Μύρμηξ καὶ τέττιξ
Μύρμηξ τις ὥρᾳ χειμῶνος ὃν θέρους συνήγαγε σῖτον καθ᾿ ἑαυτὸν ἤσθιεν. Ὁ δὲ
τέττιξ προσελθὼν αὐτῷ ᾐτεῖτο μεταδοθῆναι αὐτῷ ἐκ τῶν αὐτοῦ σιτίων. Ὁ δὲ μύρμηξ ἔφη
πρὸς αὐτόν:
«Καὶ τί ἄρα πράττων διετέλεις ἐφ᾿ ὅλῳ τῷ τοῦ θέρους καιρῷ, ὅτι μὴ
συνέλεξας σῖτον ἑαυτῷ εἰς διατροφήν;»
Ὁ δὲ τέττιξ ἀντέφησεν αὐτῷ ὡς:
«Τῷ μελῳδεῖν ἀπασχολούμενος τῆς συλλογῆς ἐκωλυόμην».
Τῇ γοῦν τοιαύτῃ τοῦ τέττιγος ἀποκρίσει ὁ μύρμηξ ἐπιγελάσας, τὸν ἑαυτοῦ σῖτον
τοῖς ἐνδοτέροις τῆς γῆς μυχοῖς ἐναπέκρυψε καὶ πρὸς αὐτὸν ἀπεφθέγξατο ὡς:
«Ἐπεὶ τότε ματαίως ἐμελῴδεις, νυνὶ λοιπὸν ὁρχήσασθαι θέλησον».
*****
Ὁ μέρμηγγας ἀπολάμβανε, μέσα στὸν ἄγριο χειμώνα, τὸ σιτάρι ποὺ εἶχε
μαζέψει ἀπὸ τὸ καλοκαίρι. Πῆγε λοιπὸν ὁ τζίτζικας καὶ τοῦ ζήτησε λιγάκι νὰ φάει
κι αὐτός.
«Καὶ τί ἔκανες ὅλο τὸ καλοκαίρι; Πῶς τὰ κατάφερες νὰ μείνεις χωρὶς
σιτάρι;» τὸν ρώτησε ὁ μέρμηγγας.
«Τραγουδοῦσα» ἀπάντησε ἐκεῖνος «καὶ δὲ μοῦ ἔμεινε καιρὸς».
«Ἐ, ἀφοῦ τραγούδησες καλά-καλὰ, ἦρθε κι ἡ ὥρα νὰ χορέψεις!» εἶπε γελώντας
ὁ μέρμηγκας κι ἔκρυψε τὸ σιτάρι πιὸ βαθιὰ στὴ φωλιά του.
Αἰσώπου Μῦθοι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου