Σάββατο 1 Απριλίου 2023

 


Κάποιοι ταπεινοί

Μπορεῖ ἐγὼ νὰ μιλάω γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ μιλάω γιὰ τὴν ταπείνωση καὶ ταυτόχρονα ἀπὸ μέσα μου νὰ ἀναδύεται μία ἀποφορὰ ἐγωισμοῦ· νὰ μιλάω γιὰ ἡσυχία καὶ νὰ σᾶς ταράσσω. Βέβαια ὑπάρχουν οἱ Ἅγιοι, ὑπάρχουν οἱ φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, κι αὐτοὶ ποὺ φανερώνουν τὴ χάρη τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ὁπωσδήποτε δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἐξωτερικὰ φαίνονται.

Νὰ σᾶς πῶ γιὰ παράδειγμα τὸ γιατί πήγαμε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Σήμερα βλέπετε ὅτι πολὺς κόσμος πάει στὸ Ἅγιον Ὄρος, ἐνῷ παλιὰ ἔλεγαν ὅτι ἦταν καταδικασμένο νὰ πεθάνει, κτλ. Ἐν τέλει, καθὼς περνᾶν τὰ χρόνια, νιώθομε ὅτι πήγαμε ἐκεῖ γιὰ κάποιους ἁπλοὺς μοναχούς, γιὰ κάποιους ἀγράμματους, γιὰ κάποιους ἀνύπαρκτους, γιὰ κάποιους ταπεινούς, ποὺ δὲν εἶχαν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους· κι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι σοῦ μετέδιδαν ἕνα ἄρωμα, ποὺ ἔφερνε τὴν Ἀνάσταση. Καὶ τότε λές: «Ναί, κάθομαι κοντὰ σ᾿ αὐτούς».

Τέτοιοι, ὅμως, ἄνθρωποι ἁπλοί, ἀνύπαρκτοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴ χάρη καὶ τὴ μεγαλοσύνη, ὑπάρχουν πάρα πολλλοὶ στὸν κόσμο, στὴν Ἑλλάδα. Ἀλλ᾿ ἡ ἀγωγή, ποὺ παίρνομε, μᾶς λέει πολλὲς φορὲς ὅτι αὐτὸ τὸ χρυσάφι εἶναι τενεκὲς καὶ νὰ τὸ ἀποφεύγουμε· καὶ νὰ θεωροῦμε τὸν τενεκὲ γιὰ χρυσάφι. Γι᾿ αὐτὸ βασανιζόμαστε. Γι᾿ αὐτὸ σᾶς λέω: Ἡσυχάστε λίγο στὸν ἑαυτό σας, βρεῖτε μία ὥρα, μισὴ ὥρα, κι ἕναν ἥσυχο τόπο, ὅπου θὰ εἶστε εἰλικρινεῖς με τὸν ἑαυτό σας. Καὶ θὰ δεῖτε ὅτι σιγὰ - σιγὰ ἀναπτύσσεται μέσα σας μιὰ δύναμη, ἡ ὁποία σπάει τὰ σίδερα τῆς ὁποιασδήποτε φυλακῆς...

Καὶ θὰ ἔχετε τὴν δύναμη καὶ τὴν αἴσθηση καὶ τὴν εὐαισθησία γιὰ νὰ βρίσκετε παντοῦ αὐτοὺς τοὺς μεγάλους ἁγίους, ὅπως εἶναι ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅπως εἶναι κάποιοι ταπεινοί, ποὺ βρίσκονται στὰ σπίτια σας, καὶ μπορεῖ νὰ εἶναι ὁ πατέρας, ἡ μάνα, ὁ παππούς, ἡ γιαγιὰ ἢ ἕνα μικρὸ παιδί. Ἀλλὰ πρὸ παντὸς ἔχομε πολλοὺς γέρους, πολλὲς γιαγιάδες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν αὐτὴ τὴν χάρη τὴ μεγάλη, ποὺ ἔχουν οἱ Ἁγιορεῖτες οἱ ταπεινοί, οἱ ὁποῖοι κάλεσαν ἐμᾶς στὸ Ἅγιον Ὄρος, μόνο μὲ τὸ νὰ ὑπάρχουν. Οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους, οἱ ὁποῖοι σὲ ἀγαποῦν πρὶν σὲ γνωρίσουν, σὲ σέβονται περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι ἀξίζεις. Κι ἔτσι μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο σὲ δεσμεύουν, σὲ ρίχνουν στὸ φιλότιμο καὶ σὲ ἔχουν δέσει χειροπόδαρα, μὲ τὸ νὰ σὲ ἀφήνουν ἐλεύθερο.

Πρὸ ἡμερῶν ἤμουν σὲ ἕνα σπίτι καὶ κουβέντιαζα μὲ τὸν πατέρα γιὰ μία δουλειά, ποὺ θὰ ἐξυπηρετοῦσε τὸ Μοναστήρι, ἐνῷ δίπλα ἦταν ἡ γυναῖκα του, σὲ ἕνα ἄλλο δωμάτιο, καὶ κάτι συλλάβιζε. Σκέφτηκα ὅτι θὰ μαθαίνει κάποιο ἐγγονάκι της νὰ διαβάζει, ἀλλ᾿ ὅταν ρώτησα: «Τί κάνει;», μοῦ εἶπαν ὅτι κάνει τὴν προσευχή της. Ὅταν τελειώσαμε τὴν δουλειὰ καὶ φεύγαμε, αὐτὴ ἦταν μέσα στὴν κουζίνα, εἶχε ἀνάψει τὸ καντήλι καὶ διάβαζε συλλαβιστὰ τὴν Παράκληση... Αὐτὴ ἡ ἄσχημη γριά, μὲ τὰ γυαλιά, ἦταν σὰν ἄγγελος. Καὶ λέω: «Κοίταξε, αὐτοὶ κρατοῦν τὸν κόσμο...». Κι αὐτὴ μέσα της εἶχε τὴν χαρά, ποὺ νικᾷ τὸν θάνατο. Γιατί δὲν εἶχε καμία ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό της, πὼς ἦταν κάτι σπουδαῖο· καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸν λόγο εἶχε μέσα της αὐτὴ τὴν ἀνάπαυση.

Εἶναι, λοιπόν, καλὸ νὰ πετύχει κανείς, νὰ βγεῖ πρῶτος στὰ μαθήματα, καὶ νὰ τὰ πετύχει ὅλα. Ἀλλ᾿ ἐν τέλει, ὅλα αὐτὰ εἶναι ἀνεπαρκῆ. Δὲν λέω νὰ μὴν ζητήσει κανεὶς νὰ ἔχει κάτι. Ἀλλὰ νὰ ἔχει ὅ,τι χρειάζεται γιὰ νὰ ἐπαρκεῖ, καὶ μετὰ νὰ ζητήσει πάση θυσία αὐτὸ τὸ ἕνα, τὸ ἐλάχιστο, τὸ ὁποῖο καταργεῖ τὸν θάνατο καὶ φωτίζει ἔσωθεν ὅλα τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ διαβατικά, καὶ τοὺς δίνει ἕνα φῶς καὶ μία αἴγλη αἰωνιότητος.

Αὐτὰ ποὺ σᾶς λέω, πιστεύω ὅτι τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν νομίζετε ὅτι δὲν τὰ καταλαβαίνετε, τὰ καταλαβαίνετε. Κι ἂν δὲν τὰ νιώθετε τώρα, θὰ τὰ νιώσετε λίγο ἀργότερα. Ἂν τὰ ἔλεγα κάπου ἀλλοῦ, σὲ μία ἄλλη χώρα, δὲν θὰ καταλάβαιναν τίποτε. Ἀλλ᾿ ἐσεῖς τὰ καταλαβαίνετε, γιατί ὑπάρχει στὴν γενιά σας ἡ γιαγιά, ἡ ὁποία ἡ ὁποία συλλαβίζει τὴν προσευχή, ἡ ὁποία ἀνάβει τὸ καντήλι. Ὑπάρχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ σοῦ λέει μία κουβέντα καὶ νιώθεις ὅτι σὲ ἀνέπαυσε ἐσωτερικά. Ὅπως ὁ Κύριος, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, ὅταν εἶδε τοὺς μαθητές Του στὸν αἰγιαλὸ καὶ τοὺς εἶπε νὰ βάλουν στὰ δεξιὰ τὰ δίχτυα, κτλ, κι ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι Αὐτὸς ἦταν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος τοὺς εἶπε αὐτὰ τὰ ἁπλὰ πράγματα.

Πολλοὶ «Θεοφόροι» ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ «Χριστοφόροι» κυκλοφοροῦν μεταξύ μας: εἶναι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι δὲν πληγώνουν κανέναν καὶ δὲν ἔχουν καμιὰ ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό τους. Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν μικρὸς καὶ δὲν ὑπῆρχαν πλυντήρια, μιὰ γριὰ ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία, ἡ ὁποία ἔπλενε τὰ ροῦχα μας. Αὐτὴ στὸ τέλος δὲν μποροῦσε νὰ πλένει, ἀλλ᾿ ἐρχόταν κι ἔπαιρνε μία βοήθεια. Καὶ ὅταν ἤμασταν μικρὰ παιδιὰ - γιατί ἕνα μικρὸ παιδὶ ἀγαπάει τὸν ἀδύναμο, ὅπως ἀγαπάει κι ἕνα τραυματισμένο πουλάκι - πηγαίναμε καὶ τῆς φιλούσαμε τὸ χέρι. Κάποτε, σὲ μιὰ συζήτηση, εἶπε ἡ κυρὰ-Ζαχαρένια: «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα». Κι αὐτὸ μοῦ ἔχει μείνει μέσα μου. Δὲν εἶχε δόξα, δὲν εἶχε τιμές, δὲν εἶχε παιδιά, δὲν εἶχε σπίτι, δὲν εἶχε τίποτε· εἶχε μόνο ἕνα πρᾶγμα: τὸ ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. «Ἄνθρωπο μ᾿ εἶπαν κι ἐμένα».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου