Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017


Τ' ἀστεράκι
Ἐντρυφῶ νὰ κοιτάζω ἀντικρύ μου τὸ μικρὸν μέλαθρον ―ὁποὺ αἱ δοκοὶ τῆς στέγης του, γυμναὶ φατνώματος, φαίνονται ὅλαι καπνισμέναι καὶ μελανωμέναι ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς μικρᾶς ἑστίας εἰς τὴν γωνίαν, τῆς καιούσης τὸν χειμῶνα― ταπεινὸν ἀνώγειον, μὲ τὸν ἐξώστην τὸν σκεπαστόν, καὶ μὲ τὴν πετρίνην σκάλαν ἀπ᾿ ἔξω, ὅπου ὁ μαστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικὰ πᾶσαν Κυριακὴν τὸ βράδυ, ὅταν ἐπιστρέφῃ ἀργὰ εἰς τὴν κατοικίαν. Καθημερινὴ μέθη δι᾿ ἐμὲ εἶναι νὰ κάθωμαι τὸ δειλινόν, ἐπὶ ὥρας, ἕως τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν πρώτην ἀμφιλύκην, ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, εἰς τὴν σκιὰν καὶ τὴν δρόσον τῶν δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεῶν, ὁπόθεν βλέπω ὅλους τοὺς διαβάτας χωρὶς νὰ κοιτάζω κανένα, ἢ νὰ προμνηστεύω τὴν καλησπέραν κανενός, καὶ θεωρῶ μόνον τὸ μικρὸν ἀνώγειον καλύβι, ὅπου βλέπω ὡς δύο σμαραγδίνας φλόγας νὰ λάμπουν, καὶ δύο σειρὰς μαργαριτῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ δύο χρυσαυγεῖς πλοκάμους νὰ κυμαίνωνται, ὡς μετάφρενα περιστερᾶς, κατὰ τὸν Ψαλμῳδόν…

Ἔβλεπα τέως ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὀνειρώδεις θησαυροὺς εἰς τὸν πενιχρὸν ἐξώστην, καὶ εἰς τὸ χάσμα τῶν σαθρῶν παραθυροφύλλων, καὶ στὴν πόρταν τοῦ κατωγιοῦ, ἐξαρθρωμένην, καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ διπλανόν, τὸ χωρίζον τὴν οἰκίαν ἀπὸ τῆς τοῦ Δήμου Μποροδήμου, ἴσης καὶ ὁμοίας κατὰ τὴν ὄψιν. Ἔμβαινεν, ἔβγαινεν, ἀνέβαινε, κατέβαινεν, ἡ μικρὴ Πούλια μὲ τοὺς πλοκάμους τοῦ ἀπέφθου χρυσοῦ· εἰσέδυεν εἰς τὸ κατώγι, διὰ νὰ ταΐσει τὰς ὄρνιθας, εἰσεχώρει εἰς τὸ στενόν, ὅπου εἶχεν ἀναμμένην φωτιάν, πρὸς τὴν δείλην θερινῆς ἡμέρας, διὰ νὰ μαγειρεύσῃ τὸ λιτὸν δεῖπνον διὰ τὸν πατέρα της, ὅστις θὰ ἤρχετο κατακουρασμένος τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ μεροκάματον. Ἐμάλωνε τὴν μικρὰν ἀδελφήν της, παιδίσκην ὁμοίαν μὲ σεισουρίδα, τὴν Γαρουφαλιώ, ἥτις ἔτρεχε κ᾿ ἔκαμνε χιλίας τρέλας εἰς τὸ πρόθυρον κ᾿ εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, φοροῦσα κοκκίνην φανέλαν ἀμερικάνικην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε στείλει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν ὁ μονάκριβος ἀδελφός των, καὶ ἦτον ὅλη μορφασμὸς καὶ μειδίαμα. Τὰ δύο χείλη της δὲν ἔσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκῶς ἐγέλα. Τρία ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀδέρφια, ὁ Στράτος εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἰκοσαέτης ἤδη, εἶχε παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ ἀκράτητον ρεῦμα τῆς μεταναστεύσεως, καὶ ἡ Πούλια, δεκαὲξ ἐτῶν, ἐφύλαγε τὸ νοικοκυριὸ στὸ σπίτι, καὶ ἡ Γαρουφαλιὰ δέκα ἐτῶν ἔκαμνε τρέλας καὶ ἀταξίας εἰς τὴν γειτονιάν. Ὁ μαστρο-Κυριάκος εἶχε χηρεύσει πρὸ ὀκταετίας ἤδη, καὶ κατώρθωσε νὰ μὴ ξαναϋπανδρευθῇ ― ἴσως διότι δὲν τὸν ἤθελαν.
Εἶχεν ἐμβῆ τὸ φθινόπωρον, ἦτο ἰσημερία ἤδη, κ᾿ ἐγὼ ἐνύχτωνα ἀκόμη νὰ κάθωμαι κάθε βράδυ ὑποκάτω εἰς τὴν μορέαν. Ἡ Πούλια κάθε δειλινὸν ἐμαγείρευε τὸ φαγὶ ἐντὸς τοῦ στενοῦ, ὑπὸ τὰ σμίγοντα γεῖσα τῶν δύο γειτονικῶν πενιχρῶν οἰκίσκων. Ἔσκυφτεν εἰς τὸ πῦρ, ἐφύσα μὲ τὸ στόμα της, ἐκοκκίνιζον ὡς ὑπὸ πυρετοῦ τὰ μάγουλά της, κ᾿ οἱ δύο πλόκαμοί της οἱ χρυσοῖ ἐκρέμαντο κυμαινόμενοι εἰς τὰ νῶτά της, ἕως τὴν ὀσφύν της τὴν λιγνήν. Ὅταν εἶχα ἀναχωρήσει πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ἀπὸ τὸν τόπον ― τότε ἦτο μικρὴ ἀκόμη, κ᾿ ἐφόρει ὡσὰν φοῦστες, ἤτοι ξενικὰ φορέματα. Τότε ἦτο μία ἐντρύφησις, ἀδάπανος καὶ ἀτίμητος, νὰ τὴν συναντᾷ τις καὶ εἰς τὸν δρόμον, καὶ εἰς τὴν βρύσιν, καὶ παντοῦ, καὶ ὁ ἄπεφθος χρυσὸς ἦτον ἀκάλυπτος εἰς τὴν κοινὴν θέαν, καὶ αὐτὴ δὲν ὑπώπτευε τὴν ἀξίαν του, καὶ δὲν τὸν ἔκρυπτε. Τώρα ποὺ εἶχε μεγαλώσει, ἢ αὐτὴ τὸ ἠθέλησεν, ἢ μία θεία της, ἡ Κρυσταλλιώ, τὴν εἶχε συμβουλεύσει, κ᾿ ἐφόρεσεν ἡ κόρη ἐντόπια. Ἡ θεία της αὐτή, ἀδελφὴ τοῦ πατρός της, χήρα καὶ ἄκληρη τώρα, εἶχε πηδήσει, ὡς ἔλεγαν, πολλὰ εἰς τὰ νιᾶτά της, καὶ διὰ τοῦτο ἦτο πολὺ αὐστηρὰ ὡς πρὸς τὴν ἀνεψιάν της. Ὅθεν οἱ πλόκαμοι τοῦ χρυσοῦ δὲν ἐφαίνοντο τώρα ὅσον τὸ πάλαι, μισοκρυμμένοι ὑπὸ τὴν μανδήλαν.
Μίαν ἑσπέραν, παρ᾿ ἐλπίδα, δὲν ἐφάνη ἡ ξανθὴ Πούλια. Ἐκάθισα ὥρας ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς μορέας· τίποτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἦτον ἀνοικτή, ὁμοίως καὶ τὸ παράθυρον. Ἡ φωτιὰ δὲν ἐκάπνιζεν ―ἴσως ἦτο σβεστή― κάτω εἰς τὸ στενόν. Ἴσως ἡ κόρη ἔπλεκεν ἢ ἐμβάλωνε, καθημένη κάτω εἰς τὸ πάτωμα ― ἐπειδὴ ἦτον τελεία οἰκοκυρά, ὁδηγουμένη καὶ ἀπὸ τὴν θείαν της, τὴν Κρυστάλλω. Ἐκρύβη ὁ ἥλιος εἰς τὴν Πευκόρραχην ἀντικρύ, στὸ βουνόν, ἐμούχρωσεν, ἐσουρούπωσεν, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Τότε, διὰ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου εἶδα ἓν ἄστρον νὰ λάμπῃ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς μικρᾶς οἰκίας. Ἦτο ἄστρον πραγματικόν, δὲν διέφερεν ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἄστρα, τὰ ὁποῖα ἀρτίως εἶχον ἀρχίσει νὰ διασπείρωνται ἀνὰ τὸ στερέωμα. Ἔλαμπεν ὑψηλὰ πρὸς τὴν ὀροφήν, ὑπὸ τὰς καπνισμένας δοκοὺς τοῦ μελάθρου. Τί ἦτον; Ἴσως τὸ κανδήλι τὸ καῖον ἐμπρὸς εἰς τὰ Εἰκονίσματα τῆς οἰκίας. Ἀλλὰ δὲν ἦτο κανδήλι, διότι τὸ ἄστρον ἐφαίνετο πολὺ ὑψηλὰ εἰς τὸν ὄροφον, κ᾿ ἐκτὸς τούτου ἦτο πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἐνῷ τὰ Εἰκονοστάσια, ὡς γνωστόν, τίθενται πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, ἢ μικρὸν παρεκκλίνουν εἴτε πρὸς βορρᾶν εἴτε πρὸς νότον, πάσης Ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου οἰκίας. Ἔπειτα, διὰ νὰ εἶναι κανδήλι κάποιος θὰ τὸ εἶχεν ἀνάψει πρὸ μικροῦ, καὶ βεβαίως θὰ ἔβλεπα εἰς τὴν σκιὰν τὸ εὔκαμπτον, ὡς βλαστὸν μυρσίνης, ἀνάστημα τῆς Πούλιας, ἴσως θὰ ἤκουα καὶ τὸν λυγμὸν τῆς τροχαλίας, τὸν μικρὸν λεῖον κρότον τὸν ὁποῖον κάμνει προστριβόμενον τὸ σχοινίον, δι᾿ οὗ ἀναβιβάζεται τὸ κανδήλι πρὸς τὰς ἱερὰς Εἰκόνας. Θὰ ὑπέθετε πᾶς πραγματιστὴς καὶ θετικὸς ἄνθρωπος ὅτι διά τινος ὀπῆς εἰς τὴν στέγην τοῦ μικροῦ μελάθρου ἔφεγγε μικρά τις γωνία οὐρανοῦ, τὴν ὥραν τῆς δύσεως πρὸ τῆς ἀμφιλύκης, κ᾿ ἐσχηματίζετο τὸ ἀστεράκι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρεμάμενον εἰς τὸν ὄροφον τῆς οἰκίας. Διότι ὁ μαστρο-Κυριάκος ἔφτιανε ἢ ἐξανάσυρνε τὰ σπίτια τῶν ἄλλων, καὶ ἴσως δὲν ηὐκαίρει νὰ ἐπισκευάσῃ τὸ ἰδικόν του. Πλὴν δὲν μοῦ ἤρεσκεν ἐμὲ νὰ ἐκφράσω τοιαύτην ὑποψίαν, ἢ νὰ διατυπώσω τοιοῦτον συμπέρασμα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης
Πέμπτη, 28 Ἀπριλίου 1977
Σὲ σχέση μὲ τὴν κρίση ποὺ ὑπάρχει στὴν προσέλευση φοιτητῶν, σκεφτόμουν: γιατί οἱ ἄνθρωποι τόσο συχνὰ ἁπλῶς καταστρέφουν τὴ ζωή τους, βλάπτουν τὸν ἑαυτό τους, σὰν νὰ διακατέχονται ἀπὸ κάποια amor fati.
Θὰ ὑπέθετε κανεὶς πὼς ἕνας ἁπλὸς ἐγωισμὸς καὶ τὸ ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντήρησης θὰ τοὺς προφύλασσαν, ἀλλὰ ὄχι, οὔτε αὐτὸ τὸ ἔνστικτο δὲν τοὺς σταματᾶ. Μπορεῖς νὰ διακρίνεις καθαρὰ ἕνα εἶδος τρέλας, ἕνα πραγματικὸ πάθος γιὰ καταστροφή. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι τὸ «Ἐγώ», δηλαδὴ ἡ ὑπερηφάνεια.
Ἡ ὑπερηφάνεια μεταμόρφωσε τὸν «ἄγγελο φωτός» σὲ Διάβολο, καὶ τώρα μόνον ἡ ὑπερηφάνεια ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταστρέφει τοὺς ἀνθρώπους. Συνεπῶς, τὸ καθετὶ ποὺ συνδέεται, κατὰ τὸν ἕνα ἤ τὸν ἄλλο τρόπο, μὲ τὴν ὑπερηφάνεια, ἀκόμη καὶ σὲ μικροσκοπικὲς δόσεις, συνδέεται μὲ τὸν Διάβολο καὶ μὲ τὸ διαβολικό.
Ἡ θρησκεία ἐπίσης ἀποτελεῖ ἕνα ἕτοιμο πεδίο δράσης γιὰ τὶς δυνάμεις τοῦ διαβόλου. Τὰ πάντα, ἀπολύτως τὰ πάντα στὴ θρησκεία, εἶναι ἀμφιλεγόμενα, κι αὐτὴ ἡ ἀσάφεια μπορεῖ ν' ἀρθεῖ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἔτσι ὥστε ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ ζωὴ νὰ εἶναι, ἤ νὰ πρέπει νὰ κατευθύνεται στὴν ἀναζήτηση τῆς ταπείνωσης.
Τὸ σημάδι τῆς ταπείνωσης: χαρά! Ἡ ὑπερηφάνεια ἀποκλείει τὴ χαρά. Ἔπειτα: ἁπλότητα, δηλαδὴ ἀπουσία κάθε στροφῆς πρὸς τὸν ἑαυτό μας. Τελικά, ἐμπιστοσύνη, ὡς ἡ κύρια κατευθυντήρια γραμμὴ τῆς ζωῆς, ποὺ ἐφαρμόζεται στὸ καθετὶ (καθαρότητα καρδιᾶς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό). Σημάδια τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι: ἡ ἀπουσία χαρᾶς, περιπλοκότητα καὶ φόβος. Ὅλα αὐτὰ μποροῦν νὰ ἐπαληθευθοῦν κάθε μέρα, κάθε ὥρα, παρατηρώντας τὸν ἑαυτό μας καὶ μελετώντας τὴ ζωὴ γύρω μας.

Εἶναι τρομερὸ νὰ σκέφτεσαι πώς, κατὰ μία ἔννοια, καὶ ἡ Ἐκκλησία ζεῖ μὲ ὑπερηφάνεια - «τὰ δίκαια τῶν ἐκκλησιῶν», «τὰ δίκαια τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου», «ἡ ἀξιοπρέπεια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας» κ.λπ. καὶ μὲ μιά πλημμύρα ἄχαρης, περίπλοκης καὶ ἐπίφοβης «πνευματικότητας». Εἶναι μιὰ συνεχὴς αὐτοκαταστροφή.
Προσπαθοῦμε νὰ προστατεύσουμε τὴν «Ἀλήθεια», παλεύουμε μὲ κάτι καὶ γιὰ κάτι δίχως νὰ καταλαβαίνουμε πὼς ἡ Ἀλήθεια ἐμφανίζεται καὶ νικᾶ μόνον ὅπου εἶναι ζωντανή: «...ταπεινώσου, γίνε σὰν δοῦλος», καὶ θὰ ἔχεις μιὰ χαρὰ καὶ μιὰ ἁπλότητα ποὺ ἀπελευθερώνουν, ἐκεῖ ὅπου ἡ ταπείνωση ἀκτινοβολεῖ τὴ θεϊκή της ὀμορφιά, ὅπου ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται στὴ δημιουργία καὶ στὴ σωτηρία. Πῶς θὰ μπορέσω ἐγὼ ὁ ἴδιος νὰ ζήσω μαζί της; Πῶς θὰ μπορέσω νὰ πείσω τοὺς ἄλλους;

...Συνεχίζω τὶς χθεσινὲς σημειώσεις μου γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια, τὸν ἐγωκεντρισμό, ὡς πηγὴ ἁμαρτίας, ὡς τὸ περιεχόμενο τῆς ἁμαρτίας καὶ ὡς ἡ καταστροφική, ὀλέθρια δύναμή της.
Σκεφτόμουν σήμερα τὴ σχέση ἀνάμεσα στὴν ἁμαρτία, στὴ σάρκα καὶ στὴ λαγνεία. Λαγνεία εἶναι οὐσιαστικὰ ἡ ἴδια ἐγωκεντρικότητα, ἡ ἴδια ὑπερηφάνεια ποὺ στρέφει τὸ σῶμα στὸν ἑαυτό του, στὴν αὐτοδικαίωση καὶ στὴν αὐτοϊκανοποίησή του. Ἔτσι, εἶναι ἀδύνατη ἡ γνήσια ταπείνωση δίχως τὴ νίκη ἐνάντια στὴ σάρκα, ἡ ὁποία τελικὰ συνίσταται στὴν πνευματοποίηση τοῦ σώματος.
Ἀλλὰ ἡ μάχη μὲ τὴ σάρκα μπορεῖ εὔκολα νὰ μετατραπεῖ σὲ ὑπερηφάνεια καὶ σὲ πηγὴ ὑπερηφάνειας ἂν δὲν ριζώνει στὴν ἀναζήτηση καὶ ἐπιδίωξη τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀσκητισμὸς μπορεῖ νὰ ἐντρυφᾶ στὸν ἑαυτό του κι ὄχι στὸν Θεό. Τὰ σημάδια εἶναι σαφῆ. Ὁ φωτεινὸς ἀσκητισμὸς εἶναι χαρούμενος, ἁπλός, ἐλπιδοφόρος.
Ὁ ψευδὴς ἀσκητισμός, χωρὶς ἐξαίρεση, ζεῖ ἀπεχθανόμενος τὴ σάρκα, τὸν κόσμο, τὴ ζωή. Τρέφεται μὲ τὴν περιφρόνηση, συμμετέχει στὴ βλασφημία τοῦ Διαβόλου ἀπέναντι στὴν κτίση. Γιὰ ἕναν τέτοιο ἀσκητή, ἡ ἁμαρτία -ὅπως καὶ ὁ πειρασμὸς καὶ ὁ κίνδυνος- φαίνεται νὰ βρίσκεται παντοῦ.
Ἐνῶ ἡ νίκη πάνω στὴ σάρκα δὲν γίνεται ποτὲ ἀπέχθεια καὶ πάντα ὁδηγεῖ στὸν «καθαρὸ ὀφθαλμό». «Ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ἦ, ὅλον τὸ σῶμα σου σκοτεινὸν ἔσται».
Πρωτ. Ἀλέξανδρος Σμέμαν

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017


Διαβάζοντας Παπαδιαμάντη
Διαβάζοντας κανεὶς τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη, ἔχει τὴν αἴσθηση πὼς βρίσκεται ἐδῶ καὶ κάπου ἀλλοῦ ταυτόχρονα. Πὼς βρίσκεται ἐδῶ, στὰ πάθια καὶ τοὺς καϋμοὺς τοῦ κόσμου, καὶ συγχρόνως στὰ Ρόδινα ἀκρογιάλια τῆς Θείας Βασιλείας.
Καὶ τοῦτο γιατὶ ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι γνήσιον τέκνον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὅλα μέσα σ᾿ αὐτὴν εἶναι θεανθρώπινα.
Καὶ ζώντας μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν θεανθρώπινη διάσταση τῆς Ἐκκλησίας ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος, μεταξύ της ἀνθρώπινης ἀδυναμίας καὶ τῆς Πηγῆς τῆς Παντοδυναμίας, σχοινοβατοῦσε κι ἀγωνιζότανε. Ἄφηνε τὴν ὀντότητά του στὴν Ἀγκάλη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴ στοργὴ τῆς Παναγίας, ποὺ Τοὺς ὑπεραγαποῦσε. Ὑμνοῦσε «μετὰ λατρείας τὸν Χριστό του».
Ἐπόνεσεν ἀμέτρητα στὴ ζωή του. Πέρασε φτώχεια σὰν ἀσκητής, μὰ ἔμεινε στὴν ἔντιμη πενία του, ὅπως ἔγραψε κάποτε στὸν ἱερέα πατέρα του, καὶ εἶχε τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Πέρασε μοναξιὰ καὶ δυσκολίες, «σὰν σκοτεινὸ καὶ ἄμοιρο τρυγόνι». Κατέφευγεν ὅμως στὴν ἁγία Ἐκκλησιά, ἐκεῖ ποὺ «τὸ χελιδόνι ηὖρε φωλιὰ καὶ τὸ τρυγόνι σκέπη».
Δὲν ἔγινε ὁ ἴδιος ἱερέας, μὰ ἱερουργοῦσε μὲ τὰ ἀθάνατα γραφτά του τὸν λόγον τῆς ἀληθείας. Καὶ πόσους δὲν ὠφέλησε καὶ ὠφελεῖ.
Λένε πὼς κάποια φορὰ ἀπελπισμένος ἐπῆγε νὰ ἐξομολογηθεῖ (πίστευε στὴν Ἐξομολόγηση). Καὶ εἶπε στὸν παπὰ πὼς δυσκολεύεται καὶ ὑποφέρει πολύ.
Καὶ ὁ παπάς, χωρὶς νὰ τὸν ξέρει, ἀφοῦ τὸν παρηγόρησε δεόντως, τοῦ συνέστησε νὰ διαβάζει τὰ ἔργα τοῦ Παπαδιαμάντη.
Ἀναφέρει ὁ Μικρασιάτης λογοτέχνης καὶ μακαριστὸς πλέον Ἠλίας Βενέζης πώς, ἐνῶ εὑρίσκοντο στὰ περίφημα τάγματα ἐργασίας κι ἔμεναν σ᾿ ἕνα σταῦλο κλεισμένοι, βρῆκε κάποιος πεταμένο μέσα ἐκεῖ ἕνα φύλλο ἀπὸ περιοδικὸ καὶ ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζει, γιὰ νὰ περνᾶ ἡ ὥρα. Καὶ καθὼς ἐδιάβαζε ἄρχισαν ὅλοι ν' ἀκοῦνε μ᾿ ἐνδιαφέρον.
Μαλάκωσαν καὶ γαλήνεψαν οἱ ταλαίπωρες ψυχές τους. Καὶ καθὼς τελείωσε τὸ διάβασμα, ἔβγαλαν ὅλοι ἀνακουφισμένοι μιὰ φωνή: «Ρὲ αὐτὸ ἦταν Εὐαγγέλιο. Λὲς κι εἴμαστε στὴν Ἐκκλησία».

Καὶ τί λέτε πὼς ἦταν; Ἕνα κομμάτι ἀπ᾿ τὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη «Ὑπὸ τὴν Βασιλικὴν Δρῦν». 
Θυμᾶμαι κάποια φορὰ ἦρθε καὶ μὲ βρῆκε στὴν ἐκκλησία ἕνας πολὺ πονεμένος. Ἤθελε νὰ πεθάνει, μοῦ ἔλεγε. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω.
Ἦταν Μεγαλοβδομάδα. Εἶχα μαζί μου τὰ «Πασχαλινὰ Διηγήματα» τοῦ κυρ-Ἀλέξανδρου καὶ σκέφθηκα νὰ ζητήσω κι ἐγὼ μιὰ ἐξυπηρέτηση ἀπὸ τὸν πονεμένο ἀδελφό μας.
Τὸν παρακάλεσα νὰ μοῦ διαβάσει, ἂν ἤθελε, ἕνα διήγημα πασχαλινό. Τοῦ εἶπα πὼς ἤμουν πολὺ κουρασμένος, καὶ ἤμουν, καὶ θὰ μὲ ἐξυπηρετοῦσε μ᾿ αὐτό. Κι ὕστερα θὰ μιλάγαμε γιὰ τὰ δικά του.
Ἐκεῖνος σάστισε γιὰ λίγο, μὰ ὑποχώρησε στὸ αἴτημά μου καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει σιγὰ σιγὰ τὸν «Λαμπριάτικο Ψάλτη». Καὶ διαβάζοντας ἄρχισε λίγο λίγο νὰ συνέρχεται. Ἔβλεπα τὸ πρόσωπό του ν᾿ ἀλλάζει. Ἔλαμπε ἀγάλι ἀγάλι ἡ θωριά του.
Διάβασεν ἀρκετά. Καὶ κάποια στιγμὴ ἄρχισε νὰ κλαίει. Ἔσκυψε καὶ μοῦ φίλησε τὸ χέρι. Κι εἶπε μὲ χαρμολύπη: «Παππούλη, τί μοῦ ἔκανες; Τί εἶναι αὐτὸ ποὺ διαβάζω; Γιατί ἔφυγεν ὁ πόνος ἀπὸ μέσα μου κι ἀλάφρωσεν ἡ ψυχή μου;» Κι ἔκλαιγεν, ὅλο ἔκλαιγεν ἀπὸ χαρὰ καὶ θαυμασμό.
Τοῦ εἶπα γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸ ἔργο του. «Μὰ τοῦτος εἶναι ἅγιος, ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, σοφός, ποιητὴς μεγάλος, μάγος τοῦ λόγου», μοῦ εἶπε. Καὶ ἔφυγεν ὁ ἄνθρωπος πουλάκι. Ἤθελε νὰ ζήσει.
Αὐτὸς εἶναι ὁ κυρ-Ἀλέξανδρος. Μιλάει ὅμως μὲ γλύκα καὶ ἀποδοχὴ γιὰ τοὺς ἀρχαίους. Καὶ συναιρεῖ στὸ ἔργο του τὸν διαιώνιο Ἑλληνισμό. Καταγράφει τὴ γλώσσα μας ἀπ᾿ τὶς ἀμμουδιὲς τ᾿ Ὁμήρου μέχρι σήμερα.
Εἶναι λάτρης τοῦ Χριστοῦ καὶ μέγιστος πατριώτης. Καὶ συνάμα ἀγαπᾶ «πάντα τὰ ἔθνη», λέγοντας σὲ κάποιο διήγημά του «πὼς κι ὁ Ἑβραῖος ἔχει ψυχή».
Εὐχαριστοῦμε τὸν Θεό, ποὺ μᾶς ἔδωκε τὸν κυρ-Ἀλέξανδρο.
Εὐχαριστοῦμε καὶ τὸν ἴδιο, ποὺ ἀφῆκε σὲ μᾶς «ἄλλο, τὰς βίβλους, στόμα του».
π. Ἀνανίας Κουστένης

Τρίτη 27 Ιουνίου 2017


Τὰ γαϊδούρια
Τότε, στὸν Ἐθνικὸ Διχασμό, γύρω στὸ 1915-16, ὅταν ἔρχονταν οἱ βενιζελικοὶ στὰ πράγματα, ἔστελναν τοὺς βασιλικοὺς στὴν πλατεία Κλαυθμῶνος, καὶ ὅταν ἔρχονταν οἱ βασιλικοί, ἔστελναν τοὺς βενιζελικούς.
Τὴν περίοδο αὐτὴ λοιπόν, στὴν Κρήτη, ἕνας ἐπιθεωρητὴς δημοτικῆς ἐκπαίδευσης ἀνέβαινε μ’ ἕνα μουλάρι σ’ ἕνα ὀρεινὸ καὶ δύσβατο χωριό, γιὰ νὰ ἐπιθεωρήσει τὸν ἐκεῖ δάσκαλο. Στὸ δρόμο ποὺ ἐπήγαινε, συναντᾶ ἕναν ἀγωγιάτη καὶ τὸν ρωτᾶ: «Δὲν μοῦ λές, πατριώτη, ὁ δάσκαλος τί εἶναι, βενιζελικὸς ἢ βασιλικός;» «Βενιζελικός», ἀπαντᾶ ὁ ἀγωγιάτης. «Ἄ, τὸ γαϊδούρι...» σχολίασε ὁ ἐπιθεωρητής. Ὁ ἀγωγιάτης ὅμως ἦταν βενιζελικὸς καὶ φίλος του δασκάλου καὶ ἔτρεξε νὰ μεταφέρει στὸν δάσκαλο τὴν στιχομυθία. «Τὸ καὶ τό, δάσκαλε. Σὲ εἶπε γαϊδούρι».
Τὴν ἑπομένη μπαίνει ἐπιθεωρητὴς στὴν τάξη καὶ ρωτᾶ τὸν δάσκαλο ποιὸ εἶναι τὸ μάθημα τῆς ἡμέρας. «Τὰ σημεῖα τῆς στίξεως», ἀπαντᾶ ὁ δάσκαλος. «Ἂς δοῦμε, λοιπόν, τί ξέρουν τὰ παιδιά», λέει ὁ ἐπιθεωρητής.
δάσκαλος σήκωσε ἕνα μαθητή, τὸν Σήφη, στὸν πίνακα καὶ τοῦ εἶπε νὰ γράψει τὴν φράση: « ἐπιθεωρητὴς εἶπε, (κόμμα) δάσκαλος εἶναι γαϊδούρι». Ἀφοῦ, ἔκπληκτος μαθητής, τὸ ἔγραψε, τὸν ρωτᾶ δάσκαλος: «Ποιός εἶναι, παιδί μου, γαϊδούρι« δάσκαλος», ψέλλισε μαθητής. «Καὶ ποιός τὸ εἶπε« ἐπιθεωρητής, κύριε».
«Ὡραῖα», εἶπε ὁ δάσκαλος˙ σβῆσε τώρα τὸ κόμμα καὶ βάλ' το ἀλλιῶς: Ὁ ἐπιθεωρητής, (κόμμα) εἶπε ὁ δάσκαλος, (κόμμα) εἶναι γαϊδούρι». Μόλις τελείωσε ὁ μαθητής, τὸν ρωτᾶ ὁ δάσκαλος: «Ποιός εἶναι τώρα, παιδί μου, τὸ γαϊδούρι;» «Ὁ ἐπιθεωρητής», ἀπαντᾶ δειλὰ ὁ μαθητής. «Καὶ ποιός τὸ εἶπε;» «Ὁ δάσκαλος», ἀπαντᾶ ὁ μαθητής. Ὁπότε στρέφεται ὁ δάσκαλος στὴν τάξη καὶ λέει: «Εἴδατε παιδιὰ τί κάνουν τὰ κόμματα. Πότε βγάζουν γάιδαρο τὸν ἐπιθεωρητὴ καὶ πότε τὸν δάσκαλο!»

Δημήτρης Νατσιὸς

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017


Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις
Ὁ ἱερέας, ἀφοῦ προσέλθει στήν ἁγία Τράπεζα καί κοινωνήσει, προσκαλεῖ καί τούς ἄλλους. Ὅμως δέν ἐπιτρέπεται σέ ὅλους ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γι᾿ αὐτό καί ὁ ἱερέας δέν τούς προσκαλεῖ ὅλους. Ἀλλά, ἀφοῦ πάρει στά χέρια του τόν ζωοποιό ἄρτο καί τόν ὑψώσει, προσκαλεῖ μόνο τούς ἀξίους νά κοινωνήσουν. Καί τό φωνάζει: «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις».
Εἶναι σάν νά λέγει: Νά, αὐτός εἶναι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. Ἐλᾶτε νά μεταλάβετε. Ὄχι ὅμως ὅλοι: Ἀλλά μόνο ὅποιος εἶναι ἅγιος. Γιατί τά ἅγια ἐπιτρέπονται μόνον στούς ἁγίους. Ἁγίους ἐδῶ δέν ἐννοεῖ τούς τέλειους σέ ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού ἀγωνίζονται νά φθάσουν σέ κάποια βαθμίδα πιό ψηλή· ἔστω καί ἄν δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Γιατί καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται, δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν ἁγίων μυστηρίων. Γιά νά ἁγιάζωνται. Καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη θεωροῦνται καί αὐτοί ἅγιοι.
Καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται ὅλη ἁγία. Καί ὁ μακάριος ἀπόστολος γράφοντας πρός ὁλόκληρη χριστιανική κοινότητα λέγει: «Ἀδελφοί ἅγιοι, κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Ἅγιοι ὀνομάζονται οἱ πιστοί, ἐπειδή κοινωνοῦν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἁγίου, δηλαδή τοῦ Χριστοῦ. Καί εἶναι πράγματι μέλη τοῦ ἰδίου σώματος. Σάρκα ἀπό τή σάρκα Του. Ὀστά ἀπό τά ὀστά Του. Ἅμα εἴμαστε ἑνωμένοι μαζί Του, καί διατηροῦμε ἁρμονική ἐπικοινωνία μαζί Του, κοινωνώντας παίρνομε τήν ἁγιωσύνη τοῦ Χριστοῦ πού εἶναι ἡ Κεφαλή, καί ἡ Καρδιά τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ ἅμα ἀποκοποῦμε ἀπό τήν ὁλότητα τοῦ ἁγίου Σώματός Του, καί κοινωνοῦμε, μάταια μετέχομε στά ἅγια μυστήρια.
Τί εἶναι ἐκεῖνο πού ἀποκόπτει τά μέλη (τούς πιστούς) ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Τά ἁμαρτήματά μας! Ναί, τά ἁμαρτήματά μας στέκονται ἐμπόδιο ἀνάμεσα σέ μᾶς καί στόν Χριστό. Καί μᾶς χωρίζουν. Καί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο; Ὄχι βέβαια! Ἀλλά μόνον οἱ θανάσιμες ἁμαρτίες. Οἱ ἁμαρτίες «πρός θάνατον»! «Ὑπάρχει ὅμως καί ἁμαρτία μή «πρός θάνατον», μή θανάσιμη, λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης. Καί γι᾿ αὐτό οἱ βαπτισμένοι, ὅταν δέν πέφτουν σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα, στά ἁμαρτήματα πού χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν Χριστό καί τοῦ ἐπιφέρουν (πνευματικό) θάνατο, δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτούς ἐμπόδιο νά κοινωνοῦν. Γιατί ἐξακολουθοῦν νά εἶναι ζωντανά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἑνωμένα μέ τήν Κεφαλή της, τόν Χριστό.
Στή διακήρυξη τοῦ ἱερέα: «Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», οἱ πιστοί ἀποκρίνονται: «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Δηλαδή, κανένας δέν ἔχει ἁγιότητα ἀπό τόν ἑαυτό του. Δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινης ἀρετῆς ἡ ἁγιότητα! Ὅλοι ἀπό Ἐκεῖνον τήν παίρνουμε. Καί ὅπως ἄν βάλεις πολλούς καθρέπτες κάτω ἀπό τόν ἥλιο, ὅλοι θά ἀστράπτουν καί θά νομίζεις ὅτι βλέπεις πολλούς ἡλίους, ὅμως ἕνας εἶναι ὁ ἥλιος· ἔτσι καί ὁ Χριστός, ὅσους καί ἄν ἁγιάζει, Αὐτός θά εἶναι πάντοτε ὁ ἕνας καί μοναδικός Ἅγιος.

Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας

Κυριακή 25 Ιουνίου 2017


Μία πίτα στὸν φοῦρνο
Ζητῶ ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ σὲ λυτρώσει ἀπὸ τὴν κατάθλιψη, ποὺ θεωρεῖς ἀφόρητη, ἀλλὰ μόνο ἂν αὐτὸ εἶναι σύμφωνο μὲ τὸ ἅγιο θέλημά Του καὶ ἀπαραίτητο γιὰ τὴ σωτηρία σου. Θὰ σὲ λυτρώσει, δίχως ἄλλο, στὴν ὥρα ποὺ πρέπει. Ὁπλίσου μὲ πίστη καὶ ὑπομονή.
Βλέπουμε πόσο γρήγορα μεταβάλλονται οἱ συνθῆκες τῆς ζωῆς μας. Ὅλα ἀλλάζουν ἀκατάπαυστα. Ἔτσι θ' ἀλλάξει καὶ ἡ ψυχική σου κατάσταση. Θὰ ἔρθει μία μέρα πού, ἀπαλλαγμένη πιὰ ἀπὸ τὸ πλάκωμα, θ' ἀναπνέεις ἐλεύθερα καὶ θὰ φτεροκοπᾶς ὅπως ἡ πεταλούδα πάνω ἀπὸ τὰ λουλούδια. Πρέπει μόνο νὰ σηκώσεις μὲ ὑπομονὴ τὴν τωρινὴ δυσκολία γιὰ ὅσον καιρὸ παραχωρήσει ὁ Θεός.
Ὅταν ἡ νοικοκυρὰ βάλει μία πίτα στὸ φοῦρνο, δὲν τὴν βγάζει ὥσπου νὰ βεβαιωθεῖ πὼς εἶναι ψημένη. Ὁ Νοικοκύρης τοῦ σύμπαντος σ' ἔχει βάλει μέσα σ' ἕνα φοῦρνο καὶ σὲ κρατάει ἐκεῖ ὥσπου νὰ ψηθεῖς. Κάνε ὑπομονή, λοιπόν, καὶ περίμενε.
Δὲν θὰ μείνεις στὸ φοῦρνο οὒτ' ἕνα λεπτὸ περισσότερο ἀπ' ὅσο χρειάζεται. Μόλις εἶσαι ἕτοιμη, θὰ σὲ βγάλει ὁ Κύριος ἔξω. Ἄν, ὅμως, μόνη σου πεταχτεῖς ἔξω, θὰ εἶσαι σὰν τὴ μισοψημένη πίτα.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σοῦ πῶ, ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴν πίστη μας, ὅποιος ὑπομένει ἀγόγγυστα τὶς δυσκολίες, πιστεύοντας ὅτι τὶς παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό του, εἶναι ἰσότιμος μὲ τοὺς μάρτυρες. Αὐτὸ νὰ τὸ θυμᾶσαι πάντα, γιὰ νὰ παρηγοριέσαι.

Ἅγιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017


Ἡ Εὐρώπη καὶ ἡ Ἑλλάδα
Πολλοί ἔχουν πεῖ πώς ὁ Καποδίστριας ἦταν ἕνας Εὐρωπαϊστής, ἕνας ἄνθρωπος πού «ἤθελε νά μετατρέψει τούς Ρωμηούς σέ Ἕλληνες», ἰσχύει ὅμως κάτι τέτοιο;
Τό 1819 γράφει στόν πατέρα του: «Εἶναι ἔργον μοναδικόν τῆς προστασίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν θαυματουργῶν Ἁγίων πού ἀναξίως ἐπεκαλέσθην μέ δάκρυα εἰλικρινοῦς καρδίας καί ἀφοσιωμένης», προσθέτοντας τήν φράση: «Πίπτων εἰς τούς πόδας τοῦ Θαυματουργοῦ Ἁγίου μας καί τῆς Ἀειπαρθένου Πλατυτέρας (=Θεοτόκου)». Εἶναι ἔκδηλη ἡ ἡσυχαστική του συνείδηση σέ ἕνα ἰδιωτικό γράμμα πού τοῦ ἐπιτρέπει νά ἀποκαλύψει τά μύχια της καρδιᾶς του. Εἶναι δέ γεγονός ὅτι ἔβλεπε τήν ἱστορική ὕπαρξη τοῦ Γένους ζυμωμένη μέ τήν πίστη.
Γράφει σέ ἄλλη περίπτωση: «Ἡ Χριστιανική Θρησκεία ἐσυντήρησεν εἰς τούς Ἕλληνας καί γλώσσα καί πατρίδα καί ἀρχαίας ἐνδόξους ἀναμνήσεις καί ἐξαναχάρισεν εἰς αὐτούς τήν πολιτικήν ὕπαρξιν τῆς ὁποίας εἶναι στύλος καί ἑδραίωμα». Συνδύαζε δηλαδή ὁ Καποδίστριας τήν ἀνάσταση καί τήν ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἔθνους, ὄχι μέ τήν Εὐρώπη καί τήν ὁποιαδήποτε βοήθειά της, ἀλλά μέ τήν παράδοση τοῦ γένους καί τά πνευματικά ἀποθέματά του.
Ἀνάλογα θά δηλώσει καί στόν J. B. Georges Bory de Saint Vincent: «Πρῶτα εἶμαι Ἕλληνας... γιατί γεννήθηκα σέ αὐτή τήν χώρα... Εἶμαι Ἕλληνας ἀπό πατέρα καί μητέρα. Εἶμαι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ πού μοῦ ἀνέθεσε τήν κυβέρνησιν αὐτοῦ τοῦ πτωχοῦ λαοῦ... Εἶμαι Ἕλληνας ἐκ γενετῆς, ἀπό καθαρή ἀγάπη, ἀπό αἴσθημα, ἀπό καθῆκον καί ἀπό Θρησκεία».
Ἡ ἀποστασιοποίησή του ἀπό τό φράγκικο περιβάλλον τῆς γενέτειράς του εἶναι τόσο ἐμφανής τό 1815 ὥστε νά δικαιώνεται ὁ χαρακτηρισμός του ἀπό τόν Π. Χριστόπουλο ὡς «ταξικοῦ ἀποστάτου».

Παρατηρεῖ ὁ Καποδίστριας: «Ἡ ἑνετική πολιτεία ἐκυβέρνα τάς Ἰονίους νήσους μέ τό σύστημα τῆς διαφθορᾶς. Οἱ Ἀντιπρόσωποι ἐκλέγοντο ἐκ τῆς κλάσεως (τάξεως) τῶν εὐγενῶν ἀρχόντων ἥτις ἦτο ἡ εὐκαταφρονεστέρα καί ἡ μᾶλλον διεφθαρμένη δι’ ἀνηθικότητα καί ἐλεεινότητα... Ἡ πολιτεία τῆς Βενετίας ἐφοβεῖτο τό ἔξοχον τῆς φυσικῆς μεγαλοφυΐας τῶν Ἑλλήνων καί ἐπροσπάθει νά τό καταβάλη μέ τήν ἀμάθειαν». Ἦταν εὐγενής στήν καταγωγή, ἀλλά Ρωμηός στήν καρδιά!
Ὁ Καποδίστριας γνώριζε καί τίς ἀρρώστιες τῆς Εὐρώπης, κάτι πού θά τό ἐκφράσει σαφέστερα καί συχνότερα κατά τήν πολιτική του δράση στήν Ἑλλάδα. Στό πρόσωπο τοῦ Μέττερνιχ ἀντιμετώπισε τήν μεσαιωνική Εὐρωπαϊκή τυραννία, πού προσπαθοῦσε νά ἐπιβιώσει. Στό πρόσωπο τοῦ Βοναπάρτη καί τῆς μετεπαναστατικῆς Γαλλίας πολέμησε τήν ἀλλοτριωμένη δημοκρατία πού ὡς ἀστισμός ὑποκατέστησε τήν κληρονομική ὀλιγαρχία μέ τήν οἰκονομική.
Αὐτό ἐκφράζει τό 1815: «Ἔχομεν ἤδη τήν ἀπόδειξιν τούτου εἰς τάς ταχείας ἐπιτυχίας τῆς κακοηθείας καί τῆς δολιότητος τῶν Γάλλων. Δέν εἶναι εἷς μόνον ἀνήρ, τόν ὁποῖον ἡ Εὐρώπη εἶναι ἀποφασισμένη νά πολεμήσει. Εἶναι μία γενεά ἀνθρώπων χωρίς θρησκείαν, χωρίς τιμήν, χωρίς πατρίδα, χωρίς ἀρχάς, μία γενεά τήν ὁποία πρέπει νά τιμωρήσωμεν καί νά διορθώσωμεν». 
Διατηρώντας τήν ἀρχαία Ἑλληνική ἀρετή πού διατυπώνει ὁ Πλάτων στήν Ἐπινομίδα του, «ὅ,τι περ ἄν Ἕλληνες βαρβάρων παραλάβωσι, κάλλιον τοῦτο εἰς τέλος ἀπεργάζονται», προσέλαβε ἐπιλεκτικά στοιχεῖα ἀπό τήν εὐρωπαϊκή πραγματικότητα, ἀλλ’ ὄχι τήν Εὐρώπη στό σύνολό της.
Γι’ αὐτό θά ἐπιδιώκει ἡ νεολαία, πού μέ τήν συνδρομή του σπούδαζε στήν Ἐλβετία, «νά σχηματισθῆ πρῶτον ἑλληνιστί καί ὄχι ἐλβετιστί ἤ γαλλιστί. Ἡ Ἑλλάς πρέπει πρῶτον νά μορφώνη Ἑλληνικῶς τήν ἁπαλήν ψυχήν τῶν τέκνων της. Ἡ δέ Εὐρώπη νά τελειοποιῆ ὕστερον τούς ἤδη ἐσχηματισμένους νέους».
Ἡ αἰτία δηλώνεται στήν ἑπόμενη φράση: «Οὕτω τό Ἔθνος φυλάττει τόν ἐθνικόν χαρακτήρα του, δέν νοθεύεται».
Ἄν δέν γνωρίζαμε πώς τό γράμμα ἀνήκει στόν Καποδίστρια, θά μποροῦσε ἀβίαστα νά ἀποδοθεῖ σέ κάποιον ἀπό τούς Κολλυβάδες Πατέρες!

π. Γεώργιος Μεταλληνὸς

Πέμπτη 22 Ιουνίου 2017

Δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω
Πρέπει νὰ ἦταν τὸ ἔτος 1929, δηλαδὴ ὅταν ὁ Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ἦταν σὲ ἡλικία 35 ἐτῶν. Ἦταν καλοκαίρι, καὶ ξεκίνησε ἀπὸ τὸ Βράνιε μὲ προορισμὸ τὸ Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνὰ στὸ Μοναστήρι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο καὶ εἶχε ἰδιαίτερο σύνδεσμο, γιατὶ εἶχε μεγάλη ἀγάπη στὸν ἅγιο Πρόχορο. Ἦταν ἤδη καθηγητὴς Πανεπιστημίου στὴ Θεολογικὴ Σχολὴ στὸ Βελιγράδι.
Ὁ δρόμος μέχρι τὸ Μοναστήρι ἦταν δύσβατος καὶ γι’ αὐτὸ ἀρκετὰ κουραστικός. Ὁ Ἅγιος, γιὰ νὰ ὑπερνικᾶ αὐτὲς τὶς δυσκολίες, χρησιμοποιοῦσε κάποιο ἁπλὸ αὐτοκίνητο, γιὰ νὰ διασχίσει τὸν βουνήσιο δρόμο ποὺ ὁδηγοῦσε στὸ Μοναστήρι.
Σὲ μιὰ λοιπὸν τέτοια ἐπίσκεψή του συνάντησε στὸ δρόμο του μιὰ γερόντισσα, κι ἀμέσως κατάλαβε ὅτι κι αὐτὴ κατευθυνόταν μὲ τὰ πόδια πρὸς τὸ Μοναστήρι. Τότε ὁ Ἅγιος ἔκανε νόημα στὸν ὁδηγὸ νὰ σταματήσει καὶ προσκάλεσε τὴ γριούλα νὰ ἀνέβει στὸ αὐτοκίνητο, γιατί, ὅπως τῆς ἐξήγησε, κι ἐκεῖνος πήγαινε ὅπου καὶ αὐτή.
–Σ’ εὐχαριστῶ, παιδί μου, τοῦ ἀπάντησε ἡ γριούλα, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι φτωχή.
Ὁ Ἅγιος τότε τῆς χαμογέλασε καὶ τὴ διαβεβαίωσε ὅτι δὲν θὰ πλήρωνε τίποτε, μιὰ καὶ τὸ αὐτοκίνητο ἦταν νοικιασμένο ἀπὸ ἐκεῖνον.
Τότε ἡ γερόντισσα τοῦ εἶπε:
–Δὲν τό ’πα γι’ αὐτό, παιδί μου. Ἀλλὰ ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι φτωχή, δὲν ἔχω τίποτα ἄλλο νὰ προσφέρω στὸν Ἅγιο πέρα ἀπὸ τὸν κόπο μου αὐτό.
Τότε ὁ Ἅγιος χτύπησε μεμιᾶς τὸ μέτωπό του ὡς ἔνδειξη κατάπληκτου θαυμασμοῦ καὶ μονολόγησε:
–Ἄχ, Ἰουστίνε, ἔγινες καθηγητὴς Θεολογίας, κι ὅμως! Τὴν εὐσέβεια αὐτῆς τῆς γερόντισσας ἀπέχεις πολὺ γιὰ νὰ τὴ φτάσεις.
Στράφηκε τότε καὶ πάλι στὸν ὁδηγό. Τὸν πλήρωσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸ αὐτοκίνητο καὶ συνέχισε πεζὸς μαζὶ μὲ τὴ γριούλα τὸν ὑπόλοιπο δρόμο ἕως τὸ Μοναστήρι.

Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ἐπί τῇ βάσει τῶν παλαιῶν περγαμηνῶν
Δημαγωγοῦντες ἑκάστοτε τόν ἑλληνικόν λαόν καί καπηλευόμενοι τόν πατριωτισμόν, διά νά παραστήσωμεν εἰς αὐτόν ὅτι εἶναι λαός περιούσιος [...] καταντήσαμεν νά πείσωμεν αὐτόν ὅτι εἰς τόν ἀγώνα τοῦ πολιτισμοῦ καί εἰς τόν ἀγώνα τῆς προόδου καί εἰς τόν ἀγώνα τῆς ἁμίλλης δέν ἔχει ἀνάγκην, ὅπως ἐπικρατήσῃ, νά μεταχειρισθῆ τά ἴδια ὅπλα τά ὁποῖα μεταχειρίζονται οἱ ἄλλοι λαοί.
[...] Πάντα ταῦτα κατορθώσαμεν νά πείσωμεν τόν λαόν ὅτι ἦσαν περιττά. Συγχρόνως ἀφήσαμεν αὐτόν νά ἐπαναπαύεται ὅτι, ἐάν τοῦ λείψουν ὅλα τά ἄλλα ἐφόδια, δύναται ὅμως, κρατῶν ἐπάνω εἰς τόν δίσκον τῆς ἐπαιτείας τάς παρελθούσας δόξας του, νά προσέρχεται ἑκάστοτε πρός τούς ἰσχυρούς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι κατ’ ἄλλον τρόπον ἐργασθέντες ἐγένοντο ἰσχυροί, διά νά ζητῆ ὑπέρ ἑαυτοῦ ὡς ἐπαιτείαν, ἐπί τῇ βάσει τῶν παλαιῶν περγαμηνῶν του, ὅπως ὑπερασπίζη τά δίκαιά του.
*****
[Οἱ Κωνσταντινικοί] ἀκολουθοῦν τήν πολιτικήν τῆς αὐτοτελείας, δηλ. τῆς ἀπομονώσεως. Ἡμεῖς ἀκολουθήσαμεν τήν πολιτικήν τῆς «ὑποτελείας», δηλ. τῶν συμμαχιῶν. 
*****
Νά τό πάρωμεν ἀπόφασιν ὅτι δέν ὑπάρχει, δέν ὑπῆρξε ποτέ, “Θεός τῆς Ἑλλάδος”. Ἕνας εἶναι ὁ Θεός δι΄ ὅλα τά ἔθνη. Ἡ φρόνησις, ἡ διορατικότης, ἡ προορατικότης, ἡ ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα. Ἰδού τί θά μᾶς βοηθήση θετικά νά ἐπανορθώσωμεν ὅ,τι εἶναι ἐπανορθώσιμον». 

Ἐλευθέριος Βενιζέλος

Τρίτη 20 Ιουνίου 2017


Ἀνάμεσα Σύρο καὶ Τζιὰ
Ἀνάμεσα Σύρο καί Τζιά
μικρή φυτρώνει νεραντζιά
ἡ μικρή μου ἡ κοπελιά
Πὄχει τίς ρίζες στό βυθό
καί τά κλαδιά στόν οὐρανό
τό κορίτσι πού ἀγαπῶ
Πλάσμα δέν εἶναι ἀνθρωπινό
δέν εἶναι μήτε ξωτικό
τό κορίτσι πού ἀγαπῶ
Μά 'χει τόν ἥλιο φορεσιά
τά κύματα περπατηξιά
ἡ μικρή μου ἡ Παναγιά
Χάιντε νύφη τῆς θαλάσσης
τί φαμίλιες θά χαλάσεις
Νύφη μέσα στά μπουγάζια
μέ τά πέπλα τά γαλάζια
ἄνεμος νά μή σέ πιάσει
λούλουδο μή σοῦ χαλάσει
Κι ἄν γενεῖ ποτέ τό θάμα
κι ἀγαπήσεις κάνω τάμα
Νά σοῦ στείλω μιὰ μπρατσέρα
μέ τόν Πολικόν Ἀστέρα.

Ὀδυσσέας Ἐλύτης

Κυριακή 18 Ιουνίου 2017


Λόγοι περί παιδείας
- Γέροντα, συχνά λέτε ὅτι πᾶνε τά πάντα νά διαλύσουν. Ἐννοεῖτε καί τήν παιδεία;
- Ναί, δέν βλέπετε τί γίνεται; Σχολεῖα εἶναι αὐτά; Γλώσσα εἶναι αὐτή πού διδάσκουν σήμερα στά παιδιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱστορία μας; Ἀλλά καί στήν Θεολογία τί γίνεται; Ἔχει ἕνας ἄθεος πτυχίο τῆς Θεολογίας καί τόν ἀφήνουν νά διδάσκη θρησκευτικά. Δέν ἐξετάζουν ὅμως· θρησκευτικά διδάσκει ἤ ἀθεΐα; «Δέν μποροῦμε, λένε, νά τόν βγάλουμε». Ἄν ἕνας φιλόλογος πάη νά διδάξη μαθηματικά, θά τόν ἀφήσουν;
Ἄλλος εἶναι θεολόγος καί δέν ἀφήνει τούς ἀνθρώπους νά κοινωνοῦν, γιά νά μήν κολλήσουν ἔιτζ! Εἶναι ἀπό αὐτούς πού τούς ἔστειλε στήν Θεολογική Σχολή τό κομπιοῦτερ! Αὐτή δέν εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ. Παλιά λέγανε: «Ἔμαθε τά ἱερά γράμματα τό παιδί», γιατί ἦταν ἱερά τά γράμματα. Βλέπεις καθηγητή Θεολογίας νά μήν πιστεύη, νά βρίζη μπροστά στούς φοιτητές τούς Προφῆτες, καί νά μήν τόν βγάζουν. Μά τί θέλεις, καλέ μου ἄνθρωπε, στήν Θεολογική Σχολή; Ἐσύ, τί θεολόγους θά βγάλης;
Πόσο ἔχουν ἐπιδράσει οἱ Προτεστάντες, οἱ Καθολικοί! Τό ἄθεο πνεῦμα πόσο μπῆκε στόν Καθολικισμό! Οἱ Καθολικοί πᾶνε σιγά-σιγά νά κουτσουρέψουν τούς Ἁγίους. «Ἡ Ἁγία Αἰκατερίνη, λένε, δέν ἦταν μεγάλη Ἁγία· ἕνας μικρός βασιλίσκος ἦταν ὁ πατέρας της. Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ἦταν μικρός Ἅγιος. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος μύθος. Ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ δέν ὑπῆρχε· ἦταν μία παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τό ἴδιο καί ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ». Μετά θά ποῦν: «Ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός· ἦταν μόνον ἕνας δάσκαλος μεγάλος». Μετά θά προχωρήσουν καί ἄλλο: «Ὁ Θεός εἶναι μία δύναμη». Καί μετά θά ποῦν: «Ὁ Θεός εἶναι ἡ φύση»! Ἐνῶ ὑπάρχουν γεγονότα χειροπιαστά. Προφῆτες, προφητεῖες, τόσο ζωντανά θαύματα, φθάνουν καί μερικοί δικοί μας στό σημεῖο νά πιστεύουν τέτοιες χαζομάρες.
Ἦρθε καί σ’ ἐμένα κάποιος νά πάρη εὐλογία, γιά νά πάη στήν Ἰταλία νά σπουδάση Λειτουργική καί νά κάνη διατριβή. «Εἶσαι στά καλά σου; τοῦ εἶπα. Θέλεις νά πᾶς στούς Ἰησουΐτες νά κάνης τήν διατριβή σου καί ἦρθες νά σοῦ δώσω καί εὐλογία; Αὐτοί δέν ξέρουν τί τούς γίνεται! Ἐκεῖ διδάσκουν Οὐνίτες, Ἰησουΐτες, δέν ξέρω τί!». Θέλει προσοχή ἀπό ὅλες τίς ἀπόψεις. Γιατί ἔτσι κάνουν· πᾶνε, σπουδάζουν στήν Ἀγγλία, Γαλλία κ.λπ., πιάνουν τά εὐρωπαϊκά μικρόβια καί κάνουν μετά διατριβή. Μελετοῦν λ.χ. τούς Ἕλληνες Πατέρες σέ μετάφραση πού ἔκαναν οἱ ξένοι στήν γλώσσα τους.
Ἐκεῖνοι, εἴτε ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά ἀποδώσουν τά νοήματα σωστά εἴτε ἀπό πονηριά, πρόσθεσαν καί τά δικά τους τά λανθασμένα. Οἱ δικοί μας πάλι, οἱ Ὀρθόδοξοι, πού μάθανε τίς ξένες γλῶσσες, παίρνουν ἀπό ‘κεῖ τά ξένα μικρόβια καί τά μεταφέρουν ἐδῶ καί μετά τά διδάσκουν κιόλας. Φυσικά, ὅταν προσέξη κανείς, εὔκολα ξεχωρίζει τό χρυσό ἀπό τό κεχριμπάρι.
- Γέροντα, μερικά παιδιά πού εἶναι κοντά στήν Ἐκκλησία, ὅταν βγοῦν γιά σπουδές στό ἐξωτερικό, ἐπειδή δέν περνᾶνε ἐδῶ στό Πανεπιστήμιο, χάνουν τήν πίστη τους καί παραστρατοῦν.
- Θά πῶ σέ κανέναν ἀπό αὐτούς πού γνωρίζω, νά κάνουν ἀκόμα κάνα-δύο Πανεπιστήμια ἐδῶ στήν Ἑλλάδα, γιά νά μήν βγαίνουν τά παιδιά ἔξω. Νά σπουδάζουν ἐδῶ, γιατί καί τά παιδιά χάνονται καί οἱ γονεῖς ξοδεύονται καί τόσο συνάλλαγμα βγαίνει ἔξω.
Πάντα λέω στά παιδιά πού πᾶνε ἔξω γιά σπουδές: «Νά πᾶτε, ἀφοῦ τό θέλετε, ἀλλά νά προσέξετε νά μή χάσετε τήν πίστη σας· νά πάρετε μόνον τίς γνώσεις τους. Καί προπαντός μήν ξεχάσετε νά γυρίσετε πίσω στήν Πατρίδα. Ἡ Ἑλλάδα σᾶς περιμένει. Ἔχετε χρέος νά τήν βοηθήσετε. Νά εἶστε κοντά στούς Ἕλληνες, γιά νά μήν ἀναγκάζωνται οἱ καημένοι νά τρέχουν στό ἐξωτερικό, γιά νά βροῦν ἕναν γιατρό ἤ ἕναν εἰδικό γιά μία ἐπιστήμη. Πολύ προσέξτε νά μήν ψυχρανθῆ ἡ καρδιά σας. Οἱ Εὐρωπαῖοι εἶναι ψυχροί. Ἡ Ἀμερική πάλι εἶναι μόνο γιά νά πλουτίζη κανείς ὑλικά καί νά χρεωκοπῆ πνευματικά».
- Καί οἱ ἀπεργίες, Γέροντα, τί κακό κάνουν! Ὁλόκληρο μήνα χωρίς μάθημα τά παιδιά, νά γυρίζουν στούς δρόμους!
- Ἐγώ λέω στούς δασκάλους ποτέ νά μήν κάνουν ἀπεργία, ἐκτός ἄν πᾶνε νά καταργήσουν λ.χ. τά θρησκευτικά, τήν προσευχή ἤ νά κατεβάσουν τόν σταυρό ἀπό τήν σημαία κ.λπ. Τότε πρέπει νά διαμαρτυρηθοῦν. Ἀλλιῶς τί φταῖνε τά παιδιά νά χάνουν μαθήματα;
- Δηλαδή, Γέροντα, ἔτσι πού ἔχει διαμορφωθῆ ἡ παιδεία θά κάνη πολύ κακό.
- Τώρα θά σακατευτοῦν πολλά παιδιά, ἀλλά καί ὁ Καλός Θεός θά κρίνη ἀνάλογα. Θά ἐξετάση σέ τί κατάσταση θά ἦταν, ἄν δέν τά ἐπηρέαζαν καί δέν τούς ἔκαναν κακό. Ὅμως καί ἐμεῖς χρειάζεται νά κάνουμε πολλή προσευχή γιά τά καημένα τά παιδιά, ὥστε νά ἐπέμβη ὁ Θεός νά τά βοηθήση καί νά μή σακατευτοῦν, ἀλλά νά εἶναι ὑγιέστατα πνευματικά καί νά ἀποκτήσουν ἀρετές.
Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης

Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

Τὸ ἀηδονάκι
Μέσα στὸ δάσος περπατῶ
κι ἀκούω τὰ πουλάκια.
Κάθε κλωνὶ
καὶ μιὰ φωνή,
σὲ κάθε δένδρο μουσικὴ
χαρὲς καὶ τραγουδάκια.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ ἄλλα τραγουδοῦν
κι ἄλλα κρατοῦν τὸ ἴσο,
ἕνα πουλί,
μικρὸ λαλεῖ
σὰ νὰ τοὺς λέει: «Σωπᾶστε σεῖς!
Ἐγὼ θὰ τραγουδήσω!»
Σωπάσαν ὅλα... Τὸ μικρὸ
πουλὶ τ᾿ ἀποστομώνει.
Εἶχαν λαλιὰ
τ᾿ ἄλλα πουλιά,
μὰ ἕνα ἦταν μοναχὸ
ἀπ᾿ ὅλα τους τ᾿ ἀηδόνι.

Ἄγγελος Βλάχος