Κυριακή 31 Μαρτίου 2024


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος

Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ, καλημέρα,
Ἄργησα νὰ σοῦ γράψω. Ἀπουσίαζα. Σοῦ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τὰ φωτοτύπησα ἀπὸ τὸν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια της ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος. Ζοῦσε ἅγια. Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἔνιωθα. Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο ἤρεμο. Ἁπλὸς σ’ ὅλα του. Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ φοροῦσα στολὲς πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοῦ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου, ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη –ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα.
Ντράπηκα. Παπὰς ἐγώ. Δεσπότης αὐτός.
Τοῦ λέω, «Γέροντα, δὲν πάει ἄλλο. Θὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου».
Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι», μοῦ λέει, «ἐσὺ εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἔχεις παιδιὰ» καὶ ἄλλα τέτοια. Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάω, τί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια», τοῦ λέω. «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε κάποτε μὲ τοὺς δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος:
Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ εἶχε ἔλθει στὴ Μητρόπολη. Δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στὸ Βόιο. Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του - αὐτὸς ποὺ μοῦ τὰ διηγεῖται - καὶ τοῦ λέει: «Παπούλη, ποῦ πᾶς;» Λέει αὐτὸς: «Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης: «Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις;» Λέει: «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα ὁ Δεσπότης. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι. Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα.

Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος: «Ποιός εἶναι;»
«Ὁ Δεσπότης», τοῦ λένε.
Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικά, Στέλιο, πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου…
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, «Ἕνας Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος».
Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου. Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης Μπετσάκος
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
*****
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος γεννήθηκε τὸ 1920 στὸ Ἄργος Ἀργολίδος. Ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων.
Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-1974 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη στὶς 3.12.1967, πρεσβύτερος δὲ στὶς 4.12.1967. Τὴν 23η Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης.
Ἐξέδωσε ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Δημοσίευσε βιβλιοκρισίες καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ σὲ διάφορα περιοδικά.
Ὁ «πιὸ ταπεινὸς δεσπότης τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν πολλοί, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17.12.2005 στὸ «Μποδοσάκειο» Νοσοκομεῖο Πτολεμαΐδας, σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ τρίμηνη μάχη μὲ τὸν καρκίνο.

Σάββατο 30 Μαρτίου 2024



Πατρίδα, πατρίδα, ἤσουνε ἄτυχη
Πατρίδα, πατρίδα, ἤσουνε ἄτυχη ἀπὸ ἀνθρώπους νὰ σὲ κυβερνήσουν! Μόνος ὁ Θεός, μόνος ὁ ἀληθινὸς αὐτὸς κι᾿ δίκιος κυβερνήτης σὲ κυβερνεῖ καὶ σὲ διατηρεῖ ἀκόμα!
Στρατηγὸς Μακρυγιάννης

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024



Περὶ φιλογενείας
«Ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Τὴν αὐτήν, ἀδελφοί, τοῦ Σωτῆρος ἐντολὴν ἐπαναλαμβάνει πρὸς ἡμᾶς μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ ἡ Πατρίς. Καὶ ἡ Πατρὶς ἀπαιτεῖ παρ' ἡμῶν τῆς φιλογενείας τὸν φόρον, ὅστις εἶναι τὸ μόνον γνώρισμα καὶ τοῦ ἀγαθοῦ Χριστιανοῦ καὶ τοῦ ἀγαθοῦ πολίτου. 
Ἡ Πατρὶς εἶναι ἡ πολυσέβαστος μήτηρ τοῦ λογικοῦ ἀνθρώπου, ἡ εὐεργετικωτάτη τροφὸς αὐτοῦ καὶ διδάσκαλος, τὸ ἱερώτατον στάδιον, εἰς τὸ ὁποῖον κατέβη πρῶτον νὰ γυμνασθῇ τοὺς ἀγῶνας τῆς φιλαδελφίας καὶ τῆς φιλανθρωπίας. Εἰς τὴν πατρίδα πρῶτον εἶδε τὸν ἥλιον, ἀνέπνευσε τὰς ζωογόνους αὔρας τοῦ ἀέρος, ἔμαθε νὰ ἐκφράζῃ τὰς ἐννοίας διὰ τοῦ λόγου, ἐτράφη καθὅ χριστιανὸς τὸ ἄδολον γάλα τῆς εὐσεβείας, ἔλαβε τὰ στοιχεῖα καὶ τῆς φυσικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς καταστροφῆς. Χρεωστεῖ λοιπὸν νὰ τιμᾷ τὴν πατρίδα, καθὼς καὶ τοὺς ἰδίους αὐτοῦ γονεῖς, οἵτινες εἶναι καὶ αὐτοὶ τέκνα τῆς σεβαστῆς ταύτης πατρίδος καὶ πατρογόνου ρίζης ὅλης τῆς αὐτοῦ γενεᾶς. Χρεωστεῖ νὰ φρονῇ σταθερῶς, ὅτι δὲν ἐγεννήθη εἰς τὸν κόσμον μόνον δι’ ἑαυτόν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πατρίδα. Ἡ πατρὶς ἔχει δικαίωμα ἁγιώτατον εἰς ὅλα τοῦ πατριώτου τὰ προτερήματα, εἰς τὰς ἀρχάς, εἰς τὰς γνώσεις, εἰς τὰ πλούτη, εἰς ὅλας αὐτοῦ τὰς δυνάμεις, ὅπως ἂν ἔχῃ καὶ ὅπου ποτε ἂν τύχῃ νὰ διατρίβῃ.
Καθὼς τὰ εὔκαρπα δένδρα, ὅσους ἂν ἐκθρέψωσι καρπούς, πρῶτον τούτους παραθέτουσιν εἰς τὸ γενέθλιον αὐτῶν ἔδαφος, τοὺς δὲ περισσεύοντας χαρίζουσιν, ἡδείαν ἀπόλαυσιν, εἰς τὴν ξενιτείαν, παρομοίως καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ γνήσιος πατριώτης χρεωστεῖ τὴν εὐκαρπίαν τῶν ἑαυτοῦ προτερημάτων πρώτιστα καὶ μάλιστα εἰς τὴν γεννήσασαν καὶ ἐκθρέψασαν αὐτὸν γῆν.
Διὰ τοῦτο καὶ θεῖοι καὶ ἀνθρώπινοι νόμοι καταδικάζουν ὡς πατραλοίαν τὸν παραβάτην τῶν πατριωτικῶν καθηκόντων. Διὰ τοῦτο προστάζουσι καθένα νὰ ὑπερμαχῇ κατὰ πρῶτον λόγον ὑπὲρ τῆς πίστεως καὶ κατὰ δεύτερον λόγον ὑπὲρ τῆς πατρίδος. «Μάχου ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος». Διὰ τοῦτο τέλος αὐτὴ ἡ φύσις μᾶς ἔχει τοιουτοτρόπως προσκολλημένους εἰς τὸ γενέθλιον ἔδαφος, ὥστε δὲν συγχωρεῖται συνήθως, εἰμὴ εἰς μόνους τοὺς ἀναισθήτους παντάπασι τὰ ἤθη σαπροὺς καὶ διεφθαρμένους, νὰ μὴ αἰσθάνωνται ἀγάπην καὶ πόθον πρὸς τὴν πατρίδα. Ὡς καὶ αὐτὰ τὰ κατ' αὐτὴν ἄψυχα συχνάκις καταθέλγουσιν αἰχμαλωτίζοντα τὸ μνημονικόν μας.
Ὁ ἥλιος τῆς πατρίδος μᾶς φαίνεται γλυκύτερος, ὁ ἀὴρ εὐπνούστερος καὶ ζωηρότερος, τὰ προϊόντα τροφιμώτερα, ποικιλώτερα καὶ ἡδύτερα. Τὰ καλὰ λειβάδια, τὰ σκιερὰ δάση, τὰ καθαρὰ νερά, πολλάκις καὶ ἕν δένδρον, ἕν ρυάκιον, καὶ βράχος τις ἀπότομος τῆς πατρίδος κυριεύει καὶ κατακρατεῖ τὴν φαντασίαν τοιουτοτρόπως, ὥστε, ὅσον καὶ ἂν εἶναι μικρὸς ὁ τόπος τῆς γεννήσεως ἑκάστου, εἰς τοῦτον ἐγκαλλωπίζεται καὶ πρὸς τοῦτον ἐκ τῆς ξενιτείας πυκνῶς ἀποβλέπει καὶ τοῦτον ὄχι ἅπαξ ἐπροτίμησεν ἀπὸ εὐδαιμονεστέρας χώρας καὶ πόλεις τῆς οἰκουμένης.
Ἐὰν λοιπὸν πᾶς ἁπλῶς πατριώτης ἔχῃ τοῦτο τὸ χρέος πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτοῦ πατρίδα, πόσον, ἀγαπητοί, πρέπει νὰ εἶναι τὸ χρέος ἡμῶν πρὸς τὴν ἡμετέραν; Ἕλληνες Χριστιανοί, συλλογίσθητε εἰς ποίαν γῆν ἐγεννήθημεν καὶ ποία τις εἶναι κατὰ τὸ παρὸν ἡ κατάστασις αὐτῆς. Ἡ πατρὶς τῆς ὀρθοδοξίας καὶ τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀνδρείας καὶ τῆς ἀρετῆς, ἀφοῦ τοσούτους χρόνους ἐβασανίσθη ὑπὸ τὸ σιδηροῦν σκῆπτρον τῆς ἀσεβείας, ἀντιπαλαίει σήμερον πρὸς τὰς φάλαγγας τοῦ θανάτου. Οἱ ἐκλεκτοί τῆς Ἐκκλησίας υἱοὶ μονομαχοῦσι πρὸς τὰ λυσσῶντα τέκνα τῆς Ἄγαρ. Ὦ φίλη πατρίς, ὦ Ἑλλάς! Ποῖον ἄρα καὶ πότε θέλει γίνει τῆς ἀνίσου ταύτης πάλης τὸ τέλος;
Κωνσταντῖνος Οἰκονόμου ὁ ἐξ Οἰκονόμων

Πέμπτη 28 Μαρτίου 2024



Ἐωθινὸν
Θεέ αἰώνιε, Δημιουργέ τοῦ παντός, Σύ πού μέ τήν ἀνεξιχνίαστη ἀγαθότητά Σου μέ κάλεσες ἀπό τήν ἀνυπαρξία στή ζωή, Σύ πού μέ ἀξίωσες νά λάβω τή Χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί μοῦ χάρισες μιά καινούργια γέννηση Ἄνωθεν, Σύ, πού ἀπόθεσες τή σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πάνω στά μέλη τοῦ σώματός μου μέ τό μυστήριο τοῦ ἁγίου Χρίσματος καί μοῦ ἔδωσες τήν ἐπιθυμία νά Σέ ἀναζητῶ, Σύ ὁ μόνος ἀληθινός Θεός ἄκουσε τήν προσευχή μου.
Δέν ἔχω ζωή, φῶς, χαρά, σοφία ἤ δύναμη ἔξω ἀπό Σένα μόνο Θεέ μου. Δέν τολμῶ νά ὑψώσω τά μάτια μου σ’ Ἐσένα ἐξαιτίας τῆς ἀνομίας μου. Ἀλλά Σύ εἶπες στούς μαθητές Σου· «Πάντα ὅσα ἄν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες λήψεσθε». Κι ἀκόμη: «Ὅ,τι ἄν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου τοῦτο ποιήσω». Γι’ αὐτό καί μόνο τολμῶ καί Σέ ἐπικαλοῦμαι.
Καθάρισέ με ἀπό κάθε ρύπο, σαρκός καί πνεύματος· καί δίδαξέ με πῶς νά προσεύχομαι σ’ Ἐσένα.
Εὐλόγησε τούτη τή μέρα πού μοῦ χαρίζεις, σέ μένα, τόν ἀνάξιο δοῦλο Σου. Μέ τή δύναμη τῆς εὐλογίας Σου ἱκάνωσέ με, παντοῦ καί πάντα, νά μιλῶ καί νά ἐνεργῶ γιά τή δόξα Σου, μέ πνεῦμα καθαρό, μέ ταπείνωση, ὑπομονή καί ἀγάπη, μέ γλυκύτητα, εἰρήνη, θάρρος καί σοφία, καί νά ‘χω πάντα συνείδηση τῆς Παρουσίας Σου.
Μέ τήν ἀπέραντη ἀγαθότητά Σου, Κύριε, δεῖξε μου τήν ὁδό τοῦ θελήματός Σου καί ἀξίωσέ με νά τή βαδίζω κάτω ἀπό τό βλέμμα Σου χωρίς ἁμαρτία.
Κύριε, Σύ ὁ ἐτάζων καρδίας, γνωρίζεις αὐτό πού ἔχω ἀνάγκη. Γνωρίζεις τήν τυφλότητα καί τήν ἄγνοιά μου. Βλέπεις τήν ὀλιγοπιστία καί τήν πλάνη μου. Γνωρίζεις ὅμως καί τή λαχτάρα μου, τίς ὀδύνες τῆς καρδιᾶς  καί τούς πόνους τῆς ψυχῆς μου.
Γι’ αὐτό, Σέ ἱκετεύω, ἄκουσε τήν προσευχή μου. Καί διά τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος  δίδαξέ μου τήν ὁδό πού πρέπει νά βαδίσω. Κι ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μέ ὁδηγήσει σέ ἀλλότριους δρόμους, μή μέ λυπηθεῖς, Κύριε, ἀλλά ἐπίστρεψέ με μέ τή βία στήν ὁδό τῆς ἁγιωσύνης Σου. Μέ τή δύναμη τῆς ἀγάπης Σου, ἀξίωσέ με νά προσκολληθῶ στό ἀγαθό. Φύλαξέ με ἀπό κάθε λόγο καί πράξη πού θανατώνουν τήν ψυχή μου. Ἀπό κάθε κίνηση πού μπορεῖ νά Σέ προσβάλει ἤ νά πληγώσει τόν ἀδελφό μου.
Δίδαξέ με αὐτό πού πρέπει νά πῶ καί πῶς πρέπει νά τό πῶ. Κι ὅταν τό θέλημά Σου εἶναι νά σιωπήσω, φώτισέ με νά τό κάνω μέ πνεῦμα εἰρηνικό πού νά μήν προκαλεῖ θλίψη ἤ ἐνοχή στόν πλησίον μου. Στερέωσέ με στήν ὁδό τῶν ἐντολῶν Σου. Κι ὡς τήν τελευταία μου πνοή μήν ἐπιτρέψεις νά ξεμακρύνω ἀπό τό φῶς τοῦ προστάγματός Σου. Ἔτσι ὥστε οἱ ἐντολές Σου νά γίνουν ὁ μόνος νόμος τῆς ὑπάρξεώς μου, τόσο σ’ αὐτή τή ζωή ὅσο καί στήν αἰωνιότητα.
Ναί, Κύριε, Σέ ἱκετεύω, ἐλέησέ με. Στήριξέ με στόν πόνο καί στήν ἀπελπισία μου, καί μή μοῦ κρύβεις τήν ὁδό τῆς σωτηρίας. Πολυάριθμα καί μεγάλα εἶναι τά αἰτήματά μου, Κύριε, κι ὡστόσο δέν ξεχνῶ τήν ἀσχήμια τῆς ἁμαρτίας μου. Ἐλέησέ με.
Μή ἀπορρίψεις με ἀπό τοῦ προσώπου Σου ἐξαιτίας τῆς μεγάλης παρρησίας μου. Ἀντίθετα, αὔξησε μέσα μου αὐτή τήν παρρησία καί ἀξίωσέ με, ἐμένα, τόν αἴσχιστο τῶν ἀνθρώπων, νά Σέ ἀγαπῶ ὅπως προστάζεις, μ’ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή μου, μ’ ὅλη μου τήν διάνοια, μ’ ὅλη τή δύναμη τῆς ὑπάρξεώς μου.
Ναί, Κύριε, διά τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος δίδαξέ με τήν καλωσύνη, τήν ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς καί τή γνώση. Ἀξίωσέ με, πρίν κατεβῶ στόν τάφο, νά γνωρίσω τήν ἀλήθεια Σου. Παράτεινε τή ζωή μου σ΄ αὐτό τόν κόσμο, ὥσπου νά σοῦ προσφέρω ἀληθινή μετάνοια. Μή μέ ἀποσπάσεις ἐν τῷ ἡμίσει τῶν ἡμερῶν μου, ὅσο τό πνεῦμα μου παραμένει ἀκόμα τυφλό.
Κι ὅταν θά θελήσεις νά βάλεις τέλος στή ζωή μου, γνώρισέ μου τήν ὥρα τοῦ θανάτου μου, γιά νά μπορέσω νά ἑτοιμάσω τήν ψυχή μου νά σέ συναντήσει ἐπάξια. Σ’ αὐτή τή φοβερή ὥρα, Κύριε, μεῖνε μαζί μου. Καί δώρισέ μου τή χαρά τοῦ σωτηρίου Σου. Καθάρισέ με ἀπό τά κρυφά μου σφάλματα. Ἀπό κάθε ἀνομία πού βρίσκεται μασκαρεμένη ἐντός μου. Καί δῶσε μου καλήν ἀπολογίαν ἐπί τοῦ φοβεροῦ βήματός Σου.
Ναί, Κύριε, μέ τή μεγάλη Σου εὐσπλαγχνία, καί τήν ἀπέραντη ἀγάπη Σου γιά τούς ἀνθρώπους. Εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου.
Γέρων Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2024



Ἡ συνέχεια
Φυλαχθεῖτε ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸν λογισμὸ τοῦτο· «ἐσὺ εἶσαι ἀγράμματος καὶ ἀμαθὴς καὶ δὲν καταλαβαίνεις ἐκεῖνα ποὺ λέγονται στὴν ἐκκλησία, καὶ λοιπὸν γιατί νὰ πᾶς;».
Σᾶς ἀπαντᾶ ἕνας ἀββὰς στὸ «Γεροντικὸ» ὅτι, ἂν καὶ σεῖς δὲν καταλαβαίνετε ἐκεῖνα ποὺ λέγονται στὴν ἐκκλησία, ὁ διάβολος τὰ καταλαβαίνει, καὶ γιὰ τοῦτο τρομάζει καὶ φοβᾶται καὶ φεύγει ἀπὸ σᾶς· ἀφήνω δέ, ὅτι καὶ ἐσεῖς, ἂν καὶ δὲν τὰ καταλαβαίνετε ὅλα ὅσα λέγονται στὴν ἐκκλησία, ὅμως πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ ξέρετε καὶ μὲ ἐκεῖνα ὠφελεῖσθε. Προσθέτω δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἂν ἐσεῖς συχνὰ πηγαίνετε στὴν ἐκκλησία καὶ ἀκοῦτε τὰ θεία λόγια, ἡ συνέχεια ἐκείνη μὲ τὸν καιρὸ σᾶς κάνει νὰ καταλαβαίνετε ἐκεῖνα ποὺ πρὶν δὲν καταλαβαίνατε, ὅπως λέει ὁ Χρυσόστομος, διότι ὁ Θεὸς βλέποντας τὴ προθυμία σας ἀνοίγει τὸ νοῦ σας καὶ τὸν φωτίζει στὸ νὰ τὰ καταλαβαίνει.
Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024



Εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες
Εἰς τὸν καιρὸ τῆς νεότητος ὁποὺ ἠμποροῦσα νὰ μάθω κάτιτι, σχολεῖα, ἀκαδημίαι δὲν ὑπῆρχαν· μόλις ἦσαν μερικὰ σχολεῖα, εἰς τὰ ὁποῖα ἐμάθαιναν νὰ γράφουν καὶ νὰ διαβάζουν. Οἱ παλαιοὶ κονζαμπασῆδες, ὁποὺ ἦσαν οἱ πρώτιστοι τοῦ τόπου, μόλις ἤξευραν νὰ γράφουν τὸ ὄνομά τους. Τὸ μεγαλείτερο μέρος τῶν Ἀρχερέων δὲν ἤξευρε παρὰ ἐκκλησιαστικὰ κατὰ πρᾶξιν, κανένας ὅμως δὲν εἶχε μάθηση. Τὸ ψαλτήρι, τὸ κτωήχι, ὁ μηναῖος, ἄλλαι προφητεῖαι, ἦσαν τὰ βιβλία ὁποὺ ἀνέγνωσα. Δὲν εἶναι παρὰ ἀφοῦ ἐπῆγα εἰς τὴν Ζάκυνθο, ὁποὺ εὕρηκα τὴν Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος εἰς τὴν ἁπλοελληνικήν. Τὰ βιβλία ὁποὺ ἐδιάβαζα συχνὰ ἦτον ἡ Ἱστορία τῆς Ἑλλάδος, ἡ Ἱστορία τοῦ Ἀριστομένη καὶ Γοργὼ καὶ ἡ Ἱστορία τοῦ Σκεντέρμπεη. Ἡ γαλλικὴ ἐπανάστασις καὶ ὁ Ναπολέων ἔκαμε, κατὰ τὴν γνώμη μου, νὰ ἀνοίξει τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Πρωτύτερα τὰ ἔθνη δὲν ἐγνωρίζοντο, τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἐνόμιζαν ὡς θεοὺς τῆς γῆς, καὶ ὅ,τι καὶ ἂν ἔκαμναν, τὸ ἔλεγαν καλὰ καμωμένο. Διὰ αὐτὸ καὶ εἶναι δυσκολότερο νὰ διοικήσεις τώρα λαόν. Εἰς τὸν καιρό μου, τὸ ἐμπόριο ἦτον πολλὰ μικρό, τὰ χρήματα ἦσαν σπάνια, τὸ τάλληρο τὸ ἐπρόφθασα τρία γρόσια, καὶ ὅποιος εἶχε χίλια γρόσια, ἦτον πράγμα μεγάλο, καὶ ἔκαμνε κανεὶς δουλειές, ὅσες τώρα δὲν ἔκαμνε μὲ χίλια βενέτικα. Ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων ἦτον μικρή. Δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἐπανάστασίς μας, ὁποὺ ἐσχέτισε ὅλους τοὺς Ἕλληνας. Εὑρίσκοντο ἄνθρωποι ὁποὺ δὲν ἐγνώριζαν ἄλλο χωριὸ μακρυὰ μίαν ὥρα ἀπὸ τὸ ἐδικό τους. Τὴν Ζάκυνθο τὴν ἐνόμιζαν ὡς νομίζομεν τώρα τὸ μακρύτερο μέρος τοῦ κόσμου. Ἡ Ἀμερικὴ μᾶς φαίνεται ὡς πῶς τοὺς ἐφαίνετο αὐτῶν ἡ Ζάκυνθος· ἔλεγαν εἰς τὴν Φραγκιά.
Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά. Ἔτζι λοιπὸν εἰς τὰς 3 Ἰανουαρίου ἀνεχώρησα ἀπὸ τὴν Ζάκυνθον καὶ εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου ἔφθασα εἰς τὴν Σκαρδαμούλα, εἰς τοῦ πατρικοῦ μου φίλου καπετὰν Παναγιώτη Μούρτζινου. Τὸ κίνημά μας ἔγινε εἰς τὰς 22 Μαρτίου εἰς τὴν Καλαμάταν. Ἀπὸ τὰς 6 τοῦ Ἰανουαρίου, ἕως εἰς τὰς 22 Μαρτίου, ἐπροσπάθησα, ἐνέργησα εἰς τὴν Μάνην νὰ ἑνώσωμεν διάφορα σπίτια Μανιάτικα κατὰ τὴν συνήθειάν τους, καὶ τοὺς ἑνώσαμεν, τοὺς ἀδελφώσαμεν. Ἔστειλα καὶ εἰς τὰς ἐπαρχίας τῆς Μεσσηνίας, Μυστρός, Καρύταινας, Φαναριοῦ, Λεονταριοῦ, Ἀρκαδίας, τῆς Τριπολιτζᾶς, καὶ ἦλθαν ἐκεῖ ὁποὺ εὑρισκόμουν, καὶ τοὺς ἔλεγα, ὅτι: τὴν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, καὶ κάθε ἐπαρχία νὰ κινηθεῖ ἐναντίον τῶν Τούρκων τῶν τοπικῶν, καὶ νὰ τοὺς πολιορκήσουν εἰς τὰ διάφορα φρούρια, καθὼς οἱ Ἀρκαδιανοὶ νὰ πολιορκήσουν τὸ Νεόκαστρο, οἱ Μοθωναῖοι τὴν Μοθώνη, καὶ οὕτω καθεξῆς.
Ἀφοῦ ἐπροετοιμάσαμεν καὶ συναγροικήθημεν, ὁ Ζαΐμης μὲ τοὺς ἄλλους, ἀναγκασμένοι νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Τριπολιτζὰ ἢ νὰ μείνουν ἔτζι, ἐκτύπησαν τὸν Βοϊβόδα τῶν Καλαβρύτων. Οἱ Τοῦρκοι μὲ ἔμαθαν ὅτι ἦλθα καὶ μὲ ἐνόμιζαν ὅτι ἦλθα μὲ 5 μὲ 6.000. Ἐγὼ ἤμουν μὲ τέσσερους. Ἦλθαν Ἀρκαδιανοὶ καὶ Μυστριῶται Τοῦρκοι μὲ ραγιάτικα σκουτιὰ ἐνδυμένοι, καὶ ἦλθαν νὰ ἰδοῦν μὲ πόσους ἤμουν, καὶ ἐγὼ ἔπαιζα τὲς ἀμάδες καὶ ἐγύρισαν ὀπίσω καὶ ἔλεγαν, ὅτι: «Εὑρήκαμε ἕνα γέρο καὶ ἔπαιζε τὲς ἀμάδες». - Ἐπῆγα εἰς τὸν Μούρτζινο, ὡς φίλο μου πατρικόν. Ὁ Μαυρομιχάλης εἶχε τὸ ὄνομα Μπέης, ἀλλ᾿ ὁ Μούρτζινος εἶχε τὴν δύναμιν εἰς τὴν Μάνην. Ἐρωτήθη τότε ὁ Μαυρομιχάλης διὰ τὸν ἐρχομόν μου, καὶ αὐτὸς ἀπεκρίθη, ὅτι ἐδυστύχησε εἰς τὴν Ζάκυνθο καὶ ἦλθε εἰς τὴν Μάνην διὰ νὰ τὸν βοηθήσουν οἱ φίλοι του καὶ νὰ ἐπιστρέψει ὀπίσω. Καὶ εἰς αὐτὸ ἐφέρθηκε πολλὰ καλά, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀληθινὸ ὅτι μὲ ἐπρόδωσε εἰς τοὺς Τούρκους. Δὲν εἶχε τὴν δύναμιν νὰ τὸ κάμει καὶ ἂν ἤθελε, καὶ ἐκτὸς τῆς φιλίας ὁποὺ εἴχαμεν μὲ τὸν Μούρτζινον, εἶναι συνήθεια εἰς τὴν Μάνη νὰ ὑπερασπίζονται ὅσους καταφεύγουν εἰς τὴν οἰκίαν των.
Εἰς τὰς 23 Μαρτίου ἐπιάσαμε τοὺς Τούρκους εἰς τὴν Καλαμάτα, τὸν Ἀρναούτογλην, σημαντικὸν Τοῦρκον τῆς Τριπολιτζᾶς. Εἴμεθα 2.000 Μανιάτες, ὁ Πετρόμπεης, ὁ Μούρτζινος, Κυβέλος, Δυτικὴ Σπάρτη. 100 ἦτον οἱ Τοῦρκοι μεινεμένοι, ὡς 10.000 ἡ φήμη τους μεγάλη. - Ἡ Ἀνατολικὴ Σπάρτη ἐκινήθη τὴ ἴδιαν ὥραν. Ὁ Τζανετάκης μὲ τὴν Κακαβουλιὰ ἐκινήθη διὰ τὸν Μυστρά. Οἱ Τοῦρκοι τῆς Μπαρδούνιας καὶ Μυστρᾶ ὑπάγουν, τραβιοῦνται εἰς τὴν Τριπολιτζά. Οἱ Τοῦρκοι εἶχαν βάλει ὑποψία, ἐπροσκάλεσαν τοὺς προεστοὺς καὶ Δεσποτάδες, καὶ αὐτοὶ ἐπῆγαν. Ἦτον ἔμβα τοῦ Μαρτίου. Δὲν τοὺς ἐσκότωσαν. Οἱ Σπαρτιᾶται, ἀφοῦ ἐπῆραν λάφυρα, προχωροῦν καὶ πολιορκοῦν τὴν Μονεμβασιά. Εἰς τὴν Καλαμάτα ἐκάμαμε συνέλευση, πόθεν νὰ πρωτοκινήσομε τὰ στρατεύματα. Οἱ Καλαματιανοὶ ἐκατάφεραν τὸν Μπέη νὰ πᾶμε εἰς τὴν Κορώνη διὰ νὰ μὴν βάλουν σπαθὶ οἱ Τοῦρκοι εἰς τοὺς Χριστιανούς. Ἐγὼ δὲν ἐστρέχθηκα, εἶπα νὰ πᾶμε εἰς τὴν παλαιὰν Ἀρκαδία, εἰς τὸ κέντρο, διὰ νὰ βοηθοῦμε τοὺς ἄλλους. Τότενες τοὺς εἶπα: «Ἐὰν μοῦ δώσετε βοήθεια ἀπὸ τοῦτο τὸ στράτευμα, καλῶς, εἰμὴ ἀναχωρῶ νὰ ὑπάγω εἰς τὸ κέντρο». Εἶχα λάβει γράμμα ἀπὸ τὸν Κανέλλο, μ᾿ ἐπροσκαλοῦσε, ὅτι εἶχε 10.000 ἄρματα, καὶ νὰ ἔμβω ἐπὶ κεφαλῆς. Τοῦ Μούρτζινου ἀρρώστησε τὸ παιδί του, ὁ Διονύσιος, καὶ ἔτζι δὲν ἐκίνησαν ὅλοι οἱ Μανιᾶται. Ἔλαβα 200 ἀπὸ αὐτὸν καὶ 70 ἀπὸ τὸν Μπέη μὲ τὸν καπετὰν Βοϊδῆ καὶ μὲ 30 ἐδικούς μου ἐγενήκαμε 300 καὶ ἔκοψα εὐθὺς δύο σημαῖες μὲ σταυρὸ καὶ ἐκίνησα. Οἱ Ἀνδρουσιανοὶ Τοῦρκοι, 260 ἄνδρες, μανθάνοντας ὅτι εἴμεθα ἀσκέρι φεύγουν, πᾶνε στὰ κάστρα τῆς Μεσσηνίας. Κινώντας ἐγώ, εἶχαν μίαν προθυμίαν οἱ Ἕλληνες, ὁποὺ ὅλοι μὲ τὰς εἰκόνας ἔκαναν δέηση καὶ εὐχαριστήσεις. Μοῦ ἤρχετο πότε νὰ κλαύσω... ἀπὸ τὴν προθυμίαν ποὺ ἔβλεπα. Ἱερεῖς ἔκαναν δέηση. Εἰς τὸν ποταμὸν τῆς Καλαμάτας ἀνασπασθήκαμε καὶ ἐκινήσαμε.
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024


Βασίλη, κάτσε φρόνιμα
-Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, νά γένεις νοικοκύρης,
γιά ν' ἀποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι ἀγελάδες,
χωριά κι ἀμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν.
- Μάνα μου ἐγώ δέν κάθομαι νά γίνω νοικοκύρης,
νά κάμω ἀμπελοχώραφα, κοπέλια νά δουλεύουν,
καί νά 'μαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι στούς γερόντους. 
Φέρε μου τ' ἀλαφρό σπαθί καί τό βαρύ τουφέκι, 
νά πεταχτῶ σάν τό πουλί ψηλά στά κορφοβούνια,
νά πάρω δίπλα τά βουνά, νά περπατήσω λόγγους, 
νά βρῶ λημέρια τῶν κλεφτῶν, γιατάκια καπετάνων 
καί νά σουρίξω κλέφτικα, νά σμίξω τούς συντρόφους, 
πού πολεμοῦν μέ τήν Τουρκιά καί μέ τούς Ἀρβανίτες.
Πουρνό φιλεῖ τή μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται. 
-Γειά σας βουνά μέ τούς γκρεμνούς, λαγκάδια μέ τίς πάχνες! 

- Καλῶς τό τ' ἄξιο τό παιδί καί τ' ἄξιο παλικάρι.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024


Ὁ Θούριος τοῦ Ρήγα
Ὡς πότε παλικάρια, νὰ ζοῦμε στὰ στενά,
μονάχοι σὰ λεοντάρια, σταῖς ράχαις στὰ βουνά;
Σπηλιαῖς νὰ κατοικοῦμε, νὰ βλέπωμεν κλαδιά,
νὰ φεύγωμ᾿ ἀπ᾿ τὸν κόσμον, γιὰ τὴν πικρὴ σκλαβιά;
Νὰ χάνωμεν ἀδέλφια, πατρίδα καὶ γονεῖς,
τοὺς φίλους, τὰ παιδιά μας, κι ὅλους τοὺς συγγενεῖς;
Καλλιῶναι μίας ὥρας ἐλεύθερη ζωή,
παρὰ σαράντα χρόνοι, σκλαβιὰ καὶ φυλακή.
Τί σ᾿ ὠφελεῖ ἂν ζήσῃς, καὶ εἶσαι στὴ σκλαβιά;
στοχάσου πῶς σὲ ψαίνουν, καθ᾿ ὥραν στὴν φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, ἀφέντης κι᾿ ἂν σταθῇς
ὁ τύραννος ἀδίκως σὲ κάμνει νὰ χαθῇς.
Δουλεύεις ὅλ᾿ ἡμέρα, σὲ ὅ,τι κι᾿ ἂν σὲ πῇ,
κι᾿ αὐτὸς πασχίζει πάλιν, τὸ αἷμα σου νὰ πιῇ.
Ὁ Σοῦτζος, κι᾿ ὁ Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβῆς
Γκίκας καὶ Μαυρογένης, καθρέπτης, εἶν᾿ νὰ ἰδῇς.
Ἀνδρεῖοι καπετάνοι, παπᾶδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι᾿ ἀγάδες, μὲ ἄδικον σπαθί.
Κι᾿ ἀμέτρητ᾿ ἄλλοι τόσοι, καὶ Τοῦρκοι καὶ Ῥωμιοί,
ζωὴν καὶ πλοῦτον χάνουν, χωρὶς κᾀμμιὰ ῾φορμή.
Ἐλᾶτε μ᾿ ἕναν ζῆλον, σὲ τοῦτον τὸν καιρόν,
νὰ κάμωμεν τὸν ὅρκον, ἐπάνω στὸν Σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, μὲ πατριωτισμὸν
νὰ βάλωμεν εἰς ὅλα, νὰ δίδουν ὁρισμόν.
Οἱ νόμοι νἆν᾿ ὁ πρῶτος, καὶ μόνος ὁδηγός,
καὶ τῆς πατρίδος ἕνας, νὰ γένῃ ἀρχηγός.
Γιατὶ κ᾿ ἡ ἀναρχία, ὁμοιάζει τὴν σκλαβιά,
νὰ ζοῦμε σὰν θηρία, εἶν᾿ πλιὸ σκληρὴ φωτιά.
Καὶ τότε μὲ τὰ χέρια, ψηλὰ στὸν οὐρανὸν
ἂς ποῦμ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά μας, ἐτοῦτα στὸν Θεόν·
Ἐδῶ συκώνονται οἱ πατριῶται ὀρθοί, καὶ ὑψώνοντες
τὰς χεῖρας πρὸς τὸν οὐρανόν, κάμνουν τὸν ὅρκον.
Ὅρκος κατὰ τῆς τυραννίας καὶ τῆς ἀναρχίας.

Ὦ βασιλεῦ τοῦ κόσμου, ὁρκίζομαι σὲ σέ,
στὴν γνώμην τῶν τυράννων, νὰ μὴν ἐλθῶ ποτέ.
Μήτε νὰ τοὺς δουλεύσω, μήτε νὰ πλανηθῶ,
εἰς τὰ ταξίματά τους, γιὰ νὰ παραδοθῶ.
Ἐν ὅσῳ ζῶ στὸν κόσμον, ὁ μόνος μου σκοπός,
γιὰ νὰ τοὺς ἀφανίσω, θὲ νἆναι σταθερός.
Πιστὸς εἰς τὴν πατρίδα, συντρίβω τὸν ζυγόν,
ἀχώριστος γιὰ νἆμαι, ὑπὸ τὸν στρατηγόν.
Κι᾿ ἂν παραβῶ τὸν ὅρκον, ν᾿ ἀστράψ᾿ ὁ οὐρανός,
καὶ νὰ μὲ κατακάψῃ, νὰ γένω σὰν καπνός.

Σάββατο 23 Μαρτίου 2024



Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας
Ἤθελα νἄμουν τσέλιγκας, νἄμουν κ᾿ ἕνας σκουτέρης,
νὰ πάω νὰ ζήσω στὸ μαντρί, στὴν ἐρημιά, στὰ δάσα,
νἄχω κοπάδι πρόβατα, νἄχω κοπάδι γίδια,
κ᾿ ἕνα σωρὸ μαντρόσκυλα, νἄχω καὶ βοσκοτόπια,
τὸ καλοκαίρι στὰ βουνά, καὶ τὸν χειμῶ στοὺς κάμπους.
Νἄχω ἀπὸ πάλιουραν βορὸ καὶ στρούγγα ἀπὸ ροδάμι,
νἄχω καὶ σὲ ψηλὴν κορφὴ καλύβα ἀπὸ ρουπάκια,
νἄχω μὲ τὰ βοσκόπουλα σὲ κάθε σκάρον γλέντι,
νἄχω φλογέρα νὰ λαλῶ, ν᾿ ἀντιλαλοῦν οἱ κάμποι,
νἄχω καὶ κόρη ὄμορφη, στεφανωτήν μου νἄχω,
νὰ μοῦ βοηθάει στὸ σάλαγο, νὰ μοῦ βοηθάει στὰ γρέκια,
κι ὄντας θὰ τὰ σταλίζουμε τὰ δειλινὰ στοὺς ἴσκιους,
στῆς ρεματιᾶς τὴ χλωρασιὰ μαζί της νὰ πλαγιάζω,
νὰ μὲ κοιμίζει μὲ φιλιὰ στοὺς δροσερούς της κόρφους.
Κώστας Κρυστάλλης

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024



Ἡ Σταχομαζώχτρα
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα» ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς» τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2024

 


Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο

Ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἐπαινεῖ τὸν πλησίον του καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του, φθάνει σὲ μέτρα ἁγιότητος. Ἂν ζητᾶς ἐσὺ ἀπὸ τὸν ἄλλονε, ἐπειδὴ σὲ λύπησε, νὰ σοῦ βάλει μετάνοια, δὲν εἶσαι καλά, δὲν εἶσαι ἐντάξει, δὲν βαδίζεις στὸ δρόμο τῆς καλογερικῆς.

Φθάσαμε, πατέρες, σ᾿ ἕνα τέτοιο σημεῖο, ποὺ μπορῶ νὰ πῶ ὅτι, ὅταν ἤμασταν κοσμικοί, ἤμασταν καλύτεροι. Τώρα δὲν σηκώνουμε λόγο, δὲν σηκώνουμε λόγο.

Τὰ πατερικὰ βιβλία λένε ὅτι ὁ ἀββὰς Νισθερὼ ἀπέκτησε φήμη ἁγίου ἀνδρός. Καὶ πῆγε ἄλλος καὶ τοῦ λέει: «Τί ἀρετὴ ἔκανες, πάτερ, κι ἔφθασες σ᾿ αὐτὰ τὰ μέτρα;» Λέει: «Ἀφότου μπῆκα στὸ μοναστήρι, εἶπα, ἐγὼ καὶ τὸ γαϊδούρι ἕνα εἴμαστε. Ὅσο μιλάει τὸ γαϊδούρι, ὅταν τὸ δέρνεις, τόσο θὰ μιλήσω κι ἐγώ». Αὐτὸ ἦταν τὸ θεμέλιο, ὅτι καὶ νὰ τὸν δείρουνε, «εὐλόγησον». Τώρα ἐμεῖς φθάσαμε στὸ σημεῖο, δὲν σηκώνουμε λόγο.

Ὁ ἄνθρωπος, ἐφόσον ζεῖ, πρέπει πάντοτε νὰ ἀγωνίζεται. Καὶ ὁ πρῶτος ἀγώνας εἶναι νὰ νικήσει τὸν ἑαυτό του. Ὁ πρῶτος καὶ ὁ κυριότερος ἐχθρὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι ὁ διάβολος, ὄχι. Εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν ἑαυτό του ἐπίβουλος. Καὶ τοῦτο διότι δὲν ἀκούει τὸν ἄλλον, ἀκούει τί τὸν λέει ὁ λογισμός του. Ἐνῶ ἔχουμε τόσους ἁγίους Πατέρες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε διαβάζοντας τὰ συγγράματά τους, ἐντούτοις ὅμως τὸ ἐγὼ μᾶς κυριεύει πολλὲς φορές. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος νικήσει τὸν ἑαυτό του, εἶναι ὁ μεγαλύτερος μεγαλομάρτυρας καὶ τροπαιοφόρος καὶ νικηφόρος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ!

Ὅσιος Ἐφραὶμ Κατουνακιώτης

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2024


                         Δὲν εἶμαι αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ

Ἡ Ἀγάπη καὶ ἡ Ταπείνωση πάνε μαζί.

Ὅταν ἀγαπᾶς ἕναν ἄνθρωπο δὲν μπορεῖς νὰ εἶσαι ἐγωίστρια ἀπέναντί του.

Πάρε τὸ παιδὶ καὶ τὴν μητέρα. Τὸν ἀδελφὸ καὶ τὴν ἀδελφὴ. Τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα.

Θυμᾶμαι, ὅταν ἤμουν παιδὶ μὲ τὴν μητέρα μου ποὺ ἀγαποῦσα πάρα πολὺ καὶ μὲ τὸν πατέρα μου ποὺ ἦταν τόσο ἁπαλὸς καὶ καλός, δὲν τολμοῦσα νὰ ἔχω δικό μου θέλημα ὅταν ὁ ἐγωισμός μου ἤθελε κάτι…

Μόνο γιὰ νὰ μὴν τοὺς λυπήσω!

Ὄχι ποὺ δὲν ἤθελα αὐτὸ ἤ ἐκεῖνο. Τὸ ἤθελα.

Ἀλλὰ τὸ ἴδιο γίνεται καὶ σήμερα. Ἄν δὲν κάνω μιὰ κακὴ πράξη, εἶναι ποὺ δὲν θέλω νὰ «λυπήσω» τὸν Θεό.

Ὄχι ἐπειδὴ Τὸν τρέμω.

Γιατὶ Τὸν ἀγαπῶ.

Δὲν εἶμαι αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ.

Οὔτε ἔχω «παραδοθεῖ», ὅπως γίνεται σ’ ἕναν πόλεμο.

Θέλω νὰ προσφέρω κάθε μέρα τὸν ἑαυτό μου.

Μὲ ὅλη μου τὴν ἀγάπη καὶ ὅλο μου τὸ θέλημα, τώρα ποὺ εἶμαι ζωντανή, σήμερα κι ὄχι νὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα ὑπακοῆς μόνο.

Μπορῶ νὰ τὸ κάνω κι ἐκεῖνο, ἀλλὰ θὰ εἶμαι ἕνα πτῶμα.

Τοῦ λέω: «Θέλω αὐτὸ ποὺ θέλεις, Θεέ μου».

Δὲν μπορῶ νὰ τὸ αἰσθανθῶ ἀλλιῶς.

Ἔτσι καὶ μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Θέλω μ’ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ τοὺς ἀγαπήσω, καὶ τοὺς ἀγαπῶ.

Καὶ δὲν μὲ ἐνδιαφέρει καθόλου ποιός εἶναι ὁ ἄνθρωπος.

Εἶναι Ἄνθρωπος.

Μὲ μιὰ καρδιά, μιὰ ψυχή, ἕνα μυαλό, σὰν ἐμένα. Τέλος!

Γερόντισσα Γαβριηλία


Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

 


Ἡ γιαγιά, ὁ ἀββᾶς καὶ ἡ παράδοση

Τί εἶναι παράδοση; Εἶναι οἱ φορεσιὲς καὶ οἱ σκοποὶ τοῦ τόπου μας ἢ κάτι παραπάνω; Εἶναι ἕνας τρόπος ζωῆς, ποὺ χάθηκε καὶ τὸν βάλαμε στὶς προθῆκες τοῦ λαογραφικοῦ μουσείου; Καὶ ἐὰν εἶναι ἔτσι, γιατί μιλᾶμε γιὰ ἐκείνην σὰν κάτι ποὺ συμβαίνει ἀκόμη; Ἐμεῖς οἱ… γραμματιζούμενοι ἔχουμε τὴν «πολυτέλεια» πλέον νὰ κάνουμε τέτοιους στοχασμούς. Νὰ ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἀπὸ ποῦ κρατᾶ ἡ σκούφια μας καὶ ἔπειτα περήφανα νὰ τὴν ἐπιδεικνύουμε στὶς νέες ἐποχὲς, ποὺ μᾶλλον δὲν πολυσυμπαθοῦν τέτοιες ταυτότητες πολιτισμικές.

Μὰ ἡ παράδοση φαίνεται νὰ μᾶς ξεγελᾶ σὰν τὸ ἄτακτο παιδί:

Ἐκεῖ ποὺ τὴν θαυμάζεις καὶ τὴν περιφέρεις ἀγέρωχα, καταντᾶ νὰ μοιάζει λείψανο…

Καὶ ἐκεῖ ποὺ μοιάζεις νὰ τὴν ξεχνᾶς ἔρχεται στὴν ζωὴ τὴν τωρινὴ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀναπόφευκτης ἀλήθειας πού, ὡς ἀλήθεια, δὲν γνωρίζει τόπο καὶ χρόνο.

Ἀπὸ γονεῖς γονιῶν, σὲ παιδιὰ παιδιῶν…

«-Ἔλα γιαγιά», ἔλεγε τὶς Κυριακὲς ἡ μητέρα μου στὴν γιαγιά της, σὲ πόλη ἀκριτική τῆς Μακεδονίας, «ἔλα νὰ κάτσεις μαζί μας. Κάθε ποὺ κοινωνεῖς πᾶς καὶ κλείνεσαι στὸ δωμάτιο…»

-Νά, ἔλεγε ἡ γιαγιά, προτιμῶ λίγο νὰ ξαπλώσω, γιατὶ πῆρα τὸν Χριστό καὶ ἐὰν μιλῶ πολὺ Τὸν ξοδεύω..»

Σκεφτεῖτε πὼς βλέπετε τώρα μία ταινία. Πατῆστε τὸ κουμπὶ καὶ πηγαίνετε πίσω. Πολὺ πίσω. Καὶ ἀλλοῦ… Αἴγυπτος, 4ος αἰώνας μ.Χ.

«-Γιατί μᾶς ἀποφεύγεις, Ἀββᾶ, ὅταν ἔρχεσαι στὴν ἐκκλησία;» ρώτησαν οἱ νεώτεροι μοναχοὶ τὸν Ἰσαάκ, μαθητὴ τοῦ Ἀββᾶ Ἀπολλώ, ποὺ ὅποτε κοινωνοῦσε, ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀπόλυση, ἔτρεχε στὸ κελί του, σὰν νὰ τὸν κυνηγοῦσαν.

-«Ἀδελφοί μου», ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, «ὁ νοῦς ποὺ φωτίζεται ἀπὸ τὴ Χάρι τῶν Μυστηρίων εἶναι ἀναμμένη λαμπάδα. Μά, σὰν φυσᾶ σ’ αὐτὸν ὁ ἄνεμος τῆς πολυπραγμοσύνης, σβήνει ὁ ταλαίπωρος»

Ἡ προγιαγιά μου, πιθανότατα, δὲν ἤξερε τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ τὸν ἀββᾶ Ἀπολλώ. Ἀμφιβάλω, ἐὰν εἶχε διαβάσει τὸ Γεροντικό.

Ὅμως, μὲ ἐκείνην τὴν λεπτὴ κλωστὴ ποὺ ἀρχίζουν τὰ παλιὰ παραμύθια τοῦ τόπου μας, ἦταν «γερὰ δεμένη, στὴν ἀνέμη τοῦ χρόνου τυλιγμένη». Στὴν ἀνέμη τῆς παράδοσης, ποὺ τὴν ἔκανε νὰ λέγει καὶ νὰ νοιώθει τὰ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τοὺς ἀββάδες, παρόλο τὸ χάσμα τῶν δεκαπέντε σχεδὸν αἰώνων!

Καὶ ἐμεῖς; Ἐμεῖς ποὺ ξέρουμε τὰ «Γεροντικά» φαρσί, ἐρίζουμε μὲ τὸ δάκτυλο κολλημένο στὶς λέξεις καὶ δὲν μποροῦμε τελικὰ νὰ συνεννοηθοῦμε. Γιατὶ μεταξύ μας καὶ μὲ τὶς γιαγιάδες μας ἔχουμε χάσμα πολὺ μεγαλύτερο ἐκείνων τῶν δεκαπέντε αἰώνων…

Ἴσως γιατὶ μὲ τοὺς λόγους μας τοὺς πολλοὺς φυσᾶμε καὶ σβήνουμε τὴν λαμπάδα τοῦ ἀββᾶ.

Ξοδεύουμε στὶς πολυπραγμοσύνες μας τὸν Χριστὸ τῆς γιαγιᾶς.

Κοντεύουμε νὰ «μείνωμεν ἔξω» τοῦ ζεστοῦ κελιοῦ τους, μάταια νὰ ἀναζητοῦμε τὴν πολύτιμη παρέα τους.

Ἐρήμην τους κουβεντιάζουμε γιὰ ταυτότητα καὶ παράδοση, μιλώντας κάποτε κάποτε γιὰ ἐκείνους, μὰ ποτὲ μὲ ἐκείνους. 

Χαράλαμπος Πετρουλέας

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

 


Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ

Τὸ πρόγραμμα τῆς σημερινῆς ἡμέρας προέβλεπε τὴν ἐπίσκεψή μας σὲ μία πάμπτωχη συνοικία στὸ κέντρο τῆς πρωτεύουσας Φρὴ Τάουν, τὴν παραγκούπολη Κροὺ Μπέι. Μὲ τὸ ποὺ φτάσαμε στὸν συνοικισμό, ἡ βαριὰ μυρωδιὰ τῆς ἀτμόσφαιρας καὶ οἱ παράγκες ἀνάμεσα σὲ πλῆθος σκουπιδιῶν μᾶς σάστισαν. Προχωρούσαμε σοκαρισμένοι. Ἕνας κατάμαυρος ποταμὸς κυλοῦσε ἀργὰ ἀνάμεσα σὲ τόνους ἀπορριμμάτων, δημιουργώντας μία ἀφόρητα ἀποπνικτικὴ ἀτμόσφαιρα.

Καθὼς προσπαθούσαμε νὰ καταγράψουμε φωτογραφικὰ αὐτὸ ποὺ ζούσαμε, εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου τὸν Δανιήλ. Μόλις εἶχε διασχίσει τὴ γέφυρα καὶ ἐπέστρεφε στὸ σπίτι ἀπὸ τὸ σχολεῖο του, ποὺ βρισκόταν στὶς παρυφὲς τοῦ συνοικισμοῦ. Ἦταν ἕνα ἀγόρι μὲ ὡραία χαρακτηριστικά, ντυμένο μὲ τὴ στολὴ τοῦ σχολείου του, λευκὸ κοντομάνικο πουκάμισο καὶ θαλασσί, κοντὸ παντελονάκι. Εἶχε τὴν τσάντα του στὴν πλάτη. Τὰ καθαρά του ροῦχα δημιουργοῦσαν ἀπίστευτη ἀντίθεση μὲ τὸ γεμάτο τόνους σκουπιδιῶν περιβάλλον.

Τὰ ’χασα καθὼς τὸν εἶδα ξαφνικὰ μπροστά μου. Κοντοστάθηκε, μόλις μὲ εἶδε νὰ ὑψώνω αὐθόρμητα τὴ φωτογραφικὴ μηχανή, ἴσα γιὰ νὰ μ’ ἀφήσει νὰ τὸν φωτογραφίσω, κι ὕστερα χάθηκε μέσα στὶς παράγκες.

Προσπαθώντας νὰ ἐπεξεργαστῶ τὴν ἐμπειρία τῆς στιγμῆς, κοιτώντας τὴ φωτογραφία ποὺ μόλις εἶχα τραβήξει, σκεφτόμουν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μὲ μαγνήτισε σ’ αὐτὸ τὸ ὄμορφο ἀγόρι.

Ἦταν ἄραγε ἡ ἀπίστευτη ἀντίθεση μεταξὺ τοῦ περιποιημένου παρουσιαστικοῦ του καὶ τοῦ ἄθλιου περιβάλλοντος στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Παρατηρώντας πιὸ προσεκτικὰ τὴ φωτογραφία κατάλαβα· ἦταν τὸ βλέμμα του. Ἕνα βλέμμα διαπεραστικὸ καί, συγχρόνως, θλιμμένο. ‘Ένα καθάριο, ἁγνὸ βλέμμα ποὺ σὲ λυγίζει. Τί θὰ σκεφτόταν, ἄραγε, βλέποντας νὰ φωτογραφίζουμε τὸ περιβάλλον στὸ ὁποῖο ζοῦσε;

Τὸ βλέμμα τοῦ παιδιοῦ ἔφερε στὸν νοῦ μου τὰ λόγια τοῦ πατρὸς Θεμιστοκλῆ, ποὺ μᾶς εἶχε πεῖ: «Ἔχετε παρατηρήσει τὰ μάτια τῶν παιδιῶν; Δὲν εἶναι σὰν τὰ μάτια τῶν Εὐρωπαίων παιδιῶν. Ἔχετε προσέξει τὰ μάτια τῶν ζητιάνων ἐδῶ πέρα; Ἔχουν «κάτι»... Ἐγὼ βλέπω σ’ αὐτά, τὰ μάτια τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Γιὰ σκεφτεῖτε ὅτι ἐδῶ ὁ ἄνθρωπος ζεῖ πάντοτε μέσα στὸν πόνο καὶ νιώθει τὸν θάνατο νὰ τὸν ἀγγίζει».

Ζήτησα κι ἔμαθα γι’ αὐτὸ τὸ ἀγόρι, ποὺ τὸ βλέμμα του ἄγγιξε τόσο τὴν ψυχή μου. Πρόκειται γιὰ τὸν Δανιὴλ Salima Salisu, ἕνα δεκατριάχρονο παιδὶ γεννημένο σὲ προτεσταντικὴ οἰκογένεια. Εἶναι ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα, τὸν ὁποῖο ἔχασε πρὶν λίγα χρόνια, καὶ ζεῖ σὲ μία παράγκα τοῦ συνοικισμοῦ μὲ τὴ φτωχὴ μητέρα του καὶ τὴ θεία του. Ὁ καθημερινὸς ἀγώνας τους εἶναι νὰ ἐξασφαλίσουν τὰ πρὸς τὸ ζῆν, κάνοντας ὅ,τι μποροῦν, ὥστε ὁ Δανιὴλ νὰ συνεχίσει τὶς σπουδές του στὸ γυμνάσιο καὶ νὰ πηγαίνει τουλάχιστον μὲ καθαρὰ ροῦχα στὸ σχολεῖο... Ὁ ἴδιος ὁ Δανιήλ, ἐντυπωσιασμένος ἀπὸ τὸ ἔμπρακτο ἐνδιαφέρον τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιὰ τὴν κοινότητά τους, ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ γνωρίσει τὴν Ἀλήθεια καὶ νὰ γίνει Ὀρθόδοξος Χριστιανός.

Ὁ πατὴρ Θεμιστοκλῆς, βλέποντας τὰ γεμάτα εὐγνωμοσύνη μάτια τῶν κατοίκων τοῦ συνοικισμοῦ, προέβλεψε ὅτι, μὲ ἀφορμὴ τὴν ἀνέγερση τοῦ σχολείου «Εὐαγγελισμὸς τῆς Θεοτόκου» μέσα στὴν παραγκούπολη, σὲ λίγα χρόνια ὅλοι θὰ ἀναζητήσουν νὰ γίνουν Ὀρθόδοξοι. Μακάρι νὰ γίνει!».

(Ἀφήγηση τοῦ καθηγητῆ κ. Ἰωάννη Περράκη ἀπὸ ἐμπειρίες ποὺ ἀπεκόμισε ἐπισκεπτόμενος τὴν Ὀρθόδοξη Ἱεραποστολὴ στὴ Σιέρρα Λεόνε)

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

 


Ἡ μητέρα μου

Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της ζοῦσε μιά βαθειά πνευματική ζωή. Στίς ἑορτές συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια, ἀκόμη καί στίς μικρότερες. Βέβαια δέν γνώριζε ἀπό βιβλία, εἶχε διάκρισι καί διαίσθησι, δέν ἐγνώριζε ἀπό ἑορταστικούς κύκλους καί ὅμως συμμετεῖχε σ᾿ ὅλες τίς ἑορτές, στίς νηστεῖες καί στά ἐτήσια μνημόσυνα τῆς Ἐκκλησίας μας ἀλανθάστως.

Ἡ ἐλεημοσύνη της ἦτο ἡ βασική της φροντίδα σχεδόν σέ καθημερινή βάσι. Τούς ξένους τούς καλοῦσε ἀπό τόν δρόμο, τούς φιλοξενοῦσε σπίτι μας καί τούς ἀνέπαυε. Ποτέ δέν ἀνεχώρησε ἔστω καί ἕνας πτωχός ἀπό τό σπίτι μας μέ ἀδειανά τά χέρια. Ὁ πατέρας μου τήν ὠνείδιζε ἐνίοτε, διότι εἶχε σέ μεγάλο βαθμό ἀνοικτά τά χέρια της.

Στά μνημόσυνα τῶν νεκρῶν συμμετεῖχε μέ πολλή εὐλάβεια. Κάθε Σάββατο πρωΐ ἔδινε ξεχωριστή ἐλεημοσύνη γιά τούς κοιμηθέντες: Μία λεκάνη γάλα ἤ φαγητό καί νερό πού μετέφερε ἡ ἴδια γιά τούς γείτονες. Κατόπιν ἀσχολεῖτο μέ τήν καθαριότητα τῶν ρούχων γιά τήν ἑπομένη ἡμέρα καί στήν συνέχεια ἐμαγείρευε τό φαγητό γιά τό τραπέζι τῆς Κυριακῆς, μετά τήν Θεία Λειτουργία, διότι τήν Κυριακή οὐδέποτε ἐμαγείρευε.

Ὅταν κτυποῦσε ἡ καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ, ὅλες οἱ δουλειές γιά τήν αὐριανή ἡμέρα εἶχαν τελειώσει καί ἔτσι ἄρχιζε τήν ἡμέρα τῆς Κυριακῆς. Τό πρωΐ τῆς Κυριακῆς ἐφορούσαμε ὅλοι τά καθαρά μας ροῦχα καί ἐσώρουχα καί ἐπηγαίναμε στήν ἐκκλησία.

Ὁ πατέρας μας σηκωνόταν πολύ πρωΐ, ἀφοῦ ἔκανε τήν προσευχή του, μετά ἐδιάβαζε τούς Χαιρετισμούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπό τό Ὠρολόγιο καί κατόπιν ἐδιάβαζε περικοπές ἀπό τήν Καινή Διαθήκη. Ὅταν ἀναχωρούσαμε γιά τήν ἐκκλησία, πρῶτα ἐζητούσαμε συγγνώμη οἱ μέν ἀπό τούς δέ: «Συγχωρέστε», καί «ὁ Θεός νά σέ συγχωρέση!» Αὐτό συνέβαινε ὄχι μόνο μεταξύ μας, μέ τούς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ μας, ἀλλά καί μέ τούς γείτονες.

Τίς νηστεῖες-τίς τρεῖς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, καθώς καί τίς μεγάλες νηστεῖες τίς κρατοῦσε μέ πολλή εὐλάβεια καί ἀκρίβεια, καθώς καί τά μικρά παιδιά, ἔστω καί νά ἦσαν ἄρρωστα. Ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἦτο ἕνα γεγονός σημαντικό στήν χριστιανική ζωή ὅλων μας. Εἴχαμε σκεύη διατηρημένα μόνο γι᾿ αὐτόν τόν καιρό: ὅπως λεκάνες, πιάτα καί κουτάλια. Τό Πάσχα καί τά Χριστούγεννα οἱ γιορτές στά χωριά μας διαρκοῦσαν πολλές ἡμέρες.

Ἡ μητέρα μου ἦτο μία ἀνεπανάληπτη νοικοκυρά. Αὐτή ἔραβε, ὕφαινε στόν ἀργαλειό, ἔπλεκε. Μᾶς ἔκανε ἡ ἴδια ὅλα τά ἐνδύματά μας: Ὑποκάμισα, παλτά, γελέκια, ζακέτες, καθώς καί βελέντζες καί ἄλλα σκεπάσματα γιά τά κρεββάτια μας. Ἐμεγάλωσε ὀκτώ παιδιά, ἕξι κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί μᾶς ἀνέθρεψε ὅλα μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, μέ σεβασμό ἀπέναντι στούς ἀνθρώπους καί μέ τιμή. Δέν λυπόταν νά μᾶς δέρνη κιόλας, ὅταν χαλούσαμε τήν τάξι τοῦ «κοινοβίου» της.

Εὐλάβεια, πίστις, ἐκπλήρωσις τῶν χριστιανικῶν μας παραδοσιακῶν καθηκόντων μᾶς εἶχαν γίνει φυσική συνήθεια. Ἐπήγαζαν μέσα ἀπό τήν ὕπαρξί της. Ὁμοίως ἡ ἀγάπη της γιά τόν Θεό, ἡ καλωσύνη, ἡ μετριοφροσύνη της…

Κάποτε, ὅταν εὑρέθηκα στό καταφύγιο τῆς πόλεως Μπροστένι, ἐπῆγα μία ἐπίσκεψι καί νά μείνω τό Ἅγιο Πάσχα στό σπίτι μας, καί θυμήθηκα τίς χριστιανικές μας συνήθειες τίς ὁποῖες δέν εἶδα πάλι ἀπό τήν παιδική μου ἡλικία. Ἠμπόρεσα νά συνομιλήσω μαζί της καί κατάλαβα τότε πόσο βαθειά ἦτο ἡ χριστιανική της ζωή.

Τήν Μεγάλη Πέμπτη ἀναχώρησε τό πρωΐ ἀπό τό σπίτι, καί ὅταν ἐπέστρεψε καί τήν ἐρώτησα, ἔμαθα μέ μεγάλη μου ἔκπληξι ὅτι εἶχε πάει σέ μιά ἀσθενῆ γειτόνισσα νά τῆς κάνη ἕνα δῶρο, νά τῆς πλύνη τά πόδια εἰς ἀνάμνησιν τῆς ταπεινώσεως τοῦ Ἰησοῦ μας πρό τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου. «Ὁ Κύριος νά πλύνη τά πόδια τῶν Μαθητῶν Του κι ἐγώ νά μή κάνω τίποτε γι᾿ Αὐτόν; μοῦ ἀπήντησε. Ἔκαμα κι ἐγώ κάτι παρόμοιο. Ἔπλυνα τά πόδια τῆς Μαρίας τοῦ Γαβριήλ, ἡ ὁποία εἶναι ἄρρωστη στό κρεββάτι καί τῆς ἐφόρεσα ἕνα ζευγάρι κάλτσες ἀπό τίς δικές μας καινούργιες».

Τήν Μεγάλη Παρασκευή ἦτο ὅλη τήν ἡμέρα μέ τά μάτια της δακρυσμένα. «ὅταν σκέπτωμαι, μοῦ ἔλεγε, πόσα ὑπέφερε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός γιά ἐμᾶς, μοῦ ἔρχεται νά κλαίω καί νά στενάζω ἀπό πόνο».

Τό Μέγα Σάββατο, ὅταν ἐμεῖς ἐθαυμάζαμε τά τσουρέκια καί τά κουλούρια πού μᾶς παρεσκεύαζε γιά τό Πάσχα, αὐτή μᾶς ἔλεγε: «Τά ἔκαμα τόσο ὡραῖα ὄχι γιά νά τά εὐχαριστηθῆτε τρώγοντάς τα, διότι δέν μοῦ ἔρχεται οὔτε νά τὰ ἀγγίξω, ἀλλά τά ἔκανα ἔτσι πρῶτα γιά τήν δόξα τοῦ Κυρίου μας, πού αὔριο ἀνασταίνεται».

Ἱερομόναχος Πετρώνιος Τανάσε

Μετάφρασις–Ἐπιμέλεια ὑπό Ἀδελφῶν Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους Ἄθω

Σάββατο 16 Μαρτίου 2024

 


Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας

Τί εἶναι ἡ πατρίδα μας; Μὴν εἶν᾿ οἱ κάμποι;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄσπαρτα ψηλὰ βουνά;

Μὴν εἶναι ὁ ἥλιος της, ποὺ χρυσολάμπει;

Μὴν εἶναι τ᾿ ἄστρα της τὰ φωτεινά;

Μὴν εἶναι κάθε της ρηχὸ ἀκρογιάλι

καὶ κάθε χώρα της μὲ τὰ χωριά;

κάθε νησάκι της ποὺ ἀχνὰ προβάλλει,

κάθε της θάλασσα, κάθε στεριά;

Μὴν εἶναι τάχατε τὰ ἐρειπωμένα

ἀρχαῖα μνημεῖα της χρυσὴ στολή,

ποὺ ἡ τέχνη ἐφόρεσε καὶ τὸ καθένα

μιὰ δόξα ἀθάνατη ἀντιλαλεῖ;

Ὅλα πατρίδα μας! Κι αὐτὰ κι ἐκεῖνα,

καὶ κάτι πού ῾χουμε μὲς τὴν καρδιὰ

καὶ λάμπει ἀθώρητο σὰν ἥλιου ἀχτίνα

καὶ κράζει μέσα μας: Ἐμπρὸς παιδιά!

Ἰωάννης Πολέμης

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024



Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν
Ὁ Ἰμπραΐμης μὲ τὸ στράτευμα κατέβηκε Καρύταινας κάμπο καὶ Λεονταριοῦ. Ἐγὼ ἔστειλα τὸν Γενναῖον μὲ 500 νομάτους καὶ ἔπιασαν τὴν Ντεμνίτζα, χωροπούλα δυνατή, διὰ νὰ κλεισθεῖ μέσα, ἂν ἔλθει ὁ Ἰμπραΐμης ἀπάνω του. Ἀπὸ τὴν Ντεμνίτζα ἕως τὸ ὀρδί 4 ὧρες. Καὶ ἐγὼ ἐκρύφθηκα μὲ τὸ λοιπὸ στράτευμα, ἂν ἰδῶ τοὺς Τούρκους νὰ κτυπήσουν τὸν Γενναῖον νὰ τοὺς πάρω ἀποπίσω. Ὁ Ἰμπραΐμης δὲν ἦλθε διὰ τὸν Γενναῖον. Ἔμαθε ὅτι τὰ γυναικόπαιδα ἐπῆγαν κατὰ τὴν Μάνην καὶ ἐκεῖ ἀκολούθησε. Τὸ ὀρδὶ τὸ εἶχε εἰς τὸν κάμπον. Ὁ λαὸς ἀκούοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἐβγῆκε εἰς τὰ πισινὰ χωριὰ καίοντας, ἐτραβήξανε κατὰ τὴ Μάνη, ὥς ὁποὺ ἐγύρισε τὸ στράτευμά του. Ἐτράβηξε διὰ τὴν Μεσσηνία, καὶ Ἀρκαδινοί καὶ οἱ Ἀνδρουτζάνοι ἀκούοντας τὴν φθορὰν τοῦ ἀπάνου κόσμου, ἐτραβοῦσαν κατὰ τὴν Μάνην. Κάπου ἔγινε καὶ τουφέκι, κάπου ἐσκλάβωσε. Ἔρριξε τὸ ὀρδί του εἰς τὸ Νησὶ τῆς Καλαμάτας.
Ὅταν ἔλειπε ὁ Ἰμπραΐμης εἰς τὸ Μισολόγγι, οἱ Μανιάτες ἔφκιασαν εἰς τὸν Ἁρμυρό, ὁποὺ εἶναι τῶν Καπετανιάνων τὰ σπίτια, ἕνα ταμπούρι δυνατὸ ἀπὸ τὸ πέλαγος ἕως εἰς τὸν βράχον, ἐκράτειε ἕως ἕνα μίλι, καὶ ἐκίνησε μιὰ φορὰ καὶ ἐπῆγε καὶ τὸν ἀντέκρουσαν οἱ Μανιάτες, καὶ ἐσκότωσαν ἀρκετούς, καὶ ὀπισθοδρόμησεν. Ἐγὼ ἐκατέβηκα μὲ τὸ στράτευμα ἕως 3.000 εἰς τὰ Δερβένια, καὶ τοὺς ἄφηκα ἐκεῖ, καὶ ἐπῆρα μόνον 80 ἀνθρώπους καὶ ἐκατέβηκα εἰς τὴν Μεσσηνίαν καὶ ἐτράβηξα ὅλο τὴν ἄκρη, διότι ἦτον τὸ ὀρδὶ τοῦ Ἰμπραΐμη εἰς τὸ Νησί. Καὶ εἰς τὸν δρόμον ποὺ ἐπάγαινα ἔβανα τὴν τρομπέτα διὰ νὰ μὲ γνωρίσει ὁ κόσμος. Καὶ μὲ ἐγνώρισαν, καὶ τοὺς ἐμψύχωνα νὰ πᾶνε πίσω στὰ σπίτια τους. Καὶ ἐπῆγα εἰς τὸ Ἁρμυρὸ καὶ ἔγραψα εἰς ὅλους τοὺς τόπους ὅτι οἱ Πελοποννήσιοι γυρίζουν εἰς τὲς ἐπαρχίες, καὶ ἔτζι ἐγύρισαν ὅλοι, τὰ γυναικόπαιδα στὰ σπίτια, οἱ ἄνδρες εἰς τὸν πόλεμον.
Ἐστάθηκα ὀκτὼ ἡμέρες, μὴ ματαδοκιμάσει ὁ Ἰμπραΐμης νὰ ἔλθει εἰς τὴν Βέργα. Ὁ Ἰμπραΐμης ἐτραβήχθηκε καὶ ἐπῆγε εἰς τὰ κάστρα διὰ νὰ ἀνασάνει τὸ στράτευμά του καὶ νὰ ἀφήσουν τὰ γυναικόπαιδα. Ἐγὼ ἐγκαρδίωσα μὲ λόγους τοὺς Μανιάτες καὶ ἐσυνάχθηκαν πολλοὶ εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἐγὼ ἐπῆγα εἰς τὸ στράτευμα, εἰς τὰ Δερβένια τοῦ Λεονταριοῦ, καὶ τὸ ἐσήκωσα τὸ στράτευμα καὶ ἐπῆγα εἰς τοῦ Μάνεση, ἀνάμεσα Λεονταριοῦ καὶ Μυστρᾶ, καὶ ἔστειλα καὶ ἦλθαν τὰ στρατεύματα τὰ Μυστριώτικα· ὅλοι εἴμεθα 4.000. Τροφὰς εἶχα ἀπὸ τὸ Μυστρά. Ὁ Ἰμπραΐμης ἔστειλε τὸν κεχαγιά του νὰ ματακτυπήσει τὴν Βέργα εἰς τὸ Ἁρμυρό, καὶ ἀπὸ πίσω ἔστειλε δύναμη ἕως νὰ ἐβγεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Μαθαίνοντας, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἔχει νὰ πάγει εἰς τὴν Βέργα νὰ πολεμήσει, ὅτι «ὁ ἐχθρὸς ἔρχεται ἐπάνω μας καὶ νὰ ἐλθῆτε μεντάτι», λαβαίνοντας τὴν εἴδησιν τούτην, ἐκίνησα μὲ 2.000. Τὸ διάστημα ὅμως εἶναι μακρινό, δέκα ὧρες. Τὴν εἴδησιν μοῦ ἔστειλαν. - Οἱ Τοῦρκοι ἐπῆγαν, ἀντικρούσθηκαν ἀπὸ τοὺς Μανιάτες καὶ ὀπισθοδρόμησαν - οἱ Τοῦρκοι μισὴ ὥραν ἀπὸ τὴν Βέργαν κατὰ τὴν Καλαμάταν.
Ἐφθάσαμεν καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν Γιάννιτζα, μακριὰ ἀπὸ τὸ στράτευμα τὸ τούρκικο μία ὥρα. Κινώντας ἡμεῖς, ἐβάρεσα τὴν τρουμπέτα διὰ νὰ κινήσει τὸ στράτευμά μας. Δὲν ἠλπίζαμεν νὰ ἀκούσουν οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα, διότι ἦτον σκάπετο. Ἀκούοντας οἱ Τοῦρκοι τὴν τρουμπέτα ἐτραβήχθηκαν μίαν ὥραν μακρύτερα εἰς τὸ ποτάμι τῆς Καλαμάτας, ὁποὺ ἦτον κάμπος. Ἂν ἐπρόφθανα, εἰς τὸν καιρὸν ὁποὺ ἐπολεμοῦσαν οἱ Τοῦρκοι μὲ τοὺς Μανιάτες, ἠθέλαμεν τοὺς κλείσει καὶ ἤθελαν σκοτωθεῖ πολλοί. Οἱ Τοῦρκοι, μετὰ δύο ἡμέρας ἀνεχώρησαν διὰ τὸ Νησί. Ἀνεχώρησα καὶ ἐγὼ εἰς τὸ Μάνεσι, ὅπου εἶχα τὸ ἐπίλοιπο στράτευμα, διατὶ δὲν εἶχα τροφὰς νὰ σταθῶ ἐκεῖ. Περάσοντας δέκα ἢ δεκαπέντε ἡμέρας ὁ Ἰμπραΐμης ἐκίνησε τὴν καβαλλαριὰν νὰ ἔμβει εἰς τὴν Μάνην ἀπὸ τὸ Ἁρμυρό, καὶ τὸ πεζικὸ στράτευμα τὸ ἐμβαρκάρισε εἰς τὰ καράβια καὶ τὸ ἐξεμπαρκάρισε εἰς τὸ Βηρό, εἰς τὴν Τσίμοβαν πλευρά. Οἱ Μανιάτες ἐπετάχθηκαν καὶ οἱ γυναῖκες, καὶ ἐπελάγωσαν τοὺς Τούρκους καὶ τοὺς ἔκαμαν πολὺν ἀφανισμόν. Ἀντεστάθηκαν καὶ εἰς τὴν Βέργαν εἰς τὴν καβαλλαρίαν, καὶ ἀφοῦ εἶδε ὁ Ἰμπραΐμης ὅτι δὲν κάμνει τίποτε, ἐτραβήχθηκε εἰς τὰ Μεσσηνιακὰ φρούρια. 
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης