Κυριακή 31 Μαρτίου 2024


Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος

Στέλιο, ἀγαπητὲ φίλε καὶ ἀδελφέ, καλημέρα,
Ἄργησα νὰ σοῦ γράψω. Ἀπουσίαζα. Σοῦ ὀφείλω τὰ βιογραφικὰ ποὺ τὰ φωτοτύπησα ἀπὸ τὸν τόμο ποὺ ἐκδόθηκε γιὰ τὰ τριάντα χρόνια της ἐπισκοπικῆς του διακονίας.
Ἐκεῖνο ποὺ θὰ ἤθελα νὰ σὲ βεβαιώσω εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦταν Ἅγιος. Ζοῦσε ἅγια. Εἴκοσι χρόνια ποὺ τὸν ἔζησα ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔβλεπα, τὸ ἔνιωθα. Ἀκτινοβολοῦσε φῶς, γέλιο ἤρεμο. Ἁπλὸς σ’ ὅλα του. Φτωχὸς μέχρι τρέλας. Λιτὸς ἀπερίγραπτα.
Ντρέπομαι ὅταν ἀναλογίζομαι τὸ πόσες φορὲς λειτούργησα μαζί του κι ἐγὼ φοροῦσα στολὲς πλούσιες κι αὐτὸς ἦταν πλάι μας φτωχότατος.
Θὰ σοῦ πῶ κάτι γιὰ νὰ θαυμάσεις πάνω σ’ αὐτό. Ἀγόρασα μία βαλίτσα, κάποτε, γιὰ τὶς στολές μου, ὅταν μετακινούμουνα. Δερμάτινη. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία, ὡς τοποτηρητής. Εἶχε μία βαλίτσα ξύλινη –ἐσωτερικὰ ἐπενδυμένη μὲ ταπετσαρία χάρτινη, σὰν κι αὐτὲς ποὺ ἔχουν κάτι λαϊκὰ μπαοῦλα.
Ντράπηκα. Παπὰς ἐγώ. Δεσπότης αὐτός.
Τοῦ λέω, «Γέροντα, δὲν πάει ἄλλο. Θὰ πάρετε τὴ βαλίτσα τὴ δική μου».
Ἐπαναστάτησε. «Ὄχι», μοῦ λέει, «ἐσὺ εἶσαι οἰκογενειάρχης, ἔχεις παιδιὰ» καὶ ἄλλα τέτοια. Τελικὰ τὴν πῆρε. Ὕστερα ἀπὸ μέρες μοῦ τηλεφώνησε. «Ἔλα νὰ πᾶμε νὰ λειτουργήσουμε σὲ κάποια κωμόπολη». Πάω, τί νὰ δῶ. Ἡ ξύλινη βαλίτσα. «Πάλι τὰ ἴδια», τοῦ λέω. «Παιδάκι μου», μοῦ λέει, «ἔπιασε τόπο, τὴν ἔδωσα σὲ μία φτωχιά».
Πήγαμε κάποτε μὲ τοὺς δικούς μου στὴ Σιάτιστα νὰ τὸν ἐπισκεφθοῦμε. Καὶ τί νὰ δοῦμε: Σφουγγάριζε τὶς σκάλες τῆς Μητρόπολης. «Αὐτὰ τὰ λεφτὰ ποὺ θὰ ’δινα σὲ μία γυναίκα τὰ βάζω στὸ φιλόπτωχο – κι ὕστερα μὴ ξεχνᾶτε πὼς ἂν ἤμουνα στὸ μοναστήρι θὰ ἔκανα κάποιο διακόνημα».
Μοῦ διηγήθηκε κάποιος:
Ἦταν ὁ πρῶτος καιρὸς ποὺ εἶχε ἔλθει στὴ Μητρόπολη. Δὲν ἦταν ἀκόμα γνωστός. Πῆγε μία Κυριακὴ σὲ χωριὸ στὸ Βόιο. Τελείωσε ἡ Λειτουργία. Βγῆκε ἔξω καὶ περίμενε κανένας νὰ τὸν μαζέψει γιὰ νὰ τὸν πάει στὴ Σιάτιστα. Αὐτοκίνητο δὲν εἶχε μέχρι ποὺ πέθανε. Στάθηκε ἕνας μὲ τὸ αὐτοκίνητό του - αὐτὸς ποὺ μοῦ τὰ διηγεῖται - καὶ τοῦ λέει: «Παπούλη, ποῦ πᾶς;» Λέει αὐτὸς: «Σιάτιστα». «Καὶ ἐγὼ ἐκεῖ πάω, ἀλλὰ ἔχω δίπλα μου τὴ γυναίκα μου. Πρέπει νὰ στριμωχθοῦμε».
Τοῦ λέει ὁ Δεσπότης: «Στὴν καρότσα μὲ παίρνεις;» Λέει: «Ναί».
Ἀνέβηκε στὴν καρότσα ὁ Δεσπότης. Φτάσαμε στὴ Σιάτιστα. Θέαμα. Ἔτρεξαν ἄνθρωποι. Στάθηκαν μπροστὰ στὸν ἐπίσκοπο. Τὸν βοήθησαν νὰ κατέβει. Χειροφιλήματα.

Ρωτάει ὁ ἄνθρωπος: «Ποιός εἶναι;»
«Ὁ Δεσπότης», τοῦ λένε.
Ἀρχίζει νὰ κλαίει. «Ἔβαλα», μοῦ λέει, «τὸν Δεσπότη στὴν καρότσα κι ἄφησα τὴ γυναίκα μου στὸ κάθισμα». Καὶ τέτοια περιστατικά, Στέλιο, πολλά. Αὐτὸς ὁ Ἅγιος ἄφησε περιουσία στὴ Μητρόπολη τὰ μοναστήρια του.
Ἀτέλειωτες ὧρες ἐξομολόγηση. Ἡ μισὴ Κοζάνη πήγαινε σ’ αὐτόν. Ἀγρυπνίες. Κόσμος ἀπὸ Καστοριά, Γρεβενά, Κοζάνη, Πτολεμαΐδα. Δύο φορὲς ἔκανε τοποτηρητὴς ἀπὸ 2-3 μῆνες καὶ τὰ γύρισε ὅλα τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς, ἑκατὸν πενήντα (150) τὸν ἀριθμό, ἀπὸ δύο φορές!
Στὴν Κηδεία του, ὅταν ὁ Ἀρχιεπίσκοπος εἶπε ὅτι σήμερα κηδεύουμε ἕναν ἅγιο, ὁ κόσμος ὅλος φώναξε μὲ μία φωνὴ τρεῖς φορὲς «Ἅγιος». Ἀκόμα σηκώνεται ἡ τρίχα μου…
Αὐτὲς τὶς ἡμέρες κυκλοφόρησε ἕνα βιβλίο, «Ἕνας Φιλομόναχος Ἐπίσκοπος».
Μόλις τὸ πάρω θὰ στὸ στείλω.
Χαιρέτα ὅλους. Εὔχου. Εὔχομαι.
Δικός σου,
Παπα-Γιώργης Μπετσάκος
Κοζάνη, 12 Μαρτίου 2006
*****
Ὁ Μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης κ. Ἀντώνιος Κόμπος γεννήθηκε τὸ 1920 στὸ Ἄργος Ἀργολίδος. Ἦταν ἀπόφοιτος τῆς Μαρασλείου Παιδαγωγικῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν καὶ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν.
Κάτοχος μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, συμπλήρωσε τὶς σπουδές του στὰ Πανεπιστήμια Ὀξφόρδης καὶ Παρισίων.
Διετέλεσε καθηγητὴς καὶ Διευθυντὴς Ἱερατικῶν Σχολῶν. Κατὰ τὰ ἔτη 1971-1974 ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκήρυκας στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Αἰτωλίας καὶ Ἀκαρνανίας. Διάκονος ἐχειροτονήθη στὶς 3.12.1967, πρεσβύτερος δὲ στὶς 4.12.1967. Τὴν 23η Μαΐου 1974 ἐξελέγη Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης.
Ἐξέδωσε ἀξιόλογα ἐπιστημονικὰ ἔργα. Δημοσίευσε βιβλιοκρισίες καὶ ἄρθρα ἐποικοδομητικὰ σὲ διάφορα περιοδικά.
Ὁ «πιὸ ταπεινὸς δεσπότης τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως τὸν ἀποκάλεσαν πολλοί, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17.12.2005 στὸ «Μποδοσάκειο» Νοσοκομεῖο Πτολεμαΐδας, σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν, μετὰ ἀπὸ τρίμηνη μάχη μὲ τὸν καρκίνο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου