Τετάρτη 10 Μαΐου 2023

Εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει τὴν ψυχὴ
Μία φορὰ εἶχε ἔλθει μία κυρία ἐδῶ καὶ μοῦ ἔλεγε ὅτι πάσχει ἀπὸ κατάθλιψη, καὶ μοῦ ζητοῦσε νὰ τὴ συμβουλέψω τί πρέπει νὰ κάνει, γιὰ νὰ γλιτώσει ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα.
Τώρα ἡ αἰτία ποὺ ἦλθα ἐδῶ, ἔλεγε, εἶναι ὅτι μὲ μάλωσε ὁ ἄνδρας μου, γιατὶ εἶχα κάνει κάποιο λάθος, καὶ ἐκεῖ ἀγανάκτησε καὶ μοῦ φέρθηκε πολὺ ἄσχημα καὶ μ᾿ ἔπιασε πολὺ δυνατὴ κατάθλιψη. Δὲν ἔφαγα τὸ βράδυ, ὅλη τὴ νύχτα ἤμουνα μελαγχολική, ζοῦσα σ᾿ ἕνα πέλαγος, μέσα σε μία μαυρίλα, σὲ μία ἀπελπισία, τέτοιοι λογισμοὶ ὅτι, τί τὴ θέλω τὴ ζωή; Τί τὴ θέλω ἢ καλύτερα εἶναι νὰ μὴ ζῶ, ὅλο τέτοιες ἰδέες ποὺ μοῦ δυνάμωναν τὴν κατάθλιψη μέχρι αὐτοκτονίας. Κοιμήθηκα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρωὶ ὅμως ἤμουνα βαριά, ὁ σύζυγός μου προσπάθησε νὰ μοῦ μιλήσει, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν μιλοῦσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, ἔφτιαξε μόνος του τὸν καφέ, εἶπε νὰ μοῦ φέρει καφέ, ἐγὼ δὲν ἤθελα κι ἔφυγε.
Αὐτὴ τυλιγμένη στὸ πάπλωμα, σοῦ λέω, ὅπως μοῦ τὰ ἔλεγε, νηστική, ζοῦσε, ἂς ποῦμε, τὴν κατάθλιψη. Εἶναι ἕνα αἴσθημα δυσάρεστο, τὸ ὁποῖο σὲ καταλαμβάνει, καὶ σὲ καθηλώνει. Οὔτε νὰ σκεφθεῖς, οὔτε... Σκέφτεσαι αὐτό. Νομίζεις ὅτι ἐσὺ σκέφτεσαι σοβαρὰ πράγματα. Ἐνῷ ἐσὺ εἶσαι αἰχμάλωτος μιᾶς ἰδέας. Πάντοτε ὅταν ἔχω καιρὸ κάτι λέω, ἀλλὰ ἅμα εἶμαι κουρασμένος δὲν μπορῶ νὰ μιλήσω.
Λοιπόν. Τῆς λέω, ξέρω ἐγὼ ἕνα πολὺ μεγάλο φάρμακο, ἀλλὰ πρέπει νὰ μοῦ δώσεις προσοχὴ γιὰ νὰ σοῦ τὸ πῶ. Τῆς ἔκανα τὴν ἐρώτηση, ἂν μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο εὐχάριστο γεγονός. Καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ναί, ἐνῷ ἤμουνα ξάπλα, κατὰ τὶς δέκα καὶ μισή, ἀκούω τὸ κουδούνι τοῦ σπιτιοῦ νὰ χτυπάει ἐπίμονα, βροῦ, βροῦ, βροῦ. Ἐγὼ ἔτσι ἤμουνα τυλιγμένη, ὅπως ἀπὸ τὸ βράδυ, καί, εἶδα ποὺ ἐπέμενε καὶ σηκώθηκα, ἔριξα ἀπὸ πάνω τὸ παλτό μου καὶ πῆγα καὶ ἄνοιξα καὶ μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη ποὺ σπουδάζαμε στὸ Ἀρσάκειο, καὶ μὲ χαρὰ μὲ ἀγκαλιάζει, μὲ φιλεῖ, μοῦ λέει, νὰ σοῦ πῶ ἕνα εὐχάριστο γεγονός, σκιρτοῦσε ἀπὸ τὴ χαρά. Ἦρθε ἡ τάδε ἀπὸ τὸ Κάιρο καὶ εἶναι στὸ Ξενοδοχεῖο Πάγγειο στὴν Ὁμόνοια.
Φιληθήκαμε ἐκεῖ πέρα, μοῦ ᾿λεγε, ἔτσι τοῦτο, ἔτσι ἐκεῖνο... Μάλιστα θυμοῦμαι καὶ λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, καὶ αὐτὴ πῆγε καθηγήτρια σὲ μιὰ σχολὴ τοῦ Καΐρου, ἑλληνική. Λοιπόν, καὶ ἑτοιμάστηκα, λέει, μὲ χαρά, μοῦ ᾿λεγε ὅλο χαρούμενα πράγματα καὶ ἐπήγαμε, πήραμε ταξὶ καὶ πήγαμε στὴν Ὁμόνοια, πήγαμε στὸ Πάγγειο, ἄλλες χαρὲς ἐκεῖ πέρα, μετὰ κουβεντιάσαμε ἐκεῖ, μετὰ βγήκαμε ἔξω γιὰ νὰ ψωνίσει διάφορα πράγματα καὶ νὰ κάνει ὁρισμένες ἐργασίες ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνει.
Λέω πῶς πέρασες;
Μοῦ φύγανε ὅλα, λέει. Ὅλα μοῦ φύγανε.
Λέω, ἀλήθεια; Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπῆκε ἡ φίλη μου μέσα, ἔφυγαν ὅλα. Κι ἐσὺ ἀπὸ πότε τὰ εἶχες αὐτά;
Τὰ εἶχα ἀπὸ τὴν περασμένη ἡμέρα τὸ μεσημέρι. Αἰχμάλωτη, λέει, αἰχμάλωτη. Στενοχωρήθηκα καὶ ὁ ἄνδρας μου ἐψυχράνθηκε καὶ ἔφυγε ψυχραμένος καὶ ἐγὼ ὑπόφερνα ἐκεῖ πέρα.
Τῆς λέω, πῶς τὸ βλέπεις αὐτό;
Δὲν τοῦ ἔχω δώσει σημασία, μοῦ λέει. Τώρα ποὺ ἐσὺ θέλεις νὰ μοῦ πεῖς πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ θέμα, βλέπω ὅτι ἔχει μεγάλη σημασία αὐτό.
Τῆς λέω, ξέρεις μουσικά;
Ἤξερα πιάνο, λέει, ἀλλὰ τά ᾿χω ἐγκαταλείψει ὅλα ἕνεκα τῆς καταθλίψεως, ζῶ ὅλο μὲ τὰ φάρμακα. Δὲν θέλω, λέει, οὔτε τὸ σπίτι κοιτάζω καλά, οὔτε μουσικὰ ποὺ ἤξερα. Τὰ παράτησα, τά᾿ χω ξεχάσει, μοῦ λέει.
Λοιπόν, τῆς εἶπα πολλὰ πράματα γιὰ τὰ μουσικὰ καὶ περισσότερο, τῆς εἶπα, ἀπ᾿ ὅλα εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα, ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχὴ διότι δὲν εἶναι ἁπλῶς μία ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πρὸς τὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι τὸ σπουδαῖο ὅτι εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ γεμίζει ἔπειτα τὴν ψυχὴ καὶ τὴν κάνει ἄλλο. Δηλαδὴ αὐτὸ τὸ ὁποῖο τὴν εἶχε καταλάβει ἤτανε μία ψυχικὴ δύναμις καὶ ἀντὶ νὰ γίνει κάτι καλό, ὁ διάβολος τὴ δύναμη αὐτὴ τὴν ψυχική, τὴν ἔκανε κατάθλιψη καὶ βασάνιζε τὸν ἄνθρωπο. Λοιπόν, τῆς εἶπα, σιγὰ-σιγὰ ν᾿ ἀρχίσει νὰ παίζει πιάνο.
Καὶ περισσότερο ἀπὸ ὅλα τῆς εἶπα νὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ νὰ δώσει σημασία στὴν ἔννοια ὅτι πρέπει νὰ γνωρίσει καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸν Χριστό. Τῆς εἶπα παραδείγματα, πῶς βλέπουμε πολλὲς φορὲς μιὰ μητέρα νὰ λαχταράει τὸ παιδάκι της, ποὺ τό ᾿χει στὴν ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλεῖ μὲ μιὰ λαχτάρα, εἶναι κάτι παραδείγματα ποὺ μᾶς κάνουνε ἔτσι...
Κάπως, ἔτσι κι ἐμεῖς ν᾿ ἀγαπήσαμε τὸ Χριστό, μὲ μιὰ λαχτάρα. Κύριον αἴτιον εἰς τὴν κατάθλιψη καὶ σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ τὰ λένε πειρασμικά, σατανικά, ὅπως εἶναι ἡ νωθρότης, ἡ ἀκηδία, ἡ τεμπελιά, ποὺ μαζὶ μ᾿ αὐτὰ εἶναι τόσα ἄλλα ψυχολογικά, δηλαδὴ πειρασμικὰ πράγματα, εἶναι ὅτι ἔχεις μεγάλον ἐγωισμὸ μέσα σου.
Καὶ τῆς εἶπα πῶς θὰ κατορθώσει, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση, νὰ τὴ μεταβάλει σὲ χαρά. Μέσα στὴ θρησκεία μας εἶναι αὐτὸ τὸ πρᾶγμα πάρα πολύ, καὶ οἱ Ἅγιοί μας τὸ εἴχανε πάρα πολύ. Δηλαδὴ εἶχαν εὕρει τρόπο νὰ μεταβάλλουν τὴν κατάθλιψη σὲ χαρά. Καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος ἤτανε ἔτσι, ξέρανε πῶς θὰ δοθοῦνε στὸν Θεό. Μὲ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεό, μὲ τὴν προσευχὴ καὶ γι᾿ αὐτὸ ἐφώναζαν μὲ καύχημα οἱ Ἀπόστολοι καὶ ἔλεγον, «χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου».
Τόσο δυνατὸ ποὺ ἤτανε τὸ αἴσθημα τῆς καταθλίψεως γιὰ νὰ τοὺς συντρίψει, αὐτὸ τὸ αἴσθημα τὸ πολὺ δυνατὸ ποὺ ἤτανε, ἂς ποῦμε, μία ψυχικὴ δύναμη δική τους, τὸ παίρνανε αὐτοί, τὸ δίνανε στὸν Θεό, τὸ κάνανε προσευχή, τὸ κάνανε χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση ἐν Κυρίῳ.
Ἅγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου