Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017


Τ' ἀστεράκι
Ἐντρυφῶ νὰ κοιτάζω ἀντικρύ μου τὸ μικρὸν μέλαθρον ―ὁποὺ αἱ δοκοὶ τῆς στέγης του, γυμναὶ φατνώματος, φαίνονται ὅλαι καπνισμέναι καὶ μελανωμέναι ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς μικρᾶς ἑστίας εἰς τὴν γωνίαν, τῆς καιούσης τὸν χειμῶνα― ταπεινὸν ἀνώγειον, μὲ τὸν ἐξώστην τὸν σκεπαστόν, καὶ μὲ τὴν πετρίνην σκάλαν ἀπ᾿ ἔξω, ὅπου ὁ μαστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικὰ πᾶσαν Κυριακὴν τὸ βράδυ, ὅταν ἐπιστρέφῃ ἀργὰ εἰς τὴν κατοικίαν. Καθημερινὴ μέθη δι᾿ ἐμὲ εἶναι νὰ κάθωμαι τὸ δειλινόν, ἐπὶ ὥρας, ἕως τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν πρώτην ἀμφιλύκην, ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, εἰς τὴν σκιὰν καὶ τὴν δρόσον τῶν δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεῶν, ὁπόθεν βλέπω ὅλους τοὺς διαβάτας χωρὶς νὰ κοιτάζω κανένα, ἢ νὰ προμνηστεύω τὴν καλησπέραν κανενός, καὶ θεωρῶ μόνον τὸ μικρὸν ἀνώγειον καλύβι, ὅπου βλέπω ὡς δύο σμαραγδίνας φλόγας νὰ λάμπουν, καὶ δύο σειρὰς μαργαριτῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ δύο χρυσαυγεῖς πλοκάμους νὰ κυμαίνωνται, ὡς μετάφρενα περιστερᾶς, κατὰ τὸν Ψαλμῳδόν…

Ἔβλεπα τέως ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὀνειρώδεις θησαυροὺς εἰς τὸν πενιχρὸν ἐξώστην, καὶ εἰς τὸ χάσμα τῶν σαθρῶν παραθυροφύλλων, καὶ στὴν πόρταν τοῦ κατωγιοῦ, ἐξαρθρωμένην, καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ διπλανόν, τὸ χωρίζον τὴν οἰκίαν ἀπὸ τῆς τοῦ Δήμου Μποροδήμου, ἴσης καὶ ὁμοίας κατὰ τὴν ὄψιν. Ἔμβαινεν, ἔβγαινεν, ἀνέβαινε, κατέβαινεν, ἡ μικρὴ Πούλια μὲ τοὺς πλοκάμους τοῦ ἀπέφθου χρυσοῦ· εἰσέδυεν εἰς τὸ κατώγι, διὰ νὰ ταΐσει τὰς ὄρνιθας, εἰσεχώρει εἰς τὸ στενόν, ὅπου εἶχεν ἀναμμένην φωτιάν, πρὸς τὴν δείλην θερινῆς ἡμέρας, διὰ νὰ μαγειρεύσῃ τὸ λιτὸν δεῖπνον διὰ τὸν πατέρα της, ὅστις θὰ ἤρχετο κατακουρασμένος τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ μεροκάματον. Ἐμάλωνε τὴν μικρὰν ἀδελφήν της, παιδίσκην ὁμοίαν μὲ σεισουρίδα, τὴν Γαρουφαλιώ, ἥτις ἔτρεχε κ᾿ ἔκαμνε χιλίας τρέλας εἰς τὸ πρόθυρον κ᾿ εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, φοροῦσα κοκκίνην φανέλαν ἀμερικάνικην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε στείλει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν ὁ μονάκριβος ἀδελφός των, καὶ ἦτον ὅλη μορφασμὸς καὶ μειδίαμα. Τὰ δύο χείλη της δὲν ἔσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκῶς ἐγέλα. Τρία ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀδέρφια, ὁ Στράτος εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἰκοσαέτης ἤδη, εἶχε παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ ἀκράτητον ρεῦμα τῆς μεταναστεύσεως, καὶ ἡ Πούλια, δεκαὲξ ἐτῶν, ἐφύλαγε τὸ νοικοκυριὸ στὸ σπίτι, καὶ ἡ Γαρουφαλιὰ δέκα ἐτῶν ἔκαμνε τρέλας καὶ ἀταξίας εἰς τὴν γειτονιάν. Ὁ μαστρο-Κυριάκος εἶχε χηρεύσει πρὸ ὀκταετίας ἤδη, καὶ κατώρθωσε νὰ μὴ ξαναϋπανδρευθῇ ― ἴσως διότι δὲν τὸν ἤθελαν.
Εἶχεν ἐμβῆ τὸ φθινόπωρον, ἦτο ἰσημερία ἤδη, κ᾿ ἐγὼ ἐνύχτωνα ἀκόμη νὰ κάθωμαι κάθε βράδυ ὑποκάτω εἰς τὴν μορέαν. Ἡ Πούλια κάθε δειλινὸν ἐμαγείρευε τὸ φαγὶ ἐντὸς τοῦ στενοῦ, ὑπὸ τὰ σμίγοντα γεῖσα τῶν δύο γειτονικῶν πενιχρῶν οἰκίσκων. Ἔσκυφτεν εἰς τὸ πῦρ, ἐφύσα μὲ τὸ στόμα της, ἐκοκκίνιζον ὡς ὑπὸ πυρετοῦ τὰ μάγουλά της, κ᾿ οἱ δύο πλόκαμοί της οἱ χρυσοῖ ἐκρέμαντο κυμαινόμενοι εἰς τὰ νῶτά της, ἕως τὴν ὀσφύν της τὴν λιγνήν. Ὅταν εἶχα ἀναχωρήσει πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ἀπὸ τὸν τόπον ― τότε ἦτο μικρὴ ἀκόμη, κ᾿ ἐφόρει ὡσὰν φοῦστες, ἤτοι ξενικὰ φορέματα. Τότε ἦτο μία ἐντρύφησις, ἀδάπανος καὶ ἀτίμητος, νὰ τὴν συναντᾷ τις καὶ εἰς τὸν δρόμον, καὶ εἰς τὴν βρύσιν, καὶ παντοῦ, καὶ ὁ ἄπεφθος χρυσὸς ἦτον ἀκάλυπτος εἰς τὴν κοινὴν θέαν, καὶ αὐτὴ δὲν ὑπώπτευε τὴν ἀξίαν του, καὶ δὲν τὸν ἔκρυπτε. Τώρα ποὺ εἶχε μεγαλώσει, ἢ αὐτὴ τὸ ἠθέλησεν, ἢ μία θεία της, ἡ Κρυσταλλιώ, τὴν εἶχε συμβουλεύσει, κ᾿ ἐφόρεσεν ἡ κόρη ἐντόπια. Ἡ θεία της αὐτή, ἀδελφὴ τοῦ πατρός της, χήρα καὶ ἄκληρη τώρα, εἶχε πηδήσει, ὡς ἔλεγαν, πολλὰ εἰς τὰ νιᾶτά της, καὶ διὰ τοῦτο ἦτο πολὺ αὐστηρὰ ὡς πρὸς τὴν ἀνεψιάν της. Ὅθεν οἱ πλόκαμοι τοῦ χρυσοῦ δὲν ἐφαίνοντο τώρα ὅσον τὸ πάλαι, μισοκρυμμένοι ὑπὸ τὴν μανδήλαν.
Μίαν ἑσπέραν, παρ᾿ ἐλπίδα, δὲν ἐφάνη ἡ ξανθὴ Πούλια. Ἐκάθισα ὥρας ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς μορέας· τίποτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἦτον ἀνοικτή, ὁμοίως καὶ τὸ παράθυρον. Ἡ φωτιὰ δὲν ἐκάπνιζεν ―ἴσως ἦτο σβεστή― κάτω εἰς τὸ στενόν. Ἴσως ἡ κόρη ἔπλεκεν ἢ ἐμβάλωνε, καθημένη κάτω εἰς τὸ πάτωμα ― ἐπειδὴ ἦτον τελεία οἰκοκυρά, ὁδηγουμένη καὶ ἀπὸ τὴν θείαν της, τὴν Κρυστάλλω. Ἐκρύβη ὁ ἥλιος εἰς τὴν Πευκόρραχην ἀντικρύ, στὸ βουνόν, ἐμούχρωσεν, ἐσουρούπωσεν, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Τότε, διὰ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου εἶδα ἓν ἄστρον νὰ λάμπῃ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς μικρᾶς οἰκίας. Ἦτο ἄστρον πραγματικόν, δὲν διέφερεν ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἄστρα, τὰ ὁποῖα ἀρτίως εἶχον ἀρχίσει νὰ διασπείρωνται ἀνὰ τὸ στερέωμα. Ἔλαμπεν ὑψηλὰ πρὸς τὴν ὀροφήν, ὑπὸ τὰς καπνισμένας δοκοὺς τοῦ μελάθρου. Τί ἦτον; Ἴσως τὸ κανδήλι τὸ καῖον ἐμπρὸς εἰς τὰ Εἰκονίσματα τῆς οἰκίας. Ἀλλὰ δὲν ἦτο κανδήλι, διότι τὸ ἄστρον ἐφαίνετο πολὺ ὑψηλὰ εἰς τὸν ὄροφον, κ᾿ ἐκτὸς τούτου ἦτο πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἐνῷ τὰ Εἰκονοστάσια, ὡς γνωστόν, τίθενται πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, ἢ μικρὸν παρεκκλίνουν εἴτε πρὸς βορρᾶν εἴτε πρὸς νότον, πάσης Ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου οἰκίας. Ἔπειτα, διὰ νὰ εἶναι κανδήλι κάποιος θὰ τὸ εἶχεν ἀνάψει πρὸ μικροῦ, καὶ βεβαίως θὰ ἔβλεπα εἰς τὴν σκιὰν τὸ εὔκαμπτον, ὡς βλαστὸν μυρσίνης, ἀνάστημα τῆς Πούλιας, ἴσως θὰ ἤκουα καὶ τὸν λυγμὸν τῆς τροχαλίας, τὸν μικρὸν λεῖον κρότον τὸν ὁποῖον κάμνει προστριβόμενον τὸ σχοινίον, δι᾿ οὗ ἀναβιβάζεται τὸ κανδήλι πρὸς τὰς ἱερὰς Εἰκόνας. Θὰ ὑπέθετε πᾶς πραγματιστὴς καὶ θετικὸς ἄνθρωπος ὅτι διά τινος ὀπῆς εἰς τὴν στέγην τοῦ μικροῦ μελάθρου ἔφεγγε μικρά τις γωνία οὐρανοῦ, τὴν ὥραν τῆς δύσεως πρὸ τῆς ἀμφιλύκης, κ᾿ ἐσχηματίζετο τὸ ἀστεράκι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρεμάμενον εἰς τὸν ὄροφον τῆς οἰκίας. Διότι ὁ μαστρο-Κυριάκος ἔφτιανε ἢ ἐξανάσυρνε τὰ σπίτια τῶν ἄλλων, καὶ ἴσως δὲν ηὐκαίρει νὰ ἐπισκευάσῃ τὸ ἰδικόν του. Πλὴν δὲν μοῦ ἤρεσκεν ἐμὲ νὰ ἐκφράσω τοιαύτην ὑποψίαν, ἢ νὰ διατυπώσω τοιοῦτον συμπέρασμα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου