Σάββατο 30 Μαΐου 2020


Ἀληθινὴ ζωὴ ποὺ δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατον
Ἡ ἀληθινὴ ζωὴ ἐπὶ τῆς γῆς ἀρχίζει ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν ἀνάστασιν τοῦ Σωτῆρος, διότι εἶναι ζωὴ ποὺ δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατον. Ἄνευ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἡ ἀνθρωπίνη ζωὴ δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἕνα ἀργὸν ψυχομάχημα, ποὺ καταλήγει ἀναπόφευκτα εἰς τὸν θάνατον.
Ἀλλὰ ἀληθινὴ ζωὴ εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία δὲν τελειώνει μὲ τὸν θάνατον. Καὶ μία τοιαύτη ζωὴ ἔγινε δυνατότης ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, μόνον διὰ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ἡ ζωὴ εἶναι ἀληθινὴ ζωὴ μόνον ἐν τῷ Θεῷ. Διότι αὐτὴ εἶναι ἁγία ζωὴ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀθάνατος ζωή.
Ὅπως μέσα εἰς τὴν ἁμαρτίαν εὑρίσκεται ὁ θάνατος, οὕτω καὶ εἰς τὴν ἁγιότητα ἡ ἀθανασία. Μόνον διὰ τῆς πίστεως εἰς τὸν Ἀναστάντα Χριστὸν ὁ ἄνθρωπος ζῇ τὸ περισσότερον ἀποφασιστικὸν θαῦμα τῆς ὑπάρξεώς του: τὴν μετάβασιν ἀπὸ τὸν θάνατον εἰς τὴν ἀθανασίαν, ἀπὸ τὸ πεπερασμένον εἰς τὴν αἰωνιότητα, ἀπὸ τὸν ᾅδην εἰς τὸν παράδεισον.
Μόνον τότε εὑρίσκει ὁ ἄνθρωπος τὸν ἑαυτόν του, τὸν ἀληθινόν, τὸν αἰώνιον ἑαυτόν του: «ἀπολωλὼς ἦν, καὶ εὑρέθη», διότι - «νεκρὸς ἦν, καὶ ἀνέζησε».
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Παρασκευή 29 Μαΐου 2020


Πιὸ πολὺ
-Νὰ μιλᾶτε πιὸ πολὺ στὸν Θεὸ γιὰ τὰ παιδιά σας, παρὰ στὰ παιδιά σας γιὰ τὸν Θεό.
-Ὅσα προγράμματα ἔκανα ἐγὼ ὅλα ἀπέτυχαν, γι’αὐτὸ ἀφήνω πλέον τὸ πρόγραμμα τῆς ζωῆς μου νὰ τὸ κάνει ὁ Θεός.
-Ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μας πρέπει νὰ τὰ βλέπουμε ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητος. Τότε μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τὶς πραγματικές τους διαστάσεις.
π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020



Γιατί ἀγρυπνῶ
Δυὸ γλυκὰ ματάκια, μάτια ζαφειρένια,
μ᾿ ἄνοιξαν πληγή·
κι᾿ ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὸν πόνο κι ἀγρυπνῶ ἀπ᾿ τὴν ἔννοια
κι᾿ ἀπ᾿ τὴ συλλογή.
Τῆς νυχτὸς ἡ πάχνη χάνεται κι᾿ ἐκείνη
ὅμοια μὲ καπνό·
ἡ αὐγὴ προβάλλει, τὸ φεγγάρι σβήνει,
κι᾿ ὅμως ἀγρυπνῶ.
Ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ κρυφοφιλιοῦνται
τ᾿ ἄστρα ζηλευτά,
ἀγρυπνῶ τὴν ὥρα ποὺ γλυκοκοιμοῦνται
τὰ ματάκια αὐτά.
Τίνος εἶν᾿ τὰ μάτια; Μὴ ρωτᾷς ἐμένα,
κόρη εὐγενική·
σῦρε στὸν καθρέπτη καὶ ζωγραφισμένα
θὰ τὰ δῇς ἐκεῖ.
Ἰωάννης Πολέμης

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020


Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.
Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.
Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.
Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!
Κώστας Βάρναλης

Τετάρτη 20 Μαΐου 2020



Ὁ Κυβερνήτης
Πρός τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
Ἄν ὁ καθένας ἀπό ἐσᾶς (καί ὁμιλῶ δι' ἐκείνους πού κατέχουν τάς πρώτας θέσεις εἰς τήν πολιτικήν ζωήν τῆς χώρας) μέ ἐβοήθει ὀλίγον καί καλοπίστως, λησμονῶν διά μίαν στιγμήν τά προσωπικά του συμφέροντα, τό ἔργον μου θά ἐγίνετο περισσότερον εὔκολον δι' ἐμέ καὶ περισσότερον καρποφόρον διά τήν Πατρίδα...
Μάιος 1828
*
Πρός τόν Ἀνδρέα Μουστοξύδη
Τελευταίως περιώδευσα ἐπ' ἀρκετόν χρόνον εἰς τήν Δυτικήν Ἑλλάδα καί τήν Πελοπόννησον καί εἰς μέρος τῆς Ἀνατολικῆς Ἑλλάδος. Θά περιοδεύσω καί πάλιν διότι μόνον ἐφ' ὅσον βλέπω τά πράγματα καί τούς ἀνθρώπους μέ τούς δικούς μου ὀφθαλμούς, δύναμαι νά ἀποκτήσω ἐν συνειδήσει εὐκρινῆ ἔννοιαν τῆς ποιότητος τῶν ὑποχρεώσεών μου καί τοῦ λογικωτάτου τρόπου τῆς ἐκπληρώσεώς των. Ἀκόμα δέν τολμῶ νά σοῦ προτείνω νά ἔλθης νά ἐγκατασταθῆς ἐδῶ.
1 Αὐγούστου 1828
*
Πρός τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
Ἤθελα νά ἔχω κάμποσα ἑκατομμύρια τάλλιρα διά νά σᾶς δώσω ὅσα ζητεῖτε, ἀλλά καθώς σᾶς εἶπα τό μέν ἰδιαίτερό μου ταμεῖον εἶναι κενόν, τό δέ δημόσιον μόλις δύναται νά ἐπαρκέσει εἰς τάς μᾶλλον κατεπειγούσας χρείας τοῦ τρέχοντος Φεβρουαρίου καί τό πολύ τοῦ ἡμίσεως Μαρτίου. Τοῦτο εἶναι γνωστότατον καί δύνασθε αὐτοπροσώπως νά τό βεβαιωθῆτε, βλέποντες τά κατάστιχα τῆς ἐπί τῶν οἰκονομικῶν ἐπιτροπῆς... Ὑπομείνατε καθώς ὑπομένω καί ὑπομένω ἴσως ἐπέκεινα τῆς ἀνθρωπίνης δυνάμεως.
10 Φεβρουαρίου 1829
Ἰωάννης Καποδίστριας

Τρίτη 19 Μαΐου 2020


Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο
Ὁ Νικόλαος Σαββούδης γεν­νή­θη­κε τό 1899 στό Γυα­λί Τσι­φλί­κι τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Με­τά τόν ξερ­ρι­ζω­μό τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τήν Μι­κρα­σί­α, ἦρ­θε ὡς πρό­σφυ­γας στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Ὅ­ταν ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α γά­μου νυμ­φεύ­θη­κε καί ἀ­πό τόν γά­μο του ἀ­πέ­κτη­σε μία κό­ρη καί ἐγ­γό­νια. Ἡ σύ­ζυ­γός του εἶ­χε δύ­σκο­λο χα­ρα­κτῆ­ρα κα­θώς καί ὁ γ­α­μπρός του. Τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε ὅ­μως μέ ἠ­ρε­μί­α.
Ἦ­ταν γε­νι­κά ἤ­ρε­μος ἄν­θρω­πος. Ζοῦ­σε σάν ἀ­σκη­τής, νή­στευ­ε πο­λύ, με­λε­τοῦ­σε βι­βλί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ἀ­σκη­τι­κά, πού ἔ­φε­ρε ἀ­πό τήν «πα­τρί­δα», καί συμ­βού­λευ­ε τά ἐγ­γό­νια του δί­νοντάς τους ἐ­φό­δια γιά­ τήν ζω­ή.
Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα βο­σκοῦ­σε τά πρό­βα­τα. Τό Σάβ­βα­το τό ἀ­πό­γευ­μα ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς.
Στήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­κο­νοῦ­σε ἀ­νά­βοντας τά καντή­­λια καί βο­η­θώντας τόν ἱ­ε­ρέ­α.
Ἔ­κα­νε ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες. Στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Κα­το­χῆς ἔ­κρυ­ψε ἕ­ναν Ἄγ­γλο γι­ά νά τοῦ σώ­ση τήν ζω­ή, τόν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε, καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σε ὅ­σο δι­ά­στη­μα χρει­ά­στη­κε.
Ὅ­ταν πέ­θα­νε ἕ­νας συγ­χω­ρια­νός του, πού ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦταν φτωχή καί δέν εἶ­χε χρή­μα­τα γι­ά τήν κη­δεί­α, ὁ Νι­κό­λαος πῆ­γε κρυ­φά στό σπί­τι τους καί ἄ­φη­σε χρή­μα­τα. Οἱ ἄνθρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ πο­τέ δέν ἔ­μα­θαν ποι­ός «κα­λός ἄγ­γε­λος» τούς ἔ­στει­λε τήν βο­ή­θεια.
Φι­λο­ξε­νοῦ­σε συ­χνά στό σπί­τι του ἀν­θρώ­πους πε­ρα­στι­κούς πού νυ­χτώ­νο­νταν στό χω­ριό.
Τόν Νι­κό­λαο Σαβ­βού­δη εἶ­χε γνω­ρί­σει καί ὁ γέ­ρο­ντας Γρη­γό­ριος, πνευ­μα­τι­κός τῆς Ἱ. Μ.Τιμί­ου Προ­δρό­μου Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνα­φέ­ρει:
«Βρι­σκό­μουν στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Μό­λις εἶ­χα φθά­σει καί στήν σκι­ά κά­ποι­ου πεύ­κου συ­ζη­τοῦ­σα μέ 5–6 χω­ρι­κούς. Σέ λί­γο ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ καί κά­ποι­ος με­σό­κο­πος, πενηντά­ρης πε­ρί­που, χαι­ρέ­τη­σε καί στά­θη­κε σι­ω­πη­λός πα­ρα­πέ­ρα. Ἕ­νας ἐκ τῶν χω­ρι­κῶν μοῦ εἶ­πε: “Αὐ­τός πά­ει τά με­σά­νυ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια γι­ά νά βλέ­πουν οἱ Ἅγι­οι­”.
»Ἔ­τσι γνώ­ρι­σα τόν μπαρ­μπα–Νι­κό­λα Σαβ­βού­δη. Ἐ­πει­δή πή­γαι­να συ­χνά στό χω­ριό Βα­τοπέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς, πάν­το­τε τόν ἔ­βλε­πα σι­ω­πη­λό, ἤ­ρε­μο καί γα­λή­νιο. Πάν­τα πρῶ­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Στε­κό­ταν δί­πλα στό ψαλ­τή­ρι καί ψι­θύ­ρι­ζε πα­ρα­κο­λου­θώντας τόν ἱ­ε­ροψάλ­τη. Μό­νον ἐ­κεῖ ἄ­κου­γες τήν φω­νή του σέ πο­λύ χα­μη­λό τό­νο. Μό­λις κα­τα­λά­βαι­νες ὅ­τι ἔ­ψελ­νε. Ἔ­λε­γε καί τό “Πά­τερ ἡ­μῶ­ν”, πάντο­τε ἦ­ταν δι­κό του.
»Μυ­στή­ριο ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας. Κά­ποι­α μέ­ρα πῆ­γα στό σπί­τι του, –ἕ­να ἡ­μι­υ­πό­γει­ο, ἁ­πλό, ἀ­πέ­ριτ­το, γι­ά πά­τω­μα εἶ­χε τσι­μέντο, ἀ­σκη­τι­κώ­τα­το–, γι­ά νά τόν γνω­ρί­σω κα­λύ­τε­ρα. Στόν πά­νω ὄ­ρο­φο ἔ­με­νε ὁ γα­μπρός του πού, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μα­θα, τόν κα­κο­με­τα­χει­ριζό­ταν. Ἦ­ταν πο­λύ νευ­ρι­κός ἀλ­λά ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας κου­βέντα δέν ἔ­λε­γε γι᾿ αὐ­τόν. Νό­μι­ζες πώς δέν εἶ­χε μι­λιά. Ὅ­μως ὁ μπαρμ­πα–Νι­κό­λας ὄ­χι μό­νον ἤ­ξε­ρε νά μι­λᾶ μά καί δι­ά­βα­ζε Πα­τέ­ρες.
»Ἐ­κεῖ εἶ­δα ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἅ­γιο Δα­μα­σκη­νό καί ἄλ­λους Πα­τέ­ρες, φι­λο­καλι­κούς καί μή. Ὅλα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στολι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έπαι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.
»Ἀπ᾿ ὅ­σα εἶ­δα πρέ­πει νά ἔ­κα­νε ἄ­σκη­ση με­γά­λη καί νά ἀ­γα­ποῦ­σε τήν προ­σευ­χή. Κα­νείς ὅ­μως δέν γνώ­ρι­ζε τί προ­σευ­χές ἔ­κα­νε μό­νος μό­νῳ Θε­ῷ. Πολ­λά μυ­στι­κά πῆ­ρε μα­ζί του, για­τί ἦ­ταν πο­λύ σι­ω­πη­λός. Ἀ­πό τούς χω­ρι­κούς ἔ­μα­θα ὅ­τι ζοῦ­σε μέ τά χρή­μα­τα πού τοῦ ἔ­στελ­νε κά­ποι­ος Ἄγ­γλος πρώ­ην ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός, ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη για­τί στήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή ὁ μπαρμπα–Νι­κό­λας μέ κίν­δυ­νο ζω­ῆς τόν ἔκρυ­ψε στό σπί­τι του καί τόν γλύ­τω­σε ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς.
»Στίς 24 Νοεμβρίου 1969 μέ εἰ­δο­ποί­η­σαν ὅ­τι ὁ ἀ­γα­θός καί ἥ­συ­χος Νι­κό­λα­ος ἔ­κλει­σε τά μά­τια του. Τά ἄ­φη­σα ὅ­λα καί πῆ­γα στό Βα­το­πέ­δι. Τόν δι­α­βά­σα­με καί «τόν φυ­τέ­ψα­με» (θά­ψα­με), ὅ­πως λέ­νε οἱ χω­ρι­κοί, γι­ά νά ἀν­θί­ση στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν γαλήνιο μέ­σα στό φέ­ρε­τρο, νό­μι­ζες πώς κοι­μό­ταν.
»Πέ­ρα­σαν τρί­α χρό­νια ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του καί τρεῖς εὐ­λα­βεῖς γυ­ναῖ­κες, πο­λύ γνω­στές μου, πῆ­γαν νά τόν ξε­θά­ψουν, νά κά­νουν ἀ­να­κο­μι­δή. Ὅ­ταν βρῆ­καν τό λεί­ψα­νό του τἄ­χασαν. Ἦ­ταν ἀ­κέ­ραι­ο, ὁ­λο­κί­τρι­νο καί ἀ­νέ­δι­δε ἁ­πα­λή εὐ­ω­δί­α! Ἡ κ. Βαρ­βά­ρα, μία ἀπό τίς τρεῖς, τό σή­κω­σε λί­γο μέ τά χέ­ρια της καί εἶ­δε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λα­φρό. “Σάν νά ἦ­ταν μό­νο κόκ­κα­λα μέ τό δέρ­μα­”, ὅ­πως ἔ­λε­γε.
»Ἔκ­πλη­κτες μπρο­στά στό πρω­το­φα­νές καί ἀ­προσ­δό­κη­το γε­γο­νός, μή γνω­ρί­ζοντας τί νά κά­νουν, θε­ώ­ρη­σαν κα­λό νά θά­ψουν πά­λι τό τί­μιο λεί­ψα­νο τοῦ μα­κα­ρί­ου Νι­κο­λά­ου Σαβ­βού­δη».
Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Κυριακή 17 Μαΐου 2020


Περὶ θείου ἔρωτος
Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἀγάπη τοῦ θείου τελεία, ἐκδηλουμένη ὡς πόθος τοῦ θείου ἄπαυστος. Ὁ θεῖος ἔρως γεννᾶται ἐν τῇ κεκαθαρμένῃ καρδίᾳ διότι ἐν αὐτῇ ἐπιφοιτᾷ ἡ θεία χάρις. Ὁ ἔρως τοῦ Θείου εἶναι θεῖον δώρημα, δωρηθὲν τῇ ἀγνευούσῃ ψυχῇ ὑπὸ τῆς ἐπιφοιτησάσης καὶ ἀποκαλυφθείσης τῇ ψυχῇ θείας χάριτος. Ὁ θεῖος ἔρως οὐδενὶ ἐγγίγνεται ἄνευ θείας ἀποκαλύψεως· διότι ἡ ψυχὴ ἡ μὴ δεχθεῖσα ἀποκάλυψιν, δὲν ἔσχε τὴν ἐπ᾿ αὐτῆς ἐπίδρασιν τῆς χάριτος καὶ μένει ἀπαθὴς πρὸς τὸν θεῖον ἔρωτα· ἀδύνατον δὲ νὰ γεννηθῇ θεῖος ἔρως ἄνευ ἐπενεργούσης θείας δυνάμεως ἐπὶ τῆς καρδίας. Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἐνέργεια τῆς ἐνοικούσης ἐν τῇ καρδίᾳ θείας χάριτος.
Οἱ ἐρασταὶ τοῦ Θείου εἰλκύσθησαν πρὸς τὸν θεῖον ἔρωτα ὑπὸ τῆς ἐπενεργησάσης ἐπὶ τῆς καθαρᾶς αὐτῶν καρδίας θείας χάριτος, τῆς ἀποκαλυφθείσης τῇ ψυχῇ καὶ ἑλκυσάσης αὐτὴν πρὸς τὸν Θεόν. Ὁ ἐραστὴς τοῦ θείου αὐτὸς πρῶτος ὑπὸ τοῦ Θείου ἠράσθη, καὶ εἶτα αὐτὸς ἠράσθη τοῦ Θείου. Ὁ ἐραστὴς τοῦ Θείου πρότερον ἐγένετο υἱὸς ἀγάπης καὶ εἶτα τὸν οὐράνιον οὗτος ἠγάπησεν Πατέρα.
Ἡ καρδία τοῦ ἐρῶντος τὸν Κύριον οὐδέποτε καθεύδει, ἀλλ᾿ ἀεὶ γρηγορεῖ, διὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἔρωτος. Ὁ ἄνθρωπος καθεύδει διὰ τὴν χρείαν τῆς φύσεως, ἡ δὲ καρδία γρηγοροῦσα ὑμνεῖ τὸ Θεῖον.
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος λέγει περὶ τοῦ πνευματικοῦ ἔρωτος: «Οὕτως ἐστὶν ἐπιτακτικὸς ὁ πνευματικὸς ἔρως, ὡς μηδενὶ περιχωρεῖν καιρῶ, ἀλλ᾿ ἀεὶ τῆς ψυχῆς ἔχεσθαι τοῦ φιλοῦντος, καὶ μηδεμίαν θλῖψιν ἢ ὀδύνην συγχωρεῖν περιγίνεσθαι τῆς ψυχῆς.»
Ἡ τὸν Θεὸν ἐρώσα ψυχὴ τῷ Θεῷ προσκολλᾶται στεῤῥῶς καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ πέποιθε καὶ τὴν ἐλπίδα αὐτῆς ἅπασαν Αὐτῷ ἀνέθετο. Ὁ θεῖος αὐτῆς ἔρως ἀνάγει αὐτὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ Αὐτῷ διαλέγεται ἡμέρας καὶ νυκτός.
Ἡ τῷ θείῳ ἔρωτι τρωθεῖσα ψυχὴ οὐδενὸς ἑτέρου ἐφίεται ἢ τοῦ ἄκρου ἀγαθοῦ, κατολιγωρεῖ δὲ τῶν πάντων καὶ πρὸς πάντα ἀηδῶς διάκειται.
Ἡ ἐρώσα τοῦ Θεοῦ ψυχὴ μελέτην αὐτῆς ἔχει τὰ λόγια του Θεοῦ καὶ ἐνδιατριβὴν αὐτῆς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ. Φθεγγομένη διηγεῖται τὰ θαυμάσια τοῦ Θεοῦ καὶ διαλεγομένη λαλεῖ περὶ τῆς δόξης καὶ μεγαλοπρέπειας αὐτοῦ. Αἶνον καὶ ὕμνον ἀπαύστως ἀναπέμπει τῷ Θεῷ, πόθῳ δὲ θείῳ λατρεύει αὐτόν. Οὕτως ὁ θεῖος ἔρως ὅλην τὴν ψυχὴν ἑαυτῷ μεθηρμόσατο, ἑαυτῷ περιεποιήσατο καὶ ἐξῳκειώσατο.
Ἡ τοῦ Θείου ἐρασθεῖσα ψυχὴ ἐπέγνω τὸ θεῖον, ἡ δὲ ἐπίγνωσις ἀνέφλεξε τὸν θεῖον ἔρωτα αὐτῆς. Ἡ τοῦ Θεοῦ ἐρασθεῖσα ψυχὴ ἐγένετο μακάρια, διότι ἔτυχε τοῦ Θείου ἐφετοῦ τοῦ πληρώσαντος τοὺς πόθους αὐτῆς· πᾶσα ἐπιθυμία, πᾶσα ἐπιποθία, πᾶσα ἔφεσις ξένη πρὸς τὴν θείαν ἀγάπην, ἀποκρούεται ὑπ᾿ αὐτῆς ὡς ταπεινὴ καὶ ἀνάξια ἑαυτῆς.
Πόσον ἡ πρὸς τὸ Θεῖον ἀγάπη ἐπαμειβομένη ὑπὸ τῆς θείας ἀγάπης μεταρσιοῖ τὴν ἐρώσαν τοῦ Θείου ψυχήν! Αὕτη ἡ θεία ἀγάπη ὡς νεφέλη κούφη ἀναλαμβάνουσα τὴν ψυχὴν φέρει πρὸς τὴν ἀέναον πηγὴν τῆς ἀγάπης, πρὸς τὴν ἀϊδιον ἀγάπην, καὶ πληροῖ αὐτὴν φωτὸς ἀϊδίου.
Ἡ ὑπὸ τοῦ θείου ἔρωτος τρωθεῖσα ψυχὴ ἀεὶ χαίρει καὶ ἀγάλλεται καὶ σκιρτᾷ καὶ χορεύει, διότι εὑρίσκεται ἐπαναπαυομένη ἐπὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου ὡς ἐπὶ ὕδατος ἀναπαύσεως· οὐδὲν τῶν τοῦ κόσμου θλιβερῶν ἰσχύει νὰ διαταράξη τὴν γαλήνην καὶ τὴν εἰρήνην αὐτῆς, οὐδὲ τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐφροσύνην αὐτῆς τῶν λυπηρῶν τί νὰ ἀφαιρέση.
Ἡ ἐρώσα τοῦ Θείου ψυχὴ μεταρσιουμένη ὑπὸ τῆς ἀγάπης ὑπεξίσταται πὼς τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καὶ αὐτοῦ τοῦ σώματος πὼς ἀποχωρεῖ καὶ ἑαυτῆς ἐπιλανθάνεται διὰ τὴν τελείαν πρὸς τὸ Θεῖον ἀφοσίωσιν.
Ἡ ἀνερμήνευτος γλυκύτης τῆς θείας ἀγάπης τὴν μὲν καρδίαν καταθέλγει καὶ κατακυριεύει, τὸν δὲ νοῦν ἕλκει πρὸς τὸ Θεῖον, ἵνα τοῦ Θεοῦ ἀπολαύσει ἐν ἀγαλλιάσει.
Ὁ θεῖος ἔρως τὴν πρὸς Θεὸν προμνηστεύεται οἰκείωσιν, ἡ δὲ γεῦσις τὴν πεῖναν.
Ἡ ψυχή, ἧς θεῖος ἅπτεται ἔρως, οὐδὲν ἕτερον λογίζεσθαι δύναται οὐδὲ ἐπιποθεῖν, ἀλλὰ συνεχῶς στενάζουσα λέγει· Κύριε, πότε ἤξω πρὸς Σὲ ὁ Θεός, ὡς ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων!
Τοιοῦτος ὁ θεῖος ἔρως ὁ κυριεύων τῆς ψυχῆς.
Ἅγιος Νεκτάριος

Παρασκευή 15 Μαΐου 2020


Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας
Ἡ ἁγία μας ἐκκλησία ἀπὸ τὴν ἵδρυσή της εἶναι ἡ μάννα, ποὺ ταΐζει τὰ τέκνα της οὐράνια τροφή, γιὰ νὰ γίνουν ὅμοια μὲ τὸν Πατέρα τους. Ἡ τροφὴ αὐτὴ εἶναι τὸ ἴδιο τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ δύναμη τῶν θαυμάτων, εἶναι ἀκόμα τὸ παράδειγμα τῶν μαρτύρων.
Πέρα, ὅμως, ἀπ’ αὐτὰ ἤ μᾶλλον στὴν πράξη πρὶν ἀπ’ αὐτὰ εἶναι ὁ λόγος. Ὁ λόγος κατηχεῖ, διδάσκει ἀλλὰ καὶ τελετουργεῖ τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ὅλα τὰ μυστήρια.
Ἡ Πεντηκοστή, ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, ἄρχισε μὲ πολυγλωσσία. Ἀπὸ αὐτὸ καὶ μόνο ἐλέγχεται ἡ θεωρία περὶ ἱερῶν γλωσσῶν, ὅτι τάχα τὰ Ἑβραϊκά, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ τὰ Λατινικὰ εἶναι ἱερὲς γλῶσσες καὶ σ’ αὐτὲς πρέπει νὰ λειτουργεῖται ἡ χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ λατρεία. Ἡ ἰδέα περὶ ἱερῶν γλωσσῶν ἔχει τὶς ρίζες της στὴν εἰδωλολατρεία, ποὺ ἀναζητᾶ μὲ μαγικὴ ψυχολογία τὸ ἀγαθὸ μέσα στὴ φύση τῶν πραγμάτων. Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναζητᾶ τὸ ἀγαθὸ στὴν Τριαδικὴ Θεότητα καὶ τὸ δέχεται ὡς πνοὴ χάριτος, ποὺ διαπνέει ὅλη τὴ κτίση χωρὶς διάκριση, γιατί κατὰ τὸν ψαλμωδὸ "τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς", τὰ "σύμπαντα δοῦλα Σά".
Γι’ αὐτό, οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, Ἑβραῖοι αὐτοί, ἔγραψαν τὰ Εὐαγγέλια στὴν Ἑλληνικὴ καὶ τὶς ἐπιστολές, γιατί αὐτὸ ἐξυπηρετοῦσε τὴν διάδοση τοῦ κηρύγματος. Ὅταν, ὅμως, τὸ κήρυγμα ἔφτασε σὲ περιοχὲς ποὺ ὁμιλοῦνταν ἄλλη γλώσσα, ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο τὴ χρησιμοποίησε ἀλλὰ καὶ τὴν ἀνέδειξε σὲ γραπτὴ γλώσσα, ὅπως ἔγινε μὲ τὰ Σλαβονικά.
Πάντως, ἡ γλώσσα τοῦ κηρύγματος στὸ χῶρο τῆς Μεσογείου ἦταν μία ἁπλούστερη γλώσσα, ἡ Ἑλληνιστική. Ἡ γλώσσα τῆς λατρείας, ὅμως, ὅπως διαμορφώθηκε μὲ τὸν καιρό, εἶναι γλώσσα λογοτεχνική, ὁπωσδήποτε ὑψηλοτέρου ἐπιπέδου καὶ μπορεῖ νὰ μᾶς προβληματίσει, γιατί μέσα στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν δὲν ἀκούστηκε νὰ ἔχουν οἱ χριστιανοὶ πρόβλημα γλώσσας μέσα στὴν Ἐκκλησία, καὶ μάλιστα, ὅταν ἡ πλειοψηφία τοῦ λαοῦ ἦταν ἀναλφάβητοι καὶ γεωργοὶ ἢ βοσκοί. Ἂν μπορέσομε νὰ ἀπαντήσομε σ’ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα, θὰ μπορέσομε νὰ ἐξηγήσομε καὶ γιατί στὶς μέρες μας ἔχομε ἢ ἔστω προβάλλομε πρόβλημα κατανόησης τῆς ἐκκλησιαστικῆς γλώσσας.
Μία διαπίστωση ἀποκαλυπτικὴ εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοί, ποὺ τακτικὰ ἐκκλησιάζονται, δὲν προβάλλουν θέμα γλώσσας, μολονότι ἔχουν ἄγνοια πολλῶν ὅρων. Φαίνεται πὼς αὐτὰ ποὺ κατανοοῦν εἶναι ἀρκετὰ καὶ τὰ ἀγνοούμενα ἢ εἶναι λίγα ἢ λόγῳ κάποιας ὀκνηρίας τοῦ πνεύματος δὲν τὰ ἀναζητοῦν. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ τάξη φαίνεται νὰ ἀναγνωρίζει αὐτὴ τὴν ὀλιγάρκεια στὴν κατανόηση τῶν κειμένων καὶ γι’ αὐτὸ ἀπευθύνεται σὲ διάφορα ἐπίπεδα γλωσσικῆς ἱκανότητας μὲ ἄλλα κείμενα γιὰ τὸ κάθε ἐπίπεδο. Μὲ τὴ γλώσσα τῆς Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἀπευθύνεται σὲ ὅλους, μὲ τὶς Καταβασίες, ὅμως, στοχεύει σὲ χριστιανοὺς κάποιας γλωσσικῆς παιδείας, χωρὶς νὰ ἀγνοεῖ βέβαια τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ οἱ ἄλλοι θὰ συλλαμβάνουν γενικότερα καὶ κάπως πιὸ ἀόριστα. Τέλος, μὲ τοὺς ἰαμβικοὺς κανόνες, ποὺ παρεμβάλλει στοὺς πεζοὺς κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων καὶ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσφαλῶς ἀπευθύνεται σὲ πολὺ ὑψηλότερα ἐπίπεδα γλωσσικῆς κατάρτισης. Ὅλα, ὅμως, ντυμένα μὲ τὴν εὐλαβῆ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ δίνουν ἕνα χρῶμα ἑορταστικό, ποὺ ἐξυπηρετεῖ τὴ λατρεία.
Οἱ χριστιανοί, καθὼς ἐζοῦσαν σὲ μία συχνὴ καὶ πυκνὴ ἐπαφὴ μὲ τὴ λατρεία καὶ μὲ τὴν εὐλάβεια ζωηρή, ἀναπαύονταν καὶ μὲ τὴν ἀνεπαρκῆ κατανόηση, ὅπως ὅταν μπαίνει ὁ πιστὸς σ’ ἕνα ἱστορημένο ναὸ καὶ ἀρκεῖται στὴν παρατήρηση λίγων εἰκόνων, ἂν καὶ τὸν περιβάλλουν πολὺ περισσότερες.
Εἶναι, πάντως, ἀποδεδειγμένο ὅτι πάντοτε ἡ λατρεία ἐκφράζονταν μὲ γλώσσα τοῦ παρελθόντος, ὄχι μόνο ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἀλλὰ καὶ ἡ εἰδωλολατρική. Μέχρι τοὺς πρώτους αἰῶνες μετὰ Χριστὸν οἱ εἰδωλολάτρες ἐλάτρευαν τοὺς θεούς τους μὲ τοὺς Ὀρφικοὺς καὶ Ὁμηρικοὺς Ὕμνους σὲ γλώσσα καθαρὰ Ὁμηρική, τουλάχιστον χιλίων χρόνων. Εἶναι, δηλαδή, ψυχολογικὴ ἀνάγκη νὰ ξεφύγει ὁ πιστὸς στὴ λατρεία ἀπὸ τὴν καθημερινότητα τοῦ ρεαλισμοῦ καὶ νὰ ἀναζητᾶ μία γλώσσα, ποὺ οἱ ὅροι της δὲν θυμίζουν τὰ φευγαλέα καθημερινὰ γεγονότα καὶ αἰσθήματα. Γὶ αὐτό, παρὰ τὶς ἀπόψεις περὶ ἁπλουστεύσεως τῆς λειτουργικῆς γλώσσας, νομίζω ὅτι ἤ λίγο ἢ καθόλου δὲν θὰ ἁπλουστευθεῖ, γιατί θὰ ἀντιδράσει τὸ κοινὸ αἴσθημα.
Μποροῦμε, ὅμως, καὶ πρέπει νομίζω νὰ ἀνεβάσομε τὴν ἱκανότητα τῶν πιστῶν νὰ καταλαβαίνουν τὴν λειτουργικὴ γλώσσα. Ἔχομε τὴν εὐλογία νὰ μιλοῦμε μία γλώσσα, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὴν ἀρχαία Ἑλληνική. Οἱ πιστοὶ χρειάζονται μία ἐνθάρρυνση, γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὰ λίγα καὶ μικρὰ ἐμπόδια στὴν κατανόηση. Κι αὐτὸ χρειάζεται μία ζωηρότερη διάθεση τῶν πιστῶν καὶ μία βοήθεια ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς κατήχησης.
Κωνσταντῖνος Γανωτὴς

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020



Μέ ἔντυσε μ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα
Ὁ ἅγιος Μαρτῖνος καί ὁ φτωχός  χειμώνας τοῦ 334 ὑπῆρξε ἰδαίτερα δριμύς στήν Ἀμιένη τῆς Βορείου Γαλλίας. Μιά πολύ ψυχρή μέρα ὁ ἅγιος Μαρτῖνος (316-397) συνάντησε ἕνα φτωχό γυμνό στήν πύλη τῆς πόλεως. Τί νά κάνη ὅμως; Φοροῦσε μόνο τή στρατιωτική ἐξάρτηση καί τόν μανδύα του. Παίρνει λοιπόν τό ξίφος του, σχίζει τόν μανδύα, δίνει ἕνα κομμάτι στό φτωχό καί ἀρκεῖται ὁ ἴδιος στό ὑπόλοιπο. Στό δρόμο τόν περιγελοῦν γιά τήν κολοβή του ἀμφίεση. Τή νύχτα ὅμως βλέπει στόν ὕπνο του τόν Χριστό, ντυμένο μέ τό κομμάτι τοῦ μανδύα πού εἶχε δωρίσει, νά λέει στούς ἀγγέλους πού Τόν ἀκολουθοῦσαν:
– Ὁ Μαρτῖνος μέ ἔντυσε μ᾿ αὐτό τό ἔνδυμα.

Τετάρτη 13 Μαΐου 2020



Ἡ πείρα
Ὁ ἄ­πρα­κτος λό­γος εἶ­ναι σάν τόν τε­χνί­τη πού ζω­γρα­φί­ζει το­ύς το­ί­χους μέ νερό, τό ὁ­ποῖ­ο δέν μπο­ρεῖ νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­ση τήν δί­ψα του, καί σάν τόν ἄν­θρω­πο πού βλέ­πει ὄ­μορ­φα ὄ­νει­ρα.
Ἐ­κεῖ­νος πού ὁ­μι­λεῖ πε­ρί τῆς ἀ­ρε­τῆς ἀ­πό ἔμ­πρα­κτη πε­ί­ρα, με­τα­δί­δει ἀπ᾿ αὐ­τήν στόν ἀ­κρο­α­τή του, ὅ­πως με­τα­δί­δει κα­νε­ίς ἀ­πό τά χρή­μα­τα τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου του.
Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος

Δευτέρα 11 Μαΐου 2020


Καταδικασμένοι νά εἶναι ἀθάνατοι
Οἱ ἄνθρωποι κατεδίκασαν τόν Θεόν εἰς θάνατον. Ὁ Θεός ὅμως διά τῆς Ἀναστάσεώς Του «καταδικάζει» τούς ἀνθρώπους εἰς ἀθανασίαν. Διά τά κτυπήματα τούς ἀνταποδίδει τούς ἐναγκαλισμούς. Διά τάς ὕβρεις τάς εὐλογίας. Διά τόν θάνατον τήν ἀθανασίαν. Ποτέ δέν ἔδειξαν οἱ ἄνθρωποι τόσον μῖσος πρός τόν Θεόν, ὅσον ὅταν Τόν ἐσταύρωσαν. Καί ποτέ δέν ἔδειξεν ὁ Θεός τόσην ἀγάπην πρός τούς ἀνθρώπους, ὅσην ὅταν ἀνέστη. Οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά καταστήσουν τόν Θεόν θνητόν, ἀλλ᾽ ὁ Θεός διά τῆς Ἀναστάσεώς Του κατέστησε τούς ἀνθρώπους ἀθανάτους. Ἀνέστη ὁ σταυρωθείς Θεός καί ἀπέκτεινε τόν θάνατον. Ὁ θάνατος οὐκ ἔστι πλέον. Ἡ ἀθανασία κατέκλυσε τόν ἄνθρωπον καί ὅλους τούς κόσμους του. 
Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου ἡ ἀνθρωπίνη φύσις ὡδηγήθη τελεσιδίκως εἰς τήν ὁδόν τῆς ἀθανασίας, καί ἔγινε φοβερά καί δι᾽ αὐτόν τόν θάνατον. Διότι πρό τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο φοβερός διά τόν ἄνθρωπον, ἀπό δέ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου γίνεται ὁ ἄνθρωπος φοβερός διά τόν θάνατον. Ἐάν ζῇ διά τῆς πίστεως εἰς τόν Ἀναστάντα Θεάνθρωπον ὁ ἄνθρωπος, ζῇ ὑπεράνω τοῦ θανάτου. Καθίσταται ἀπρόσβλητος καί ἀπό τόν θάνατον. Ὁ θάνατος μετατρέπεται εἰς «ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ»: «Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος;». Οὕτως, ὅταν ὁ ἐν Χριστῷ ἄνθρωπος ἀποθνήσκῃ, ἀφήνει ἁπλῶς τό ἔνδυμα τοῦ σώματός του διά νά τό ἐνδυθῇ ἐκ νέου κατά τήν ἡμέραν τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὁ θάνατος ἦτο ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ πρώτη ἦτο ἡ ζωή, καί ὁ θάνατος ἡ δευτέρα. Ὁ ἄνθρωπος εἶχε συνηθίσει τόν θάνατον ὡς κάτι τό φυσικόν. Ἀλλά μέ τήν Ἀνάστασίν Του ὁ Κύριος ἤλλαξε τά πάντα: ἡ ἀθανασία ἔγινεν ἡ δευτέρα φύσις τοῦ ἀνθρώπου, ἔγινε κάτι τό φυσικόν εἰς τόν ἄνθρωπον, καί τό ἀφύσικον κατέστη ὁ θάνατος. Ὅπως μέχρι τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἦτο φυσικόν εἰς τούς ἀνθρώπους τό νά εἶναι θνητοί, οὕτω μετά τήν ἀνάστασιν ἔγινε φυσική δι᾽ αὐτούς ἡ ἀθανασία. 
Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ ἄνθρωπος κατέστη θνητός καί πεπερασμένος. Διά τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Θεανθρώπου γίνεται ἀθάνατος καί αἰώνιος. Εἰς αὐτό δέ ἀκριβῶς ἔγκειται ἡ δύναμις καί τό κράτος καί ἡ παντοδυναμία τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἀναστάσεως. Καί διά τοῦτο ἄνευ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν θά ὑπῆρχε κἄν ὁ Χριστιανισμός. Μεταξύ τῶν θαυμάτων ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου εἶναι τό μεγαλύτερον θαῦμα. Ὅλα τά ἄλλα θαύματα πηγάζουν ἀπό αὐτό καί συνοψίζονται εἰς αὐτό. Ἐξ αὐτοῦ ἐκπηγάζουν καί ἡ πίστις καί ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλπίς καί ἡ προσευχή καί ἡ θεοσέβεια. Οἱ δραπέται μαθηταί, αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔφυγαν μακράν ἀπό τόν Ἰησοῦν ὅταν ἀπέθνησκεν, ἐπιστρέφουν πρός Αὐτόν ὅταν ἀνέστη. Καί ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος ὅταν εἶδε τόν Χριστόν νά ἀνίσταται ἐκ τοῦ τάφου, τόν ὡμολόγησεν ὡς Υἱόν τοῦ Θεοῦ. Κατά τόν ἴδιον τρόπον καί ὅλοι οἱ πρῶτοι Χριστιανοί ἔγιναν Χριστιανοί, διότι ἀνέστη ὁ Χριστός, διότι ἐνίκησε τόν θάνατον. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον οὐδεμία ἄλλη θρησκεία ἔχει. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον κατά τρόπον μοναδικόν καί ἀναμφισβήτητον δεικνύει καί ἀποδεικνύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός Θεός καί Κύριος εἰς ὅλους τούς ὁρατούς καί ἀοράτους κόσμους. 
Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς

Παρασκευή 8 Μαΐου 2020



Οἱ ἀπομείναντες
Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα

λίγοι ἄνθρωποι

ποὺ δὲν εἶναι κόλαση

ἡ ζωή τους



ὑπάρχει τὸ μικρό πουλί ὁ κιτρινολαίμης

ἡ Fraulein Ramser

καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες

οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἤ μὲ φεγγάρι



ψάξε καλά

βρές τους, Ποιητή!

κατάγραψέ τους προσεχτικά

γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν


λιγοστεύουν.
Μίλτος Σαχτούρης

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020



Ἕνας χριστιανισμὸς στὰ μέτρα μας
Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τῆς βρεφικῆς ἡλικίας σιγά σιγά παύει νά μεγαλώνει μέ τόν Θεό. Ἀλλιῶς διαπαιδαγωγοῦνται τά παιδιά σήμερα. Δέν παιδαγωγοῦνται ἐν Θεῶ. Δέν ὡριμάζει ὁ ἄνθρωπος ὡς θεανθρώπινη προσωπικότητα. Ἀκόμα καί αὐτοί οἱ χριστιανοί συχνά φτιάχνουν ἕναν χριστιανισμό στά μέτρα τους.
Ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τόν κόσμο καί παραδέχεται τήν Ἐκκλησία. Παραδέχεται τήν Ἐκκλησία καί ζεῖ τόν κόσμο. Ἔχει κοινή ζωή καί ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Ἐκτιμᾶ τήν ἐκκλησιαστική ζωή καί ζεῖ κοινή ζωή. Αὐτός εἶναι ὁ πεπτωκός ἄνθρωπος! Γι’ αὐτό καί ἡ Θ.Λειτουργία, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, ἁπλῶς καλλωπίζει τήν ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά δέν… τήν γεμίζει. Δέν εἶναι ἐκκλησιαστική ζωή. Ἡ διασπάθιση τοῦ χρόνου καί οἱ μέριμνες ἐπιφέρουν τόν ἐξοβελισμό τῆς λατρευτικῆς ἐμπειρίας.
Ποιός πηγαίνει στόν Ἑσπερινό, στόν Ὄρθρο; Πόσοι κάνουν Ἀπόδειπνο; Ποιοί γνωρίζουν τίς ἀκολουθίες μας; Ποιοί ἀκούουν κανόνες τῆς Ἐκκλησίας; Ὁ πλοῦτος τῶν ἀκολουθιῶν παραχωρεῖται, σπρώχνεται σέ κάποια γωνία. Θεωρεῖται ἀρκετό μόνο ἡ Θεία Λειτουργία – μάλιστα ὄχι καί ὁλόκληρη ἡ ἀκρόασή της – ὡς ἕνα ἑβδομαδιαῖο ἱερό θέαμα καί ἀκρόαμα.
Οἱ πιστοί μας ἀναπαύονται μέ τήν παρουσία τους στήν Ἐκκλησία, μερικοί δέ προσθέτοντες καί τήν Θεία Κοινωνία νομίζουν ὅτι εἶναι καλύτεροι ἀπό ὅσους μόνο παρίστανται. Ἔτσι ὅμως ἡ Λειτουργία δέν μᾶς τρέφει, δέν μᾶς ἀλλοιώνει, δέν μᾶς ἀνεβάζει σέ θεία βιώματα.
Πιστεύομε στήν ἁγιότητα καί τήν Θεία ἐπιφάνεια, ἀλλά δέν ἐννοοῦμε τήν ἁγιότητα ὡς προσωπική μας μέθεξη καί ἰδιότητα καί ἐνώπιον τῆς θείας ἐπιφανείας δέν διατιθέμεθα «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί τῆς καρδίας», γιά νά γίνουμε ἐμεῖς ἅγιοι.
Γέρων Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Τρίτη 5 Μαΐου 2020


Ὁ πόνος στὴ ζωή μας
Εἶναι εὔκολο κάποιος νὰ φιλοσοφεῖ ἢ νὰ θεολογεῖ γιὰ τὸν πόνο. Ἀλλὰ εἶναι δύσκολο νὰ ἀντιμετωπίζει σωστὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος περνᾶ ἕνα δυνατὸ πόνο στὴν ζωή του. Θεωρῶ πολὺ τολμηρὸ νὰ μιλᾶ κανεὶς γιὰ τὸν πόνο, ὅταν ὁ ἴδιος δὲν πονᾶ. Σκέπτομαι ὅλους τοὺς ἀδελφούς μας ἁπανταχοῦ τῆς γῆς, ποὺ πονοῦν σωματικὰ ἢ ψυχολογικὰ ἢ πνευματικά.
Σωματικὰ πονοῦν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ ἀρρώστιες, κακουχίες, πείνα. Ψυχολογικὰ πονοῦν ἀπὸ κατατρεγμούς, συκοφαντίες, ἔλλειψη ἀγάπης καὶ μὴ ἀνταπόκριση στὴν προσφερόμενη σὲ ἄλλα προσφιλῆ πρόσωπα ἀγάπη, ἀνεκπλήρωτες ἐπιθυμίες, ἀσθένειες καὶ θανάτους προσφιλῶν ἀνθρώπων καὶ ἄλλα αἴτια. Πνευματικὰ πονοῦν ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅμως βλέπουν ὅτι μὲ τὶς ἁμαρτίες τους λυποῦν τὸν Θεὸ καὶ προσβάλλουν τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο.
Δὲν εἰσῆλθε ἀσφαλῶς κατ᾿ εὐδοκία Θεοῦ. Μπῆκε κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐγωιστικὴ παρακοή του ἔχασε τὴν Πηγὴ τῆς Ζωῆς, τὸν Πλάστη του. Ἀπὸ τὴν ἄπονο κατάσταση τῆς Θείας Βασιλείας, βρέθηκε σὲ μία ἄλλη κατάσταση, στὴν ὁποία ἀφοῦ δὲν βασίλευε ἡ ἀληθινὴ Ζωή, κυριαρχοῦσε μία ζωὴ φθαρμένη, συνυφασμένη μὲ τὸν θάνατο, τὰ πάθη καὶ τὴν ἁμαρτία.
Σ᾿ αὐτὴν τὴν νέα κατάσταση, ὁ θάνατος καὶ ὁ πόνος φαίνονταν νὰ ἔχουν ἕνα θετικὸ νόημα, ὅπως ἄλλωστε καὶ οἱ ἄλλοι δερμάτινοι χιτῶνες μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς ἔνδυσε τοὺς πρωτοπλάστους, ὅταν ἐκεῖνοι ἔφευγαν ἀπὸ τὸν Παράδεισο, γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει στὴν ἐξορία τους. Ὁ θάνατος θέτει τέρμα στὸ κακό, ποὺ ἀλλιῶς θὰ ἦταν ἀθάνατο ἐπὶ τῆς γῆς.
Ὁ σωματικὸς πόνος εἰδοποιεῖ γιὰ τὴν ἀσθένεια, ὥστε νὰ ὑπάρχει ἡ κατάλληλη θεραπεία. Οἱ ἰατροὶ γνωρίζουν πόσο εὐεργετικὸς εἶναι ὁ πόνος. Ἐπίσης, ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ πόνοι μᾶς βοηθοῦν νὰ λάβουμε αἴσθηση τῆς φθαρτότητάς μας καὶ ἔτσι νὰ γνωρίσουμε τὰ πεπερασμένα μας ὅρια γλιτώνοντας ἀπὸ κάθε μορφὴ αὐτοθεοποιήσεως.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀναθεωρήσουμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας καὶ νὰ τὴν ἐπαναπροσανατολίσουμε στὸ σωστὸ κέντρο της, ποὺ εἶναι ὁ Τριαδικὸς Θεός.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ἀγάπη μας πρὸς τὸν Θεό, ὥστε νὰ ἀγαποῦμε τὸν Θεὸ ὄχι γιατί μας δίνει τὰ δῶρα Του (ὅπως ἡ ὑγεία, ἡ οἰκογενειακὴ εὐτυχία κ.λπ.), ἀλλὰ γι᾿ Αὐτὸν τὸν Ἴδιο.
Ἔτσι ὁ πολύαθλος Ἰώβ, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετώπισε τὶς ἀσθένειες καὶ τὶς ἄλλες ἀβάστακτες δοκιμασίες, ἀπέδειξε ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεὸ γιὰ τὸν Θεὸ καὶ ὄχι τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα Του. Ἀγαποῦσε τὸν Θεὸ τόσο δυνατά, ὅταν βρισκόταν ριγμένος, πάνω στὶς κοπριές, γεμάτος πληγὲς καὶ μὲ σκοτωμένα τὰ δέκα παιδιά του τόσο δυνατά, ὅσο καὶ ὅταν εὐτυχοῦσε.
Ὁ πόνος μᾶς βοηθᾶ ἀκόμη νὰ τοποθετηθοῦμε σωστὰ ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ὁποίους πολλὲς φορὲς ὅταν δὲν πονᾶμε, τοὺς καταφρονοῦμε, τοὺς ἀδικοῦμε τοὺς κάνουμε νὰ πονοῦν μὲ τὴν ἐγωιστική μας στάση. Ὅταν ἡ ἡδονὴ μὲ τὴν ὁποία ἀπομυζοῦμε τοὺς συνανθρώπους μας γίνεται ὀδύνη, καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ παράνομες ἡδονὲς μᾶς καταστρέφουν.
Πολλὲς φορὲς ἄνθρωποι ποὺ πόνεσαν δυνατὰ βρῆκαν διὰ τοῦ πόνου τὸ ἀληθινό τους πρόσωπο ξεπερνώντας τὰ προσωπεῖα, καὶ γι᾿ αὐτὸ εὐχαρίστησαν τὸν Θεὸ γιὰ τὸ δῶρο τοῦ πόνου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸ ἦταν μία ἀνίατος καὶ ὀδυνηρὰ ἀσθένεια.
Ἄλλοτε πάλι ὁ πόνος βοηθᾶ καὶ τοὺς ὡρίμους πνευματικὰ ἀνθρώπους νὰ φθάσουν σὲ ὑψηλότερες μορφὲς πνευματικῆς τελειώσεως, νὰ στηρίξουν καὶ νὰ παρηγορήσουν πολλὲς ψυχές.
Ὡς παράδειγμα ἀναφέρω τὸν μακαριστὸ γέροντα Παΐσιο, ποὺ δέχθηκε τὴν λεγόμενη «ἐπάρατη» νόσο μὲ χαρά, κάνοντας τὸν λογισμὸ ὅτι οἱ κοσμικοὶ ποὺ πάσχουν παρηγοροῦνται, ὅταν μαθαίνουν, ὅτι πάσχουν καὶ οἱ μοναχοί. Ἔτσι ἡ ἐπάρατη νόσος ἔγινε γιὰ τὸν π. Παΐσιο εὐλογημένη νόσος.
Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020


Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα
Βλέπω παιδιὰ ποὺ ἔχουν τελειώσει ὄχι μόνο Λύκειο ἀλλὰ καὶ Πανεπιστήμιο νὰ γράφουν κάτι γράμματα, νὰ κάνουν κάτι λάθη… Ἐμεῖς τοῦ Δημοτικοῦ ἤμασταν καὶ τέτοια λάθη δὲν κάναμε. Καὶ ἂν εἶναι φοιτητὲς τῆς Φιλολογίας ἢ τῆς Νομικῆς, κάτι γίνεται. Ἂν εἶναι ἄλλης Σχολῆς, δὲν ξέρουν νὰ γράψουν. Ἐνῶ τὸ Σχολαρχεῖο παλιὰ ἦταν… (σὰν Πανεπιστήμιο). Ἐδῶ βλέπεις καὶ στὸ Δημοτικὸ πόσα μάθαιναν τότε τὰ παιδιά, πόσο μᾶλλον στὸ Σχολαρχεῖο!
Σήμερα τὰ φορτώνουν ἕνα σωρὸ καὶ τὰ μπερδεύουν. Τὰ μπουχτίζουν στὰ γράμματα χωρὶς πνευματικὸ ἀντιστάθμισμα. Στὰ σχολεῖα τὰ παιδιὰ πρέπει πρῶτα νὰ μαθαίνουν τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Μικρὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε νὰ μάθουν ἀγγλικά, γαλλικά, γερμανικά –ἐνῶ Ἀρχαῖα νὰ μὴ μάθουν – μουσική, τὸ ἕνα, τὸ ἄλλο… Τί νὰ πρωτομάθουν; Ὅλο γράμματα καὶ ἀριθμοὺς καὶ ἐκεῖνα ποὺ εἶναι νὰ μάθουν, γιὰ τὴν Πατρίδα τους κ.λπ., δὲν τὰ μαθαίνουν. Οὔτε πατριωτικὰ τραγούδια οὔτε τίποτε.
Πιάσε ἕνα ἀπὸ τὰ σημερινὰ παιδιὰ τώρα καὶ ρώτησε τό: «Σὲ ποιό νομὸ εἶναι τὸ χωριό σου; Πόσο πληθυσμὸ ἔχει;». Δὲν ξέρει νὰ σοῦ πῆ. Σοῦ λέει: «Θὰ πάω στὸ Πρακτορεῖο, θὰ πάρω τὸ λεωφορεῖο καὶ θὰ μὲ πάη στὸ χωριό. Ἀφοῦ ξέρει ὁ εἰσπράκτορας, θὰ τοῦ πῶ ὅτι θέλω νὰ πάω στὸ τάδε χωριό, θὰ πληρώσω καὶ θὰ μὲ πάη». Ἐμεῖς στὸ Δημοτικὸ ξέραμε ὅλον τὸν κόσμο ἀπ΄ ἔξω. Γιατί ἔπρεπε νὰ ξέρης ἀπ΄ ἔξω τὶς πόλεις ὅλων τῶν κρατῶν ἀπὸ πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους καὶ ἄνω. Μετὰ ἔπρεπε νὰ ξέρης τὰ μεγαλύτερα ποτάμια στὸ φάρδος καὶ στὸ μάκρος καὶ τὰ ἀμέσως μικρότερα, τὰ μεγαλύτερα βουνὰ κ.λπ. –πόσο μᾶλλον τῆς Ἑλλάδος! Τὸ ἔχω δεῖ καὶ σὲ μεγάλους ὄχι μόνο σὲ μικρὰ παιδιά· φοιτητὴς νὰ μὴν ξέρη πόσους κατοίκους ἔχει ἡ πόλη στὴν ὁποία σπουδάζει! Ρώτησα ἕναν ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο βουνὸ τῆς Ἑλλάδος, καὶ δὲν ἤξερε. Ποιό εἶναι τὸ μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Τὸ πιὸ μικρό, οὔτε αὐτό. Φοιτητὴς καὶ νὰ μὴν ξέρη τίποτε γιὰ τὴν Πατρίδα του! Θά΄ ρθοῦν μετὰ οἱ … «φίλοι»μας, οἱ γείτονες, καὶ θὰ τοῦ ποῦν: «Αὐτὴ δὲν εἶναι πατρίδα σου· εἶναι πατρίδα δική μας», καὶ θὰ τοὺς ἀπαντήση: «Καλὰ λέτε, ἔτσι εἶναι»! Καταλάβατε; Ἐκεῖ πᾶμε! Ἂν ρωτήσης ὅμως τὰ σημερινὰ παιδιὰ γιὰ τὸ ποδόσφαιρο ἢ γιὰ τὴν τηλεόραση, τὰ ξέρουν ὅλα καὶ ὅλους ἄπ΄ ἔξω.
Καὶ βλέπεις, ἦρθαν παιδιὰ ἀπὸ τὴν Ἀλβανία καὶ ἤξεραν γράμματα. «Ποῦ τὰ μάθατε τὰ γράμματα;», ρωτᾶς τοὺς Βορειοηπειρῶτες. «Στὶς φυλακές», σοῦ λένε. Ἐκεῖνα τὶς φυλακὲς τὶς ἔκαναν σχολεῖα. Τὰ δικά μας τὰ παιδιὰ τὰ σχολεῖα τὰ ἔκαναν φυλακές· κλείστηκαν μόνα τους μέσα μὲ τὶς καταλήψεις… Τὰ παιδιὰ σήμερα, ἰδίως στὴν ἐφηβικὴ ἡλικία, εἶναι ζαλισμένα· πιὸ πολὺ στὸ Γυμνάσιο καὶ στὸ Λύκειο. Στὸ πανεπιστήμιο εἶναι πιὸ ὥριμα. Ἐκεῖ ἄλλωστε, ὅποτε θέλουν πηγαίνουν.
Ἅγιος Παΐσιος Ἁγιορείτης

Κυριακή 3 Μαΐου 2020


Νὰ ξεχνᾶς καὶ νὰ θυμᾶσαι
Νὰ ξεχνᾶς εὐγενικὰ πόσα ἔδωσες...
Νὰ θυμᾶσαι εὐλαβικὰ πόσα πῆρες..