Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

 


Μύρμηξ καὶ τέττιξ

Μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος ὃν θέρους συνήγαγε σῖτον καθ᾿ ἑαυτὸν ἤσθιεν. Ὁ δὲ τέττιξ προσελθὼν αὐτῷ ᾐτεῖτο μεταδοθῆναι αὐτῷ ἐκ τῶν αὐτοῦ σιτίων. Ὁ δὲ μύρμηξ ἔφη πρὸς αὐτόν:

«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»

Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:

«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».

Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν ἑαυτοῦ σῖτον τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεφθέγξατο ὡς:

«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελῴδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».

*****

Ὁ μέρμηγγας ἀπολάμβανε, μέσα στὸν ἄγριο χειμώνα, τὸ σιτάρι ποὺ εἶχε μαζέψει ἀπὸ τὸ καλοκαίρι. Πῆγε λοιπὸν ὁ τζίτζικας καὶ τοῦ ζήτησε λιγάκι νὰ φάει κι αὐτός.

«Καὶ τί ἔκανες ὅλο τὸ καλοκαίρι; Πῶς τὰ κατάφερες νὰ μείνεις χωρὶς σιτάρι;» τὸν ρώτησε ὁ μέρμηγγας.

«Τραγουδοῦσα» ἀπάντησε ἐκεῖνος «καὶ δὲ μοῦ ἔμεινε καιρὸς».

«Ἐ, ἀφοῦ τραγούδησες καλά-καλὰ, ἦρθε κι ἡ ὥρα νὰ χορέψεις!» εἶπε γελώντας ὁ μέρμηγκας κι ἔκρυψε τὸ σιτάρι πιὸ βαθιὰ στὴ φωλιά του.

Αἰσώπου Μῦθοι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου