενότροπα, νόθα καὶ ἀπηγορευμένα, καὶ δὲν εἶναι παράδοξον οἱ οὕτω πράττοντες νὰ νομίζωσιν ὅτι ὑπηρετοῦσι δῆθεν τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ ὅτι εἶναι ἄξιοι ἐπαίνων καὶ στεφάνων διὰ τὸν ζῆλόν  των. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἕνα παραδεδεγμένον τύπον, ὃν οὐδεὶς δύναται ἀποινεὶ νὰ παραβῇ, καὶ ρητῶς ἀπαγορεύεται πᾶσα καινοτομία εἴτε εἰς τὴν ἀρχιτεκτονικὴν καὶ γραφικὴν καὶ τὴν λοιπὴν τῶν ναῶν διακόσμησιν, εἴτε εἰς τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ἄλλην λατρείαν.
Φυγὼν τῆς ἡμέρας ταύτης τὴν βοὴν καὶ τὸν θόρυβον τῆς μικρᾶς ταύτης Βαβυλῶνος, τῆς ἑλληνικῆς πρωτευούσης, ἀπῆλθον μεθ᾿ ἑνὸς φίλου νὰ ἑορτάσω τὸ Πάσχα εἰς ἓν τῶν μεσογείων τῆς Ἀττικῆς χωρίων. Ἤλπι- ζον νὰ εὕρω εὐλαβῆ τινα ἱερέα, ὅστις νὰ ἠξεύρῃ ἀρκετὰ γράμματα, ὥστε ἀναγινώσκων τὰ Εὐαγγέλια νὰ μὴ λέγῃ «τοῖς γραμματοῖς» ἀντὶ «τοῖς γραμματεῦσι», νὰ ἔχῃ δὲ καὶ ἀρκετὴν συστολήν, ὥστε νὰ μὴ θεωρῇ τὸ ἱερὸν Βῆμα ὡς παρασκήνιον, ὅπου νὰ διαπληκτίζηται ἀνέτως μετὰ τῶν συλλειτουργῶν του. Καὶ ἠξιώθην τοῦ ποθουμένου. Εὗρον ἱερέα ὅστις ἀπήγγειλε ταπεινῶς μὲν ἀλλ᾿ ἀπταίστως καὶ τὰ δώδεκα Εὐαγγέλια τῆς ἀκολουθίας τῶν Ἁγίων Παθῶν. Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχωσι πολλοὶ τοιοῦτοι εἰς τὰ χωρία, ἀλλὰ τέλος ὑπῆρξα εὐτυχής. Εὗρον ἱερέα ὅστις ἤξευρε καλῶς τὴν τάξιν τῆς Ἀκολουθίας, οὐδεμίαν δὲ ἀταξίαν ἢ χασμωδίαν ἐπέτρεπεν. Ἀλλ᾿ εὗρον καὶ λογικὸν ποίμνιον εὐλαβῶς ἀκροαζόμενον τῆς Ἀκολουθίας, δὲν εἶδον δὲ παῖδας ἢ γυναῖκας ἀσυστόλως φλυαρούσας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, οὔτε εἶδον ἐπιτρόπους περιποιουμένους τὰς εὐσεβεῖς κυρίας, καὶ προσφέροντας αὐταῖς καθίσματα. Δὲν ὑπῆρχον ἐκεῖ κυρίαι, ἀλλὰ γυναῖκες, καὶ τοῦτο εἶναι μέγα πλεονέκτημα. Μία μόνη κυρία ὑπῆρχεν ἐκεῖ ἐντὸς τοῦ ναοῦ, ἡ Παναγία.
Ἔμεινα οὕτω ἀκροώμενος μέχρι τέλους τῆς ἀκολουθίας καὶ ἀσπασθεὶς τὸν Ἐσταυρωμένον, ἀπῆλθον νὰ κοιμηθῶ εἰς τὸν ταπεινὸν οἶκον τοῦ ξενίζοντός με χωρικοῦ φίλου μου. Τὴν ἐπαύριον περὶ ὥραν δεκάτην τῆς πρωίας, ψαλλομένου τοῦ ἑσπερινοῦ, προυτάθη ἐν μέσῳ τῷ ναῷ τὸ κουβούκλιον τοῦ Ἐπιταφίου, καὶ οἱ εὐλαβεῖς χωρικοὶ ἐκόμισαν εὐώδη ἄνθη, ρόδα καὶ ἴα καὶ λιβανωτίδα ἐν ἀφθονίᾳ πρὸς διακόσμησιν τοῦ ἐπιταφίου. Ὁ καὶ ἄλλως εὐώδης ναὸς ἐμυροβόλησε. Δύο δὲ γηραιαὶ χωρικαί, καθίσασαι ἐν τῷ ναῷ μετὰ τὸ τέλος τοῦ ἑσπερινοῦ, ὑπεψιθύριζον χθαμαλῇ τῇ φωνῇ ἀλβανικὸν μοιρολόγιον τοῦ Χριστοῦ, οὗ δὲν ἠδυνήθην ν᾿ ἀντιληφθῶ τὰς λέξεις.
Περὶ ὥραν ὀγδόην τῆς ἑσπέρας ἀντήχησεν ὁ μικρὸς κώδων τοῦ ταπεινοῦ παρεκκλησίου, καὶ οἱ χωρικοὶ συνέδραμον ν᾿ ἀκούσωσι τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Ἐπιταφίου. Δύο χωρικοὶ ψάλται ἔψαλλον μὲ ἀλβανικὴν προφοράν, ἀλλ᾿ ὄχι μὲ πολλὰς παραφωνίας, τὸ «Σινδόνι καθαρᾷ» καὶ τὸ «Κύματι θαλάσσης». Κατὰ δὲ τὴν θ´ ᾠδήν, «Μὴ ἐποδύρου μου, μῆτερ» ὁ ἱερεὺς ἐθυμίασε τὸν λαόν. Μετὰ τὴν Καταβασίαν, ὁ λαὸς ἤναψε τὰς λαμπάδας, καὶ ὁ ἱερεὺς ἐξελθὼν πάλιν ἤρχισε τὰ Ἐγκώμια. Σημειωτέον δὲ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἀκριβὴς τηρητὴς τῶν Τυπικῶν, διέταξε πρότερον ν᾿ ἀναγνωσθῇ ὁ Ἄμωμος, καλῶς παρατηρήσας ὅτι δύσκολον μὲν νὰ στιχολογηθῇ οὗτος ἅμα ψαλλομένων τῶν Ἐγκωμίων, διότι, εἶπε, τὰ τοιαῦτα τυπικώτερα δὲν εὐδοκιμοῦσιν ἐν τοῖς κοσμικοῖς ναοῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸ Τυπικὸν τῆς Μ. Ἐκκλησίας ὁ Ἄμωμος οὐχ ἧττον ἀναγινώσκεται, καὶ πρέπει ν᾿ ἀναγνωσθῇ. Καὶ ἠκούσθησαν λοιπὸν ἐκεῖ, ἐν καταλλήλῳ ἡσύχῳ τόπῳ, ὅπου οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀνυπομονοῦσι πολύ, οἱ κατανυκτικώτατοι στίχοι τοῦ θεσπεσίου Δαυίδ. «Εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἐπιλάθωμαι τῶν δικαιωμάτων σου, ὅτι σὺν αὐτοῖς ἔζησάς με. Ἀγαλλιάσομαι ἐγὼ ἐπὶ τὰ λόγιά σου, ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά. Διὰ τοῦτο ἠγάπησα τὰς ἐντολάς σου ὑπὲρ χρυσίον καὶ τοπάζιον. Ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγιά σου, ὑπὲρ μέλι τῷ στόματί μου» κτλ. κτλ.
Ἐν τῇ πρώτῃ στάσει τῶν Ἐγκωμίων εὑρέθησαν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ αὐτοσχέδιοι ψάλται. Ἐν τῇ δευτέρᾳ περιωρίσθησαν εἰς ἓξ καὶ ἐν τῇ τρίτῃ ηὐξήθησαν αἴφνης εἰς δέκα. Αἴτιον τούτου εἶναι ὅτι τὸ μὲν συντομώτατον «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι» εὐκόλως ᾄδεται ὑπὸ τοῦ πλήθους, τὸ δὲ «Ἄξιόν ἐστι μεγαλύνειν σε», ἔχον εἶδος τι μουσικῆς στροφῆς, δυσκολώτερον τοῖς φαίνεται. Οἱ ἐπίκουροι οὗτοι ψάλται ἦσαν εὔρωστοι χωρικοὶ νεανίαι, καὶ δὲν τὰ ἔλεγον μὲν ἀπταίστως, ἀλλὰ δὲν τὰ ἐδολοφόνουν ἀσυνειδήτως. Μόνος εἷς παραφώνως καὶ ἀτάκτως ἔψαλλε, καὶ οὗτος ἦτο διδάκτωρ τῆς νομικῆς.
Μετὰ τὴν συμπλήρωσιν τῶν Ἐγκωμίων ἐψάλησαν ἀργῶς τὰ Εὐλογητάρια, οἱ Αἶνοι καὶ ἡ Δοξολογία, καὶ εἶτα δύο ρωμαλέοι χωρικοὶ ἦραν τὸ κουβούκλιον τοῦ Ἐπιταφίου λαμπρόφωτον καὶ ἀνθοστόλιστον, καὶ ἤρξατο ἡ λιτανεία ἐντὸς τοῦ χωρίου καὶ πέριξ αὐτοῦ. Ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, μεθ᾿ ὅλον τὸν καταπνέοντα τῆς Πεντέλης ψυχρὸν ἄνεμον, ἐξῆλθεν ἀσκεπὴς τοῦ ναοῦ, καὶ τετράκις διέταξε στάσιν καὶ ἔκαμεν αἰτήσεις, ὁ δὲ λαὸς ἔψαλλε τὸ Κύριε ἐλέησον. Βραγχνόφωνος ψάλτης, ὅστις δὲν ἠξεύρω πῶς εὑρέθη ἐκεῖ, ἔψαλλε «Τὸν ἥλιον κρύψαντα».
Κατὰ τὴν εἰς τὸν ναὸν ἐπάνοδον μετὰ τὸ «Ἄρατε πύλας», οἱ φέροντες τὸν Ἐπιτάφιον χωρικοί, σταθέντες παρὰ τὰς παραστάδας τῆς θύρας, ὕψωσαν εἰς τὸ ὑπέρθυρον τοῦ ναοῦ τὸ ἱερὸν κουβούκλιον, καὶ πάντες οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου, κύψαντες ἐν ταπεινώσει διῆλθον ὑποκάτω τοῦ Ἐπιταφίου, κατὰ τὸ ἐν τοῖς χωρίοις ἔθιμον. Ἔληξε δὲ ἡ ἀκολουθία τὴν ἑνδεκάτην ὥραν, καὶ πάντες ἀπήλθομεν νὰ κατακλιθῶμεν, γλυκείας φέροντες ἐντυπώσεις.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης