Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2018


Γίνονται ἄλλοι ἄνθρωποι
Ἀπὸ κάθε γωνιὰ τῆς γῆς τόσες ἄσχημες ἀναθυμιάσεις ἀνεβαίνουν στὸ θρόνο Του... Κι ὅμως ὁ Θεὸς ἀγαπάει, ἀνέχεται, μακροθυμεῖ. Μὲ τὸν πόνο, μὲ τὴ δοκιμασία ἐπισκέπτεται τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὅσοι ἔχουν καλὴ διάθεση ὁμολογοῦν τὰ σφάλματά τους ἐνώπιόν του Πνευματικοῦ, χύνουν δάκρυα, γίνονται ἄλλοι ἄνθρωποι. Αὐτοί, πού, ἂν τοὺς γνωρίζαμε λίγα χρόνια πρίν, θὰ τοὺς βομβαρδίζαμε μὲ τὰ λόγια μας.
Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018



Χριστιανισμὸς - Κομμουνισμὸς
Συζήτησις π. Ἰωὴλ μετά τινος κομμουνιστοῦ:
-Καὶ ὁ Χριστιανισμός, πάτερ μου, Κομμουνισμὸς εἶνε. Εἰς τὸν Κοινωνικὸν τομέα δὲν ὑπάρχει μεταξύ των καμμία διαφορά. Καὶ οἱ δύο θέλουν ἰσότητα, ἀδελφότητα, κοινωνικὴ δικαιοσύνη.
-Ὑπάρχει κάποια διαφορούλα.
-Ποία;
-Ὁ Χριστιανισμὸς λέγει εἰς τὸν ὀπαδόν του: Διατί νὰ ἔχης ἐσύ, καὶ νὰ μὴν ἔχη αὐτός; Λοιπόν, δῶσ΄του! Ὁ Κομμουνισμὸς λέγει εἰς τὸν ὀπαδόν του: Διατί νὰ ἔχη αὐτός, καὶ νὰ μὴν ἔχης ἐσύ; Λοιπόν, πάρ’του!  Κατάλαβες τὴν διαφορά;
***
Συζήτησις μετ’ ἄλλου κομμουνιστοῦ:
-Ἄν ἐπικρατήσωμε ἐμεῖς, πάτερ Ἰωήλ, θὰ φέρωμε ἰσότητα!
-Ἰσότητα θὰ φέρετε, ἤ ἴσωμα θὰ τὰ κάνετε;
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Ἀνέκδοτα Ἀρχιμανδρίτου Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2018



Ἡ ἐξομολόγηση
Ἀργὰ μία νύχτα ὁ Σαζίκωφ πῆγε νὰ βρεῖ τὸν π. Ἀρσένιο. Ἦταν φανερὰ ταραγμένος. Καθόταν, σηκωνόταν, στριφογύριζε, μιλοῦσε μιὰ γιὰ τὸ ἕνα καὶ μιὰ γιὰ τὸ ἄλλο θέμα.
- Πάτερ Ἀρσένιε, εἶπε μετὰ ἀπὸ ὥρα. Θέλω νὰ ἐξομολογηθῶ! Δὲν θ' ἀργήσει νὰ ἔρθει τὸ τέλος, καὶ μὲ βαραίνουν ἁμαρτίες πολλές, πάρα πολλές...
Ἀπέμεναν δύο ὧρες ὥς τὸ ἐγερτήριο. Ἀποσύρθηκαν σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ Σεραφεὶμ γονάτισε. Ὁ π. Ἀρσένιος ἔβαλε τὸ χέρι στὸ κεφάλι του καὶ βυθίστηκε στὴν προσευχή.
Πέρασαν μερικὰ λεπτά. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν λουσμένος στὸν ἱδρώτα. Ἀγωνιοῦσε, ζαλιζόταν, χανόταν... Μιλοῦσε κοφτά, μπερδεμένα, μὲ μεγάλη δυσκολία.
Ὁ π. Ἀρσένιος σώπαινε. Δὲν τὸν ρωτοῦσε, δὲν τὸν βοηθοῦσε, δὲν τὸν παρηγοροῦσε. Μόνο ἄκουγε καὶ προσευχόταν.
Μέσα στὸ στρατόπεδο εἶχε ἐξομολογήσει ἀρκετούς, πολὺ σπάνια ὅμως γερασμένους βετεράνους ἐγκληματίες. Αὐτοὶ εἶχαν χάσει ὅλα τους τὰ αἰσθήματα. Ἡ συνείδηση, ἡ ἀγάπη, ἡ δικαιοσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἀνθρωπιὰ εἶχαν νεκρωθεῖ· εἶχαν πνιγεῖ μέσα στὸ αἷμα, τὴ σκληρότητα, τὴ διαφθορά. Τὸ παρελθόν, τοὺς τρόμαζε τὸ παρόν, τοὺς ἀπέλπιζε καὶ μέλλον δὲν ὑπῆρχε.
Ὁ Σεραφεὶμ βασανιζόταν ἀπὸ τὶς τύψεις. Ἤθελε νὰ βάλει ἕνα τέρμα σ' αὐτὸν τὸν τρόπο ζωῆς. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ βρεῖ διέξοδο ἀπὸ τὸν ὑπόκοσμο πρὸς τὸν κόσμο, δὲν μποροῦσε νὰ ξεγλιστρήσει ἀπὸ τὸ σιδερένιο δίχτυ τῶν συντρόφων καὶ συνενόχων, ποὺ ἦταν πάντα ἕτοιμοι νὰ τιμωρήσουν σκληρὰ κάθε «δειλό», κάθε «προδότη». Καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε...
Ἡ ἴδια πάντα ἱστορία, ἰστορία ποὺ γνώριζε καλὰ ὁ π. Ἀρσένιος, ἡ ἱστορία τῶν ἐγκληματιῶν ποὺ γερνοῦσαν μέσα στὴν παρανομία - καὶ τί νὰ ἔκαναν;
Ὁ Σαζίκωφ ἔλεγε, ἔλεγε πολλά, μὰ δὲν ἔκανε ἐξομολόγηση. Εἶχε προετοιμαστεῖ καλά. Ἔστυψε τὸ μυαλό του· θυμήθηκε ἀκόμα καὶ τὰ πιὸ μακρινά, καὶ τὰ πιὸ ἀσήμαντα περιστατικὰ τῆς ζωῆς του· κατέστρωσε ἕνα σχέδιο. Καὶ τώρα, ποὺ ἦρθε ἡ ὥρα νὰ ἐξομολογηθεῖ, τὰ ἔχασε. Πάγωσε. Μπερδεύτηκε. Μιλοῦσε, ἀλλὰ τὰ λόγια του ἦταν ἀνακατωμένα, ὁ νοῦς τοῦ θολωμένος καί, πάνω ἀπ' ὅλα, ἡ ψυχὴ του κρύα. Ἀκόμα κι ὅταν κατόρθωσε μὲ πολὺ κόπο νὰ βρεῖ τὴν αὐτοκυριαρχία του καὶ νὰ βάλει σὲ μιὰ τάξη τὶς σκέψεις του, δὲν ἔκανε παρὰ μιὰ ξερὴ ἀφήγηση γεγονότων χωρὶς μεταμέλεια, χωρὶς συντριβή, χωρὶς καμιὰ ψυχικὴ συμμετοχή.
Ὁ π. Ἀρσένιος τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ κατανοοῦσε. Τὸ παρελθὸν τοῦ Σαζίκωφ πάλευε μὲ τὸ παρόν του. Καὶ ἀπὸ τὴν πάλη αὐτὴ θ' ἄνοιγε ὁ δρόμος γιὰ τὸ μέλλον του.
Ἔγινε μιὰ μικρὴ παύση. Ὁ Σεραφεὶμ ἔκλαιγε. Μὰ ἡ ψυχὴ του ἦταν πάντα τὸ ἴδιο παγερή. Ὁ π. Ἀρσένιος κατάλαβε ὅτι χρειαζόταν βοήθεια. Ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμὴ γιὰ νὰ ἐπέμβει.
- Γιὰ θυμήσου, τοῦ εἶπε, πόσο σὲ παρακαλοῦσε μέσα στὸ δάσος ἐκείνη ἡ γυναίκα, πόσο ἱκέτευε νὰ τὴ λυπηθεῖς... Μὰ ἐσὺ δὲν τὴ λυπήθηκες! Καὶ ἀργότερα ἔνιωθες ντροπὴ καὶ ἀηδία γιὰ τὸν ἑαυτό σου...
Ὁ Σαζίκωφ κεραυνοβολήθηκε. Μέσα σὲ μία στιγμὴ καταλαβε: Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ ξέρει ὅλα! Ὁ π. Ἀρσένιος τὰ βλέπει ὅλα! Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν λόγος νὰ ψάχνει γιὰ λέξεις. Δὲν ὑπῆρχε λόγος νὰ φοβᾶται ἢ νὰ ντρέπεται. Θ' ἄνοιγε ἁπλὰ τὴν ψυχή του, ποὺ ἦταν κιόλας φλογισμένη. Καὶ θ' ἄφηνε τὰ πάντα στὰ χέρια τοῦ ἐξομολόγου καὶ τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἐξομολόγηση εἶχε τελειώσει. Ὁ Σεραφεὶμ ἦταν ἀκόμα γονατιστός, μὲ τὸ προσωπο λουσμένο στὰ δάκρυα. Τὰ εἶχε πεῖ ὅλα. Εἶχε μετανοήσει γιὰ ὅλα. Καὶ τώρα περίμενε. Περίμενε τὴν ἄφεση ἢ τὴν καταδίκη.
Ὁ π. Ἀρσένιος ἔσκυψε χαμηλά. Στὸ νοῦ του εἶχε μόνο λόγια προσευχῆς. Λόγια γιὰ τὸν Σεραφεὶμ δὲν ἔβρισκε. Μπροστὰ του ἦταν ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἐξομολογήθηκε μὲ εἰλικρίνεια, μὲ ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, μὲ ψυχικὴ ὀδύνη· μὰ ἦταν συνάμα κι ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε διαπράξει ἀνατριχιαστικὰ κακουργήματα, ποὺ εἶχε σκορπίσει τὸ θάνατο, τὸν πόνο, τὴ συμφορά.
Ὁ ἱερέας Ἀρσένιος, ποὺ συγχωρεῖ καὶ λύνει τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀνθρώπων στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, παλεύει τώρα μὲ τὸν ἄνθρωπο Ἀρσένιο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλέψει καὶ νὰ συγχωρήσει μέσα σὲ μιὰ στιγμὴ τόσα φρικτὰ ἐγκλήματα.
«Κύριε καὶ Θεέ μου, δῶσε μου φωτισμὸ γιὰ νὰ κατανοήσω καὶ δύναμη γιὰ νὰ ἐκτελέσω τὸ θέλημά Σου! Νὰ δείξω στὸν Σεραφεὶμ τὸ δρόμο Σου! Νὰ τὸν βοηθήσω νὰ συνέλθει, ν' ἀναγεννηθεῖ! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησέ μας καὶ τοὺς δύο, ἐλέησέ μας τοὺς ἁμαρτωλούς!»
Μιὰ μυστικὴ φωνὴ μίλησε μέσα του, μιὰ φωνὴ ποὺ τὸν πληροφόρησε ὅτι δὲν χρειαζόταν νὰ πεῖ τίποτα, δὲν χρειαζόταν κἄν νὰ βάλει στὴ ζυγαριὰ τῆς στενόκαρδης ἀνθρώπινης δικαιοσύνης τὶς ἁμαρτίες ἑνὸς βαθιὰ μετανοημένου ἀνθρώπου, ποὺ εἶχε βρεῖ τὸν Κύριο.
Σηκώθηκε, ἔσφιξε στὸ στῆθος του τὸ κεφάλι τοῦ Σεραφεὶμ καὶ εἶπε:
- Μὲ τὴ δύναμη καὶ ἐξουσία ποὺ μοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεό, ἐγώ, ὁ ἀνάξιος ἱερεὺς Ἀρσένιος, συγχωρῶ καὶ λύνω τὰ ἁμαρτήματά σου. Ἀπὸ δῶ καὶ ἐμπρὸς νὰ κάνεις τὸ καλὸ στοὺς ἀνθρώπους, καὶ ὁ Κύριος θὰ σὲ ἐλεήσει. Πήγαινε καὶ ζῆσε πιὰ εἰρηνικά. Ὁ Θεὸς θὰ σοῦ δείξει τὸ δρόμο. Ὅσο γιὰ μένα, θὰ εἶμαι παντοτινὰ κοντά σου, Σεραφείμ!
Πρωτοπρεσβύτερος Βλαδίμηρος Βαραμπιώφ

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018


Νὰ τὸ μάθης ἀπὸ μέσα
Ἀπάντησις τοῦ π. Ἰωὴλ εἰς πρόσωπον δυσκολευόμενον νὰ συγχωρήση ἄνθρωπον βλάψαντα αὐτό:
-Νὰ μάθης καλὰ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκοῦς;
-Τὸ «Πάτερ ἡμῶν» τὸ ξέρω, δέσποτά μου, ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τότε ποὺ ἤμουν παιδί.
-Ἀπ’ ἔξω τὸ ξέρεις, ἀλλὰ δὲν τὸ ξέρεις ἀπὸ μέσα.
-Τι ἐννοεῖτε;
-Δὲν ξέρεις τὸ νόημά του. Μηχανικὰ τὸ ἀπαγγέλλεις. Ἄν τὸ ἤξερες ἀπὸ μέσα, θὰ συγχωροῦσες προθυμότατα τὸν πλησίον σου, διότι ἄλλως δὲν ὑπάρχει περίπτωσις νὰ συγχωρηθῆς καὶ σὺ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ τὰς ἁμαρτίας σου. Τὸ «ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» αὐτὸ σημαίνει. Λοιπὸν νὰ μάθης τὸ «Πάτερ ἡμῶν» ἀπὸ μέσα. Σύμφωνοι;
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος
Ἀνέκδοτα Ἀρχιμανδρίτου Ἰωὴλ Γιαννακοπούλου

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2018



Δὲν ἔμαθε
Ἄκουσε ὁ ἀββᾶς Ποιμὴν γιὰ κάποιον ποὺ ἔτρωγε κάθε ἕξι ἡμέρες, διότι ὀργιζόταν.
Καὶ εἶπε ὁ Γέροντας: «Ἔμαθε νὰ σηκώνει τὸ βάρος τῆς νηστείας τῶν ἕξι ἡμερῶν καὶ δὲν ἔμαθε νὰ διώχνει τὴν ὀργή του»

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018



Ὅταν ἡ ρίζα εἶναι καλή…
Οἱ μητέρες κατεξοχὴν νὰ φροντίζουν τὶς θυγατέρες· εἶναι εὔκολη γιὰ σᾶς αὐτὴ ἡ ἐπαγρύπνησις.
Φροντίζετε ὥστε νὰ εἶναι νοικοκυρές, καὶ πρὶν ἀπὸ ὅλα νὰ τὶς ἀνατρέφετε ἔτσι, ὥστε νὰ εἶναι εὐλαβεῖς, σεμνές, νὰ περιφρονοῦν τὰ χρήματα, νὰ ἀποφεύγουν τοὺς καλλωπισμούς.
Ἔτσι παραδῶστε αὐτὲς στὸν γάμο. Ἂν τὶς διαπλάττετε ἔτσι, ὄχι μόνο αὐτὲς θὰ σώσετε, ἀλλὰ καὶ τὰ παιδιὰ· καὶ ὄχι μόνο τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.
Διότι, ὅταν ἡ ρίζα εἶναι καλή, ὡραιότερα θὰ ἁπλωθοῦν τὰ κλαδιὰ καὶ θὰ λάβετε τὸν μισθὸ ὅλων αὐτῶν. Καὶ ὅλα νὰ τὰ κάμνουμε ἔτσι, σὰν νὰ μὴν ὠφελοῦμε μία ψυχή, ἀλλὰ πολλὲς μέσῳ τῆς μίας.
Διότι ἔτσι πρέπει νὰ βγαίνουν ἀπὸ τὸ πατρικὸ σπίτι γιὰ τὸν γάμο, ὅπως ὁ ἀθλητὴς ἀπὸ τὴν παλαίστρα, κατέχοντας τὴν ἐπιστήμη μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅπως ἀκριβῶς ἡ ζύμη, ποὺ ὀφείλει νὰ μεταμορφώση τὸ φύραμα στὸ δικό της κάλλος.
Καὶ τὰ παιδιά, πάλι, ἂς μάθουν νὰ εἶναι σεμνά, ὥστε νὰ διακρίνωνται μᾶλλον ἀπὸ τὴ σεμνότητα καὶ τὴ σωφροσύνη, ὥστε νὰ ἔχουν μεγάλο ἔπαινο καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀπὸ τὸν Θεό.
Ἂς μάθουν νὰ ἐξουσιάζουν τὸ στομάχι, νὰ ἀπέχουν ἀπὸ τὴν πολυτέλεια, νὰ εἶναι οἰκονόμα, φιλόστοργα, νὰ μάθουν νὰ ἂρχωνται.
Διότι ἔτσι θὰ μπορέσουν νὰ προσφέρουν πολὺ μισθὸ στοὺς γονεῖς, ἔτσι ὅλα θὰ εἶναι πρὸς δόξαν Θεοῦ καὶ δική μας σωτηρία, στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας.
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2018


Τὰ δύο μαχαίρια
Λίγο πρίν τήν σύλληψή Του, ὁ Χριστός θέλοντας νά ὑπενθυμίσει στούς μαθητές Του τήν προφητεία “καί μετά ἀνόμων ἐλογίσθη”, ὅτι δηλ. θά τόν θανατώσουν σάν ἕνα κοινό ἐγκληματία, τούς εἶπε: ὅποιος δέν ἔχει μαχαίρι νά ἀγοράσει. Τότε οἱ ἀπόστολοι, χωρίς νά καταλάβουν τί τούς ἔλεγε, εἶπαν: Νά, Κύριε, ὑπάρχουν ἐδῶ δύο μαχαίρια!
Γιατί δύο μαχαίρια καί ὄχι τρία ἤ τέσσερα ἤ…;
Στόν κόσμο πού ζοῦμε ἔχομε μπροστά μας δύο μαχαίρια:
• Τό ἕνα στρέφεται πρός τά ἔξω, στούς ἄλλους· καί τό ἄλλο στρέφεται πρός τά μέσα, στόν ἑαυτό μας.
• Τό ἕνα προκαλεῖ βλάβη στόν διπλανό μας, ὅπως τό μαχαίρι πού χρησιμοποίησε ὁ ἀπόστολος Πέτρος γιά νά κόψει τό αὐτί τοῦ ὑπηρέτη τοῦ ἀρχιερέα. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό μαχαίρι, ὁ Χριστός εἶπε νά ἐπιστραφεῖ στήν θήκη του.
• Τό ἄλλο μαχαίρι (ἐκεῖνο πού στρέφεται πρός τά μέσα) εἶναι αὐτό μέ τό ὁποῖο κόβουμε - πρέπει νά κόβουμε - ὄχι τούς ἄλλους ἀλλά τόν ἑαυτό μας, δηλ. τά πάθη μας.
• Τό ἕνα τό κρατᾶνε στά χέρια τους τά ἔθνη, γιά νά προκαλοῦν μεταξύ τους πολέμους καί νά ἀλληλοεξοντώνονται.
• Τό ἄλλο τό κρατᾶμε ὁ καθένας στά δικά του χέρια γιά νά ἀφαιρεῖ ἀπό ἐπάνω του ὁ,τιδήποτε τόν ἐμποδίζει νά ἀνεβεῖ στόν οὐρανό.
Ὅσο λιγότερο οἱ ἄνθρωποι πολεμοῦν τό κακό μέσα τους, τόσο περισσότερο θά πολεμοῦν τόν διπλανό τους, τόν γείτονά τους καί τά ἄλλα κράτη. Καί ἀντίστροφα. Ὅσο περισσότερο ἀγωνίζονται ἐναντίον τοῦ κακοῦ τόσο λιγότερη θά εἶναι ἡ ἀνάγκη νά μάχονται μέ τόν ἐξωτερικό ἐχθρό. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος “χύνει” λιγότερο δικό του αἷμα πολεμώντας τό κακό μέσα στήν καρδιά του, ἀναπόφευκτα θά χύσει περισσότερο ξένο αἷμα, τοῦ ἀδελφοῦ του. Ἡ αὐτοδικαίωση καί ὁ ἐμφύλιος σπαραγμός πᾶνε μαζί χέρι-χέρι!
Ἐκεῖνος πού δέν ψάχνει νά βρεῖ τόν ἐχθρό πού ἐμφωλεύει μέσα του, ὁπωσδήποτε θά τόν βρεῖ ἔξω!
Κάθε ἄνθρωπος, κάθε ἡμέρα, κάθε στιγμή, μέσα στά μύχια τῆς καρδιάς του διεξάγει ἕναν ἐμφύλιο πόλεμο μέ τόν ἑαυτό του. Ἄν σ᾽ αὐτόν τόν πόλεμο δέν δείξει παλληκαριά καί ἠττηθεῖ, σίγουρα θά τόν προεκτείνει καί πρός τά ἔξω, στούς ἀδελφούς του!
• Ἐκεῖνος πού δέν ἀγωνίζεται νά σταυρώνει καθημερινά τόν ἑαυτό του καί τά πάθη του, νά εἶσαι βέβαιος ὅτι θά σταυρώνει καθημερινά τούς ἄλλους.
• Ἐκεῖνος πού δέν σηκώνει καθημερινά τόν δικό του σταυρό, πρόσεξε καί θά τό ἰδεῖς, θά τόν τοποθετεῖ στήν πλάτη τῶν ἀλλων!
Μή σᾶς φανεῖ περίεργο τό ὅτι πολλές φορές ἀναρωτιόμαστε γιατί δέν ἔχομε μέσα μας εἰρήνη καί γαλήνη. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἀκόμη δέν ξεκινήσαμε τόν πόλεμο μέ τόν ἑαυτό μας. Καί γιατί δέν τόν ξεκινήσαμε; Μά γιατί δέν ἔχομε τήν διάθεση νά τό παραδεχθοῦμε ὅτι πράγματι μέσα μας ἔχομε ἕνα ἐχθρό ὁ ὁποῖος δέν παύει κάθε στιγμή νά μᾶς κλέβει καί νά μᾶς τραυματίζει. Ἐνῶ αὐτός δουλεύει ἔντεχνα γιά τήν ἀπώλειά μας, ἐμεῖς καμαρώνουμε καί λέμε πώς ὅ,τι μᾶς συμβαίνει, ὀφείλεται σέ ἐξωτερικές αἰτίες!..
Τί κρῖμα! Τί κρῖμα! Ἄνθρωπος πού ποτέ δέν ἔκατσε νά σκεφτεῖ τήν καλωσύνη καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποτέ δέν θά ἀναλάβει ἕνα τέτοιο ἀγώνισμα.
Γιατί;
Ἐπειδή ἔγινε ὁ ἴδιος νομοθέτης τοῦ ἑαυτοῦ του! Νόμο ἔχει τό προσωπικό του συμφέρον! Ἔμπνευσή του ἔχει τήν φιλαυτία του! Σκοπό καί στόχο του ἔχει τήν αὐταρέσκεια· καί γιά Θεό λατρεύει - ποιόν ἄλλο; - τόν ἑαυτούλη του!
Fulton Sheen

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2018



Θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ
Στὶς μέρες μας καὶ νὰ μὴ θέλουν νὰ δεθοῦν οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, θὰ τοὺς ἀναγκάση ὁ διάβολος νὰ δεθοῦν. Ὁ διάβολος μὲ τὴν πολλή του κακία κάνει τὸ μεγαλύτερο καλὸ σήμερα στὸν κόσμο. Γιατί, ἂς ποῦμε, ἕνας πατέρας ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ θέλει λ.χ. νὰ κάνη φροντιστήριο στὰ παιδιά του, θὰ εἶναι ἀναγκασμένος νὰ βρῆ ἕναν καλὸ καὶ πιστὸ δάσκαλο, γιὰ νὰ βάλη στὸ σπίτι του. Ἕνας δάσκαλος πάλι ποὺ εἶναι πιστὸς καὶ θέλει νὰ κάνη φροντιστήριο σὲ παιδιά, γιατὶ δὲν διορίσθηκε ἀκόμη, θὰ ζητᾶ νὰ βρῆ μιὰ οἰκογένεια καλή, γιὰ νὰ νιώθη ἀσφάλεια. Ἢ ἕνας τεχνίτης ποὺ ζῆ πνευματικά, εἴτε ἐλαιοχρωματιστὴς εἶναι εἴτε ἠλεκτρολόγος κ.λπ., θὰ ψάχνη νὰ βρῆ νὰ δουλέψη σὲ μιὰ καλὴ οἰκογένεια, ὥστε νὰ νιώθη ἄνετα, γιατὶ σ᾿ ἕνα κοσμικὸ σπίτι θὰ βρίσκη τὸν μπελᾶ του. Ἕνας χριστιανὸς νοικοκύρης πάλι θὰ ψάχνη νὰ βάλη στὸ σπίτι του ἕναν καλὸ τεχνίτη, ποὺ νὰ εἶναι καὶ πιστὸς ἄνθρωπος. Ἔτσι θὰ ψάχνη καὶ ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος νὰ βρῆ ἕναν πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ συνεργασθῆ.
Σιγὰ-σιγὰ λοιπὸν θὰ γνωρισθοῦν μεταξύ τους οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα καὶ ἀπὸ ὅλες τὶς ἐπιστῆμες. Τελικὰ ὁ διάβολος μὲ τὴν κακία του, χωρὶς νὰ τὸ θέλη, κάνει καλό: χωρίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια. Θὰ χωρίσουν λοιπὸν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ γίδια καὶ θὰ ζοῦν ὡς «μία ποίμνη, εἷς ποιμήν». Καὶ βλέπεις, ἄλλοτε στὰ χωριὰ εἶχαν τσομπάνο καὶ ὁ κάθε χωρικὸς ἔδινε τὰ πρόβατα ἢ τὰ γίδια ποὺ εἶχε, ἄλλος πέντε, ἄλλος δέκα, καὶ βοσκοῦσαν πρόβατα καὶ γίδια μαζί, γιατὶ τὰ γίδια τότε ἦταν φρόνιμα καὶ δὲν χτυποῦσαν μὲ τὰ κέρατα τὰ πρόβατα. Τώρα τὰ γίδια ἀγρίεψαν καὶ χτυποῦν ἄσχημα τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πρόβατα πάλι ψάχνουν καλὸ βοσκὸ καὶ κοπάδι μόνον ἀπὸ πρόβατα. Γιατὶ ἔτσι ποὺ ἔγινε ὁ κόσμος, εἶναι μόνο γιὰ ὅσους ζοῦν στὴν ἁμαρτία.
Γι᾿ αὐτὸ θὰ χωρίζωνται οἱ ἄνθρωποι καὶ θὰ ξεχωρίσουν τὰ πρόβατα ἀπὸ τὰ ἐρίφια. Ὅσοι θὰ θέλουν νὰ ζήσουν πνευματικὴ ζωή, σιγὰ-σιγὰ δὲν θὰ μποροῦν νὰ ζήσουν μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο· θὰ ψάχνουν νὰ βροῦν τοὺς ὁμοίους τους, ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ, νὰ βροῦν Πνευματικό, καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Καὶ αὐτὸ τὸ καλὸ τὸ κάνει τώρα ὁ διάβολος μὲ τὴν κακία του, χωρὶς νὰ τὸ θέλη. Ἔτσι βλέπουμε, ὄχι μόνο στὶς πόλεις ἀλλὰ καὶ στὰ χωριά, ἄλλους νὰ τρέχουν στὰ νταούλια, στὰ μπουζούκια κ.λπ., νὰ ζοῦν ἀδιάφορα, καὶ ἄλλους νὰ τρέχουν στὶς ἀγρυπνίες, στὶς παρακλήσεις, στὶς πνευματικὲς συγκεντρώσεις, καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ εἶναι δεμένοι μεταξύ τους. Στὰ δύσκολα χρόνια δημιουργεῖται μιὰ ἀδελφοσύνη πολὺ δυνατή. Στὸν πόλεμο δυὸ χρόνια ζήσαμε μαζὶ οἱ στρατιῶτες στὴν διλοχία καὶ ἤμασταν περισσότερο δεμένοι καὶ ἀπὸ ἀδέλφια, ἐπειδὴ ζήσαμε ὅλοι μαζὶ τὶς δυσκολίες, τοὺς κινδύνους. Ἤμασταν τόσο συνδεδεμένοι, ποὺ ἔλεγε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον «ἀδελφό».Ἦταν κοσμικοὶ ἄνθρωποι, μὲ κοσμικὰ φρονήματα, καὶ ὅμως δὲν ἤθελε νὰ χωρισθῆ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον. Οὔτε Εὐαγγέλιο εἶχαν διαβάσει οὔτε πνευματικὰ βιβλία. Εἶχαν τὴν ἁπλὴ κοσμικὴ μόρφωση, μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, ἀλλὰ εἶχαν τὸ μεγαλύτερο ἀπὸ ὅλα, τὴν ἀγάπη, τὴν ἀδελφοσύνη. Τώρα τελευταῖα πέθανε ἕνας συστρατιώτης μας καὶ μαζεύτηκαν στὴν κηδεία του οἱ ἄλλοι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη. Ἦρθε καὶ ἐδῶ πρὸ ἡμερῶν ἕνας συστρατιώτης μου νὰ μὲ δῆ. Πῶς μὲ ἀγκάλιασε! Δὲν μποροῦσα νὰ βγῶ ἀπὸ τὰ χέρια του.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018


Ἐρώτηση στὸν Θεὸ
-Ἐσύ, ποὺ μὲ τὴν ἀνείπωτη καλοσύνη Σου μᾶς δημιούργησες, πές μας, γιατί γέμισες τὴ ζωή μας μὲ θλίψη; Τὸ ἔλεός Σου δὲν σὲ κάνει νὰ λυπᾶσαι γιὰ αὐτὰ ποὺ ὑποφέρουμε; Γιατί μοῦ παραχωρεῖς τὴν ὕπαρξη καὶ ἀργότερα τὴν παίρνεις μὲ ἕναν ὀδυνηρὸ θάνατο;
-Δὲν μὲ εὐχαριστοῦν, λέει ὁ Θεός, οἱ ἀσθένειές σου, ὤ ἄνθρωπε. Ἀλλά, ἀπὸ τοὺς σπόρους τῆς θλίψης καὶ τῆς λύπης σας, θέλω νὰ σᾶς φέρω καρποὺς αἰώνιας καὶ μεγαλοπρεποῦς χαρᾶς. Ἔγραψα τὸν νόμο τοῦ θανάτου καὶ τῆς καταστροφῆς ὄχι μόνο στὸ σῶμα σας, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἀντικείμενο αὐτοῦ τοῦ ὁρατοῦ κόσμου. Διέταξα ὅλο τὸν κόσμο, μαζὶ μὲ τὸ σῶμα σας, νὰ σᾶς φωνάξει ὅτι αὐτὴ ἡ ζωὴ δὲν εἶναι ἡ ἀληθινὴ καὶ πραγματικὴ ζωὴ καὶ δὲν ὑπάρχει τίποτα μόνιμο ἐδῶ στὸ ὁποῖο ἡ καρδιά σας πρέπει νὰ προσκολληθεῖ μέσω δικαιολογημένης ἀγάπης. 
Ὅταν δὲν ἀφουγκράζεστε τὴν ἀπειλητικὴ φωνὴ ὁλόκληρου τοῦ σύμπαντος, τότε τὸ πατρικὸ ἔλεός μου, τὸ ὁποῖο πάντα σᾶς εὔχεται ἀπεριόριστο καλό, μὲ ὠθεῖ νὰ σηκώσω τὸ σκῆπτρο τῆς τιμωρίας. Ὅταν σᾶς βασανίζω μὲ πειρασμούς, σᾶς ἐξαντλῶ μὲ ἀσθένειες, μὲ κύματα ἀπὸ τύψεις, εἶναι γιὰ νὰ ἐγκαταλείψετε τὴ μωρία σας, νὰ γίνετε σοφοί, νὰ σταματήσετε νὰ ἀναζητᾶτε σκιὲς καὶ νὰ ἐπιστρέψετε στὴν πορεία τῆς ἀλήθειας καὶ ταυτόχρονα στὸ μονοπάτι τῆς σωτηρίας. 
Τὸ ἀπαράμιλλο ἔλεός μου καὶ ἡ ἀπεριόριστη ἀγάπη μου γιὰ τὰ ἀνθρώπινα ὄντα μὲ ἀνάγκασαν νὰ πάρω τὴ σάρκα σας ἐπάνω στὸν ἑαυτό μου. Μέσα ἀπὸ τὴν ταπείνωσή μου ἀποκάλυψα τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ στὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὑποφέροντας στὸν Σταυρὸ γιὰ τὴ Σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, τοὺς ὁποίους ἐπιθυμῶ νὰ ἑλκύσω στὸν ἑαυτό μου, τοὺς προσβάλλω πρῶτα μὲ θλίψη καὶ μὲ αὐτὰ τὰ βέλη τῆς θλίψης ἀπονεκρώνω τὶς καρδιές τους στὶς προσωρινὲς ἀπολαύσεις. Τὸ σκῆπτρο τῆς τιμωρίας εἶναι ἕνα ἔμβλημα τῆς ἀγάπης μου γιὰ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἅγιος Μακάριος τῆς Ὄπτινα (1788-1860)

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018


Ἐκ τῶν 60 δραχμῶν μοὶ ἔμειναν σήμερον δέκα
Σεβαστέ μοι πάτερ
Τῇ 15 Ἰανουαρίου 1870. Ἐν Πειραιεῖ.
Ἔλαβον τὴν ἐπιστολήν Σας καὶ τὰ χρήματα παρὰ τοῦ Κὺρ Ἀγγελῆ, ἀλλὰ δέν μοι γράφετε ἐὰν ἐλάβετε καὶ τὴν τελευταίαν ἐπιστολήν μου.
Πλὴν τίς νὰ τὸ ἀκούσῃ; Πιστεύετε, ὅτι ἐκ τῶν 60 ἐκείνων δραχμῶν δὲν μοὶ ἔμειναν σήμερον, τὴν στιγμὴν καθ᾿ ἣν σᾶς γράφω, παρὰ δέκα;
Ὁ λογαριασμός μου τὸ δεικνύει: 7 Δραχμὰς ἐχρεώστουν εἰς ἓν Ξενοδοχεῖον.
10 δραχμαὶ εἰς ἐνοίκιον 20 Δβρ. - 20 Ἰαν.
7:50 εἰς ἓν ζεῦγος παπουτσίων.
10 δραχμαὶ εἰς τὸν Σωτήριον, ἀπέναντι τοῦ πρὸς αὐτὸν χρέους μου.
2 δρχ. εἰς μικρὰς ἄλλας πιστώσεις. - 36,50 τὸ ὅλον.
Ἔμειναν ἄρα 23:50, ἐξ ὧν, ὡς βλέπετε, ἐδαπανήθησαν πολλαὶ εἰς διάστημα ἡμερῶν ὀλίγων. Τί τὰ θέλετε, ὁμολογῶ, ὡς ὡμολόγουν, ὅτι δὲν εἶμαι διόλου οἰκονόμος, καὶ τοῦτο εἶναι εἷς ἐκ τῶν λόγων οἵτινες μὲ ἔπεισαν νὰ τὸ ῥίξω σχεδὸν ἔξω κατ᾿ ἀρχάς, διότι ἐπερίμενον ἀνάλογον ἀπάντησιν εἰς τὴν ἀπὸ 1 Ἰανουαρίου ἐπιστολήν μου. Ἄλλως δέ, ἐκτὸς τῆς ψυχῆς μου, ἥτις ἐψυχράνθη ἀρκετά, καὶ ἀπηύδησε νὰ ὑποφέρῃ ἀηδίας, ἐκτὸς τοῦ στομάχου μου, ὅστις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον δὲν καλοπερνᾷ, ἐκτὸς τῆς συνειδήσεώς μου, ἥτις γογγύζει κατ᾿ ἐμοῦ, ὡς τρέχοντος εἰς τὴν ἄβυσσον
καὶ συνεπιφέροντος καὶ ἄλλους, ἐκτὸς τῆς φαντασίας μου, ἥτις ἐστενοχωρήθη παρὰ πολὺ καὶ ἐπεθύμει ἐλευθερώτερον ἀέρα, ἐκτὸς πάντων τούτων μὲ κνίζει καὶ τὸ σῶμα μου, τὸ ὁποῖον ὑπέφερεν ἐφέτος ὑπέρποτε. Ἡ ὑγεία μου πρὸ πολλοῦ πάσχει μετρίως μέν, ἀλλὰ διαρκῶς, καὶ οὐδέποτε σχεδὸν παρεπονέθην διὰ τοῦτο εἰς οὐδένα. Συνήθισα ἤδη νὰ καταπίνω πολλὰ πράγματα.
Ἐχθρὸς μεταξὺ τῶν ὀχληροτέρων εἶναι καὶ ἡ ἐπιταθεῖσα δυσυπνία μου, ἥτις καὶ μεθ᾿ ὅλα εἰς ὅσα κατέφυγον μεθοδεύματα, μὲ ἀναγκάζει πολλάκις, ναὶ... δὲν ἐρυθριῶ... τὸ λέγω... νὰ μὴ πηγαίνω εἰς τὸ μάθημα!
Ὅλοι οὗτοι οἱ λόγοι εἶναι, νομίζω, ἀρκετοὶ διὰ νὰ σᾶς πείσουν νὰ μὲ ἀποσύρητε ἢ νὰ μὲ διατάξητε νὰ μεταβῶ παντοῦ ἀλλοῦ παρὰ εἰς τὴν Σκίαθον. Ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ, δέν δύναμαι πλέον.
Κατασπάσθητε πάντας δι᾿ ἐμέ, καὶ μὴ ἀναγνώσητε τὸ ἀγροῖκον τοῦτο ἔγγραφον εἰς οὐδένα.
Ἀποφασίσατε ταχέως καὶ ἀπαντήσατέ μοι.
Ὁ υἱός Σας
Ἀλέξανδρος
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2018


Ἄς καλλιεργήσουμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας
* Ἡ ἀθωότητα εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν ἰδιοφυίαν.
* Ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει ἐγωισμὸ δὲν ἑλκύει κανένα. Καὶ ἂν κάποιον ἑλκύσει, γρήγορα θ᾿ ἀπομακρυνθεῖ. Ὁ πνευματικὸς σύνδεσμος γίνεται ἀδιάλυτος ὅταν συναντήσει παιδικὸ πνεῦμα, ἀθωότητα καὶ ἁγιασμό. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει Χριστὸ τὰ βλέπει ὅλα δύσκολα καὶ σκοτεινά.
* Σᾶς δίνω μία συμβουλή, ποτὲ μὴ δέχεστε πρόσωπα, μὲ κωδωνοκρουσίες, μὲ ἐπαίνους καὶ θαυμασμούς. Θὰ τὰ δέχεστε μὲ ἀγάπη μετρημένη. Ποτὲ μὴ παίρνετε πρόσωπα μὲ τὴ σκέψη τῆς μονιμότητας, χωρὶς δοκιμή. Ὅταν δὲν ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο ἡ ἐσωτερικὴ θερμότητα τότε καὶ καλοκαίρι νὰ εἶναι κρυώνει, παγώνει…
* Ὅταν ἡ καρδιά μας δὲν ἔχει τὸ Χριστό, τότε θὰ βάλουμε μέσα ἢ χρήματα ἢ κτήματα ἢ ἀνθρώπους.
* Ἄς καλλιεργήσουμε πρῶτα τὸν ἑαυτό μας, ὁ κόσμος θέλει νὰ δεῖ ἀνθρώπους ἐφαρμοστὲς τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ σπανίζουν στὴν ἐποχή μας.
* Ἀγαπῆστε μὲ ὅλη τὴν καρδιά σας τὸν Νυμφίο σας Χριστὸ καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι θὰ σᾶς ἀγαποῦν καὶ θὰ σᾶς περιποιοῦνται.
Ἅγιος Ἀμφιλόχιος Μακρῆς

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018



Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».

«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».

«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».

«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».

«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».

«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».

«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».

«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
Γιῶργος Σεφέρης

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2018

Ἡ Γέννηση τῆς Θεοτόκου
Ἡ εὐλάβεια ποὺ δείχνει ἡ Ἐκκλησία στὴν Παναγία ριζώνει στὴν ὑπακοή της στὸν Θεό, στὴν ἑκούσια ἐπιλογή της νὰ δεχθεῖ μιὰ πρόσκληση ἀδύνατη στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέκαθεν τόνιζε τὴ σύνδεση τῆς Παναγίας μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ χαίρεται γι' αὐτὴν καὶ τὴ θεωρεῖ ὡς τὸν καλύτερο, καθαρότερο καὶ πιὸ ὑπέροχο καρπὸ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας καὶ τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἔσχατου νοήματος, τοῦ ἔσχατου περιεχομένου τῆς ζωῆς τοῦ ἄνθρωπου.
Ἂν στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία περιστράφηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἀειπαρθενία της, ἡ καρδιὰ τῆς εὐλάβειας, τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀγάπης τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Παναγία, ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Μητρότητά της, ἡ σχέση σαρκὸς καὶ αἵματος ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἀνατολὴ χαίρεται ποὺ ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασικὸς στὸ θεῖο σχέδιο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴ γῆ, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν κόσμο, γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τὸν ἄνθρωπο στὴ θεϊκή του κλήση, καὶ σ' αὐτὸ συμμετέχει ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.
Ἂν ἀντιληφθοῦμε πὼς ἡ κοινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ δική μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος κι ὄχι κάποιο φάντασμα ἢ κάποιο ἀσώματο φαινόμενο, ὅτι εἶναι κάποιος ἀπό μᾶς καὶ παραμένει αἰωνίως ἑνωμένος μαζί μας μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του, τότε ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία γίνεται κατανοητὴ, ἐπειδὴ αὐτὴ τοῦ προσέφερε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν Χριστὸ νὰ ὀνομάζεται πάντοτε "Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου".
Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου... ὁ Θεὸς ποὺ κατῆλθε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξαγιαστεῖ, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κοινωνὸς "θείας φύσεως" , ἤ, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ "θεωθεῖ".
Ἀκριβῶς ἐδῶ, σ' αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀποκάλυψη τῆς αὐθεντικῆς φύσεως καὶ κλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τρυφεράδας ποὺ περιβάλλει τὴ Θεοτόκο, ὡς σύνδεσμό μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ μέσῳ Αὐτοῦ μὲ τὸν Θεό. Πουθενὰ δὲ ἀλλοῦ δὲν ἀντικατοπτρίζεται αὐτὸ καλύτερα ἀπ' ὅ,τι στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου.
Σὲ κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν ἀναφέρεται τίποτε γι' αὐτὸ τὸ γεγονός. Γιατί ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται; Ὑπάρχει κάτι τὸ ἀξιόλογο, κάτι τὸ ἰδιαίτερα μοναδικὸ στὴ συνηθισμένη γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ, σὲ μία γέννα ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες; Ἂν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ μνημονεύει τὸ γεγονὸς μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἑορτή, αὐτὸ δὲν ἔγινε ἐπειδὴ ἡ γέννα καθαυτὴ ἦταν κάτι τὸ μοναδικὸ ἢ θαυματουργικὸ ἢ ἀσυνήθιστο γεγονός. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα.
Τὸ ὅτι εἶναι τόσο συνηθισμένο γεγονὸς ἀποκαλύπτει μιὰ φρεσκάδα καὶ μιὰ λάμψη ὅσον ἀφορᾶ τὸ καθετὶ ποὺ ἀποκαλοῦμε "ρουτίνα" καὶ συνηθισμένο, καὶ δίνει νέο βάθος στὶς "ἀσήμαντες" λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Τί παρατηροῦμε στὴν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς, ὅταν τὴν ἀντικρίζουμε μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια; Πάνω σ' ἕνα κρεβάτι εἶναι ξαπλωμένη μιὰ γυναίκα, ἡ Ἄννα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ μόλις ἔχει γεννήσει μία κόρη. Δίπλα της εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ὁ Ἰωακείμ, σύμφωνα πάλι μὲ τὴν ἴδια παράδοση. Λίγες γυναῖκες στέκονται ἐκεῖ κοντά, ποὺ πλένουν τὸ νεογέννητο γιὰ πρώτη φορά. Τὸ πιὸ συνηθισμένο, δηλαδή, καὶ ἀπαρατήρητο γεγονός.
Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι; Μήπως ἡ Ἐκκλησία θέλει, μέσα ἀπ' αὐτὴ τὴν εἰκόνα, νὰ μᾶς πεῖ πὼς ἡ κάθε γέννα, ἡ εἴσοδος κάθε νέου ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἕνα θαῦμα ποὺ διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα, ἐπειδὴ σημαδεύει τὴν ἀρχὴ κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, τὴν ἀρχὴ μιᾶς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ζωῆς, τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου προσώπου;
Μὲ κάθε γέννα ὁ κόσμος δημιουργεῖται, κατὰ μία ἔννοια, ἐξ ἀρχῆς, καὶ προσφέρεται ὡς δῶρο σ' αὐτὸν τὸ νέο ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι ἡ ζωή του, ὁ δρόμος του, ἡ δημιουργία του.
Κατ' ἀρχάς, αὐτὴ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας γενικὸς ἑορτασμὸς τῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θυμόμαστε πλέον τὴν ἀγωνία "διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον".
Δεύτερον, τώρα γνωρίζουμε αὐτὸν τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιαίτερη γέννηση καὶ τὸν ἐρχομὸ ἑορτάζουμε: τὴν Παναγία. Γνωρίζουμε τὴ μοναδικότητα, τὴν ὀμορφιά, τὴ χάρη ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τὸν προορισμό του, τὴ σημασία του γιά μᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.
Καὶ τρίτον, γιορτάζουμε ὅλους ὅσοι προετοίμασαν τὸν δρόμο τῆς Παναγίας, ποὺ συνέβαλαν στὸ νὰ κληρονομήσει τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά. Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι μιλοῦν γιὰ κληρονομικότητα, ἀλλὰ μόνο μὲ μία ἀρνητική, ὑποδουλωτικὴ καὶ αἰτιοκρατικὴ ἔννοια. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σὲ μία θετικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιὲς ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ζήσουν τὴν ἁγιότητα, δὲν χρειάστηκαν πρὶν τὸ δένδρο τῆς ἱστορίας μπορέσει νὰ βγάλει ἕνα τέτοιο ὑπέροχο καὶ εὐωδιαστὸ λουλούδι -τὴν Παρθένο Παναγία! Γι' αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεώς της εἶναι ἕνας ἑορτασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἑορτασμὸς τῆς πίστεως στὸν ἄνθρωπο, ἕνας ἑορτασμὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Δυστυχῶς ὅμως, ἡ κληρονομιὰ τοῦ κακοῦ εἶναι πολὺ πιὸ ὁρατὴ καὶ γνωστὴ σήμερα. Ὑπάρχει τόσο κακὸ γύρω μας, ὥστε αὐτὴ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐλευθερία του, στὴ δυνατότητά του νὰ παραδίδει στὶς μελλοντικὲς γενιὲς μία φωτεινὴ κληρονομιὰ καλοσύνης ἔχει σχεδὸν ἐξατμιστεῖ κι ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν κυνισμὸ καὶ τὴν ὑποψία...
Αὐτὸς ὁ ἐχθρικὸς κυνισμὸς καὶ ἡ ἀποθαρρυντικὴ ὑποψία εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς κάνει ν' ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ γιορτάζει, μὲ τέτοια χαρὰ καὶ πίστη, τὴ γέννηση ἑνὸς κοριτσιοῦ, στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ καλοσύνη, ἡ πνευματικὴ ὀμορφιά, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τελειότητα, ποὺ εἶναι στοιχεῖα τῆς γνήσιας ἀνθρώπινης φύσεως.
Μέσα ἀπ' αὐτὸ τὸ νεογέννητο κορίτσι, ὁ Χριστὸς -τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του - ἔρχεται ν' ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο. Ἑορτάζοντας ἔτσι τὴ γέννηση τῆς Παναγίας, βρισκόμαστε ἤδη στὸν δρόμο πρὸς τὴ Βηθλεέμ, κινούμενοι πρὸς τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.
Πρωτ. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018



Οἰκονόμος Παπα - Ἀδαμάντιος
Σεμνοτάτη, πολλῶν ἀκολουθούντων, ἐγένετο ἡ κηδεία τοῦ ἐν Κυρίῳ μεταστάντος, ἐν γήρατι καλῷ, αἰδεσιμωτάτου Οἰκονόμου τῆς ἐκκλησίας Σκιάθου Παπα - Ἀδαμαντίου, ἥτις ἐν τῷ προσώπῳ αὐτοῦ ἐστερήθη ἑνὸς τῶν σεμνοτέρων καὶ μᾶλλον εὐπαιδεύτων ἐφημερίων. Εἰς γένος Λευϊτικὸν ἀνήκων ἐκηδεύθη πλησίον τῶν συγγενῶν του ἡγουμένων τῆς Κουνιστρίας.
Ἐξεπαιδεύθη ἐν φόβῳ Θεοῦ, εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ γράμματα. Φύσει δὲ προικισμένος ὑπὸ εὐφυΐας καὶ ἀπαράμιλλον ἔχων φιλομάθειαν καὶ σπανίαν μνήμην, τόσον ἐτελειοποιήθη ἔπειτα εἰς τὰ ἑλληνικὰ γράμματα, ὥστε βραδύτερον καὶ βοηθὸς τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου ἐπὶ ἱκανὰ ἐχρημάτισεν ἔτη. Διὸ καὶ μεταξὺ τοῦ ἱερατείου τῆς νήσου μας ἦτο ὁ πρῶτος πάντοτε, ἐπίτροπος διαρκὴς τῶν κατὰ καιροὺς ἀρχιερέων, ὁδηγὸς ἀγαθὸς εἰς πάσας τὰς ἐκκλησιαστικὰς περιστάσεις καὶ κόσμημα περικαλλὲς τῶν ἐκκλησιαστικῶν πανηγύρεων, ὅτε ἡ παρουσία του ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητος. Διότι στολισμένος μὲ καθαρὰν ἀπαγγελίαν, ἁπλοῦς καὶ ἀπέριττος τοὺς τρόπους, καθαρὸς καὶ σεμνὸς ἐν τῇ περιβολῇ προσέδιδεν ἀφελῆ μεγαλειότητα εἰς τὰς ἐκκλησιαστικὰς ἀκολουθίας, ἐπειδὴ καὶ οὗτος ὡς πάντες οἱ ἀρχαιότεροι τῆς νήσου ἐφημέριοι ἐδιδάχθησαν τὴν τῶν μυστηρίων τέλεσιν παρὰ τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκείνων Κολλυβάδων, οἵτινες εἶχον ἱδρύσει κατὰ τὸ τέλος τοῦ παρελθόντος αἰῶνος τὴν Μονὴν τοῦ Εὐαγγελισμοῦ ἐν τῇ νήσῳ, φυτώριον γενομένην τῶν σεμνῶν τῆς νήσου μας ἱερέων τότε, οἵτινες φιλακόλουθοι, ἁπλοῖ, ἐνάρετοι ἀπέλαυον τῆς ἀγάπης καὶ τοῦ σεβασμοῦ τῶν κατοίκων, οὐδεμίαν προσποίησιν ἢ ὑπόκρισιν ἢ ἐπιδεικτικὴν κενότητα ἐμβλεπόντων εἰς τὸν ἱερατικὸν βίον των. Ὧν ἐπιφανέστερος ἦν ὁ ἄρτι πρὸς Κύριον μεταστάς, ὅστις πεποιθὼς εἰς τὴν πρὸς αὐτὸν ἐκτίμησιν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, πολλάκις ἤλεγχε τοὺς ἀτακτοῦντας ἐν τοῖς ναοῖς ἀπὸ τῆς ἁγίας Πύλης, φίλος αὐτὸς ἀκραιφνὴς τῆς τάξεως ἐν τῇ προσευχῇ τῇ προκαλούσῃ τὴν κατάνυξιν.
Συνεβούλευε δημοσίᾳ τὰς γυναῖκας, ἐπέπληττε, παρῄνει τοὺς φανερὰ παρὰ τὰ τυπικὰ τῆς ἐκκλησίας καὶ παρὰ τὰ ἔθιμα αὐτῆς βιοῦντας κ᾿ ἐν γένει ὡς πατὴρ ἁπάντων ἐθεωρεῖτο. Ἂν καὶ τὸ γῆρας καὶ νόσος τῶν ποδῶν πολὺ ἐσχάτως ἔθλιβον καὶ ἀπεμόνωσαν αὐτὸν ἐν τῷ οἴκῳ, ἐντούτοις οἱ ἐνορῖται τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν ἀπῄτησαν τὴν παρουσίαν του κατὰ τὴν ἐφετινὴν Ἀνάστασιν, ὅτε ὑποβασταζόμενος διὰ τελευταίαν φορὰν προσῆλθεν εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἐπὶ πεντηκονταετίαν ὅλην ἐφημέρευσε καὶ προέστη τῆς Λαμπροφόρου πανηγύρεως. Ἀπεχαιρέτισε οὕτω μὲ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη τρεῖς ὅλας γενεὰς πνευματικῶν του τέκνων ὁ προσηνής, ὁ ἐλεήμων, ὁ ἀγαθός, ὁ ὁμιλητικώτατος, ὁ μικρὸς καὶ λεπτοκαμωμένος, ὁ πολιὸς Οἰκονόμος Παπα - Ἀδαμάντιος, οὗ τὴν παρουσίαν ἐπὶ μακρὸν θὰ ἐπιζητῇ ἡ μητρόπολις Σκιάθου.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2018


Ποιὸς μετενόησε καὶ δὲν σώθηκε;
* Καμμιὰ χαρὰ κοσμικὴ δὲν μένει χωρὶς μεταμέλεια. Μόνον ἡ χαρὰ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι γνήσια καὶ εἰλικρινής. Δόξες καὶ χρήματα, ὅλα εἶναι ψεύτικα. Ὅλα αὐτὰ ὁ θάνατος τὰ βάζει στὴν ἁρμόζουσα θέσι τους.
* Ὁ οὐράνιος Πατὴρ μᾶς παιδεύει ὄχι γιὰ νὰ ἔλθουμε σὲ ἀπόγνωσι, ἀλλὰ γιὰ νὰ μετανοήσουμε καὶ διορθωθοῦμε.
* Ὁ πόνος ἐξαγνίζει τὴν ψυχή, τὴν κάνει ταπεινή, πονετική, ἀγαθὴ καὶ ἔτσι καταστρώνεται τὸ ἔδαφος γιὰ τὴν θείαν ἐπίσκεψι.
* Ὅλα τὰ λυπηρὰ μᾶς ἀποστέλλονται χωρὶς καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴν θεραπεία τῆς ψυχῆς μας ποὺ νοσεῖ.
* Δωρεὰν σώζει ὁ Χριστὸς τὸν ἄνθρωπον, οἱ κόποι δείχνουν τὴν προαίρεσι τοῦ ἀνθρώπου.
* Μὲ τὴν ὑπομονὴ στὰ παθήματα κάμνουμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος ὑπομένει πειρασμό, ἐπιθέτει φάρμακο στὴν ψυχή του.
* Ποιὸς μετενόησε καὶ δὲν σώθηκε; ποιὸς εἶπε τὸ ἡμάρτησα καὶ δὲν συγχωρέθηκε; ποιὸς ἔπεσε καὶ ἐζήτησε βοήθεια καὶ δὲν σηκώθηκε; ποιὸς ἔκλαυσε καὶ δὲν παρηγορήθηκε ἀπὸ τὸν Θεόν;
* Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ὁ Θεὸς θέλει νὰ ἰδεῖ προαίρεσι ἀγαθὴ καὶ βία (προσπάθεια φιλότιμη) στὰ μέτρα τῶν δυνάμεών του, καὶ ὅταν αὐτὰ τὰ διάθεση μὲ ταπείνωσι, τότε Αὐτὸς ἀναλαμβάνει τὴν τελείωσι τοῦ ἀγαθοῦ ἔργου...
* ... Σὲ αὐτὸν τὸν κόσμο δὲν ἔχουμε θέσι κανείς. Ὁ πνευματικὸς κόσμος μᾶς περιμένει ὅλους. Περαστικοὶ εἴμεθα πάνω στὴ γῆ... Πρὶν δὲ μᾶς πάρη ἀπὸ αὐτὸν τὸν φθαρτὸν κόσμον νὰ παρακαλοῦμε νὰ μᾶς τακτοποίηση μαζί Του, ὅσον γίνεται πιὸ τέλεια γιὰ νὰ μὴ δυσκολευθῆ ἡ ψυχή μας στὴν ἄνοδό της ἀπὸ τοὺς κακοὺς φορολόγους δαίμονας...
* Ἔχουμε ἕνα Θεὸ μὲ φιλόστοργα θεϊκὰ σπλάγχνα, ποὺ μᾶς ὑπομένει καὶ συνεχίζει νὰ μᾶς ἀγαπᾶ καὶ νὰ μᾶς φροντίζει, καὶ ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι τὸν ἀρνούμεθα, τὸν ὑβρίζουμε, καὶ δὲν ξέρουμε τί λέμε καὶ τί κάνουμε. Τυπικὰ τὸν πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε, ἐνῶ μὲ τὴν ἀπρόσεκτη ζωή μας γινόμαστε ἀπαίσιοι καὶ ἐλεεινοὶ οἱ δυστυχεῖς, ἀπὸ τὰ μυαλά μας, τὶς ἐπιλογές μας, τὸν ἐγωισμό μας, τὴν κοσμικοφροσύνη μας.
* Μὲ τὴν εἰλικρινῆ μας μετάνοια μποροῦμε νὰ πάρουμε καὶ πάλι τὶς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ, νὰ καθαρίσουμε τὸ βεβαρυμένο ποινικό μας, ἀρκεῖ νὰ τηροῦμε τοὺς ὅρους τῆς πίστεως, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, καὶ τότε τὸ πῦρ τῆς χάριτος θὰ μᾶς θερμάνη, δροσίζη, χαροποιῆ καὶ θεοποιῆ κατὰ χάρι καὶ μέθεξι.
* Ἡ μετάνοια ἔχει μεγάλη δύναμι. Παίρνει τὸ κάρβουνο καὶ τὸ κάνει διαμάντι. Παίρνει τὸν λύκο καὶ τὸν κάνει ἀρνί. Παίρνει τὸν ἄγριο καὶ τὸν κάνει ἅγιο. Παίρνει τὸν αἱματοβαμμένο ληστὴ καὶ τὸν κάνει πρῶτο κάτοικο τοῦ Παραδείσου. Ἀκριβῶς, ἐπειδὴ ἔχει τέτοια δύναμι ἡ μετάνοια, γι᾿ αὐτὸ ὁ Διάβολος ἀγωνίζεται ν᾿ ἀποτρέψη τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν μετάνοια. Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ ἀντιρρήσεις πολλῶν ἀνθρώπων ὡς πρὸς τὴν μετάνοια καὶ ἐξομολόγησι.
Γέρων Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018



Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με
Προσπάθησε πάντα ἡ εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ ἐπενδύη ὅλα τὰ ἔργα σου, κάθε πνοὴ καὶ κάθε νόημα. Ὢ τότε πόσο θὰ εὐφραίνεται ἡ καρδία σου! Πόσο θὰ χαίρεσαι, διότι θὰ ἀνεβαίνη ὁ νοῦς εἰς τὰ οὐράνια. Διὰ τοῦτο μὴν ἀμελῆς νὰ λέγης: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ψάλης θὰ κατανοῆς τὰ ψαλλόμενα· θὰ ἔχης ὄρεξιν καὶ φωνὴν ἱκανὴν καὶ ταπείνωση διὰ νὰ ἀποδίδης καθὼς ἁρμόζει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο μὴν ἀδικῆς ἄλλο τὴν ψυχήν σου, ἀλλὰ καὶ ψάλλων λέγε ἐνδόμυχα τὴν εὐχήν· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὅταν ἐργάζεσαι ἂς μὴν ἀπορροφᾶται ὅλη σου ἡ δύναμις εἰς τὴν ἐργασίαν, ἀλλὰ νὰ λέγης -ψιθυριστὰ καὶ τὴν εὐχήν. Τότε καὶ τὰ ἔργα σου θὰ εἶναι ὀρθά, χωρὶς λάθη, καθαρὰ ἀπὸ λογισμοὺς καὶ ἡ ἀπόδοσις τῆς ἐργασίας σου θὰ εἶναι μεγαλυτέρα. Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, διὰ νὰ εὐλογοῦνται τὰ ἔργα σου· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σκεπάζει τὴν ψυχὴν ποὺ εὔχεται. Εἰσέρχεται μέχρι τὰ βάθη τῆς ψυχῆς, ἐλέγχει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸν κόσμον τῆς ψυχῆς καὶ τὸν κατευθύνει πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ τὸ Ἅγιον. Τότε μόνον ἡ ψυχὴ ἔχει τὴν δύναμι, νὰ εἴπῃ μαζὺ μὲ τὸν Προφήτην. «Εὐλόγει ἡ ψυχὴ μου τὸν Κύριον καὶ πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ Ἅγιον αὐτοῦ». Λέγε λοιπὸν τὴν εὐχὴν διὰ νὰ ἔχης τὴν σκέπην τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὅταν τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον καλύπτει τὴν ψυχήν σου, αἰσθάνεσαι μιὰ πληρότητα καὶ μιὰ ταπείνωσιν. Δὲν ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ἀδικία, τὴν εἰρωνεία ἢ τὸν ἔπαινον. Ζῆς σὲ μιὰ ἀτμόσφαιρα πνευματικὴ ποὺ δὲν εἰσέρχεται εὔκολα ὁ ἰὸς τῆς ἁμαρτίας. Ὁ πνευματικὸς ἀνακρίνει τὰ πάντα, αὐτὸς δὲ ὑπ᾿ οὐδενὸς ἀνακρίνεται. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον σοῦ δίδει ἄλλα μάτια καὶ ἄλλην κρίσιν. Λέγε συνεχῶς τὴν εὐχήν, διὰ νὰ ζῇς ἄνετα μέσα σὲ κάθε περιβάλλον· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Ὡς ἄνθος ἀμάραντον καὶ δένδρον εὐσκιόφυλλον πεφυτευμένον παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γίνεται ἡ ψυχή σου ὅταν λέγης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Λέγε τὴν εὐχὴν καὶ ἄφησε τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ εἰσέλθη εἰς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς σου. Γίνε τότε ἄγρυπνος θυρωρὸς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς σου καὶ θεατὴς τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ λέγε μετ᾿ εὐφροσύνης· Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με.
Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι ἡ εὐλογία ὅλου τοῦ κόσμου. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον εἶναι τὸ φῶς καὶ ἡ ζωὴ τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία ἀνυμνεῖ καὶ δοξολογεῖ ἀπὸ τὰ βάθη αὐτῆς τὸ Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἀμήν.
Γέρων Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018


Ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας
Ὅταν ἡ ψυχὴ κατέχεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε, ὤ, πῶς εἶναι ὅλα εὐχάριστα, ἀγαπημένα καὶ χαρούμενα. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη ὅμως συνεπάγεται θλίψη· κι ὅσο βαθύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη, τόσο μεγαλύτερη εἶναι κι ἡ θλίψη.
Ἡ Θεοτόκος δὲν ἁμάρτησε ποτέ, οὔτε κἂν μὲ τὸ λογισμό, καὶ δὲν ἔχασε ποτὲ τὴ Χάρη, ἀλλὰ κι Αὐτὴ εἶχε μεγάλες θλίψεις. Ὅταν στεκόταν δίπλα στὸ Σταυρό, τότε ἦταν ἡ θλίψη Της ἀπέραντη σὰν τὸν ὠκεανὸ κι οἱ πόνοι τῆς ψυχῆς Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτεροι ἀπὸ τὸν πόνο τοῦ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἔξωση ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιατὶ κι ἡ ἀγάπη Της ἦταν ἀσύγκριτα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Κι ἂν ἐπέζησε, ἐπέζησε μόνο μὲ τὴ Θεία δύναμη, μὲ τὴν ἐνίσχυση τοῦ Κυρίου, γιατὶ ἦταν θέλημὰ Του νὰ δῇ τὴν Ἀνάσταση κι ὕστερα, μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του, νὰ παραμείνη παρηγοριὰ καὶ χαρὰ τῶν Ἀποστόλων καὶ τοῦ νέου χριστιανικοῦ λαοῦ.
Ἐμεῖς δὲν φτάνουμε στὴν πληρότητα τῆς ἀγάπης τῆς Θεοτόκου, καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ ἐννοήσωμε πλήρως τὸ βάθος τῆς θλίψεώς Της. Ἡ ἀγάπη Της ἦταν τέλεια. Ἀγαποῦσε ἄπειρα τὸ Θεὸ καὶ Υἱό Της, ἀλλ᾿ ἀγαποῦσε καὶ τὸ λαὸ μὲ μεγάλη ἀγάπη. Καὶ τί αἰσθανόταν τάχα, ὅταν ἐκεῖνοι, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε ἡ Ἴδια καὶ ποὺ τόσο πολὺ ποθοῦσε τὴ σωτηρία τους, σταύρωναν τὸν ἀγαπημένο Υἱὸ Της;
Αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ συλλάβωμε, γιατί ἡ ἀγάπη μας γιὰ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους εἶναι λίγη. Κι ὅμως ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας ὑπῆρξε ἀπέραντη καὶ ἀκατάληπτη, ἔτσι ἀπέραντος ἦταν κι ὁ πόνος Της ποὺ παραμένει ἀκατάληπτος γιὰ μᾶς.
Ἄσπιλε Παρθένε Θεοτόκε, πὲς σ᾿ ἐμᾶς τὰ παιδιά Σου, πῶς ἀγαποῦσες τὸν Υἱό Σου καὶ Θεό, ὅταν ζοῦσες στὴ γῆ; Πῶς χαιρόταν τὸ πνεῦμα Σου γιὰ τὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα Σου; Πῶς ἀντίκρυζες τὴν ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου Του; Πῶς σκεφτόσουν ὅτι Αὐτὸς εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ Τὸν διακονοῦν μὲ φόβο καὶ ἀγάπη ὅλες οἱ Δυνάμεις τῶν οὐρανῶν;
Πές μας, τί ἔνοιωθε ἡ ψυχή Σου, ὅταν κρατοῦσες στὰ χέρια Σου τὸ Θαυμαστὸ Νήπιο; Πῶς τὸ ἀνέτρεφες; Πῶς πονοῦσε ἡ ψυχή Σου, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν Ἰωσὴφ Τὸν ἀναζητοῦσες τρεῖς μέρες στὴν Ἱερουσαλήμ; Ποιάν ἀγωνία ἔζησες, ὅταν ὁ Κύριος παραδόθηκε στὴν σταύρωση καὶ πέθανε στὸ Σταυρό;
Πές μας, ποιά χαρὰ αἰσθάνθηκες γιὰ τὴν Ἀνάσταση ἢ πῶς σπαρταροῦσε ἡ ψυχή Σου ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν Ἀνάληψη;
Οἱ ψυχές μας λαχταροῦν νὰ γνωρίσουν τὴ ζωή Σου μὲ τὸν Κύριο στὴ γῆ· ἀλλὰ Σὺ δὲν εὐδόκησες νὰ τὰ παραδώσῃς ὅλ᾿ αὐτὰ στὴ Γραφή, ἀλλὰ σκέπασες τὸ μυστήριό Σου μὲ σιγή.
Πολλὰ θαύματα καὶ ἐλέη εἶδα ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴ Θεοτόκο, ἀλλὰ μοῦ εἶναι τελείως ἀδύνατο ν ἀνταποδώσω κάπως αὐτὴ τὴν ἀγάπη.
Τί ν᾿ ἀναταποδώσω ἐγὼ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ποὺ δὲν μὲ περιφρόνησε ἐνῶ ἤμουν βυθισμένος στὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ μ᾿ ἐπισκέφθηκε σπλαγχνικὰ καὶ μὲ συνέτισε; Δὲν Τὴν εἶδα, ἀλλὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μοῦ ἔδωσε νὰ Τὴν ἀναγνωρίσω ἀπὸ τὰ γεμάτα χάρη λόγια Tης καὶ τὸ πνεῦμα μου χαίρεται κι ἡ ψυχή μου παρασύρεται τόσο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτήν, ὥστε καὶ μόνη ἡ ἐπίκληση τοῦ ὀνόματὸς Tης γλυκαίνει τὴν καρδιά μου.
Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018



Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Ἁγίου Δεσπότη
Ἀφοῦ τὸ βαποράκι ἐστάθη ὣς μισὴν ὥραν εἰς τὸν μικρὸν ὅρμον, κατέναντι τῆς ἀγορᾶς, ἥτις ἐφαίνετο σχεδὸν γεμάτη ἀπὸ κόσμον, ἔστρεψε τὴν πρῷραν πρὸς ἀνατολὰς καὶ ἀπέπλευσε. Συγχρόνως οἱ καμπάνες τῶν δύο ἐκκλησιῶν, αἵτινες διέπρεπον μὲ τοὺς ὑψηλοὺς πύργους καὶ τοὺς θόλους των, ἡ μία εἰς τὸ ὕψος τῆς παραθαλασσίας ὁδοῦ καὶ τῆς πλατείας, ἡ ἄλλη εἰς τὸ κέντρον τῆς ἐπάνω συνοικίας, ἐκινήθησαν γοργῶς, ἐκχέουσαι μεγάλην καὶ παρατεταμένην κωδωνοκρουσίαν.
Διατί αὐτό; Οἱ παπάδες ἤξευραν, ὅτι ὁ Δεσπότης ὁ νεοχειροτόνητος τῆς ἐπαρχίας ἦτο μέσα στὸ βαπόρι, ἀλλ᾿ ὁ πρῶτος μεταξὺ αὐτῶν, ὁ ἐπισκοπικὸς ἐπίτροπος, εἶχε πληροφορηθῆ ὅτι ἡ Σεβασμιότης του δὲν ἐπροτίθετο πρὸς τὸ παρὸν νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὴν πολίχνην, ἀλλὰ θὰ μετέβαινε πρῶτον, χάριν τῆς ἰδίας εὐκολίας του, εἰς τὴν ἄλλην νῆσον, τὴν ἀνατολικήν, τὴν ἀπωτέραν εἰς τὸν δρόμον του, καὶ εἶτα θὰ ἐπέστρεφε νὰ ἐπισκεφθῇ καὶ τὸ ἐδῶ ποίμνιόν του. Οὐχ ἧττον ἐπῆραν μίαν βάρκαν καὶ ἀνῆλθον ὅλοι ὁμοῦ, οἱ ἑπτὰ παπάδες, εἰς τὸ βαπόρι, διὰ νὰ χαιρετίσουν ἁπλῶς τὸν ἐπίσκοπον εἰς τὴν διέλευσίν του.
Μόλις ἡ μαύρη τῶν ρασοφόρων πλειὰς ἀνῆλθεν εἰς τὸ πρυμναῖον «κάσαρο»* τοῦ ἀτμοπλοίου, ὅπου ἵστατο ἀγναντεύων τὴν μικρὰν πόλιν ὁ περιοδεύων ἱεράρχης, καὶ ὁ διάκος, ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν πρῶτον βαίνοντα ἐκ τῶν ἱερέων, τὸν ὁποῖον ἐκατάλαβεν ὡς ἐπίτροπον τοῦ Δεσπότη, ἂν καὶ πρώτην φορὰν τὸν ἔβλεπε, τοῦ λέγει μὲ τόνον δεσποτικόν:
― Γιατί δὲν ἐσημάνατε τὶς καμπάνες;
Ὁ παπα-Γιαννάκης, 83 ἐτῶν ἄνθρωπος, ἂν καὶ κωφὸς ἦτο, ἐκατάλαβε τί ἔλεγεν ὁ διάκος. Ἐπειδὴ ὁ Δεσπότης δὲν ἐπρόκειτο νὰ ἐξέλθῃ, δὲν εἶχαν προβλέψει, ἢ τὸ ἐνόμισαν περιττόν, νὰ κρούσουν τὶς καμπάνες. Τώρα ὅμως, εἰς τὸ κέλευσμα τοῦ διάκου, ἐστράφη πρὸς τὴν λέμβον, ἐφώναξεν ἕνα νέον κρατοῦντα τὰς κώπας, καὶ τοῦ λέγει:
― Σταμάτη! τρέχα, γρήγορα, ἔξω! Τὶς καμπάνες! Βαρᾶτε τὶς καμπάνες!
Ὁ Σταμάτης, ἔφηβος ὣς 16 ἐτῶν, κυρίως βαρκάρης δὲν ἦτο, ἀλλ᾿ ὀρφανὸς μάγκας, τρέχων παιδιόθεν κατόπιν εἰς τὰ ράσα τῶν παπάδων. Ὅπως ὑπάρχουν ἐκκλησιαστικὰ δαιμόνια, οὕτω ὑπάρχουν καὶ ἀγυιόπαιδα ἐκκλησιαστικά. Πάραυτα ἐσιάρισεν*, ἐκωπηλάτησε, καὶ μετὰ ἓν λεπτὸν ἔφθασεν εἰς τὴν προκυμαίαν. Θὰ ἠμποροῦσε νὰ φωνάξῃ ἀπὸ τὴν βάρκαν πρὸς τοὺς ἔξω, διὰ νὰ τρέξουν νὰ σημάνουν τὶς καμπάνες, ἀλλὰ δὲν τὸ ἔκαμεν. Ἐπήδησεν ἔξω, κ᾿ ἔτρεξε διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ αὐτὸς πρῶτος τὴν ὑπερτάτην ἡδονὴν τῆς κωδωνοκρουσίας.
Καθὼς ἔτρεχεν, ἔκραξε τὸν ἄλλον ἀδελφόν του, τὸν Φώτην, καὶ τὸν ἔστειλεν εἰς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, πρὸς τὸν αὐτὸν σκοπόν. Εἶτα ἀνῆλθεν ὑψηλὰ εἰς τὸ καμπαναριό, ἐκόλλησεν ὡς τελώνιον εἰς τὴν μεγάλην καμπάναν, ἥρπασε τὸ γλωσσίδι της, μὲ τὴν ἄλλην χεῖρα τὴν λαβὴν τοῦ ἐπικράνου τῆς ἄλλης, κ᾿ ἔρριψε τὸ σχοινίον τῆς τρίτης εἰς ἓν ἄλλο παιδίον παρὰ τὴν βάσιν τοῦ κωδωνοστασίου, τὸ ὁποῖον εἶχε κλειδώσει πεισμόνως ἔξω ἀπὸ τὸ πορτέλο τοῦ καμπαναριοῦ.
Μετὰ μίαν στιγμὴν μανιώδης κωδωνοκρουσία ἤρχισε καὶ ἄλλοι ἐναέριοι ἦχοι ἀπήντησαν ἀπὸ τὴν ἄλλην ἐκκλησίαν. Καὶ ὑπὸ τοὺς ἤχους αὐτοὺς τὸ ἀτμόπλοιον ἀπέπλεε, καὶ οἱ παπάδες ἐπέστρεψαν εἰς τὴν ξηράν.
Μετὰ δύο ἑβδομάδας, ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν γείτονα νῆσον, ὁ Σεβασμιώτατος, ἐν μεγάλῃ κλαγγῇ κωδώνων, ὡς πρώτην φορὰν ἐρχόμενος, ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν εἰς τὸν ναόν. Ἐκεῖ, εἰς τὸ τέλος τῆς δοξολογίας ―καὶ αὐτὸ ὑπῆρξε μετὰ τὴν περὶ κωδωνοκρουσίας διαταγήν, τὴν διὰ τοῦ διάκου δοθεῖσαν, ἡ πρώτη χαρακτηριστικὴ πρᾶξις τῆς ποιμαντικῆς του― ἐπετίμησεν ἕνα τῶν ἱερέων, διότι ὡς ἐπαρχιώτης καὶ ἀσυνήθιστος ἀπὸ ἀρχιερατικὰς ἱεροπραξίας, εἶπε τὸ σύνηθες «Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν», καὶ δὲν εἶπε: «Δι᾿ εὐχῶν τοῦ ἁγίου Δεσπότου ἡμῶν».
Ὁ δυστυχὴς ἱερεὺς πῶς νὰ τὸ ξεύρῃ, ἀφοῦ πουθενὰ δὲν τὸ εἶχεν εὕρει γραμμένον.
Τὴν Κυριακήν, ὅταν ἐλειτούργησεν ὁ Ἐπίσκοπος, εἰς τὸ τέλος τῆς λειτουργίας, ἔδωκε νέον δεῖγμα τῆς ποιμαντικῆς του. Εἰς τὸ «Πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί», τὸν γεροντότερον, τὸν πλέον πεπειραμένον ἀλλὰ καὶ ἐγγράμματον ἱερέα, τὸν ἔπιασεν ἀποτόμως ἀπὸ τὸν βραχίονα, βαστάζοντα τὸ Ἅγιον Ποτήριον, καὶ τὸν ἐβίασε νὰ σταθῇ ἐπὶ ἓν λεπτὸν εἰς τὰ βημόθυρα, διὰ νὰ εἴπῃ τὸ «Πάντοτε» ― ὡς νὰ ἐπρόκειτο, κατόπιν τοῦ «Μετὰ φόβου Θεοῦ», νὰ γίνῃ καὶ δευτέρα Μετάληψις. Καὶ ὅμως τὸ Εὐχολόγιον γράφει μόνον ὅτι «βλέπει ὁ ἱερεὺς πρὸς τὸν λαὸν» καὶ ὄχι, ἵσταται εἰς τὴν Ἁγίαν Πύλην. Ὅ,τι δὲ περιττὸν γίνεται, μαρτυρεῖ μόνον τάσιν πρὸς τὸ πομπῶδες καὶ θεατρικὸν ― ὅπως συνηθίζουν μάλιστα οἱ Ρῶσοι.
Μέγα εὐτύχημα ὑπῆρξε διὰ τὸν ἄλλον γέροντα, τὸν ἐπίτροπόν του, εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ὁποίου κατέλυσεν ὁ ἱεράρχης, τὸ ὅτι ἦτο πολὺ κωφός. Ὁ δεσπότης ἠδύνατο νὰ τὸν ἐπιτιμᾷ καὶ νὰ τὸν ὀνειδίζῃ μάλιστα, χωρὶς αὐτὸς ν᾿ ἀντιλαμβάνεται μηδὲ νὰ πικραίνεται τίποτε. Ὅταν δὲν ἦτο παρὼν ὁ διάκος διὰ νὰ τοῦ ἐξηγήσῃ, αὐτὸς δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοῇ τίποτε ἀπὸ τοὺς θυμοὺς καὶ τὰς ἐξάψεις τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Τέλος κατώρθωσε νὰ δώσῃ λογαριασμὸν ὁ γέρων ἐπίτροπος, εἰς μετρητά, δι᾿ ὅλας τὰς ἀδείας γάμου καὶ τὰ λοιπὰ «δικαιώματα» τῆς Ἐπισκοπῆς. Ἀλλὰ διὰ τὰ γαλόπουλα, τοὺς ἀστακοὺς καὶ τ᾿ αὐγοτάραχα, κανεὶς δὲν τοῦ ἐζήτησε λογαριασμὸν πόσα εἶχεν ἐξοδεύσει. Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ Δεσπότης ἦτο ἐγκρατέστατος. Ἔπασχεν ἀπὸ στομαχικὰ καὶ καρδιακὰ συμπτώματα ― ἴσως ἀπὸ ψαμμίασιν ἢ καὶ διαβήτην. Ἀλλ᾿ ὁ διάκος εἶχε τὰ νιᾶτά του, τὴν ξανθὴν γενειάδα καὶ τὴν κόμην του. Θὰ ἦτο ὑπερβολὴ βεβαίως ἂν ἐλέγαμεν, ὅτι ὡμοίαζε μὲ τὸν Ἀρχιποιητὴν ἐκεῖνον τῆς Παπικῆς αὐλῆς, τοῦ Λέοντος τοῦ Ι´, ὅστις εἶχε παραπονεθῆ ποτε, ὅτι ἔκαμνε στίχους διὰ χιλίους ποιητάς, καὶ εἰς τὸν ὁποῖον ὁ περιώνυμος Ποντίφιξ ἔδωκε τὴν ἀπάντησιν: Et pro mille aliis archipoëta bibit.
Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, εἶναι βέβαιον, ὅτι ἠγάπα πολὺ τὸ ἐντόπιον μοσχᾶτον, εἰς δαμιτζάνες προσφερόμενον.
Τέλος ὁ Σεβασμιώτατος, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ τελευταῖον καὶ κυριώτερον μάθημα ποιμαντορικῆς εἰς τοὺς ἱερεῖς του ―τοὺς ἐνουθέτησε νὰ εἶναι καθάριοι, νὰ μὴ καπνίζουν ναργιλὲ δημοσίᾳ καὶ νὰ μὴ κρατοῦν ποτὲ ράβδον― ἐν ἤχῳ κωδώνων καὶ πάλιν, προεπέμφθη, ἐπεβιβάσθη στὸ βαποράκι, κ᾿ ἐπῆγε νὰ ποιμάνῃ καὶ ἄλλα πρόβατα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης