Πέμπτη 29 Φεβρουαρίου 2024



Ὁ ἄθεος πολιτισμὸς
Τί εἶναι ὁ ἄθεος πολιτισμός; Εἶναι τὰ ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀνθρώπινη περηφάνεια, ἡ πολύχρωμη σκόνη, τὴν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μαζεύουν καὶ προσέχουν, ἀλλὰ ὁ ἀέρας τοῦ χρόνου τὴν σκορπίζει σὰν στάχτη.
Τί εἶναι ὁ πολιτισμὸς ὅταν συγκρίνεται μὲ τὸν Θεό; Καπνὸς καὶ στάχτη, παιδικὸ παιχνίδι.
Τί εἶναι ὁ πολιτισμὸς σὲ σύγκριση μὲ τὸν ἄνθρωπο; Μηδέν. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ζωντανὸ πλάσμα καὶ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ πολιτισμὸς εἶναι μηχανικὴ δημιουργία χωρὶς ζωή, ἀνθρώπινο ἔργο. Ὁ Θεὸς μὲ πάρα πολὺ αὐστηρὸ τρόπο τιμώρησε τοὺς λαοὺς οἱ ὁποῖοι λάτρευαν τὶς δικές Του δημιουργίες: τὸν ἥλιο, τὸ φεγγάρι, τὰ ἀστέρια, τὰ ζῶα, τὰ δέντρα, τὶς πέτρες. Πῶς νὰ μὴν τιμωρήσει ἐκείνους ποὺ λατρεύουν τὰ ἀνθρώπινα ἔργα, ποὺ εἶναι ἀσήμαντα σὲ σύγκριση μὲ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ;
Τί εἶναι πολιτισμός; Εἶναι χρωματιστὸ χαρτὶ ἢ πελεκημένο δέντρο, ἢ σμιλευμένη πέτρα, ἢ σωρὸς ἀπὸ πέτρες, ἢ ἕνα ποίημα ἢ ἕνα σχέδιο ρούχου, ἢ μία ἀτμομηχανή, ἢ μία ἠλεκτρικὴ μηχανή, ἢ μία μαγνητικὴ μηχανὴ ἢ ἕνας δρόμος. Αὐτὰ εἶναι πολιτισμὸς καὶ τίποτε ἄλλο. Σ' αὐτὰ προσκύνησαν οἱ Εὐρωπαῖοι θεωρώντας τα θεότητες μὲ τὴν παρακίνηση τῶν Ἑβραίων.
Στὸ μυαλὸ αὐτῶν τῶν νέων εἰδωλολατρῶν ὑπάρχει ὁ λογισμὸς πὼς δὲν εἶναι τίποτε νὰ σκοτώσει κανεὶς ἕναν ἄνθρωπο, εἴτε ἕνα ἑκατομμύριο ἀνθρώπους, ἀλλὰ εἶναι κακὸ νὰ σπάσει κανεὶς ἕνα ἄγαλμα ἀπὸ μάρμαρο, ἕνα ἔργο τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. Στὸ μυαλὸ αὐτῶν τῶν νέων εἰδωλολατρῶν θεωρεῖται πὼς δὲν εἶναι τίποτε, ἂν κάποιος ξεκινήσει ἕνα πόλεμο, κάψει χωριά, πόλεις καὶ μὲ τὴν πείνα, τὴ φωτιά, τὸ σπαθί, καταστρέψει ὁλόκληρους λαούς. Ἂν ὅμως κάποιος κάψει ἕνα πίνακα ζωγραφικῆς, εἴτε κάποιος καταστρέψει μία βιβλιοθήκη μὲ ἕνα ἑκατομμύριο ἀθεϊστικὰ βιβλία, εἶναι ἄγριος, εἶναι ἀληθινὰ ἄθεος, ἐπειδὴ δὲν σεβάστηκε τὴ μοναδικὴ θεότητά τους, τὸν πολιτισμό...
Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος

Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2024



Σερενάδα στὸ παράθυρο τοῦ σοφοῦ
Σοφέ μου, τὸ τετράσοφο
ποὺ σὲ φωτάει λυχνάρι
νἄτανε, λέει, φεγγάρι
καὶ σὺ εἴκοσι χρονῶ!
Νἄτανε τάχα ἡ γνώση σου
μὲ τὸν ἀγέρα ἀμάχη,
γιὰ δασωμένη ράχη
ξεκίνημα πρωινό...
Νἄτανε τάχα ἡ σκέψη σου
συρτοῦ χοροῦ τραγούδια
μίαν ἀγκαλιὰ λουλούδια
μίαν ἱστορία τρελλή,
τὰ μύρια ποὺ δὲ γνώρισες
νερὸ θἆν τάειχες μάθει
μὲ δάσκαλο τὰ πάθη
μ᾿ ἕνα κλεφτὸ φιλί.
Πολὺ τὴν καταφρόνεσες
τὴ ζωή, πανάθεμά τη…
Καὶ τώρα; Εἶναι φευγάτη
σὰν ὄνειρο πρωινό.
Χειλάκια ἀνθοῦν στὴ γειτονιὰ
γαρούφαλα στὴ γλάστρα–
καὶ σὺ διαβάζεις τ᾿ ἄστρα
καὶ τὸ βαθὺ οὐρανό.
Ζαχαρίας Παπαντωνίου

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024


Tί κάνετε τόση ὥρα μέσα στήν ἐκκλησία;
Θυμᾶμαι ἕναν ἐπισκέπτη πού εἶχε πεῖ κάποτε: «Μά τί κάνετε τόση ὥρα μέσα στήν ἐκκλησία; Δέν μπορῶ νά καταλάβω πῶς περνᾶτε τόσες ὧρες, κοιμᾶστε; Ἐγώ δέν μπορῶ νά καθήσω ἄπραγος. Θέλω κάτι νά κάνω, ἀλλοιῶς θά μέ πιάσουν τά νεῦρα μου». Κι ἔτσι πού τά ἔλεγε ὁ ἄνθρωπος αὐτός, τόν δικαιολογοῦσα. Δέν εἶχα ὅμως ἐκείνη τή στιγμή νά τοῦ πῶ κάτι. Μετά ἀπό λίγες μέρες μπαίνοντας στήν ἐκκλησία ἔνοιωσα τήν ἀπάντηση: Λέω, οἱ ἁγιορεῖτες μπαίνουν μέσα στήν ἐκκλησία. Κάνουν τό σταυρό τους. Προσκυνοῦν τίς εἰκόνες. Κάθονται στό στασίδι. Καί ἁπλῶς μένουν μέσα στήν ἐκκλησία. Σάματι τί κάνει τό μωρό πού εἶναι μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του; Δέν κάνει ἀπολύτως τίποτα, ἀλλά ἁπλῶς μένει μέσα στή μήτρα τῆς μάνας του, καί συνέχεια αὐξάνει. Κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα στή μήτρα τῆς μάνας μας. Καί βλέπομε ὅτι οἱ σχέσεις πού ἔχομε μέ τήν Ἐκκλησία εἶναι σχέσεις ὀργανικές. Καί μπορεῖ νά κάθεται κανείς μουγκός. Νά φαίνεται ὅτι δέν κάνει τίποτα. Ἤ νά φαίνεται ὅτι λέει συνέχεια τά ἴδια πράγματα. «Κύριε ἐλέησον, Κύριε ἐλέησον…» Ἤ νά φαίνεται ὅτι μέ τά τεριρέμ κάποιον νανουρίζει. Ἤ ὅτι ἁπλῶς ἀναβοσβήνει τά καντήλια. Καί ὅμως οὐσιαστικά γίνεται μέ ὅλα αὐτά κάτι πάρα πολύ μεγάλο καί πάρα πολύ γερό.
Ἔτσι καταλαβαίνομε, γινόμενοι Ἁγιορεῖτες, τήν παραβολή πού εἶπε ὁ Κύριος: «Ἐγώ εἰμί ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα». Νοιώθει κανείς ὅτι, ζώντας μέσα στό Ἅγιον Ὅρος, μπαίνοντας μέσα σέ μία ἀκολουθία ἁγιορείτικη, γίνεται ἕνα κλῆμα τῆς ἀμπέλου τῆς ζωῆς. Νοιώθει ἀθόρυβα καί διαρκῶς, νά ἔρχωνται ζωοπάροχοι χυμοί στό κλῆμα αὐτό ἀπό βαθειές ρίζες. Καί τοῦτο εἶναι τό μεγάλο πού ἔχομε ἐδῶ: οἱ βαθειές ρίζες, ἡ Παράδοση. Ὅταν ἕνας ψάλτης Ἁγιορείτης ψάλλει, κάνει κάτι πολύ σπουδαῖο. Καί δέν ἐκτιμᾶ κανείς αὐτόν πού ψάλλει καλά, ἀλλά αὐτόν πού εἶναι Ἁγιορείτης. Μακάρι νά κραυγάζει, νά κάνει παραφωνίες. Εἶναι καλλίτερες αὐτές οἱ ἁγιορείτικες παραφωνίες ἀπό τίς κοσμικές ἁρμονίες. Γιατί ὅταν ψάλλει ἕνας Ἁγιορείτης ψάλτης, δέν ψάλλει αὐτός μόνος. Δέν διατυπώνει μία ἄποψη δική του μέ μουσικούς φθόγγους. Φτάνει δι’ αὐτοῦ ἡ φωνή μίας παραδόσεως μακρᾶς, καί ἡ ἐλευθερία πού τοῦ χάρισε ἡ ὑπακοή στήν παράδοση αὐτή. Καί δέν εἶναι μόνο οἱ ψάλτες πού ψάλλουν «ξένως». Ψάλλουν καί οἱ Ἅγιοι πού δέν μιλοῦν καί εἶναι παρόντες μαζί μας. Ψάλλουν καί τά γεροντάκια τά ὁποία βρίσκονται ἐδῶ. Ὁ γέροντας μοναχός πού σιγά-σιγά ἔσυρε τά βήματά του γιά νά ἀσπαστεῖ τό ἅγιο λείψανο τῆς ἁγίας Ἀναστασίας.
Ἔτσι λοιπόν νοιώθομε, ὅπως εἶπε ὁ Γέροντάς σας, αὐτή τή μεγάλη εὐλογία πού ἔχομε νά βρισκόμαστε στό Ἅγιον Ὅρος. Νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἅγια μήτρα τῆς μητέρας μας τῆς Ἐκκλησίας. Τί μεγάλο πράγμα εἶναι αὐτό! Καί ὅταν καθόμαστε στήν ἀγρυπνία καί ἀγρυπνοῦμε καί μᾶς δίδει τή χάρη ὁ Θεός, ἐκείνη τήν ὥρα ἡ ἀνάσα ἡ βαθειά πού παίρνομε, φέρνει παράκληση πού φθάνει «εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν». Αὐτή ἡ ἴδια παράκληση καί ἡ ἀγαλλίαση οὐσιαστικά φθάνει καί εἰς πάντας τούς ἀδελφούς μας τούς ταλαιπωρημένους, τούς δυσκολεμένους, τούς βασανισμένους, πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο. Ὁπότε ζώντας ἐμεῖς σωστά μέσα ἐδῶ καί εὐγνωμονώντας τόν Κύριο, ἀληθινά κηρύττομε καί βοηθοῦμε ὅλους τους ἄλλους. «Ἕν σῶμα ἐσμέν οἱ πολλοί».

Ἀρχιμανδρίτης Βασίλειος Γοντικάκης

Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024


Τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ
Τώρα οἱ τρίλιες τῶν πουλιῶν ποὺ ἄκουγα τὰ ξημερώματα πρέπει νὰ ᾿χουν φτάσει μακριά, νὰ τρέχουν μιὰ δῶ μιὰ κεῖ καὶ νὰ συρράπτουν τὰ κομματάκια τῆς πραγματικότητας, τέτοιας ποὺ τὴν ἐκαταντήσαμε. Νὰ μποροῦν οἱ θεοὶ νὰ διαβάσουν τί γίνεται δῶ πέρα. Στὰ πλαϊνά μου τραπέζια οἱ ντόπιοι αὐτοὶ ἔχουνε πέσει μὲ τὰ μοῦτρα στὶς ἐφημερίδες ποὺ μόλις ἔφερε τὸ μεσημεριανὸ ἀεροπλάνο.
Μυστήριοι ἄνθρωποι. Τοὺς ξέρω χρόνια, τοὺς παρακολουθῶ, τοὺς μελετῶ σὰν νὰ ᾿τανε πειραματόζωα. Στὶς κοινωνικές τους σχέσεις, τὶς οἰκογενειακὲς ἀλλὰ καὶ τὶς ἐπαγγελματικές, συμπεριφέρονται μὲ μίαν εὐθύτητα καὶ μιὰ ψυχικὴ εὐγένεια ποὺ μαρτυροῦν κοιτάσματα χρυσοῦ στὸ προγονικό τους ὑπέδαφος. Ἡ κρίση τους εἶναι καθαρὸ μαχαίρι. Κόβει τὰ πράγματα σὲ καλὰ καὶ κακά, μαῦρα καὶ ἄσπρα, ὅπως μᾶς τὰ ᾿μαθε ἡ μάνα μας.
Ἔτσι ὅμως κι ἐμπλακοῦν στὰ συνθήματα ποὺ τοὺς προσφέρουν μὲ τὸν δικό τους, δόλιο τρόπο οἱ πολιτικὲς παρατάξεις, ἡ καθαροσύνη αὐτὴ χάνεται. Καὶ τὰ μὲν καὶ τὰ δὲ εἶναι ὅλα καλὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ μέρος μας καὶ ὅλα κακὰ ἐὰν βρίσκονται ἀπὸ τὸ ἄλλο. Δὲν ὑπάρχει τρόπος νὰ χωριστοῦν ἀλλιῶς. Οὔτε κανεὶς βιοχημικὸς ἢ ὀφθαλμολόγος θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς ἐξηγήσει πῶς γίνεται τόσο ἑτερόκλητα πράγματα ν᾿ ἀποκτοῦν ἔξαφνα τὸ ἴδιο χρῶμα καὶ νὰ θολώνουν τὸ ἴδιο μυαλό.
Καὶ τὸ ὡραῖο εἶναι ὅτι σὲ τελικὴν ἀνάλυση, τὴ νύφη τὴν πληρώνεις ἐσύ, ποὺ βρίσκεσαι ἀπ᾿ τοὺς ἀπ᾿ ἔξω. Δὲν τολμᾷς νὰ τραβήξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ πιστεύεις ὅτι ἱκανοποιοῦν τὴν ἐθνική σου φιλαυτία, καὶ βλέπεις νὰ βγαίνουν μαζί της ἕνα σωρὸ ἄνθρωποι τῶν χρηματιστηρίων, ποὺ ἀνεβοκατεβαίνουν στὴν κόλαση ὅπως στὸ σπίτι τους. Δὲν κοτᾷς ν᾿ ἀγγίξεις μιὰν ἀπὸ τὶς ἀξίες ποὺ ἱκανοποιοῦν τὰ αἰσθήματά σου γιὰ κοινωνικὴ δικαιοσύνη, καὶ βρίσκεσαι νὰ «κάνεις πορεία» μ᾿ ἕναν συρφετὸ ἀνθρώπων ποὺ δὲν ἔχουν δική τους σκέψη, ἀλλὰ τὴν περιμένουν ἀπὸ τὸν καθοδηγητή τους.
Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024



Σύγχρονη ζωὴ καὶ ἡσυχία
Στοὺς δρόμους τοῦ Παρισιοῦ, τοῦ Λονδίνου καὶ ἄλλων πόλεων εἶναι σχεδὸν ἀδύνατο νὰ βρεθεῖ χῶρος γιὰ στάθμευση, εἶναι φοβερὰ ἐπικίνδυνο καὶ δύσκολο νὰ διασχίσει κάποιος τοὺς δρόμους ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν αὐτοκινήτων, τὴν τρελὴ ταχύτητα μὲ τὴν ὁποία ὅλοι ἐπιθυμοῦν νὰ τρέχουν.
Σχηματίζεται εἰκόνα φοβερῆς ἀπομονώσεως ὅλων ἀπὸ ὅλους. Εἶναι ἀδύνατη ἡ ἥσυχη ἐπαφή, καὶ πουθενὰ σχεδὸν δὲν ὑπάρχει ἤρεμο μέρος. Ὁ γενικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἀφύσικα γρήγορος. Οἱ ἄνθρωποι χάνουν τὴν ἱκανότητα γιὰ ἤρεμη ἀνάπαυση, ἁπλὴ φιλία, ἀνιδιοτελῆ ἐπικοινωνία μεταξύ τους… Τόσο πολλοὶ πάσχουν ἀπὸ μοναξιά.
Καμία κοινωνικὴ ἐξασφάλιση ἢ ὑπηρεσία δὲν τοὺς σώζει ἀπὸ τὸ αἴσθημα τῆς φοβερῆς ἀπομόνωσης, καὶ πολλὲς χιλιάδες πέφτουν στὸ φρικτὸ κενό, ὁδηγοῦνται στὸ ἀδιέξοδο τῆς ἀπόγνωσης. Δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ τοὺς βοηθήσει κανείς. Λόγια γιὰ ἔμπνευση, γιὰ τὴν κλήση μας νὰ ὑπερνικήσουμε τὸν κόσμο, νὰ τὸν περιλάβουμε στὴ συνείδησή μας ὡς προσωπική μας ζωή, σπάνια βρίσκουν ἀπήχηση σὲ νεκρὲς ψυχές. Σὲ αὐτὸ μποροῦμε νὰ προσθέσουμε τὸν ἐφιάλτη τῶν ἀκατάπαυστων ἀλληλοεξοντώσεων, τῶν πολέμων, τῶν ληστειῶν, τῶν ἐγκλημάτων καὶ τὰ παρόμοια.
Συμβαίνει κάποτε νὰ συναντοῦμε ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχουν πλέον δυνάμεις νὰ ὑποφέρουν τὸ θέαμα αὐτό. Μετὰ ἀπὸ τέτοιες σύντομες «ἐξορμήσεις» στὸν κόσμο ἀπὸ τὸ ἥσυχό μας μέρος τῆς προσευχῆς καὶ τῆς Λειτουργίας, μπορεῖς νὰ ἐκτιμήσεις τὸ δῶρο αὐτὸ τοῦ Θεοῦ ἀκόμη περισσότερο. Τώρα βεβαίως ἔχω ἀκόμη μεγαλύτερη ἀπομόνωση στὸ νέο μου «ἐρημητήριο». Νά, τώρα ὅλα γύρω εἶναι τόσο ἥσυχα.
Ἔφτασε ἡ νύκτα καὶ θυμᾶμαι ἐσένα καὶ ὅλους, ὅλους, εὐλογώντας ὅλο τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὡς τὴ Δύση, ἀπὸ τὸν Βορρᾶ ὡς τὸν Νότο. Καὶ μολονότι εἶμαι ἐντελῶς πεπεισμένος ὅτι καμιὰ προσευχή, δηλαδὴ ἡ ἐνέργειά της, δὲν ἐξαφανίζεται χωρὶς ἴχνη στὸν κόσμο, γνωρίζω ὡστόσο ἐπίσης ὅτι εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ παρεμποδίσει ἔστω καὶ ἕνα κακὸ θέλημα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ ὡς ἐκ τούτου δὲν διατίθεμαι νὰ παρηγορηθῶ μὲ περιττὴ αἰσιοδοξία.
Γέρων Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ

Σάββατο 24 Φεβρουαρίου 2024



Κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα
Πατρίς, νὰ μακαρίζης γενικῶς ὅλους τοὺς Ἕλληνες, ὅτι θυσιάστηκαν διὰ σένα νὰ σ᾿ ἀναστήσουνε, νὰ ξαναειπωθῆς ἄλλη μίαν φορᾶ ἐλεύτερη πατρίδα, ὁποῦ ἤσουνε χαμένη καὶ σβυσμένη ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν ἐθνῶν.
Ὅλους αὐτοὺς νὰ τοὺς μακαρίζης. Ὅμως νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ λαμπρύνης ἐκείνους ὁποῦ πρωτοθυσιάστηκαν εἰς τὴν Ἀλαμάνα, πολεμώντας μὲ τόση δύναμη Τούρκων, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀποφασίστηκαν καὶ κλείστηκαν σὲ μίαν μαντρούλα μὲ πλίθες, ἀδύνατη, εἰς τὸ χάνι τῆς Γραβιᾶς, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ λυώσανε τόση Τουρκιὰ καὶ πασσάδες εἰς τὰ Βασιλικά, κ᾿ ἐκείνους ὁποῦ ἀγωνίστηκαν σὰν λιοντάρια εἰς τὴν Λαγκάδα τοῦ Μακρυνόρου, ὁποῦ πολεμήθηκαν συνχρόνως σὲ αὐτὲς τὶς δυὸ θέσες, ὁποῦ ῾ναι τὰ κλειδιά σου, ἕνα ἡ Πόρτα τοῦ Μακρυνόρου καὶ τ᾿ ἄλλο τῶν Θερμοπύλων. Κι᾿ ἀφοῦ πήγανε κι᾿ ἀπὸ τὰ δυὸ μέρη ν᾿ ἀνοίξουνε δρόμο οἱ Τοῦρκοι, ἐκεῖνοι οἱ ἀθάνατοι τόσοι ὀλίγοι, (ὀγδοήντα ἕνας εἰς τὴν Λαγκάδα) γιόμωσαν τὸν τόπον κόκκαλα ἐκεῖ. Καὶ τοὺς καταδιάλυσαν ἐκεῖνοι οἱ ὀλίγοι ῾σ τ᾿ ἄλλο τὸ μέρος τῶν Θερμοπύλων κι᾿ ἀλλοῦ. Αὐτεῖνοι σὲ ἀνάστησαν καὶ δὲν μπῆκε δύναμη καὶ ζαϊρέδες καὶ πολεμοφόδια, αὐτεῖνοι ψύχωσαν ἐκείνους ὁποῦ πολιορκοῦσαν τοὺς ντόπιους Τούρκους καὶ φρουρές. Καὶ νηστικοὺς κι᾿ ἀδύνατούς τους περιλάβαν καὶ τοὺς σφάξαν σὰν τραγιά. Καὶ τέλος πάντων, πατρίδα, αὐτεῖνοι κατατρέχονται ἀπὸ τοὺς Ἐκλαμπρότατους, ἀπὸ τοὺς Ἐξοχώτατους, ἀπὸ τὸν Κυβερνήτη σου κι᾿ ἀδελφούς του. Ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος αὐτείνων τῶν σκοτωμένων τὶς γυναῖκες καὶ κορίτζα κυνηγοῦν. Αὐτοὺς τοὺς ἀγωνιστᾶς κατατρέχουν καὶ τοὺς λένε νὰ πᾶνε νὰ διακονέψουν: «Ποιός σας εἶπε, τοὺς λένε, νὰ σηκώσετε ἄρματα νὰ δυστυχήσετε;» Ἔχουνε δίκαιον, ὅτι ὁ Ζαΐμης χρώσταγε τῶν Τούρκων ἕνα μιλιούνι γρόσια, καὶ οἱ Ντεληγιανναῖγοι καὶ οἱ Λονταῖγοι καὶ οἱ ἄλλοι, κι᾿ ὁ Μεταξάς, κόντες τῆς πιάτζας, χωρὶς παρά, κι᾿ ὁ Κωλέτης ἕνας γιατρός, ὁ Μαυροκορδάτος τζιράκι τῆς Κωσταντινοπόλεως. Τοὺς φκειάσαν αὐτεῖνοι οἱ διακονιαραῖγοι, οἱ ἀγωνισταί, Ἐκλαμπρότατους, τοὺς λευτέρωσαν ἀπὸ τοὺς Τούρκους κι᾿ ἀπὸ τὰ χρέη, ὁποῦ χρώσταγαν τῶν Τούρκων, κ᾿ ἔγιναν τώρα μεγάλοι καὶ τρανοί. Γύμνωσαν καὶ τοὺς Τούρκους, παίρνοντας τὸ βίον τους, καὶ τὸ ἔθνος τὸ γύμνωσαν καὶ τὸ ἀφάνισαν, γιόμωσαν φατρίες καὶ κακίες τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἀγῶνος. Τοὺς καταδιαιροῦν – γιομόζουν αὐτεῖνοι ἀγαθά. Καὶ οἱ Κολοκοτρωναῖγοι οἱ φίλοι τους τὰ καλύτερα ὑποστατικὰ καὶ πλούτη τῆς πατρίδος. Ἔμειναν οἱ ἀγωνισταὶ διακονιαραῖοι, τοὺς κατατρέχει ὁ Κυβερνήτης μας κι᾿ ὁ Ἀγουστίνος κι᾿ ὁ Βιάρος, καταφρονοῦν ὅλους αὐτοὺς καὶ βαθμολογοῦνε πολλούς, ὁποῦ ῾παιζαν τὸ μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες καὶ τώρα εἶναι σπιγοῦνοι τοῦ Κυβερνήτη καὶ τῶν ἀλλουνῶν.
Αὐτεῖνοι βαθμολογῶνται, αὐτεῖνοι πλερώνονται βαρυοὺς μιστούς. Οἱ ἀγωνισταὶ δυστυχοῦν. Τῶν σκοτωμένων τὶς φαμελιὲς ὅποια εἶναι νέα τὴν θέλει ὁ τάδε, σὰ νὰ λέμε ὁ Βελήπασσας, ὁ Μουχτάρπασσας, ὅτι δὲν ἔχει ἡ φτωχὴ νὰ φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι᾿ ἀπὸ ἄλλα μέρη (τὶς λευτέρωσαν οἱ φιλάνθρωποι) καὶ διακονεύουν ἐδῶ εἰς τ᾿ Ἄργος καὶ εἰς τ᾿ Ἀναπλιοῦ τοὺς δρόμους. Τῶν ἀγωνιστῶν οἱ ἄνθρωποι διακονεύουν καὶ γυρεύουν νὰ πᾶνε πίσου εἰς τοὺς Τούρκους. Τοὺς εἴχανε αὐτεῖνοι σκλάβους, τοὺς ντύνανε, τοὺς συγυρίζανε καὶ τρώγαν. Εἰς τὴν πατρίδα τοὺς ξυπόλυτοι καὶ γυμνοὶ διακονεύουν. Ἀπὸ ὅλα αὐτά, καϊμένη πατρίδα, δὲν θὰ σωθοῦνε τὰ δεινά σου, ὅτι σιδερώνουν τὴν ἀρετὴ ἐκεῖνοι ὁποῦ σὲ κυβερνοῦσαν καὶ σὲ κυβερνοῦν, καὶ τώρα κατατρέχουν τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἀλήθειαν καὶ μὲ ψέματα θέλουν καὶ μὲ σπιγούνους νὰ σὲ λευτερώσουνε, μήτε τώρα εἶσαι καλά, μήτε διὰ τὰ μέλλοντά σου, μὲ τοὺς ἀνθρώπους ὁποῦ σὲ τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους καὶ τοιούτους ἀξιωματικούς.
Συχωρᾶτε μέ, ἀναγνῶστες, ὁποῦ ῾φυγα ἀπὸ τὸ προκείμενον. Μὴ στοχάζεστε ὅτ᾿ εἶμαι ἢ γόητας, εἴτε φαντασμένος, εἴτε ἐγὼ ἀδικημένος. Λυποῦμαι καὶ γράφω αὐτὰ ὅτι ἤτανε πέντε ἀδέλφια κ᾿ ἔμεινε ἕνας μόνον ἀπὸ τὸ ντουφέκι, καὶ οἱ ἄνθρωποί τους ἤτανε τόσον καιρὸν σκλαβωμένοι καὶ σώθη μία γυναίκα μόνον κι᾿ αὐτείνη πείναγε, κ᾿ ἐκεῖνοι ὁποῦ τοὺς ζήταγε ψωμὶ θέλαν νὰ κάμουν τὸ κέφι τους νὰ τῆς δώσουνε νὰ φάγη. Κι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἄλλα πολλὰ τοιούτα μ᾿ ἔκαμαν νὰ βγῶ ἀπὸ τὸ προκείμενον. Ὅτι τὰ τοιούτα δὲν λευτερώνουν πατρίδα, τὴν χάνουν, κ᾿ ἔχω σκοπὸν νὰ ζήσω κ᾿ ἐγὼ ῾σ αὐτείνη τὴν πατρίδα. Ὅτι ἔχω τόση ἀδύνατη φαμελιὰ καὶ δὲν ῾πιτηδεύομαι νὰ κολακεύω τοὺς δυνατούς. Καὶ εἶμαι δυστυχής, καὶ κλαίγω καὶ τὴν δυστυχισμένη μου πατρίδα, ὁποῦ δι᾿ αὐτείνη χύσαμε τὸ αἷμα μας ἀδίκως.
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024


Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα!

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος, ἤ Νικηταρᾶς, ἕνας ἀπό τούς μεγάλους ἥρωες τοῦ 1821, πέθανε στήν ψάθα ζητιανεύοντας στά σοκάκια τοῦ Πειραιᾶ. Ἡ ἁρμόδια κρατική ἀρχή, ἡ ὁποία χορηγοῦσε τίς θέσεις στούς ἐπαῖτες, εἶχε ὁρίσει γιά τόν ἥρωα μία θέση κοντά στό σημεῖο ὅπου βρίσκεται σήμερα ἡ ἐκκλησία της Εὐαγγελίστριας ὅπου τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐπαιτεῖ κάθε Παρασκευή. Τόση ἦταν ἡ φτώχεια τοῦ σχεδόν τυφλοῦ πλέον στρατηγοῦ. Ἡ πολιτεία τοῦ εἶχε δώσει μία μικρή τιμητική σύνταξη πού δέν ἔφθανε οὔτε γιά νά ἀγοράσει ψωμί γιά τήν ἄρρωστη γυναίκα του.
Ἡ περιπέτεια τοῦ ἥρωα ἔφθασε στά αὐτιά πρέσβη Μεγάλης Δυνάμεως, ὁ ὁποῖος ἐνημέρωσε σχετικά τήν κυβέρνησή του. Ἔτσι κάποια στιγμή ἀπεσταλμένος τῆς πρεσβείας βρέθηκε στή θέση πού ζητιάνευε ὁ στρατηγός. Μόλις ὁ Νικηταρᾶς τόν κατάλαβε μάζεψε ἀμέσως τό ἁπλωμένο του χέρι.
-Τί κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ὁ ἀπεσταλμένος.
-Ἀπολαμβάνω τήν ἐλεύθερη πατρίδα! ἀπάντησε περήφανα ὁ ἥρωας.
-Μά ἐδῶ τήν ἀπολαμβάνετε, καθισμένος στόν δρόμο;
-Ἡ πατρίδα μοῦ ἔχει χορηγήσει σύνταξη γιά νά ζῶ καλά, ἀλλά ἐγώ ἔρχομαι ἐδῶ γιά νά παίρνω μία ἰδέα πῶς περνάει ὁ κόσμος, ἀντέτεινε ὁ περήφανος Νικηταρᾶς.
Εἶδε καί ἀπόειδε ὁ ξένος καί γύρισε νά φύγει χαιρετώντας εὐγενικά.
Φεύγοντας ὅμως, ἄφησε νά τοῦ πέσει ἕνα πουγγί μέ χρυσές λίρες, ὥστε νά μήν προσβάλει τόν πάμφτωχο στρατηγό. Ὁ Νικηταρᾶς ἄκουσε τόν ἦχο, ἔπιασε τό πουγγί, τό ψηλάφισε καί φώναξε στόν ξένο:
-Σοῦ ἔπεσε τό πουγγί σου. Πάρτο γιά νά μήν τό βρεῖ κανείς καί τό χάσεις!

T

Ὁ Νικήτας Σταματελόπουλος γεννήθηκε τό 1782 στό χωριό Τουρκολέκα Μεγαλόπολης καί ἦταν γιός τοῦ κλέφτη Σταματέλου Τουρκολέκα καί τῆς Σοφίας Καρούτσου,  ἀδελφῆς τῆς γυναίκας τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Κατά μία ἄλλη ἐκδοχή, γεννήθηκε τό 1784 στό χωριό Νέδουσα Μεσσηνίας. Σέ ἡλικία 11 χρονῶν βγῆκε στό κλαρί μέ τήν ὁμάδα τοῦ πατέρα του καί στή συνέχεια ἐντάχθηκε  στό  σῶμα τοῦ πρωτοκλέφτη Ζαχαριᾶ Μπαρμπιτσιώτη, τοῦ ὁποίου ἀργότερα παντρεύτηκε τήν κόρη  Ἀγγελίνα.  Ἡ  ἀνδρεία  καί τά σωματικά του προσόντα  τόν  ὁδήγησαν  τό  1805 στή ρωσοκρατούμενη τότε Ζάκυνθο. Ἐκεῖ ἐντάχθηκε στό ρωσικό τάγμα, πού πολέμησε τόν Ναπολέοντα στήν Ἰταλία.  Ἀργότερα, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο γιά  νά  ὑπηρετήσει  αὐτή  τή φορά τούς Γάλλους, πού εἶχαν καταλάβει τό νησί.  Στίς 18 Ὀκτωβρίου  1818,  ἐνῶ βρισκόταν στήν Καλαμάτα, μυήθηκε στήν Φιλική Ἑταιρεία.  Μέ  τόν θεῖο του, Θεόδωρο  Κολοκοτρώνη,  καί  τον  Παπαφλέσσα  συνέβαλε  στήν προετοιμασία τοῦ Ἐθνικοῦ Ξεσηκωμοῦ καί στίς 23 Μαρτίου 1821 μπῆκε στήν Καλαμάτα μαζί μέ τούς ἄλλους στρατιωτικούς ἀρχηγούς.
Ἀπό τήν ἀρχή ἐνστερνίσθηκε τό στρατηγικό σχέδιο τοῦ Κολοκοτρώνη γιά τήν κατάληψη τῆς Τριπολιτσᾶς καί πῆρε μέρος σέ ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις γιά τήν κατάληψη τοῦ διοικητικοῦ κέντρου τῶν Ὀθωμανῶν στήν Πελοπόννησο. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Βαλτετσίου στις 12 Μαΐου 1821, ἐνῶ ἀποφασιστική ἦταν ἡ συμβολή του στή Μάχη τῶν Δολιανῶν στις 18 Μαΐου 1821, ὅπου ἀνέδειξε στό ἔπακρο τίς στρατιωτικές του ἱκανότητες. Ἐπικεφαλῆς μόλις 600 ἀνδρῶν κατανίκησε τόν στρατό τοῦ Κεχαγιάμπεη πού ἀνήρχετο σέ 6.000 ἄνδρες καί σχεδόν τόν ἀποδεκάτισε. Γι' αὐτόν τόν πραγματικό του ἄθλο, οἱ συμπολεμιστές του τόν ὀνόμασαν Τουρκοφάγο.
Μέχρι τό τέλος τοῦ Ἀγώνα ὁ Νικηταρᾶς ἦταν στήν πρώτη γραμμή, πολεμώντας εἴτε στήν Πελοπόννησο εἴτε στήν Ἀνατολική Στερεά Ἑλλάδα, ὅπου συνεργάστηκε μέ τόν Ὀδυσσέα Ἀνδροῦτσο καί τόν Γεώργιο Καραϊσκάκη. Πῆρε μέρος στήν Ἅλωση τῆς Τριπολιτσᾶς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 καί ἦταν ἀπό τούς λίγους ἀρχηγούς πού ἀρνήθηκε νά συμμετάσχει στή διανομή τῶν λαφύρων. Διακρίθηκε στή Μάχη τοῦ Ἁγιονορίου στις 26-28 Ἰουλίου 1822, πού ἀποτελείωσε τή στρατιά τοῦ Δράμαλη δύο μέρες μετά τή Μάχη στά Δερβανάκια. Ἡ ἀνιδιοτέλεια τοῦ ἀνδρός φάνηκε γιά μία ἀκόμη φορά, ὅταν ἀπό τό πλῆθος τῶν λαφύρων τῆς μάχης πείστηκε νά δεχθεῖ ἕνα πανάκριβο σπαθί, τό ὁποῖο ἀργότερα προσέφερε στόν ἔρανο γιά τήν ἐνίσχυση τοῦ Μεσολογγίου. Κατά τή διάρκεια τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Κολοκοτρώνη, ἀλλά φρόντισε πάντα νά ἐπιδιώκει τόν συμβιβασμό καί τή συνεννόηση.
Μετά τήν Ἀπελευθέρωση τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Καποδίστρια κι ἔγινε ἕνας ἀπό τούς στενότερους συνεργάτες τοῦ Κυβερνήτη. Πῆρε μέρος στήν Δ' Ἐθνοσυνέλευση τοῦ Ἄργους το 1829, ὡς πληρεξούσιος του Λεονταρίου. Ἐπί Ὄθωνος περιέπεσε σέ δυσμένεια, ἐπειδή ὑποστήριζε τό ἀντιπολιτευόμενο Ρωσικό Κόμμα. Προφυλακίστηκε τό 1839 ὡς ἀρχηγός συνωμοτικῆς ὁμάδας, ἀλλά στή δίκη του, στις 11 Σεπτεμβρίου 1840, ἀθωώθηκε ἐλλείψει στοιχείων. Ἐντούτοις, ἡ κράτησή του παρατάθηκε μέ ἀποτέλεσμα νά ὑποστεῖ ἀνεπανόρθωτη βλάβη ἡ ὑγεία του καί σχεδόν νά τυφλωθεῖ. Ἀποφυλακίστηκε στίς 18 Σεπτεμβρίου 1841 καί ἀποτραβήχτηκε μέ τήν οἰκογένειά του στόν Πειραιά.

Μετά τήν ἐξέγερση τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843 τοῦ ἀπονεμήθηκε ὁ βαθμός τοῦ ὑποστρατήγου καί ἔλαβε μία τιμητική σύνταξη, ἡ ὁποία ἦταν ὁ μόνος πόρος τῆς ζωῆς του. Τό 1847 διορίσθηκε μέλος τῆς Γερουσίας καί δύο χρόνια ἀργότερα, στίς 25 Σεπτεμβρίου 1849, ἔφυγε ἀπό τή ζωή σέ ἡλικία 67 ἐτῶν. Ὁ Νικηταρᾶς ἀπέκτησε δύο κόρες κι ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη Σταματελόπουλο, πού ἀκολούθησε καριέρα στρατιωτικοῦ.

 Τετράδιο 144 * Μάρτιος 2012

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2024


Σεβαστέ μοι πάτερ
Ἐν Ἀθήναις, τῇ 19 Σεπτεμβρίου 1874.
Σεβαστέ μοι πάτερ,
Ἔλαβα τὴν ἐπιστολήν σας καὶ ἓν ὑποκάμισον ἀπὸ τὴν ἐξαδέλφην μου Χαρίκλειαν.
Αἱ ἐξετάσεις μου ἐτελείωσαν τὴν Δευτέραν τῆς παρελθούσης ἑβδομάδος, 7βρίου 9. Προχθὲς τὴν Τρίτην ἐπῆρα τὸ ἀπολυτήριόν μου, μὲ βαθμὸν καλῶς. Ἀκόμη δὲν ἐπῆγα νὰ ἐγγραφῶ εἰς τὸ Πανεπιστήμιον. Σαλεύω δὲ μεταξὺ θεολογίας καὶ φιλοσοφίας, καὶ καλὸν ἦτο νὰ ἔχω τὴν γνώμην σας· ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ προθεσμία τῶν ἐγγραφῶν τελειώνει τὴν προσεχῆ Τετάρτην καὶ δὲν θὰ προλάβω ἕως τότε νὰ λάβω γράμμα σας. Θὰ ὑπάγω λοιπὸν τὴν Δευτέραν νὰ ἐγγραφῶ εἰς ὅποιαν τῶν δύω σχολῶν μὲ φωτίσῃ ὁ Θεός.
Ἐκείνην τὴν ἐπιστολήν, τὴν ὁποίαν ἐστείλατε περὶ τὰ τέλη Ἀπριλίου μὲ τὸ ἐν αὐτῇ 10δραχμον κλπ. τὴν ἔλαβε ὁ Σωτήρης. Ἀλλὰ δὲν μᾶς εἰδοποίησεν ἐγγράφως ὁ κύριος Σωτήρης νὰ τὸ ἠξεύρωμεν.
Ὁ Δ. Παπαϊωάννου εἶναι Ἑλληνοδιδάσκαλος εἰς ἓν τῶν ἐνταῦθα σχολαρχείων καὶ σᾶς ἀσπάζεται μεθ᾿ ὅλης τῆς οἰκογενείας του.
Δότε τὸ ἐσώκλειστον ἐπιδοτήριον εἰς τὸν Ἀντώνιον Δεληγεώργην.
Κατασπάζομαι τὴν δεξιάν σας· ὁμοίως καὶ τὴν τῆς μητρός.
Σᾶς ἀσπάζεται καὶ ὁ Σωτήριος.
Ὁ υἱός σας
Ἀλέξανδρος
Ἀπὸ χθὲς ἤρχισα νὰ παραδίδω μάθημα εἰς τὸν Δημητράκην, υἱὸν τοῦ ἐκ Γλώσσης Βουλευτοῦ Γεωργιάδου, ἀντὶ δραχμῶν 25 κατὰ μῆνα. Ὥστε περὶ τὰ μέσα Ὀκτωβρίου θὰ λάβω χρήματα... ἀλλὰ τώρα τὸ χαρτσιλῆκί μου ἐσώθη...
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Τετάρτη 21 Φεβρουαρίου 2024


Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος
Εἰς τὰ 1828 εἰς τὴν Αἴγινα ἐπῆγε ὁ Γεώργιος Μαυρομιχάλης νὰ ἐπισκεφθεῖ τὸν Κυβερνήτη. Ἐφόρεσε τὴ λαμπρότερη ἐνδυμασία του, βουτημένη εἰς τὸ μάλαμα· ἐγελοῦσαν τὰ φορέματά του, ἐγελοῦσε ἡ καρδιά του, διατὶ ὁ νέος εἶχε κλίσιν πρὸς τὸν Κυβερνήτην· τὸν ἐδέχθη αὐτὸς ὡς πατέρας τὸν υἱόν, ἀλλὰ τοῦ εἶπε:
«Δὲν σ᾿ ἐπαινῶ διὰ τὰ φορέματά σου καὶ πρὶν πατήσω τὰ χώματα τὰ Ἑλληνικά, καὶ ἀφοῦ ἦλθα καὶ εἶδα τὸ ἐβεβαιώθηκα, εἶναι καιροὶ ποὺ πρέπει νὰ φοροῦμεν ὅλοι ζώνη δερματένια, καὶ νὰ τρῶμεν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο· - εἶδα πολλὰ εἰς τὴν ζωήν μου, ἀλλὰ σὰν τὸ θέαμα ὅταν ἔφθασα ἐδῶ εἰς τὴν Αἴγινα, δὲν εἶδα τὶ παρόμοιο ποτέ, καὶ ἄλλος νὰ μὴν τὸ ἰδεῖ· προεῖδα μεγάλα δυστυχήματα διὰ τὴν πατρίδα, ἂν ἐσεῖς δὲν θὰ εἶσθε σύμφωνοι μαζί μου καὶ ἐγὼ μὲ σᾶς. «Ζήτω ὁ Κυβερνήτης, ὁ σωτήρας μας, ὁ ἐλευθερωτής μας», ἐφώναζαν γυναῖκες ἀναμαλλιάρες, ἄνδρες μὲ λαβωματιὲς πολέμου, ὀρφανὰ γδυτά, κατεβασμένα ἀπὸ τὲς σπηλιές· δὲν ἦτον τὸ συναπάντημά μου φωνὴ χαρᾶς, ἀλλὰ θρῆνος· ἡ γῆ ἐβρέχετο ἀπὸ δάκρυα· ἐβρέχετο ἡ μερτιὰ καὶ ἡ δάφνη τοῦ στολισμένου δρόμου ἀπὸ τὸν γιαλὸν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν· ἀνατρίχιαζα, μοῦ ἔτρεμαν τὰ γόνατα, ἡ φωνὴ τοῦ λαοῦ ἔσχιζε τὴν καρδίαν μου· μαυροφορεμένες, γέροντες, μοῦ ἐζητοῦσαν νὰ ἀναστήσω τοὺς ἀπεθαμένους τους, μανάδες μοῦ ἔδειχναν εἰς το βυζὶ τὰ παιδιά τους, καὶ μοῦ ἔλεγαν νὰ τὰ ζήσω, καὶ ὅτι δὲν τοὺς ἀπέμειναν παρὰ ἐκεῖνα καὶ ἐγώ, καὶ μὲ δίκαιο μοῦ ἐζητοῦσαν ὅλα αὐτά, διότι ἐγὼ ἦλθα καὶ ἐσεῖς μὲ προκαλέσατε νὰ οἰκοδομήσω, νὰ θεμελιώσω κυβέρνησιν, καὶ κυβέρνησις καθὼς πρέπει, ζεῖ, εὐτυχεῖ τοὺς ζωντανούς, ἀνασταίνει τοὺς ἀποθαμένους, διατὶ διορθώνει τὴν ζημίαν τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀδικίας· δὲν ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, ζεῖ τὸ ἔργον του, καρποφορεῖ, ἂν ὁ διοικητὴς εἶναι δίκαιος, ἂν τὸ κράτος ἔχει συνείδησιν, εὐσπλαγχνίαν, μέτρα σοφίας. Δύναμαι νὰ κάμω ἐγὼ ὅλα αὐτά, καὶ νὰ δικαιολογήσω τὴν παντοχὴν τοῦ κόσμου; δύναμαι νὰ πράξω μηδέν, χωρὶς τὴν σταθερὰν ὁμοφροσύνην τῶν πρώτων τοῦ τόπου; δὲν εἶναι κίνδυνος, ὅτι τὰ ἀγαθοεργήματά τους εἰς τὸν ἀγώνα ἔχυσαν πλησμονὴν ὀρέξεων, ἀπαιτήσεων εἰς τὰ στήθη τους; - πλησμονὴ ἀφιλίωτη μὲ τὸ γενικὸ καλό, μὲ τὸ κύρος τῆς ἐξουσίας καὶ μὲ τὴν εὐτυχίαν τοῦ λαοῦ· ἂν εὑρεθῶμεν εἰς ἀντιλογίαν, ἀντίμαχοι εἰς τὸ φρόνημα, ποῖος θὰ μονομερήσει; ἐγὼ ἢ ἐκεῖνοι;
- Ὑιὲ τοῦ Μαυρομιχάλη, διὰ νὰ μὲ τιμήσεις ἦλθες εὐμορφοστολισμένος, τὸ ἐννοῶ καὶ σὲ ἀγαπῶ, ὅθεν καὶ σοῦ ἀνοίγω τὴν καρδίαν μου. Ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα σας ἕνας ὁμογενής περισσότερος, δὲν ἤφερα ξένους ὁπλοφόρους, συνοδείαν μου ἔχω μόνο τὴν πειθώ, τὸ φίλεργον καὶ τίμια γηρατεῖα· ὄχι ἐσὺ ποὺ εἶσαι νέος, ἀλλὰ οἱ πλέον, πλέον γέροντες δὲν ἔχετε γνώση λευκαμένην ἀπὸ παλαιότητα καιροῦ. Ὡς ψάρι εἰς τὸ δίκτυ σπαράζει εἰς πολλοὺς κινδύνους ἀκόμη ἡ Ἑλληνικὴ ἐλευθερία. Μοῦ ἐδώσατε τοὺς χαλινοὺς τοῦ κράτους· τίνος κράτους; μετροῦμε εἰς τὰ δάκτυλα τὴν ἐπικράτειάν μας, τ᾿ Ἀνάπλι, τὴν Αἴγινα, Πόρον, Ὕδραν, Κόρινθον, Μέγαρα, Σαλαμίνα. Ὁ Ἰμβραΐμης κρατεῖ τὰ κάστρα καὶ τὸ μεσόγειον τῆς Πελοποννήσου, ὁ Κιουτάγιας τὴν Ρούμελη, πολλὰ νησιὰ βασανίζονται ἀπὸ αὐτεξούσιον στρατιώτην καὶ ἀπὸ πειρατείαν, τὰ δύο μεγάλα καράβια σας, εἶναι ἀραμμένα ξαρμάτωτα εἰς τὸν Πόρο, ἡ Ἀθήνα ἔφαγε πέρυσι τοὺς ἀνδρειοτέρους τῶν Ἑλλήνων. Ποῦ τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ ἔθνους; Ἀκούω, ἐπουλήσατε καὶ τὴν δεκατιὰ τοῦ φετεινοῦ ἔτους, πρὶν ἀκόμα σπαρθεῖ τὸ γέννημα· ὁ τόπος εἶναι χέρσος, σπάνιοι οἱ κάτοικοι, σκόρπιοι εἰς τὰ βουνὰ καὶ εἰς τὰ σπήλαια· τὸ δημόσιον εἶναι πλακωμένον ἀπὸ δύο ἑκατομμύρια λίρες στερλίνες χρέος, ἄλλα τόσα ζητεῖτε οἱ στρατιωτικοί, ἡ γῆ εἶναι ὑποθηκευμένη εἰς τοὺς Ἄγγλους δανειστάς· ἀνάγκη νὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν ἰδίαν ἀπόφασιν, ὡς θὰ τὴν ἐλευθερώσωμεν καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα τοῦ Κιουτάγια καὶ τοῦ Αἰγυπτίου.
- Δὲν λυποῦμαι, δὲν ἀπελπίζομαι· προτιμῶ αὐτὸ τὸ σκῆπτρο τοῦ πόνου καὶ τῶν δακρύων, παρὰ ἄλλο· ὁ Θεὸς μοῦ τό ῾δωσε, τὸ παίρνω, θέλει νὰ μὲ δοκιμάσει· εἶμαι ἀπὸ τὴν φυλήν σας· εἰς ἕνα μνῆμα μαζὶ μὲ σᾶς θὰ θαφτῶ· ὅ,τι ἔχω, ζωήν, περιουσίαν, φιλίες εἰς τὴν Εὐρώπην, κεφάλαια γνώσεων, ἀποκτημένα ἀπὸ τόσα θεάματα καὶ ἀκροάματα συμβάντων τοῦ κόσμου τῆς ἡμέρας μου τὰ ἀφιερώνω εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, ἂς ὑψώσωμεν τὸ μεγαλεῖον της, ὥστε ὅποιος θελήσει, δυσκόλως νὰ τὸ ταπεινώσει, στερεωμένο εἰς ρίζες ἀρετῆς εἶναι ἀκαταμάχητον. Ἐκάμετε ἔργα πολεμικὰ ἀθάνατα. Βασιλεῖς καὶ ἔθνη σᾶς ἐπαίνεσαν, ἀλλὰ πίστευσέ μου, διὰ πολυετίαν ἀκόμη ἡ ζώνη τοῦ προδρόμου πρέπει νὰ εἶναι στολισμός μας, ὄχι χρυσοΰφαντη χλαμύδα. Ὡς οἱ παλαιοὶ ἥρωες ἢ Βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος πρέπει νὰ φυτεύωμεν δένδρα, νὰ ἀνοίγωμεν δρόμους νὰ παλεύωμεν μὲ τὰ θηρία τοῦ δάσους, νὰ δέσωμεν τὴν κοινωνίαν μας μὲ νόμους συμφώνους μὲ τὸ ἔθνος μας· οὔτε ὀπίσω, οὔτε ἐμπρὸς τοῦ καιροῦ μας· μὴ μοῦ ζητεῖτε ζωγραφίες πολύτιμες εἰς οἰκοδόμημα ἀκόμη ἀτελείωτον. Μέτρο καὶ ἄστρο εἰς δεινὰ Ἑλληνικὰ θεραπεία Ἑλληνική. Μὲ τὸ στόμα μας, ὄχι ὡς οἱ χειροῦργοι τῆς Εὐρώπης κόφτοντας, ἀλλὰ μὲ τὸ στόμα μας νὰ βυζαίνομεν τὸ ἔμπυο τῆς πατρίδος μας, διὰ νὰ τὴ γιάνωμεν.
Ἂν δὲν μᾶς ἀποστραφεῖ ὁ Μεγαλοδύναμος καὶ ἀξιωθοῦμε τὴν εὐλογίαν του, τὰ ἀκροθαλάσσιά μας θὰ στολισθοῦν ἀπὸ εὔμορφες πολιτεῖες, ἡ σημαία ἡ Ἑλληνικὴ θὰ δοξάζεται εἰς τὰ πελάγη, ἥμερα δένδρα θὰ ἀνθίζουν εἰς τὰ ἄγρια βουνά, καὶ οἱ ἐρημιὲς θὰ πληθύνουν ἀπὸ κατοίκους - καὶ ὄχι εἰς τὲς ὄψιμες ἡμέρες τῶν ἀπογόνων ὅσα σοῦ προλέγω, ἀλλὰ ἐσὺ θὰ τὰ ἰδεῖς πού ῾σαι νέος, θὰ ζήσεις καὶ θὰ γεράσεις. Ἕνα μόνον φοβοῦμαι πολὺ καὶ μὲ δέρνει ὑποψία, τρέμω τὴν ἀπειρίαν σας. Ἂν ἡ νέα κυβέρνησις τύχῃ νὰ συγκρουσθεῖ μὲ συμφέροντα ξένων δυνάμεων - ἐπειδὴ κάθε τόπος ἔχει χωριστὰ τὸ μυστήριον τῆς ζωῆς του, τὸν νόμον τῆς εὐτυχίας του, - ἂν πλανεθεῖ ὁ ἑλληνισμός σας καὶ σηκωθεῖ σκοτάδι μεταξύ μας, ὥστε ἐσεῖς νὰ μὴ διαβάζετε εἰς τὴν καρδίαν μου, θολωθοῦν καὶ μὲ οἱ ὀφθαλμοί, ποῖος ἠξεύρει;... ποῦ θὰ πᾶμε, τί θὰ γενοῦμε; Ἐτινάξετε τὸ καβούκι τῶν ἀλλοφύλων, ἀλλ᾿ οἱ πλεκτάνες τῆς διπλωματίας ἔχουν κλωστὲς πλανήτριες, φαρμακερές, κλωστὲς θανάτου, ἄφαντες, καὶ ἐσεῖς δὲν τὲς ἐννοεῖτε. Κατεβαίνω πολεμιστὴς εἰς τὸ στάδιον, θὰ πολεμήσω ὡς Κυβέρνησις, δὲν λαθεύομαι, τὸν ἔρωτα τῶν προνομίων ποὺ εἶναι φυτευμένος εἰς ψυχὲς πολλῶν, τὰ ὀνειροπολήματα τῶν λογιοτάτων, ξένων πρακτικῆς ζωῆς, τὸ φιλύποπτο, κυριαρχικὸ καὶ ἀνήμερον ἀλλοεθνῶν ἀνδρῶν. Ἡ νίκη θὰ εἶναι δική μας, ἂν βασιλεύει τὴν καρδίαν μας, θεὸς ζηλότυπος, μόνον τὸ αἴσθημα τὸ Ἑλληνικό· ὁ φιλήκοος τῶν ξένων εἶναι προδότης.
Εἴθε οἱ νέοι τῆς Ἑλλάδος νὰ εἶναι βοηθοί μου καὶ πρῶτος ἐσύ. Μὴ φορεῖς πολυτελῆ φορέματα ἀταίριαστα μὲ τὴν ἔνδειαν τῶν πολλῶν καὶ κεφάλαιο θαμμένο, ἀχρησίμευτο· ἢ ἀφορμή, ἡ ἀπόκτησίς του, κακῶν ὀρέξεων καὶ πράξεων· μὴ θέλεις ἄλλο στολίδι καὶ καύχημα, εἰμὴ ὅτι εἶσαι ἀπὸ οἰκογένεια δοξασμένη, ποὺ τόσο ἔχυσε αἷμα ἀνδρειωμένο διὰ τὴν ἀναγέννησιν καὶ τὴν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος».
Γεώργιος Τερτσέτης

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2024

 


Τὸ πρῶτο μου Πάσχα

Ἀγαπητοί μου,

Αὐτὲς τὶς ἡμέρες ξαναγυρίζω πάντα στὰ παιδικά μου χρόνια. Καὶ θυμᾶμαι τὶς θαυμάσιες ἐκεῖνες γιορτὲς, ποὺ χαιρόμουν στὴν πατρίδα μου, ὅταν ἤμουν μικρὸ ἀμέριμνο παιδὶ κι εἶχα τοὺς καλούς μου γονεῖς νὰ μὲ φροντίζουν καὶ νὰ μ’ ὁδηγοῦν σὲ ὅλα. Φυσικὰ καὶ στὴν ἐκκλησία ἢ στὰ «θρησκευτικά μου καθήκοντα»…, ὅσο ἦταν χειμώνας, ἡ μητέρα μου μ’ ἔπαιρνε μαζί της στὸν Ἀϊ-Γιάννη ἢ στὴ Φανερωμένη, τὶς γειτονικές μας ἐκκλησίες, ποὺ λειτουργοῦσαν κάπως ἀργὰ – ἀπὸ τὶς ὀκτὼ ἡ μία, ἀπὸ τὶς ἐννιὰ ἡ ἄλλη. Μὰ ὅταν ἔμπαινε ἡ ἄνοιξη, ποὺ μποροῦσα νὰ ξυπνῶ καὶ νὰ βγαίνω πιὸ πρωί, ὁ πατέρας μου μ’ ἔπαιρνε στὴν Ἐπισκοπιανὴ ἢ στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο, ἐξοχικὲς ἐκκλησίτσες αὐτές, σ’ ἕνα ὡραῖο παραθαλάσσιο προάστιο, ποὺ λειτουργοῦσαν ἀπὸ τὶς ἑπτά. Μετὰ τὴ λειτουργία κάναμε κι ἕναν περίπατο στοὺς Κήπους καὶ γυρίζαμε λιγάκι κουρασμένοι, μὰ πολὺ εὐχαριστημένοι, κι οἱ δυό.

Ὦ, ἦταν τόσο ὄμορφα! Ἡ ἄνοιξη εἶχε στολισμένες τὶς πρασινάδες μὲ μαργαρίτες ἄσπρες καὶ κίτρινες, μὲ ὁλοκόκκινες παπαροῦνες καὶ μ’ ἄλλα γαλάζια ἢ μαβιὰ ἀγριολούλουδα. Τί πολύχρωμο τὸ χαλὶ, ποὺ ἁπλωνόταν στὰ χωράφια! Τὸ ἔβλεπα κι ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, καθὼς ἄκουγα τὰ ψαλσίματα, τὶς εὐχὲς καὶ τὰ εὐαγγέλια. Τὰ εὐαγγέλια, προπάντων, μ’ ἄρεσαν πολύ. Εἶναι τόσο ποιητικὰ αὐτὰ ποὺ λένε πρὶν καὶ μετὰ τὸ Πάσχα! Πρῶτα τῶν Βαΐων – καὶ συνήθως ἀπ’ αὐτὴ τὴν Κυριακὴ, ἄρχιζα νὰ πηγαίνω στὶς ἐξοχικὲς ἐκκλησίτσες – ἔπειτα τῆς Ἀνάστασης, ἔπειτα τοῦ Θωμᾶ, τῶν Μυροφόρων, τῆς Σαμαρείτιδος… Ὁ παπα-Λογοθέτης, ἐφημέριος στὸν Ἁϊ-Χαράλαμπο, πολὺ γραμματισμένος, τὰ ἔλεγε θαυμάσια. Κι ὄχι ψαλτὰ μὲ μπάσα καὶ σικόντα, ὅπως σ’ ἄλλες ἐκκλησιές, ἀλλὰ διαβαστά, καθαρά, σταράτα, λέξη πρὸς λέξη καὶ μ’ ἔκφραση, μὲ τόνο, ὥστε νὰ καταλαβαίνει τὸ νόημα κι ὁ ἀγράμματος. Κι ἀλήθεια, στὶς ἐκκλησίτσες ἐκεῖνες, τὸ περισσότερο πήγαιναν ἁπλοί, ταπεινοὶ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ – ψαράδες, βαρκάρηδες, κηπουροί, μυλωνάδες. Καὶ σοῦ ‘κανε χαρὰ νὰ τοὺς βλέπεις ντυμένους κυριακάτικα, ν’ ἀκοῦνε μὲ τόση εὐλάβεια καὶ μὲ τόση προσοχὴ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου…

Ὅμως τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ τὸ Πάσχα, ὅλη μου ἡ «ἐκκλησία» ἦταν, τὴν Κυριακὴ τὸ πρωί, ἡ Ἀνάσταση ποὺ γινόταν στὸ ὕπαιθρο καὶ κατόπι ἡ λειτουργία: Δεῦτε λάβετε φῶς, Χριστὸς Ἀνέστη, Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος καὶ καθεξῆς. Δὲν μ’ ἔβγαζαν ἔξω βράδυ, κι οὔτε στὰ Νυμφία μὲ πήγαιναν οὔτε στὴν Ἀκολουθία τῶν Παθῶν οὔτε στὴ λιτανεία τοῦ Ἐπιταφίου, ποὺ μόνο τὴν πένθιμη μουσική της ἄκουγα ἀπὸ μακριά, ἂν τύχαινε νὰ ξυπνήσω τὴ νύχτα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Ἔτσι, δὲν ἤξερα καλὰ τί προηγήθηκε ἀπ’ τὴν Ἀνάσταση. Μόνο, ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, πὼς ὁ Χριστὸς μπῆκε θριαμβευτικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἀλλὰ τί ἔκαμε κεῖ, τί τὸν ἔκαμαν, ἄκρες μέσες. Μόλις εἶχα μία ἰδέα.

Κι ἄξαφνα… τὰ ἔμαθα ὅλα! Εἶχα μεγαλώσει, φαίνεται, ἐκεῖνο τὸ χρόνο κι οἱ γονεῖς μου μὲ πῆραν μαζί τους παντοῦ. Ἔτσι ἄκουσα καὶ τὰ φοβερὰ ἐκεῖνα εὐαγγέλια τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καὶ τὸ Σήμερον κρεμᾶται! … Εἶδα καὶ τὸν Χριστὸ μὲ τὸ ἀγκαθένιο του στεφάνι στὸν μαῦρο σταυρό, ἕναν μεγάλο Χριστὸ, σὰν ἀληθινό… Ἔπειτα Τὸν εἶδα καὶ νεκρό, ξαπλωμένο στὸν χρυσὸ Ἐπιτάφιο (κι ὁ Χριστὸς τοῦ Ἐπιταφίου στὴ Ζάκυνθο δὲν εἶναι κεντημένος σὲ πανί, εἶναι ζωγραφισμένος σὲ ξύλο, σὰν εἰκόνα περικομμένη, ὅπως κι ὁ Ἐσταυρωμένος). Καὶ θυμοῦμαι ἀκόμα, τί ἀλλιώτικη ἐντύπωση, τί μεγαλύτερη χαρά μοῦ ἔκαμε τὸ Πάσχα στὴν ἐκκλησίτσα, τὴν πρώτη φορά, ἀφοῦ εἶχ’ ἀκούσει πιὰ κι ἰδεῖ καὶ μάθει ὅλα τὰ προηγούμενα. Μπορῶ νὰ πῶ, πὼς αὐτὸ ἦταν τὸ πρῶτο μου Πάσχα.

Γιατί ὅλη τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα τὴν εἶχα περάσει μὲ τὸ πένθος, μὲ τὴ λύπη τῶν Παθῶν. Εἶχα παρακολουθήσει τὸν Χριστὸ στὸ μαρτύριό Του, στὴν ἀγωνία Του, στὸ θάνατό Του. Εἶχ’ ἀκούσει καὶ τὴ Διαθήκη Του, εἶχα παρακαθίσει καὶ στὸν Μυστικό Δεῖπνο, εἶχ’ ἀκολουθήσει καὶ τὴν ἐκφορά Του, κλαίγοντας μαζὶ μὲ τὴ Θλιμμένη Μητέρα, ποὺ κι αὐτὴ ἀκολουθοῦσε ζωγραφιστὴ σὲ μία μεγάλη εἰκόνα, σὰν ἀληθινή: ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον… Γι’ αὐτὸ τὸ Χριστὸς Ἀνέστη μοῦ ἔκαμε ὕστερα τόση χαρά, τόση ἀγαλλίαση. Γι’ αὐτό μοῦ φάνηκε σὰν μία ὑπέρτατη ἱκανοποίηση, σὰν μία νίκη, σὰν ἕνας θρίαμβος. Ἐκεῖνος ποὺ φόρεσε γιὰ ἐμπαιγμὸ ψεύτικη πορφύρα. Ἐκεῖνος ποὺ ποτίσθηκε χολὴ καὶ ξίδι καὶ μαστιγώθηκε καὶ καρφώθηκε σὲ ξύλο, καὶ πέθανε μαρτυρικά σὰν ἄνθρωπος, ἔβγαινε ζωντανὸς ἀπὸ τὸν τάφο κι ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ σὰν Θεός!

Ἔτσι ἔπρεπε νὰ εἶναι. Γιὰ νὰ μοῦ δώσει τόση χαρὰ ἡ Ἀνάσταση, ἔπρεπε νὰ προηγηθεῖ τὸ Πάθος. Γιὰ νὰ μοῦ κάμει τόση ἐντύπωση τὸ Πάσχα, ἔπρεπε νὰ γνωρίζω τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα. Μαθαίνοντας ὅσα ἔμαθα ἐκεῖνον τὸν χρόνο, μάθαινα τὴ ζωή, ποὺ ὡς τότε ἤμουν πολὺ μικρὸς γιὰ νὰ τὴν ξέρω, ἀφοῦ οἱ γονεῖς ποὺ μὲ φρόντιζαν καὶ μ’ ὁδηγοῦσαν, δὲν μὲ πήγαιναν παρὰ στὶς χαρούμενες κυριακάτικες λειτουργίες καὶ μὲ προφύλαγαν ἀπ’ τὰ λυπητερά, ποὺ δὲν ἦταν ἀκόμα γιὰ μένα. Ἔτσι καὶ στὴ ζωή: Τὴ χαρά, τὴν ἀληθινὴ χαρά, τὴν κατακτοῦμε ὕστερ’ ἀπὸ ἀγῶνα καὶ ἀγωνία, ὕστερ’ ἀπὸ κόπο καὶ λύπη. Πρὶν ἀπὸ κάθε μας Πάσχα, πρέπει νὰ περάσουμε μία Μεγάλη Ἑβδομάδα.

Σᾶς ἀσπάζομαι

Φαίδων

Ἐπὶ δεκαετίες, ὁ Γρηγόριος Ξενόπουλος (1867-1951) ἔγραφε στὸ πρῶτο παιδικὸ ἑλληνικὸ περιοδικό, τὴ Διάπλαση τῶν Παίδων, τὴ στήλη «Ἀθηναϊκὲς ἐπιστολές» ὑπογράφοντας μὲ τὸ ψευδώνυμο Φαίδων. Ἡ ἐπιστολὴ εἶναι γραμμένη τὴ δεκαετία τοῦ 1930.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024


Τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία
Μέ πολλή μεγάλη συντομία μπορῶ νά πῶ ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τρία συγκεκριμένα γεγονότα:
Πρῶτον, Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, δηλαδή τά δόγματα πού διατυπώθηκαν ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους, ἀλλά καί τίς Τοπικές Συνόδους οἱ ὁποῖες ἔχουν ἀναγνωρισθῆ ἀπό τίς πρῶτες. Ὅταν διαβάση κανείς τά Πρακτικά καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τότε θά καταλάβη τήν οὐσία τῆς Ὀρθοδοξίας.
Δεύτερον, Ὀρθοδοξία εἶναι τό περιεχόμενο τοῦ σημαντικοῦ πεντάτομου ἔργου πού λέγεται «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», τό ὁποῖο δείχνει τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά φθάση στήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, δηλαδή εἶναι ὁ ἱερός ἡσυχασμός πού συνδέεται μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Ἡ «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν» εἶναι συλλογή πατερικῶν ἔργων, στά ὁποῖα γίνεται λόγος γιά τόν ἱερό ἡσυχασμό. Αὐτό ἀκριβῶς δείχνει οὐσιαστικά τήν μέθοδο γιά νά φθάση κανείς στήν ἐσωτερική πνευματική γνώση τοῦ Θεοῦ, αὐτό πού ἐκφράζουν τά δόγματα, οὐσιαστικά οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Καί τρίτον, Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, τά Μυστήριά της μέ κορυφαῖο τό Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, μαζί μέ τίς ἐκκλησιαστικές μας τέχνες, δηλαδή, τήν ἐκκλησιαστική ὑμνογραφία, τήν ἐκκλησιαστική μουσική, τήν ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία, τίς ἱερές εἰκόνες κλπ.
Ἄλλωστε, γιατί καθόρισε ἡ Ἐκκλησία τήν σημερινή ἡμέρα πού εἶναι ἡ ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων, νά ἑορτάζεται ὡς Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας; Τό ἔκανε αὐτό, γιατί οἱ εἰκόνες εἶναι ἐκεῖνες πού παρουσιάζουν ὅλο τό πνευματικό ἐσωτερικό μεγαλεῖο τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δείχνουν κατά τρόπο αὐθεντικό τό μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, καί τό μυστήριο τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἑπομένως, ὅταν συνδέση κανείς καί τά τρία αὐτά γεγονότα, δηλαδή τά δόγματα, πού εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τήν ἡσυχαστική παράδοση, ὅπως καταγράφεται στό βιβλίο τῆς «Φιλοκαλίας» καί σέ ἄλλα πατερικά κείμενα, καί τίς ἐκκλησιαστικές τέχνες, τήν ἁγιογραφία, τήν μουσική μας παράδοση, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο κτίζουμε τούς ναούς, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τελοῦμε τήν θεία Λειτουργία, τήν θεία Εὐχαριστία, τότε καταλαβαίνει τί εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅλα τά ἄλλα πού γίνονται στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι καρπός αὐτῶν τῶν βασικῶν γνωρισμάτων.
Αὐτό σημαίνει ὅτι συνδέεται στενά τό δόγμα μέ τήν προσευχή πού γίνεται μέσα στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἰδιαιτέρως μέ τήν θεία Κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Γιά νά τό ἐκφράσω αὐτό μέ ἁπλούστερο τρόπο θά ἔλεγα ὅτι Ὀρθοδοξία εἶναι νά συναντήση κανείς ἕναν θεόπτη ἅγιο, ὁ ὁποῖος συνδέει στενά τήν θεία Λειτουργία μέ τήν προσευχή στήν καρδιά καί τήν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, νά μαθητεύση κοντά του, νά ἀκολουθήση τίς συμβουλές του καί νά μιμηθῆ τήν ζωή του.
Τότε θά μάθη ἐκ πείρας –ὅπως ἕνας φοιτητής μαθαίνει τήν ἐπιστημονική γνώση ἀπό τόν ἐπιστήμονα ἐρευνητή– τί εἶναι ’Ορθοδοξία καί θά γίνη ὀρθόδοξος σέ ὅλες τίς ἐκφράσεις καί ἐκφάνσεις τῆς ζωῆς του. Ἡ Ὀρθοδοξία παραλαμβάνεται ὡς πνευματική γέννηση μέσα ἀπό πνευματικά «ζωντανούς ὀργανισμούς». Συμβαίνει καί ἐδῶ ὅ,τι μέ τήν βιολογική ζωή, ἡ ὁποία μεταδίδεται ἀπό γενιά σέ γενιά, ἀπό ζωντανούς βιολογικά ὀργανισμούς. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού χαρακτηρίζεται ὡς «θεολογία γεγονότων». Τότε θά μάθη στήν πράξη ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι ὁ βερμπαλισμός, τά ἰδεολογήματα, τά συνθήματα, οἱ ἔξυπνες ἀτάκες πού ἐντυπωσιάζουν πρόσκαιρα, ὅπως οἱ φωτοβολίδες τόν οὐρανό.
Ὁπότε, γιά νά μάθη κανείς τήν Ὀρθοδοξία, πρέπει νά ἀσχοληθῆ καί νά ἐνδιαφερθῆ μέ τό βάθος αὐτῶν τῶν πραγμάτων. Καί τελικά Ὀρθοδοξία εἶναι νά γνωρίση κανείς τό βάθος της, πού εἶναι ἡ μετάνοια καί ἡ ταπείνωση καί τότε θά γνωρίση καί τό ὕψος της, πού εἶναι τό ὄρος Θαβώρ, τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως, καί βιαία πνοή τῆς Πεντηκοστῆς.
Μακάρι, μέχρι πού νά τελειώσουμε τήν ζωή μας, μέχρι πού νά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο αὐτόν κόσμο νά μάθουμε, ἔστω καί λίγο, τί εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία καί νά μήν παραμείνη μέχρι τέλους ἡ Ὀρθοδοξια ἄγνωστη σ’ ἐμᾶς, ἔστω κι ἄν τήν ὁμολογοῦμε καί τήν πανηγυρίζουμε λαμπρά.
Μητρ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος

Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

 


Μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία

Ὁ πολιτισμὸς δὲν θεραπεύει μήτε καὶ μειώνει τὴν ὡμότητα καὶ τὸν ἐγωισμὸ τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ συχνὰ τὰ αὐξάνει.

Στὴ Δύση κυριαρχεῖ ἡ ταραχή. Ἡ αἰτία τῆς ταραχῆς στὴ Δύση εἶναι ποὺ γύρισαν τὴν πλάτη τους στὸν Θεὸ καὶ ἔστρεψαν τὸ πρόσωπό τους πρὸς τὸν σατανᾶ. Πάντα ἡ ἴδια αἰτία, ἡ ἔκπτωση δηλαδὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ἡ συμπόρευση μὲ τὸν σατανᾶ. Ὁ Θεὸς προειδοποιεῖ σοβαρὰ καὶ πατρικά, ἐνῶ ὁ σατανᾶς προβάλλει ψεύτικες εἰκόνες, προσελκύοντας κοντά του τοὺς ἄφρονες καὶ ἐλαφρόμυαλους. Μὲ τὰ φαρμακερά του γλυκίσματα ψαρεύει καὶ ἕλκει τοὺς ἡδυπαθεῖς καὶ κοντόφθαλμους.

Στὴ Δύση ὅλα κατάντησαν ἐρώτημα καὶ ὅλα τέθηκαν σὲ ἀμφισβήτηση: ὁ Θεός, ἡ ψυχή, ἡ ἠθική, ὁ γάμος, ἡ οἰκογένεια, ἡ κοινωνία, τὸ κράτος, αὐτὸς ὁ κόσμος μὰ καὶ ὁ ἄλλος κόσμος. Ὅλα ἔγιναν ἐρωτήματα πάνω στὰ ἐρωτήματα… Ἡ δυτικὴ ἐπιστήμη εἶναι τὸ ἀτσάλινο χτένι στὰ χέρια τοῦ ἀντιχρίστου, ἕνα χτένι ποὺ ξύνει παλιὲς πληγὲς καὶ ἀνοίγει καινούργιες… Καί, πραγματικά, ὁ ἄρχοντας τοῦ Ἅδου, μὲ τὴ συνδρομὴ τῆς ψευδο-ἐπιστήμης, γέννησε στὴ Δύση μία ταραχὴ ἀνήκουστη στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία. Μὲ τὴν ταραχὴ εἶναι ἐξέλιξη, πολιτισμός, πρόοδος, ἡ ταραχὴ εἶναι ζωή!

Ἡ Δύση σταμάτησε νὰ παράγει ἅγιους καὶ σοφούς. Αὐτὸ χρονολογεῖται ἀπὸ τότε ποὺ οἱ πάπες σταμάτησαν νὰ εἶναι ἅγιοι καὶ σοφοὶ καὶ ἔγιναν πολιτικοὶ καὶ διπλωμάτες.

Ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος δὲν σκέφτεται ποτὲ τὸν θάνατο, δὲν ἔχει χρόνο νὰ σκεφτεῖ τὸν θάνατο. Σκέφτεται μονάχα τὴν ὑποταγὴ καὶ τὴν ἐκμετάλλευση. Τὴν ἐκμετάλλευση γῆς καὶ ἀέρα, πυρὸς καὶ ὕδατος, φυτῶν καὶ ζώων, γειτονικῶν λαῶν καὶ κρατῶν. Ἀνακάλυψε τὸ σύνθημα τῆς ἐπιστήμης καὶ τοῦ πολιτισμοῦ του: ὑποτάξτε καὶ ἐκμεταλλευτεῖτε. Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἡ κατάρα τῶν καιρῶν μας.

Ποιό τὸ ὄφελος ἀπὸ τὸ ὅτι ἡ Εὐρώπη, ἡ Ἀμερικὴ καὶ ὅλες οἱ ἤπειροι τρέχουν νὰ κατακτήσουν τὸν κόσμο, τὸ σύμπαν, τὴ Σελήνη, τὸν Ἄρη καὶ τ’ ἀστέρια; Τί θὰ ὠφελήσει τὸν ἄνθρωπο ἂν ἀποκτήσει τὸν κόσμο ὅλο καὶ βλάψει τὴν ψυχή του, ἂν χάσει τὴν ψυχή του; Ἀπὸ ποιόν θέλετε, ὢ ἄνθρωποι, νὰ κατακτήσετε τὴ Σελήνη; Ἀπὸ ποιόν νὰ πάρετε τὰ ἄστρα; Ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ ὁποῖος τὰ ἔχει σπείρει σὰν ἄλλα ἄνθη στὴν ἀτέλειωτη ἀπεραντοσύνη; Πόσο ἐλεεινὸς εἶναι ὁ εὐρωπαῖος ἄνθρωπος ὅταν ἐκστρατεύει κατὰ τοῦ οὐρανοῦ, σὰν νὰ πρόκειται γιὰ τὸν ἐχθρό του!

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2024

 


Ἡμερολόγιο ἑνὸς ἀθέατου Ἀπριλίου

Κυριακὴ (Πάσχα), 26

Καθαρὴ διάφανη μέρα. Φαίνεται ὁ ἄνεμος ποὺ ἀκινητεῖ μὲ τὴ μορφὴ βουνοῦ κεῖ κατὰ τὰ δυτικά. Κι ἡ θάλασσα μὲ τὰ φτερὰ διπλωμένα, πολὺ χαμηλά, κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο.

 

Σοῦ ̉ρχεται νὰ πετάξεις ψηλὰ κι ἀπὸ κεῖ νὰ μοιράσεις δωρεὰν τὴν ψυχή σου. Ὕστερα νὰ κατεβεῖς καί, θαρραλέα, νὰ καταλάβεις τὴ θέση στὸν τάφο ποὺ σοῦ ἀνήκει.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024


Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς
Ἡ γενεαλογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ πείνα παρήγαγε τὴν ὄρεξιν. Ἡ ὄρεξις ἐγέννησε τὴν αὐθαιρεσίαν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν ληστείαν. Ἡ ληστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου.
Τότε καὶ τώρα, πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου... καὶ διὰ τῆς βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτως τοὺς λεγόμενους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των...

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024


Ἡ μόρφωση
Ὁ Μακρυγιάννης σέβεται τὴ μόρφωση -«ὡς λιοντάρι πολεμοῦσε καὶ ὡς φιλόσοφος ὁδηγοῦσε» θὰ πεῖ γιὰ τὸν πρῶτο του ἀρχηγό, τὸ Γῶγο. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἐμποδίζει καθόλου νὰ ἐκφράσει τὴν ἀντίδρασή του γιὰ ἕνα λογιότατο καὶ γιὰ τὴν προγονοκαπηλεία:
«Ἐβάλετε καὶ νέον ἀρχηγὸ στὸ φρούριο τῆς Κόρθος» γράφει μιλώντας στοὺς πολιτικοὺς τῆς ἐποχῆς. «Ἀχιλλέα τὸν ἔλεγαν, λογιότατο. Κι ἀκούγοντας τ᾿ ὄνομα Ἀχιλλέα, παντυχαίνετε ὅτ᾿ εἶναι ἐκεῖνος ὁ περίφημος Ἀχιλλέας. Καὶ πολέμαγε τ᾿ ὄνομα τοὺς Τούρκους. Δὲν πολεμάγει τ᾿ ὄνομα ποτέ, πολεμάγει ἡ ἀντρεία, ὁ πατριωτισμὸς ἡ ἀρετή. Κι ὁ Ἀχιλλέας ὁ δικός σας, ὁ φρούραρχος τῆς Κόρθος, λεβέντης ἦταν, «Ἀχιλλέγα» τὸν ἔλεγαν. Εἶχε καὶ τὸ κάστρο ἐφοδιασμένο ἀπὸ τ᾿ ἀναγκαῖα τοῦ πολέμου, εἶχε καὶ τόσο στράτεμα. Ὅταν εἶδε τοὺς Τούρκους τοῦ Δράμαλη ἀπὸ μακριὰ -καὶ ἦταν καὶ καταπολεμισμένος ἀπὸ Ρούμελη, ἀπὸ Ντερβένια- βλέποντάς τον ὁ Ἀχιλλέας ἄφησε τὸ Κάστρο κι ἔφυγε, ἀπολέμιστο. Νὰ ἦταν ὁ Νικήτας, ἔφευγε; ὁ Χατζηχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι; Ὄχι βέβαια. Ὅτι τὸν καρτέρεσαν αὐτοὶ τὸ Δράμαλη στὸν κάμπο καὶ τὸν ἀφάνισαν· ὄχι σ᾿ ἐφοδιασμένο κάστρο, καὶ σὰν τὸ κάστρο τῆς Κόρθος».
Τὰ γράμματα εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ εὐγενικὲς ἀσκήσεις κι ἀπὸ τοὺς πιὸ ὑψηλοὺς πόθους τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ βίου. Κι ἐπειδὴ οἱ ἀρχὲς αὐτὲς εἶναι ἀληθινές, πρέπει νὰ μὴν ξεχνοῦμε πὼς ὑπάρχει μία καλῇ παιδεία -ἐκείνη ποὺ ἐλευθερώνει καὶ βοηθᾷ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὁλοκληρωθεῖ σύμφωνα μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μία κακὴ παιδεία -ἐκείνη ποὺ διαστρέφει καὶ ἀποστεγνώνει καὶ εἶναι μία βιομηχανία ποὺ παράγει τοὺς ψευτομορφωμένους καὶ τοὺς νεόπλουτούς της μάθησης, ποὺ ἔχονν τὴν ἴδια κίβδηλη εὐγένεια μὲ τοὺς νεόπλουτούς του χρήματος. Ἂν ὁ Μακρυγιάννης μάθαινε γράμματα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, πολὺ φοβοῦμαι πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν ἑαυτό του, γιατὶ τὴν παιδεία τὴν κρατοῦσαν στὰ χέρια τοὺς οἱ «τροπαιοῦχοι του ἄδειου λόγου», καθὼς εἶπε ὁ ποιητής, ποὺ δὲν ἔλειψαν ἀκόμη.
Δὲν ἐπαινῶ τὸν Μακρυγιάννη γιατὶ δὲν ἔμαθε γράμματα, ἀλλὰ δοξάζω τὸν πανάγαθο Θεὸ ποὺ δὲν τοῦ ἔδωσε τὰ μέσα νὰ τὰ μάθει. Γιατὶ ἂν εἶχε πάει σὲ δάσκαλο, θὰ εἴχαμε ἴσως πολλὲς φορὲς τὸν ὄγκο τῶν Ἀπομνημονευμάτων σὲ μία γλῶσσα, ὅλο κουδουνίσματα καὶ κορδακισμούς· θὰ εἴχαμε ἴσως περισσότερες πληροφορίες γιὰ τὰ ἱστορικὰ τῶν χρόνων ἐκείνων, θὰ εἴχαμε ἴσως ἕνα Σοῦτσο τῆς πεζογραφίας, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν ἀστέρευτη πηγὴ ζωῆς, ποὺ εἶναι τὸ βιβλίο τοῦ Μακρυγιάννη, δὲ θὰ τὴν εἴχαμε. Καὶ θὰ ἦταν μεγάλο κρῖμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως μᾶς φανερώνεται ὁ Μακρυγιάννης, βλέπουμε ὁλοκάθαρα πὼς ἂν καὶ ἀγράμματος, δὲν ἦταν διόλου ἕνας ὀρεσίβιος ἀκαλλιέργητος βάρβαρος. Ἦταν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον: ἦταν μία ἀπὸ τὶς πιὸ μορφωμένες ψυχὲς τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καὶ ἡ μόρφωση, ἡ παιδεία ποὺ δηλώνει ὁ Μακρυγιάννης, δὲν εἶναι κάτι ξέχωρο ἢ ἀποσπασματικὰ δικό του· εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα, ἡ ψυχικὴ περιουσία μίας φυλῆς, παραδομένη γιὰ αἰῶνες καὶ χιλιετίες, ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, ἀπὸ εὐαισθησία σὲ εὐαισθησία· κατατρεγμένη καὶ πάντα ζωντανή, ἀγνοημένη καὶ πάντα παροῦσα -εἶναι τὸ κοινὸ χτῆμα τῆς μεγάλης λαϊκῆς παράδοσης τοῦ Γένους. Εἶναι ἡ ὑπόσταση, ἀκριβῶς, αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ, αὐτῆς τῆς διαμορφωμένης ἐνέργειας, ποὺ ἔπλασε τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὸ λαὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ ζήσει ἐλεύθερος ἢ νὰ πεθάνει στὰ ῾21.
Γι᾿ αὐτὸ ἡ λαϊκή μας παράδοση εἶναι τόσο σπουδαία.

Γιῶργος Σεφέρης

Τετάρτη 14 Φεβρουαρίου 2024



Ποιητική
-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.
-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.
Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις
Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
Μανώλης Ἀναγνωστάκης

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2024

 


Ἕνα θαῦμα στή γῆ

Ὁ γάμος εἶναι ἕνα θαῦμα στή γῆ. Σέ ἕναν κόσμο ὅπου ὅλα καί ὅλα εἶναι ἄτακτα, ὁ γάμος εἶναι ἕνα μέρος ὅπου δύο ἄνθρωποι, χάρη στό γεγονός ὅτι ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, γίνονται ἕνα, ἕνα μέρος ὅπου τελειώνει ἡ σύγκρουση, ὅπου ξεκινᾶ ἡ πραγματοποίηση μίας ἑνιαίας ζωῆς. Καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο θαῦμα τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος τοῦ Σουρὸζ

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024


Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
Ἕνας στρατιώτης ρώτησε τὸν ἀββᾶ Μιῶς, ἂν ἄραγε ὁ Θεὸς δέχεται τὴ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ.
Καὶ ὁ ἀββᾶς, ἀφοῦ τὸν δίδαξε μὲ πολλοὺς λόγους, εἶπε:
- Πές μου, ἀγαπητέ. Ἂν σχιστεῖ τὸ χιτώνιό σου, τὸ πετᾷς;
- Ὄχι, ἀπάντησε ἐκεῖνος. Τὸ ράβω καὶ τὸ χρησιμοποιῶ πάλι.
- Ἂν λοιπὸν ἐσὺ λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, τοῦ εἶπε τότε ὁ γέροντας, δὲν θὰ λυπηθεῖ ὁ Θεὸς τὸ δικό του πλάσμα;

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2024



Ἀπὸ τὸ Μέτωπο τῆς Ἀλβανίας,
ἀπόσπασμα γράμματος, Δεκέμβριος 1940.
«...Πρὶν λίγη ὥρα ἦλθε στὸ νοσοκομεῖο ὁ Γρηγόρης, ποὺ ὁ καημένος εἶναι τυφλὸς ἀπὸ βλῆμα καὶ ἐπιστρέφει σπίτι του, κοντὰ στοὺς δικούς του, πολὺ καταβεβλημένος καὶ πονεμένος, ὄχι μόνο γιατὶ ἔχασε τὸ φῶς του, μὰ καὶ γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ πολεμήσει πιὰ γιὰ τὴν πατρίδα. Μὴ σᾶς φαίνεται παράξενο, πονοῦσε πιὸ πολὺ ποὺ ἔβγαινε ἐκτὸς μάχης παρὰ γιὰ τὸ φῶς του ποὺ ἔχασε γιατί, ὅπως μοῦ ἔλεγε, χωρὶς μάτια ζεῖ ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς λεύτερη πατρίδα ὅμως πεθαίνει κάθε μέρα...».
Ἀπὸ τὰ χιονισμένα Ἀλβανικὰ βουνὰ
Σπῦρος Γραμμένος
Ἀνθυπολοχαγὸς

Σάββατο 10 Φεβρουαρίου 2024



Τὸ μαρμαρωμένο βασιλόπουλο
Ἕνα παλάτι ἀδιάβατο κλειστὸ καὶ ρημαγμένο
πανώρῃο βασιλόπουλο βαστάει μαρμαρωμένο.
Δέρν᾿ ἡ θολοῦρα, ἡ χειμωνιὰ τὸ ἔρμο τὸ παλάτι,
κι᾿ οὐδὲ μιλάει τὸ μάρμαρο, οὐδὲ κι᾿ ἀνοίγει μάτι.
Λάμπει ὁ ἥλιος, κελαϊδοῦν τῆς ἄνοιξης τ᾿ ἀηδόνια,
κι᾿ ἐκεῖνο μένει ἀσάλευτο, βουβὸ ἀπὸ τόσα χρόνια.
Κἄποια νεράϊδα τῆς ἐρμιᾶς καὶ μάγισσα ὠργισμένη
τὸ καταράστηκε βαρειὰ καὶ μάρμαρο ἔχει γένει.
Καὶ τὸ παλάτι ἐρήμαξε, τὸ σκέπασαν τὰ δάση
κι᾿ ὡς τώρα πόδι ἀνθρωπινὸ δὲν ἔχει ἐκεῖ περάσει.
Μονάχα ὁ χρόνος, ποὺ περνάει ὁλημερὶς μπροστά του,
ἔγραψε μέσ᾿ στὸ μάρμαρο μαζὶ μὲ τ᾿ ὄνομά του:
«Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη ποὺ ἡ μοῖρα θὰ τῆς δείξῃ
τὸ σιδερόχορτο νὰ βρῇ, τὴν πόρτ᾿ αὐτὴ ν᾿ ἀνοίξῃ,
ν᾿ ἀγκαλιαστῇ τὸ μάρμαρο, σιμά του ν᾿ ἀγρυπνήσῃ
σαράντα δυὸ μερόνυχτα, γλυκὰ νὰ τὸ ξυπνήσῃ».
Εἶνε παλάτι ἐρημικὸ κι᾿ ἀπόκλειστο ἡ καρδιά μου,
μαρμαρωμένον βασιληᾶ βαστάει τὸν ἔρωτά μου.
Χαρὰ στὴ νειὰ τὴν ὤμορφη, ποὺ τὴν καρδιὰ θ᾿ ἀνοίξῃ
καὶ μὲ τὸ κρύο τὸ μάρμαρο τὰ χείλη της θὰ σμίξῃ.
Κώστας Κρυστάλλης