Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

 


Ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν ταπεινὴ ψυχὴ

Πολλοὶ πλούσιοι καὶ ἰσχυροὶ θὰ πλήρωναν πολλὰ γιὰ νὰ δοῦν τὸν Κύριο ἢ τὴν Πανάχραντη Μητέρα Του, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται στὴν ταπεινὴ ψυχὴ καὶ ὄχι στὸν πλοῦτο.

Ὅσιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

 


Σήμερα οἱ ἄνθρωποι γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους

Παλιὰ στὴν πατρίδα μου, στὰ Φάρασα, ἔλεγαν: «Ἂν ἔχης καμμιὰ δουλειά, μὴν τὴν ἀφήνης γιὰ αὔριο. Ἂν ἔχης καλὸ φαγητό, ἄσʹ το γιὰ αὔριο, μήπως ἔρθη κανένας μουσαφίρης». Τώρα σκέφτονται: «Νὰ ἀφήσουμε τὴν δουλειά, μήπως ἔρθη κανεὶς αὔριο καὶ μᾶς βοηθήση. Τὸ καλὸ φαγητό, ἂς τὸ φᾶμε ἐμεῖς ἀπόψε!». Οἱ περισσότεροι σήμερα γυρίζουν γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Μόνον τὸν ἑαυτό τους σκέφτονται.

Ἂς ὑποθέσουμε ὅτι βρέχει, γίνεται κατακλυσμός. Θὰ δῆτε, οἱ περισσότερες ἀπὸ σᾶς θὰ σκεφθοῦν μήπως ἔχουν ροῦχα ἁπλωμένα, νὰ πᾶνε νὰ τὰ μαζέψουν. Κακὸ δὲν εἶναι αὐτό, ἀλλὰ δὲν θὰ πᾶνε πιὸ πέρα. Τὰ ροῦχα καὶ νὰ βραχοῦν, πάλι θὰ στεγνώσουν. Αὐτοὶ ὅμως ποὺ ἁλωνίζουν τί θὰ γίνουν; Πονᾶτε γιʹ αὐτούς, γιὰ νὰ κάνετε καμμιὰ εὐχή; Ἢ πέφτουν κεραυνοί· ζήτημα πέντε‐ἕξι ψυχὲς νὰ θυμηθοῦν τοὺς καημένους τοὺς γεωργοὺς ἢ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν θερμοκήπια.

Δὲν σκέφτεται δηλαδὴ τὸν ἄλλον ὁ ἄνθρωπος, δὲν βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γυρίζει συνέχεια γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ὅταν ὅμως γυρίζη γύρω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, κέντρο ἔχει τὸν ἑαυτό του· δὲν ἔχει τὸν Χριστό. Εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν ἄξονα ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Γιὰ νὰ φθάση νὰ σκέφτεται τὸν ἄλλον, πρέπει ὁ νοῦς του πρῶτα νὰ εἶναι στὸν Χριστό. Τότε σκέφτεται καὶ τὸν πλησίον καὶ μετὰ σκέφτεται καὶ τὰ ζῶα καὶ ὅλη τὴν φύση. Ἔχει τὸν σταθμό του ἀνοιχτὸ καί, μόλις πάρη τὸ μήνυμα, τρέχει νὰ βοηθήση. Ἂν ὁ νοῦς του δὲν εἶναι στὸν Χριστό, δὲν δουλεύει ἡ καρδιά του, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἀγαπάει οὔτε τὸν Χριστὸ οὔτε τὸν συνάνθρωπό του, πόσο μᾶλλον τὴν φύση, τὰ ζῶα, τὰ δένδρα, τὰ φυτά.

Ἔτσι ὅπως κινεῖσθε, ποῦ νὰ φθάσετε στὸ σημεῖο νὰ ἔχετε ἐπικοινωνία μὲ τὰ ζῶα, μὲ τὰ πουλιά! Ἂν πέση κανένα πουλὶ ἀπὸ τὴν σκεπή, θὰ τὸ ταΐσετε. Ἂν δὲν πέση ἀπὸ τὴν σκεπή, δὲν σκέφτεσθε νὰ τὸ ταΐσετε. Ἐγὼ βλέπω τὰ πουλιά· λέω «θέλουν τάϊσμα, τὰ καημένα»· ρίχνω ψίχουλα κ.λπ., βάζω καὶ νεράκι νὰ πιοῦν. Βλέπω ἄρρωστα κλαδιὰ στὰ δένδρα· ἀμέσως σκέφτομαι νὰ τὰ κόψω, γιὰ νὰ μὴν κολλήσουν καὶ τὰ ἄλλα. Ἢ χτυπάει μιὰ πόρτα, ἕνα παράθυρο, πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς μου. Θὰ ξεχάσω τὸν ἑαυτό μου, ἂν μοῦ χρειάζεται κάτι, ἀλλὰ θὰ κοιτάξω τὴν πόρτα, τὸ παράθυρο, νὰ μὴ σπάση, νὰ μὴ γίνη καμμιὰ ζημιά. Παρεμπιπτόντως σκέφτομαι γιὰ μένα. Καὶ ἂν κανεὶς σκέφτεται καὶ πονάη γιὰ τὰ δημιουργήματα, πόσο μᾶλλον θὰ σκέφτεται τὸν Δημιουργό τους! Ἂν δὲν κινῆται ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, πῶς νὰ συντονισθῆ μὲ τὸν Θεό;

Ἔπειτα, καὶ ὅταν βγαίνετε ἔξω, ρίξτε καμμιὰ ματιὰ γύρω. Μπορεῖ κάποιος ἔστω καὶ ἀπὸ ἀπροσεξία ἢ ἀπὸ κακότητα – εὔχομαι κανεὶς νὰ μὴν κάνη κακὸ – κάτι νὰ πετάξη καὶ νὰ βάλη φωτιά· γιʹ αὐτὸ ρίξτε μιὰ ματιά. Καὶ αὐτὸ στὰ πνευματικὰ ἀνήκει, γιατὶ καὶ αὐτὸ τὸ βλέμμα ἔχει ἀγάπη. Ἐγὼ βγαίνω ἔξω ἀπὸ τὸ Καλύβι, ρίχνω μιὰ ματιὰ πρὸς τὰ κάτω, μιὰ ματιὰ πρὸς τὴν σκεπή, νὰ δῶ μήπως μυρίζει καμένο. Ἄλλο ἂν ἔχης τέτοια πίστη πώς, ἂν πιάση φωτιὰ καὶ κάνης προσευχή, θὰ σβήση ἡ φωτιά. Διαφορετικά, πρέπει νὰ ἐνεργήσης. Ἤ, ὅταν ἀκούω κρότο, προσέχω νὰ δῶ τί εἶναι· πυροβόλο; ἄσκηση κάνουν; φουρνέλλο; Ἕνα καὶ ἕνα ὁ νοῦς μου πηγαίνει ἐκεῖ, γιὰ νὰ κάνω κομποσχοίνι. Ὅποιος ἀδιαφορεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τοὺς ἄλλους, τὸ μεγάλο ἐνδιαφέρον τοῦ Θεοῦ βρίσκεται μαζί του, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονται γιʹ αὐτόν.

Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἂν δὲν μοῦ ‘δινες ποίηση Κύριε

Ἂν δὲ μοῦ ‘δινες τὴν ποίηση, Κύριε,
δὲ θἄχα τίποτα γιὰ νὰ ζήσω.
Αὐτὰ τὰ χωράφια δὲ θἆταν δικά μου.
Ἐνῷ τώρα εὐτύχησα νἄχω μηλιές,
νὰ πετάξουνε κλώνους οἱ πέτρες μου,
νὰ γιομίσουν οἱ φοῦχτες μου ἥλιο,
ἡ ἔρημός μου λαό,
τὰ περιβόλια μου ἀηδόνια.

Λοιπόν; Πῶς σοῦ φαίνονται; Εἶδες
τὰ στάχυά μου, Κύριε; Εἶδες τ᾿ ἀμπέλια μου;
Εἶδες τί ὄμορφα ποὺ πέφτει τὸ φῶς
στὶς γαλήνιες κοιλάδες μου;
Κι᾿ ἔχω ἀκόμη καιρό!
Δὲν ξεχέρσωσα ὅλο τὸ χῶρο μου, Κύριε.
Μ᾿ ἀνασκάφτει ὁ πόνος μου κι᾿ ὁ κλῆρος μου μεγαλώνει.
Ἀσωτεύω τὸ γέλιο μου σὰν ψωμὶ ποὺ μοιράζεται.

Ὅμως,
δὲν ξοδεύω τὸν ἥλιό σου ἄδικα.
Δὲν πετῶ οὔτε ψίχουλο ἀπ᾿ ὅ,τι μοῦ δίνεις.
Γιατί σκέφτομαι τὴν ἐρμιὰ καὶ τὶς κατεβασιὲς τοῦ χειμῶνα.
Γιατί θἄρθει τὸ βράδι μου. Γιατί φτάνει ὅπου νἆναι
τὸ βράδι μου, Κύριε, καὶ πρέπει
νἄχω κάμει πρὶν φύγω τὴν καλύβα μου ἐκκλησιὰ
γιὰ τοὺς τσοπάνηδες τῆς ἀγάπης.

Νικηφόρος Βρεττᾶκος

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

 


Παραμονὴ Χριστουγέννων (β)

Ἀπ᾿ ὄξω περνοῦσε κόσμος βιαστικός, μὲ γέλια καὶ μὲ χαρές. Ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ ῾κεῖ ἀκουγόντανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ μαγαζιά.

Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἀνάριευε σιγὰ-σιγὰ ὁ κόσμος. Τὰ μαγαζιὰ σφαλοῦσαν ἕνα-ἕνα. Μοναχὰ μέσα στὰ μπαρμπεριὰ ξουριζόντανε ἀκόμα κάτι λίγοι.

Στὸ τσαρσὶ λιγόστευε ἡ φασαρία, μὰ στοὺς μαχαλάδες γυρίζανε τὰ παιδιὰ μὲ τὰ φανάρια καὶ λέγανε τὰ κάλαντα στὰ σπίτια. Οἱ πόρτες ἤτανε ἀνοιχτές, οἱ νοικοκυραῖοι, οἱ νοικοκυρᾶδες καὶ τὰ παιδιά τους, ὅλοι ἤτανε χαρούμενοι, κι ὑποδεχόντανε τοὺς ψαλτάδες, καὶ κεῖνοι ἀρχίζανε καλόφωνοι σὰν χοτζᾶδες:

Καλὴν ἑσπέραν, Ἄρχοντες, ἂν εἶναι ὁρισμός σας,
Χριστοῦ τὴν θείαν γέννησιν νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Χριστὸς γεννᾶται σήμερον ἐν Βηθλεὲμ τῇ πόλει,
οἱ οὐρανοὶ ἀγάλλονται, χαίρει ἡ κτίσις ὅλη...

Κι ἀφοῦ ξιστορούσανε ὅσα λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς ἀγγέλους, τοὺς τσομπάνηδες, τοὺς μάγους, τὸν Ἡρώδη, τὸ σφάξιμο τῶν νηπίων καὶ τὴν Ῥαχὴλ ποὺ ἔκλαιγε τὰ τέκνα της, ὕστερα τελειώνανε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:

Ἰδοὺ ὁποὺ σᾶς εἴπαμεν ὅλην τὴν ἱστορίαν,
τοῦ Ἰησοῦ μας τοῦ Χριστοῦ γέννησιν τὴν ἁγίαν.

Καὶ σᾶς καλονυκτίζομεν, πέσετε κοιμηθεῖτε,
ὀλίγον ὕπνον πάρετε καὶ πάλιν σηκωθεῖτε.

Καὶ βάλετε τὰ ροῦχα σας, εὔμορφα ἐνδυθεῖτε,
στὴν ἐκκλησίαν τρέξατε, μὲ προθυμίαν μπεῖτε.

Ν᾿ ἀκούσετε μὲ προσοχὴν ὅλην τὴν ὑμνωδίαν
καὶ μὲ πολλὴν εὐλάβειαν τὴν θείαν λειτουργίαν.

Καὶ πάλιν σὰν γυρίσετε εἰς τὸ ἀρχοντικόν σας,
εὐθὺς τραπέζι στρώσετε, βάλτε τὸ φαγητόν σας.

Καὶ τὸν σταυρόν σας κάμετε, γευθεῖτε, εὐφρανθεῖτε,
δότε καὶ κανενὸς πτωχοῦ, ὅστις νὰ ὑστερεῖται.

Δότε κι ἐμᾶς τὸν κόπον μας, ὅ,τ᾿ εἶναι ὁρισμός σας,
καὶ ὁ Χριστός μας πάντοτε νὰ εἶναι βοηθός σας.

Καὶ εἰς ἔτη πολλά.

Νπαίνανε στὸ σπίτι μὲ χαρά, βγαίνανε μὲ πιὸ μεγάλη χαρά. Παίρνανε ἀρχοντικὰ φιλοδωρήματα ἀπὸ τὸν κουβαρντᾶ τὸν νοικοκύρη, κι ἀπὸ τὴ νοικοκυρὰ λογιῶ-λογιῶν γλυκά, ποὺ δὲν τὰ τρώγανε, γιατὶ ἀκόμα δὲν εἶχε γίνει ἡ Λειτουργία, ἀλλὰ τὰ μαζεύανε μέσα σὲ μία καλαθιέρα.

Ἀβραμιαῖα πράγματα! Τώρα στεγνώσανε οἱ ἄνθρωποι καὶ γινήκανε σὰν ξερίχια ἀπὸ τὸν πολιτισμό! Πᾶνε τὰ καλὰ χρόνια!

Ὅλα γινόντανε ὅπως τά ῾λεγε τὸ τραγούδι: Πέφτανε στὰ ζεστά τους καὶ παίρνανε ἕναν ὕπνο, ὥσπου ἀρχίζανε καὶ χτυπούσανε οἱ καμπάνες ἀπὸ τὶς δώδεκα ἐκκλησιὲς τῆς χώρας. Τί γλυκόφωνες καμπάνες! Ὄχι σὰν τὶς κρύες τὶς εὐρωπαϊκές, ποὺ θαρρεῖς πὼς εἶναι ντενεκεδένιες! Στολιζόντανε ὅλοι, βάζανε τὰ καλά τους, καὶ πηγαίνανε στὴν ἐκκλησιά.

Σὰν τελείωνε ἡ Λειτουργία, γυρίζανε στὰ σπίτια τους. Οἱ δρόμοι ἀντιλαλούσανε ἀπὸ χαρούμενες φωνές. Οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν ἤτανε ἀνοιχτὲς καὶ φεγγοβολούσανε. Τὰ τραπέζια περιμένανε στρωμένα μ᾿ ἄσπρα τραπεζομάντηλα, κι εἴχανε πάνω ὅτι βάλει ὁ νοῦς σου. Φτωχοὶ καὶ πλούσιοι τρώγανε πλουσιοπάροχα, γιατί οἱ ἀρχόντοι στέλνανε ἀπ᾿ ὅλα στοὺς φτωχούς. Κι ἀντὶς νὰ τραγουδήσουνε στὰ τραπέζια, ψέλνανε τὸ Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει, Μυστήριον ξένον ὁρῶ καὶ παράδοξον. Ἀφοῦ εὐφραινόντανε ἀπ᾿ ὅλα, πλαγιάζανε «ξέγνοιαστοι, σὰν τ᾿ ἀρνιὰ ποὺ κοιμόντανε κοντὰ στὸ παχνί, τότες ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας.

Φώτης Κόντογλου

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2022

 


Παραμονὴ Χριστουγέννων (α)

Κρύο τάντανο ἔκανε, παραμονὴ Χριστούγεννα. Ὁ ἀγέρας σὰ νά ῾τανε κρύα φωτιὰ κι ἔκαιγε. Μὰ ὁ κόσμος ἤτανε χαρούμενος, γεμάτος κέφι. Εἶχε βραδιάσει κι ἀνάψανε τὰ φανάρια μὲ τὸ πετρόλαδο. Τὰ μαγαζιὰ στὸ τσαρσὶ φεγγοβολούσανε, γεμάτα ἀπ᾿ ὅλα τὰ καλά. Ὁ κόσμος μπαινόβγαινε καὶ ψώνιζε· ἀπὸ τό ῾να τὸ μαγαζὶ ἔβγαινε, στ᾿ ἄλλο ἔμπαινε. Κι ὅλοι χαιρετιόντανε καὶ κουβεντιάζανε μὲ γέλια, μὲ χαρές.

Οἱ μεγάλοι καφενέδες ἤτανε γεμάτοι καπνὸ ἀπὸ τὸν κόσμο ποὺ φουμάριζε. Ὁ καφενὲς τ᾿ Ἀσημένιου εἶχε μεγάλη φασαρία, χαρούμενη φασαρία. Εἶχε μέσα δύο σόμπες, καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θαμπά, ἀπ᾿ ὄξω ἔβλεπες σὰν ἤσκιους τοὺς ἀνθρώπους. Οἱ μουστερῆδες εἴχανε βγαλμένες τὶς γοῦνες ἀπὸ τὴ ζέστη, κόσμος καλός, καλοπερασμένοι νοικοκυραῖοι.

Κάθε τόσο ἄνοιγε ἡ πόρτα καὶ μπαίνανε τὰ παιδιὰ ποὺ λέγανε τὰ κάλαντα. Ἄλλα μπαίνανε, ἄλλα βγαίνανε. Καὶ δὲν τὰ λέγανε μισὰ καὶ μισοκούτελα, μὰ τὰ λέγανε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ἴσαμε τὸ τέλος, μὲ φωνὲς ψαλτάδικες, ὄχι σὰν καὶ τώρα, ποὺ λένε μοναχὰ πέντε λόγια μπρούμυτα κι ἀνάσκελα, καὶ κεῖνα παράφωνα.

Ἀντίκρυ στὸν μεγάλον καφενὲ τ᾿ Ἀσημένιου ἤτανε κάτι φτωχομάγαζα, τσαρουχάδικα, ψαθάδικα καὶ τέτοια. Ἴσια-ἴσια ἀντίκρυ στὴ μεγάλη πόρτα τοῦ καφενὲ ἤτανε ἕνα μικρὸ καφενεδάκι, τὸ πιὸ φτωχικὸ σ᾿ ὅλη τὴν πολιτεία, μία ποντικότρυπα.

Ἐνῷ ὁ μεγάλος ὁ καφενὲς φεγγολογοῦσε καὶ τὰ τζάμια ἤτανε θολὰ ἀπὸ τὴ ζέστη, ἡ ποντικότρυπα ἤτανε σκοτεινή, γιατὶ ἡ λάμπα, μία λάμπα τσιμπλιασμένη, μία ἄναβε, μία ἔσβηνε, ὅπως ἔμπαινε ὁ χιονιᾶς ἀπὸ τὰ σπασμένα τζάμια τῆς πόρτας. Ἡ φιτιλήθρα ἤτανε στραβοβιδωμένη καὶ τσαλαπατημένη σὰν τὸ μοῦτρο τοῦ καφετζῆ, τοῦ μπαρμπα-Γιαννακοῦ τοῦ Χατζῆ, τὸ φιτίλι στραβοκομμένο, τὸ γυαλὶ σπασμένο ἀπὸ τό ῾να μάγουλο καὶ στὴν τρύπα εἴχανε κολλημένο ἕνα κομμάτι ταραμαδόχαρτο. Βάλε μὲ νοῦ σου τί φῶς ἔδινε μία τέτοια λάμπα! Κάτω τὰ σανίδια ἤτανε σάπια καὶ τρίζανε. Στὸν τοῖχο ἤτανε κρεμασμένα δύο-τρία παμπάλαια κάντρα, καπνισμένα σὰν ἀρχαῖα εἰκονίσματα: τό ῾να παρίστανε τὸν Μέγα Πέτρο μέσα σὲ μία βάρκα ποὺ τὴν ἔδερνε ἡ φουρτούνα, τ᾿ ἄλλο τὸν μάντη Τειρεσία ποὺ μιλοῦσε μὲ τὸν Ἀγαμέμνονα, τ᾿ ἄλλο τὸν Παναγῆ τὸν Κουταλιανὸ ποὺ πάλευε μὲ τὴν τίγρη.

Ἡ πελατεία ἤτανε συνέχεια μὲ τὸ καφενεῖο. Ὅλοι-ὅλοι ἤτανε πέντ᾿ - ἕξι γέροι σκεβρωμένοι, σαράβαλα, μὲ κάτι τρύπιες γοῦνες ποὺ δὲν τὶς ἔπιανε ἀγκίστρι. Δύο-τρεῖς ἤτανε γιαλικάρηδες, δηλαδὴ εἴχανε καμιὰ σάπια βάρκα καὶ βγάζανε θαλασσινὰ γιὰ μεζέδες, ποὺ τὰ λέγανε γιαλικά, γιατὶ βρίσκουνται στὸ γιαλό, δηλαδὴ στὰ ρηχὰ νερά. Οἱ ἄλλοι ἤτανε φρουκαλάδες, δηλαδὴ κάνανε φρουκαλιές. «Ἤτανε καὶ κανένας νεροκουβαλητὴς καὶ κανένας καρβουνιάρης. Νά, αὐτὴ ἤτανε ἡ πελατεία.

Ὁ βοριᾶς ἔμπαινε μέσα μὲ τὴν τρούμπα, καὶ στριφογύριζε τὴ λάμπα ποὺ κρεμότανε ἀπὸ τὸ μαυρισμένο ταβάνι, κι ἀναβόσβηνε. Ἀπὸ τὸ κρύο τρέμανε οἱ γέροι καὶ χουχουλίζανε τὰ χέρια τους, τὰ βάζανε κι ἀπὸ πάνω ἀπὸ τὸ τσιγάρο, τάχα γιὰ νὰ ζεσταθοῦνε.

Ὁ φουκαρὰς ὁ καφετζής, γιὰ νὰ μὴν παγώσει, ἔκανε σουλάτσο, πηγαινοερχότανε ἀπὸ τὸ τεζάκι ἴσαμε τὴν πόρτα, μὲ τὴν παλιογούνα ριχμένη ἀπὸ πάνω του καί, γιὰ νὰ δώσει κουράγιο στὴν πελατεία, ἐκεῖ ποὺ σουλατσάριζε, τὸν ἐπίανε τὸ σύγκρυο καὶ χτυπούσανε τὰ κατωσάγονά του, κι ἕσφιγγε ἀπάνω του τὴν παλιοπατατούκα του κι ἔλεγε:

— Ἐεεέχ! Μωρὲ ζεστὸ ποὺ εἶναι τὸ καφενεδάκι μας!...

Ὕστερα γύριζε κι ἔδειχνε τὸν μεγάλον καφενέ, ποὺ καπνίζανε κάργα οἱ σόμπες, κι ἔλεγε:

— Ἀντίκρυ, σκυλὶ ψοφᾶ ἀπὸ τὸ κρύο..., σκυλὶ ψοφᾶ!

Ὁ καημένος ὁ μπαρμπα-Χατζῆς!

Φώτης Κόντογλου

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2022


Γιατί ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος;
Κουρασμένος ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς διάφορες γιορτές, ποὺ κατάντησαν τυπικὴ ἐκπλήρωση κοινωνικῶν συμβατικοτήτων, ἀντιμετωπίζει καὶ τὰ Χριστούγεννα χωρὶς ἐσωτερικὴ προσέγγισή τους. Οἱ περισσότεροι ἀκόμη καὶ οἱ κατὰ τὰ ἄλλα θρησκευτικοὶ βλέπουμε τὰ Χριστούγεννα σὰν μιὰ μεγάλη οἰκογενειακὴ ἑορτή, ποὺ προσφέρει τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναμαζευθεῖ ἡ σκορπισμένη οἰκογένεια γύρω ἀπὸ τὸν Χριστὸ τῆς φάτνης στὸ χριστουγεννιάτικο δένδρο, ποὺ βγῆκε καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ ντουλάπι, γιὰ νὰ στολίσει γιὰ μερικὲς μέρες κάποια γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ μας. Σήμερα ὅμως, καλεῖται ὁ καθένας μας νὰ θέσει στὸν ἑαυτὸ του τὸ ἐρώτημα: τί σημαίνουν τὰ Χριστούγεννα γιὰ μένα; Εἶναι ἡ ἐξατομίκευση τοῦ γενικότερου ἐρωτήματος: «Γιατί ἔγινε ὁ Θεὸς ἄνθρωπος», ποὺ ἀπασχόλησε τὰ μεγαλύτερα πνεύματα τῆς ἱστορίας.
«…Ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν»
Χριστούγεννα εἶναι ἡ γέννηση τοῦ Αἰώνιου Θεοῦ ἀπὸ ἕνα ἄνθρωπο, μιὰ Μάνα, τὴν Παναγία, καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ Θεανθρώπου μέσα στὴν ἱστορία. Αὐτό, ποὺ δὲν μπόρεσαν οὔτε μὲ τὴν φαντασία τους νὰ πλησιάσουν οἱ σοφοί τοῦ κόσμου, ἔγινε σὲ μιὰ δεδομένη στιγμὴ πραγματικότητα. Ὁ Ἄκτιστος Θεὸς γίνεται «ὃ οὐκ ἦν», γιὰ τὴ σωτηρία μας. Αὐτός, ποὺ τὸ σύμπαν δὲν τὸν χωρεῖ, «χωρεῖται ἐν γαστρί». Ὁ ἄπειρος Θεὸς αὐτοπεριορίζεται μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ πῆρε ἀπὸ τὴν Πάναγνη Θεοτόκο. Στὴ γλώσσα τῶν Ἁγίων Πατέρων μας αὐτὸ ὀνομάζεται «συγκατάβασις». Συγκαταβαίνει ὁ Θεός. Ὁ πέρα ἀπὸ κάθε μέτρο καὶ μέγεθος γίνεται μικρός. Ὁ ἀσύλληπτος ἀπὸ κάθε δύναμη αἰσθήσεως γίνεται αἰσθητὸς καὶ ἁπτὸς καὶ ὁρατός. Γιατί; Γιὰ νὰ κοινωνήσει μαζί μας. Αὐτομεταφράζεται ὁ Θεὸς στὴ δική μας γλώσσα, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ Τὸν δεχθοῦμε καὶ νὰ Τὸν καταλάβουμε. Ἂν μᾶς μιλοῦσε τὴν οὐράνια γλώσσα, δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ Τὸν πιστεύσουμε· γι’ αὐτὸ μιλεῖ τὴ δική μας γλώσσα, τὴν ἐπίγεια. Ἔτσι πραγματοποιεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς αὐτό, ποὺ ἀπέτυχε ὁ ἄνθρωπος νὰ κατορθώσει.
Ὁ ἄνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Χριστοῦ. Τὸ πρότυπό του (τὸ «ἀρχέτυπόν» του) ἦταν ὁ Χριστός, ὡς Θεάνθρωπος. Σ’ αὐτὸ τὸ «ἀρχέτυπον» ὄφειλε νὰ ὑψωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Νὰ καθαρισθεῖ δηλαδὴ καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ Θεὸ τόσο, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ ἔλθει νὰ σκηνώσει μέσα του καὶ νὰ φανερωθεῖ μέσα στὴν ἱστορία ὁ Θεάνθρωπος. Ὁ ἐκτροχιασμὸς ἀπὸ αὐτὴ τὴν πορεία ἀπετέλεσε τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ἀποτυχία τοῦ ἀνθρώπου θεραπεύει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. «Ὅταν ἦλθεν ὁ καθορισμένος – ἀπὸ τὸν Θεὸν – καιρὸς τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας», «ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ». Ποὺ σημαίνει: Ἦλθε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς «αὐτεπάγγελτος», ὅπως θὰ πεῖ εὔστοχα ὁ ποιητὴς τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, γιὰ νὰ μᾶς «ἐξαγοράση» ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου καὶ νὰ μᾶς χαρίσει τὴν υἱοθεσία. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς ἔγινε «ὑπὸ Νόμον», περιετμήθη καὶ ἔκαμε ὅλα ὅσα ἀπαιτοῦσε ὁ παλαιοδιαθηκικὸς νόμος, καὶ ἐπλήρωσε ὅλο τὸν Νόμο, μένοντας μακριὰ ἀπὸ κάθε ἁμαρτία. Ἔτσι, ἔμεινε ὁ Κύριος ἔξω ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου, ποὺ λέγει: «ἐπικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμμένει ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νόμου, τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς». Ἐξεπλήρωσε, λοιπόν, Αὐτὸς ὁλόκληρο τὸ Νόμο, ἐξαγοράζοντάς μας ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου, ἀφοῦ ἐμεῖς δὲν μπορούσαμε ποτὲ νὰ φυλάξουμε ὅλα τὰ προστάγματά του. Ἐλευθερώνοντάς μας δὲ ἀπὸ τὴν κατάρα τοῦ Νόμου καὶ ἑνώνοντάς μας μαζί Του μὲ τὸ ἅγιο Βάπτισμα, μᾶς χαρίζει τὴν υἱοθεσία, μᾶς καθιστᾶ υἱοὺς τοῦ Θεοῦ κατὰ χάριν. Ἡ υἱοθεσία μας, λοιπόν, ἡ ἕνωσή μας μὲ τὸν Χριστό, ἡ θέωσή μας, εἶναι ὁ στόχος τῆς σαρκώσεώς Του. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικὸς «προορισμὸς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς ζωῆς μας.
Θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας
Ὁ Χριστός μας μὲ τὴν «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου» σάρκωσή του γεννήθηκε ἐλεύθερος ἀπὸ ὅλες τὶς συνέπειες τῆς ἁμαρτίας, τὸν πόνο, τὸν θάνατο. Ὅπως ὅμως ἀπὸ φιλανθρωπία (ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο) σαρκώθηκε ὁ Θεός, ἔτσι ἀπὸ ἀγάπη δέχθηκε νὰ ἀναλάβει καὶ τὶς συνέπειες τῆς δικῆς μας ἁμαρτίας, τὸν πόνο καὶ τὸν θάνατο. Ἀνέλαβε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη πραγματικότητα, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἁμαρτία. Αὐτὸ τὸ ἔκαμε, γιὰ νὰ συντρίψει τὴν ἁμαρτία μας καὶ τὶς συνέπειές της, μέχρι τὸν θάνατο, στὴν δική Του ἀνθρώπινη φύση. Γι’ αὐτὸ δέχθηκε ὁ Χριστὸς νὰ φθάσει μέχρι τὸ πάθος τοῦ Σταυροῦ. Γι’ αὐτὸ φορτωμένος τὶς δικές μας ἁμαρτίες κατέβηκε μέχρι τὸν Ἅδη. Κατέβηκε μέχρι τὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς δικῆς μας πτώσεως, γιὰ νὰ θανατώσει τὴν ἁμαρτία μας στὸν Σταυρό Του, νὰ τὴν θάψει στὰ βάθη τοῦ ᾅδη, καὶ νὰ ἀναστήσει ὁλοκάθαρη καὶ φωτισμένη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἀνεβάζοντάς την μέχρι τὸ βασίλειο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μὲ τὴν Ἀνάληψή Του. Νὰ λοιπόν, γιατί ἡ Ὀρθοδοξία δὲν περιορίζεται στὶς συναισθηματικότητες, ποὺ γεννᾶ ὁ σταυρός, τὸ πάθος, τοῦ Χριστοῦ, ὅπως συμβαίνει ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Γιατί τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ σάρκωση τοῦ Θείου Λόγου. Χωρὶς τὴ Σάρκωση καὶ τὰ Χριστούγεννα δὲν νοεῖται ἡ σταύρωση τοῦ Χριστοῦ, ὁ θάνατος καὶ ἡ Ἀνάστασή Του. Ὁ Ἅγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς λέγει, ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ Λόγου εἶναι «τὸ μακάριον, δι᾽ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος». Γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση, δηλαδή, ἔγιναν ὅλα τὰ κτίσματα, ἀφοῦ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὁ ἁγιασμὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ μοναδικὸς σκοπὸς τῆς δημιουργίας.
Μετοχὴ στὴ σωτηρία
Ὁ Θεῖος Λόγος μὲ τὴν σάρκωσή Του ἕνωσε στὸ Πρόσωπό Του τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο, τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο. Ὅ,τι ὅμως συνέβη στὴν ἀτομικὴ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, συμβαίνει καὶ στὸν καθένα μας. Μὲ τὴν σάρκωσή Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἕνωσε ὅλους μαζί Του. Μὲ τὸ βάπτισμά μας μετέχουμε στὸ γεγονὸς τῆς σαρκώσεως, ἐνοφθαλμιζόμασθε στὴν θεωμένη ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ μας, γιὰ νὰ ταφοῦμε (νὰ πεθάνουμε) μαζί Του καὶ νὰ ἀναστηθοῦμε μαζί Του. Γιὰ νὰ γίνει ὅμως ὁλόκληρη ἡ σωτηρία μας, πρέπει καὶ τὸ πρόσωπό μας (τὸ ἐγώ μας, ἡ θέλησή μας) νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸν Χριστό. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν καθαρθοῦμε ἀπὸ τὰ πάθη μας καὶ ἀφήσουμε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ κατοικήσει μέσα μας. Αὐτὸ μᾶς ὑπενθυμίζει σήμερα ὁ Ἀπ. Παῦλος. Ἀπόδειξη τοῦ ὅτι ἀξιωθήκαμε νὰ γίνουμε «υἱοὶ» Θεοῦ λέγει εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μέσα μας, τὸ Ὁποῖο προσεύχεται μέσα στὴν καρδιά μας. Εἶναι ἡ «νοερὰ εὐχὴ» ἤ «προσευχὴ τῆς καρδίας», γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας. Μὲ τὴν χάρη καὶ συνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος μένουμε ἑνωμένοι μὲ τὸν Χριστὸ και ἁγιάζεται ὅλη ἡ ζωή μας. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μετέχουμε στὴν ἐν Χριστῷ σωτηρία, σωζόμασθε, θεούμεθα. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ συνεχὴς ἀγώνας τοῦ πιστοῦ νὰ μείνει μέσα στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ ἔχει μέσα του Πνεῦμα Ἅγιον, γιὰ νὰ ἁγιάζεται ὅλη ἡ ζωή μας, καὶ ἡ προσωπικὴ καὶ ἡ κοινωνική. Γιὰ νὰ μεταμορφώνεται σὲ ζωή Χριστοῦ ὁλόκληρη ἡ ζωή μας.
Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022

 


Τὰ σύμπαντα σήμερον χαρᾶς πληροῦνται, Χριστὸς ἐτέχθη ἐκ Παρθένου

Πράγματι, κάθε πιστὸς καὶ εὐσεβὴς χριστιανός, ὅπου γῆς, χαίρεται χαρὰν μεγάλην, διότι ἐτέχθη ὁ Σωτήρ.

Συγχαίρουν οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ οἱ ψυχὲς τῶν Ἁγίων.

Χαίρονται καὶ οἱ κοσμικοὶ ἄνθρωποι, γιατί στὶς μεγάλες ἑορτὲς σπάζει ἡ μονοτονία τῆς καθημερινότητος καὶ ὁ ἑορταστικὸς διάκοσμος τοὺς ξεκουράζει. Ὅπως ἔλεγαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες· «βίος ἀνεόρταστος, ὁδὸς ἀπανδόχευτος».

Ἀλλὰ ἡ χαρὰ τῶν πιστῶν ψυχῶν δὲν εἶναι μόνο ψυχολογική, ἐξωτερική, πρόσκαιρη. Εἶναι βαθειὰ πνευματική. Πηγάζει ἀπὸ τὴν αἴσθησι τῆς ἀπείρου ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας τοῦ Ἁγίου Θεοῦ ποὺ ἐκδηλώθηκε μὲ τὴν ἐνανθρώπησι τοῦ Λόγου.

Ἀναφωνεῖ ἡ πιστὴ ψυχὴ μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο·

«Ὢ τῆς καινῆς μίξεως! Ὢ τῆς παραδόξου κράσεως! Ὁ Ὢν γίνεται καὶ ὁ ἄκτιστος κτίζεται καὶ ὁ ἀχώρητος χωρεῖται... Καὶ ὁ πλουτίζων πτωχεύει· πτωχεύει γὰρ τὴν ἐμὴν σάρκα, ἵν᾿ ἐγὼ πλουτήσω τὴν αὐτοῦ θεότητα. Καὶ ὁ πλήρης κενοῦται, ἵν᾿ ἐγὼ τῆς ἐκείνου μεταλάβω πληρώσεως. Τὶς ὁ πλοῦτος τῆς ἀγαθότητος; Τί τὸ περὶ ἐμὲ τοῦτο μυστήριον; Μετέλαβον τῆς εἰκόνος καὶ οὐκ ἐφύλαξα· μεταλαμβάνει τῆς ἐμῆς σαρκός, ἵνα καὶ τὴν εἰκόνα σώσῃ καὶ τὴν σάρκα ἀθανατίση».

Πηγάζει ἀκόμη ἡ χαρὰ ἀπὸ τὴν δωρηθεῖσα στοὺς ἀνθρώπους εἰρήνη καὶ εὐδοκία τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Διδάσκει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι καὶ πρὸ Χριστοῦ ὑπῆρχαν μερικοὶ δίκαιοι ἄνθρωποι, ποὺ εἶχαν δεχθῆ τὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλὰ αὐτὴ ἡ εἰρήνη ἦταν χωρὶς τὴν «εὐδοκία», γιατὶ ὁ Λόγος δὲν εἶχε σαρκωθῆ. Δὲν ἦταν «τελεία καὶ ἀμετάθετος», οὔτε ἐδίδετο σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.

Μὲ τὴν σάρκωσι τοῦ Λόγου ἐπῆλθεν εἰρήνευσις, συμφιλίωσις καὶ καταλλαγὴ τοῦ ἐπαναστατημένου ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεόν.

Ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ἐπιστροφὴ καὶ εἰρήνευσις διὰ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ συνετέλεσε, ὥστε νὰ ἀποκατασταθῇ καὶ ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ ἡ πρὸς ἀλλήλους εἰρήνη καὶ ἀγάπη.

Μποροῦμε πραγματικὰ νὰ χαιρώμαστε, ὅταν ἀπολαμβάνουμε βαθειὰ εἰρήνη μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν συνάνθρωπο.

Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος, ποὺ δὲν χαίρεται γιατὶ δὲν εἰρηνεύει, προσπαθεῖ μὲ τὴν ἐξωστρέφεια νὰ ξεχάσῃ τὴν δυστυχία του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλει νὰ μείνῃ οὔτε γιὰ λίγο μόνος του, χωρὶς κάποιο ἐξωτερικὸ ἐρέθισμα νὰ τὸν ἀπασχολῇ.

Γράφει κάπου ὁ Πασκάλ, ὅτι ὁ πιὸ δυστυχὴς ἄνθρωπος εἶναι ὁ βασιλιᾶς. Γι᾿ αὐτὸ ἔχει πάντα κοντά του τὸν γελωτοποιό, γιὰ νὰ τὸν κάνῃ νὰ ξεχνᾷ τὴν δυστυχία του.

Σύγχρονες μορφὲς γελωτοποιῶν γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ λείπει ἡ εἰρήνη καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, εἶναι τὸ ραδιόφωνο, ἡ τηλεόρασι, τὸ διαδίκτυο, τὸ κινητὸ τηλέφωνο, οἱ ἀπρόσωπες καὶ θορυβώδεις διασκεδάσεις, ἡ μέθη τῆς ταχύτητας, ὁ ἀκτιβισμός.

Εὐτυχεῖς ὅσοι θὰ μείνουν γιὰ λίγο μόνοι τους, θὰ διαπιστώσουν τὸ ἐσωτερικό τους κενὸ καὶ ἀνικανοποίητο καὶ θὰ ἀναζητήσουν τὸν Λόγο.

Εὐτυχεῖς ὅσοι θὰ ἑτοιμάσουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο γιὰ νὰ ἀνακλίνουν σ αὐτὸν τὸν σαρκωθέντα Θεό. Τότε πράγματι θὰ εἰρηνεύσουν καὶ θὰ χαροῦν.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μὲ τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ, θὰ μᾶς βοηθήσῃ νὰ συνειδητοποιήσουμε τὸν ἀγώνα ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε γιὰ νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τὸν Θεό, τὸν ἑαυτό μας καὶ τὸν συνάνθρωπό μας·

«Αὐτὴν τὴν εἰρήνη νὰ φυλάσσωμε, ἀδελφοί, ὅσο μποροῦμε. Διότι αὐτὴν ἐλάβαμε ὡς κληρονομία ἀπὸ τὸν Σωτῆρα μας ποὺ ἐγεννήθη σήμερα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Πνεῦμα τῆς υἱοθεσίας, διὰ τῆς ὁποίας γινόμεθα «κληρονόμοι μὲν Θεοῦ, συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ».

Ἂς εἰρηνεύωμε λοιπὸν μὲ τὸν Θεό, τηρώντας ὅσα εἶναι εὐάρεστα σὲ Αὐτόν· τὴν σωφροσύνη, τὴν φιλαλήθεια, τὴν δικαιοπραγία, τὴν καρτερία στὶς προσευχὲς καὶ τὶς δεήσεις, «ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» καὶ ὄχι μόνο με τὰ χείλη.

Ἂς εἰρηνεύωμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας, ὑποτάσσοντας τὴν σάρκα τῷ πνεύματι (τὸ σαρκικὸ φρόνημα στὸν νόμο τοῦ Πνεύματος), ἐκλέγοντας νὰ ζοῦμε ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ συνείδησίς μας καὶ φροντίζοντας, ὥστε ὁ ἐσωτερικός μας κόσμος τῶν λογισμῶν νὰ κινῆται μὲ κοσμιότητα καὶ καθαρότητα. Διότι ἔτσι μόνο θὰ καταστείλωμε τὸν ὄντως ἐμφύλιο πόλεμο ποὺ διεξάγεται μέσα μας.

Ἂς εἰρηνεύωμε μεταξύ μας, «ἀνεχόμενοι ὁ ἕνας τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἄλλου καὶ συγχωρώντας, ἂν τυχὸν κάποιος ἔχει παράπονο ἀπὸ τὸν ἄλλον, ὅπως καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς συνεχώρησε» καὶ δείχνοντας μεταξύ μας εὐσπλαχνία ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν μεταξύ μας ἀγάπη, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς ἀπὸ τὴν ἀγάπη Του καὶ μόνο πρὸς ἐμᾶς μᾶς εὐσπλαχνίσθηκε καὶ γιὰ χάρι μας ἐνηνθρώπησε.

Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ ἀνορθωθοῦμε ἀπὸ τὴν πτῶσι τῆς ἁμαρτίας μὲ τὴν δική Του βοήθεια καὶ Χάρι καὶ ἀφοῦ ἀνεβοῦμε (πνευματικά) διὰ τῶν ἀρετῶν, θὰ ἀποκτήσουμε «τὸ πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς» ἀπὸ ὅπου περιμένουμε τὴν ἐλπίδα μας νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ τὴν φθορὰ καὶ νὰ ἀπολαύσωμε τὰ οὐράνια καὶ αἰώνια ἀγαθὰ ὡς τέκνα τοῦ Οὐρανίου Πατρός.

Αὐτὴ τὴν ἀπόλαυσι εὔχομαι ὅλοι ἐμεῖς νὰ ἐπιτύχωμε κατὰ τὴν μέλλουσα ἔνδοξη Παρουσία καὶ Ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στὸν Ὁποῖον ἀνήκει δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».

Ἅγια Χριστούγεννα 2005

Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

 


Χριστούγεννα

Στὴ γωνιά μας κόκκινο
τ᾿ ἀναμμένο τζάκι.
Τοῦφες χιόνι πέφτουνε
στὸ παραθυράκι.

Ὅλο ἀπόψε ξάγρυπνο
μένει τὸ χωριό,
καὶ κτυπᾶ Χριστούγεννα
τὸ καμπαναριό.

Ἔλα, Ἐσὺ ποὺ Ἀρχάγγελοι
σ᾿ ἀνυμνοῦνε ἀπόψε,
πάρε ἀπὸ τὴν πίττα μας,
ποὺ εὐωδιᾶ καὶ κόψε.

Ἔλα, κι ἡ γωνίτσα μας
καρτερεῖ νὰ 
᾿ρθεῖς.
Σοὔστρωσα, Χριστούλη μου,
γιὰ νὰ ζεσταθεῖς.

Στέλιος Σπεράντσας

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2022

 


Εἰκονογραφία Χριστουγέννων

Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι᾿ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα γαϊδούρι εἴτε ἄλογο. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της ἀπάνω σ᾿ ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾶ μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση.

Στο κάτω μέρος απὸ τὰ δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ καθισμένος σ᾿ ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ᾿ ὅσον δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί. Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾶ σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν παρηγορήσει. Στὰ ἀριστερὰ εἶναι καθισμένη μιὰ γρηὰ ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῶ μιὰ μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ κολυμπήσουνε τὸ μωρό.

Γύρω τους κι᾿ ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ τρία μαντρόσκυλα. Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει. Πίσω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φαίνουνται μέσα στὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικεμένοι στἄλογα, ὁ ἕνας σὲ ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι᾿ ὁ ἄλλος σε κόκκινο. Ἡ Παναγία ζωγραφίζεται καὶ γονατιστὴ, μὰ αὐτὸ θαρρῶ πὼς φραγκοφέρνει. Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τ᾿ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Εἶναι παράξενο πῶς οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι ποὺ ἤτανε ὀρθοδοξώτατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους κάποιες σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν εἶναι Κανονικά.

Στὸ Μυστρᾶ, στὸ Καχριὲ Τζαμὶ κι᾿ ἀλλοῦ εἶναι ζωγραφισμένα ἐπεισόδια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας παρμένα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ποὺ δὲν εἶναι Κανονικό. Ἀλλὰ τέτοια καθέκαστα εἶναι ζωγραφισμένα στὰ Εἰσόδια, στὸν Εὐαγγελισμό, στὴν ζωὴ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, κλπ. Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμμιὰ μαμή, καὶ βρῆκε μιὰ γρηὰ ποὺ τὴ λέγανε Σαλώμη, κι᾿ αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί. Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι γραμμένο καὶ τὄνομα τῆς Σαλώμης.

Στὰ πιὸ ὡραῖα εἰκονίσματα ἡ Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ᾿ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι της στὸ χέρι της, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι γλυκειὰ καὶ μελαγχολική, ἕνα πρᾶγμα πολὺ κατανυχτικό. Σὲ λιγοστὲς εἰκόνες εἶδα ζωγραφισμένα μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό, ὅπως ζωγραφίζουνε πάλι σὲ σχέδιο ἀητοῦ, τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Ἀποστόλους στὴν Κοίμηση, στὴ Βάπτιση τὸν Ἰορδάνη σὰν γέρο καὶ τὴ θάλασσα σὰν νεράϊδα, τὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ σὰν ἕναν πέτρινον ἄνθρωπο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ νερό, κ.ἄ.

Ἡ Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, γράφει γιὰ τὸν τύπο τῆς Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τὸ βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατιστὸς ἔχων τὰ χέρια ἐσταυρωμένα· καὶ ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα ἄλογον βλέποντα τὸν Χριστὸν καὶ ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καὶ βλέποντες μετὰ θάμβους τὸν Χριστόν. Καὶ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καὶ ποιμένες, ὁ ἕνας λαλῶν αὐλὸν καὶ ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετὰ φόβου. Καὶ ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετὰ βάσιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καὶ δεικνύοντες ἀλλήλοις τὸν ἀστέρα. Καὶ ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».

Οἱ πιὸ ὡραῖες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως ποὺ ἀφήσανε οἱ παληοὶ εὐσεβεῖς ἁγιογράφοι μας εἶναι κατὰ πρῶτον οἱ ψηφιδωτές τοῦ Δαφνιοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ἔργα ἐξαίσια γιὰ ὅποιον νοιώθει τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ δὲν θέλει σκηνοθεσίες καὶ ἐπιδείξεις κούφιες. Ἄλλη ὡραία εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ, ἴσως ἡ ὡραιότερη, καθὼς καὶ ἄλλη στὴν Παντάνασσα. Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ Γέννηση στὸ Καχριὲ Τζαμὶ τῆς Πόλης (ἀρχαία Μονὴ τῆς Χώρας), τῆς Ὑπαπαντῆς στὰ Μετέωρα, στὰ μοναστήρια τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Δοχειαρίου στ᾿ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὰ Μετέωρα, καθὼς καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ Φράγκου Κατελλάνου. Ὑπάρχουνε κι᾿ ἄλλες ἔμορφες Γεννήσεις σὲ ἀρχαῖα ἐξωκκλήσια, ὅλες στὸν ἴδιο τύπο ποὺ ἱστορήσαμε. Πλῆθος Γεννήσεις στολίζουνε τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ὅπως εἶναι δυὸ ποὺ βρίσκουνται στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων.

Τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου ἀξιώθηκε νὰ ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σὲ σανίδι, καὶ δυὸ σὲ τοιχογραφία, τὴ μιὰ στὸ οἰκογενειακὸ παρεκκλῆσι τοῦ Γ. Πεσμαζόγλου στὴν Κηφισιά, τὴν ἄλλη, σὲ πολὺ μεγάλο σχῆμα, στὴν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Λιόπεσι.

Φώτης Κόντογλου

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

 


Στοὺς χίλιους ὁ ἕνας

Μὴν ἀνοίγεις τὸ στόμα σου καὶ τὴν καρδιά σου στὸν καθένα.

Στοὺς χίλιους ὁ ἕνας θὰ σὲ καταλάβει.

Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

 


Τοῦ Θεοῦ εἶναι!

Κάποια φορὰ στὴν ἐξομολόγηση μία μητέρα τοῦ εἶπε:

–Ἀνησυχῶ πολὺ γιὰ τὰ παιδιά μου, μήπως πάθουν τίποτε, μήπως τοὺς συμβεῖ κάτι κακό. Βάζω χίλια δυὸ μὲ τὸ μυαλό μου.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Ἐπιφανίου ἦλθε ταχύτατα, σὲ ἔντονο ὕφος καὶ συγχρόνως συγκλονιστική:

– Καὶ ποιός σοῦ εἶπε ὅτι τὰ παιδιὰ εἶναι δικά σου; Τοῦ Θεοῦ εἶναι! Προβατάκια Του εἶναι καὶ σὲ ἔχει βάλει νὰ τὰ φυλᾶς.

π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἄσμα Ἀσμάτων

Ὄμορφη ποὺ εἶσαι, ἀγάπη μου! Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι!

Γλυκειὰ σὰν τοῦ περιστεριοῦ καὶ τρυφερὴ ἡ ματιά σου·
καμιὰ ἀπὸ τὶς ὄμορφες δὲν παραβγαίνει μπρός σου.

Ἐσὺ ‘σαι κρινολούλουδο καὶ κεῖνες εἶναι ἀγκάθια,
ἴδια μὲ κόκκινη κλωστὴ τὰ κόκκινά σου χείλη.

Σὰ ρόδι ποὺ τὸ κόψανε στὴ μέση πίσω ἀπ᾿ τὸ πέπλο σου
μοῦ φαντάζει τὸ ροδομάγουλό σου.

Τὰ δυό σου στήθια μοιάζουνε δίδυμα ζαρκάδια,
ποὺ νὰ βοσκήσουν βγήκανε μὲς στ᾿ ἀνθισμένα κρίνα.

Φίλα με, μὲ ὅλα τὰ φιλιὰ ποὺ ἔχεις μὲς στὸ στόμα.
Μέθα με στῆς ἀγκάλης σου τὸ πιὸ γλυκὸ κρασί.

Καὶ τ᾿ ὄνομά σου, ἄρωμα, μύρο χυμένο κάτω.

Ὅλων τῶν μύρων τ᾿ ἄρωμα, κι ἡ εὐωδιὰ ἐσύ ‘σαι.

Ναί, πιὸ πολὺ κι ἀπ᾿ τὸ κρασὶ μεθῶ ὅταν μ᾿ ἀγγίζεις.
Νὰ σ᾿ ἀγαπᾶνε, ἄντρα μου, αὐτὸ μονάχα ἀξίζεις.

Ὄμορφη κι ἀψεγάδιαστη, εἶσαι ἀγαπημένη.

Μοῦ ῾χεις κλέψει τὴν καρδιὰ ἀγάπη μου, ἀδελφή μου.

Μ᾿ ἕνα σου βλέμμα μοναχά, μιὰ χάντρα στὸ λαιμό σου.

Μέλι κερήθρας στάζουνε τὰ δυὸ γλυκά σου χείλη.

Μέλι καὶ γάλα ἀργοκυλοῦν στὴ γλώσσα σου ἀπὸ κάτω.

Κῆπος κλειστός, ὁλάνθιστος εἶσαι ἀγαπημένη.

Πηγὴ μὲ γάργαρο νερό, παράδεισος ἀπὸ δροσιὲς τὸ κάθε σου αὐλάκι.

Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι ὁ νάρδος μὲ τὸν κρόκο
καὶ ρίζες τοῦ Λιβάνου ἀρωματικὲς καὶ σμύρνα κι ἀλόη
κι ὅποιο μύρο πεῖς σὲ σένα εὐωδιάζουν.

Σήκω, βοριά, ἔλα, νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου,
νὰ ξεχυθοῦν νὰ σκορπιστοῦν παντοῦ οἱ εὐωδιές μου.

Σήκω, βοριά, ἔλα νοτιά, φυσῆξτε τὰ κλωνιά μου,
νὰ ξεχυθοῦν νὰ σκορπιστοῦν παντοῦ τ᾿ ἀρώματά μου.

Κι ἂς κατέβει ὁ ἄνδρας μου στὸν κῆπο πού ῾ν᾿ δικός του,
γιὰ νὰ γευτεῖ ὅποιον καρπὸ ἀπ᾿ τὰ κλαδιά μου θέλει.

Ἰάκωβος Καμπανέλλης

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

 


Τὸ σχῆμα ἑνὸς ἄλλου κόσμου

Ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γίνεται ἀσκητὴς ἐπειδὴ μόνον ἔτσι μπορεῖ νὰ κηρύξει καλύτερα τὸ πανευδαιμονικό του εὐαγγέλιο· ἕνας ὀραματιστὴς ποὺ ζεῖ καὶ παθαίνεται μὲ τοὺς μύθους τοῦ Εἰκοσιένα, σὲ μιὰ μικρὴ γωνιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου ποὺ ἔμεινε μακριὰ ἀπὸ τοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀνεξαρτησία του· ἕνας μοναχικὸς ποὺ ὁ διάλογός του μὲ τοὺς ἄλλους γίνεται ἀποκλειστικὰ σχεδὸν μὲ ζωγραφιές· ὁ Θεόφιλος μόνον στὰ χώματα μιᾶς τέτοιας παραμυθένιας χώρας ἤτανε φυσικὸ νὰ βλαστήσει μιὰ μέρα.

Ἡ παρομοίωση αὐτὴ δὲν ἀποτελεῖ ἕνα ἁπλὸ σχῆμα λόγου. Ἄνθρωπος ὁ Θεόφιλος, ἀλλὰ μὲ τὴ στοιχειώδη καὶ πρωτογενῆ σύσταση ἑνὸς φυτοῦ, ἀκολούθησε τὴ διαδρομὴ τῆς ἀνθοφορίας καὶ τῆς καρποφορίας χωρὶς νὰ προσβληθεῖ ποτέ του ἀπὸ τὰ ζιζάνια ποὺ ἔσπειραν μὲ τὶς θεωρίες τους γιὰ τὴν ἐνοχὴ καὶ τὴν ἁμαρτία οἱ θρησκεῖες. Μολοντοῦτο, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ τὸ γνωρίζει, ἔφτασε ἀνεξάρτητα καὶ πάνω ἀπὸ τὴν καλλιτεχνική του ἰδιοφυία νὰ ἐνσαρκώνει μιὰ προσωπικότητα ἠθικὴ σὲ παρθένα κατάσταση ποὺ τὰ μάτια μας, ἀσκημένα στὰ συμβατικὰ μέτρα, δὲν εἶναι σὲ θέση ἀμέσως νὰ ἐκτιμήσουν.

Ὅλες οἱ πληροφορίες ποὺ ἔφτασαν ὡς ἐμᾶς γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ἔζησε καὶ ἔδρασε, μᾶς πείθουν ὅτι ὁ μικρόσωμος γιὸς ἑνὸς τσαγκάρη τῆς Μυτιλήνης εἶχε τὸ τεράστιο θάρρος νὰ προχωρήσει μὲς στὴ ζωή, στηριγμένος ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο στὴν ἀγαθότητα τῆς ψυχῆς του, ἐντελῶς ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὰ καθημερινὰ πάθη καὶ παραδομένος μὲ τὴν εὐπιστία μικροῦ παιδιοῦ στὰ ὄνειρά του. Ἡ διαύγεια ποὺ ἐπιβάλλει στὸν ὁρατὸ κόσμο κάθε φορὰ ποὺ μᾶς τὸν παρουσιάζει στὰ ἔργα του, δὲν εἶναι παρὰ ἡ μεταγραφὴ τῆς ἔντονης ροπῆς ποὺ διαγράφεται μέσα του νὰ φτάσει αὐτὸς ὁ κόσμος, ἀκριβῶς ὅπως μέσα στὰ ὄνειρά του, σὲ μιὰ κατάσταση ἄκακη, καθάρια, εὐδαιμονική. Ὅπως ἡ φανερή του προσήλωση στοὺς Ἥρωες δὲν εἶναι παρὰ ἡ συμβολικὴ ἀνάθεση τῶν ἐλπίδων ἑνὸς ταπεινοῦ, ποὺ ζητᾶ νὰ ἀκεραιωθεῖ μὲς στὰ αἰσθήματά του, πρὸς τὶς δυνάμεις ποὺ ξεπερνοῦν τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι οἱ δύο αὐτὲς ροπὲς ποὺ συνθέτουν τελικὰ τὴ φυσιογνωμία του.

Στὶς ἀτέλειωτες μέρες τῆς ὁδοιπορίας του κάτω ἀπ’ τὶς καστανιὲς τοῦ Πηλίου ἢ μὲς στὰ λιόφυτα τῆς πατρίδας του, μ’ ἕνα τενεκεδάκι στὸ χέρι, μὲ τὰ μάτια ὀρθάνοιχτα, ὁ Θεόφιλος, πέραν ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ καὶ τὴν ἁμαρτία, κατευθύνεται ὁλόισα στὸν παράδεισο. Τὶς αἰσθήσεις τὶς ἀποδέχεται ὅπως ἕνας Χριστιανὸς ἀποδέχεται τὰ Μυστήρια. Καὶ τελετουργεῖ βοηθημένος ἀπὸ τὰ φυσικὰ στοιχεῖα, χωρὶς ποτὲ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ νοῦ του ὅτι ἐξυπηρετεῖ ἄλλο ἰδανικὸ ἔξω ἀπ’ αὐτὸ ποὺ τοῦ δόθηκε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γέννησής του: ν’ ἀποστραγγίσει, ν’ ἀποσπάσει ἀπὸ τὴν Πλάση αὐτὴ ὅλα της τὰ θαύματα.

Τὸ πρόσωπο τῆς Καλοσύνης ποὺ ἐνσαρκώνει, καλύπτει καὶ ξεπερνᾶ κατὰ πολὺ τὸ πρόσωπο τῆς Χριστιανικῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸ στρέφει ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅταν δεχτεῖ ἕνα ράπισμα, ὥστε ν’ ἀκολουθήσει δεύτερο· μήτε, φυσικά, τὸ ἀνταποδίδει. Τοῦ ἀντιτάσσει μονάχα τὸ σχῆμα ἑνὸς ἄλλου κόσμου, ξεσηκωμένου ἀπ’ τὴν ψυχή του, ὅπου τὸ ράπισμα νὰ μὴν ἔχει πιὰ κανένα νόημα. Κι ἐκεῖ βρίσκεται, νομίζω, ἡ βαθύτερη σημασία τῆς ἠθικῆς του προσωπικότητας. Ἐκεῖ, καθὼς καὶ στὴ συνέπεια τῆς ζωῆς καὶ τοῦ ἔργου του.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἕνα ἄλλο νόημα

Εἶναι ὕβρις βέβαια νὰ ἐξυμνεῖ κανεὶς τὴ φτώχεια. Ὡστόσο, μὲ τὸ πέρασμα τῶν αἰώνων, ἡ φτώχεια, μαζὶ μὲ τὰ δεινὰ ποὺ ἦταν φυσικὸ νὰ συμπαρασύρει, ἔφτασε νὰ πάρει στὴν Ἑλλάδα ἕνα ἄλλο νόημα, ἠθικό, νὰ διαμορφώσει μιὰν εἰδικοῦ βάρους Ἀρετή, ποὺ τὴν εἴδαμε νὰ παίρνει τὴ μορφὴ τοῦ Ἀγωνιστῆ στοὺς ἄντρες, τῆς Καρτερίας στὶς γυναῖκες καὶ ποὺ αὐτὴ τελικὰ ἐπέτρεψε τὴν ἐπιβίωση ἑνὸς λαοῦ στὸ πεῖσμα μιᾶς πεντηκοντάδας κατακτητικῶν κυμάτων.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἀπόλυτη πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ

Ἀπό τότε πού ἔγινα Κληρικός, πρίν πενήντα χρόνια (τό 1971) καί ἐρχόμουν σέ ἐπικοινωνία μέ διαφόρους Χριστιανούς, ἕνα ἀπό τά θέματα πού ἀντιμετώπιζα ἦταν ἡ χρησμολογία, πού σημαίνει τήν διατύπωση κάποιου χρησμοῦ, κάποιου μελλοντικοῦ γεγονότος, πού δίνεται ἀπό διαφόρους χρησμολόγους.

Τήν χρησμολογία τήν ἐξασκοῦσαν συστηματικά οἱ Χιλιαστές (Γιεχωβάδες), οἱ ὁποῖοι ὅριζαν διάφορες ἡμερομηνίες κατά τίς ὁποῖες θά καταστραφῆ ὁ κόσμος, θά ἑνοποιηθῆ ἡ ἀνθρωπότητα ἀπό μιά ἑνιαία Κυβέρνηση κλπ. Καί φυσικά συνεχῶς διαψεύδονταν.

Ἡ νοοτροπία τῆς χρησμολογίας ὀργίαζε στήν Ἀμερική μέσα σέ Προτεσταντικούς κύκλους, γιά τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου, γιά τό χάραγμα πού θά ἐπιβάλη στούς ἀνθρώπους, καί πολλά ἄλλα, παρερμηνεύοντας χωρία τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως. Αὐτό τό λέω, γιατί τό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως δέν κάνει λόγο μόνο γιά τό χάραγμα τοῦ Ἀντιχρίστου, ἀλλά καί γιά τό χάραγμα τοῦ Χριστοῦ, καί ὅποιος δεχθῆ αὐτό τό χάραγμα, πού εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνήκει στόν Χριστό. Πάντως, ἀπό τούς Προτεστάντες τῆς Ἀμερικῆς πέρασαν ὅλες αὐτές οἱ ἀπόψεις καί στήν Ἑλλάδα.

Πέρα ἀπό αὐτό, ὅλα τά χρόνια πού εἶμαι Κληρικός ἄκουσα πολλούς «χρησμολόγους» Κληρικούς καί μοναχούς νά διαδίδουν πολλά και τρομακτικά, δίνοντας πολλές χρονολογίες γεγονότων καί καταστροφές, ὅπως ὅτι θά γίνη πόλεμος, θά μποῦν οἱ Τοῦρκοι στήν Ἑλλάδα, θά πέση πείνα, γι’ αὐτό θά πρέπει οἱ ἄνθρωποι νά καλλιεργοῦν στά σπίτια τους καί τά χωριά τους διάφορα προϊόντα, ὅτι μᾶς ψεκάζουν μέ τά ἀεροπλάνα καί μᾶς κοιμίζουν, ὅτι θά σταματήση ἡ ἀγορά νά τροφοδοτῆται ἀπό προϊόντα γι’ αὐτό πρέπει νά προμηθευτοῦμε πολλά τρόφιμα στά σπίτια μας, ὅτι μέ τά φάρμακα καί τά ἐμβόλια μᾶς τσιπάρουν ἤ βάζουν μέσα στό σῶμα μας δηλητήρια, ὅτι μᾶς παρακολουθοῦν καί μᾶς φακελώνουν, καί πολλά ἄλλα.

Οἱ χρησμολόγοι αὐτοῦ τοῦ εἴδους, ἰδίως ὅταν εἶναι Κληρικοί, σκορποῦν φόβο, πανικό, ἀγωνία στούς ἀνθρώπους, πού χάνουν τόν ὕπνο τους, καταλήγουν σέ ψυχιάτρους καί παίρνουν φάρμακα, αἰσθάνονται γύρω τους ἐχθρούς, πού ἀπειλοῦν τήν ὕπαρξή τους.

Σκεπτόμενος ὅλα αὐτά τά θέματα, προσπαθῶ νά ἐντοπίσω ποῦ εἶναι τό πρόβλημα καί γιατί σέ περιόδους κρίσεως ξεπετάγονται ὅλοι αὐτοί οἱ χρησμολόγοι, οἱ ὁποῖοι τρομοκρατοῦν τούς ἀνθρώπους καί γιατί τελικά, ἰδίως οἱ Χριστιανοί εἶναι ἐπιρρεπεῖς σέ τέτοιες χρησμολογίες;

Φυσικά ὑπάρχουν πολλά τά αἴτια, ἀλλά τό βασικό νομίζω, εἶναι ἡ ἔλλειψη σοβαρῆς θεολογικῆς παιδείας καί ζωῆς. Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἔπαυσαν νά θεολογοῦν σοβαρά καί περιορίζονται σέ συνθήματα, σέ ψυχοπαθολογικές ἑρμηνεῖες, σέ ἀνασφάλειες, σέ προτεσταντικές ἐπιρροές. Ἀντί νά θεολογοῦν, παραπλανοῦν τούς ἀνθρώπους. Ὅταν ρωτήσης αὐτούς τούς χρησμολόγους κάποιο θεολογικό θέμα τό ὁποῖο ἀντιμετώπισαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἤ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν γνωρίζουν νά ἀπαντήσουν.

Τελικά, οἱ χρησμολόγοι Κληρικοί ἐπενδύουν τίς δικές τους ἀνασφάλειες, τίς ἄγνοιες μέ χρησμούς, μέ ἡμερομηνίες πού ὁ Θεός θά τιμωρήση τούς ἀνθρώπους.

Ὅμως, ἡ σοβαρή θεολογική ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων πού ἀναφύονται στήν κοινωνία δέν εἶναι ἡ χρησμολογία, πού εἶναι μιά τρομολαγνεία, ἀλλά ἡ ἀπόλυτη πίστη στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀγώνας καί ἡ προσοχή γιά νά τηροῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, ἡ πίστη στήν Ἐκκλησία, ὅπως ἐκφράζεται ἀπό τήν λατρεία, τήν θεία Λειτουργία καί τίς Συνοδικές ἀποφάσεις.

Οἱ χρησμολόγοι ὄχι μόνον δέν ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους στήν μετάνοια, ἀλλά τούς τρομοκρατοῦν καί τούς ὁδηγοῦν στήν ψυχοπάθεια μέ τήν πατερική ἔννοια τοῦ ὅρου.

Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἐμίσησα τήν ἐντύπωση

Γιά τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο ἔκαμαν τὴν κρίση. Ἦταν ὁ ἡρωικότερος τῶν ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν ἡρῴων. Γιά τὸν ἀείμνηστον Ἀρχιμανδρίτη Ἰωὴλ Γιαννακόπουλο ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω κάνει τὴν κρίση. Ἦταν ὁ σοφότερος τῶν συγχρόνων ἁγίων καὶ ὁ ἁγιότερος τῶν συγχρόνων μας σοφῶν. Καὶ τὸ ὑπεροχότερο πρότυπο σοφοῦ καὶ ἁγίου κληρικοῦ. Γιατὶ εἶχε μία ἀπόλυτη συνέπεια σ’ ἐκεῖνα πού πίστευε καὶ σ’ ἐκεῖνα πού ἔπραττε καὶ ἕνα τεράστιο πνευματικὸ βάθος, τὸ ὁποῖο δέν ἀρκεῖ κανεὶς νά τὸ γνωρίσει, πρέπει καὶ νά μπορεῖ νά τὸ ἀξιολογήσει.

Γεννήθηκε σ’ ἕνα πολὺ μικρὸ καὶ φτωχὸ χωριὸ τῆς Μεσσηνίας πού λεγόταν καὶ λέγεται Μαθία. Σήμερα δέν ξέρω ἂν ὑπάρχει, ἔχει διαλυθεῖ ἐντελῶς. Οἱ γονεῖς του ἦταν χωριάτες, ἐντελῶς ἀσήμαντοι ἄνθρωποι καὶ ἐντελῶς ἄγνωστοι. Καὶ ὁ ἴδιος, (χαρακτηρισμὸς τοῦ πατρὸς Ἰωὴλ γιά τὸν ἑαυτὸ του):

«Ὅταν ἤμουν στό σχολεῖο, στό δημοτικὸ καὶ στό γυμνάσιο, τὰ ἄλλα παιδιὰ μὲ λέγανε ὁ Κουτοφώτης» , γιατὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Φώτιος. Ὁ Κουτοφώτης. Ἦταν κουτός. «Μὲ θεωροῦσαν χαζὸ καὶ ἤμουν χαζὸς καὶ δυσμαθής». Λόγια δικά του, ὄχι δικά μου. «Δειλὸς , ἀνόητος καὶ βλάκας».

Λόγια δικά του. Πῶς εἶχε τὸ θάρρος νά τὰ λέει γιά τὸν ἑαυτὸ του, εἶναι λιγάκι δύσκολο νά τὸ μετρήσει κανείς. Ἀλλὰ νά, ἐνῶ ἦταν ἀκόμη παιδί, στό σχολεῖο, τὸν ἀπασχόλησε τὸ ἐρώτημα: «Γιατὶ τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶναι ἔξυπνα καὶ ἐγὼ εἶμαι κουτὸς καὶ εἶμαι ὁ χαζοφώτης». Καὶ ἔψαξε καὶ ἐβρῆκε. Ψάχνοντας ἐβρῆκε. Καὶ τὶ λέτε ἐβρῆκε; Διαπίστωσε ὅτι τὰ ἄλλα παιδιὰ εἶχαν μὲν μία εὐφυΐα, ἀλλὰ εἶχαν καὶ μία ἐπιπολαιότητα. Τσιμπολογοῦσαν ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ πετοῦσαν ἐξυπνάδες.

Καὶ οἱ διδάσκαλοι, μὲ τὸ ἄθλιο παιδαγωγικὸ σύστημα πού ἔχουμε ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, μένανε εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὶς ἐξυπνάδες τῶν παιδιῶν. «Ἐγώ», μοῦ ἔλεγε ὁ πάτερ Ἰωήλ, «κατάλαβα ὅτι τουλάχιστον γιά τὸν ἑαυτό μου, ἐπειδὴ ἤμουν δυσμαθής, χρειαζόμουν σοβαρὴ μελέτη». Καὶ προσπάθησε νά κάνει ὅσο πιὸ σοβαρὴ μελέτη μποροῦσε. Φυσικὰ μὲ ἐπαναλήψεις. Καὶ τὰ κατάφερε. Κατάλαβε ἀπὸ τότε ὅτι μπορεῖ ὁ ἴδιος νά μορφωθεῖ καὶ νά ἔχει βάσεις πνευματικές, μορφωτικὲς ἐννοοῦμε τώρα, πιὸ καλὲς ἀπὸ τὰ ἄλλα παιδιά, βάσεις πιὸ σταθερές. Καὶ κατάλαβε ὅτι ἡ ἐντύπωση εἶναι ἕνα ψεύτικο πρᾶγμα πού δέν ἀξίζει τὸν κόπο νά τοῦ δίνει κανεὶς σημασία. Καὶ ἔτσι, μοῦ ἔλεγε, σὲ ἡλικία νεαροτάτη, 14 – 15 χρόνων, ἐμίσησε τὴν ψεύτικη ἐντύπωση. Γιατί; Ἐπειδὴ κατάλαβε.

Ποιὸ ἦταν τὸ συμπέρασμά του; Τὸ συμπέρασμά του ἦταν : Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι αὐτό πού εἶναι καὶ μπορεῖ νά ἀλλάξει, μπορεῖ νά διορθωθεῖ. Ἡ σκέψη αὐτή, τόσο πρώιμη ἀλλὰ καὶ πολὺ βαθιά, εἶναι αὐτή πού ἐσφράγισε ὁλόκληρη τή ζωή του.

Μητροπολίτης Νικοπόλεως Μελέτιος

(Ἀπομαγνητοφώνηση μέρους ὁμιλίας)

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

 


Ἡ ἀξία τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος

Στό Γεροντικό ἀναφέρεται γιά μία κοπέλα ἐλευθέρων ἠθῶν, ἡ ὁποία παλαιότερα ἦταν ἕνας ἄνθρωπος πού βοηθοῦσε τούς μοναχούς. Ὅταν ἔπεσε σέ αὐτά τά δίκτυα τῆς πορνείας, πῆγε ἕνας γέροντας μεγάλος νά τή συναντήσει καί νά τή βγάλει ἀπό τήν ἁμαρτία. Ὅταν πῆγε, ἡ ὑπηρέτρια δέν τόν ἄφηνε νά μπεῖ μέσα καί αὐτός ἐπέμενε. Ἡ κοπέλα ὑπολόγισε πώς ἴσως νά ἔχει κάτι πολύτιμο νά τῆς δώσει, ἴσως κανένα μαργαριτάρι πού βρῆκε στόν δρόμο του. Τότε τοῦ ἐπέτρεψε νά μπεῖ μέσα καί αὐτή εὐπρέπισε τόν ἑαυτό της, ὅπως κάθε ἄλλη φορά καί τόν περίμενε. Μπῆκε ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης καί ἄρχισε νά κλαίει. Αὐτή τόν ρώτησε, γιατί κλαίει καί αὐτός τῆς εἶπε: «τί ἔχεις κατά τοῦ Ἰησοῦ καί ἔφτασες σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Ἀμέσως διερράγηκε αὐτό τό πέπλο τῆς ἁμαρτίας, καί τόν ρώτησε ἄν ὑπάρχει μετάνοια. Τῆς ἀπάντησε πώς ὑπάρχει. Αὐτή τότε ἄφησε τή ζωή πού ἔκανε καί ἔφυγε μαζί του. Στόν δρόμο ὅμως πέθανε καί σώθηκε.

Ἄν εἴχαμε καί ἐμεῖς σήμερα τήν καρδιά καί τήν ψυχή τῶν ἁγίων καί βλέπαμε ὅλη αὐτή τή σαρκική διαφήμιση τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος σέ ὅλες τίς διαφημίσεις καί τά ἔργα, θά εἴμαστε πολύ θλιμμένοι, γιατί θά βλέπαμε αὐτό τό σῶμα πού ὁ Χριστός τό κάλεσε εἰς δόξαν νά ἐκτίθεται κατά τέτοιον ἐξευτελιστικό καί ἁμαρτωλό τρόπο. Κάποτε εἶπε ἕνας Γέροντας σέ ἕνα παιδί πού τοῦ εἶπε ὅτι πῆγε σέ νυχτερινό κέντρο καί ἔβλεπε γυμνές γυναῖκες νά χορεύουν, πῶς ἄντεξε καί δέν ἔκλαιγε βλέποντας αὐτές τίς γυναῖκες, ἀφοῦ γι᾽ αὐτό τόν ἄνθρωπο ὁ Χριστός σταυρώθηκε καί εἶναι «κλητός» νά γίνει Θεός. Καί ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τή δυνατότητα νά φτάσουν τόν Θεό, τότε πῶς μπορεῖς ἐσύ νά φτάσεις σέ χαρά καί εὐχαρίστηση, ὅταν βλέπεις πόσο ἔχει πέσει ὁ ἄνθρωπος.

Ἐάν εἴμαστε ἄνθρωποι πού ἔστω λίγο ξέρουμε τί σημαίνει ἀνθρώπινο σῶμα καί πῶς ὁ Θεός δόξασε καί θά δοξάσει τόν ἄνθρωπο, τότε θά κλάψουμε καί θά πενθήσουμε γιά τό κατάντημα τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι πρέπει ὅλοι νά βιώσουμε τό ὅτι ὁ Θεός μᾶς ἐκάλεσε εἰς αἰώνια δόξα καί θά μᾶς καθίσει ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ πατρός, ὅπως αὐτός ἀναλήφθηκε καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Πατρός.

Μητρ. Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

 


Νὰ πετύχει κανεὶς τὸ μέτρο

* Ὁ ἐγωισμὸς σὰν τὴν μπουλντόζα γκρεμίζει ὅλες τὶς ἀρετές. Νὰ ἀπουσιάζει ἡ ἀντωνυμία «ἐγώ». Τις ἀρετές μας θὰ ἐκτιμήσει ὁ Θεὸς καὶ ὄχι τὶς ἱκανότητες.

 

* Εἶναι ἔκδηλος ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στοὺς ταπεινοὺς ἀνθρώπους. Τὸ βλέπουμε σὲ κληρικοὺς καὶ λαϊκούς.

 

* Εἶναι ἄριστο νὰ ἔχουμε τὴ συναίσθηση ὅτι εἴμαστε μηδέν. Διαφορετικά, ἂν πιστεύουμε ὅτι ἔχουμε ἀρετὴ ἔστω καὶ λίγη, φουσκώνουμε ἀπὸ ἐγωισμό.

 

* Ἐκδήλωση τοῦ ἐγωισμοῦ εἶναι ἡ πολυλογία, ἀλλὰ καὶ ἡ σιωπὴ πολλὲς φορές. Νὰ πετύχει κανεὶς τὸ μέτρο. Νὰ μιλάει ὅταν πρέπει. Νὰ εἶναι εὐχάριστος. Νὰ λέει τὰ οἰκοδομητικά, τὰ ἅγια. Νὰ λέει κάθε μέρα καὶ λιγότερα. Νὰ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό του χειρότερο ἀπὸ ὅλους. Νὰ μὴ λέει «μοῦ φταίει ὁ ἕνας, μοῦ φταίει ὁ ἄλλος». Ὁ ὀλιγόλογος προκόπτει σὲ σύνεση καὶ διάκριση.

Γέρων Εὐσέβιος Γιαννακάκης

Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2022

 


Γιὰ τὸ γάμο

Ὦ Παναγία Δέσποινα
μὲ τὸν Μονογενῆ Σου
στ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ δώσεις τὴν εὐχή Σου.

Ἀπόψε λάμπει ὁ οὐρανός,
ἀπόψε λάμπει ἡ σφαῖρα,
ἀπόψε στεφανώνεται
ἀητὸς τὴν περιστέρα.

Γειτόνοι καὶ γειτόνισσες
προβάλετε νὰ δεῖτε,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται,
νὰ τὸ ὑποδεχθεῖτε.

Παντρεύεται ὁ αὐγερινὸς
καὶ παίρνει τὸ φεγγάρι,
ἂς εἶναι καλορίζικοι
μὲ τοῦ Θεοῦ τὴ χάρη.

Χελιδονάκια καὶ πουλιὰ
λαλοῦν στὰ δώματά σας
καὶ λένε καλορίζικα
στὰ στεφανώματά σας.

Ἐγύρανε τὰ στέφανα
σὲ ἀσημένιο τάσι,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ ζήσει νὰ γεράσει.

Ὅσ᾿ ἄστρα ἔχει ὁ οὐρανὸς
καὶ ὁ χειμώνας χιόνια,
τόσα σᾶς εὔχομαι νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένα χρόνια.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
κάνουμε τὸ σταυρό μας
καὶ στέλνουμε τὶς προσευχὲς
γιὰ νύφη καὶ γαμπρό μας.

Ἅγια νὰ εἶναι ἡ στιγμή,
Θεὸς θέλει βοηθήσει,
ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλονε
νὰ μὴ βαρυγκομήσει.

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρός,
χωρὶς καημὸ καὶ βάρη,
ὁ πεθερός, ἡ πεθερά,
οἱ φίλοι, κι οἱ κουμπάροι.

Νὰ ζήσει ἡ νύφη κι ὁ γαμπρὸς
εὐτυχισμένα χρόνια
νὰ τοὺς ἀξιώσει ὁ Θεὸς νὰ δοῦν
παιδιὰ μὰ καὶ ἐγγόνια.

Προχώρει γλῶσσα μου, ἄρχισε
τραγούδια ν᾿ ἀραδιάζεις,
τ᾿ ἀντρόγυνο ποὺ γίνεται
νὰ τὸ καλοτυχιάζεις.